ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 2940 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 25η Φεβρουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γαρουφαλιά Δάρρα … η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «… που εδρεύει στον ……… (οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λάζαρο Γιατράκο (… ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η εφεσίβλητη ήγειρε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 30.11.2018 με Γ.Α.Κ. 12116/2018 και με Ε.Α.Κ. 292/2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 280/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η δεύτερη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 30.10.2019 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ. 10693/2019 και με Ε.Α.Κ. 260/2019, και, ακολούθως, κατατέθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου για τον προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. 10091/2019 και με Ε.Α.Κ. 5073/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 30.10.2019 έφεση της δεύτερης εναγόμενης κατά της ενάγουσας και της υπ’ αριθ. 280/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις, εμπρόθεσμα και γενικώς παραδεκτά, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 17Α, 495 παρ. 1, 2, 3 περ. Α υποπ. α’, 496, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 514, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 31.10.2019. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 30.11.2018 αγωγή, που απευθύνθηκε στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς και στράφηκε σε βάρος των εναγόμενων εταιριών … ιστορούνταν, κατά την εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, ότι με την από 05.06.2018 (έγγραφη) σύμβαση, η οποία ενσωματώνεται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο, ο μη διάδικος Μ. Σ. εκχώρησε προς την ενάγουσα τις απαιτήσεις που διατηρούσε σε βάρος των εναγόμενων εταιριών, συνολικού ποσού 19.440 ευρώ. Ότι οι απαιτήσεις του εκχωρητή προέρχονται από την με ημερομηνία 16.01.2018 σύμβαση ναύλωσης, με την οποία η πρώτη εναγόμενη του είχε εκναυλώσει το υπό ελληνική σημαία πλοίο αναψυχής «… πλοιοκτησίας της, για το χρονικό διάστημα από 28.07.2018 έως 05.08.2018, αντί του αναφερόμενου στο δικόγραφο ναύλου. Ότι, ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη – εκναυλώτρια αδυνατούσε υπαίτια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση, διότι κατά το χρόνο που όφειλε να παραχωρήσει τη χρήση του σκάφους της στον αντισυμβαλλόμενό της – ναυλωτή είχε ήδη μεταβιβάσει το σκάφος, λόγω πώλησης, στη δεύτερη εναγόμενη. Ότι οι εκχωρηθείσες απαιτήσεις, ποσού 19.440 ευρώ, αποτελούν τη θετική ζημία που υπέστη ο ναυλωτής – εκχωρητής εξαιτίας της υπαίτιας αδυναμίας παροχής εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας, καθώς το ποσό αυτό είχε καταβληθεί από τον εκχωρητή στην ενάγουσα, η οποία είχε μεσολαβήσει ως ναυλομεσίτρια στη σύμβαση ναύλωσης, ως προκαταβολή ναύλου και ως μεσιτική αμοιβή, και, συγκεκριμένα, ότι το επιμέρους καταβληθέν ποσό των 11.664 ευρώ καταβλήθηκε ως προκαταβολή ναύλου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 7.776 ευρώ καταβλήθηκε ως μεσιτική αμοιβή, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους του ναυλοσυμφώνου. Ότι το μεταβιβασθέν σκάφος αποτελούσε το μοναδικό, άλλως το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγόμενης, γεγονός το οποίο γνώριζε η δεύτερη εναγόμενη – αγοράστρια. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού κύριου αιτήματος σε αναγνωριστικό και κατόπιν περιορισμού του παρεπόμενου αιτήματος τοκοδοσίας ως προς το αιτούμενο χρονικό διάστημα (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 19.440 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΙΙΙ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και υλική και τοπική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της αγωγής. Ακολούθως, έκρινε ότι η αγωγή είναι παραδεκτή, νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 19.440 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
- IV. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της έφεσης λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της.
- V. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, ως προς όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας-: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους», ενώ κατά το άρθρο 63 παρ. 1: «Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου της έφεσης προβάλλεται ως αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγόμενης – εκκαλούσας περί έλλειψης κατά τόπον αρμοδιότητας, παρόλο που αρμόδια για την εκδίκαση της υπόθεσης είναι τα δικαστήρια του Λονδίνου, ως τα δικαστήρια του τόπου κατάρτισης της από 05.06.2018 σύμβασης εκχώρησης. Ο λόγος αυτός της έφεσης προβάλλεται παραδεκτά, αλλά είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, με βάση τα επικαλούμενα και συνδεόμενα με το ζήτημα της κατά τόπον αρμοδιότητας, και, συνακόλουθα, της διεθνούς δικαιοδοσίας περιστατικά, τα οποία δεν αμφισβητούνται από την εκκαλούσα, ενόψει του ότι η πρώτη εναγόμενη εδρεύει στον……, επί της οδού … και η δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα εδρεύει στο Μ. Α., επί της οδού … το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και είχε προς τούτο διεθνή δικαιοδοσία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επίδραση στο ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, με την οποία εκχωρήθηκαν στην ενάγουσα οι αγωγικές απαιτήσεις, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εκκαλούσα.
