ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3013/ 2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7681/3880/3-9-2019 κλήση)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5072/2199/9-5-2018 αγωγή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 8 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος-ενάγοντος: … , για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Χρήστος Μαυρομμάτης (… και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των καθ’ών η κλήση- εναγομένων: 1) … 2) … και 3) της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας Κρήτης Α.Ε. με τον διακριτικό τίτλο …» , που εδρεύει στα Χ., Λ.Κ. Κ. και νομίμως εκπροσωπείται, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος τους Αικατερίνη Πρωτόπαπα (…) και δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-5-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 5072/2199/9-5-2018 αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7ης-11-2018, ότε συζητήθηκε από το ως άνω Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’αριθμ. 1898/2019 μη οριστική του απόφαση κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο προκειμένου να εκδικαστεί από το τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και του λειτουργικά αρμόδιου τμήματος αυτού με την από 3-9-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7681/3880/3-9-2019 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ αρχικά για τη δικάσιμο της 17ης-3-2020 , ότε ματαιώθηκε λόγω αναστολής των Δικαστηρίων και δυνάμει της υπ’αριθμ.3828/2020 πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’εφαρμογή του άρθρου 74 του Ν.4690/2020 οίκοθεν επαναπροσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 3-9-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7681/3880/3-9-2019 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ αρχικά για τη δικάσιμο της 17ης-3-2020 , ότε ματαιώθηκε λόγω αναστολής των Δικαστηρίων και δυνάμει της υπ’αριθμ.3828/2020 πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’εφαρμογή του άρθρου 74 του Ν.4690/2020 επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, η υπό κρίση από 9-5-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 5072/2199/9-5-2018 αγωγή, την οποία ο ενάγων απηύθυνε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7ης-11-2018, ότε συζητήθηκε από το ως άνω Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’αριθμ. 1898/2019 μη οριστική του απόφαση κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο προκειμένου να εκδικαστεί από το τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει» ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 του ΑΚ και 15 του ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216παρ. 1 του ΚΠολΔ ορισμένη είναι: α) η ζημία αυτή να επήλθε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Παράνομη συμπεριφορά αποτελεί κάθε πράξη ή παράλειψη, η οποία προσβάλλει ξένα δικαιώματα ή συμφέροντα προστατευόμενα από το νόμο ή αντιφάσκει προς την απαγορευμένη κατάχρηση δικαιώματος ή αντιβαίνει στις αρχές της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών και μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν κάποιος δημιούργησε με προηγούμενη πράξη του κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 1861/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία και έγκειται σε δόλο ή αμέλεια, η οποία κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 1500/2002 ΕΝΔ 2001.361). Πλέον συγκεκριμένα για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Στο νόμο δεν ορίζεται το κριτήριο διακρίσεως της βαρείας από την ελαφρά αμέλεια. Με βάση την αρχή ότι αμέλεια σημαίνει απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου, γίνεται δεκτό ότι όταν η, με μέτρο το υπαγορευόμενο από την κοινή πείρα και σύνεση, ενόψει και των περιστάσεων που συντρέχουν κάθε φορά, απόκλιση αυτή είναι ασυνήθιστα μεγάλη και ασυνήθως σοβαρή πρόκειται για βαρεία αμέλεια (ΕφΠειρ 39/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη (ΑΠ 536/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρ. 300 του ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 1345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αν στη γένεση ή την επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, ήτοι παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, κατά τα παραπάνω, το οποίο τελεί σε αιτιώδη σχέση με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα ή την επέλευση ή έκταση της ζημίας, το δικαστήριο της ουσίας, μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιώσαντος και του συνυπαιτίου, ή να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής κατά το ποσοστό του πταίσματος του ζημιωθέντος (ΑΠ 1361/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του παθόντος, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και την επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ.ΑΠ 23/1988 Δνη 30.1150, ΑΠ 93/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1306/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 546/2011 ΕφΑΔ 2011.1197). Όπως είναι πρόδηλο, ο νόμιμος λόγος ευθύνης από αδικοπραξία δεν καλύπτει οποιαδήποτε ζημία, που τυχόν προκλήθηκε, δηλαδή και την πλέον άσχετη. Μόνον εκείνη η ζημία μπορεί και πρέπει να αποκατασταθεί, που είναι συνέπεια του νομίμου λόγου ευθύνης. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ της ζημίας και του νομίμου λόγου ευθύνης πρέπει να υπάρχει ο αιτιώδης σύνδεσμος. Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ακριβέστερης εννοίας του αιτιώδους συνέσμου, η θεωρεία του ισοδυνάμου των όρων, (conditio sine qua non), έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού,γιατί οδηγούσε σε ανεπιεική για τον οφειλέτη αποτελέσματα. Οι λύσεις επιδιώκονται να δοθούν με βάση τη θεωρεία της πρόσφορου αιτίας. (Γεωργιάδης Γεν.Ενοχ.Ι &8 σελ.263,ΑΠ 622/1987 Νοβ 36.1420,151/1978 ΝοΒ 27.31). Κατ’ αυτή, από τις πολλές αιτίες που συνέβησαν στην επέλευση της ζημίας, ξεχωρίζει εκείνη, την οποία θεωρεί ως κρίσιμη ή πρόσφορη, (causa adaequata). Πρόσφορη θεωρείται η αιτία τότε μόνο όταν είχε γενικά τη τάση και ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη κοινή ανθρώπινη πείρα, να προκαλέσει τη ζημιά. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες γνώσεις και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου. Επομένως ζημία που προκλήθηκε από τυχαίο ή έκτακτο περιστατικό δεν λαμβάνεται υπ’ όψη, εφόσον λείπει η αιτιώδης συνάφεια, με την παραπάνω έννοια (ΕφΠειρ 39/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η ζημία ή αναλόγως η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη ενδέχεται να οφείλονται και σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, δηλαδή του προσώπου που με τη βούληση κάποιου άλλου, χαρακτηριζόμενου ως προστήσαντος, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία (ΑΠ 280/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον αυτό συμβαίνει, θεμελιώνεται κατά το άρθρ. 922 ΑΚ η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο συνευθύνεται εις ολόκληρο, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρ. 481, 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 1361/2013,ΑΠ 1796/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η αποζημίωση, κατά το άρθρο 298 του ΑΚ, περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία), λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τον συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια αυτών, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΟλΑΠ 20/1992 ΕλλΔνη 1992.1435, ΑΠ 752/2018, ΑΠ 496/2016, ΕφΛαρ 369/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ήτοι ο αιτούμενος την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω διαφυγόντος κέρδους πρέπει να προσδιορίζει αυτή με βάση ένα ή περισσότερα αριθμητικά μεγέθη (όπως είναι και η αγοραία τιμή ενός προϊόντος ή η αγοραία αμοιβή μιας υπηρεσίας σε ορισμένο τόπο και χρόνο), τα οποία, κατά την κοινή περί τούτου αντίληψη και το συνήθως συμβαίνον, είναι ή δύνανται να γίνουν γνωστά στους συναλλασσομένους του επαγγελματικού χώρου των διαδίκων και κυρίως εκείνου του εναγομένου, και, έτσι, να είναι περαιτέρω δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης και απόδειξης (ΑΠ 1403/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να εκτίθενται στο δικόγραφό της όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, που θα πρέπει ακολούθως και να αποδειχθούν, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική δραστηριότητά του το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 1723/2014, ΑΠ 220/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟ).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 929 εδάΣφ. α του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι καταβολές για αγορά φαρμάκων, οι αμοιβές γιατρών, η δαπάνη για την παραμονή του στο νοσοκομείο ή την κλινική, για τη φυσικοθεραπεία, για μίσθωση αυτοκινήτου ΤΑΧΙ προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, για τη λήψη βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία κ.ά. και έτσι με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 752/2018, ΑΠ 1207/2017,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Και τούτο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα στενά συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό στους παραπάνω οικείους του, οι οποίοι, με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 752/2018, ΑΠ 1207/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 931 ΑΚ: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα από αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι δυνατό να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, αν επιδρά δυσμενώς στο οικονομικό μέλλον αυτού και του προκαλεί ζημία που δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ. Η ζημία δε αυτή, ως εκ της φύσεώς της και του μελλοντικού της χαρακτήρα, δεν είναι δυνατόν και, επομένως, ούτε νομικώς αναγκαίο να συγκεκριμενοποιείται και να καθορίζεται με ακρίβεια, αλλά αρκεί να είναι βεβαία με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 752/2018, ΑΠ 1207/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες, είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης, που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση, ως τοιαύτη, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας, πράγμα που συμβαίνει ιδιαίτερα σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί (ΑΠ 752/2018, ΑΠ 1207/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ποσό του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού βρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, αφενός, και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του τυχόν ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμορφώσεώς του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως, για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξιώσεως αποζημιώσεως του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος βλάβη του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν συνδέεται, δηλαδή, με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμορφώσεως και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου με βάση τους προεκτεθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες (ΑΠ 752/2018, ΑΠ 1207/ 2017, ΑΠ 150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 928 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται ως επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 150/2015, ΑΠ 331/2014, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 1438/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Τέλος, η αξίωση του ζημιωθέντος μπορεί να παραγραφεί, ακόμα και εν επιδικία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 937 ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση· σε κάθε περίπτωση πάντως η αξίωση παραγράφεται μετά πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Η πενταετής αυτή παραγραφή αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Ως γνώση ειδικότερα της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. (ΟλΑΠ 23/1994, ΑΠ 666/2010, ΑΠ 1164/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με πιθανότητα επιτυχίας. Πότε συμβαίνει αυτό είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. (ΑΠ 1910/2013 ,ΑΠ 737/2012 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί. Από τις ίδιες διατάξεις του νόμου σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι έλαβε γνώση του υπαιτίου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής και όχι αντένσταση κατ’ αυτής (ΑΠ 737/ 2012, ΑΠ 141/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1477/2010 Αρμ 2011.393, ΕφΠατρ 806.2007, ΕφΔωδ 333/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρθεσ 29733/2009 ΕΕμπΔ 2010.608). Περαιτέρω, ειδικά για την περίπτωση που η άδικη πράξη είναι συνάμα και ποινικό αδίκημα η παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ ορίζει ότι ισχύει για την παραγραφή της απαίτησης του παθόντος η μακρότερη παραγραφή που τυχόν προβλέπεται για το ποινικό αδίκημα. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές είναι προφανές ότι ζήτημα παραγραφής επί πταισμάτων δεν ανακύπτει, δεδομένου ότι ο χρόνος παραγραφής της αστικής αξίωσης είναι μεγαλύτερος από το χρόνο παραγραφής του πταίσματος, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 111 παρ. 4 ΠΚ σε δύο έτη, μπορεί δε να ανασταλεί κατ’ άρθρο 113 παρ. 3 εδ. α΄ ΠΚ για ένα επιπλέον έτος. Επίσης, σπάνια θα είναι στην πράξη η εμφάνιση του ζητήματος της παραγραφής επί κακουργημάτων, δεδομένου ότι γι’ αυτά το άρθρο 111 παρ. 2 ΠΚ προβλέπει μακρότατη παραγραφή (20ετή και 15ετή κατά τις εκεί διακρίσεις), η οποία υπερισχύει της 5ετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ. Το ζήτημα της παραγραφής, όμως, απασχόλησε τη θεωρία και νομολογία σε σχέση με τα πλημμελήματα, για τα οποία το άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ προβλέπει 5ετή παραγραφή με δυνατότητα αναστολής του χρόνου αυτού για 3 επιπλέον έτη κατά το άρθρο 113 παρ. 3 εδ. α΄ ΠΚ. Τέθηκε, λοιπόν, το ζήτημα αν ο χρόνος παραγραφής της αστικής αξίωσης, που πηγάζει από τέλεση πλημμελήματος, είναι η 5ετία ή η 8ετία, δηλ. αν στο χρόνο της παραγραφής θα συνυπολογιστεί και ο προβλεπόμενος για το πλημμέλημα χρόνος της αναστολής. Κατά μία άποψη, που υποστηρίχτηκε κυρίως στο παρελθόν, η τριετής αναστολή του άρθρου 113 παρ. 3 εδ. α΄ ΠΚ υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της αστικής αξίωσης του ζημιωθέντος, έτσι ώστε η παραγραφή της αστικής αξίωσης από πλημμέλημα, για το οποίο πάντως έχει αρχίσει η κύρια (ποινική) διαδικασία, να είναι 8ετής . Κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, η οποία είναι ορθότερη, στα πλαίσια του άρθρου 937 ΑΚ το ζήτημα αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της αστικής θα κριθεί αποκλειστικά με βάση το άρθρο 111 ΠΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 937 ΑΚ, χωρίς να συνυπολογιστεί ο χρόνος της αναστολής, δεδομένου ότι η αναστολή της παραγραφής ρυθμίζεται αυτοτελώς και διαφορετικά στο αστικό και ποινικό δίκαιο (βλ..ΑΠ 703/1998, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 237, ΝοΒ (46/1998), 1304, ΕφΛαρ 594/1997, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 572, Φ.Ανδρέου, η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, γ΄ έκδ. (2006), σελ. 165, Θ.Κονταξή, παράσταση πολιτικής αγωγή δια πληρεξουσίου προς υποστήριξη της κατηγορίας, γνωμ., ΠοινΔικ (2004), σελ. 596-597, Π.Μπρακουμάτσο, ποινικό δίκαιο (ουσιαστικό και δικονομικό) και πολιτική δίκη, ΠοινΔικ (2013), σελ. 83, Χ.Τριανταφυλλίδη, παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ 1221/2001, Αρμ (2001), σελ. 1539-1540· βλ. αντίστοιχα στα πλαίσια της πολιτικής δίκης ΑΠ 245/2015, ΠοινΔικ (2015), 592, ΑΠ 1049/2014, ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 682, ΑΠ 489/2014, ΠοινΔικ (2015), 377 (περίλ.). Έτσι, με βάση τη δεύτερη (ορθότερη) άποψη η αξίωση του ζημιωθέντος μπορεί να παραγραφεί, ακόμα και εν επιδικία, αν μεταξύ της αρχικής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και της εκδίκασης της υπόθεσης μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών, χωρίς να συντρέχει λόγος διακοπής της παραγραφής κατά το αστικό δίκαιο. Η αφετηρία της αστικής παραγραφής της αξίωσης του ζημιωθέντος μπορεί να είναι διαφορετική από την ποινική παραγραφή, αφού η πρώτη ξεκινάει κατ’ άρθρο 937 ΑΚ από τη γνώση της πράξης και του υπόχρεου προς αποζημίωση . Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξίωσης και μάλιστα σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας συνιστά άσκηση αγωγής κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, που διακόπτει την παραγραφή (ΑΠ 245/2015, ΑΠ 1049/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν, όμως, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απαράδεκτη, τότε δεν διακόπτεται η παραγραφή . Με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 αντικαταστάθηκε το άρθρο 261 ΑΚ, το οποίο προβλέπει πλέον στην παρ. 1 ότι η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής και αρχίζει πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, στην παρ. 2 ότι αν οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων απ’ αυτούς, η παραγραφή αρχίζει πάλι 6 μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ενώ στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης και στην παρ. 3 ότι οι διατάξεις του άρθρου 261 ΑΚ υπό τη νέα της μορφή εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση . Με τη διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ θεσπίζεται ταυτόχρονα η διακοπή της παραγραφής (παρ. 1 εδ. α΄) και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής εν επιδικία (παρ. 1 εδ. β΄), αφού ο χρόνος της παραγραφής που διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής «παγώνει» και δεν μετρά καθόλου μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής ή να περατωθεί με άλλο τρόπο η δίκη . Με βάση τη νέα αυτή διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ πρέπει να γίνει δεκτό ότι μετά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία, η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε συνιστά άσκηση αγωγής, και μάλιστα ανεξάρτητα αν η δήλωση αυτή γίνεται στην προδικασία ή στο ακροατήριο, διακόπτεται η παραγραφή, χωρίς να ξαναρχίζει όπως συνέβαινε υπό το προγενέστερο καθεστώς. Η επανέναρξη της παραγραφής τοποθετείται χρονικά μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μάλιστα, στα πλαίσια της ποινικής δίκης δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, που προβλέπει επανέναρξη της παραγραφής σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων και μη διενέργειας της προβλεπόμενης διαδικαστικής πράξης, καθώς σε αντίθεση με την πολιτική δίκη η έναρξη και πρόοδος της ποινικής διαδικασίας δεν εξαρτάται από τη βούληση και τις ενέργειες των διαδίκων . Επομένως, εφόσον ο ζημιωθείς από το έγκλημα δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας είτε στην προδικασία είτε στη διαδικασία στο ακροατήριο, η παραγραφή της αξίωσής του διακόπτεται και η διακοπή αυτή ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Η έκταση αυτή της διακοπής της παραγραφής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, ισχύει χωρίς άλλες προϋποθέσεις και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από τον ζημιωθέντα. Διευκρινίζεται μόνο ότι η κατά τα προαναφερόμενα διακοπή της παραγραφής προϋποθέτει ότι η δήλωση της παράστασης πολιτικής αγωγής γίνεται από τον ζημιωθέντα μέχρι τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής του. Μετά την παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει σήμερα την παραγραφή της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος, ανακύπτει το ερώτημα αν η εφαρμογή του άρθρου 261 ΑΚ υπό τη νέα της μορφή σε υποθέσεις εκκρεμείς κατά την ψήφιση του Ν. 4139/2013 ή ακόμα και επί εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν την ψήφιση του Ν. 4139/2013, αλλά για τις οποίες δεν είχε ξεκινήσει η ποινική διαδικασία, προσκρούσει στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ ή στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι σε σχέση με τις εκκρεμείς κατά την ψήφιση του Ν. 4139/2013 υποθέσεις η παρ. 3 του άρθρου 261 ΑΚ προβλέπει εφαρμογή των νέων διατάξεων του άρθρου αυτού. Εννοείται, βέβαια, ότι η έκταση της διακοπής της παραγραφής μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί εκκρεμών υποθέσεων προϋποθέτει τη μη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4139/2013, δηλ. μέχρι την 20.3.2013, οπότε και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο Ν. 4139/2013, καθώς δεν νοείται αναβίωση της παραγεγραμμένης αξίωσης . Εκείνο που μεταβάλλεται με το νέο άρθρο 261 ΑΚ είναι ότι πλέον δεν υποχρεούται ο πολιτικώς ενάγων να διακόψει με οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του την παραγραφή της αξίωσής του, που έχει ήδη εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, ενώ στις περιπτώσεις εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν την ψήφιση του Ν. 4139/2013, αλλά ακόμα δεν είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής, η δήλωση της παράστασης πρέπει να γίνει εντός της προθεσμίας παραγραφής, όπως και υπό το προγενέστερο καθεστώς, με τη διαφορά ότι πλέον η διακοπή της παραγραφής διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι στις 6- 5-2012 μετέβη στο λιμάνι του Πειραιά και στην προσπάθειά του να βρει πληροφορίες ως προς τον προβλήτα που θα απέπλεε το πλοίο στο οποίο ήθελε να μεταφέρει πρόσωπο που συνόδευε, σταμάτησε έξω από το πλοίο … πλοιοκτησίας της τρίτης εναγομένης στο οποίο ήταν ναυτολογημένοι ο πρώτος εναγόμενος ως υποναύκληρος και ο δεύτερος εναγόμενος ως ναύτης τους οποίους είχε προστήσει στην υπηρεσία της και εργαζόταν για λογαριασμό της. Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι , από έλλειψη προσοχής που όφειλαν και μπορούσαν να επειδείξουν, δεν έλαβαν τα ενδεδειγμένα μέτρα και συγκεκριμένα δεν μερίμνησαν για την τοποθέτηση απαγορευτικού σήματος στην είσοδο του πλοίου και στη λήψη μέτρων που να αποκλείουν την πρόσβαση τρίτων στον καταπέλτη του πλοίου αλλά αντίθετα ξεκίνησαν τις διαδικασίες ανύψωσης του καταπέλτη χωρίς πρώτα να βεβαιωθούν ότι αυτό θα ήταν ασφαλές και ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι επάνω του με αποτέλεσμα την άνοδο του καταπέλτη στον οποίο είχε βρισκόταν ο ίδιος και τον εντεύθεν τραυματισμό του που συνίσταται στις αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες. Ότι εξαιτίας της υπαίτιας και παράνομης αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων , η οποία είναι και ποινικώς κολάσιμη και για την οποία μάλιστα ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων για το αδίκημα της σωματικής βλάβης εξ αμελείας από υπόχρεο και σχηματίστηκε η με ΑΒΜ Γ12-6374 ποινική δικογραφία , υπέστη περιουσιακή ζημιά τόσο θετική -συνισταμένη : α) στην αξία των καταστραφέντων ειδών που έφερε επάνω του (ενδύματα και ρολόι χειρός) συνολικής αξίας 200 ευρώ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή επιμέρους ποσά, β) στη δαπάνη παροχής υπηρεσιών οικιακής βοηθού από τα κατονομαζόμενα στην αγωγή δύο συγγενικά του πρόσωπα (ξαδέρφια του) για το χρονικό διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο όπου διεκομίσθη μετά τον τραυματισμό του κι εν συνεχεία στην οικία του συνολικού ποσού 12.900 ευρώ (= 9.300 ευρώ + 3.600 ευρώ) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή επιμέρους ποσά, γ) στη δαπάνη λήψης βελτιωμένης διατροφής που χρειάστηκε λόγω του τραυματισμού του να λάβει για 93 μέρες έναντι 15 ευρώ ημερησίως συνολικού ποσού 1.395 ευρώ -, όσο και αποθετική (ζημία) συνολικού ύψους 31.000 ευρώ διότι κατέστη ανίκανος προς εργασία με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει : ι) εισοδήματα πέντε μηνών από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 από την εταιρία που εργαζόταν ως φύλακας κτιρίων σε εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και εργαζόταν τους καλοκαιρινούς μήνες για 16 ώρες τη μέρα λαμβάνοντας πόσο 2.000 ευρώ μηνιαία, ήτοι εισοδήματα συνολικού ποσού 10.000 ευρώ ως και ιι) εισοδήματα 2,5 ετών επί 700 ευρώ μηνιαίως, ήτοι συνολικό ποσό 21.000 ευρώ το οποίο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιατρών δεν θα μπορούσε να λάβει λόγω του τραυματισμού του από την εργασία του. Τέλος ότι λόγω της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, που του προκάλεσαν παρανόμως και υπαιτίως οι εναγόμενοι δια του ενδίκου ατυχήματος και τους εξ αυτού τραυματισμού του, υπέστη και μη περιουσιακή ζημία και δη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας αξιώνει από τους εναγομένους ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 40.044 ευρώ επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει πόσο 44 ευρώ στα ποινικά δικαστήρια παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων . Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό -με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) – περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό ο ενάγων επικαλούμενος την αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων για την πρόκληση της σε βάρος του αδικοπραξίας και την εξαιτίας αυτής ευθύνης τους προς αποζημίωση του και χρηματική ικανοποίηση ζητεί :1) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν για τις αναφερόμενες στο ιστορικό της αγωγής αιτίες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 75.495 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, 2) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 3) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας, oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν αντίστοιχα κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), τη συνημμένη στη δικογραφία ειδική εξουσιοδότηση, τις από 6-12-2019 εξουσιοδοτήσεις και το υπ’αριθμ. … ειδικό πληρεξούσιο της συμβ/φου Χανίων Αγγελικής Μπερτσάτου-Νικολιδάκη, τα υπ’αριθμ. … γραμμάτια προείσπραξης εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αναγνωριστικό της αίτημα δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 