ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2901 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σαχίνη Χρυσούλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 07-01-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …, κατοίκου …. 3) με ΑΦΜ …, 2) …, κατοίκου …. 3) με ΑΦΜ … και 3) …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κόλλιας Τρύφωνας με Α.Μ. 031942 του Δ.Σ. Αθηνών.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην …) με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Τριμπαλης –Γάλλος Σπυρίδων με Α.Μ. 017786 του ΔΣ Αθηνών, 2) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ανάργυρος Κουτσούκος, 3) …, κατοίκου … … με ΑΦΜ …, ως κληρονόμων του …, για τους οποίους δεν προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο πληρεξούσιος δικηγόρος, 5) …, 6) …, ως κληρονόμων του …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Παπαδοκωστάκης Γεώργιος με Α.Μ. 029894 του Δ.Σ Αθηνών και 7) …, κατοίκου …. 9) με ΑΦΜ …, για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο πληρεξούσιος δικηγόρος.
Oι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 13-03-2019 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 2366/1133/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜO
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου Νόμου, ισχύουν από 1.1.2016, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 του ΚΠολΔ θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επιδόσεως της αγωγής, μόνον αν ο εναγόμενος δεν λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, δηλαδή αν δεν κατέθεσε προτάσεις μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, προθεσμία η οποία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη, ο απολιπόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015: «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Επί τη βάσει της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή αναμορφώθηκε πλήρως υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, η μη επίδοση στον εναγόμενο (κυρωμένου αντιγράφου) της αγωγής εντός της προθεσμίας των τριάντα (ή εξήντα) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου συνεφέλκεται τη θεώρηση αυτής ως μη ασκηθείσας, ήτοι ανυπόστατης. Περαιτέρω, η μη επίδοση της αγωγής ή τα ελαττώματα αυτής (επίδοσης) εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο.
Από τις υπ’ αριθ. …/27-10-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στον τρίτο και τέταρτο εναγόμενο νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Επομένως, οι ως άνω εναγόμενοι πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Αντιθέτως, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν έκθεση επίδοσης που να αποδεικνύει ότι η αγωγή επιδόθηκε στον έβδομο εναγόμενο και δη εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας από την κατάθεση 0του δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη προβλεπόμενη στα άρθρα 2-7 και 10 του Κανονισμού 1393/2007 διαδικασία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί την υπό κρίση αγωγή ως μη ασκηθείσα για τον έβδομο εναγόμενο.
Ι. Το ουσιαστικό δίκαιο της ευθύνης από σύγκρουση πλοίων ρυθμίζεται στη ΔΣ των Βρυξελλών του 1910. Η Σύμβαση αυτή υιοθετεί την επιστημονική έννοια του πλοίου, η οποία είναι ευρύτερη από τη νομική και επομένως εφαρμόζεται και σε όλα τα πλοία αναψυχής, ανεξαρτήτως μεγέθους και ανεξάρτητα από το αν είναι επαγγελματικά ή ιδιωτικά. Η σύγκρουση μπορεί να είναι άμεση, να υπάρξει δηλαδή βίαιη υλική επαφή με έτερο πλοίο, ή, όπως υποστηρίζεται ακόμα και με μεμονωμένο συστατικό ή παράρτημά του ή και έμμεση. Η έμμεση σύγκρουση ρυθμίζεται στα άρθρα 13 ΔΣ 1910 και 241 ΚΙΝΔ, όπου και προβλέπεται ότι οι διατάξεις για τη σύγκρουση εφαρμόζονται και όταν πλοίο προξένησε ζημία σε έτερο πλοίο, είτε λόγω εσφαλμένου χειρισμού, είτε λόγω παράλειψης ωφέλιμου χειρισμού, είτε επειδή δεν τηρήθηκαν οι κανονισμοί για τη ναυσιπλοΐα, ακόμα και αν δεν υπήρξε πρόσκρουση. Μπορεί ακόμα να υπάρχει συρροή άμεσης και έμμεσης σύγκρουσης, είτε ακόμα και διαδοχική σύγκρουση. Όταν τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία φέρουν την ίδια σημαία τότε εφαρμόζεται το δίκαιο του Κράτους της σημαίας (Άρθρο 12 ΔΣ 1910). Στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις περί σύγκρουσης ρυθμίζονται στα άρθρα 236 επ. ΚΙΝΔ. Οι αξιώσεις αυτές υπόκεινται σε ενιαύσια παραγραφή (289 παρ. 6 και 291 ΚΙΝΔ), ενώ σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η ΔΣ 1910 η παραγραφή είναι διετής (άρθρο 7). Η αξίωση αποζημίωσης λόγω σύγκρουσης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου διέπεται από τις διατάξεις του δικαίου τις σύγκρουσης, μόνο όταν ο τελευταίος στρέφεται έναντι του πλοίου με το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά και άρα ενεργεί ως αλλότριος ενδιαφερόμενος. Αν στραφεί κατά του πλοίου με το οποίο συνδέεται συμβατικά, τότε ενεργεί ως ίδιος ενδιαφερόμενος και άρα η αξίωσή του διέπεται από το δίκαιο που διέπει τη συμβατική σχέση. Τόσο στη ΔΣ 1910 όσο και στις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ γίνεται λόγος για ευθύνη του πλοίου. Με αυτόν τον τρόπο η ευθύνη συνδέεται με το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται το πλοίο, ήτοι με τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή ή εν προκειμένω τον κύριο του πλοίου αναψυχής. Στα ιδιωτικά πλοία αναψυχής, κυρίως. συμβαίνει πολλάκις ο ίδιος ο κύριος του πλοίου να είναι και κυβερνήτης του σκάφους αναψυχής. Η ευθύνη, επομένως, για τη σύγκρουση πλοίων αφορά μόνο τον κύριο του πλοίου αναψυχής και ρυθμίζεται αποκλειστικά από το δίκαιο σύγκρουσης χωρίς να επιτρέπεται η συρροή με τις διατάξεις περί αδικοπραξία (914 επ ΑΚ). Η ανωτέρω ευθύνη είναι, κατ’ άρθρον 239 εδ.α΄ΚΙΝΔ ανεξάρτητη της ευθύνης των υπαίτιων προσώπων προς τους ζημιωθέντες και τους πλοιοκτήτες. Η ευθύνη αυτών των προσώπων είναι παράλληλη προς εκείνη του κυρίου του πλοίου και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του 914 επ. ΑΚ Η ευθύνη του εκμεταλλευόμενου το πλοίο είναι κατά τις διατάξεις της ΔΣ 1910 και του ΚΙΝΔ 236 επ. υποκειμενική εφόσον πρόκειται για ίδιον πταίσμα (κατά την κρατούσα άποψη) και αντικειμενική εφόσον πρόκειται για πταίσμα άλλου προσώπου. Δεν απαιτείται το πρόσωπο αυτό να είναι προστηθείς του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, ούτε χρειάζεται να εντοπισθεί το υπαίτιο πρόσωπο. Αρκεί να αποδειχθεί ότι η εξωτερική συμπεριφορά του ευθυνόμενου για τη σύγκρουση πλοίου οφείλεται στην παραβίαση κάποιου κανόνα επιμέλειας. Ένα από τα πρόσωπα που ευθύνονται παράλληλα με τον κύριο του πλοίου είναι κι ο πλοίαρχος, ειδικά σε περίπτωση που δεν ταυτίζεται όπως είδαμε με τον κύριο του πλοίου, εφόσον πρόκειται για πλοία αναψυχής. Κατά το άρθρο 113 ΚΔΝΔ, ο πλοίαρχος έχει τη διακυβέρνηση του πλοίου, την οποία αναλαμβάνει αυτοπροσώπως κατά τον είσπλου και έκπλου από λιμένες και όρμους, κατά τη διέλευση από στενά και διώρυγες και σε κάθε περίπτωση όπου η πλεύση δυσκολεύει λόγω των συνθηκών. Βάσει του ιδίου άρθρου υποχρεούται να τηρεί τους Κανονισμούς προς αποφυγήν συγκρούσεως πλοίων και όλες τις σχετικές με την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας διατάξεις. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4256/2014 ο κυβερνήτης του πλοίου αναψυχής έχει όλες τις ευθύνες και αρμοδιότητες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία για τον πλοίαρχο. Η ευθύνη του πλοιάρχου σ’ αυτή την περίπτωση ρυθμίζεται βάσει το άρθρο 40 ΑΚ, κατά το οποίο ο πλοίαρχος ευθύνεται για παν πταίσμα. Εάν η σύγκρουση μεταξύ του πλοίου αναψυχής και ενός άλλου πλοίου, οφείλεται σε ανωτέρα βία εν ευρεία έννοια ή αν υπάρχει αδυναμία να προσδιοριστούν τα αίτια της σύγκρουσης τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν (άρθρο 253 ΚΙΝΔ). Εάν υπαίτιο για τη σύγκρουση ήταν αποκλειστικά και μόνο το ένα πλοίο, τότε ευθύνεται αποκλειστικά αυτό (236 εδ. α΄ΚΙΝΔ). Εάν υπαίτια για τη σύγκρουση είναι και τα δύο πλοία, τότε η ευθύνη του καθενός είναι ανάλογη προς τη βαρύτατη του πταίσματός του. Εν αμφιβολία ή αν είναι αδύνατο να εξακριβωθεί ο βαθμός υπαιτιότητας του κάθε πλοίου, τότε έχουμε ισομερή επιμερισμό της ευθύνης (άρθρο 236 εδ. γ΄ΚΙΝΔ). Σε περίπτωση υλικών ζημιών έχουμε διαιρετή ευθύνη ανάλογα με τον επιμερισμό που έγινε σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Σε περίπτωση, όμως, που υπάρξει σωματική βλάβη ή απώλεια ζωής, τότε υπάρχει ευθύνη εις ολόκληρον με δικαίωμα αναγωγής. Προϋπόθεση, επομένως, της ευθύνης των συγκρουσθέντων πλοίων είναι, αρχικά, η παραβίαση κάποιου κανόνα δικαίου σχετικό με τη ναυσιπλοΐα ή την αξιοπλοΐα ή κατά κύριο λόγο το καθήκον ασφαλούς ναυσιπλοΐας. Σε όλα τα πλοία αναψυχής, ανεξάρτητα από το αν είναι επαγγελματικά ή ιδιωτικά ή από το μέγεθός τους, εφαρμόζεται υποχρεωτικά η ΔΣ του 1972 με την οποία θεσπίζονται διεθνείς Κανονισμοί για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα (Άρθρο 1α, International Regulations for Preventing Collisions at Sea, 1972 ( εφεξής ΔΚΑΣ). Στην Ελλάδα κυρώθηκε με το ν.δ.93/1974, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα), αρκεί το πλοίο να ταξιδεύει στην ανοιχτή θάλασσα ή σε ύδατα που συγκοινωνούν με αυτή (Α.