ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2964/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2020, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Α. Των εκκαλούντων : 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στα …, επί της …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …, επί της …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Σταματελοπούλου, βάσει της από 5-6-2020 δήλωσής της κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/1-6-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Του εφεσίβλητου: … του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, βάσει της από 5-6-2020 δήλωσής του κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/5-6-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Β. Του εκκαλούντος : … του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, βάσει της από 5-6-2020 δήλωσής του κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/5-6-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Των εφεσίβλητων: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στα …, επί της …, διατηρούσας γραφεία και στον …, …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, και 3) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, επί της …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, εκ των οποίων οι πρώτη και τρίτη εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Σταματελοπούλου, βάσει της από 5-6-2020 δήλωσής της κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/1-6-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ, και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, βάσει της από 5-6-2020 δήλωσής του κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, o οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/11-6-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Ο εφεσίβλητος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και εκκαλών της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 22-12-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12790/153/27-12-2017, αγωγή του κατά των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 74/2019 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν : α) οι εναγόμενοι – εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης με την από 20-2-2020 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1847/56/21-2-2020 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1707/893/24-2-2020, και β) ο ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης με την από 15-1-2020 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1860/57/21-2-2020 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1710/895/24-2-2020, αμφότερες οι οποίες προσδιορίσθηκαν να συζητηθούν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20-2-2020, υπό στοιχείο Α΄, έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1707/893/24-2-2020, και η από 15-1-2020, υπό στοιχείο Β΄, έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1710/895/24-2-2020, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι προδήλως συναφείς, στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμό 74/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 σε συνδυασμό με 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 3, 246 και 524 § 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, οι ως άνω αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 21-2-2020, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγονται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, αμφότερες οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την από 22-12-2017 αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος εξέθετε ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη, ως έχουσα τον εφοπλισμό του πλοίου «…», στον ………, στις 5-12-2015, ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ανωτέρω, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο, με αριθμό νηολογίου …, κυριότητας της τρίτης εναγόμενης, με αποδοχές που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, στο οποίο εργάσθηκε μέχρι τις 2-3-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά με κοινή συναίνεση. Ότι, ακολούθως, ναυτολογήθηκε στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα: α) στις 2-4-2016, με αποδοχές που προβλέπονται από την παραπάνω αναφερόμενη Σ.Σ.Ε., και εργάσθηκε μέχρι τις 14-6-2016, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, με αμοιβαία συναίνεση, β) στις 4-10-2016, με αποδοχές που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων, και εργάσθηκε ως τις 8-3-2017, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Περάματος, λόγω μετάθεσης, και γ) στις 20-3-2017, με αποδοχές που προβλέπονται από την ως άνω αναφερόμενη Σ.Σ.