Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

   

Αριθμός απόφασης     3025/2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης:  1128/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 487/2018)

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6021/2013)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 17η Απριλίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 6021/2013 αγωγή αποζημίωσης από θαλάσσια ασφάλιση σκάφους αναψυχής, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. ΓΑΚ 1128/2018 και ΕΑΚ 487/2018 κλήση του ενάγοντος, μεταξύ:

            ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Πέτσα, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού …, και κατέθεσε προτάσεις κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στο Μ. Α., επί της …, με κεντρικά γραφεία στην Κ. Α., επί της … της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανάργυρου Κουτσούκου  κατοίκου ……επί της οδού …. και κατέθεσε προτάσεις κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Ο ενάγων κατέθεσε την από 26-6-2013 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6021/2013 αγωγή του στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 2-8-2013, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 7-1-2015 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό πινακίου 7 και μετ’ αναβολές στη δικάσιμο της 31-3-2017, στην οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1641/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο λειτουργικά αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η οποία επαναφέρθηκε εκ μέρους του ενάγοντος αρχικά με την από 1-11-2017 κλήση του με ΓΑΚ 12191/2017 και ΕΑΚ 6044/2017 που κατατέθηκε στις 15-11-2015 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 23-1-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 12, κατά την οποία δικάσιμο η συζήτησή της ματαιώθηκε, και εν συνεχεία, επαναφέρεται πλέον με την από 30-1-2018 και υπό ΓΑΚ 1128/2018 και ΕΑΚ 487/2018 κλήση του ενάγοντος, προκειμένου για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης διαφοράς, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 17-4-2018, κατά την οποία εγγράφηκε και εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6, και με αυτήν ο ενάγων ζητεί να γίνει αυτή δεκτή η αγωγή του για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις του, η δε ως άνω εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ζητεί την απόρριψή της, για όσους λόγους αναφέρει στις προτάσεις της.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν στη δίκη όπως ανωτέρω σημειώνεται και κατέθεσαν τις προτάσεις τους στο ακροατήριο.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

                Νομίμως επαναφέρεται στην παρούσα δικάσιμο της 17-4-2018 για την έκδοση οριστικής απόφασης επι της εκκρεμούς ένδικης διαφοράς με την από 30-1-2018 και υπό ΓΑΚ 1128/2018 και ΕΑΚ 487/2018 κλήση του ενάγοντος, η από 26-6-2013 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6021/2013 αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 7-1-2015 και και μετ’ αναβολές στη δικάσιμο της 31-3-2017, στην οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1641/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο λειτουργικά αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η οποία είχε επαναφερθεί εκ μέρους του αρχικά με την από 1-11-2017 κλήση του με ΓΑΚ 12191/2017 και ΕΑΚ 6044/2017, η οποία προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 23-1-2018, κατά την οποία η συζήτησή της είχε ματαιωθεί.

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686, ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή και γ) ορισμένο αίτημα και επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο κι αυτεπαγγέλτως. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ1998.9, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 216, αριθ.2-3). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο το ζήτημα ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111,159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161, ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Επιπλέον, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση του διαδίκου, που αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1157/2017 ΤΝΠ Nόμος, ΜονΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).

ΙΙ. Περαιτέρω δε, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 «Marine Insurance Act 1906» οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων (Case Law) και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου (Authorities) ισχύουν μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου («Μ.Ι.Α. 1906») έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως εκπονημένων κατά κανόνα υπό του συλλογικού φορέως των Άγγλων Ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute of London Underwriters). Σχετικά με το εφαρμοζόμενο στην ένδικη περίπτωση δίκαιο, επισημαίνεται ότι συνομολογείται από τα διάδικα μέρη η ρητή υπαγωγή, κατά σαφή συμβατική πρόβλεψη (άρθρο 25 εδ.α΄ AK, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 AK, δεδομένου ότι επί συμβάσεων ασφαλίσεως δεν εφαρμόζεται η Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν.1792/1988 – ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΠολΠρΑθ 1039/1993 ΕΕμπΔ 1994.76), της επιδίκου ασφαλιστικής συμβάσεως στις ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, και δη σ’ αυτές που προσήκουν στη θαλάσσια (ναυτική) ασφάλιση και, πλέον συγκεκριμένα, των επισυναπτομένων στο ασφαλιστήριο Ρητρών Θαλαμηγών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, των Ρητρών Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση μεταφοράς σκάφους αναψυχής της 1.2.1980, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ενδίκου ασφαλιστηρίου. Συνεπώς σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής του ενάγοντος όσο και των ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει ο εναγόμενος (ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610). Το εν λόγω δίκαιο (το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές – ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.255, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΕφΔωδ 10257/1995 ΕΕμπΔ 46.262, ΕφΑθ 1545/1994 ΕΕμπΔ 46.262, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΕφΠειρ 624/1997 ΕΝΔ 25.392, ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠολΠρΑθ 8277/1988 ΕΝΔ 19.13), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο “περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906”, γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου, και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις ανωτέρω ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses 1.11.1985” (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα “Templeman on marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σελ.190-191, ΑΠ 1650/2001 ΕλλΔνη 43.1039, ΕφΠειρ 566/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 618/2005 ΕΝΔ 2005.250, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠολΠρΠειρ 3522/2014 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από τον νόμο. Ενόψει του ότι προσκομίζεται από τους διαδίκους προαποδεικτικώς κατά τις κρίσιμες διατάξεις του (σε νόμιμη μετάφραση – άρθρο 53 του Ν.