- VI. Από τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε την από 19.06.1980 Σύμβαση της Ρώμης και, με βάση τη διάταξη του άρθρου 28, εφαρμόζεται από την 17.12.2009 από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας-, συνάγεται ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2, 19 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού συνάγεται ότι σε περίπτωση έλλειψης επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, εάν η σύμβαση δεν εμπίπτει σε κάποιον από τους συμβατικούς τύπους της παραγράφου 1, εφαρμόζεται το δίκαιο της συνήθους διαμονής του οφειλέτη της χαρακτηριστικής παροχής της σύμβασης, ενώ ως συνήθης διαμονή εταιρίας νοείται ο τόπος της κεντρικής της διοίκησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 του Κανονισμού, «Το δίκαιο που διέπει την απαίτηση η οποία είναι αντικείμενο εκχώρησης ή υποκατάστασης καθορίζει το εκχωρητό της, τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη, τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης ή της υποκατάστασης έναντι του οφειλέτη και το εξοφλητικό αποτέλεσμα της παροχής του οφειλέτη». Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εισήχθη προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, αφενός διότι, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, οι εκχωρούμενες ένδικες απαιτήσεις απορρέουν από την με ημερομηνία 01.2018 σύμβαση ναύλωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εδρεύουσας στον Πειραιά πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας και του αναφερόμενου στο δικόγραφο φυσικού προσώπου, κατοίκου Λονδίνου, ο οποίος συμβλήθηκε ως ναυλωτής, αφετέρου διότι η από 05.06.2018 σύμβαση εκχώρησης, που ενσωματώνεται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο, με βάση την οποία η ενάγουσα, με την ιδιότητα της εκδοχέα, ήγειρε την αγωγή, φέρεται ότι καταρτίσθηκε στο Λονδίνο. Ενόψει του ότι οι εκχωρούμενες στην ενάγουσα απαιτήσεις απορρέουν από την παραπάνω αναφερόμενη σύμβαση ναύλωσης, η οποία, ελλείψει επιλογής δικαίου, διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή έχει τη συνήθη διαμονή του, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ρώμη Ι, ως το δίκαιο της χώρας όπου η πρώτη εναγόμενη – εκναυλώτρια, η οποία όφειλε να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική της σύμβασης παροχή, δηλαδή να παραδώσει τη χρήση του σκάφους στον ναυλωτή, έχει την κεντρική της διοίκηση. Συνακόλουθα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Κανονισμού Ρώμη Ι, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο που διέπει την εκχωρούμενη απαίτηση, είναι αυτό που καθορίζει το εκχωρητό της, τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη, τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης ή της υποκατάστασης έναντι του οφειλέτη και το εξοφλητικό αποτέλεσμα της παροχής του οφειλέτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά κατ’ αποτέλεσμα απέρριψε τον ισχυρισμό της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου και έκρινε ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες, ως προς το κεφάλαιο αυτό παραδεκτά διορθώνονται και συμπληρώνονται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρώτο σκέλος του έβδομου λόγου της έφεσης, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη σχετική ένσταση της δεύτερης εναγόμενης περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου, ως το δίκαιο του τόπου κατάρτισης της σύμβασης εκχώρησης, και εφάρμοσε το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117 – 118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης (Βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 455 ΑΚ, «ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς την συναίνεση του οφειλέτη». Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, εκχώρηση είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και τρίτου, με την οποία ο πρώτος μεταβιβάζει απαίτησή του στο δεύτερο. Η εκχώρηση είναι σύμβαση διαθέσεως και αναιτιώδης, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία, μπορεί δε να γίνει και αντί καταβολής ή χάριν καταβολής. Η κατά τα παραπάνω εκχώρηση της απαίτησης σε τρίτο αποτελεί μεταβολή απλώς του προσώπου του δικαιούχου, δεν συνιστά αλλοίωση της ενοχής και η μεταβιβαζόμενη απαίτηση, παρά την αλλαγή του προσώπου του δανειστή παραμένει η ίδια όπως και προηγουμένως. Γι’ αυτό και η ιδιαίτερη μεταχείριση της απαίτησης δεν παύει από την εκχώρησή της. Αντικείμενο εκχώρησης είναι μόνο οι απαιτήσεις του δανειστή κατά του οφειλέτη, δηλαδή οι ενοχικές