35 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 και 3Β περ. δ΄ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ωστόσο, όσον αφορά τους δύο πρώτους εναγομένους-πλην αφενός των κύριων αγωγικών κονδυλίων περί της δαπάνης καταστροφής των καταστραφέντων προσωπικών ειδών του ενάγοντος συνολικού ποσού 200 ευρώ και του αγωγικού κονδυλίου περί αποζημίωσης λόγω αποθετικής ζημίας – διαφυγόντος κέρδους για τα επόμενα 2,5 έτη συνολικού ποσού 21.000 ευρώ, που είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας , το μεν πρώτο γιατί ουδόλως προσδιορίζονται ως προς τα χαρακτηριστικά τους τα φερόμενα ως καταστραφέντα είδη του ενάγοντος, το δε έτερο διότι κατά τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, δεν γίνεται εξειδικευμένη και λεπτομερής μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος-εισόδημα του ενάγοντος, δεν προσδιορίζει από ποια εργασία θα αποκέρδαινε το αιτούμενο εισόδημα, δεν επικαλείται την επαγγελματική του δραστηριότητα , υπολογίζει συνολικά μικτά και όχι καθαρά κέρδη μηνιαίως παραλείποντας να αναφέρει ποια προπαρασκευαστικά μέτρα είχε λάβει προς τούτο ώστε με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, το αιτούμενο για την αιτία αυτή ποσό είναι αναμενόμενο, αφετέρου του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, που είναι μη νόμιμο μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό και οι συνέπειές της εξαντλούνται στο ουσιαστικό δεδικασμένο, αφού εκτελεστούς τίτλους αποτελούν μόνο οι τελεσίδικες καταψηφιστικές αποφάσεις (άρθρα 904, 918, 924 ΚΠολΔ)-, κατά τα λοιπά, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ.1α, 299, 330, 346, 481 επ., 914, 922,926,929,930 παρ.1,932 ΑΚ,28,314 ΠΚ, 70,74,75 και 176, ΚΠολΔ. Αντιθέτως όσον αφορά την τρίτη εναγομένη, κατόπιν νόμιμης ενστάσεως παραγραφής κατά το άρθρο 937 ΑΚ σε συνδ.με το άρθρο 261 ΑΚ , η οποία θα εξετασθεί περαιτέρω ειδικότερα, γινομένης δεκτής ως βάσιμης ως προς αυτή (τρίτη εναγομένη) η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη λόγω παραγεγραμμένης αξίωσης,σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας. Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή, όσον αφορά τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις που προκατέθεσαν αρνήθηκαν αιτιολογημένα την αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη και δη αρνήθηκαν την υπαιτιότητά τους στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της πρόκλησης αυτού, επικαλέστηκαν αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος και αμφισβήτησαν τη βασιμότητα των αιτούμενων κονδυλίων ως προς την ύπαρξη-αναγκαιότητα αλλά και το ύψος αυτών. Περαιτέρω, προέβαλαν την ένσταση παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων με βάση την πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ επικαλούμενοι ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα 6-5 -2012 η ένδικη αγωγή κοινοποιήθηκε σε αυτούς , επομένως ασκήθηκε στις 9-5- 2018 , ήτοι μετά το πέρας της πενταετίας από το ένδικο ατύχημα παρά τη γνώση του παθόντος ενάγοντος τόσο της ζημίας του όσο και των υπαιτίων. Επικαλούνται ειδικότερα ότι όπως προκύπτει από την από 26-7-2012 ένορκη κατάθεση του ενάγοντα στο λιμεναρχείο Πειραιά αυτός γνώριζε ήδη από τις 6 -5-2012 τα περιστατικά που αναφέρονται στην αγωγή και τη βλάβη της υγείας που υπέστη όπως και το όνομα του πλοίου και επομένως ότι μπορούσε να γνωρίζει και τα στοιχεία της πλοιοκτήτριας δηλαδή της τρίτης εξ αυτών. . Η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, όσον αφορά τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, ως προς τους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο και σχηματίστηκε η με ΑΒΜ Γ12-6374 ποινική δικογραφία κι ο ενάγων παραστάθηκε στο Β Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς στις 2-5- 2017 δηλώνοντας παράσταση πολιτικής αγωγής με αποτέλεσμα η παραγραφή έκτοτε να έχει διακοπεί σύμφωνα με τα άρθρα 261 και 270 του Αστικού Κώδικα . Αντιθέτως, όσον αφορά την τρίτη εναγομένη-νομικό πρόσωπο στις 6-5-2017 , ήτοι προ της από 9-5-2018 άσκησης της ένδικης αγωγής παρήλθε η πενταετής παραγραφή της εναντίον της αξίωσης κατά το άρθρο 937 ΑΚ, μη υπολογιζομένης της τριετούς αναστολής του άρθρου 113 παρ.3 ΠΚ και χωρίς να έχει διακοπεί με κάποιον νόμιμο τρόπο ενώ δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 255 ΑΚ, ήτοι αναστολής της παραγραφής λόγω ανωτέρας βίας ακόμη και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα κατά τον διαδραμόντα χρόνο και δη στις 23-5- του 2017 (επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 15 340 ιατρική βεβαίωση του ψυχιατρικού νοσοκομείου Αττικής), που όμως δεν αφορά το τελευταίο εξάμηνο πριν τη συμπλήρωση της παραγραφής. Επομένως, όπως ήδη προαναφέρθηκε πρέπει η προβληθείσα ένσταση παραγραφής να απορριφθεί ως προς τους δύο πρώτους εναγόμενους και να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη ως προς την τρίτη εναγομένη, ως προς την οποία η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, δικονομική αντιμετώπιση που όμως λόγω της απλής ομοδικίας που συνδέει την τρίτη εναγομένη με τους δύο πρώτους εναγομένους, δεν ωφελεί τους τελευταίους (άρθρα 74, 75 ΚΠολΔ-βλ.ΑΠ 1361/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Περαιτέρω, οι εναγόμενοι για τους επικαλούμενους στις προτάσεις τους λόγους, προέβαλαν επικουρικά την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος κατά ποσοστό 99% τόσο όσον αφορά την τυχόν επιδικασδησομένη αποζημίωση όσο και την χρηματική ικανοποίηση, τις οποίες ζήτησαν να μειωθούν αναλόγως. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη κατά το άρθρο 300 ΑΚ και παραδεκτή -καθώς ως δικονομικό δικαίωμα των εναγομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική ως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων- και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που προσκομίζεται στη δικογραφία και δη από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, σε μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, δίχως να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης(ΑΠ 250/2000, ΕλλΔ/νη 41, 980, ΑΠ 587/1992, ΕλλΔ/νη 35, 1278, ΕφΑθ 2750/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) μεταξύ των οποίων τόσο οι μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά έγγραφα που αποτέλεσαν περιεχόμενο της με στοιχεία ΑΒΜ Γ12-6374 ποινικής δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς όσο και η υπ’αριθμόν ΒΜ 2035/2017 απόφαση του Β Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και η υπ’αριθμόν ΑΤ 2407/2018 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων , καθώς δεν παράγουν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη (ΑΠ 1422/2017, ΕφΛαρ 231/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τονΚΠολΔ, β` έκδοση 2007, σ. 105) σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ βλ. σχετ. AΠ 1456/1996 AρχN 48. 