ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης: 2678/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευφροσύνη – Μαρία Ντόρτου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 2η.7.2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: …, κατοίκου …), με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Γαρουφαλιά Δάρρα.
Των εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει, σύμφωνα με το Καταστατικό της, στην …, εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την διαχειρίστρια, αντιπρόσωπο και αντίκλητο αυτής, εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα βάσει του Α.Ν. 89/67 στο …, νομίμως εκπροσώπουμένης, 2) εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει τυπικά, σύμφωνα με το καταστατικό της, στην …, αλλά στην πραγματικότητα στο …, όπου το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και το εγκατεστημένο γραφείο της στην Ελλάδα βάσει του Α.Ν. 89/67, νομίμως εκπροσωπουμένης και 3) …, κατοίκου …, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.11.2019 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης 10789/5425/2019 αγωγή του, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις κατατεθείσες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 74§2 του Ν. 4690/2020 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.
Από τις υπ’ αριθμ. …/26.11.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την 4η.2.2020, καθώς και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτησή της, επεδόθη, επιμελεία αυτών, νομίμως και εμπροθέσμως στους εναγόμενους (άρθρα 126 και 591§1 περ. α’ Κ.Πολ.Δ.). Κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο της 24ης.3.2020, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω κορωνοϊού. Με την υπ’ αριθμ. 3143/2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, διατάχθηκε η οίκοθεν εισαγωγή προς συζήτηση κατά την ανωτέρω συζήτηση, μεταξύ άλλων, και της παρούσας υπόθεσης, η δε εγγραφή αυτής στο αντίστοιχο πινάκιο του τμήματος των εργατικών διαφορών έγινε με πρωτοβουλία του γραμματέα, ισχύουσα ως κλήτευση των διαδίκων, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη. Δοθέντος ότι οι εναγόμενοι κατά την συζήτηση αυτής, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δικάζονται ερήμην (α. 226§4 Κ.Πολ.Δ. και α. 74§2 Ν. 4690/2020). Η υπόθεση, ωστόσο, εξετάζεται σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 621§2β Κ.Πολ.Δ.).
Από τη διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν δεν ορίστηκε από τους συμβαλλομένους ρητά ή σιωπηρά το δίκαιο που θα ρυθμίζει την ενοχή από τη σύμβαση, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις προτεινόμενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενες ειδικές συνθήκες (ΑΠ 7390/1991 ΝοΒ 40.726, ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 31.1169, ΕφΑΘ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 2, 3, 4, 5 και 6 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988, ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από 01.04.1991 και έχει υπερνομοθετική (άρθρο 28 του Συντάγματος) και οικουμενική ισχύ, η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (αρθρ. 3 παρ. 1-4). Με την παρ. 1 του άρθρου 3 θεσπίζεται η ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, με την οποία (επιλογή) οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης τους, συμπληρώνεται δε η αρχή αυτή από την παρ. 2 η οποία επιτρέπει την τροποποίηση και το μετασυμβατικό καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου αφορά την έκταση της επιλογής. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 1-5). Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της άνω σύμβασης ορίστηκε στην παρ. 1 ότι, “παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλομένους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή” και στην παρ. 2 ότι, “παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας”. Η τελευταία επιφύλαξη αφορά τόσο στην περίπτωση β` όσο και στην περίπτωση α` της παρ. 2 του άρθρου 6. Διότι ο σκοπός των διατάξεων αυτών δεν ήταν ο αποκλεισμός της εφαρμογής του άρθρου 4 ολοσχερώς, αλλά μόνο η απόκλιση από τα προβλεπόμενα στις παρ. 2-4 του άρθρου αυτού τεκμήρια ως προς την ύπαρξη του στενότερου συνδέσμου της σύμβασης ορισμένης χώρας, με το διαφορετικό προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην περίπτωση που δεν συνάγεται στενότερος σύνδεσμος της εργασιακής σύμβασης με άλλη χώρα. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 της ως άνω Δ.Σ., ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δίκαιο, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση οι θεμελιώδεις κανόνες του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, η εφαρμογή των οποίων είναι αναγκαία για τη διατήρηση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης της χώρας αυτής. Τέτοιοι θεμελιώδεις κανόνες (αναγκαστικού δικαίου) είναι και οι διατάξεις των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των Διαιτητικών Αποφάσεων που ορίζουν τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων και έχουν εφαρμογή όταν βάσει των ανωτέρω διατάξεων είναι εφαρμοστέο το Ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 906/2004 ΕλΔ 2005.1698, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14.76, ΕφΠειρ 384/2006 ΕΝΔ 34.374, ΕφΠειρ 307/2005 ΕΝΔ 33.82).Περαιτέρω, εφόσον εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη σύμβαση, είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το Ελληνικό, αυτοδικαίως είναι εφαρμοστέες επ` αυτής και οι Ελληνικές ΣΣΝΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 ΑΚ, 83 ΚΙΝΔ και 1 του Α.Ν 3276/1944 χωρίς διάκριση, καθόσον οι ΣΣΕ εκδιδόμενες κατά το άρθρο 1 Α.Ν 3276/44 και κυρούμενες με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευόμενη στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θέτουν με το Κανονιστικό τους μέρος κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με τους λοιπούς κανόνες του Ελληνικού δικαίου. Ειδικότερα υφίσταται δεσμευτικότητα των ΣΣΝΕ για Έλληνες και αλλοδαπούς πλοιοκτήτες (ή εφοπλιστές) επί συμβάσεων ναυτικής εργασίας σε ελληνικά και αλλοδαπά πλοία, εφόσον εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο κατ` άρθρο 25 ΑΚ (ΕφΠειρ 266/2014 ,δημ. ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α`και 2 του Ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι`απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010.131, Εφ.Πειρ. 305/2005 ΕΝΔ 2005.82).