αξιώσεις, είτε αυτές πηγάζουν από ενοχικό δικαίωμα, είτε από οποιοδήποτε άλλο τοιούτο και εφόσον οι τοιαύτες ενοχικές απαιτήσεις είναι αυτοτελείς και δεν είναι ανεκχώρητες (Βλ ΑΠ 1144/2017 ΤΝΠ ΝOMOS). Επειδή η εκχώρηση είναι σύμβαση αναιτιώδης, το κύρος της δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή ακυρότητα της υποκείμενης σε αυτήν εσωτερικής αιτίας, δηλαδή της βασικής υποσχετικής δικαιοπραξίας, η οποία αποτέλεσε την αιτία και το σκοπό της σύναψής της. Ο κανόνας όμως αυτός σχετικά με ότι η περί εκχώρησης εκποιητική σύμβαση είναι ανεξάρτητη της αιτίας αυτής δεν εφαρμόζεται όταν η αιτία της εκχώρησης είναι αθέμιτη, όπως επίσης και όταν από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης εκχώρησης προκύπτει ότι τα μέρη εξάρτησαν το κύρος και την ενέργεια της σύμβασης από το κύρος και την ενέργειά της, οπότε παύει πλέον ο αφηρημένος χαρακτήρας της εκχώρησης, και επομένως, όχι μόνο τα συμβληθέντα μέρη μεταξύ τους, αλλά και ο οφειλέτης νομιμοποιείται να επικαλεσθεί κατά του εκδοχέως την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, η οποία είναι δυνατόν να μην περιέχεται στην εκποιητική περί εκχώρησης σύμβαση, αλλά να προηγηθεί σε άλλη υποσχετική σύμβαση (Βλ. ΑΠ 1423/2017 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από το άρθρο 479 ΑΚ συνάγεται ότι αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση, εξακολουθεί όμως να υπάρχει και η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει, ενώ αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές, είναι άκυρη απέναντί τους. Καθιερώνεται έτσι με το παραπάνω άρθρο αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται, συνεπώς, παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν και συνιστούν το ενεργητικό της, πρέπει δε αυτή να μεταβιβάζεται στο σύνολό της για να έχει εφαρμογή το άρθρο 479 ΑΚ, με εξαίρεση τα ασήμαντης αξίας στοιχεία της. Μεταβίβαση περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, αποτελεί και η μεταβίβαση μεμονωμένου στοιχείου, εφόσον αυτό είναι όλο το ενεργητικό της ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Σε κάθε περίπτωση πρέπει κατά το χρόνο της μεταβίβασης να γνωρίζει ο αποκτών ότι του μεταβιβάζεται η όλη περιουσία ή το σημαντικότερο ποσοστό της, θεωρείται δε ότι υπάρχει η γνώση αυτή και όταν ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη περιουσία αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Αντίθετα, δεν απαιτείται να γνώριζε ο αποκτών τα ανήκοντα στην περιουσία χρέη κατά το χρόνο της μεταβίβασής της, ούτε απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωριστεί μέχρι τότε δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, νοούνται δε ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, όλα πλην των προσωποπαγών, δηλαδή ανεξάρτητα από τη φύση τους ως συμβατικών χρεών ή από αδικοπραξία, αρκεί η γενεσιουργός νομική αιτία τους να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Με την έννοια αυτή, περιλαμβάνονται στα χρέη της περιουσίας και όσα κατά το χρόνο της μεταβίβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης (Βλ. AΠ 1428/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με το παραπάνω υπό στοιχείο ΙΙ περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή ήταν ορισμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι με το αγωγικό δικόγραφο εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική και νομική βάση του αξιούμενου δικαιώματος και δικαιολογούν την άσκησή τους από την ενάγουσα σε βάρος των εναγόμενων. Ειδικότερα, το αγωγικό δικόγραφο περιλαμβάνει τα στοιχεία της σύμβασης εκχώρησης της απαίτησης του εκχωρητή προς την εκδοχέα – ενάγουσα, προσδιορίζεται με πληρότητα η εκχωρηθείσα απαίτηση από τη σύμβαση ναύλωσης, η οποία, με βάση τα ιστορούμενα, καταρτίσθηκε μεταξύ του εκχωρητή – ναυλωτή και της πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας, και, επιπλέον, σε σχέση με τον επικαλούμενο λόγο ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, με βάση το άρθρο 479 ΑΚ, ιστορείται αφενός ότι το μεταβιβασθέν σε αυτήν σκάφος δυνάμει της περιγραφόμενης σύμβασης πώλησης αποτελούσε το μοναδικό, άλλως το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγόμενης, αφετέρου ότι το γεγονός αυτό γνώριζε η δεύτερη εναγόμενη, χωρίς να απαιτούνταν να γίνει περαιτέρω επίκληση των στοιχείων και των ειδικών συνθηκών της γνώσης της δεύτερης εναγόμενης (Βλ. ΑΠ 1407/2018 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση ως προς το ορισμένο της αγωγής και απέρριψε σιγή τον περί αοριστίας ισχυρισμό της δεύτερης εναγόμενης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, έστω και χωρίς αιτιολογίες, οι οποίες, ως προς το κεφάλαιο αυτό, παραδεκτά συμπληρώνονται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτων, πρέπει ο σχετικός όγδοος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
