Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  3133/2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 11594/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6581/2015)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 17η Απριλίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11594/2015 και ΕΑΚ 6581/2015 αγωγή καταβολής αποζημίωσης από αδικοπραξία, λόγω βλάβης εμπορευμάτων (φορτίου) από θαλάσσια μεταφορά διά πλοίου, μεταξύ:

             ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία “…, εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Ευαγγέλου Τσουρούλη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1296) και Παρασκευά Μπαντιά του Δημητρίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π.    ), κατοίκων …,  και κατέθεσαν προτάσεις στη συζήτηση στο ακροατήριο.

           ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Γερμανικής Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “…”, εδρεύουσας στο …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σωτηρίου Φέλιου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 6921), κατοίκου …, και κατέθεσε προτάσεις στη συζήτηση στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα εταιρεία με την από 4-11-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11594/2015 και ΕΑΚ 6581/2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 10-5-2016 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 17-4-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου με αύξοντα αριθμό 1, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις που κατέθεσε, η δε ως άνω εναγομένη εταιρεία ζητεί την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρει στις προτάσεις που κατέθεσε.

              ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και κατέθεσαν τις προτάσεις τους στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

                 Ι. Oι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Mε τον Ν.2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25ης-8-1924 (για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές) μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα τροποττοιητικά αυτής Πρωτόκολλα της 23ης-2-1968 και της 21ης-12-1979 (Κανόνες “Χάγης-Βίσμπυ”) και συνεπώς οι κανόνες της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 28 §1 του ισχύοντος Συντάγματος αναπόσπαστο τμήμα του ημεδα­πού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντιθέτου διατάξεως νόμου (ΕφΠειρ 560/2007 ΕΝΔ 35.323). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 περ.β’, 2 §§ 1 και 2, 3 § 1, 5 § 2 και 10 § 2, προκύπτει ότι οι διατάξεις της εν λόγω ΔΣ, που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από 23-6-1993, έχουν ισχύ στις θαλάσσιες μεταφορές, στις οποίες τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω μεταφορές καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο πα­ρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278). Επίσης, εφαρμόζονται και στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (βλ. σχετ. Α.Κιάντου-Παμπούκη, Κύρωση Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ και Δίκαιο Ναυλώσεως, στην ΕΝΔ 21.287επ. και ιδίως σελ.290, Κοροτζή, Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, 1994, σελ.12-13, Σωτηροπούλου, Οι κανόνες του “Βίσμπυ”, ΕΕμπΔ 1994 σελ.309-310, Στυλιανού Στ., Η έκταση εφαρμογής στην Ελλάδα της Διεθνούς Σϋμβασης των Βρυξελλών, ΕΝΔ 22.1,7, ΕφΠειρ 76/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 162/2004 ΠειρΝομ 26.323 και στην ΤΝΠ του ΔΣΑ, ΕφΠειρ 305/2005 ΠειρΝομ 27.205). Σύμφωνα με τα ανωτέρω σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή μεταφοράς πραγμάτων διά θαλάσσης που τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δίχως η μεταφορά αυτή να καλύπτεται από φορτωτική εκδοθείσα από τον θαλάσσιο μεταφορέα σε εκτέλεση του ναυλοσύμφωνου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν.2107/1992 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), αλλά οι διατάξεις περί ναυλώσεως του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 107επ. του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384). Η φορτωτική που εκδόθηκε πρέπει να είναι σε διαταγή και να κυκλοφόρησε, οπότε αποτελεί τον τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά (βλ. ΕφΛαμ 198/2006 Αρμ 2007.551, ΕφΠειρ 186/2006 ΕΝΔ 2006.275, ΠολΠρΠειρ 3365/2006 ΕΝΔ 2006.283). Επομένως, δεν εφαρμόζεται η παραπάνω Δ.