Ε., και εργάσθηκε ως τις 13-4-2017, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Περάματος, λόγω μετάθεσης. Ότι, ακόμη, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη, ως έχουσα την κυριότητα του πλοίου «…», εφοπλισμού της δεύτερης εναγόμενης, στον Πειραιά, στις 6-7-2016, ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ως άνω, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο, με αριθμό νηολογίου …, με αποδοχές που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, στο οποίο εργάσθηκε μέχρι τις 5-9-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά με κοινή συναίνεση. Ότι για τα παραπάνω χρονικά διαστήματα εργασίας του έπρεπε να λάβει για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αναλογία δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημίωση μη διανυκτέρευσης και αντίτιμο τροφής, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 15.942,87 ευρώ από την εργασία του στο πλοίο «…», το οποίο του οφείλουν οι πρώτη και τρίτη των εναγόμενων, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, καθώς και το συνολικό ποσό των 3.189,39 ευρώ από την εργασία του στο πλοίο «…», το οποίο του οφείλουν οι πρώτη και δεύτερη των εναγόμενων, ομοίως εις ολόκληρον ευθυνόμενες. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι αντίδικοί του να του καταβάλουν τα παραπάνω ποσά, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, στις 13-4-2017 και 5-9-2016 αντίστοιχα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας : α) την πρώτη και τρίτη των εναγόμενων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.810,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 14-4-2017, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 2.700,00 ευρώ, και β) την πρώτη και δεύτερη των εναγόμενων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.023,14 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 6-9-2016, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 1.000,00 ευρώ, και καταδικάζοντας άπασες τις εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και οι πρώτη και τρίτη των εναγόμενων, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, κατά δε τις πρώτη και τρίτη των εναγόμενων να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρίαν.
Από τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπο αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 ΚΠολΔ, δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός εάν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή είναι δικονομικής φύσης σύμβαση, εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτισή της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων (ΕφΑθ 106/2018, ΕφΘεσ 1823/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 364/1998 ΕλλΔνη 1998, σελ. 897). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, η δε έρευνα της αρμοδιότητας, επειδή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της διεξαγωγής της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, αφορά τη δημόσια τάξη και προηγείται από την έρευνα οιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως άλλωστε και από την έρευνα για τη νομική βασιμότητα της αγωγής (βλ. ΑΠ 784/1971 ΝοΒ 20, σελ. 485, ΕφΑθ 3159/2011 ΕλλΔνη 2012, σελ. 161, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρο 46, αριθμός 6, σελ. 107). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η πρώτη εναγόμενη, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και αναπτύχθηκε διεξοδικότερα με τις προτάσεις της, προέβαλε την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας του ως άνω Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Χανίων, κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ, καθώς στις ένδικες (από 5-12-2015, 2-4-2016, 6-7-2016, 7-10-2016 και 23-12-2016) συμβάσεις εργασίας, που υπεγράφησαν μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, συμφωνήθηκε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση των πάσης φύσης διαφορών εκ της εφαρμογής ή εξ αφορμής των εν λόγω συμβάσεων θα έχουν τα καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια των Χανίων. Τη δικονομική αυτή ένσταση, μετά την απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, η ως άνω εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστικής άποψης, καθόσον, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, η έρευνα της αρμοδιότητας προηγείται της έρευνας οποιοσδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως και της έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής.