VIII. Από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 458, 461 και 462 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα αφενός μεν τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ο οποίος μετά την αναγγελία καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής, αφετέρου δε τη μεταβίβαση συγχρόνως των υποθηκών, εγγυήσεων, ενεχύρων και όλων γενικώς των παρεπόμενων δικαιωμάτων, που ασφαλίζουν την απαίτηση. Περαιτέρω, η εξουσία διεξαγωγής της δίκης ανήκει κατ’ αρχήν στον εμφανιζόμενο, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ως φορέα του δικαιώματος (δικαιούχο), ο οποίος είναι και ο μόνος που νομιμοποιείται ενεργητικά, κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, στην άσκηση αγωγής για το δικαίωμα. Επομένως, εάν η απαίτηση έχει εκχωρηθεί, νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει ήδη αποξενωθεί από την απαίτηση (Βλ. AΠ 1576/2014 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 158, 455, 458, 460 έως 462 ΑΚ, η αναγγελία της εκχώρησης, η οποία είναι απαραίτητη για να μπορεί ο εκδοχέας να ασκήσει κατά του οφειλέτη τα δικαιώματα που πηγάζουν από την εκχώρηση και να αξιώσει την καταβολή της απαίτησης που του εκχωρήθηκε, δεν υποβάλλεται σε πανηγυρικό τύπο. Έτσι, μπορεί να γίνει εγγράφως ή προφορικώς, όπως και με επίδοση αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εν λόγω απαίτησης. Η επίδοση αυτή συνιστά αναγγελία της εκχώρησης, χωρίς να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της αγωγής (Βλ. ΕΘ 1648/2014, ΜονΕΑ 416/2018, ΜονΕΠ 513/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα από την ίδια «ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης». Ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτά, αλλά είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Συγκεκριμένα, κατά το σκέλος που η εκκαλούσα διώκει να θεμελιώσει την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης στο γεγονός ότι η ενάγουσα δεν είχε αναγγείλει την από 05.06.2018 σύμβαση εκχώρησης, ο ισχυρισμός της είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, για την ενεργητική νομιμοποίηση της εκδοχέα της απαίτησης – ενάγουσας αρκούσε ο ισχυρισμός που περιλαμβανόταν στο αγωγικό δικόγραφο ότι η ίδια και οι εναγόμενοι είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης δυνάμει της περιγραφόμενης σύμβασης εκχώρησης, ενώ η αναγγελία της εκχώρησης, η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου ο εκδοχέας να ασκήσει κατά του οφειλέτη τα δικαιώματα που πηγάζουν από την εκχώρηση και να αξιώσει την καταβολή της απαίτησης που του εκχωρήθηκε, δεν υποβάλλεται σε πανηγυρικό τύπο και μπορεί να γίνει με την επίδοση της αγωγής. Με βάση λοιπόν τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο υπό το στοιχείο ΙΙ, και ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους, προκύπτει κατ’ αρχήν ότι η ενάγουσα είναι υποκείμενο της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης. Ούτε όμως ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης εκχώρησης ο εκχωρητής δεν διατηρούσε απαίτηση σε βάρος των εναγόμενων, διότι, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, η ενάγουσα είχε ήδη επιστρέψει σε αυτόν το ποσό της εκχωρούμενης απαίτησης, δηλαδή το ποσό των 19.440 ευρώ, και αληθής υποτιθέμενος, επιδρά στην ενεργητική νομιμοποίηση για τη διεξαγωγή της δίκης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εκκαλούσα, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε υπό στοιχείο VII, η εκχώρηση είναι αναιτιώδης, με αποτέλεσμα το κύρος της να μην επηρεάζεται από την ύπαρξη ή ανυπαρξία της υποκείμενης σε αυτήν εσωτερικής αιτίας, δηλαδή της βασικής υποσχετικής δικαιοπραξίας που αποτέλεσε την αιτία και το σκοπό κατάρτισής της, εκτός εάν η αιτία της εκχώρησης είναι αθέμιτη ή εάν τα μέρη έθεσαν ως όρο του κύρους της την εγκυρότητα της αιτίας της, περιστατικά που δεν επικαλείται η εκκαλούσα ότι συντρέχουν εν προκειμένω. Επομένως, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση περί συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης, και προχώρησε στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία, ως προς το κεφάλαιο αυτό, παραδεκτά αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ.