311),αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 6-5-2012 περί ώρα 06.45 π.μ. ο ενάγων μετέβη στο λιμάνι του Πειραιά συνοδεύοντας έτερο πρόσωπο που θα επιβιβαζόταν στο πλοίο … Στην προσπάθειά του να βρει πληροφορίες ως προς τον προβλήτα που θα απέπλεε το ως άνω πλοίο σταμάτησε έξω από το πλοίο “… Ν.Χανίων 31, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον προβλήτα χωρίς επιβάτες και οχήματα ” πλοιοκτησίας της τρίτης εναγομένης, στο οποίο ήταν ναυτολογημένοι ο πρώτος εναγόμενος ως υποναύκληρος και ο δεύτερος εναγόμενος ως ναύτης και εκτελούσαν καθήκοντα υπευθύνων βάρδιας. Κατά το χρόνο που ενάγων είχε εισέλθει στην είσοδο του πλοίου και συγκεκριμένα έχοντας διανύσει 8 μέτρα περίπου εκ των συνολικά 10 μέτρων στον καταπέλτη του πλοίου, άρχισε να ανεβαίνει ο καταπέλτης. Τότε πανικόβλητος ο ενάγων πήδηξε από αυτόν προκειμένου να εξέλθει του πλοίου , με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στα πόδια και συγκεκριμένα να υποστεί κάταγμα πτερνών άμφω και αυθημερόν να διακομισθεί με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο «ΤΖΑΝΕΙΟ» του Πειραιά. Εν συνεχεία για το ένδικο ατύχημα ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς κατά των δύο πρώτων των εναγομένων για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο ,σχηματίστηκε η με ΑΒΜ Γ12-6374 ποινική δικογραφία, ο ενάγων παρέστη ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη που ακολούθησε και οι εν λόγω εναγόμενοι, καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 4 μηνών έκαστος πρωτοδίκως με την υπ’αριθμ. ΒΜ 2035/2017 απόφαση του Β Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και κατ’έφεση με την υπ’αριθμ.-ΑΤ 2407/2018 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες του ατυχήματος αποδεικνύεται ότι τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε συντρέχουσα υπαιτιότητα και δη κατά 70 % στην αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων από την πλοιοκτήτρια του πλοίου τρίτης εναγομένης , ήτοι του πρώτου και του δεύτερου των εναγομένων , οι οποίοι βρίσκονταν στην υπηρεσία της τρίτης εναγομένης και όφειλαν με βάση την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές στην καλή πίστη και τους κανόνες της ναυτιλίας και της ναυτικής τέχνης ως εκ των ιδιοτήτων τους για την ασφάλεια των επιβαινόντων σε αυτό να λάβουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διατήρηση της ασφάλειας στο πλοίο πλην όμως από έλλειψη της προσοχής στην οποία όφειλαν ως εκ του επαγγέλματος του και μπορούσαν να επιδείξουν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις παρέλειψαν να μεριμνήσουν για την τοποθέτηση απαγορευτικού σήματος στην είσοδο του πλοίου ώστε να έχουν ιδιαιτέρως τεταμένη την προσοχή τους οι εισερχόμενοι σε αυτό . Αντιθέτως επιδεικνύοντας αμελή συμπεριφορά δεν προέβησαν στη λήψη μέτρων που να αποκλείουν την πρόσβαση τρίτων στον καταπέλτη του πλοίου και ξεκίνησαν τις διαδικασίες ανύψωσης του καταπέλτη χωρίς πρώτα να βεβαιωθούν ότι αυτό θα ήταν ασφαλές και ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι επάνω του με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενάγοντος. Ως προς την ανυπαρξία απαγορευτικού σήματος στην είσοδο του πλοίου, αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από την επισκόπηση της –φωτογραφίας που προσκόμισαν από την ποινική δίκη οι δύο πρώτοι εναγόμενοι από την οποία φαίνεται ότι ι μία μικρή πινακίδα που ανέγραφε «ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ» υπήρχε μετά τον καταπέλτη των επιβατών και μετά την είσοδο στο πλοίο, στην υποδοχή. Ομοίως αντίθετη κρίση ως προς την συνυπαιτιότητα των δύο πρώτων εναγομένων δεν μπορεί να προκύψει άνευ άλλου από το ότι στην από 26 Ιουλίου 2012 ένορκη εξέταση του ο ενάγων –παθών ενώπιον της αρμόδιας προανακριτικής (λιμενικής) αρχής (Α Λιμενικό Τμήμα Πειραιά) απέδωσε υπαιτιότητα μόνο στο πρόσωπο που χειριζόταν την άνοδο-κάθοδο του καταπέλτη επιβατών και είχε το χειριστήριο (ενν . τον πρώτο εναγόμενο) και στην από 14-11-2014 συμπληρωματική ένορκη εξέταση του ανέφερε ότι «υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος είναι ο χειριστής του καταπέλτη, ο πλοίαρχος και οποιοσδήποτε άλλος υπεύθυνος». Επίσης, ελλείψει αυτοπτών κι αυτηκόοων μαρτύρων άλλων των διαδίκων φυσικών προσώπων στο σημείο του ατυχήματος ή άλλου αποδεικτικού στοιχείου, ουδόλως αποδεικνύεται ως ουσία βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι πριν την πτώση ο ενάγων απευθυνόμενος στον χειριστή του καταπέλτη-πρώτο εναγόμενο φώναξε σε αυτόν«Τι κάνεις άνθρωπέ μου θα με σκοτώσεις γιατί σηκώνεις τη σκάλα αλλά κανείς δεν μου έδωσε σημασία καθώς δεν με είχε δει». Ομοίως δεν αποδεικνύεται ως βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο δεύτερος εξ αυτών του φώναξε στον ενάγοντα να μπει μέσα στο πλοίο, μη αρκούμενης άνευ άλλου της επικαλούμενης από τους εναγομένους μαρτυρικής κατάθεσης του ναύτη του πλοίου Δ.Λάσκαρη, που εξετάσθηκε πρωτοδίκως και κατ’εφεση στην ποινική δίκη, ο οποίος βρισκόταν στον καταπέλτη των οχημάτων (σημ. ότι την μαρτυρική κατάθεση του φερόμενου ως αυτόπτη μάρτυρα δεν επιμελήθηκαν οι εναγόμενοι να λάβουν υπό τη μορφή ένορκης βεβαίωσης στην παρούσα δίκη προς απόδειξη των ισχυρισμών τους), ενώ δεν λαμβάνονται υπόψην οι από 14-5-2012 ένορκες καταθέσεις των εναγομένων ως μαρτύρων εξετασθέντων στο πλαίσιο της προανάκρισης, οι οποίοι εν συνεχεία κατέστησαν κατηγορούμενοι. Οι ως άνω παραλείψεις αυτές των δύο πρώτων εναγομένων, οι οποίες ήταν προβλέψιμες ως προς το αποτέλεσμά τους, ήταν πρόσφορες και συνέβαλαν αιτιωδώς κατά ποσοστό 70 % στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομέων περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου. Περαιτέρω,(συν) υπαιτιότητα και δη κατά 30 % ως προς τον τραυματισμό του και της εξ αυτού περιουσιακής και μη ζημίας του-γινομένης κατά το ποσοστό αυτό ως ουσία βάσιμης της σχετικής ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ που προέβαλαν οι εναγόμενοι -είχε και ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος επέδειξε αμελή συμπεριφορά και συνέβαλε στον τραυματισμό του καθώς δεν επέδειξε την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, δηλαδή την αντικειμενικώς και αφηρημένως λαμβανομένη επιμέλεια του συνετού εισερχομένου και μη επιβαίνοντος σε πλοίο ή με άλλα λόγια αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του εν συνεχεία περιγραφόμενου ζημιογόνου αποτελέσματος καθώς αντί να εισέλθει εντός του πλοίου όταν αντελήφθη την άνοδο του καταπέλτη, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν προέβη σε ενδεδειγμένο αποφευκτικό ελιγμό αλλά διαρκούσης της ανέλκυσης του καταπέλτη επιχείρησε να εξέλθει του πλοίου πηδώντας ενώ ήταν στον αέρα αντί να εισχωρήσει με ασφάλεια στο χώρο υποδοχής αναμένοντας τη διαδικασία ανόδου να ολοκληρωθεί .