Δ. 3026/1954) το περιεχόμενο των διατάξεων και των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αλλοδαπού δικαίου, οι οποίοι έχουν εφαρμογή στην επίδικη διαφορά και θεμελιώνουν τους εκατέρωθεν προβαλλόμενους ισχυρισμούς τους, σε σχέση με το ένδικο ασφαλιστήριο, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΠολΠρΠειρ 4645/1998, ΠολΠρΠειρ 2559/1998 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΠολΠρΘεσ 674/1977 Αρμ 31.547, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289, ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30). Ειδικότερα δε, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευση του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπο του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 §§ 1, 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπο του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 του Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 του Μ.Ι.Α. 1906). Το ασφαλιστήριο πρέπει να προσδιορίζει: α) το όνομα του ασφαλιζομένου ή κάποιου προσώπου, το οποίο πραγματοποιεί την ασφάλιση για λογαριασμό του, β) το αντικείμενο της ασφαλίσεως και τον καλυπτόμενο κίνδυνο, γ) το ταξίδι ή τη χρονική περίοδο ή και αμφότερα, αναλόγως της περιπτώσεως, που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, δ) το ασφαλιζόμενο ή τα ασφαλιζόμενα ποσά και ε) το όνομα ή τα ονόματα των ασφαλιστών (τι πρέπει να προσδιορίζει το ασφαλιστήριο – άρθρο 23 του Μ.Ι.Α. 1906). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δόλιας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο θαλάσσιο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 § 1 του Μ.Ι.Α. 1906). Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatοr». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: βλ. σχετ. Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σελ.190-191). Πολλές φορές συμβαίνει, συνδυασμός πολλών αιτίων να προκαλεί τη ζημία. Τούτο δεν έχει πρακτική αξία, εάν όλες αυτές οι αιτίες καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Εάν, όμως, μια από αυτές εξαιρείται από τον νόμο ή το ασφαλιστήριο, το ζήτημα παρουσιάζει δυσκολίες. Εάν οποιαδήποτε από τις συντρέχουσες αιτίες αρκεί μόνη για να προκαλέσει τη ζημία, τότε ο αποκλεισμός της μιας μη συμπλεκομένης με την άλλη δεν επιδρά στο βάσιμο της αξιώσεως κατά του ασφαλιστή. Όταν, όμως, και οι δύο αυτές σε συνδυασμό προξένησαν τη ζημία και η μια από αυτές αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, τότε δυσχεραίνεται η κρίση περί την αναζήτηση μεταξύ της κυριαρχούσας και αμέσου αιτίας (βλ. σχετ. Chopley – Gibes, Ναυτικό Δίκαιο, σελ.303επ.), στην περίπτωση δε του συνδυασμού αιτιών η επιλογή της πραγματικής ή αποτελεσματικής αιτίας μέσα από ένα ολόκληρο σύμπλεγμα γεγονότων πρέπει να γίνεται με την εφαρμογή των κανόνων της κοινής λογικής και νοημοσύνης ενός κοινού ανθρώπου (βλ. σχετ. Arnould’s, Law of Maritime Insurance and Average, Vol.II, 16th edition, 1981, σελ.761-763). To βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος (ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337). Υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια εφόσον κάποιο πλοίο, εμπορεύματα ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Ο όρος «θαλάσσιοι κίνδυνοι» σημαίνει τους από τη ναυσιπλοϊα εξαρτώμενους κινδύνους ή συνεπεία αυτής, ήτοι τους κινδύνους θάλασσας, πυρός, πολέμου, πειρατών, ληστών κλπ., και ετέρων  κινδύνων είτε ομοειδών είτε που θα καθοριστούν από το ασφαλιστήριο (ΠολΠρΠειρ 1095/2009 αδημ. στον νομικό τύπο). Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (άρθρο 1 ΜΙΑ 1906). Ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη κι αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Ειδικότερα, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος, ήτοι για τη θεμελίωση της ευθύνης του πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνα “causa proxima non remota spectatur”. Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας προς αυτήν κείμενης αιτίας, η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (για την έννοια τη causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων βλ. σχετ. Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice, 6th edition, σελ.190-191). Το βάρος επίκλησης και απόδειξης .ότι η ζημία επήλθε από τον πλησιέστερο προς αυτή  ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος (ΠολΠρΠειρ 1656/2015 αδημ. στον νομικό τύπο). Επισημαίνεται ότι αναφορικά με τους κινδύνους της θάλασσας (perils of the sea) που αναφέρεται ως αιτία απώλειας στις ρήτρες των θαλαμηγών στην ουσία δεν πρόκειται για ένα και μοναδικό κίνδυνο, αλλά για μία ολόκληρη κατηγορία κινδύνων, απροσδιόριστης έκτασης που πλήττουν το αντικείμενο της ασφάλισης στη θάλασσα και του προκαλούν ζημία ή οδηγούν στην απώλειά του, περιλαμβάνονται σε αυτούς όλοι οι τύποι των ναυτικών ατυχημάτων, όπως ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κλπ., ως επίσης και κάθε είδος ζημίας που προκαλείται στο πλοίο ή στο φορτίο του στη θάλασσα από την άμεση δράση του ανέμου και των κυμάτων, σε αντίθεση με ζημία ή απώλεια που ως έγγιστα οφείλεται σε συνήθη φθορά του αντικειμένου της ασφάλισης ή σε πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου του ασφαλισμένου ή στην εν γένει κατάσταση του πλοίου, όταν αυτό πάσχει από αναξιοπλοϊα (βλ. σχετ. Arnould’ s Law of Marine Insurance and Average, έκδ.2008). Όπου γίνεται αναφορά στο βάρος και το μέτρο απόδειξης αναφορικά με το περιεχόμενο της έννοιας «κίνδυνοι της θάλασσας» σε ναυτικά ασφαλιστήρια και σε φορτωτικές από την πλευρά του επικαλούμενου ζημία ή απώλεια του ασφαλισμένου πράγματος από τη δράση του πιο πάνω κινδύνου, πρέπει να επισημανθεί ότι εννοούνται τα αναγκαία περιστατικά που πρέπει να επικαλεστεί στη δίκη και να αποδείξει ο προβάλλων αξίωση αποζημίωσης ως παραγωγικά του δικαιώματος, για το οποίο ζητεί δικαστική προστασία, ειδάλλως το δικόγραφό του και το αίτημα-ισχυρισμός του πάσχει αοριστίας και τυγχάνει απορριπτέο, αφού δεν προκύπτει εάν συντρέχουν οι αναγκαίοι όροι για την ίδρυση του ουσιαστικού δικαιώματος. 6) Περαιτέρω, η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια. Εκτός εάν από τους όρους του ασφαλιστηρίου προκύπτει διαφορετική πρόθεση, η ασφάλιση κατά ολικής απώλειας περιλαμβάνει πραγματική και τεκμαρτή απώλεια. Όταν ο ασφαλισμένος εγείρει αγωγή για ολική απώλεια και τα στοιχεία αποδεικνύουν μερική μόνο απώλεια, αυτός μπορεί, εκτός εάν διαφορετικά προβλέπεται στο ασφαλιστήριο, να αποζημιωθεί για μερική απώλεια (μερική και ολική απώλεια – άρθρο 56 §§1-4 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 7) Όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος,υφίσταται πραγματική ολική απώλεια. Στην περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως (πραγματική ολική απώλεια – άρθρο 57 §§ 1 και 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 8) Όταν το ενεχόμενο στην περιπέτεια πλοίο τυγχάνει αγνοούμενο και, μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεν ελήφθησαν νέα περί αυτού, συμπεραίνεται ολική απώλεια (αγνοούμενο πλοίο – άρθρο 58 του Μ.Ι.Α. 1906). 