ΙΧ. Η νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο. Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ’ αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος, με συνέπεια η από το επιλαμβανόμενο αγωγής δικαστήριο εσφαλμένη κρίση ως προς τη νομιμοποίηση ή μη του ενάγοντος ή του εναγομένου να δημιουργεί το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (Βλ. ΑΠ 1428/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε εσφαλμένα την προβληθείσα από την ίδια «ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης» και δέχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ευθύνης της κατά το άρθρο 479 ΑΚ, παρόλο που αυτή ισχυρίσθηκε και απέδειξε ότι δεν απέκτησε ως «επιχείρηση» το μεταβιβασθέν πλοίο, διότι αυτό κατά το χρόνο της μεταβίβασής του ήταν παροπλισμένο, ώστε να μην τυγχάνει εφαρμογής η παραπάνω διάταξη. Ο λόγος αυτός της έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, προβάλλεται παραδεκτά, αλλά είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο υπό το στοιχείο ΙΙ, και ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους, προκύπτει κατ’ αρχήν ότι η εκκαλούσα είναι υποκείμενο της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, ενώ ο παραπάνω αναφερόμενος ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν απέκτησε ως «επιχείρηση» το μεταβιβασθέν πλοίο συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
- X. Από τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων) λαμβάνονται υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νομική διαδικασία, επειδή είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (πρβλ. ΑΠ 1349/2018, ΑΠ 1138/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 339 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τα έγγραφα προς άμεση και έμμεση απόδειξη λαμβάνονται υπόψη όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από επίκλησή τους, που αποδεικνύεται από τις έγγραφες προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε από το διάδικο που τα προσκόμισε για να τα χρησιμοποιήσει κατά του αντιδίκου του, είτε από τον τελευταίο κατ’ εκείνου, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, είχαν καταστεί κοινό μέσο απόδειξης. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου που είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του (Βλ. ΑΠ 529/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη το από 16.01.2018 ναυλοσύμφωνο, παρόλο που αυτό: α) δεν έχει θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., β) δεν έχει θεωρηθεί από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, και γ) δεν έχει βέβαιη χρονολογία. Ο λόγος αυτός της έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά σε έγγραφο, δηλαδή σε αποδεικτικό μέσο προβλεπόμενο από το νόμο (άρθρο 339 ΚΠολΔ), το οποίο δεν καθίσταται ανίσχυρο ή άκυρο εξαιτίας των επικαλούμενων ελλείψεων, ενώ, σε κάθε περίπτωση, με βάση τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, αυτό νόμιμα λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι δεν πληροί τους όρους του νόμου. Επομένως, το έγγραφο αυτό επιτρεπτά λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την εκκαλούσα. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη την πρόσθετη πράξη του από 16.01.2018 ναυλοσυμφώνου, παρόλο που δεν έγινε επίκλησή της με το αγωγικό δικόγραφο ή με την αίτηση της ενάγουσας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, και παρόλο που δεν έγινε επίκλησή της σε προηγούμενη δίκη ούτε από την ομόδικο της εκκαλούσας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο – πρώτη εναγόμενη, ούτε από τη μη διάδικο … Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος που αφορά στη μη επίκληση του εγγράφου από την ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη με το αγωγικό δικόγραφο και την αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι δεν υπάρχει από το νόμο σχετική υποχρέωση του ενάγοντος στην τακτική διαδικασία να αναγράφει στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του, ούτε υφίσταται σχετική υποχρέωση στο πλαίσιο της τυχόν προηγηθείσας δίκης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα έγγραφα που προσκομίζονται μετά από επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου στο πλαίσιο της δίκης κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση και εν προκειμένω δεν προσάπτεται τέτοια πλημμέλεια με το σχετικό λόγο έφεσης. Περαιτέρω, κατά το σκέλος που με τον τρίτο λόγο της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι δεν έγινε επίκληση του παραπάνω αναφερόμενου εγγράφου σε προηγούμενη δίκη από την πρώτη εναγόμενη, ούτε τη μη διάδικο … ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως διότι αφορά σε μη διαδίκους στην κατ’ έφεση δίκη [Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Πανταζόπουλο Στ.), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2η έκδοση 2020, άρθρο 520, αριθ. 7, σελ. 110].
- XI. Με τον ένατο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται διότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αντί να απορρίψει την αγωγή, την έκανε δεκτή και επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας – εκκαλούσας ως δικαστική δαπάνη το ποσό των 300 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης δεν προβάλλεται παραδεκτά και είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζονται έστω και ακροθιγώς οι πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης.