Τέλος, από τo συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 εδ. α, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου», όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα, προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, είτε αυτή απορρέει από αθέτηση συμβάσεως, είτε από αδικοπραξία, είτε από το νόμο, πρέπει από 1.1.2002 να ζητείται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδ.α ΑΚ, ορίζεται ρητώς ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Ως «χρήμα», κατά την ίδια διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή μέχρι τις 31-12-2001 και από την 1-1-2002 το ευρώ. Ακόμη από τις πιο διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 698/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1349/1997, ΝΟΜΟΣ, Εφ Πειρ 287/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει έγγραφης συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας τρίμηνης διάρκειας, η οποία καταρτίστηκε την 9.10.2018 στο … Αττικής με την 2η εναγομένη, ως αντιπρόσωπο της 1ης εναγομένης και νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον 3ο εναγόμενο, ανανεώθηκε δε μετά τη λήξη της επί ένα ακόμα τρίμηνο και – μετά τη λήξη της διάρκειας της – συνεχίστηκε σιωπηρώς ως αορίστου χρόνου, ναυτολογήθηκε, στο πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου (bulk carrier), m/v “…” με IMO … φέρον σημαία Λιβερίας, νηολογημένο στην … με αρ. …, Δ.Δ.Σ. …, κ.ο.χ. 27011, κ.κ.χ. 16011, το οποίο εκτελούσε διεθνείς πλόες, πλοιοκτησίας της 1ης εναγομένης με την ειδικότητα του Πλοιάρχου στο λιμένα Kakinada της Ινδίας. Ότι για την παροχή της εργασίας τους στο ανωτέρω πλοίο συμφωνήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι εναγόμενοι ωστόσο προέβησαν σε κάποιες έναντι καταβολές, χωρίς να εξοφλήσουν πλήρως αυτόν όπως αναλύεται στην αγωγή, ενώ τέλος αποναυτολογήθηκε στις 10.7.2019, κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης από τον ίδιο, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του. Εν όψει αυτών, ζητεί, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον σ’ αυτόν, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 45.532,65 δολ. ΗΠΑ, βάσει της διαμορφωθείσας ισοτιμίας κατά την ημέρα εξόφλησής του, άλλως κατά τις ημερομηνίες που έδει καταβληθεί εκάστη των οφειλών των εναγομένων, άλλως κατά την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης, νομιμοτόκως από την επομένη που κάθε οφειλή κατέστη απαιτητή, άλλως από την ημέρα απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως και να καταδικασθούν στα δικαστικά του έξοδα.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, ως Δικαστήριο του τόπου στον οποίο ενώπιον του οποίου δύναται να εναχθεί, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις και ο εργοδότης που δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος της ΕΕ και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 16 αρ. 2 και 33 Κ.Πολ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ., όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) σε συνδυασμό με το άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ.). Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, εφαρμοζομένου του ελληνικού δικαίου, διότι με την επίμαχη σύμβαση ναυτολόγησης ρητά προβλέφθηκε η εφαρμογή του, ερειδόμενη στις αναφερόμενες ανωτέρω διατάξεις καθώς και σε αυτές των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481, 648, 652, 653, 655, 662, 669§1, 671 ΑΚ, 74, 176, 908§1ε και 910 περ. 4, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 52, 74, 75 και 76 του ΚΙΝΔ, με την επισήμανση ότι η επιδίκαση των αξιώσεων στο ισόποσο σε ευρώ κεφάλαιο, κατά τα ανωτέρω, μπορεί να ζητηθεί να καταβληθεί κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Πρέπει συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστικής της βασιμότητα, δοθέντος ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της, κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ [Βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997 και όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με τα άρθρα 34 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ A 240/22.12.2016)], ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει το υπ’ αριθ. … παράβολο δικαστικού ενσήμου).