9) Με την επιφύλαξη τυχόν όρων του ασφαλιστηρίου, υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια, όταν το ασφαλισμένο πράγμα ευλόγως εγκαταλείπεται εξαιτίας εμφανίσεως της πραγματικής ολικής απώλειας του ως αναπόφευκτου ή διότι δεν μπορούσε να σωθεί από πραγματική ολική απώλεια άνευ δαπάνης, η οποία θα υπερέβαινε την αξία του κατά τον χρόνο που αυτό θα πραγματοποιείτο. Ειδικότερα, τεκμαρτή ολική απώλεια υφίσταται: Ι) όταν ο ασφαλισμένος στερείται την κατοχή του πλοίου ή των πραγμάτων από ασφαλισμένο κίνδυνο και α) είναι απίθανο ότι δύναται να επανακτήσει το πλοίο ή τα πράγματα ή β) το κόστος επανακτήσεως πλοίου ή αγαθών θα υπερέβαινε την αξία τους κατά το χρόνο επανακτήσεως ή II) στην περίπτωση ζημίας σε πλοίο, όταν έχει υποστεί τέτοιες ζημιές από ασφαλισμένο κίνδυνο, που το κόστος αποκαταστάσεως τους θα υπερέβαινε την αξία του πλοίου ως επισκευάσιμου (ορισμός τεκμαρτής ολικής απώλειας – άρθρο 60 §§1,2 υποπαρ.α’ του  Μ.Ι.Α. 1906). 10) Όπου υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια ο ασφαλισμένος δύναται είτε να εκλάβει την απώλεια ως μερική απώλεια είτε να εκλάβει την απώλεια ως εάν αυτή είχε υπάρξει πραγματική ολική απώλεια (συνέπειες τεκμαρτής ολικής – άρθρο 61 του Μ.Ι.Α. 1906). 11) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όταν ασφαλισμένος επιλέγει να εγκαταλείψει το ασφαλισμένο πράγμα στον ασφαλιστή, οφείλει να δώσει δήλωση εγκαταλείψεως. Εάν παραλείψει να το πράξει, η απώλεια δύναται να εκληφθεί μόνο ως μερική απώλεια. 12) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για την απώλεια – άρθρο 67 § 1 του Μ.Ι.Α. 1906) (ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6). Από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει καταρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σ’ αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Γενικά ο ασφαλιστής είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε αμέσως από τον ασφαλισθέντα κίνδυνο τον οποίον καθορίζει το ασφαλιστήριο. Η γενική έκφραση “εναντίον κινδύνων θαλάσσης” δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου (βλ. σχετ. Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικόν Δίκαιον, μετάφρ.Ιασ.Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σελ.302, ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610). Το Αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφάλισης και διακρίνονται ειδικότερα: 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 του Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (“to avoid the contract”) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) των κανόνων περί “WARRANTIES” των άρθρων 33επ. του Μ.Ι.Α., των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή (ΜονΠρΠειρ 4022/2004, ΜονΠρΠειρ 4672/2003 αδημ. στον νομικό Τύπο). Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Μ.Ι.Α. 1906, η αθέτηση όρων της σύμβασης ασφάλισης σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να τη θεωρήσει εξαρχής άκυρη. Και τούτο, διότι ο Μ.Ι.Α. 1906 με ρητή διάταξη (παράγραφος 17) καθόρισε ότι η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη (“uberrima fides/utmost good faith”) και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί (“may be avoided”) από το άλλο μέρος (ΕφΠειρ 480/2014 αδημ. στον νομικό Τύπο). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός, δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και τον χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Η έννοια δε της «απόλυτης καλής πίστης» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου (fraud) και δη έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή την απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλιζομένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι παραλείψεις ή οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. σχετ. Γερ.Βλάχου, Η θαλάσσια ασφάλιση, σελ.36-37). Εξάλλου, αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες (ήτοι μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφαση του να αναλάβει τον κίνδυνο) ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 27.72, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 18 του “ΜΙΑ 1906” ορίζεται ότι: 1. Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό (material circumstance) που είναι γνωστό στον ασφαλιζόμενο και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του είναι γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4. Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 20 του ΜΙΑ 1906: 1. Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου, όπως π.χ. σε περίπτωση δήλωσης από τον ασφαλιζόμενο αξίας μεγαλύτερης από την πραγματική αναφορικά με θαλαμηγό σκάφος (βλ. σχετ. Slattery vs Mance (1962) 61 L1.Rep. 60, Piper vs Royal Excange Assurance (1932) 44 L1.Rep. 103, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31, με σημείωση Αθ.Μαρκάκη, Arnould’s, Law οf Marine Insurance & Average, Vol. II, 16th ed. 1981, παρ.643). Η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου συνεχίζεται και για κάθε μεταγενέστερη ανανέωση ήδη συναφθείσας ασφάλισης (βλ. σχετ. Pacific Queen Fisheries vs Symes U.S., U.S. Court of Appeal 1963, A.M.C. 1647, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31). Τόσο δε η παράλειψη ανακοίνωσης (“non disclosure”) που αναφέρεται στο άρθρο 18 του ΜΙΑ 1906, όσο και η εσφαλμένη ή πεπλανημένη απεικόνιση (“misrepresentation”) του άρθρου 20 του ΜΙΑ 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην αρχή της «απόλυτης καλής πίστης», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεώς τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτομένου μέρους (κατά λεκτική δε κυριολεξία «να αποφύγει το ασφαλιστήριο» – “to avoid the contract”) (ΕφΠειρ 890/2003 ό.π., ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370, Arnould’ s, Law of Marine Insurance and Average, ό.α., παρ.581, και Chalmer’ s, Marine Insurance Act 1906, ed.1976, σελ.26). Ο ασφαλισμένος ζητώντας αποζημίωση ίση με τη στο ασφαλιστήριο αναγραφόμενη αξία του  ασφαλισμένου  κατά  των  θαλασσίων κινδύνων πλοίου πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, πέρα από τη σύμβαση ασφαλίσεως και το περιεχόμενό της, τα περιστατικά εκείνα που συγκροτούν τη βάση του πιο πάνω τεκμηρίου, υπό τα οποία υπάρχει και  επίκληση τους ασφαλισθέντος κινδύνου (ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 1990.64, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 1991.6). Εξάλλου, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που διέπει και τις συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης, είναι δυνατή η ενσωμάτωση στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο δηλώσεων – εγγυήσεων του ασφαλισμένου, οι οποίες αφορούν το αντικείμενο της ασφάλισης, οπότε αυτές καθίστανται περιεχόμενο του συμβολαίου, χαρακτηριζόμενες, μάλιστα, και ως πρόσθετοι όροι. Στην πρακτική, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τέτοιοι όροι ενσωματώνονται, με τον τύπο των ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων και οι καλούμενες “Institute Yacht Clauses”. Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την δυνατότητα να προσδίδουν ιδιαίτερη έμφαση και σπουδαιότητα σε ορισμένες δηλώσεις – εγγυήσεις, έτσι ώστε να ανάγουν αυτές σε ουσιώδεις όρους της ασφαλιστικής σύμβασης και, μάλιστα, κατά τρόπο, που η παράβαση κάποιας από αυτές να επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης αυτής και, συνακόλουθα, απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του έναντι του ασφαλισμένου. Οι ουσιώδεις αυτοί όροι (warranties) μπορεί να έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαιοπρακτικής ρύθμισης, οπότε είναι ρητοί (express warranties) ή, απλά, να εξυπακούονται (implied warranties). Αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή για την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων είτε σε σχέση με την κατάσταση του πλοίου είτε σε σχέση με τις συνθήκες ελλιμενισμού ή παροπλισμού αυτού. Τέτοιοι επιτρεπόμενοι ουσιώδεις όροι (warranties) είναι και: α) ο όρος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να φροντίζει να κυβερνάται το πλοίο πάντοτε από διπλωματούχο ιστιοπλόο και β) ο όρος κατά τον οποίο ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της ευθύνης αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης είναι αποτέλεσμα της ελλείψεως επαρκούς επιμέλειας από μέρους του ασφαλισμένου-πλοιοκτήτη σχετικά με την αποτροπή της (ρήτρα 16 των “INSTITUTE YACHT CLAUSES”). Kαι στις δύο περιπτώσεις παράβαση των όρων αυτών από τον ασφαλισμένο συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως και απαλλαγή του ασφαλιστή από τις έναντι του ασφαλισμένου υποχρεώσεις του, ενώ επιπλέον στην πρώτη περίπτωση παρέχεται στον ασφαλιστή και δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασφαλίσεως (βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Φ.Χριστοδούλου και Χρ. Στυλιανέα “Αι  δηλώσεις-εγγυήσεις (warranties) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν”, ΕΝΔ 4.55, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 1991.6). Η κύρωση από τη μη συμμόρφωση,κατά τα παραπάνω, δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση καθεαυτή συνετέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο, στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση άρθηκε, ενδεχόμενα, πριν από κάθε ζημία. Μόνη,δε, η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παράβασης του όρου. Την παράβαση αυτή πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ασφαλιστής (βλ. σχετ. Arnould’ s, Law of Marine Insurance and Average, Volume II,16th ed., 1981, σελ.579επ., Φ.Χριστοδούλου, Γνωμοδότηση σε ΕΕμπΔ 1998, σελ.154επ., Χρ.Στυλιανέα, Αι δηλώσεις – εγγυήσεις – warranties εις την ναυτικήν ασφάλισιν, ΕΝΔ 4.55, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Έτσι, απαιτείται ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση (Υπόθεση Overseas Commodities vs Style (1958) Lloyd’ s Rep. 546). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906, η μη συμμόρφωση σε μία εγγύηση επιτρέπεται, όταν, εξαιτίας αλλαγής των περιστάσεων, η εγγύηση παύει να ισχύει, υπό τους όρους της σύμβασης ή όταν η συμμόρφωση με την εγγύηση είναι παράνομη, εξαιτίας ισχύος μετέπειτα νόμου, ενώ, με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα, που του χορηγεί η παράβαση μιας εγγύησης. Η ερμηνεία τέτοιων, όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με όσα κρατούν στη Μ.Βρεττανία και τους κανόνες (ερμηνευτικούς), που ισχύουν εκεί (ΑΠ 87/1993 ΝοΒ 42.1142). Σε περίπτωση ύπαρξης αβεβαιότητας ή ασάφειας ως προς το νόημα ή τον σκοπό όρου σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που εκπονήθηκε για να εξαιρεί ή να περιορίζει την ευθύνη του ασφαλιστή, (η οποία, χωρίς τον αμφισβητούμενο όρο θα γεννιόταν κάτω από τους όρους του ασφαλιστηρίου), η προσέγγιση της αληθούς έννοιας του όρου, παραδεκτά, γίνεται με την εφαρμογή του κανόνα “contra proferentum”, ήτοι, σε περίπτωση αμφιβολίας, η διατύπωση στο συμβόλαιο πρέπει να ερμηνεύεται εναντίον του μέρους εκείνου, το οποίο επιδιώκει να επιστηριχθεί σε αυτήν, προκειμένου να μειώσει ή να αποκλείσει τη βασική υποχρέωσή του (ΕφΛονδίνου, υπόθεση “Zeus Tradition Marine Ltd vs Bell” (The “Zeus”), Τόμος Β των Lloyd’ s Law Reports 2000, σελ.587). Οι δηλώσεις – εγγυήσεις (“warranties”) διαφέρουν ουσιωδώς από τα καλούμενα καθήκοντα του ασφαλισμένου (“duties of assured”), με τα οποία νοούνται οι υποχρεώσεις, που φέρει ο ασφαλισμένος, χρονικά, μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και προβλέπονται είτε στον νόμο είτε στο ασφαλιστήριο, αποσκοπούν, δε, στον περιορισμό της ζημίας και στην προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλιστή και ασφαλισμένου κατά τρίτων προσώπων, που ευθύνονται για τη ζημία. Κύριο διακριτικό γνώρισμα της δήλωσης – εγγύησης από το καθήκον του ασφαλισμένου είναι η υποχρέωση του ασφαλισμένου να παραλείπει, καθόλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, όλες εκείνες τις ενέργειες, που μπορεί να συμβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, στην επέλευση του κινδύνου και αντίκεινται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Έτσι, στην περίπτωση που έχει καλυφθεί ασφαλιστικά, ο κίνδυνος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει εγγυηθεί το ασφαλές του ελλιμενισμού ή του παροπλισμού δεν πρέπει να μεταβάλει, μονομερώς, το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης, χωρίς να δηλώσει τούτο στον ασφαλιστή. Σε περίπτωση παράβασης του όρου αυτού, ως κύρωση προβλέπεται η απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τη σύμβαση, σε αντίθεση με την περίπτωση παράβασης του καθήκοντος του ασφαλισμένου για άμεση ενημέρωση του ασφαλιστή και της διωκτικής αρχής, οπότε εγείρεται αξίωση αποζημίωσης υπέρ του τελευταίου (ΜονΠρΠειρ 5415/2003 ΕΕμπΔ 2004.340). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 35Α του “Νόμου Supreme Court Act” του 1981, το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανεισθεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές αποφάσεις από την έκδοσή τους (ΠολΠρΠειρ 2033/2004, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370, ΠολΠρΠειρ 4654/1998 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6, ΠολΠρΠειρ 1545/1980 ΕΝΔ 9.124). Πρέπει να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκείμενη περίπτωση, κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370,ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6,ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30).

Με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι είναι ιδιοκτήτης του Α/Ψ-Α/Κ σκάφους αναψυχής με την επωνυμία «…», με αριθμό νηολογίου …, ο οποίος συνήψε σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισής του με την εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου σύμφωνα με τους ενσωματωμένους γενικούς και ειδικούς ασφαλιστικούς όρους εντός αυτού ήδη από έτος 2003, η διάρκεια της οποίας ορίστηκε σε ένα έτος αρχομένης από τη 13-7-2010 και λήγουσας τη 13-7-2010 έναντι ασφαλιστικού ποσού 528.246,52 ευρώ για ζημίες σε βάρος τρίτων, το οποίο αφορούσε σωματικές βλάβες έως ποσού 293.470,29 ευρώ, υλικές ζημίες έως ποσού 146.735,14 ευρώ και θαλάσσια ρύπανση έως ποσού 88.041,09 ευρώ, ενώ το ως άνω σκάφος είναι ασφαλισμένο για ίδιες ζημίες για ποσό 35.000 ευρώ, το οποίο αφορούσε ποσό 28.000 ευρώ για σώμα hull, ποσό 5.000 ευρώ για κύρια μηχανή marcotsi hp 50, ποσό 500 ευρώ για όργανα ναυσιπλοΐας 1 vhf, ποσό 1.000 ευρώ για 1 βυθόμετρο και ποσό 500 ευρώ για 1 gps φορητό. Ότι την 1-6-2011 ο ενάγων αναχώρησε στις 09.00 με το σκάφος αυτό, το οποίο ήταν αξιόπλοο και κατάλληλο για τον σκοπό προορισμού του, από τον λιμένα Κισσάμου για τη Γραμβούσα Κισσάμου Κρήτης και περί τις 10.30 ως κυβερνήτης διαπίστωσε την εισροή υδάτων από άγνωστο λόγο, ότι κάλεσε μέσω VHF για βοήθεια  από τυχόν αλιευτικά σκάφη και ανταποκρίθηκε το Α/Κ σκάφος με το όνομα «…» με αριθμό νηολογίου …, με το οποίο προέβησαν στην απάντληση των υδάτων από το εσωτερικό του σκάφους πλην όμως δεν ήταν επαρκές αυτό για τη διάσωσή του και