Σ., αλλά οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ στις περιπτώσεις που δεν έχει εκδοθεί φορτωτική με την παραπάνω έννοια, αλλά έχει καταρτιστεί ναύλωση που διέπεται μόνο από ναυλοσύμφωνο ή έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή απόδειξη παραλαβής ή δελτίο επιβίβασης οχήματος, τα οποία εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων, δηλαδή έγγραφα που δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και χρησιμοποιούνται σε μεταφορές στις οποίες δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 1206/2005 ΕΕμπΔ 2006.693, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 162/2004 ΕΝΔ 32.32, ΕφΠειρ 97/2004 ΕΝΔ 32.41, ΕφΠειρ 300/2004 ΕΝΔ 32.124, ΕφΠειρ 1023/1997,ΕφΠειρ 1030/1997). Από τον συνδυασμό των άρθρων 135 και 138 ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημιά που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου, το οποίο υπήρχε κατά την έναρξη του πλου, ως προς την καταλληλότητα αυτού προς πλουν και προς διατήρηση του φορτίου, η ευθύνη του μάλιστα αυτή έχει θεσπιστεί έναντι παντός έχοντος συμφέρον επί του φορτίου, δηλαδή έναντι του φορτωτή (κι αν ακόμη δεν είναι ο ναυλωτής), του παραλήπτη, του ασφαλίσαντος αυτό (φορτίο) ή του έχοντος ενέχυρο επ’ αυτού. Ειδικότερα δε, ο εκναυλωτής – μεταφορέας είναι υπεύθυνος για κάθε αποκαλυπτόμενη προϋπάρχουσα πλημμέλεια του πλοίου συναπτόμενη με την καταλληλότητα αυτού, έστω και αν η μέριμνα ως προς αυτήν ανατέθηκε απ’ αυτόν (που δεν έχει τα προσόντα να ενεργεί προς τούτο προσωπικά) σε πρόσωπο ειδικευμένο που επέλεξε με επιμέλεια (ΠολΠρΠειρ 954/1990 ΕΝΔ 1990.505). Ο όρος “μεταφορά πραγμάτων” καλύπτει την περίοδο από τον χρόνο που φορτώθηκαν τα πράγματα στο πλοίο μέχρι την εκφόρτωσή τους από αυτό. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής, δηλαδή ο θαλάσσιος μεταφορέας, υποχρεούται σε κάθε επιμέλεια του φορτίου, κυρίως δε ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία η οποία οφείλεται στην απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων και η οποία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παραδόσεώς των στον παραλήπτη. Οι διατάξεις των άρθρων 134 παρ.3 και 135 του ΚΙΝΔ θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν βαρύνει πταίσμα αυτόν και τα προεστημένα κατ’ άρθρο 138 παρ.1 του ΚΙΝΔ όργανά του. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (βλ. άρθρα 330 και 334 του ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα (ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 1997.140, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 1991.430). Επιπρόσθετα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 40, 84 και 138 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι ο πλοίαρχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, επομένως και για ελαφρά αμέλεια, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε. Το άρθρο 138 του ΚΙΝΔ ορίζει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που έχει προστήσει και ιδίως του πλοιάρχου και του πληρώματος σαν να ήταν δικό του πταίσμα και προβλέπει περαιτέρω ότι αν προκλήθηκε ζημία από πράξεις ή παραλείψεις σχετικές με τη διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου, δηλαδή στις περιπτώσεις “ναυτικού πταίσματος”, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον για προσωπικό του πταίσμα “διαχειριστικόν ή διοικητικόν” (εμπορικόν), διευκρινίζοντας τελικά ότι στη διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα που λαμβάνονται κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εκναυλωτής ευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 135 ΚΙΝΔ (σε συνδυασμό και με το άρθρο 914 ΑΚ), για κάθε ζημία, ήτοι και για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου ως προς την καταλληλότητα προς πλουν ή προς διατήρηση του φορτίου. Εξειδικεύεται, δηλαδή, η περίπτωση αμελείας του εκναυλωτή, αποτελούσα την αιτία βλάβης ή απώλειας του φορτίου (βλ. Δ. Καμβύση ό.