Δημαράκη, Χ. Ντούνη, Αποφυγή Συγκρούσεων στη Θάλασσα, Ίδρυμα Ευγενίδου, Βιβλιοθήκη του Ναυτικού, Αθήνα 2006, σελ. 4). Το δίκαιο της σύγκρουσης διέπει την αξίωση αποζημίωσης των επιβατών του πλοίου αναψυχής όταν στρέφονται κατά πλοίου, άλλου από αυτό που επέβαιναν (non-carrying ship). Σ’ αυτή την περίπτωση ενεργούν ως αλλότριοι ενδιαφερόμενοι. Αντίθετα, δημιουργείται προβληματισμός για το ποιο δίκαιο θα διέπει την αξίωση αποζημίωσης αν στραφούν προς το πλοίο αναψυχής, στο οποίο επέβαιναν. Ο μόνος που συνδέεται συμβατικά είναι ο ναυλωτής του πλοίου αναψυχής. Κατά το άρθρο 10 ΔΣ του 1910, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν θίγουν τις υποχρεώσεις που γεννούνται από τη «σύμβαση περί μετακομιδής ούτε εκ πάσης άλλης συμβάσεως» Γι αυτό το λόγο όταν για την αξίωση εκείνου που στρέφεται κατά το πλοίο με το οποίο συνδέεται συμβατικά εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση. Στη περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν συνδέεται συμβατικά με κανένα από τα δύο πλοία υποστηρίζεται ότι το δίκαιο της σύγκρουσης εφαρμόζεται και στην αξίωση των επιβατών του πλοίου αναψυχής, καθώς οι τελευταίοι δεν συνδέονται συμβατικά με το πλοίο. Ορθότερο θα ήταν, ωστόσο να υποστηριχθεί, ότι το δίκαιο της σύγκρουσης διέπει την αξίωση αποζημίωσης μόνο εφόσον οι επιβάτες του πλοίου αναψυχής στρέφονται κατά πλοίου άλλου από αυτό που επέβαιναν (non-carrying ship) και ότι αν στραφούν κατά του πλοίου που επέβαιναν, ακόμα και αν δεν συνδέονται συμβατικά με αυτό, τότε ενεργούν ως ίδιοι ενδιαφερόμενοι. Σ’ αυτή την περίπτωση, εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο που διέπει τη σχέση μεταξύ του πλοίου αυτού και των επιβατών, ήτοι όπως προαναφέρθηκε οι διατάξεις του ΑΚ 914 επ.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 4256/2014, η μετακίνηση και κυκλοφορία των επιβατηγών πλοίων και των μικρών σκαφών αναψυχής επιτρέπεται μόνο αν αυτά είναι ασφαλισμένα. Πιο συγκεκριμένα τα πλοία με ολική χωρητικότητα ίση ή μεγαλύτερη των 300 κοχ υποχρεούνται να είναι ασφαλισμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 6/2012 (Α΄7), με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η οδηγία 2009/20/ΕΚ, σχετικά με την ασφάλιση των πλοιοκτητών για ναυτικές απαιτήσεις. Για πλοία με ολική χωρητικότητα μικρότερη των 300 κοχ υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση ασφάλισης της αστικής ευθύνης για σωματικές βλάβες ή θάνατο επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία με ασφαλιστικό ποσό 50.000 ευρώ ανά επιβάτη. Το εν λόγω ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 500.000 ευρώ ανά συμβάν (Άρθρο 14 παρ. 4 στ. ββ (i) του Ν. 4256/2014). Παράλληλα είναι υποχρεωτική η ασφάλιση αστικής ευθύνης για υλικές ζημίες επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία καθώς και για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης, με ασφαλιστικό ποσό και στις δύο περιπτώσεις τις 150.000 ευρώ. Επιπρόσθετα, ο κύριος του πλοίου αναψυχής δύναται να ασφαλίσει το πλοίο αναψυχής και τον εξοπλισμό του (hull and machinery). Σ’ αυτή την περίπτωση, έχουμε θαλάσσια ασφάλιση. Η θαλάσσια ασφάλιση στο ελληνικό δίκαιο διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του ΚΙΝΔ και το ν.2496/1997. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 2496/1997, η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης, σε αντίθεση με την υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση, όπως είναι εκείνη εκ των αυτοκινητικών ατυχημάτων, δημιουργεί συμβατική σχέση και, συνακόλουθα, δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ του ασφαλιστή αφενός και του αντισυμβαλλομένου του ή του ασφαλισμένου αφετέρου. Ο τρίτος που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλισμένου δεν μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή, παρά μόνον πλαγιαστικά (Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, έκδοση 1976, σελ. 104 επ., Κ. Ρόκα, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, έκδοση 1974, σελ. 6, Ι. Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, έκδοση 1998, σελ 166, ΕφΠειρ 286/2007, ΕφΛαμ 211/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η ασφάλιση επαγγελματικών σκαφών αναψυχής για την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία τους έναντι επιβαινόντων και τρίτων κατέστη υποχρεωτική με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2743/1999, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν την κατάργησή του με το άρθρο 39 του Ν. 4256/2014 (ΦΕΚ Α 92/14.4.2014). Σύμφωνα, όμως, με την παρ. 5 του άρθρου 26 του παραπάνω Ν. 2496/1997: “Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται οι υπηρεσίες ή τα νομικά πρόσωπα που θα δέχονται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστών, η διαδικασία ελέγχου τήρησης της υποχρεωτικής ασφάλισης, καθώς και οι αναγκαίες λεπτομέρειες λειτουργίας υποχρεωτικών ασφαλίσεων αστικής ευθύνης. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται, αν δεν έχει προσδιορισθεί η υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο”. Κοινή υπουργική απόφαση που να προσδιορίζει την εν λόγω υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο δεν έχει ακόμη εκδοθεί και, επομένως, οι ως άνω διατάξεις που προβλέπουν ευθεία αξίωση του τρίτου σε περιπτώσεις υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης δεν εφαρμόζονται (βλ. ΑΠ 106/2014, ΑΠ 441/2010, δημ. στη ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1334/2017 Δ/ΝΗ 2018/485), παρά μόνο στην περίπτωση αυτοκιυητιστικώυ ατυχημάτων, κατά την οποία τέτοια αγωγή χορηγεί ρητά ο Ν. 489/1976 (άρθρο 10 § 1). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, ακόμη και αν η ασφάλιση ενός σκάφους είναι υποχρεωτική, δεν υπάρχει δυνατότητα ευθείας, παρά μόνο πλαγιαστικής αγωγής του ζημιωθέυτος τρίτου κατά του ασφαλιστή (ΑΠ 1502/2008, ΕφΠειρ 664/2015, ΕφΠειρ 291/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 538/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 286/2007, ΕφΠειρ 906/2006 ΤΝΠ Νόμος).
IIΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 63 και 64 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ανήλικος, ο οποίος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, δεν είναι όμως και ικανός να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, και ως εκ τούτου πρέπει να εκπροσωπείται από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του (άρθρ. 1510 ΑΚ). Διάδικος όμως παραμένει ο εκπροσωπούμενος ανήλικος. Επιπλέον, από το άρθρο 118 αρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αγωγής απαιτείται όχι μόνο να αναγράφεται το όνομα του ανηλίκου και των νομίμων αντιπροσώπων του, αλλά και να αναγράφεται η ιδιότητα των τελευταίων ως νομίμων αντιπροσώπων του πρώτου. Ωστόσο δεν απαιτείται επί ποινή απαράδεκτου η ειδική μνεία στην αρχή του δικογράφου της εκπροσώπου του διαδίκου, αρκεί μόνον από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, να μην προκύπτει αμφιβολία για τη δικαστική θέση του ανικάνου προσώπου ως διαδίκου και του άλλου ως αντιπροσώπου του (ΕφΛαρ 113/2004 Δικογραφία 2004.331, ΕφΑΘ 2248/1990 ΑρχΝ 1990.369). Εξάλλου, στους τελευταίους (τους γονείς του ανηλίκου) επιδίδεται η ασκηθείσα κατά του ανηλίκου αγωγή καθώς και η κλήση προς συζήτηση (άρθρ. 126 παρ. 1 β ΚΠολΔ). Η ανωτέρω ικανότητα του ανηλίκου να είναι διάδικος κρίνεται κατά το χρόνο παράστασης αυτού στο δικαστήριο κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και όχι κατά το χρόνο άσκησης ή αναβολής της συζήτησης αυτής, γιατί η έλλειψη της ικανότητας αυτής κατά τους εν λόγω χρόνους θεωρείται ότι έχει θεραπευθεί (ΕφΑΘ 8071/1991 ΕλλΔνη 1995.649). Σε περίπτωση δε που αγωγή στρέφεται κατά ανηλίκου χωρίς να αναφέρει τα στοιχεία των γονέων του, που τον εκπροσωπούν, και χωρίς να επιδίδεται στους τελευταίους (γονείς), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Οι ενάγοντες στην υπό κρίση αγωγή τους εκθέτουν ότι την 16η Αυγούστου 2016 απέπλευσαν με το τουριστικό σκάφος (λάντζα) με την ονομασία «…» και κυβερνήτη τον … από το λιμάνι … της νήσου … με προορισμό τη νήσο Μονή. Ότι λίγα λεπτά μετά τον απόπλου διασταυρώθηκε η πορεία του ως άνω σκάφους με το ταχύπλοο σκάφος που φέρει την ονομασία «…» με κυβερνήτη τον …, υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι από την σύγκρουση αυτή, που προκλήθηκε με συνυπαιτιότητα των κυβερνητών των ως άνω σκαφών, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιβαλλόμενη από τη ναυτιλιακή πρακτική και τους ισχύοντες κανόνες επιμέλεια για την αποφυγή της συγκρούσεως, το σκάφος «…» ανατράπηκε και βυθίστηκε με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος τεσσάρων επιβαινόντων και ο τραυματισμός των εναγόντων. Εκθέτουν περαιτέρω ότι ο πρώτος ενάγων υπέστη εξάρθρωση αμφότερων των ώμων του και νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Νίκαιας για δύο ημέρες, λόγω δε της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης του θα δαπανούσε για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας, τις οποίες παρείχε ο πατέρας του, το ποσό των 372 ευρώ. Ότι για τον ίδιο λόγο δικαιούται αποζημίωση: α) για τις δαπάνες που θα κατέβαλε για τις