στις 11.30 κατέφθασε για βοήθεια και το Α/Κ σκάφος με το όνομα «…» με αριθμό νηολογίου … και με βοήθεια αυτών έγινε απόπειρα απάντλησης των εισρεόντων στο σκάφος του υδάτων, πλην όμως το σκάφος στις 14.20 βυθίστηκε σε βάθος 170 μέτρων και ο ενάγων με τον συνεπιβάτη του επιβιβάστηκαν στο πρώτο ως άνω αλιευτικό και επέστρεψαν στον λιμένα Κισσάμου ασφαλείς. Ότι δεν κατέστη δυνατόν να ειδοποιήσει τη λιμενική αρχή λόγω βραχυκυκλώματος στο VHF του σκάφους, ενώ σύμφωνα με την έκθεση του Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων υφίσταται ναυτικό ατύχημα με αδιευκρίνιστα αίτια, μη υφιστάμενο παράπτωμα και ευθύνη του κυβερνήτη και κατόπιν διενέργειας αυτοψίας, διορισμού πραγματογνωμόνων για τυχόν ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος και έλεγχο της υπαιτιότητας του κυβερνήτη στα πλαίσια προανάκρισης σχηματίσθηκε η υπό … δικογραφία, η οποία τέθηκε το αρχείο. Ότι ο ενάγων ειδοποίησε εγκαίρως και προσηκόντως την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία για τη ζημία που υπέστη από ολική απώλεια του ασφαλισμένου σκάφους αναψυχής του, προσκομίζοντας και τα σχετικά στοιχεία από τον διενεργηθέντα έλεγχο στα πλαίσια της έρευνας και της σχηματισθείσας δικογραφίας, αλλά η εναγομένη αρνήθηκε να του καταβάλει τη δικαιούμενη και συμφωνηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση δυνάμει του επιδίκου ασφαλιστηρίου συμβολαίου παρότι συντρέχουν οι όροι της ασφαλιστικής τους σύμβασης και παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, ενώ του παραδόθηκε επί της από 30-10-2012 έγγραφης αίτησής του, μία επιστολή από την Υποδιεύθυνση Αποζημιώσεων Γενικών Κλάδων κατά την οποία τον πληροφόρησαν ότι η βύθιση σκάφους του δεν εντάσσεται στις ασφαλιστικά καλυπτόμενες περιπτώσεις, χωρίς άλλη διευκρίνιση και τηλεφωνικά τον παρέπεμψαν εν γένει στους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης χωρίς να του παράσχουν συγκεκριμένες πληροφορίες κατά παράβαση της υποχρέωσης διαφάνειας και ενημέρωσης επί των συμβατικών ασφαλιστικών όρων και αντίθετα προς τη συναλλακτική καλή πίστη εκ μέρους τους. Ότι εφόσον επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία οφείλει σύμφωνα με τον νόμο και την ασφαλιστική σύμβαση να του καταβάλει ασφαλιστική αποζημίωση ποσού 35.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία του ασφαλιζόμενου σκάφους, που καλύπτει την επελθούσα ζημία της πραγματικής ολικής απώλειάς του, όπως είχε καθοριστεί στη σύμβασή τους που ήταν ενεργός κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο ζημιογόνο συμβάν, ενόψει του ότι αφενός επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος αφού έλαβε χώρα ζημιογόνο γεγονός εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας από κίνδυνο της θάλασσας και αφετέρου η ασφάλιση καλύπτει ζημία ή απώλεια που προξενείται στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο από τους κινδύνους της θάλασσας, κατά τα άρθρα 9 του στις ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλιση των Θαλαμηγών (Institute  Yacht Clauses 1.11.1985) και 68 του ΜΙΑ 1906. Ότι η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, παρά τη ρητή συμβατική της υποχρέωση και την έγκυρη ειδοποίησή της και την προσκομιδή από τον ενάγοντα όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών που αποδεικνύουν παντελή έλλειψη υπαιτιότητάς του ως κυβερνήτη του ασφαλιζόμενου σκάφους στην επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου αλλά και την άμεση, προσήκουσα και επιμελή αντίδρασή του κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου, αρνείται να του καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ της ασφαλιστικής αποζημίωσης που του οφείλει με βάση τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση, καταστάσα επικουρικώς και αδικαιολογήτως πλουσιότερη ως προς αυτό σε βάρος της περιουσίας του, και με την αντισυμβατική και δύστροπη συμπεριφορά της απέναντί του έχει καταστεί υπερήμερη, προκαλώντας του μέγιστη βλάβη τόσο αναφορικά με την αποθετική ζημία του από την απώλεια του σκάφους του, όσο και αναφορικά με την ηθική του βλάβη λόγω του άγχους και της θλίψης του από την αθέτηση της συμβατικής του υποχρέωσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ ως ασφαλιστική αποζημίωση για την αναφερόμενη ως άνω νομική και συμβατική αιτία, νομιμοτόκως από την 30-12-2012, όταν και έλαβε χώρα η έγγραφη όχλησή της εκ μέρους του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής του προς αυτή και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή σε βάρος της και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, παρ.2 εδ.α΄, παρ.3 περ.Α και Β στοιχ.θ΄, παρ.4, παρ.5 του Ν.2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), με την τακτική διαδικασία, ενώ δεν εισάγεται εν προκειμένω προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), το δε εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά μεταξύ τους, τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, κατόπιν ρητής συμφωνίας των διαδίκων ως συμβαλλομένων στην ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 και 361 ΑΚ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο ιστορικό της κρινόμενης αγωγής, καθόσον πρόκειται για διαφορά από ενοχική σχέση και στο αγγλικό δίκαιο είναι αυτό στο οποίο έχουν υποβληθεί εκ των προτέρων ρητώς και σαφώς τα συμβαλλόμενα μέρη, δυνάμει του ισχύοντος μεταξύ τους υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριου συμβολαίου κλάδου σκαφών αναψυχής, που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα (βλ. σχετ. ασφαλιστήριο κλάδου σκαφών αναψυχής ίδιες ζημίες και ευθύνες, yachts insurance policy own damages & liabilities, policy no. …, agent 709.0.132, για το χρονικό διάστημα από 13-7-2010 έως 13-7-2011). Πλην όμως, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτή λόγω αοριστίας, που είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, διότι με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, είναι προδήλως αόριστη, καθόσον δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο στον επικαλούμενο εκ μέρους του ενάγοντος εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. του 1906, προκειμένου εντεύθεν να ελεγχθεί το νόμω βάσιμο και το ουσία βάσιμο της ένδικης αξίωσής της κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, η παράλειψη κάθε τέτοιας αναφοράς, καθόσον είναι παντελώς ελλιπής και ασαφής, ελλείψει της αναγκαίας εξειδίκευσης, η έκθεση των πραγματικών περιστατικών στο δικόγραφο της αγωγής για το ορισμένο της συνδρομής της ασφαλιστικής περίπτωσης, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου που εμπίπτει στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλίσεως, με βάση τη συμβατική συμφωνία ασφαλιστικής κάλυψης και αποζημίωσης και πρόβλεψή τους, ώστε να πληρούται το πραγματικό του ανωτέρω εφαρμοστέου κανόνα δικαίου και να επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και η εξ αυτής αιτιωδώς προκληθείσα ζημία στο ασφαλισμένο σκάφος του ενάγοντος για την κάλυψη της ζημίας του κατά τους όρους του μεταξύ τους καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου και την επιδίκαση της ασφαλιστικής αποζημίωσης που συμφώνησαν μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΚ 361), λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, κατ’ εφαρμογή του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 25), προκαλεί τοιαύτη