ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Τμήμα ναυτικών διαφορών
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3008/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεράσιμου Καλόνομου του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΑ 90256), κατοίκου Αθήνας, οδός Ναυαρίνου αριθ. 18-20, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1…, κατοίκου …….. …), με ΑΦΜ … 2. …, με ΑΦΜ … και 3. Δ. Κ. Κ., κατοίκου …, εκ των οποίων οι δυο πρώτοι παραστάθηκαν διά και ο τρίτος μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Σαξώνη του Ευάγγελου (ΑΜ/ΔΣΠ 1594), κατοίκου Πειραιά, …, η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 22 Ιανουαρίου 2018 αγωγή τους προς το Ειρηνοδικείο Πειραιά που κατατέθηκε με αριθμό δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 810/8/24.1.2018 ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Το δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την 115/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 7.9.2019 έφεση προς το Δικαστήριο αυτό, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 8664/203/9.9.2019 και στη συνέχεια, προς προσδιορισμό δικασίμου, στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με αριθμό δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 9734/4915/29.10.2019. Δικάσιμος της συζήτησης της έφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της ερήμην του εκκαλούντος εκδοθείσας απόφασης, προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουστεί και να προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ [βλ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. ΣΤ΄ (2009), παρ. 228δ-ε, σελ. 104-107, παρ. 540α, σελ. 227 και παρ. 1146, σελ. 448-450]. Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος της έφεσης είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος (βλ. ΑΠ 1140/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005.1100), έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση [βλ. ΑΠ 1040/2013 ΧρΙΔ 2014.128, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 1906/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1140/2008 ό.π.· Σαμουήλ, ό.π, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΣυμπλΚΠολΔ (2003) 528]. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει ασχέτως αν η ερήμην απόφαση, στον πρώτο βαθμό, εκδόθηκε κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία (βλ. ΑΠ 884/2007 ό.π., ΑΠ 446/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 7.9.2019 έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως δεύτερου εναγόμενου κατά της 115/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ), ερήμην των εναγόμενων, ως προς τους οποίους η διαδικασία προχώρησε σαν να ήταν και οι ίδιοι παρόντες (άρθρο 621 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ), και έκανε δεκτή στο σύνολό της κατ’ ουσίαν την αγωγή που άσκησαν οι εφεσίβλητοι σε βάρος τους, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο, που έλαβε χώρα στις 24.7.2019, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Λασιθίου, Γ. Α. (άρθρα 495 παρ. 1-2, 496, 497, 498 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516, 517, 518 παρ. 1 σε συνδ. με 147 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατατέθηκε δε, ως εκ περισσού (βλ. άρθρο 495 παρ. 3 τελ. εδ., που εξαιρεί από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου για το παραδεκτό του ένδικου μέσου της έφεσης, τις διαφορές, μεταξύ άλλων, του άρθρου 614 αριθ. 3 ΚΠολΔ), το με κωδικό … παράβολο ποσού 75,00 ευρώ. Επομένως, εφόσον ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις από διάδικο ο οποίος, όπως εκτέθηκε, δικάστηκε ερήμην, αλλά σαν να ήταν παρών, πρέπει η έφεση, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος παραπονείται για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτόν στο σύνολό της σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση (άρθρα 528 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 γ, 3 Α – Β Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς) και να ερευνηθεί η αγωγή, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 591 παρ. 7 εδ. α ΚΠολΔ).
Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 762/1978 «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» (ΦΕΚ Α΄ 45) ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων μετά ναυτικού στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος για την περίπτωση αυτή και ως αντίκλητός του (παρ. 1). Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρο για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεών του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα (παρ. 2)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται σε ολόκληρο με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση προσλήψεως του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολογήσεως που επακολούθησε (βλ, σχετ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 1999.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝαυτΔ 1996.124, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝαυτΔ 2003.133, ΕφΠειρ 704/2002 ΕΝαυτΔ 2002.371, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝαυτΔ 1997.58). Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 762/1978 αποβλέπουν στην ιδιαίτερη προστασία των απαιτήσεων των ναυτικών, όταν η κατοικία ή έδρα του εργοδότη τους δεν βρίσκεται στην Ελλάδα και εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις (κατάρτιση της σύμβασης στην Ελλάδα για λογαριασμό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή που κατοικεί ή εδρεύει στην αλλοδαπή), ανεξάρτητα από το δίκαιο που ρυθμίζει τη σύμβαση εργασίας. Αυτό συμβαίνει, επειδή η παράλληλη ευθύνη του αντιπροσώπου για τις υποχρεώσεις του εκπροσωπούμενου εργοδότη καθιερώνεται κατ’ εξαίρεση ως συνέπεια της εξουσίας του αντιπροσώπου ν’ αντιπροσωπεύει τον εργοδότη στην κατάρτιση της σύμβασης ναυτικής εργασίας, δηλαδή ως συνέπεια της πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου. Επομένως, αν ληφθεί υπόψη ότι η πληρεξουσιότητα διέπεται από το δίκαιο του τόπου, στον οποίο ενεργεί ο πληρεξούσιος (lex loci actus) και ότι με το δίκαιο αυτό κρίνονται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη, η έκταση, το περιεχόμενο και οι συνέπειες της πληρεξουσιότητας ή της υπέρβασης των ορίων της, γίνεται φανερό ότι η ύπαρξη ή όχι ευθύνης του αντιπροσώπου για τις υποχρεώσεις του αντιπροσωπευόμενου από τη σύμβαση, στην οποία τον αντιπροσώπευσε, θα κριθεί από το δίκαιο της πολιτείας στην οποία ο αντιπρόσωπος δήλωσε τη βούλησή του για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν ο Ν. 762/1978 εφαρμόζεται πάντοτε, έστω και αν το δίκαιο που συμφώνησαν τα μέρη ή που αρμόζει στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν είναι το ελληνικό, αφού, με δεδομένη την απαιτούμενη από το νόμο αυτό, για την ύπαρξη ευθύνης του αντιπροσώπου, προϋπόθεση της κατάρτισης της σύμβασης στην Ελλάδα, η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου, στις προβλεπόμενες από τον ανωτέρω νόμο περιπτώσεις, θα ρυθμίζεται πάντοτε από το ελληνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, η κατά τη διάταξη αυτή ευθύνη του αντιπροσώπου του αλλοδαπού εργοδότη ρυθμίζεται σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο και ειδικότερα από τον ως άνω Νόμο, οι διατάξεις του οποίου περιέχουν λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου τη Lex Fori (βλ. σχετ. ΑΠ 168/1999 ό.π., ΕφΠειρ 307/2005 ΕΝαυτΔ 2005.82, ΕφΠειρ 704/2002 ό.π., ΕφΠειρ 214/2002 ΠειρΝομ 2002.169, ΕφΠειρ 932/1996 ΠειρΝομ 1997.14, ΜΠρΠειρ 2888/2009 ΕΝαυτΔ 2009.219). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις», οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Επομένως, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που αποκαλείται «κλειστός» και περιλαμβάνει το βασικό μισθό και τα επιδόματα ή άλλες αποδοχές που προβλέπονται από τη σχετική ΣΣΝΕ είναι καταρχήν επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, υπό την αυτονόητη όμως και αναγκαία προϋπόθεση ότι ο συμφωνηθείς «κλειστός» μηνιαίος μισθός είναι υπέρτερος, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη προστασία στον εργαζόμενο ναυτικό, των νόμιμων μηνιαίων αποδοχών, ενώ, αν δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη, διότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη κατά νόμο παραίτηση εκ των προτέρων από δικαιώματα που παρέχονται στο ναυτικό, σύμφωνα με κανόνες δημόσιας τάξεως, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται να λάβει την προκύπτουσα διαφορά (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 307/2005 ό.π., ΕφΠειρ 706/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 928/2000 ΕΝαυτΔ 2001.144, ΕφΠειρ 977/2000 ΕΝαυτΔ 2001.139, ΕφΠειρ 308/1999 ΕΝαυτΔ 1999.287, ΕφΠειρ 24/1996 ΕΕργΔ 1997.81). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β΄ και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, σύμβαση ναυτολογήσεως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο, εάν ο Πλοίαρχος υποπέσει σε βαρεία παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται αποζημίωση η οποία είναι ίση προς το μισθό 15 ημερών και, σε περίπτωση κατά την οποία η λύση της συμβάσεως έγινε στην αλλοδαπή, η αποζημίωση διπλασιάζεται εάν πρόκειται για λιμάνι της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θάλασσας ή της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε σε κάθε άλλη περίπτωση. Βαρεία παράβαση των καθηκόντων του Πλοιάρχου νοείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 ΑΚ εκείνη, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο, εμμένοντας στη σύμβαση, αλλ’ επιβάλλεται η εκ μέρους αυτού καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως. Η βαρεία παράβαση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται να υπάρχει αποκλειστικώς στο πρόσωπο του Πλοιάρχου, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 74 ΚΙΝΔ. Αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, εφόσον βεβαίως η παράβαση συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αθέτηση βασικών υποχρεώσεων απέναντι στο ναυτικό (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 307/2005 ό.π., ΕφΠειρ 45/2004 ΕΝαυτΔ 2004.118,ΕφΠειρ 651/2002 ΕΝαυτΔ 2002.441). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης, που προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. τελ. και 76 ΚΙΝΔ. Η κατά τα άνω αξίωση του ενάγοντος καταλύεται με την προβολή και την απόδειξη από τον εναγόμενο του ισχυρισμού ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης, που έγινε από τον πλοίαρχο, οφείλεται σε παράπτωμα του πρώτου, στο οποίο υπέπεσε υπαιτίως αυτός και το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (ΑΠ 1224/2019, ΕφΠειρ 37/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, επί συμβάσεως ναυτολογήσεως συνομολογημένης για συγκεκριμένο πλου, του οποίου η διάρκεια είναι προσδιορισμένη χρονικά άμεσα ή έμμεσα από την παρεμβαλλόμενη απόσταση, νοουμένης έτσι ως ορισμένου χρόνου, δεν παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης στο ναυτικό για τη λύση της, αφού οι περί αποζημιώσεως διατάξεις δεν αναφέρονται και στις διατάξεις που την προβλέπουν, τα άρθρα δηλαδή 70 και 71 του Κώδικα (ΕφΠειρ 23/1987 ΕΝαυτΔ 1988.393, ΕφΠειρ 1625/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 251/1980 ΕΝαυτΔ 1980.508). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες με την από 22.1.2018 αγωγή τους ισχυρίζονται ότι κατήρτισαν με τον δεύτερο εναγόμενο, αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), πλοιοκτήτριας του με σημαία της Δημοκρατίας του Τόγκο δεξαμενοπλοίου … στον …… την 23.6.2017 ο πρώτος και την 24.8.2017 ο τρίτος εξ αυτών, προσύμφωνα ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι σε εκτέλεση αυτών ναυτολογήθηκαν αυθημερόν στο Κερατσίνι, με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου ο πρώτος εξ αυτών αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού 3.200 ευρώ και από 9.8.2017 με την ειδικότητα του Πλοιάρχου αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού 5.500 ευρώ, με την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού ο τρίτος εξ αυτών αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού 4.800 ευρώ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με την ΕΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών φορτηγών πλοίων του έτους 2010, χωρητικότητας 801-1500 τόνων. Ότι ο δεύτερος εξ αυτών την 5.9.2017 κατήρτισε προσύμφωνο ορισμένου πλου (Πειραιάς – Μάλτα) διάρκειας 5 ημερών και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Υποπλοίαρχου αντί συμφωνηθέντος ποσού 1.700 ευρώ, δυνάμει δε νεότερης συμφωνίας, επειδή το πλοίο κατευθύνθηκε στην Κρήτη, συμφωνήθηκε ημερήσια αμοιβή 100 ευρώ για τις ημέρες που παρέμεινε στο πλοίο μέχρις αυτό να φθάσει στη Μάλτα, πλέον του αρχικώς συμφωνηθέντος ποσού. Ότι απασχολήθηκαν στο ως άνω πλοίο, ο μεν πρώτος μέχρι την 10.10.2017, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Μάλτας κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του με υπαιτιότητα της πλοιοκτήτριας εταιρείας, λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων μισθών του πλέον των τριών μηνών, ο δεύτερος μέχρι την 21.9.2017, ο