π., σχόλια υπ’ αριθ.135, σελ.389επ. με παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397). Το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα άρθρα 134 παρ.3 και 135 ΚΙΝΔ βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από τον μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρεία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκησή της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση τον μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του (ΕφΠειρ 142/2012, ό.π., ΕφΠειρ 835/2010, ό.π., ΕφΠειρ 447/2005, ΕΝΔ 2005.331, βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ό.π., §108, σελ.390-391). Περαιτέρω δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 του ΚΙΝΔ που είναι αναγκαστικού δικαίου (jus cogens),εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτού (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων διά θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού των, δηλαδή στο λιμάνι εκφορτώσεώς των από το πλοίο, κατά το χρόνο ενάρξεως της εκφορτώσεώς των από αυτό  (βλ. Α.Τούση, Εμπορικός Κώδικας, 1976, υπ’ άρθρο 139 του ΚΙΝΔ, σελ.343, 344 με παραπομπές στη νομολογία, Νικ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, υπ’ άρθρα 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σελ.400 έως 402, Ν.Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ.214, σελ.346 έως 348, Στ.Σταυρόπουλου, Ερμ.Εμπ. και Ναυτ. Δικαίου, υπ’ άρθρο 139, σελ.409, ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΕφΠειρ 762/2002 ΕΝΔ 30.455, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμημ.Εφ.Πειρ 1994-1995, σελ.237, ΕφΠειρ 33/1984 ΕΝΔ 12.481, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 ΕΝΔ 1989.507). Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απολεσθέντων πραγμάτων ισχύουν και επί συρροής αξιώσεων εξ αδικοπραξίας και εκ συμβάσεως λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημιώσεως, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης (ΑΠ 504/2003 ό.π., ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 1995.12). Σε κάθε περίπτωση συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης, ισχύουν οι περιορισμοί της αποζημίωσης των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τον δεύτερο από τα οποία, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για βλάβη των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει είναι ίση με τη διαφορά “μεταξύ της τιμής πωλήσεως αυτών και της τιμής εις την οποίαν θα επωλούντο άνευ της βλάβης εις τον τόπον προορισμού κατά τον χρόνον της εκφορτώσεως”. Έτσι, στην περίπτωση αγωγής, με την οποία διώκεται η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας, είναι απαραίτητο να αναφέρεται σ’ αυτήν ως ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο η τιμή πωλήσεως του βλαβέντος πράγματος (τη θαλάσσια μεταφορά του οποίου ανέλαβε δυνάμει συμβάσεως ο εναγόμενος) πριν και μετά τη βλάβη στον τόπο προορισμού κατά τον χρόνο της εκφορτώσεως, έτσι ώστε να προκύπτει η αποκαταστατέα διαφορά, που αποτελεί και τη ζημία του δικαιούχου (ΕφΠειρ 757/1997 ΕΝΔ 26.28, ΕφΠειρ 159/1996 ΕΝΔ 24.337, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 19.430, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Ο δε ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, έναντι του οποίου ευθύνεται κατ’ άρθρο 135 ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής, όπως είναι ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε τη ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης (βλ. ΕφΠειρ 142/2012 ΔΕΕ 2012.695), εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή (ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝΔ 1998.13). Δεν δικαιούται δηλαδή να αξιώσει ούτε το κατά το άρθρο 298 ΑΚ διαφυγόν κέρδος ούτε άλλη περαιτέρω ζημία, θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη μη παράδοση ή τη βλάβη του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη μη χρησιμοποίησή του, αυτό δε είτε η βλάβη του πράγματος ανέκυψε από την αθέτηση της ναύλωσης ή της σύμβασης μεταφοράς είτε από αδικοπραξία (βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, § 100, σελ. 355-357, Ν.Δελούκα, Ιδ.Ναυτ. Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρα 139-140 ΚΙΝΔ, παρ.2, σελ.402 με παραπομπές στη νομολογία, Γ.