Περαιτέρω, αμέσως μετά το ένδικο ατύχημα ο ενάγων μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο «ΤΖΑΝΕΙΟ» στον Πειραιά (βλ.αντίγραφο του υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου … πιστοποιητικού του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά Τζάνειο) και δη στο ορθοπεδικό τμήμα, από όπου πήρε εξιτήριο στις 16-5-2012 .Εκεί, όπως ήδη προαναφέρθη εξετάσθηκε και διεγνώσθη ότι υπέστη κάταγμα πτερνών άμφω . Τα κατάγματα που υπέστη αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά και τέθηκε γυψονάρθηκας , δεν κρίθηκε σκόπιμο να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και 10 μέρες μετά εξήλθε από το νοσοκομείο οικεία βουλήσει και ευθύνη του, όπως προκύπτει από το σχετικό εξιτήριο πιστοποιητικό. Ακολούθως συνέχισε να παρακολουθείται ιατρικά στο ορθοπεδικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» όπου του δόθηκαν οδηγίες περί φαρμακευτικής αγωγής, του έγιναν συστάσεις αρχικά για αποφυγή πλήρους βάδισης και εργασιακής απασχόλησης καθώς και ανάγκης βοηθείας από έτερο πρόσωπο για το αναφερόμενο ειδικότερα χρονικό διάστημα των 4 μηνών από το ατύχημα και έλαβε συνεχείς αναρρωτικές άδειες μέχρι τις 17-7-2013 (βλ.το από 17-5-2012 εξιτήριο από το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» όπου αναφέρονται οδηγίες , φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια, το από 28-6-2012 ιατρικό σημείωμα διευθυντού Α ορθοπεδικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» με σύσταση για λήψη αναρρωτικής άδειας επιπλέον 6 εβδομάδων, την υπ’αριθμ. 9791 /28-8-2012 ιατρική γνωμάτευση του Α ορθοπεδικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» με σύσταση για λήψη αναρρωτικής άδειας επιπλέον 2 μηνών , αποφυγή πλήρους βάδισης για 2 μήνες με μεγάλο ενδεχόμενο χειρουργικής επέμβασης στην αριστερή πτέρνα και διάγνωση αδυναμίας στο διάστημα αυτό να εργασθεί , την υπ’αριθμ. … ιατρική γνωμάτευση του Α ορθοπεδικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» με σύσταση για λήψη αναρρωτικής άδειας επιπλέον 2 μηνών, σύσταση αποφυγής πλήρους βάδισης και διάγνωση αδυναμίας στο διάστημα αυτό να εργασθεί, την υπ’αριθμ. … ιατρική γνωμάτευση του Α ορθοπεδικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» με σύσταση για λήψη αναρρωτικής άδειας επιπλέον 2 μηνών, διάγνωση αδυναμίας στο διάστημα αυτό να βαδίζει και να ορθοστατεί για πολλή ώρα και σύσταση για 4 μήνες παροχής βοήθειας εξ ετέρου προσώπου) .Επίσης, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. … ιατρική γνωμάτευση του Α ορθοπεδικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» διαγνώστηκε ότι ο ενάγων είχε υποστεί μετατραυματική αρθρίτιδα υποστραγαλικών αρθρώσεων άμφω και επώδυνος βάδιση. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι για χρονικό διάστημα τριών μηνών από τον τραυματισμό του και συγκεκριμένα από τις 6 Μαΐου 2012 μέχρι 6 Αυγούστου 2012, ήτοι για 93 μέρες ήταν αδύνατο να αυτοεξυπηρετηθεί και για το λόγο αυτό έχρηζε βοήθειας από τρίτο πρόσωπο έναντι 100 ευρώ ημερησίως, ήτοι συνολικής δαπάνης 9.300 ευρώ για το διάστημα αυτό (= 93 ημέρες Χ 100 ευρώ) .Επίσης ισχυρίζεται ότι χρειάστηκε η συμπαράσταση των προσώπων αυτών από τις 7 Αυγούστου 2012 μέχρι τις 6 Νοεμβρίου 2012 με αποτέλεσμα να αξιώνει το συνολικό ποσό των 3600 ευρώ. Πλην όμως παρότι κατά το διάστημα από 6-5 -2012 μέχρι 16-5 2012 παρέμεινε νοσηλευόμενος όσον εν γένει αφορά το κονδύλιο των 12 900 ευρώ για υπηρεσίες τρίτου προσώπου από τις προαναφερόμενες ιατρικές βεβαιώσεις προκύπτει ότι έχρηζε βοήθειας ετέρου προσώπου μόνο για τέσσερις μήνες δηλαδή από 16 Μαΐου 2012 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου 2012 ενώ για το υπόλοιπο διάστημα που υποστηρίζει ότι δεχόταν τέτοιες υπηρεσίες δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι πράγματι στερείτο την δυνατότητα σωματικής κίνησης και αυτοεξυπηρέτησης ούτε ότι ήταν σε πλήρη ακινησία. Επομένως, μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο στο οποίο διακομίστηκε λόγω του τραυματισμού του, στην οικία του ενάγοντος απαιτήθηκε η παροχή βοήθειας και φροντίδας από τρίτο πρόσωπο, την οποία παρείχαν επί καθημερινής βάσεως επί 8 ώρες έκαστος ημερησίως για 4 μήνες, δηλαδή για 123 ημέρες με ένταση των δυνάμεών τους και στη συνέχεια περιοριζόμενης αυτής κατά την πρόοδο της ανάρρωσης του και μειούμενης βαθμηδόν, τα κατονομαζόμενα δύο (2) ξαδέρφια του, ως αυτός ισχυρίζεται και δεν ανταποδεικνύεται από τους εναγομένους καθώς ο ενάγων όπως προκύπτει από το από 9-2-2018 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης δεν έχει πλησιέστερους συγγενείς διότι έχουν αποβιώσει οι γονείς του και ο μοναδικός αδερφός του Ανδριόπουλος Κωνσταντίνος (βλ.την υπ αριθμόν πρωτοκόλλου 2179/ 2009 ληξιαρχική πράξη θανάτου). Κατά το ανωτέρω δε διάστημα, που ο ενάγων δεν απασχόλησε αποκλειστική νοσοκόμα – βοηθό, αλλά τις υπηρεσίες αυτές ανέλαβαν και εκτέλεσαν τα δύο κατονομαζόμενα συγγενικά του πρόσωπα άνευ ανταλλάγματος πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των σαράντα (40) ευρώ ημερησίως ήτοι συνολικά ποσό 4.920 ευρώ (= 123 ημέρες Χ 40 ευρώ), το οποίο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας κρίνεται εύλογο λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις οικιακής βοηθού για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες εξυπηρέτησης-βοήθειας του ενάγοντος από τους παρέχοντες αυτήν συγγενείς του. Για την αιτία αυτή οι εναγόμενοι επιβαρύνονται να καταβάλουν στον ενάγοντα σύμφωνα με το ποσοστό της υπαιτιότητάς τους ποσό 3.444 ευρώ (= 70% Χ 4.920 ευρώ) έκαστος εις ολόκληρον.
Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υποχρεώθηκε μετά τον τραυματισμό του στη λήψη βελτιωμένης διατροφής κατόπιν σύστασης των γιατρών προκειμένου να αναρρώσει και ότι για το λόγο αυτό δαπάνησε 15 ευρώ ημερησίως για χρονικό διάστημα 93 ημερών συνεπώς ότι δαπάνησε το συνολικό ποσό των 1.395 ευρώ για την αιτία αυτή . Παρότι όμως το είδος της σωματικής βλάβης (κάταγμα) που υπέστη ο ενάγων κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής χρήζει πλούσιας σε πρωτεΐνες και βιταμίνες διατροφής , πλην όμως δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω ότι υπήρξε ιατρική σύσταση προς τον ενάγοντα καθόσον ο τελευταίος δεν προσκομίζει καμία σχετική ιατρική γνωμάτευση , ως ισχυρίζεται περί της λήψης μιας τέτοιας διατροφής, ομοίως δε , δεν προσκομίζει αποδείξεις αγοράς βελτιωμένης τροφής. Σε κάθε δε περίπτωση δεδομένου ότι ο ενάγων δεν αναφέρει ποια τροφή λάμβανε προ του ατυχήματος ώστε να προκύπτει ότι είναι διαφορετική από το κατά περιεχόμενο καθημερινό διαιτολόγιο ενός μέσου ανθρώπου και σε κάθε περίπτωση δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει τι μονάδες βάρους λάμβανε, αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός του, ως εκ τούτου δεν αποδεικνύεται είτε η ανάγκη είτε η πραγματική λήψη βελτιωμένης διατροφής εκ μέρους του ενάγοντος. Ο ίδιος, άλλωστε, αναφέρει στην υπό κρίση αγωγή του, ότι ελάμβανε τροφές, όπως ψάρια, κρέας, λαχανικά και φρούτα, που, ούτως ή άλλως, σύμφωνα με τις διατροφικές συνθήκες και συνήθειες, που έχουν καθιερωθεί, με βάση την επικρατούσα κοινωνική και οικονομική κατάσταση, περιλαμβάνονται στο καθημερινό διαιτολόγιο ενός μέσου ανθρώπου Ως εκ τούτου είναι απορριπτέο ως αναπόδεικτο το σχετικό κονδύλιο.
Επίσης ο ενάγων, ο οποίος κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος είναι 58 ετών ισχυρίζεται ότι προ του ενδίκου εργαζόταν ως φύλακας κτιρίων σε εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας κι ότι εξαιτίας του ατυχήματος κατέστη ανίκανος προς εργασία με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει μισθούς πέντε (5) μηνών, ήτοι από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 , που θα λάμβανε μετά βεβαιότητας από την εταιρία «…», όπου θα εργαζόταν τους καλοκαιρινούς μήνες για 16 ώρες την ημέρα έναντι μηνιαίου μισθού 2.000 ευρώ , ως εκ τούτου ότι απώλεσε μισθούς συνολικού ποσού 10.000 ευρώ . Κι αυτό το κονδύλιο όμως τυγχάνει αναπόδεικτο κι ως εκ τούτου απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο καθώς ο ενάγων δεν προσκομίζει τη σύμβαση εργασίας του ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι πράγματι εργαζόταν και θα εξακολουθούσε αν δεν μεσολαβούσε το ένδικο ατύχημα να εργάζεται στην παραπάνω επιχείρηση ως φύλακας κτιρίων το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα λαμβάνοντας μηνιαίως ως μισθό 2.000 ευρώ μηνιαίως και επομένως ότι απώλεσε για την αιτία αυτή συνολικά 10.000 ευρώ. Η αμφισβήτηση αυτή του Δικαστηρίου ως προς την πραγματική επαγγελματική απασχόληση του ενάγοντος επιρρώνεται αφενός από το ότι στο δελτίο ανεργίας του ΟΑΕΔ που προσκομίζει προκύπτει ότι ενεγράφη ως άνεργος στις 26 Απριλίου 2017 (ήτοι 5 χρόνια μετά το επίδικο ατύχημα) και αναφέρεται ως περιγραφή απασχόλησης «οδηγοί επιβατικού αυτοκινήτου» αφετέρου από το ότι στις φορολογικές δηλώσεις των ετών 2016 και 2017 που προσκομίζει σε αντίγραφα αναφέρεται ότι έλαβε τέλος επιτηδεύματος (ύψους 650 ευρώ). Μη δυνάμενα να οδηγήσουν σε αντίθετη κρίση ως προς την επαγγελματική ενασχόληση του ενάγοντα είναι επίσης τόσο τα ιατρικά έγγραφα που προσκομίζει ο ενάγων σύμφωνα με τα οποία η τελευταία αναρρωτική άδεια που έλαβε ήταν μέχρι τις 17 Ιουλίου 2013 όσο και τα φορολογικά του έγγραφα και τα λοιπά έγγραφα που αφορούν την οικονομική απορία του τα έτη 2017 και 2018 , από τα οποία δεν προκύπτει η τυχόν αδυναμία του προς εργασία ή η απασχόλησή του για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως η οικονομική του απορία , όπως αυτή αποτυπώνεται στις προσκομισθείσες φορολογικές δηλώσεις των ετών 2016 και 2017, στις υπ’αριθμ. 23 143/ 29-9-2017 και 17093/26-7-2018 αποφάσεις του δημάρχου Παπάγου Χολαργού περί οικονομικής αδυναμίας και στις υπ’αριθμ. … βεβαιώσεις ότι λάμβανε τρόφιμα από το κοινωνικό παντοπωλείο του Δήμου Παπάγου-Χολαργού και συνεχίζει να λαμβάνει μέχρι σήμερα, λαμβάνονται υπόψην για την εκτίμηση της οικονομικής του κατάστασης σήμερα στο πλαίσιο της επιδίκασης τυχόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Τέλος απεδείχθη ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, πλέον της αποδεδειγμένης κατά τα ανωτέρω θετικής ζημίας που υπέστη ο ενάγων υπέστη και ηθική βλάβη, υπό την έννοια της σωματικής αλλά και της ψυχικής ταλαιπωρίας που του προκάλεσε το ένδικο ατύχημα, προς αποκατάσταση της οποίας βαρύνονται οι δύο πρώτοι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος με καταβολή σε αυτόν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητάς τους. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. … ιατρική βεβαίωση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής , διεγνώσθη ότι ο ενάγων πάσχει από καταθλιπτική συνδρομή βαριάς μορφής με αυτοκτονικό ιδεασμό λόγω της ταλαιπωρίας που έχει υποστεί μετά τον τραυματισμό του και ότι παρακολουθείται από τον Ιανουάριο του 2013 λαμβάνοντας συνεχώς φαρμακευτική αγωγή και υποβαλλόμενος σε ψυχοθεραπεία. Ενόψει αυτών κι επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό του πταίσματος των πρώτου και δεύτερου των εναγομένου, τον βαθμό (συν) υπαιτιότητας του ίδιου του ενάγοντος, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων και τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται από έκαστο των δύο πρώτων εναγομένων εις ολόκληρον ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), ποσό , στο οποίο συνυπολογίστηκε ο βαθμός υπαιτιότητας των εναγομένων, χωρίς να απαιτείται εκ νέου αναλογική μείωση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της όσον αφορά τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εν λόγω εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στο ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ ( 7.444 €) (= 3.444 ευρώ + 4.000 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και-όπως ήδη προαναφέρθηκε- να απορριφθεί η αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της ιδιαιτέρως δυσχερούς ερμηνείας τω κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179παρ.1, 180,189 αρ. 1, 191 παρ 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 του ΚωδΔικ-Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων .
Αναγνωρίζει ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγομένων υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ ( 7.444 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις ………………….
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