ΧΙI. Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410, 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67, 70 ΑΚ συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι’ αυτό να έχει (κατ’ αρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανίκανου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νόμιμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση, όμως, αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησης αυτού είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (Βλ. ΑΠ 908/2017, ΑΠ 397/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου του διαδίκου νομικού προσώπου κατά το χρόνο της κατάθεσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για το χαρακτηρισμό της ένορκης κατάθεσης ή μαρτυρίας ως ανυπόστατης (Βλ. ΑΠ 908/2017, ό.π.). Τα παραπάνω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νόμιμου εκπροσώπου ή μέλους της διοίκησης του διάδικου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (πρβλ. ΑΠ 745/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη επαναπροσάγει με επίκληση την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Χ. Ο. Ν. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Υβόνης Γαζή, που είχε ληφθεί με επιμέλειά της, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Θ. Λ.). Ωστόσο, αυτή η ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, καθώς πρόκειται για ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι ο παραπάνω μάρτυρας κατά τον χρόνο λήψης της (14.03.2019) ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εκκαλούσας εταιρίας, κατέχοντας τη θέση του Γραμματέα, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο των από 12.03.2019 πρακτικών συνεδρίασης του Δ.Σ. της εκκαλούσας εταιρίας, σε συνδυασμό με το από 13.03.2019 ειδικό πληρεξούσιο και την από 11.07.2018 βεβαίωση του Τμήματος Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών και … του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τα οποία προσάγει με επίκληση η εκκαλούσα. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων, όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, καθώς και όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΜονΕΠ 256/2014 ΤΝΠ NOMOS), από τα οποία, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη, εταιρία με την επωνυμία … που συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 και την 17.04.2015 καταχωρήθηκε στα Βιβλία Μητρώου Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής με Αύξοντα Αριθμό 1768, ήταν μέχρι την 28.03.2018 πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Π – Τ/Ρ πλοίου αναψυχής …, το οποίο είναι νηολογημένο στα Νηολόγια Πειραιώς με Αριθμό … Η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη, εταιρία με την επωνυμία «… επίσης, συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 και την 17.01.2018 καταχωρήθηκε στα Βιβλία Μητρώου Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής με Αύξοντα Αριθμό 2324. Με έγγραφη σύμβαση που καταρτίσθηκε την 22.03.2018 μεταξύ των παραπάνω αναφερόμενων εταιριών, διά των νομίμων εκπροσώπων τους, Β. Λ. Α. Ι., αντίστοιχα, η πρώτη εναγόμενη πώλησε στη δεύτερη εναγόμενη το παραπάνω πλοίο της, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 60.000 ευρώ. Το τίμημα της πώλησης, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία του πλοίου, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων στο παραπάνω ποσό, διότι με συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών η δεύτερη εναγόμενη – αγοράστρια, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, είχε αναλάβει την υποχρέωση, πέραν της πληρωμής του τιμήματος, να πληρώσει και πράγματι εξόφλησε τις ήδη υφιστάμενες οφειλές της πρώτης εναγόμενης – πωλήτριας προς τρίτους (προμηθευτές, επισκευαστές, Ν.Α.Τ., Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά), συνολικού ποσού 110.312 ευρώ, οι οποίες (οφειλές) είχαν προκύψει από την εκμετάλλευση του πλοίου, γεγονός που προκύπτει από τα παραστατικά που προσάγει με επίκληση η δεύτερη εναγόμενη (Βλ. Σχετικά υπ’ αριθ. 4), και δεν αμφισβητείται ειδικά από την ενάγουσα, και το παραπάνω ποσό των 110.312 ευρώ συμφωνήθηκε να συνυπολογισθεί για τον προσδιορισμό του τιμήματος. Κατόπιν καταχώρισης της παραπάνω έγγραφης σύμβασης στα βιβλία του Νηολογίου Πειραιώς την 28.03.2018, η δεύτερη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα απέκτησε την κυριότητα του παραπάνω πλοίου (άρθρο 6 ΚΙΝΔ), το οποίο έχει μετονομαστεί σε «… Περαιτέρω, με σύμβαση ναύλωσης που είχε καταρτισθεί εγγράφως στον Πειραιά την 16.01.2018 μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και του Μ. Σ., η πρώτη εκναύλωσε στον δεύτερο το πλοίο … πλοιοκτησίας της τότε, για τη χρονική περίοδο από ώρα 12.00 της 28ης.07.2018 μέχρι ώρα 12.00 της 5ης.08.2018, αντί συμφωνηθέντος ναύλου 38.880 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 12% ποσού 4.665,60 ευρώ, με τη συμφωνία για την παράδοση του πλοίου σε λιμένα της Εύβοιας και την επαναπαράδοσή του από τον ναυλωτή στην εκναυλώτρια στον Πειραιά. Επίσης, με το παραπάνω ναυλοσύμφωνο ο ναυλωτής ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει προκαταβολικά στην εκναυλώτρια, εκτός από τον συμφωνηθέντα ναύλο, και το ποσό των 11.664 ευρώ για τον εφοδιασμό του πλοίου με καύσιμα και τροφοεφόδια κατά τη διάρκεια της ναύλωσης (…. Επιπλέον, με έντυπο όρο του ναυλοσυμφώνου ορίσθηκε επί λέξει ότι: «Η υποχρέωση καταβολής της προμήθειας των ναυλομεσιτών γεννάται κατά την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας, τα δε σχετικά ποσά είναι πληρωτέα από τον Πλοιοκτήτη κατά την λήψη από τους ναυλομεσίτες της προκαταβολής του ναύλου και εξοφλούνται εις ολόκληρον με παρακράτηση από αυτήν». Εξάλλου, με την χωρίς ημερομηνία πρόσθετη πράξη – προσάρτημα του παραπάνω ναυλοσυμφώνου ο ναυλωτής ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει προκαταβολικά, το αργότερο μέχρι την 25.01.2018, το μισό του συμφωνηθέντος ναύλου, δηλαδή ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των 19.440 ευρώ, και, περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι το υπόλοιπο ποσό των (19.440 + 4.665,60 + 11.664 =) 35.769,60 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε υπόλοιπο ναύλου, Φ.