Θεοχαρίδη, Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, 2000, σελ.126, 127, ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.483, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 603/1998 ΕΝΔ 16.375, ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝΔ 26.13, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 19.159, ΕφΠειρ 191/1990 ΕΝΔ 19.158, ΕφΠειρ 506/1988 ΕΝΔ 17.497, ΕφΠειρ 1200/1981 ΕΝΔ 10.13, ΕφΠειρ 805/1979 ΕΝΔ 8.12, ΕφΠειρ 175/1979 ΕΝΔ 7.199, ΠολΠρΠειρ 650/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001.212, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 1994.105). Έτσι, η αγωγή σε βάρος του εκναυλωτή με βάση την αδικοπραξία είναι νόμιμη μόνο κατά το αίτημα αποζημίωσης για την αξία των απολεσθέντων ή βλαβέντων πραγμάτων και όχι για το διαφυγόν κέρδος (ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278). Τέλος, ο περιορισμός της ευθύνης του μεταφορέα στα ανώτατα προβλεπόμενα στη Διεθνή Σύμβαση Αθηνών όρια, ως τούτα ισχύουν μετά την τροποποίηση τους από μετά το Πρωτόκολλο 2002, μπορεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 της ΔΣ να αποκλεισθεί, αφού (1) ο μεταφορέας δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια ευθύνης που καθορίζονται στα άρθρα 7, 8 και 10 παρ.1, αν αποδεικνύεται ότι η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του μεταφορέα που έγινε με πρόθεση να προξενηθεί η ζημία αυτή, ή από αμέλεια με τη γνώση ότι τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανότατα να προκληθεί. (2) Ο υπάλληλος ή πράκτορας του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δεν θα έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια αυτά, αν αποδεικνύεται ότι η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη αυτού του υπαλλήλου ή πράκτορα, που έγινε με πρόθεση να προξενηθεί η ζημία αυτή, ή από αμέλεια με τη γνώση ότι μία τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανότατα να προκληθεί. Έτσι για να εκπέσει από το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης ο μεταφορέας, ο ενάγων θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η ζημία χώρησε ως αποτέλεσμα εμπρόθετης ή δόλιας συμπεριφοράς ή τουλάχιστον συμπεριφοράς που εμπίπτει στον ενδεχόμενο δόλο (βλ.Φ. Χριστοδούλου,Το πλοίον ως ιδιαίτερον στοιχείον της περιουσίας του πλοιοκτήτη –Πρακτικά/Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, 1993, σελ. 93).

ΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 §5 εδ.α’ και β΄ των Κανόνων “Χάγης-Βίσμπυ”, καθορίζεται το συνολικό ποσό αποζημιώσεως, που οφείλεται από τον μεταφορέα, για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα και ο τρόπος υπολογισμού. Επιπλέον, οι αυτοί Κανόνες (“Χάγης-Βίσμττυ”) ρύθμισαν ειδικώς και ρητώς στο άρθρο 4β (που προστέθηκε με το άρθρο 3 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου της 23ης-2-1968) και τις περιπτώσεις στις οποίες εγείρεται αγωγή από αδικοπραξία είτε κατά του μεταφορέα είτε κατά του προστηθέντος αυτού (βλ. σχετ. Κοροτζή ό.π., σελ.41-43, 59-60, Π.Σωτηροπούλου, ό.π., Κιάντου-Παμπούκη ό.π., Γ.Θεοχαρίδη,Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφο­ρέα, σελ.260-288, ΕφΠειρ 160/2003 ΕΝΔ 31.261, ΕφΠειρ 162/2004 ό.π., ΕφΠειρ 305/2005 ό.π., ΠολΠρΠειρ 4675/2006 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 §5 εδ.β’, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων, στον τόπο και στον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπό­ρευμα ή, αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή, αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ιδίου είδους και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς, ο κατά τα ανωτέρω ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων και βλαβέντων πραγμάτων, δηλαδή η αναφορά μιας από τις πιο πάνω αξίες αυτών και όχι υποχρεωτικά της προηγουμένης, είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βά­σης της σχετικής αγωγής αποζημίωσης, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο (βλ. ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 23.12, ΕφΠειρ 726/2006 αδημ. σε Νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 305/2005 ό.π., με σχετικές παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία). Από τη διάταξη του άρθρου 4§5 εδ.