δε τρίτος μέχρι την 23.9.2017, οπότε απολύθηκαν στο λιμάνι της Μάλτας μονομερώς και αναιτίως από τον Πλοίαρχο. Με βάση το ιστορικό αυτό, κυρίως μεν με βάση τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητούσαν να υποχρεωθούν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν: α) στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 7.713,00 ευρώ για υπόλοιπο οφειλόμενων μισθών του χρονικού διαστήματος από 23.6.2017 έως 10.10.2017 και το ποσό των 5.500,00 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, ήτοι συνολικά 13.213,00 ευρώ, β) στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 2.800,00 ευρώ για οφειλόμενους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 5.9.2017 έως 21.9.2017 και το ποσό των 3.000,00 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, ήτοι συνολικά 5.800,00 ευρώ και γ) στον τρίτο εξ αυτών το ποσό των 4.800,00 ευρώ για οφειλόμενους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 24.8.2017 έως 23.9.2017 και το ποσό των 4.800,00 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, ήτοι συνολικά 9.600,00 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς τους, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη τους. Στην υπό κρίση αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση (δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας), τυγχάνει εφαρμοστέο: α) ως προς τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο προς το οποίο οι επίδικες συμβάσεις εργασίας εκ του συνόλου των περιστάσεων συνδέονται στενότερα, τις διατάξεις του οποίου σε κάθε περίπτωση οι ενάγοντες επικαλούνται χωρίς ν’ αντιλέγει ο δεύτερος εναγόμενος – εκκαλών, με συνέπεια να συνάγεται μετασυμβατικός καθορισμός του [άρθρα 8 παρ. 4, 3 παρ. 1, 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές], με τη σημείωση ότι με τη σημαία του Τόγκο, που έφερε το πλοίο, αυτό δεν είχε γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, ως σημαία ευκαιρίας, και β) ως προς την εκ του νόμου ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ομοίως το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που διέπει τις εν λόγω σχέσεις εργασίας, που εμφανίζουν στενό σύνδεσμο με τον εξ αυτών αδικαιολόγητο πλουτισμό [άρθρο 10 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές]. Είναι δε νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 72, 74, 75, 76, 105 ΚΙΝΔ, 1 παρ. 1 και 2 Ν. 762/1978, 648, 653, 655, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με τη ΣΣΕ πληρωμάτων μεσογειακών φορτηγών πλοίων του έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.4/01/2011 Απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 127/9.2.2011), 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η κρινόμενη, όμως, αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ), διότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ειδικά ακυρότητα των ένδικων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τις οποίες απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004.475, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.983). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).
Επειδή, αν ο οφειλέτης εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους ισχυρισθεί ότι το χρέος έχει αποσβεσθεί κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού περί αυτού μόνο είναι η διαφορά. Ο ενάγων δανειστής αμυνόμενος δικαιούται κατ’ αντένσταση να ισχυρισθεί ότι η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο οφειλέτη καταβολή δεν αφορά το επίδικο αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο εναγόμενος αρνείται την ύπαρξη άλλου χρέους, ο δανειστής ενάγων υποχρεούται να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε εναγόμενος κατ’ επαντένσταση και αποδεικνύοντας ότι η καταβολή έγινε για εξόφληση του επίδικου με βάση το μονομερή απ’ αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη βάσει του άρθρου 422 ΑΚ (ΑΠ 594/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 283/2007 Δικογραφία 2007.531, ΕφΑθ 2408/2004 ΕλλΔνη 2004.1700, ΕφΠειρ 975/1995 ΕλλΔνη 1997.910).