Π.Α. και Α.P.A. (…), θα καταβαλόταν από τον ίδιο το αργότερο μέχρι την 28.06.2018. Η παραπάνω περιγραφόμενη σύμβαση ναύλωσης καταρτίσθηκε με τη μεσολάβηση της … η οποία ενεργούσε ως ναυλομεσίτρια για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας, καθώς και με τη μεσολάβηση της εφεσίβλητης – ενάγουσας, εταιρίας με την επωνυμία …», η οποία ενεργούσε ως ναυλομεσίτρια για λογαριασμό του ναυλωτή, και οι παραπάνω αναφερόμενες ναυλομεσίτριες συνυπέγραψαν το από 16.01.2018 ναυλοσύμφωνο και την πρόσθετη πράξη – προσάρτημα. Προς εκπλήρωση της υποχρέωσης που είχε αναλάβει με την παραπάνω σύμβαση ναύλωσης ο ναυλωτής κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα … η ενάγουσα – ναυλομεσίτρια το ποσό των 19.440 ευρώ (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από την ενάγουσα ειδοποίηση πελάτη για εντολή μεταφοράς πίστωσης – Σχετικό 6). Ακολούθως, η ενάγουσα – ναυλομεσίτρια, αφού παρακράτησε το ποσό των 7.776 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε προμήθεια – ναυλομεσιτική αμοιβή, κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η … η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενεργούσε ως ναυλομεσίτρια της πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας, το υπόλοιπο ποσό των 11.664 ευρώ (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από την ενάγουσα με ημερομηνία … εντολή μεταφοράς πίστωσης της τράπεζας … – Σχετικό 7). Ωστόσο, κατά τον χρόνο που η πρώτη εναγόμενη – εκναυλώτρια όφειλε να εκπληρώσει τη συμβατική της παροχή, δηλαδή κατά το χρόνο που υποχρεούνταν να παραδώσει το πλοίο στον ναυλωτή (28.07.2018), αυτή αδυνατούσε υπαίτια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση ναύλωσης, διότι είχε ήδη μεταβιβάσει την κυριότητά του στη δεύτερη εναγόμενη. Το γεγονός αυτό, δηλαδή την υπαίτια εκ μέρους της εκναυλώτριας επιγενόμενη αδυναμία παροχής, λόγω πώλησης του πλοίου της, πληροφορήθηκε ο ναυλωτής κατά τον Μαΐο του έτους 2018 από την ενάγουσα – ναυλομεσίτρια, η οποία είχε μεσολαβήσει στη σύμβαση ναύλωσης για λογαριασμό του, όπως προαναφέρθηκε. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ναυλωτής, διά του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας – ναυλομεσίτριας εταιρίας, πρότεινε στη δεύτερη εναγόμενη να εκτελέσει την από 16.01.2018 σύμβαση ναύλωσης, αντί πληρωμής του υπόλοιπου οφειλόμενου στην πρώτη εναγόμενη ποσού των 35.769,60 ευρώ, και προς τούτο συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα το από 16.05.2018 έγγραφο – δεύτερη προσθήκη (προσάρτημα) στο από 16.01.2018 ναυλοσύμφωνο. Τελικά, η δεύτερη εναγόμενη δεν αποδέχθηκε την πρόταση του ναυλωτή, ούτε υπέγραψε το από 16.05.2018 δεύτερο προσάρτημα που συντάχθηκε, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τους διαδίκους, συναγόμενης έτσι ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Λόγω της μη εκτέλεσης της σύμβασης ναύλωσης, εξαιτίας της παραπάνω περιγραφόμενης υπαίτιας επιγενόμενης αδυναμίας παροχής εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, ο ναυλωτής υπέστη ζημία, ποσού 19.440 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό που κατέβαλε ο ίδιος ως προκαταβολή μέρους του ναύλου και ως μεσιτική αμοιβή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η απαίτηση που διατηρεί ο ναυλωτής σε βάρος της πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας εξαιτίας της μη εκπλήρωσης της σύμβασης ναύλωσης ανέρχεται στο ποσό των 19.440 ευρώ, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση. Πρέπει, επομένως, ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αντί να δεχθεί ότι η απαίτηση του ναυλωτή δεν υπερβαίνει το ποσό των 7.776 ευρώ, δέχθηκε ότι η απαίτηση του ναυλωτή ανέρχεται σε 19.440 ευρώ, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, με την από 05.06.2018 σύμβαση, που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ του ναυλωτή και της ενάγουσας εταιρίας, ο πρώτος εκχώρησε προς τη δεύτερη τις παραπάνω περιγραφόμενες απαιτήσεις του, συνολικού ποσού 19.440 ευρώ, τις οποίες διατηρούσε σε βάρος των εναγόμενων εταιριών και σε βάρος της μη διαδίκου ναυλομεσίτριας εταιρίας, η οποία ενήργησε κατά την κατάρτιση της σύμβασης για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης – εκναυλώτριας. Κατόπιν της παραπάνω έγκυρης σύμβασης εκχώρησης, η οποία αναγγέλθηκε στις εναγόμενες την 11.09.2018, με την επίδοση προς αυτές της από 11.07.2018 αίτησης της εκδοχέα – ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με αίτημα την λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση της εκχωρηθείσας απαίτησης (Βλ. αντίστοιχα την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Δ. Κ., καθώς και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Δ. Μ.), και, σε κάθε περίπτωση, αναγγέλθηκε με την επίδοση προς αυτές της αγωγής για την καταβολή της ως άνω απαίτησης την 28.12.2018 και