υπηρεσίες οικιακής βοηθού, τις οποίες παρείχε η μητέρα του, ύψους 800 ευρώ μηνιαίως και συνολικά 1600 ευρώ, β) για νοσήλια το συνολικό ποσό των 1.315,54 ευρώ, όπως αυτό το κεφάλαιο αυτό αναλύεται στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι λόγω του τραυματισμού του και της επιγενόμενης αδυναμίας του να εξασκήσει με επαρκή τρόπο το επάγγελμα του γυμναστή δικαιούται αφενός αποζημίωση για απώλεια διαφυγόντων κερδών συνολικού ύψους 7.325,75 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-9-2016 έως 12-9-2017 κατά το οποίο παρέμεινε άνεργος και αφετέρου χρηματική ικανοποίηση 50.000 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του και τις μετέπειτα επιπτώσεις στη ζωή του. Ότι ο δεύτερος ενάγων, αδελφός του πρώτου, τραυματίσθηκε στη γνάθο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της. Ότι λόγω του τραυματισμού δικαιούται αφενός αποζημίωση για τις δαπάνες που θα κατέβαλε για τις υπηρεσίες αποκλειστική νοσοκόμας που του παρείχε η μητέρα του για τρείς ημέρες συνολικού ύψους 558 ευρώ και αφετέρου χρηματική ικανοποίηση ύψους 25.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον τραυματισμό συνιστάμενη στο μετατραυματικό άγχος που επηρέασε την κοινωνική του συμπεριφορά και την επιδείνωση των μαθησιακών του επιδόσεις λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει. Ότι ο τρίτος ενάγων υπέστη συνθλιπτική κάκωση άκρου ποδός με μέγιστο αιμάτωμα, εκδορές – κακώσεις αγκώνων και κακώσεις μηρών άμφω με αποτέλεσμα να παραμείνει για νοσηλεία στο νοσοκομείο τρείς ημέρες. Λόγω του τραυματισμού του δικαιούται αποζημίωση για την δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόμας, τις υπηρεσίες της οποίας παρείχε η μητέρα του, ύψους 558 ευρώ καθώς και χρηματική ικανοποίηση ύψους 20.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη συνιστάμενη σε μετατραυματικές διαταραχές. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, οι ενάγοντες ότι συνυπαίτιοι για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος είναι σε ποσοστό 70% ο … και σε ποσοστό 30% ο …, κυβερνήτες κατά το χρόνο του ατυχήματος των σκαφών που συγκρούσθηκαν, οι οποίοι έχουν αποβιώσει με αποτέλεσμα να ευθύνονται ο τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος των εναγομένων ως καθολικοί τους διάδοχοι. Ότι ο έβδομος εναγόμενος ευθύνεται σε ποσοστό 30% για την καταβολή της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης ως ιδιοκτήτης του σκάφους «…» κατ’ εφαρμογή του άρθρου 239 ΚΙΝΔ. Ότι τα επίδικα σκάφη ήταν ασφαλισμένα στην πρώτη και δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία αντίστοιχα για την αστική ευθύνη και για το λόγο αυτό ευθύνονται κατά το σε ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, κατά το λόγο ευθύνης τους: α) στον πρώτο ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 10.613,29 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 50.000 ευρώ, β) στον δεύτερο ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 558 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 25.000 ευρώ και γ) στον τρίτο ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 558 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ υπό τις προεκτεθείσες ιδιότητες τους. Ζητούν, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγομένοι στα δικαστικά τους έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτουμένου ποσού, το οποίο υπολογίζεται με βάση κάθε ποσό που ζητεί κάθε ενάγων από κάθε εναγόμενο, η δε αρμοδιότητα, λόγω των άνισων απαιτήσεων καθορίζεται από τη μεγαλύτερη (άρθρα 9, 10, 14 § 2 ΚΠολΔ, ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα τ. Ι, άρθρο 9, παρ. 6, σελ. 40) και κατά τόπο (άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 3Α – Β περ. ιστ΄ του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, δεδομένου ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα στη θαλάσσια περιοχή της Αίγινας σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 4407/1964 περί κυρώσεως της Δ.Σ. «διά την επίλυση ιδιωτικών διαφορών εκ συγκρούσεως πλοίων δικαστηρίων»). Περαιτέρω, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πέμπτης και έκτου των εναγομένων, διότι κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής οι ως άνω εναγόμενοι ήταν ανήλικοι. Ωστόσο, στην κρινόμενη αγωγή δεν αναφέρεται ούτε στην αρχή του δικογράφου ούτε στη συνέχεια η ιδιότητα των ανωτέρω εναγομένων ως ανηλίκων και των γονέων τους ως εκπροσώπων τους. Ούτε άλλωστε από το σύνολο του φακέλου της δικογραφίας προέκυψε το στοιχείο της ανηλικότητας και η εκπροσώπηση τους από τους γονείς του. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη, κατά τα αναλυτικά ανωτέρω αναφερόμενα. Σε κάθε περίπτωση η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της πέμπτης και έκτου των εναγομένων, διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατόπιν αιτήσεως των εχόντων τη γονική μέριμνα γονέων τους εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 570/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δυνάμει της οποίας οι τελευταίοι προέβησαν για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, πέμπτης και έκτου εναγομένου, στη σχετική δήλωση αποποίησης της κληρονομίας του …. Σημειωτέον, ότι οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας καταρχήν εκδηλώνουν τις έννομες συνέπειές τους από τη δημοσίευσή τους (και όχι μετά την τελεσιδικία τους όπως οι αποφάσεις της αμφισβητούμενης διαδικασίας βάσει του άρθρου 519 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 763 § 1 ΚΠολΔ «η προθεσμία της έφεσης και η άσκηση της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης (εκούσιας δικαιοδοσίας). Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η αποποίηση δεν έλαβε χώρα νομίμως λόγω μη επέλευσης της τελεσιδικίας της απόφασης που χορήγησε την σχετική άδεια κρίνεται μη νόμιμος για τους λόγους που εκτέθηκαν και σε κάθε περίπτωση λόγω της απαγόρευσης άσκησης αγωγής σε βάρος προσωρινού κληρονόμου πριν τη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας (άρθρο 1858 ΑΚ), η οποία αναστέλλεται, κατ’ άρθρο 1847 παρ. 3 ΑΚ, κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αίτησης στο Δικαστήριο για την παροχή άδειας για αποποίηση κληρονομιάς, που θα γίνει για λογαριασμό ανηλίκου, και μέχρι δημοσιεύσεως της σχετικής οριστικής απόφασης, κατ’ άρθρο 255 εδ. α΄ ΑΚ λόγω ανωτέρας βίας, καθώς η αποποίηση της κληρονομιάς που θα γίνει από το νόμιμο αντιπρόσωπο του ανηλίκου εξαρτάται από γεγονός μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως εκ μέρους του τελευταίου, και δη από την παροχή άδειας εκ μέρους του δικαστηρίου, της οποίας μη υπαρχούσης δε χωρεί νομοτύπως για τον ανήλικο αποποίηση κληρονομιάς. Απαράδεκτη κρίνεται η αγωγή και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης και δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Ειδικότερα, οι ενάγοντες δεν έχουν ευθεία αξίωση κατά των ασφαλιστικών εταιρειών εφόσον στην ένδικη περίπτωση πρόκειται περί ασφάλισης της γενικής αστικής ευθύνης, που ρυθμίζεται από το άρθρο 25 του Ν. 2496/1997 και η ασφάλιση αφορά άμεσα τους αντισυμβαλλομένους, λήπτη της ασφάλισης και ασφαλιστή. Ο τρίτος, που έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλισμένου, όπως εν προκειμένω οι ενάγοντες, δεν μπορεί να στραφεί απευθείας κατά του ασφαλιστή, γιατί τέτοια αξίωση δεν θεμελιώνεται στο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, όπως εν αντιθέσει συμβαίνει με την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία των οχημάτων, που παρέχει ευθεία από το νόμο αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου προς αποζημίωση έναντι του ασφαλιστή (άρθρο 10 Ν. 489/1976). Η ασφάλιση επαγγελματικών σκαφών αναψυχής για την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία τους έναντι επιβαινόντων και τρίτων κατέστη μεν υποχρεωτική τόσο με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2743/1999, όσο και με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 4256/2014, με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η οδηγία 2009/20/ΕΚ, σχετικά με την ασφάλιση των πλοιοκτητών για ναυτικές απαιτήσεις, όπου αναφέρεται στα πλοία με ολική χωρητικότητα μικρότερη των 300 κοχ υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση ασφάλισης της αστικής ευθύνης για σωματικές βλάβες ή θάνατο επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία με ασφαλιστικό ποσό 50.000 ευρώ ανά επιβάτη (Άρθρο 14 παρ. 4 στ. ββ (i) του Ν. 4256/2014). Πλην όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 26 του ως άνω Ν. 2496/1997, οι διατάξεις του άρθρου αυτού, στις οποίες περιλαμβάνεται και εκείνη, κατά την οποία, όταν η ασφάλιση της αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από το ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο, για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική, δεν εφαρμόζονται, αν δεν έχουν προσδιοριστεί οι υπηρεσίες ή τα νομικά πρόσωπα, που, σύμφωνα με την ίδια παράγραφο, αποκτούν την αρμοδιότητα να δέχονται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστών, που, όπως προειπώθηκε, δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί με τον παραπάνω προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα σκάφη αναψυχής και στα ημερόπλοια δεν προβλέπεται άδεια απόπλου και κατάπλου και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 5 της υπουργικής απόφαση Αριθ. 3332.10/04/10.6.2013 από 20 Ιουνίου σχετικά με την ρύθμιση θεμάτων κάλυψης αστικής ευθύνης πλοιοκτητών δρομολογημένων πλοίων στις θαλάσσιες ενδομεταφορές, όπου ορίζεται η αρμόδια λιμενική αρχή ως εποπτεύουσα και αρμόδια να ελέγξει την ύπαρξη ασφάλισης προκειμένου να χορηγήσει την σχετική άδεια απόπλου. Συνεπώς, εφόσον στα ημερόπλοια δεν προβλέπεται άδεια απόπλου δεν υφίσταται η αρμόδια εποπτεύουσα Αρχή που ορίζει το άρθρο ενώ κατά την καταχώριση τους στο Μητρώο του άρθρου 2 του ν. 4256/2014 (Μητρώο) από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, δεν προβλέπεται η καταχώριση της ασφαλιστικής κατάστασης. Στο άρθρο 14 παρ. 4α προβλέπεται ότι «Η μετακίνηση και κυκλοφορία των πλοίων αναψυχής, «και των επαγγελματικών τουριστικών ημερόπλοιων του Πρώτου Μέρους» του παρόντος νόμου, καθώς και των μικρών σκαφών ή άλλων θαλάσσιων μέσων αναψυχής τα οποία θεωρούνται ταχύπλοα, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς λιμένα, επιτρέπεται μόνον αν αυτά είναι ασφαλισμένα. Συνεπώς, η ασφάλιση τους έχει καταστεί υποχρεωτική, ωστόσο, εκκρεμεί η έκδοση υπουργικής απόφασης, η οποία θα ορίζει την υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο που θα δέχεται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστών, τη διαδικασία ελέγχου τήρηση μιας υποχρεωτικής ασφάλισης ευθύνης και τις λεπτομέρειες λειτουργίας των διατάξεων του άρθρου 26 Ασφ.Ν. στις υποχρεωτικές ασφαλίσεις αστικής ευθύνης (άρθρο 26 παρ. 5 Ασφ.Ν.) με αποτέλεσμα όλες οι υποχρεωτικές ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, πλην αυτές των αυτοκινήτων, να ρυθμίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 25 Ασφ.Ν. για τις γενικές ή προαιρετικές ασφαλίσεις ευθύνης (βλ. Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, σε Ι. Ρόκα, Ερμ.Ασφ.Ν., άρθρ. 26, αριθ. 1-18). Περαιτέρω, το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο της αγωγής, δεν πληροί της προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 410 και 411 του ΑΚ, που ορίζουν την έννοια της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου και το δικαίωμα του τρίτου να απαιτήσει την παροχή απευθείας απ’ αυτόν που υποσχέθηκε, δεν καταφάσκει ούτε και την, με βάση τα εν λόγω άρθρα, ύπαρξη υποχρεώσεως της πρώτης και δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας προς καταβολή της αιτούμενης αποζημιώσεως στους ενάγοντες και, συνεπώς, και υπό την εκδοχή ότι επιχειρείται να θεμελιωθεί η αγωγή και στις ως άνω διατάξεις, είναι μη νόμιμη, διότι η έννομη σχέση που επικαλούνται οι ενάγοντες ως γενεσιουργό λόγο της ως άνω αξιώσεως τους δεν έχει, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο δικόγραφο σχετικά με τη φύση και τον σκοπό της, τον χαρακτήρα γνήσιας σύμβασης υπέρ του τρίτου παθόντος από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ούτως ώστε να έχουν άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσουν απ’ ευθείας από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες αποζημίωση αντιστοιχούσα στο ασφάλισμα. Συγκεκριμένα, στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται ισχυρισμοί για το ότι με τη σύμβαση ασφάλισης καταρτίσθηκε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και ούτε εμμέσως από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο περιστατικά συνάγεται τούτο και δη: α) δεν εκτίθεται ότι η επίμαχη σύμβαση ασφάλισης καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών και των ιδιοκτητών των ζημιογόνων σκαφών για λογαριασμό τρίτου ή κυρίως προς το συμφέρον του τρίτου, δηλαδή ότι πρόκειται για ασφάλιση ξένου συμφέροντος, οπότε να πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα άρθρα 410 επ. ΑΚ, και έτσι δικαιούχος του ασφαλίσματος να είναι ο τρίτος-ασφαλισμένος που ορίσθηκε από τη σύμβαση ότι απειλείται από τον ασφαλιστικό κίνδυνο και πλήττεται από την πραγματοποίηση του, ώστε αυτός (τρίτος) να είναι ο μόνος που μπορεί να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος απευθείας στον ίδιο και κατά συνέπεια οι ενάγοντες (τρίτος-ασφαλισμένοι) να νομιμοποιούνται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής του ασφαλίσματος αγωγής κατά των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών και β) δεν εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι προβλέπεται ρητά στη σύμβαση ασφάλισης ότι ο τρίτος παθόντας έχει δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλιστή και ούτε εκτίθεται ότι τούτο προκύπτει από τη φύση και τον σκοπό της επίμαχης σύμβασης, ούτε όμως από τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο περιστατικά που αφορούν τη φύση και τον σκοπό της σύμβασης συνάγεται έστω και εμμέσως τέτοιο δικαίωμα του ενάγοντος-τρίτου παθόντος, ώστε ο τελευταίος που δεν μετείχε στη σύμβαση της ασφάλισης να αποκτά άμεσο δικαίωμα κατά της ασφαλιστικής εταιρείας και να μπορεί ευθέως να την εναγάγει. Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση το αιτητικό της αγωγής δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι έχει σωρευθεί και πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς τρίτο, τέταρτο και έβδομο των εναγομένων κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερθείσες στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις των άρθρων 236, 239, 242, 245 του ΚΙΝΔ ως προς τον έβδομο εναγόμενο και σε αυτές των άρθρων 914, 929, 932, 330, 297, 298 του Α.Κ. ως προς τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, καθώς και στις διατάξεις των Κανόνων 1α, 2α, 5,6,13,16,18 της Διεθνούς Σύμβασης περί Αποφυγής Συγκρούσεων στη θάλασσα, που υπογράφηκε στο Λονδίνο το 1972 και έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 93/1974, όπως η ισχύς της Σύμβασης αυτής επεκτάθηκε με το Π.Δ. 403/1980 (Α’ 111) περί εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 93/1974 επί πάσης κατηγορίας πλεόντων εις τα Ελληνικά χωρικά ύδατα, πλοίων, υπό σημαία Κρατών μη κυρωσάντων ή μη προσχωρησάντων εις την κυρωθείσαν Διεθνή Σύμβασιν. Επίσης, η αγωγή είναι νόμιμη ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 907, 908, 176 Κ.Πολ.Δ. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδυασμό με την από 7-6-2019 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της τράπεζας Πειραιώς).
Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν διότι, εφόσον ο τρίτος και τέταρτος των εναγομένων ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους των εναγομένων σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ και να υποχρεωθεί o τρίτος και τέταρτος των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρο ευθυνόμενοι: α) στον πρώτο ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 3.287,14 ευρώ που αφορά τη δαπάνη για νοσήλια, το ποσό των 7.325,75 ευρώ για την οικονομική ζημία που έχει υποστεί από τον τραυματισμό του καθώς και το ποσό των 10.000 ως χρηματική ικανοποίηση, η οποία κρίνεται εύλογη συνεκτιμώντας κατά τον υπολογισμό της ηθικής βλάβης που υπέστη τη βαρύτητα των τραυμάτων που προκλήθηκαν από το ατύχημα, το χρόνο αποθεραπείας και την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε, β) στον δεύτερο ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 558 ευρώ για νοσήλια και το ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, η οποία κρίνεται εύλογη συνεκτιμώντας κατά τον υπολογισμό της ηθικής βλάβης που υπέστη τη βαρύτητα των τραυμάτων που προκλήθηκαν από το ατύχημα, το χρόνο αποθεραπείας και την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε, καθώς και το νεαρό της ηλικίας του και γ) στον τρίτο ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 558 ευρώ για νοσήλια καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, η οποία κρίνεται εύλογη συνεκτιμώντας κατά τον υπολογισμό της ηθικής βλάβης που υπέστη τη βαρύτητα των τραυμάτων που προκλήθηκαν από το ατύχημα, το χρόνο αποθεραπείας και την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε. Η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις του άρθρου 908 του ΚΠολΔ. Τέλος, ο τρίτος και τέταρτος των εναγομένων πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, καθώς επίσης να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης, δεύτερης, πέμπτης και έκτου των εναγομένων σε βάρος των εναγόντων, λόγω της ήττας τους, [άρθρα 176, 180, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 iπερ. α, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, λόγω της ερημοδικίας του τρίτου και τέταρτου των εναγομένων πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του τρίτου, τέταρτου και έβδομου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τον έβδομο εναγόμενο.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την πρώτη, δεύτερη, πέμπτη και έκτο των εναγομένων.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστος, στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (20.612,89), στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ (8.558) και στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ (5.558) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