αοριστία, αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη, η οποία είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις του ενάγοντος και με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ), διότι δεν εκτίθενται τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του επικαλούμενου αγωγικού δικαιώματος υπό τη νομική βάση της συνδρομής του ασφαλιστικού κινδύνου (ασφαλιστικής περίπτωσης) για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την προξενηθείσα περιουσιακή ζημία του, ένεκα της οριστικής, πραγματικής και ολικής απώλειάς του ασφαλιζόμενου σκάφους αναψυχής του, όπως εκθέτει στην αγωγή του. Λόγω δε της εντελώς λιτής, ασαφούς και τυπικής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του ενάγοντος, ο οποίος περιορίζεται στην αναφορά και μόνο ότι κατά τον πλου στο σκάφος, για άγνωστη αιτία, άρχισαν να εισέρχονται θαλάσσια ύδατα, τα οποία δεν μπορούσε ο ίδιος με τον συνεπιβάτη του ούτε και  με τη συνδρομή δύο αλιευτικών σκαφών τα οποία κάλεσε μέσω των VHF ασυρμάτου για την παροχή βοήθειας, να απαντλήσει προσηκόντως, εγκαίρως και αποτελεσματικά, έτσι ‘ώστε να επιτύχει τη διάσωση του σκάφους του, με συνέπεια την πλήρη και πραγματική καταβύθισή του σε βάθος 170 μέτρων και την εν τέλει απώλειά του, ολική, οριστική και πραγματική, με αδυναμία να ενημερώσει εγκαίρως τη λιμενική αρχή μέσω των VHF λόγω βραχυκυκλώματος από την εισροή υδάτων και ενημερώνοντας στη συνέχεια την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, χωρίς ωστόσο να ιστορεί τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν της εμφάνισης της βλάβης αυτής, το είδος και την έκταση, την πιθανή αιτία της βλάβης στο εν λόγω ασφαλιζόμενο σκάφος του, και ενώ δεν ισχυρίζεται καν στο ιστορικό της αγωγής του από ποία αιτία μπορεί να προήλθε έστω κατά πιθανολόγηση (preponderance of probability) η βλάβη που προκάλεσε την ανεξέλεγκτη και αιφνίδια εισροή υδάτων και εν τέλει την ολική καταβύθισή του, αναφερόμενος παντελώς αορίστως σε αδιευκρίνιστα αίτια και σε άγνωστο λόγο και αιτία εισροής των θαλασσίων υδάτων εντός του σκάφους του, χωρίς να εκθέτει εάν είχαν προηγηθεί και άλλα περιστατικά που αιτιωδώς συνδέονται με την πρόκλησή της, εάν υπήρχαν ενδείξεις έστω και απλές δυσλειτουργίες για ορισμένο προηγηθέν χρονικό διάστημα, τα οποία ως πλοίαρχος όφειλε να γνώριζε και δεν τα αξιολόγησε δεόντως, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο εάν επέδειξε αμέλεια και παρέλειψε να πράξει τα προσήκοντα σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων για τη διάγνωση, την πρόληψη και την αποτροπή της ζημίας του σκάφους, αρκείται σε αυτή την παντελώς αόριστη και γενικόλογη μνεία, χωρίς να εκθέτει ποια πραγματικά περιστατικά είχαν λάβει χώρα, τον χρόνο αυτών και πώς συνδέονται (την αιτιώδη σύνδεσή τους κατά τον κανόνα causa proxima non remota spectator) με την εμφανισθείσα μεταγενέστερα βλάβη του σκάφους του, περιορίζεται σε μία εντελώς ασαφή και αόριστη αναφορά για το ζημιογόνο αποτέλεσμα της εισροής θαλασσίων υδάτων στο σκάφος, χωρίς όμως αναφορά στο ζημιογόνο αίτιο, την αιτία πρόκλησης του ναυαγίου (μηχανική, τεχνική, ανθρώπινη, διαχειριστική κλπ.), γεγονός που προκαλεί τουλάχιστον σύγχυση, άγνοια και αμφιβολία για την αιτία, αλλά κυρίως για τη συνδρομή του αναγκαίου στοιχείου του ασφαλιστικού κινδύνου, ήτοι εάν επήλθε και πληρούται εν προκειμένω η αναγκαία προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της αγωγικής του αξίωσης της ασφαλιστικής περίπτωσης που καλύπτεται από τη μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου για την επιδίκαση της συμφωνηθείσας ασφαλιστικής αποζημίωσης για το ζημιωθέν και ασφαλιζόμενο σκάφος, εφόσον κριθεί ότι τη δικαιούται βεβαίως ο ενάγων, ως ιδιοκτήτης του και με βάση του όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, αλλά και του Μ.Ι.Α. του 1906. Όμως ο τελευταίος, καίτοι υπόχρεος κατ’ άρθρα 335, 338, 216 ΚΠολΔ, ουδέν έτερον ουσιώδες εκθέτει στην αγωγή του για το κρίσιμο ασφαλιστικό περιστατικό, και δη κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, ως προς την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου που εγείρει αξίωσή του για την κάλυψη της ζημίας του σκάφους του από την ασφαλιστική σύμβαση με τη λήψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης του από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Έτσι όμως ο ενάγων παραλείπει να εκθέσει οτιδήποτε άλλο κρίσιμο για τη στήριξη της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αξίωσής του στην υπό κρίση αγωγή του, καθόσον πέραν της παράλειψης να ορίσει συγκεκριμένα την αιτία της βλάβης, ούτε καν εκθέτει τον τρόπο και το σημείο του σκάφους από το οποίο εισήλθαν στο εσωτερικό αυτό τα θαλάσσια ύδατα, καίτοι ο ίδιος ως συντηρητής και επισκευαστής το σκάφους αυτού πρέπει να γνώριζε απολύτως, πολύ περισσότερο δεν εκθέτει ορισμένα, με σαφή και ειδικό τρόπο ποια είναι η ευθύνη και δη ο λόγος που καλείται η ασφαλιστική να του καλύψει τη ζημία του με την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, διότι δεν συντρέχει περίπτωση τεκμηρίου ως προς αυτό το κρίσιμο ασφαλιστικό συμβάν ότι στοιχειοθετείται και ευθύνη της, με βάση τη μεταξύ τους συναφθείσα ασφαλιστική σύμβαση, καθόσον η έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου δεν ταυτίζεται με την επέλευση της ζημίας στο σκάφος από οποιαδήποτε αιτία εάν δεν καλύπτεται αυτή ρητώς, δοθέντος ότι η θαλάσσια ασφάλιση γίνεται κατά συγκεκριμένων περιοριστικά αναφερόμενων κινδύνων και όχι κατά παντός κινδύνου (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 379/2006 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), αφού θα μπορούσε αυτή να προέρχεται από κατασκευαστικό σφάλμα ή ελάττωμα, από ευθύνη του πλοιάρχου, από τη φυσιολογική φθορά του λόγω της παλαιότητάς του, -το οποίο δεν συνιστά όμως τυχαίο και απρόβλεπτο περιστατικό, όπως απαιτείται εν προκειμένω, αλλά αναπόφευκτο αποτέλεσμα της φυσικής πορείας των πραγμάτων- και γενικά από λόγο (περίπτωση) που δεν εμπίπτει στην έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου, ο οποίος καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση και με βάση τους όρους και τις αρχές του Μ.Ι.Α. 1906, προκειμένου να ελεγχθεί η υπαγωγή από το Δικαστήριο και να καταστεί δυνατή η εκφορά αντίθετων, αμυντικών ισχυρισμών προς αντίκρουση της αγωγής εκ μέρους της αντίδικης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, γεγονός που συμβάλει βεβαίως και στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και την απόδοση δικαίου στη διάγνωση και απόφανση επί της ένδικης διαφοράς. Τούτο είναι κρίσιμο κατά τους όρους της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης για τη στοιχειοθέτηση και εν τέλει επιδίκαση της ασφαλιστικής αξίωσης του ενάγοντος προς αποζημίωσή του από την εναγομένη. Εφόσον όμως δεν εκθέτει τα προηγούμενα περιστατικά και ό,τι αφορά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, στην έννοια του οποίου δεν εμπίπτουν ασφαλώς ούτε οι ζημιογόνες περιστάσεις ούτε η επέλευση της ίδιας της ζημίας (εισροή θαλασσίων υδάτων και εν τέλει καταβύθιση του σκάφους), αλλά απαιτείται να διαφωτίζεται η αιτία και η σύνδεσή της αιτιωδώς (predominant in efficiency) με το θαλάσσιο ταξίδι, τον κίνδυνο κατά τη θαλάσσια περιπέτεια, τον θαλάσσιο κίνδυνο (perils of the sea: θαλάσσιοι και συναφείς με τα πλοία και τη ναυσιπλοϊα κίνδυνοι ως τυχαία και απρόβλεπτα και αιφνίδια συμβάντα), όπως διαγιγνώσκεται από συγκεκριμένες πραγματικές περιστάσεις με βάση τον σκοπό και τις έννοιες του Μ.