την 19.12.2018, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, και δεν αμφισβητείται ειδικά από τους διαδίκους της παρούσας δίκης, η ενάγουσα – εκδοχέας κατέστη μόνη δικαιούχος της απαίτησης. Εξάλλου, κατά το χρόνο που ήταν γεννημένη η εκχωρούμενη απαίτηση, με την παραπάνω περιγραφόμενη σύμβαση, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και της δεύτερης εναγόμενης, το πλοίο … μεταβιβάσθηκε λόγω πώλησης στη δεύτερη ως περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, καθώς αυτό αποτελούσε το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τη δεύτερη εναγόμενη, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρέπει, επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το τρίτο σκέλος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι το μεταβιβασθέν πλοίο αποτελεί «περιουσία» κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, εφόσον με βάση τις παραπάνω παραδοχές το παραπάνω πλοίο μεταβιβάσθηκε ως περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο η εκκαλούσα προβάλλει την αιτίαση ότι το μεταβιβασθέν πλοίο δεν αποτελούσε «επιχείρηση», διότι κατά το χρόνο της μεταβίβασής του δεν ήταν σε λειτουργία, αλλά ήταν παροπλισμένο, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Περαιτέρω, από τις συνθήκες κατάρτισης της παραπάνω περιγραφόμενης σύμβασης αγοραπωλησίας συνάγεται η γνώση της δεύτερης εναγόμενης – αγοράστριας, διά του τότε νόμιμου εκπροσώπου της, Α. Ι., κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, ότι το μεταβιβασθέν πλοίο αποτελούσε το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγόμενης – πωλήτριας. Ειδικότερα, η γνώση αυτή συνάγεται από το γεγονός ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών κατόπιν διαπραγματεύσεων, που είχαν ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο έτους 2017, με τη μεσολάβηση νομικών συμβούλων, μεσιτών και διεκπεραιωτών, και στο πλαίσιο αυτό κρίνεται ότι η δεύτερη εναγόμενη πριν την κατάρτιση της σύμβασης, εκτός από την έρευνα στα οικεία βιβλία του νηολογίου Πειραιώς, όπου ήταν καταχωρημένο το συγκεκριμένο πλοίο, προέβη και σε έρευνα στο ειδικό μητρώο Εθνικού Νηολογίου, το οποίο τηρείται για τις εταιρίες τύπου «Ν.Ε.Π.Α.», όπως άλλωστε συνηθίζεται στην εγχώρια ναυτιλιακή πρακτική, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε αγοραπωλησίες πλοίων στις οποίες η πωλήτρια εταιρία είναι Ν.Ε.Π.Α., όπως εν προκειμένω η πωλήτρια. Ειδικότερα, το μητρώο Εθνικού Νηολογίου, που τηρείται για εταιρίες τύπου «Ν.Ε.Π.Α.» σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 επ. του Ν. 3182/2003 και του π.δ. 200/2004 «περί οργάνωσης και λειτουργίας του Μητρώου Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής», εκτός από το βιβλίο μητρώου ναυτιλιακών εταιριών πλοίων αναψυχής, το φάκελο κάθε εταιρίας και το ευρετήριο εταιριών, περιλαμβάνει και τη μερίδα κάθε εταιρίας, στην οποία καταχωρούνται -μεταξύ άλλων στοιχείων που αφορούν την εταιρική σύμβαση και την εκπροσώπηση της εταιρίας-, τα πλοία που έχει η εταιρία στην κυριότητα, την εκμετάλλευση ή τη διαχείρισή της (άρθρο 32 παρ. 4 Ν. 3182/2003). Άρα, ενόψει και του αποκλειστικού σκοπού της πωλήτριας εταιρίας, ο οποίος, με βάση το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3182/2003, είναι η κτήση κυριότητας, η εκμετάλλευση ή διαχείριση πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2743/1999, η αγοράστρια εταιρία, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, κατόπιν σχετικής έρευνας στη μερίδα της πωλήτριας εταιρίας, γνώριζε αλλά και μπορούσε να αντιληφθεί κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ότι το μεταβιβασθέν πλοίο αποτελούσε το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας, διότι στη μερίδα της τελευταίας δεν υπήρχαν καταχωρημένα άλλα πλοία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, γνώριζε ότι αποκτά το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας, έστω και με διαφορετικές αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται, κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης περί συντρέχοντος πταίσματος στην επέλευση της ζημίας, τον οποίο πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι η καταβολή του ποσού των 19.440 ευρώ από τον εκχωρητή της ένδικης απαίτησης – ναυλωτή προς την ενάγουσα, με την ιδιότητα της ναυλομεσίτριας, και, συνακόλουθα, η από … καταβολή από την ίδια προς την πρώτη εναγόμενη – εκναυλώτρια, διά της ναυλομεσίτριάς της, του ποσού των 11.664 ευρώ, κατόπιν παρακράτησης του υπόλοιπου ποσού των 7.776 ευρώ για προμήθεια – ναυλομεσιτική αμοιβή, έγινε προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ναυλωτή από τη σύμβαση ναύλωσης, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο τελευταίος με την πρόσθετη πράξη του ναυλοσυμφώνου ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το μισό του συμφωνηθέντος ναύλου, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 19.440 ευρώ μέχρι την 25.01.2018. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 479 ΑΚ και αναγνώρισε την υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 19.440 ευρώ, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Με διόρθωση λοιπόν και συμπλήρωση των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, και, περαιτέρω, πρέπει η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το υπ’ αριθ. 305276838959 1230 0091 παράβολο, ποσού 75 ευρώ, το οποίο κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την …09.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