ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2902 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Δαμίγου Πετρούλα.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του, στις 20 Ιουλίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στην …, με Α.Φ.Μ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σταυρούδη Αθανασίου με Α.Μ. 003162 του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στα …, στην πραγματικότητα όμως στις … όπου εδρεύει και η εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία την εκπροσωπεί και αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Λεωνίδα Θεοδώρου με Α.Μ. 001235 του Δ.Σ. Πειραιώς.
Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23-6-2020, με γενικό αριθμό κατάθεσης 4014/2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1925/2020 αίτησή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7ης-7-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ/τος 4220/1961 κυρώθηκε η από 10-6-1958 Διεθνής Σύμβαση που υπογράφηκε στην Ν. Υόρκη Η.Π.Α. και αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Η σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από 14-10-1962, υπερέχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, της ρύθμισης των άρθρων 903, 905 και 906 ΚΠολΔ. Στο άρθρο 3 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία το έτος 1975, ώστε αυτή αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο αυτού του Κράτους, ορίζεται ότι κάθε συμβαλλόμενο κράτος θ’ αναγνωρίζει το κύρος διαιτητικής απόφασης και θα επιτρέπει την εκτέλεση, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ακολουθούνται στο έδαφος, όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επιβάλλονται, για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση, προϋποθέσεις που είναι αισθητά αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα που είναι αισθητά ανώτερα από εκείνα, τα οποία επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Περαιτέρω, από το άρθρο 4 της ίδιας ως άνω Σύμβασης προκύπτει ότι το μέρος εκείνο, το οποίο ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεση, πρέπει να προσκομίσει, ταυτόχρονα με την αίτηση: α) το πρωτότυπο της απόφασης δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού, που να περιέχει τις προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αυθεντικότητά του και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 (περί υποβολής των μερών σε διαιτησία), ή αντίγραφο, που να περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αυθεντικότητά του. Με το άρθρο 5 ορίζεται ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορεί ν’ απορριφθεί μόνο με αίτηση του μέρους, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση αυτής, εφόσον το μέρος προσκομίζει στην αρμόδια αρχή της χώρας, όπου ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, την απόδειξη ότι: α) τα μέρη που συνήψαν τη συμφωνία διαιτησίας ήταν ανίκανα ή ότι η συμφωνία αυτή είναι ανίσχυρη κατά το δίκαιο της χώρας, όπου εκδόθηκε η απόφαση, β) ότι το μέρος, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της διαιτητικής απόφασης, δεν ήταν κανονικά πληροφορημένο σχετικά με τον ορισμό του διαιτητή ή τη διαδικασία της διαιτησίας ή του ήταν για άλλο λόγο αδύνατη η χρήση των μέσων που είχε στη διάθεσή του, γ) ότι η απόφαση αναφέρεται σε διαφορά, μη προβλεπόμενη από το συνυποσχετικό ή μη περιλαμβανόμενη στη διαιτητική ρήτρα ή ότι περιέχει διατάξεις, που βρίσκονται έξω από το συνυποσχετικό ή τη διαιτητική ρήτρα, δ) ότι η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη προς τη συμφωνία των μερών ή, αν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία, προς το δίκαιο της χώρας όπου διεξήχθη η διαιτησία και ε) ότι η απόφαση δεν έχει ακόμη γίνει δεσμευτική για τα μέρη ή έχει ακυρωθεί ή ανασταλεί από την αρμόδια αρχή της χώρας, κατά το δίκαιο της οποίας εκδόθηκε. Επίσης, η κήρυξη της διαιτητικής απόφασης μπορεί να αποκρουστεί: α) αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι, κατά το δίκαιο της χώρας όπου ζητείται η κήρυξη της απόφασης εκτελεστής, δεκτικό υπαγωγής σε διαιτησία και β) αν η εκτέλεση θα αντέβαινε προς τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής (άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 4220/1961). Μεταξύ δε των προϋποθέσεων που ελέγχονται, προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, δεν συμπεριλαμβάνεται και το αν αυτή είναι νομικά ορθή (ΕφΑθ 10698/95 ΕλλΔνη 37. 