Ι.Α. 1906 και εξειδικεύεται με βάση προηγούμενα νομολογία δεδομένα και υποθέσεις που αντιμετωπίστηκαν ιδίως από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law), και αναφέρεται στον όρο 9.1 της Ρήτρας Θαλαμηγών (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 1656/2015 και 1095/2009 αποφάσεις Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που προσκομίζονται). Συνακόλουθα, δεν μπορεί να διαγνωστεί κάτι τέτοιο και να γίνει ο σχετικός έλεγχος της ένδικης αξίωσής του από απόψεως νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, αφού ούτε τεχνικά μπορεί να ελεγχθεί και διαπιστωθεί το κρίσιμο αυτό γεγονός αιτιωδώς προς την τυχόν αμέλεια του πλοιάρχου ή του πληρώματος του ασφαλισμένου σκάφους (ηθελημένη κακοδιαχείριση ή κακοσυντήρηση, καθυστέρηση στη λήψη μέτρων, αθέτηση υποχρέωσης λήψης μέτρων για αποτροπή ή ελαχιστοποίηση της ζημίας από ασφαλισμένο κίνδυνο) ή και από τη φυσική κατάσταση φθοράς λόγω παλαιότητας στην οποία τελούσε κατά τον πλου (φθορά, έλλειψη αξιοπλοϊας κλπ.). Όταν η απώλεια του σκάφους αποτελεί απλώς το φυσικό αποτέλεσμα της δράσης του θαλασσινού νερού επί του αντικειμένου της ασφάλισης ή της συνήθους φθοράς του θαλασσίου ταξιδιού, δεν αποζημιώνεται ως κίνδυνος της θάλασσας και μάλιστα υπό το ασφαλιστήριο. Η απλή βύθιση ενός σκάφους άνευ επίκλησης ορισμένης αιτίας έστω και κατά βάσιμη έγγιστη πιθανολόγηση από άγνωστη και αδιευκρίνιστη αιτία σε ήρεμη εν γένει θάλασσα χωρίς επίκληση της συνδρομής ενός τυχαίου, αιφνίδιου και απρόβλεπτου γεγονότος που προκάλεσε αιτιωδώς αυτήν, δεν επαρκεί για την εγκαθίδρυση ορισμένης ευθύνης του ασφαλιστή και συνακόλουθα για τη θεμελίωση δικαιώματος ασφαλιστικής αποζημίωσης εν προκειμένω, ενώ δεν ταυτίζεται το αίτιο της εισροής των θαλασσίων υδάτων στο σκάφος με το αίτιο της καταβύθισης αυτού, η δε παράλειψη οποιασδήποτε μνεία για τα αίτια αυτά εντείνει τη σύγχυση για τη συνδρομή του θαλάσσιου ασφαλιστικού κινδύνου στην προκείμενη περίπτωση, για τη θεμελίωση του ενδίκου ουσιαστικού δικαιώματος και την ουσιαστική βασιμότητα και ευδοκίμηση της αγωγικής αξίωσης. Μάλιστα, ο ενάγων ούτε στις προτάσεις που καταθέτει, οι οποίες είναι τυπικές, επικαλούμενος μόνο κατ’ ουσίαν τα προσκομιζόμενα εκ μέρους του αποδεικτικά έγγραφα, εκθέτει οτιδήποτε διαφωτιστικό σχετικώς με τις ανωτέρω κρίσιμες ελλείψεις, που καθιστούν την αγωγή του προεχόντως αόριστη, ήτοι ουδόλως ορισμένα, ειδικά και με σαφήνεια εκθέτει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά ως προς την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, για να διαφωτίσει το Δικαστήριο και να ενισχύσει αποδεικτικά την ένδικη αξίωσή του, η οποία παραμένει κατά το ιστορικό της παντελώς αόριστη και ασαφής κατά την επέλευση της αιτίας της ζημίας και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αυτής και εν τέλει της βλάβης που προκάλεσε την περιουσιακή ζημία στον ενάγοντα λόγω ολικής καταβύθισης και απώλειας του σκάφους, για την οποία εγείρει την κρινόμενη αγωγή, πέραν του ότι δεν δύναται να θεραπεύσει την αοριστία της αγωγής του με τις προτάσεις του, οπότε δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωσή του για την έκθεση της αξίωσής του με ορισμένο τρόπο κατά τους όρους της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, αφού ούτε εκθέτει με σαφή τρόπο τα γεγονότα που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο (ΜΙΑ 1906) την αγωγή του και δικαιολογούν της άσκησή της εκ μέρους του κατά της εναγομένης ούτε και την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Πρόκειται δε σε κάθε περίπτωση για αθεράπευτη νομική αοριστία της αγωγής. Από την απλή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής της τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων ως παραγωγικά του δικαιώματός της κατά το εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 παρ.1 του ΜΙΑ 1906, για το οποίο αιτείται δικαστικής προστασίας έναντι της εναγομένης, δεν είναι επαρκή σε βαθμό, που, υπαγόμενα στον προσήκοντα ως άνω αφηρημένο κανόνα δικαίου, να μπορούν να οδηγήσουν στη γέννηση του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματός του, αφού δεν μπορεί να γίνει υπαγωγή (υποθετικός συλλογισμός) σε αυτόν λόγω της προφανούς ελλείψεως των προσηκόντως και αναγκαίως εκτιθέμενων στην αγωγή, όπως από τα ίδια τα λεγόμενά του αναδεικνύονται, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ως εκ τούτου, παραβιάζεται διά της πλαγίας οδού η υποχρέωσή του κατά τον κανόνα του άρθρου 216 ΚΠολΔ, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αντιστοιχεί σε υποχρέωσή του που ανάγεται στη νόμιμη προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης. Η έλλειψη των αναγκαίων αυτών ειδικών δικαιοπαραγωγικών νομικών και πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο στον επικαλούμενο εκ μέρους του ενάγοντος και εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906 καθιστά αδύνατον τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής του, και στο στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά προκαλεί και αδυναμία στην εναγομένη να αντιτάξει τους αμυντικούς και υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της κατά την αντίκρουση της αγωγή που έχει εγερθεί σε βάρος της, ακριβώς λόγω της πρόδηλης αοριστίας της, ιδίως αναφορικά με την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου (περίπτωσης) έστω και από αιτία κατά υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 358/2007 ΤΝΠ Νόμος) και τη στοιχειοθέτηση της ένδικη αξίωσής του για την ασφαλιστική αποζημίωση, λόγω της περιουσιακής του ζημίας, γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση, την ασάφεια και την αοριστία. Ο ενάγων παραβίασε εκ του πλαγίου τον κανόνα του άρθρου 216 ΚΠολΔ και επέλεξε να μην εκθέσει τα αναγκαία κρίσιμα δικαιοπαραγωγικά της ένδικης αξίωσής του πραγματικά περιστατικά, τα δε επικαλούμενα εκ μέρους του πραγματικά γεγονότα, ακόμη και αληθή εκλαμβανόμενα, δεν συμπίπτουν με το πραγματικό του επιλεγέντος κανόνα δικαίου, δηλαδή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος για τη γέννηση του επίδικου δικαιώματος, είναι ελλιπή και προκαλούν ασάφεια και αοριστία στην αγωγή του, διότι δεν είναι επαρκώς σαφή, ειδικά και ορισμένα, όπως είναι αναγκαίο για να πληρωθούν οι προϋποθέσεις του επικαλούμενου από αυτόν κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Αγγλικού Νόμου Θαλάσσιας Ασφάλισης (ΜΙΑ) του 1906 κατά τρόπο που δεν είναι δυνατή η σύγκριση του περιεχομένου της αγωγής με το πραγματικό αυτού, συνακόλουθα, καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η διεξαγωγή αποδείξεων από το δικαστήριο και η άμυνα των εναγομένων. Όσα εκθέτει ο ίδιος στην αγωγή προκαλούν ήδη αμφιβολίες για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, είναι «θολά», ασαφή και γενικόλογα, καθόσον πέραν το σύντομου της σχετικής αναφοράς του στα κρίσιμα, ως άνω, περί τον ασφαλιστικό κίνδυνο και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της πλήρωσης αυτού και της επέλευσης των ζημιογόνων περιστάσεων και εν τέλει της προκληθείσας ζημίας του από την ολική και πραγματική απώλεια του σκάφους του, δεν εμβαθύνει ούτε διαφωτίζει τις αιτίες του επικαλούμενου ναυτικού ατυχήματος, θεωρώντας δεδομένη την ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας από την ασφαλιστική