Ι. H συμφωνία για την παρέκταση της κατά τόπο αρμοδιότητας είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικονομική σύμβαση και για το λόγο αυτό δεν υπόκειται σε έλεγχο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διότι βάσει των αξιολογικών κριτηρίων που θεσπίζονται με το άρθρο αυτό ελέγχεται η άσκηση εκείνων μόνο των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ουσιαστικό και όχι όσων προέρχονται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 604/2018, ΑΠ 639/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1823/2014 ό.π.), ως προς τα οποία, ωστόσο, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει μεν και αυτό την καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς, όμως, κατά τα λοιπά να προβλέπει ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή του (ΑΠ 563/2016, ΑΠ 1595/2014, ΑΠ 1414/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙ. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, είναι άκυρη κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όπως είναι και εκείνη με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου. Στον περιορισμό αυτό υπόκειται και η συμφωνία με την οποία αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, γίνεται αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών περιουσιακού αντικειμένου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί ή πρόκειται να δημιουργηθούν στο μέλλον μεταξύ των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη η συμφωνία με την οποία το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω ανάγκης ή απειρίας του και είναι υποχρεωμένο για να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες με ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες γι’ αυτό, είτε λόγω άγνοιας της γλώσσας αλλοδαπής χώρας, είτε λόγω δυσχέρειας παραμονής σε αλλοδαπή χώρα χωρίς εργασία, είτε λόγω ύπαρξης αδυναμίας να αναθέσει σε κατάλληλο νομικό παραστάτη την υπεράσπιση της υπόθεσής του, είτε λόγω διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων με αποτέλεσμα να μην αποτολμά οποιαδήποτε ενέργεια και έτσι να στερείται τα νόμιμα δικαιώματά του (ΑΠ 977/1985 ΝοΒ 1986, σελ. 845, ΕφΠειρ 280/1995 ΕΝαυτΔ 1996, σελ. 200, ΕφΑθ 6716/1991 ΕλλΔνη 1993, σελ. 1630). Εν προκειμένω, από την εκτίμηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων: α) με αριθμούς … και …/5-7-2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ενάγοντος … του … και … αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και της συμβολαιογράφου Πατρών Αμαλίας Κουσαδιάνου αντίστοιχα, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. την υπ’ αριθμό …/29-6-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χανίων … και τις με αριθμούς …/29-6-2018 και …/29-6-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με τις από 27-6-2018 γνωστοποιήσεις – κλήσεις και γνωστοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), και β) υπ’ αριθμό …/8-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της πρώτης και τρίτης των εναγόμενων …, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμό …/5-2-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, σε συνδυασμό με την από 4-2-2019 γνωστοποίηση – κλήση της πληρεξούσιας δικηγόρου της πρώτης και τρίτης των εναγόμενων), και όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και η προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’ αριθμό …/5-7-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της πρώτης και τρίτης των εναγόμενων … του …, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά στα πλαίσια άλλης δίκης (και συγκεκριμένα, σε αντίκρουση της από 22-12-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12788/152/2017, αγωγής του … ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης καταρτίσθηκαν εγγράφως στον Πειραιά, πλην της τέταρτης, που καταρτίσθηκε στην Πάτρα, οι από 5-12-2015, 2-4-2016, 6-7-2016, 7-10-2016 και 23-12-2016 συμβάσεις ναυτολόγησης, στις οποίες υπήρχε όρος, τιτλοφορούμενος «…» και προέβλεπε τα εξής: «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων». Η συμφωνία αυτή, που υποβλήθηκε σε έγγραφο τύπο και έχει αντικείμενο μελλοντικές διαφορές περιουσιακής φύσης από συγκεκριμένη έννομη σχέση, ήτοι τη σύμβαση εργασίας μεταξύ των ως άνω διαδίκων, θεμελίωσε κατά τα άρθρα 42 έως 44 αποκλειστική αρμοδιότητα των καθ’ ύλην αρμόδιων Δικαστηρίων των Χανίων και στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την ένδικη διαφορά, του Ειρηνοδικείου των Χανίων. Από τη σαφή δε γραμματική διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας δε δύναται να συναχθεί κάτι το αντίθετο ως προς τη θεμελίωση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων των Χανίων, καθόσον τα μέρη θέλησαν, έστω και με πρόταση της εναγόμενης, την οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα και υπέγραψε ο ενάγων, να καταστήσουν την αρμοδιότητα των Δικαστηρίων αυτών, τα οποία ήταν ήδη αρμόδια ως εκ της έδρας της εναγόμενης στα Χανιά (άρθρο 25 § 2 ΚΠολΔ), ως αποκλειστική, κατ’ αποκλεισμό οποιασδήποτε άλλης. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε αφενός ότι η ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας προτάθηκε από την εναγόμενη καταχρηστικά, καθώς επί σειρά ετών στο παρελθόν, καίτοι ο ανωτέρω όρος περιλαμβανόταν και τότε στις συμβάσεις των ναυτικών, η εναγόμενη δεν προέβαλε καμία ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας, δημιουργώντας εύλογα την πεποίθηση σε όλους τους ναυτικούς, που ήθελαν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της, ότι οι σχετικές αγωγές θα εκδικάζονταν από τα Δικαστήρια του Πειραιά, και αφετέρου ότι προτάθηκε προς παρέλκυση της δίκης, προκειμένου να καθυστερήσει την επίλυση της διαφοράς, δοθέντος, άλλωστε, ότι η εναγόμενη διατηρεί γραφεία στον Πειραιά και ως εκ τούτου, μπορεί ευχερώς να εκπροσωπηθεί δικαστικά στην πόλη αυτή. Οι ισχυρισμοί αυτοί του ενάγοντος, τόσο κατά το μέρος που επιχειρούν να θεμελιωθούν στη διάταξη του 281 ΑΚ, όσο και σε αυτή του άρθρου 116 ΚΠολΔ, ακόμη κι αν υποτεθούν αληθείς, είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, αφού δε νοείται καταχρηστική άσκηση, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, καθαρώς διαδικαστικών πράξεων, διότι αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα, ενώ η καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, κατ’ άρθρο 116 ΚΠολΔ, στην οποία εντάσσεται και η συμπεριφορά του διαδίκου που τείνει σε παρέλκυση της δίκης, δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή της, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Τέλος, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η ως άνω συμφωνία καθορισμού της τοπικής αρμοδιότητας, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις ναυτολόγησής του είναι άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρα 178 και 179 ΑΚ, διότι η αντίδικός του, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του να συνεχίσει να εργάζεται, προέβη στη συνομολόγηση των εν λόγω συμβάσεων, καθιστώντας την επιδίωξη από αυτόν των ενδεχόμενων απαιτήσεών του από τις ως άνω συμβάσεις ιδιαίτερα δυσχερή. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος, θέλησε να ενάγεται αποκλειστικά στα Χανιά, όπου βρίσκεται η έδρα της, αποσκοπώντας να καταστήσει δυσχερέστερη οικονομικά ή δικονομικά τη θέση του ενάγοντος, καθώς η προσφυγή του τελευταίου στα Δικαστήρια των Χανίων, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, όπου δύναται να παρασταθεί νομικός παραστάτης της επιλογής του, ενώ δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του ίδιου (του ενάγοντος), δεν προκαλεί σε αυτόν δυσβάσταχτες δαπάνες και δεν του στερεί τα νόμιμα δικαιώματά του, με βάση και όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα, υπό στοιχείο ΙΙ, μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας, που περιλήφθηκε στις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης, είναι άκυρη, επειδή αντίκειται στα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, και απέρριψε την προβληθείσα ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας από την πρώτη εναγόμενη, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ο πρώτος λόγος της κρινόμενης, υπό στοιχείο Α΄, έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω : α) η υπό στοιχείο Α΄ έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και αφού γίνει δεκτή η ως άνω ένσταση, να παραπεμφθεί η υπόθεση (άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ) στο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, που είναι το Ειρηνοδικείο Χανίων, τόσο για την πρώτη εναγόμενη (κατ’ άρθρα 42, 43 και 44 ΚΠολΔ), όσο και για τις δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων (κατ’ άρθρο 31 ΚΠολΔ), παρά το γεγονός ότι ως απλοί ομόδικοι δε δεσμεύονται από τη ρήτρα παρέκτασης, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, καθόσον, κατά την άποψη που προκρίνει το παρόν Δικαστήριο ως ορθότερη, εάν για έναν από τους ομοδίκους ισχύει αποκλειστική δωσιδικία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε και οι υπόλοιποι πρέπει να εναχθούν στο δικαστήριο της αποκλειστικής αυτής δωσιδικίας (ΠΠρΘεσ 1602/2001 ΕλλΔνη 2002, σελ. 847, Κ. Κεραμέυς, Αστ. Δικ. Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. 1986, σελ. 71-72, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. Ι, εκδ. 1973, σελ. 278, 280), αφού αντίθετη εκδοχή ματαιώνει τη δυνατότητα της κοινής εναγωγής των απλών ομοδίκων και δεν υπηρετεί την οικονομία της δίκης, και β) η υπό στοιχείο Β΄ έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 20-2-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1707/893/24-2-2020, υπό στοιχείο Α΄ έφεση, και την από 15-1-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1710/895/24-2-2020, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την υπό στοιχείο Α΄ έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 74/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Παραπέμπει την από 22-12-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12790/153/27-12-2017, αγωγή για εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο, το οποίο είναι το Ειρηνοδικείο Χανίων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την υπό στοιχείο Β΄ έφεση.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 14 Σεπτεμβρίου 2020 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