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …, που εξετάστηκε μ’ επιμέλεια των εναγόντων και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Γ. Α., που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόντων – εφεσιβλήτων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Λασιθίου Γ. Α., με την κάτωθι αυτής από 9.1.2020 απόδειξη εγχείρισης αντιγράφου θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την ταυθήμερη βεβαίωση ταχυδρομικής ειδοποίησης), μη λαμβανομένης ωστόσο υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του Ι. Λ., που λήφθηκε με επιμέλεια του τρίτου ενάγοντος – εφεσιβλήτου ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγόμενου – εκκαλούντος, η οποία δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο και αυτεπαγγέλτως δε λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανεξαρτήτως του αν έχει επέλθει βλάβη στον μη εμφανισθέντα κατά τη λήψη της εκκαλούντα, ενόψει του ότι ο τελευταίος κλητεύθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων – εφεσιβλήτων που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά για την ώρα 10.00 π.μ. της … και η ένορκη κατάθεση δόθηκε στις 9.30 π.μ. της ημέρας εκείνης [άρθρα 422 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ – πρβλ. υπό το προϊσχύσαν δίκαιο Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ (2012), 671 αριθ. 12, Ε. Αγγελόπουλο σε Χ. Απαλαγάκη Ερμηνεία ΚΠολΔ, 671 αριθ. 8, με παραπομπές σε νομολογία], ούτε της … ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ηρακλείου Κρήτης με επιμέλεια του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος κατόπιν κλήτευσης των αντιδίκων του και την οποία αυτός απαραδέκτως προσκομίζει με την προσθήκη στις προτάσεις του, κατά παράβαση της υποχρεωτικής προαποδεικτικής προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο, καθόσον δε χρησιμεύει στην αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση [άρθρα 421, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ – πρβλ. υπό το προϊσχύσαν δίκαιο Μαργαρίτη, ό.π., 671 αριθ. 3 in fine, Ε. Αγγελόπουλο σε Χ. Απαλαγάκη ό.π., 671 αριθ. 12,με παραπομπές σε νομολογία], καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων τα προσκομιζόμενα στην αγγλική γλώσσα χωρίς μετάφρασή τους στην ελληνική, τα οποία επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο (βλ. ΜονΕφΠατρ 279/2019, ΜονΕφΠειρ 826/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν προσυμφώνων ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν ατύπως στον Πειραιά την 23.6.2017 μεταξύ του πρώτου ενάγοντος αλλοδαπού (Σύριου στην εθνικότητα) ναυτικού και του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος και την 24.8.2017 μεταξύ του τρίτου ενάγοντος ναυτικού και του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) αλλοδαπής εταιρείας, εδρεύουσας στις Ν. Μ. και νομίμως εκπροσωπούμενης από τη Σ. Ξ., πλοιοκτήτριας του, υπό σημαία Τόγκο, δεξαμενόπλοιου … νηολογίου … της δημοκρατίας του Τόγκο, υπ’ αριθ. …, με ολική χωρητικότητα 595, οι ανωτέρω ενάγοντες προσλήφθηκαν για να ναυτολογηθούν στο πλοίο αυτό το οποίο τότε ναυλοχούσε στο Κερατσίνι, με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου ο πρώτος εξ αυτών αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου «κλειστού» μισθού 3.200 ευρώ και από 9.8.2017 με την ειδικότητα του Πλοιάρχου αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου «κλειστού» μισθού 5.500 ευρώ, με την ειδικότητα δε του Α΄ μηχανικού ο τρίτος εξ αυτών αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου «κλειστού» μισθού 4.800 ευρώ. Περαιτέρω, κατόπιν προσυμφώνου ορισμένου πλου Πειραιάς – Μάλτα, που καταρτίσθηκε εγγράφως στον Πειραιά την 5.9.2017 μεταξύ του δεύτερου ενάγοντος αλλοδαπού (Σύριου στην εθνικότητα) ναυτικού και του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε για να ναυτολογηθεί στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου αντί συμφωνηθέντος μισθού 1.700 ευρώ, πλέον ημερήσιας αποζημίωσης 100 ευρώ κατόπιν νεότερης συμφωνίας για όσες ημέρες παρέμεινε το ως άνω πλοίο στην Κρήτη αντί της Μάλτας, ως είχε αρχικά συμφωνηθεί. Κατά τα λοιπά οι συμβάσεις τους διέπονταν από τη ΣΣΕ πληρωμάτων μεσογειακών φορτηγών πλοίων του έτους 2010, 801-1.500 TDW. Σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών οι ενάγοντες επιβιβάσθηκαν και ναυτολογήθηκαν αυθημερόν επί του πλοίου αυτού, στο οποίο υπηρέτησαν συνεχώς από τότε υπό τις ως άνω ειδικότητες τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ως κατωτέρω, λεπτομερώς εκτίθεται. Η ιδιότητα της πρώτης εναγόμενης ως πλοιοκτήτριας του πλοίου αυτού κατά το ένδικο χρονικό διάστημα δεν αμφισβητείται ειδικώς. Περαιτέρω, η ιδιότητα του δεύτερου εναγόμενου ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης αποδεικνύεται από τις σαφείς περί τούτου καταθέσεις των μαρτύρων …, φίλου των αλλοδαπών εναγόντων, και Γ. Α., επίσης ναυτικού και ναυτολογηθέντος στο ίδιο πλοίο κατόπιν προσλήψεώς του από τον δεύτερο εναγόμενο, από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του δεύτερου ενάγοντος, καθώς και από την από 13.10.2017 λίστα οφειλών (account list) της πλοιοκτήτριας προς τον πρώτο ενάγοντα, που φέρει την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας – εργοδότριας εταιρείας, προσεπιβεβαιώνεται δε από τα λοιπά μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων η επαγγελματική κάρτα του δεύτερου εναγόμενου, στην οποία αυτός αναφέρεται ως «Managing Director / Chairman» (Διευθύνων Σύμβουλος / Πρόεδρος), ιδιότητα που ανταποκρίνεται στην έννοια του αντιπροσώπου (βλ. ΕφΠειρ 307/2005 ό.π.) της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρείας. Αντιθέτως δεν αποδείχθηκε ότι αντιπρόσωπος της αλλοδαπής πλοιοκτήτριας στην Ελλάδα ήταν ο …), αφού περί αυτού ελλείπει οποιοδήποτε σαφές αποδεικτικό μέσο, μη αρκούντος του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο εγγράφου – δήλωσης του πρώτου ενάγοντος, που προσυπογράφεται από τον …, χωρίς να προκύπτει η εν λόγω ιδιότητά του ούτε η ημερομηνία υπογραφής. Με βάση τα προεκτεθέντα αποδείχθηκαν όλα τα απαραίτητα κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 762/1978 στοιχεία προς θεμελίωση ευθύνης του δεύτερου των εναγομένων κατά τον Νόμο αυτό, δηλαδή ότι αυτός συνήψε στον Πειραιά τις ένδικες συμβάσεις, με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της εδρεύουσας στην αλλοδαπή πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας – εργοδότριας των εναγόντων και κατ’ ακολουθίαν ευθύνεται κατά τον Ν. 762/1978 εις ολόκληρον με αυτήν (α΄ εναγόμενη) για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τις ένδικες ναυτολογήσεις, και των τριών εναγόντων. Επομένως, ο ισχυρισμός που προβάλλει περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του, ο οποίος συνιστά άρνηση της αγωγής, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Σε σχέση με τον πρώτο ενάγοντα, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως αυτός παρέμεινε ναυτολογημένος στο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 23.6.2017 έως 10.10.2017, κατά το οποίο προσέφερε τις υπηρεσίες του ως Υποπλοίαρχος κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα από 23.6.2017 έως 8.8.2017, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού 3.200 ευρώ, και ως Πλοίαρχος κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα από 9.8.2017 έως 10.10.2017, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού 5.500 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από την κατάσταση των μισθών του πληρώματος του επίδικου πλοίου για τους μήνες Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2017, από την από 17.10.2017 λίστα οφειλών προς αυτόν, που φέρει τη μη αμφισβητούμενη ειδικώς υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος, καθώς και από την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Γ. Α. σε συνδυασμό με την επ’ ακροατηρίου ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με βάση τον ως άνω συμφωνηθέντα «κλειστό» μηνιαίο μισθό, ο πρώτος ενάγων, για το χρονικό διάστημα από 23.6.2017 έως 8.8.2017, με την ειδικότητα του Υποπλοίαρχου, έπρεπε να λάβει το ποσό των 4.906,00 ευρώ (3.200,00 ευρώ × 46 / 30 ημέρες) και για το χρονικό διάστημα από 9.8.2017 έως 10.10.2017, με την ειδικότητα του Πλοίαρχου, έπρεπε να λάβει το ποσό των 11.366,66 ευρώ (5.500,00 ευρώ × 62 / 30 ημέρες) και συνολικά το ποσό των 16.272,66 ευρώ. Αντ’ αυτού, έλαβε το ποσό των 8.559,66 ευρώ και, επομένως, του οφείλεται για την αιτία αυτή το ποσό των 7.713,00 ευρώ. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι την 10.10.2017 ο πρώτος ενάγων κατήγγειλε στο λιμάνι της Μάλτας την ένδικη σύμβαση, λόγω βαρείας παραβάσεως των έναντι αυτού καθηκόντων της πλοιοκτήτριας εταιρείας (άρθρο 74 ΚΙΝΔ), συνισταμένη στη μη καταβολή των μέχρι τότε πλήρων δεδουλευμένων αποδοχών του, έναντι των οποίων είχε καταβληθεί μόνο το προαναφερθέν ποσό των 8.559,66 ευρώ. Περί του ανωτέρω λόγου καταγγελίας της ενδίκου συμβάσεως με σαφήνεια κατέθεσε ο ως άνω μάρτυρας Γ. Α., ο οποίος μεταξύ άλλων ενόρκως βεβαίωσε ότι «ο Πλοίαρχος απέλυσε τον Μ. Δ. Κ. και κατήγγειλε και αυτός τη σύμβασή του γιατί είχε να πληρωθεί πολλούς μήνες». Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία όταν αυτή έλαβε γνώση ότι δεν ίσχυε το δίπλωμα που της είχε προσκομίσει προς απόδειξη των τυπικών του προσόντων και της επαγγελματικής του επάρκειας ως Πλοιάρχου, καθόσον ο δεύτερος εναγόμενος – εκκαλών προσκομίζει σχετικά μετ’ επικλήσεως ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εδρεύοντος στον Πειραιά γραφείου «…», το οποίο, πέραν του ότι φέρει μεταγενέστερη ημερομηνία (20.10.2017) της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του πρώτου ενάγοντος, δεν επιβεβαιώνεται ως προς την ακρίβεια των σε αυτήν αναγραφόμενων από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, σύμφωνα με τα λεπτομερώς προεκτεθέντα, ο λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του πρώτου ενάγοντος αφορούσε πράγματι σε βαρεία παράβαση των έναντι αυτού καθηκόντων της πλοιοκτήτριας, η οποία δικαιολογεί την καταγγελία της ενδίκου συμβάσεως, αφού οποιαδήποτε αξίωση συνεχίσεως και εμμονής στην ένδικη σύμβαση ναυτολογήσεως, κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες, δηλαδή χωρίς επί μακρό χρονικό διάστημα να καταβάλλονται στον εν λόγω ενάγοντα οι δεδουλευμένες αποδοχές του, θα ήταν αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ναυτικών ηθών, καθόσον η πλοιοκτήτρια και ο δεύτερος εναγόμενος παραβίασαν την απορρέουσα από τη σύμβαση ναυτολογήσεως βασική, μεταξύ άλλων, υποχρέωσή τους να καταβάλουν στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του. Επομένως, επειδή δεν αποδεικνύεται ότι ο πρώτος ενάγων αποναυτολογήθηκε αυτοβούλως ή / και λόγω παραπτώματός του, η δε λύση της συμβάσεως του ναυτικού αυτού έγινε σε λιμάνι της Μεσογείου (Μάλτα), δικαιούται ως αποζημίωση απολύσεως το μισθό 30 ημερών, δηλαδή το ποσό των 5.500,00 ευρώ. Επομένως, ο πρώτος ενάγων δικαιούται να λάβει συνολικά το ποσό των (7.713 + 5.500 =) 13.213,00 ευρώ. Σχετικά με τον δεύτερο ενάγοντα, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως ναυτικής εργασίας αυτός παρέμεινε ναυτολογημένος στο επίδικο πλοίο με την ειδικότητα του Υποπλοίαρχου έως την 21.9.2017, δικαιούται δε να λάβει για το χρονικό διάστημα από 5.9.2017 έως 10.9.2017 το ποσό των 1.700 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 11.9.2017 έως 21.9.2017 ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 1.100 ευρώ (100,00 ευρώ × 11 ημέρες) και συνολικά το ποσό των 2.800,00 ευρώ. Σημειώνεται ότι η έφεση δεν βάλλει κατά του συγκεκριμένου κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης. Περαιτέρω, από την από 5.9.2017 σύμβαση ναυτικής εργασίας του προκύπτει ότι αυτή ήταν ορισμένου χρόνου, συγκεκριμένα δε ότι διαρκούσε από τη ναυτολόγησή του κατά την ανωτέρω ημερομηνία και μέχρι την άφιξη του πλοίου στη Μάλτα, οπότε θα απολυόταν (βλ. ιδίως τους όρους “wages” και “notice of termination of employment”). Επομένως, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μεσολάβησε παραμονή του πλοίου στην Κρήτη, για την οποία, δυνάμει νεότερης συμφωνίας, ο δεύτερος ενάγων εδικαιούτο κατά τα προαναφερθέντα ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 100 ευρώ ημερησίως, με την ολοκλήρωση του πλου όταν το πλοίο αφίχθη στο λιμάνι της Μάλτας, περατώθηκε η ορισμένου χρόνου ναυτολόγησή του και επήλθε αυτομάτως η λύση της. Βάσει των προαναφερόμενων, ο δεύτερος ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεώς του κατόπιν καταγγελίας από τον Πλοίαρχο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, αφού επρόκειτο για ορισμένου χρόνου ναυτολόγηση για τη λύση της οποίας ο νόμος δεν παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης. Επομένως, το σχετικό κονδύλιο της αγωγής, ποσού 3.000,00 ευρώ, τυγχάνει ουσία αβάσιμο και απορριπτέο. Τέλος, σχετικά με τον τρίτο ενάγοντα, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως ναυτικής εργασίας αυτός παρέμεινε ναυτολογημένος στο επίδικο πλοίο με την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού από τις 24.8.2017 έως τις 23.9.2017, εδικαιούτο δε να λάβει για το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των 4.800,00 ευρώ. Ο δεύτερος εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται παραδεκτά ότι εξόφλησε μερικώς την άνω οφειλή, κατόπιν καταβολής του ποσού των 2.131,76 ευρώ την 4.9.2017, και ότι οφείλει μόνο 542,00 ευρώ. Ο τρίτος ενάγων προς αντίκρουση της άνω νόμιμης ενστάσεως μερικής εξόφλησης (416 