σύμβαση και τον ΜΙΑ 1906, ότι εφόσον το σκάφος του βυθίστηκε έστω και από άγνωστη αιτία, εκείνος δικαιούται την κάλυψη της ζημίας του, διότι σε κάθε περίπτωση έτσι επαρκώς πληρούται (επήλθε) η ασφαλιστική περίπτωση για την οποία συνήψαν τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση, γεγονός ουδόλως αληθές και βάσιμο ωστόσο. Και μόνο από το γεγονός ότι επήλθε η ζημία της καταβύθισης του σκάφους, δεν σημαίνει ότι επήλθε λόγω πλήρωσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ήτοι στοιχειοθέτησης της ασφαλιστικής περίπτωσης κατά την έννοια του ΜΙΑ 1906. Θα έπρεπε να γίνεται τυχόν μνεία εάν εμφανίστηκε συγκεκριμένη βλάβη στη μηχανή του σκάφους, εάν είχε εμφανίσει προηγούμενα ελαττώματα ή αστοχίες ή δυσλειτουργίες, εάν είχαν γίνει προηγούμενες επισκευές της, εάν υπήρχε άστοχος ή αμελής χειρισμός του κλπ., αφού δεν είναι σαφές πώς επήλθε η κρίσιμη ένδικη βλάβη του και πώς αυτή συνδέεται αιτιωδώς με τη εισροή θαλασσίων υδάτων εντός αυτού, αφού εκτεθούν και οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι (ασφαλιστικές περιπτώσεις) που είχαν συμφωνήσει τα διάδικα μέρη ως μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης που συνήψαν μεταξύ τους, για να διαφωτίζεται επαρκώς εάν στοιχειοθετείται έτσι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος για ασφαλιστική κάλυψη της ζημίας του και λήψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης, λόγω της περιουσιακής του ζημίας, εκ μέρους της εναγομένης αντισυμβαλλομένης του ασφαλιστικής εταιρείας, προκειμένου για τη στοιχειοθέτηση του κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του ΜΙΑ 1906 και την επέλευση των επιδιωκόμενων από τον ενάγοντα έννομων συνεπειών του προς όφελός του, όπως οι όροι αυτοί διαλαμβάνονται ειδικότερα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Η εναγομένη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της βασίμως, κατόπιν των εκτιθέμενων στην αγωγή, αμφισβητεί έντονα την ασφαλιστική ευθύνη της, προτείνοντας σειρά ισχυρισμών που δεν είναι εφικτό να ελεγχθούν, ελλείψει έκθεσης οποιασδήποτε αιτίας επέλευσης της βλάβης και εν τέλει της ζημίας στο σκάφος, με ευθύνη του ενάγοντος κατ’ άρθρα 216, 335, 338 ΚΠολΔ. Ο ενάγων στην αγωγή του εκθέτει ότι ήταν αιφνίδια η εμφάνιση της βλάβης αυτής, αλλά πρέπει να είχαν προηγηθεί ενδείξεις και δυσλειτουργίες της μηχανής του σε προγενέστερο χρόνο και δη περισσότερες από μία φορές, για τις οποίες δεν ενημερώθηκε η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και δεν αξιολογήθηκαν τυχόν δεόντως, οπότε γίνεται μνεία εκ μέρους της εναγομένης προς αντίκρουση της αγωγής μίας ενδεικτικής σειράς από πιθανές περιπτώσεις, εντελώς ασαφώς και αορίστως, γεγονός που εγείρει βάσιμες αμφιβολίες στο Δικαστήριο για τη νομιμότητα και ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αξίωσής του και ευλόγως παρέχει το δικαίωμα στην εναγομένη να αμφισβητεί την ουσιαστική βασιμότητά της, ισχυριζόμενη ότι η βλάβη και η ζημιά του δεν οφειλόταν σε αιτία που αντιστοιχεί στον ασφαλιστικό κίνδυνο, αλλά σε προφανώς μη καλυπτόμενη αιτία από την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ τους, λ.χ. στη φυσική και αναμενόμενη φθορά του σκάφους λόγω της παλαιότητάς του, περίπτωση που δεν καλύπτεται από τον ασφαλιστικό κίνδυνο κατά την έννοια του ΜΙΑ 1906 και της ασφαλιστικής σύμβασής τους, διότι δεν αποτελεί βίαιο και αιφνίδιο συμβάν κατά την έννοια που απαιτείται κατά τον νόμο (ΜΙΑ 1906) και τη νομολογία (case law), γεγονός που ευλόγως επιτείνει την ασάφεια και την αοριστία στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών του ιστορικού της ένδικης αγωγής, με δεδομένο δε ότι, όπως και η εναγομένη ισχυρίζεται στις προτάσεις της ότι τίποτε δεν εκτίθεται στην αγωγή που να αποτελούσε ζημιά από ασφαλιζόμενο κίνδυνο, ήτοι ασφαλιστική περίπτωση που να δικαιολογεί στην προκείμενη περίπτωση την ασφαλιστική του κάλυψη από τη ασφαλιστήρια σύμβασή τους και την υποχρέωσή της για καταβολή της αξιούμενης ασφαλιστικής αποζημίωσής της για την περιουσιακή του ζημία αναφορικά με τη βλάβη από την ολική και πραγματική απώλεια του σκάφους του λόγω βύθισής του. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου εκτιμάται ότι δεν επαρκεί για το ορισμένο της αγωγής η τόσο αφαιρετική και γενικόλογη έκθεση της ιστορικής βάσης της αγωγής, διότι δεν πληροί τους όρους του άρθρου 216 ΚΠολΔ, αφού δεν συνιστά σαφή, ειδική και ορισμένη έκθεση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν το ιστορικό της αγωγής ούτε και για τη νομική της βάση (ποιοτική και ποσοτική αοριστία) και το αίτημά της ούτε προκύπτουν εκ του περιεχομένου αυτών τα ανωτέρω αναγκαία νομικά και πραγματικά (δικαιοπαραγωγικά) περιστατικά για τη θεμελίωση της αξίωσης της αγωγής του. Η εναγομένη αρνείται την αγωγή και προβάλλει αλλεπάλληλες σειρές πολλαπλών και πολυσχιδών ισχυρισμών, αρνητικών της αγωγής, αιτιολογημένων και κατ’ ένσταση, ο δε τρόπος που εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία κατά νόμο πραγματικά περιστατικά είναι τόσο ελλιπής, ώστε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους ούτε το αγωγικό δικαίωμα υπό τη συμβατική βάση ούτε οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εναγομένης και οι ενστάσεις της για τη δυνατότητα ανταπόδειξης. Η παράλειψη δε τούτων, προκαλεί εμφανή αοριστία, ασάφεια και σύγχυση στην ιστορική και νομική βάση της κρινόμενης αγωγής, το δικόγραφο της οποίας καθίσταται παντελώς ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, καθώς τα θεμελιωτικά της ένδικης αξίωσης περιστατικά έπρεπε να εκτίθενται κατά την επιταγή του νόμου με τρόπο σαφή και ορισμένο και όχι απλώς να επιτρέπεται στο Δικαστήριο, αλλά και στην εναγομένη, η οποία καλείται να αντικρούσει την αγωγή, να συνάγει τα στοιχεία αυτά από μία πληθώρα αποδεικτικών εγγράφων, διότι τούτο θα συνιστούσε καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, δηλαδή της αρχής ότι η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δε θεραπεύεται με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η παράλειψη αυτή συνιστά, κατά πάγια θέση της νομολογίας, επιλήψιμη αοριστία της αγωγής που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση του ενάγοντος ούτε με την αποδεικτική διαδικασία (έγγραφα, μάρτυρες κλπ.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (ΚΠολΔ 216,111, 118), αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενης υπό του Δικαστηρίου, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, κατά παραδοχή και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, διότι δεν εκτίθενται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, προκειμένου να καταστεί δυνατόν αφενός για το Δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγικής αξίωσης και αφετέρου για την εναγομένη να αντιτάξει τους ανταποδεικτικούς της ισχυρισμούς (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 216/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 29/2013 Δικ/φια 2013.83, ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008. 933, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη, ως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

       ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

       ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.         ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την    -9-2020.  

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