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου και όλα τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου (bulk carrier), m/v “…” με IMO … φέρον σημαία Λιβερίας, νηολογημένο στην … με αρ. …, Δ.Δ.Σ. …, κ.ο.χ. 27011, κ.κ.χ. 16011, το οποίο εκτελούσε διεθνείς πλόες. Δυνάμει έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε την 9/10/2018 στην επί της οδού … έδρα της δεύτερης εναγόμενης, αυτή (η β’ εναγόμενη), ενεργούσα ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης και ως διαχειρίστρια του παραπάνω πλοίου της τελευταίας, και εκπροσωπούμενη νόμιμα από τον τρίτο εναγόμενο, προσέλαβε τον ενάγοντα ως Πλοίαρχο στο προαναφερθέν πλοίο για χρονικό διάστημα τριών μηνών, με ρητή πρόβλεψη για περαιτέρω ναυτολόγηση τριών επιπλέον μηνών, αμοιβαία συναινέσει, δηλαδή εφόσον υπήρχε κοινή επιθυμία των μερών, αντί «κλειστού» καθαρού μηνιαίου μισθού 9.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον επιμισθίου («bonus» Πλοιοκτητών) 1.000 δολαρίων Η.Π.Α. μηνιαίως. Κατόπιν νεότερης συμφωνίας, μετά την πάροδο του πρώτου τριμήνου, συμφωνήθηκε αύξηση του κλειστού καθαρού μηνιαίου μισθού του σε 10.000 δολάρια Η.Π.Α., πλέον του ποσού των 1.000 δολαρίων Η.Π.Α., που είχε συμφωνηθεί ως επιμίσθιο (“bonus”). Μετά την πάροδο του εξαμήνου, την 12/4/2019, συνεχίστηκε «κοινή συναινέσει η ναυτολόγησή του στο πλοίο, τραπείσας, έτσι, της επίδικης συμβάσεως σε αορίστου χρόνου. Στο εν λόγω πλοίο ο ενάγων επιβιβάστηκε την 10/10/2018, όταν αυτό ναυλοχούσε στον λιμένα Kakinada της Ινδίας και αποναυτολογήθηκε την 10/7/2019, όταν αυτό ναυλοχούσε στον λιμένα King Abdullah της Σαουδικής Αραβίας, καταγγέλλοντας ο ίδιος την σύμβασή του, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων του αποδοχών μηνών Μαΐου 2019, Ιουνίου 2019 και των επιμισθίων Νοεμβρίου 2018, Δεκεμβρίου 2018, Ιανουάριου 2019, Μαϊου 2019, Ιουνίου 2019 και έντεκα ημέρας του μηνός Ιουλίου 2019. Στην Ελλάδα επέστρεψε με έξοδα των εναγομένων την 11.7.2019. Κατόπιν αυτών, οι εναγόμενοι οφείλουν στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των [(1.000 δολ. ΗΠΑ ως επιμίσθιο Χ 5 μήνες + 366 δολ ΗΠΑ που αντιστοιχούν στο μήνα Ιούλιο 2019) + 10.000 Χ 2 μήνες + 3.666,66 δολ. ΗΠΑ για το μήνα Ιούλιο 2019)=]29.032,66 δολ. ΗΠΑ. Επιπλέον, οι εναγόμενοι οφείλουν στον ενάγοντα αποζημίωση λόγω βαριάς παράβασης των έναντι αυτού καθηκόντων τους και συνακόλουθα του οφείλουν (11.000 δολ. ΗΠΑ /30 Χ 45 ημέρες =) 16.499,99 δολ. ΗΠΑ. Εν όψει αυτών, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, να οριστεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εναγόμενους κατά της απόφασης αυτής (αρθρ. 591 παρ.1, συνδ. αρθρ. 505 Κ.Πολ.Δ.) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στον ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των (29.032,66 + 16.499,99 =) 45.532,65 δολ. ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο για τις μεν δεδουλευμένες αποδοχές από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ήτοι από 11.7.2019 και για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, επειδή η αποζημίωση απόλυσης δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτόν δήλη ημέρα καταβολής, επομένως δε ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 57/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 53/2013, ΕφΠειρ 501/2012 αδημ., με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Περαιτέρω, πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, για το σύνολο του επιδικαζομένου ποσού (άρθρα 908§1ε και 910 περ. 4 Κ.Πολ.Δ.), γιατί η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (α. 908§1ε και 910 περ.4 Κ.Πολ.Δ.), ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων, λόγω της ήττας τους (α. 176 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα έκαστος εις ολόκληρον το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα πέντε cents (45.532,65), νομιμοτόκως με τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων πενήντα (1.350) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την ………..………… 2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