ΑΚ) ισχυρίζεται κατ’ αντένσταση ότι πριν την ένδικη ναυτολόγησή του είχε εργασθεί επί 22 ημέρες σε επισκευές επί του πλοίου και ότι η άνω καταβολή έγινε για την εξόφληση του χρέους αυτού. Πράγματι, όπως αποδεικνύεται από τη χειρόγραφη σημείωση επί του από 4.9.2017 παραστατικού των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος «onexchange» που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο δεύτερος εναγόμενος, για εργασία 22 ημερών οφειλόταν στον τρίτο ενάγοντα αμοιβή (22 × 160 =) 3.520 ευρώ και, κατόπιν αφαίρεσης της ληφθείσας προκαταβολής ύψους 850 ευρώ, απέμενε υπόλοιπο 2.670 ευρώ. Μετά την καταβολή του ποσού των 2.131,76 ευρώ την 4.9.2017, απέμενε υπόλοιπο προς πληρωμή στον τρίτο ενάγοντα για την αιτία εκείνη ποσού 542 ευρώ. Επομένως, επειδή η καταβολή αυτή αφορούσε σε άλλο χρέος από το επίδικο, πρέπει να γίνει δεκτή η αντένσταση του τρίτου ενάγοντος ως ουσία βάσιμη και να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η ένσταση του δεύτερου εναγόμενου περί μερικής εξόφλησης. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ωστόσο, ότι η απόλυσή του δεν ήταν μονομερής και αναίτια, αλλά προήλθε εξ υπαιτιότητας και από αποκλειστική βούληση του τρίτου ενάγοντος, οφειλόταν δε στην αδυναμία του ν’ ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του ως Α΄ μηχανικού, κατά τον βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος. Συγκεκριμένα, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του Α΄ μηχανικού από τον …, την 22.9.2017, το μηχανοστάσιο βρέθηκε πολύ βρώμικο, με λάδια παντού και σκουπίδια, ο δε τρίτος ενάγων δεν παρέδωσε τα απαιτούμενα έγγραφα ούτε παρείχε πληροφορίες στον ανωτέρω, ο οποίος συνέταξε την από 22.9.2017 αναφορά του που προσυπέγραψε ο Πλοίαρχος του πλοίου …» και ήδη πρώτος ενάγων. Τα ανωτέρω δεν αντικρούονται από τα προσκομιζόμενα από τον εν λόγω ενάγοντα αποδεικτικά μέσα και δη από τη γενικόλογη αναφορά του μάρτυρα Γ. Α. στην ένορκη βεβαίωσή του ότι « Δ. Κ. ήταν άριστος μηχανικός … και δεν ήταν δυνατόν να προκάλεσε φθορές στο μηχανοστάσιο του πλοίου». Επομένως, ο τρίτος ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο, ύψους 4.800,00 ευρώ, τυγχάνει ουσία αβάσιμο και απορριπτέο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκατριών (13.213,00) ευρώ, στον δεύτερο αυτών το ποσό των δύο χιλιάδων οχτακοσίων (2.800,00) ευρώ και στον τρίτο αυτών το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οχτακοσίων (4.800,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της σύμβασης ναυτικής εργασίας των εναγόντων και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Ο δεύτερος εναγόμενος – εκκαλών πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας εκάστου (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου, με τη σημείωση ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υφίστατο υποχρέωση για κατάθεσή του, αφού πρόκειται για διαφορά εκ του άρθρου 614 αριθ. 3 ΚΠολΔ (βλ. το άρθρο 495 παρ. 3 τελ. εδ. του ΚΠολΔ), στον εκκαλούντα αυτής (πρβλ. ΜονΕφΘεσ 1303/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 7.9.2019 έφεση κατά της 115/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο ως προς όλες τις διατάξεις της.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 22.1.2018 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 810/8/2018) αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκατριών (13.213,00) ευρώ, στον δεύτερο αυτών το ποσό των δύο χιλιάδων οχτακοσίων (2.800,00) ευρώ και στον τρίτο αυτών το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οχτακοσίων (4.800,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της σύμβασης ναυτικής εργασίας των εναγόντων και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα – δεύτερο εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων – εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει ειδικότερα για τον πρώτο των εναγόντων στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ, για τον δεύτερο των εναγόντων στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ και για τον τρίτο των εναγόντων στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του προκατατεθέντος υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικού παράβολου του Δημοσίου, ποσού 75,00 ευρώ, στον εκκαλούντα της παραπάνω έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, στις 18-9-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