1042, 6886/84 ΕΝΔ 13. 465). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, με εξαίρεση τις αμέσως προαναφερόμενες περιπτώσεις με στοιχ. α και β της παρ. 2 του άρθρου 5, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για την κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν ερευνά αυτεπάγγελτα λόγους, για τους οποίους θα πρέπει το ίδιο ν’ αρνηθεί την εκτέλεση της απόφασης, αλλά απαιτείται εκείνος, κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης, να προτείνει και να αποδείξει τα γεγονότα εκείνα, τα οποία παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα ή του επιβάλλουν την υποχρέωση ν’ αρνηθεί την κήρυξη εκτελεστής της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 1066/2007 δημ στη ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ460/1990 ΕλλΔνη 32. 532, ΕφΑθ 2135/1987 ΕΝΔ 16. 21, 6886/1984 ΕΝΔ 13. 465). Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα ζητεί με την υπό κρίση αίτησή της να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα η από 17-03-2020 διαιτητική απόφαση, που εκδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από το Βρετανό Διαιτητή …, κατά το διαδικαστικό δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας (Ηνωμένου Βασιλείου), δυνάμει της οποίας καταδικάστηκε η καθ’ ης να πληρώσει στην ίδια (αιτούσα), για τις αναφερόμενες στην απόφαση αιτίες, το ποσό των 445.396,60 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζητεί επίσης να καταδικαστεί η καθ’ ης στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς εισάγεται, προκειμένου να συζητηθεί κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 739 – 781 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην αρμόδιο, κατ’ άρθρο 740 παρ. 1 ΚΠολΔ, και κατά τόπον αρμόδιο, λόγω της επικαλούμενης πραγματικής έδρας της καθ’ ης στις …, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο Πειραιά επί ναυτικών διαφορών είναι συντρεχόντως αρμόδιο για σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας (άρθρο 51 παρ. 2 και 3β ιγ του Ν. 2172/1993, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο ένατο παρ.17 Ν.4335/2015), και έχει συνακόλουθα διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 4, 25 παρ. 2, 905 παρ. 1 και 906 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 51 παρ. 1 περ. β΄ και παρ. 3Α Ν. 2172/1993 και 1 της Δ.Σ. της Νέας Υόρκης, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4220/1961), είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, πλην του αιτήματος για την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης, διότι η αιτούσα, η οποία ασκεί την ένδικη αίτηση για το δικό της συμφέρον, φέρει και το βάρος της δαπάνης αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 746 εδ. α΄ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Aπo τα έγγραφα που οι διάδικοι προσάγουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα αποτελεί αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στην … και δραστηριοποιείται στο τομέα της εμπορίας εκρηκτικών υλών για αστική και εμπορική χρήση. Στα πλαίσια σύμβασης πώλησης εκρηκτικών υλών και μεταφοράς του σχετικού φορτίου από το λιμάνι της Μερσίνας στην Τουρκία στο λιμάνι του Τζιμπουτί, κατήρτισε στις 20-11-2017 σύμβαση ναύλωσης με την εταιρεία που φέρει την επωνυμία «…» μέρους του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της καθ’ ης. Για το σκοπό αυτό εκδόθηκαν κατά την φόρτωση του φορτίου, από την εταιρεία «…», πράκτορα της πλοιοκτήτριας εταιρείας και για λογαριασμό του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου, δύο διεθνείς φορτωτικές με αριθμούς … στις οποίες αναγράφεται ως φορτωτής η αιτούσα εταιρεία. Aντίστοιχα, η καθ’ ης ναύλωσε το πλοίο της στην εταιρεία «…», η οποία το υπναύλωσε, κατά χωρητικότητα, στην εταιρεία «…», η οποία με τη σειρά της, όπως εκτέθηκε, το ναύλωσε στην αιτούσα για την μεταφορά του φορτίου της. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας υπήρξε για την αιτούσα – φορτώτρια και ιδιοκτήτρια του υπό μεταφορά φορτίου η εταιρεία «…» και πραγματικός, δηλαδή αυτός που θα εκτελούσε τη μεταφορά η καθ’ ης πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου «…». Πρέπει να σημειωθεί ότι οι φορτωτικές που εκδόθηκαν υπογράφονται από την πράκτορα για λογαριασμό του πλοιάρχου του πλοίου, χωρίς να μνημονεύεται ο εκδότης (ιδιοκτήτρια του πλοίου ή ναυλώτρια εταιρεία), ωστόσο η καθ’ ης αποδέχεται με τις προτάσεις που κατέθεσε ότι υπήρξε η εκδότρια και πραγματική μεταφορέας του επίδικου φορτίου. Επομένως, η καθ’ ης συνδέεται συμβατικώς με την αιτούσα με την έκδοση των φορτωτικών και όχι με ναυλοσύμφωνο, δεδομένου ότι στις συμβάσεις ναύλωσης που καταρτίσθηκαν είτε με την πλοιοκτήτρια εταιρεία είτε με την φορτώτρια δεν υπήρξαν άπαντες οι διάδικοι συμβαλλόμενα μέρη. Κατόπιν τούτου η ύπαρξη της ρήτρας διαιτησίας θα διερευνηθεί αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενο των φορτωτικών που εκδόθηκαν. Στην οπίσθια πλευρά της φορτωτικής αναγράφονταν οι Γενικοί Όροι που ρυθμίζουν τη σχέση των ενδιαφερόμενων μερών (μεταφορέα-φορτωτή-παραλήπτη-νόμιμου κομιστή της), σύμφωνα με τους οποίους εφαρμοστέοι είναι οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, που περιέχονται στη Διεθνή Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, όπως ισχύουν στο κράτος φόρτωσης, ήτοι την Τουρκία. Επίσης, στον όρο 4 που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο και την δικαιοδοσία ορίζεται ότι «εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά εδώ, κάθε διαφορά που προκύπτει υπό ή σε σύνδεση με αυτή τη φορτωτική θα φέρεται προς διαιτησία στο Λονδίνο. Η διαιτησία θα διεξάγεται με βάση τους όρους της Ένωσης Ναυτικών Διαιτητών Λονδίνου (LMAA). Το διαιτητικό δικαστήριο θα απαρτίζεται από τρείς διαιτητές, έναν διαιτητή που θα διορίζεται από κάθε μέρος και οι δύο θα διορίζουν τρίτο διαιτητή. Ο αγγλικός νόμος είναι εφαρμοστέος». Η εν λόγω συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία ως προς τον τύπο και το περιεχόμενό της διέπεται από το αγγλικό δίκαιο κατ’ άρθρο 11 Α.Κ. και πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 4 και 32 του Αγγλικού νόμου περί διαιτησίας του 1996 (Arbitration Act 1996), εφόσον καταρτίστηκε εγγράφως και περιέχει τον τόπο συγκλήσεως των διαιτητών και το εφαρμοστέο δίκαιο για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς (βλ. σχετ. και Μ.Π.Πειρ. 452/1991, Ε.Ν.Δ. 1992, 353). Ωστόσο, η καθ’ ης διατείνεται ότι αφενός για τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς που κατήρτισε με την καθ’ ης με την έκδοση των φορτωτικών ισχύουν οι όροι του ναυλοσυμφώνου CONLINE BOOKING NOTE 2000 που έχει καταρτίσει με τη ναυλώτρια εταιρεία «…», η οποία υπεκναύλωσε το πλοίο στην εταιρεία «…» και αφετέρου οι φορτωτικές που εξέδωσε είναι τύπου … στο συστηματοποιημένο οπισθόφυλλο των οποίων συμπεριλαμβάνεται ο όρος 3 όπου αναγράφεται ότι οι διαφορές που προκύπτουν από ή σε σχέση με την φορτωτική θα επιλύονται αποκλειστικά από τα Δικαστήρια και σύμφωνα με τη νομοθεσία του τόπου όπου ο Μεταφορέας έχει την κύρια έδρα του. Ο ισχυρισμός της καθ’ ης επιβεβαιώνεται και από την εξουσιοδότηση που χορήγησε στην πράκτορα (…) να εκδώσει την σχετική φορτωτική για λογαριασμό της υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας με όλους τους όρους, προϋποθέσεις και εξαιρέσεις του κυριαρχούντος ναυλοσυμφώνου, που διέπει την φόρτωση, το οποίο θα ενσωματωθεί σε αυτές. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα επικαλείται η καθ’ ης, οι επίδικες φορτωτικές είναι φορτωτικές ναυλοσυμφώνου. Η κρατούσα στο αγγλικό δίκαιο τάση δέχεται την ενσωμάτωση διαιτητικής ρήτρας από ένα ναυλοσύμφωνο σε μια φορτωτική, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό γίνεται με σαφήνεια και ρητά σε ένα από τα δύο έγγραφα, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό. Η διαιτητική ρήτρα μπορεί να ενσωματωθεί στη φορτωτική εφόσον είναι συμβατή με αυτή, περιλαμβάνοντας μνεία ότι αφορά και τις διαφορές που θα ανακύψουν από τη φορτωτική είτε αναφερόμενη στη «σύμβαση» και όχι σε ναύλωση (Merak (1965) P 223, The Annefield (1970) 2 Lloyd’s Rep 253 όπου απαιτείται η ρήτρα διαιτησίας να μνημονεύεται ότι περιλαμβάνει και τις διαφορές που θα ανακύψουν και από τη φορτωτική και όχι μόνο από το ναυλοσύμφωνο). Τέλος, το ζήτημα σε ποιο ναυλοσύμφωνο παραπέμπει η ρήτρα ενσωματώσεως, όταν η ταυτότητα του δεν προκύπτει ευθέως από αυτήν, πρόβλημα που ανακύπτει όταν υπάρχει μια αλυσίδα αλληλοδιάδοχων ναυλοσυμφώνων, έλυσε η απόφαση San Nicholas (The San Nicholas (1976) 1 Lloyd’s Rep 8 (CA), όπου κρίθηκε ότι τεκμαίρεται πως η παραπομπή γίνεται στο βασικό ναυλοσύμφωνο (head charter) και όχι στα υποναυλοσύμφωνα (sub charters). O κανόνας αυτός όμως διαρρηγνύεται όταν το βασικό ναυλοσύμφωνο είναι χρονοναυλοσύμφωνο και το υποναυλοσύμφωνο ναυλοσύμφωνο κατά πλουν. Στην περίπτωση αυτή λογίζεται ότι γίνεται στο δεύτερο, ως κατά τεκμήριο οικειότερο προς τη φορτωτική (The SLS Everest (1981) 2 Lloyd’s Rep 389 (CA). Κατόπιν όσων εκτέθηκαν το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί σε ασφαλή δικανική κρίση περί της εγκυρότητας της επικαλούμενης από την αιτούσα ρήτρας διαιτησίας, δεδομένης και της υποβολής της από 10-6-2020 μήνυσης του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου για το αδίκημα της πλαστογραφίας της επίδικης φορτωτικής και της απάτης επί δικαστηρίω. Επομένως, είναι απαραίτητο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου οι διάδικοι να προσκομίσουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ηλεκτρονική αλληλογραφία που αποδεικνύει την κατάρτιση και το περιεχόμενο της σύμβασης ναύλωσης που φέρεται να έχει καταρτίσει η καθ’ ης με την εταιρεία «…» καθώς και της συγκεντρωτικής οριστικοποίησης των όρων της ναύλωσης (fixture cap), τα οποία είναι απαραίτητα για την κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης. Επίσης, εφόσον το πρωτότυπο των επίδικων φορτωτικών βρίσκεται στην κατοχή της αιτούσας, οφείλει η τελευταία να επιδείξει το σώμα αυτών στη μετ’ επανάληψη συζήτηση. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση ώστε, αφού αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης, να διαταχθεί η προσκομιδή των προαναφερόμενων εγγράφων με μέριμνα του διάδικου μέρους που έχει την αντίστοιχη νόμιμη δυνατότητα, καθώς και η επίδειξη του πρωτοτύπου του σώματος της φορτωτικής, σε μεταγενέστερη συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού, σε δικάσιμο που θα οριστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη. Διάταξη για την επιβολή και τον προσδιορισμό δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση αυτή για τον λόγο ότι δεν έχει οριστικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που θα οριστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη, προς τον σκοπό προσκομιδής και επίδειξης των εγγράφων που προσδιορίζονται στο σκεπτικό της απόφασης αυτής με μέριμνα του διάδικου μέρους που έχει την αντίστοιχη νόμιμη δυνατότητα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις
, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