β’ της ως άνω ΔΣ, σε συνδυασμό με την §1 αυτού, συνάγεται ότι κατά τον προσδιορισμό της καταβλητέας ως άνω αποζημιώσεως και την έκτασή της δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτή οι απαιτήσεις αποκατάστασης διαφυγόντων κερδών, μείωσης της εμπορικής αξίας, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη βλάβη ή την απώλεια του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφελείας από τη χρη­σιμοποίησή του είτε η αγωγή θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική είτε στην εξωσυμβατική ευθύνη (βλ. σχετ. Κοροτζή, ό.π., σελ.41, του ιδίου σχόλ. στη Ναυτική Δικαιοσύνη 2001.105,111, ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 25.140, ΠολΠρΠειρ 4675/2006 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 των Κανόνων “Χάγης-Βίσμπυ”, προκύπτει ότι στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφο­ράς ο μεταφορέας (εκναυλωτής) ευθύνεται σε αποζημίωση στην περίπτωση βλάβης ή απώλειας των πραγμάτων που προκλήθηκε κατά τον χρόνο από την παραλαβή προς μεταφορά μέχρι την εκφόρτωση από το πλοίο και την παράδοση στον παραλήπτη, εκτός εάν η απώλεια ή η βλάβη οφείλεται σε περιστατικά που δεν μπο­ρούσαν να αποτραπούν ούτε με την καταβολή της επιμέλειας ενός συνετού εκναυλωτή. Οι ως άνω διατάξεις θεσπίζουν νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (ΕφΠειρ 305/2005 ό.π., ΜονΠρΠειρ 1381/1999 ό.π.).

ΙΙΙ. Εκτός από τη συμβατική, ο εκναυλωτής υπέχει ευθύνη προς αποζημίωση και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα (άρθρα 26, 914επ. ΑΚ, ΕφΠειρ 980/1995 ΕΝΔ 24.455), αν η απώλεια ή η βλάβη του φορτίου οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων από αυτόν πλοιάρχου ή πληρώματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν (άρθρα 922, 914, 297, 298 ΑΚ, 84 παρ.2 ΚΙΝΔ), κι αν ακόμα η συγκεκριμένη συμπεριφορά που συνθέτει τον δόλο ή την αμέλειά του ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, αυτών που νομίμως το εκπροσωπούν, αποτελεί παράβαση και συμβατικής υποχρέωσης, διότι και στην περίπτωση αυτή η συντέλεση της ζημίας αντίκειται στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ γενικό καθήκον του «μη ζημιούν έτερον» και δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ υπαιτίου και ζημιωθέντος, αφού στο πλαίσιο του παραπάνω καθήκοντος ο κάτοχος ή ο μεταφορέας αλλότριου πράγματος υποχρεώνεται από μόνη την ιδιότητα αυτή να απέχει από κάθε ενέργεια ή παράλειψη που θα μπορούσε να προκαλέσει την ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη της ουσίας του. Έτσι, επί βλάβης ή απώλειας των πραγμάτων κατά την εκτέλεση της θαλάσσιας μεταφοράς δημιουργείται υπέρ του δανειστή και σε βάρος του εκναυλωτή συρροή αξιώσεων, που μπορούν να ασκηθούν παράλληλα (διακριτική ευχέρεια), ήτοι σχετική αξίωση για αποζημίωση μπορεί να στηριχθεί είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο, αλλά η ικανοποίηση της μίας επιφέρει την απόσβεση της άλλης (ΕφΠειρ 33/1984 ΕλλΔνη 1985.82, ΠολΠρωτΠειρ 911/2002 ΔΕΕ 2003.84, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 22.105, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Kατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 18/1993 ΝοΒ 1993.1069, ΑΠ 1580/1992 ΕλλΔνη 1994.369). Στο μέτρο που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914επ. ΑΚ, όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΑΠ 465/1995 ΝοΒ 43.543, ΑΠ 18/1993 ΝοΒ 41.1069, ΑΠ 1580/1992 ΕλλΔνη 1994.369, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278). Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά  το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη  ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ό.π., ΑΠ 555/1999 ΤΝΠ Νόμος). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα (τη διακριτική ευχέρεια) να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1653/2010 ΕΝΔ 2011.25, ΑΠ 1734/2009 ΧρΙΔ 2011.100, ΑΠ 1235/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1711/2008 ΕΕμπΔ 2009.875, ΕφΠειρ 207/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 617/2014 ΔΕΕ 2012.1193, ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝΔ 12.125, ΕφΠειρ 313/2011 ΕΝΔ 2012.146, ΕφΠειρ 564/2007 ΠειρΝομ 2008.81, ΕφΠειρ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94, ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, επί θαλάσσιας μεταφοράς η συνηθέστερη περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού οργάνων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης-θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας εν προκειμένω (βλ. Η ευθύνη προς αποζημίωση στο ελληνικό και το διεθνές Ναυτικό Δίκαιο κατά το 4° Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου από 6 έως 9 Ιουνίου 2001 από Ιωάννη Βρέλλο, σελ.56-57 – Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, Γ. Θεοχαρίδη, 2000, σελ.128-129, ΕφΠειρ 76/2006 ΠειρΝομ 2006.466, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 22.375, ΕφΠειρ 1741/1990 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται σαφής αναφορά των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την υπαιτιότητα των παραπάνω προστηθέντων προσώπων από τον εκναυλωτή πλοιάρχου και πληρώματος και δικαιολογούν την ευθύνη τους από την αποδιδόμενη αδικοπραξία (ΑΠ 480/1989 ΕλλΔνη 31.1437, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124,ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397).

ΙV. Περαιτέρω, στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Tο άρθρο 107 ΚΙΝΔ που ανήκει στο Κεφάλαιο Α΄ αυτού ορίζει ότι: «η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων διά θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών διά θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφόσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου, αλλά και από την εισηγητική έκθεση της συντακτικής επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (stricto sensu ναύλωση) και υπό τις προϋποθέσεις της παρ.2 στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (βλ. Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τ.ΙΙ, έκδ.2007, σελ.7-8). Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, υπάγονται τρεις βασικές μορφές σύμβασης ναύλωσης, ανάλογα με το είδος και τον βαθμό εξουσιών που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bare – boat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διεύθυνσης υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου δια του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχείρισης υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπληρώσεως και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά το ημεδαπό δίκαιο η σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Όταν δε το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χρονοναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, ώστε αυτός να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας για το χρονικό διάστημα που έχει συμφωνηθεί. Έτσι, στον χρονοναυλωτή παραχωρείται το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το πλοίο, ως οργανωμένη επιχείρηση, ενώ η ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή. Μόνο, όμως, το γεγονός ότι ο εκναυλωτής παρέχει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του, αφού οι παραπάνω μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, και αυτό αποτελεί το κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση (βλ. Κιάντου–Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, 2007, τόμος δεύτερος, παρ.114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ. 247 έως 251). Ενόψει τούτων, η ναυτική διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή, ενώ στο ναυλωτή παρέχεται η δυνατότητα να χρησιμοποιεί επί ένα χρονικό διάστημα το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος. Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι ο πλοίαρχος και το πλήρωμα παρέχονται από τον εκναυλωτή δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του εκναυλωτή, αφού αυτοί μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, πράγμα που αποτελεί κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ναύλωσης κατά ταξίδι ή κατά πλου ο εκναυλωτής διατηρεί τη ναυτική διεύθυνση και την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου (βλ. Κιάντου– Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, 2007, τόμος δεύτερος, παρ.114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ.247-251).

  1. V. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄,216 παρ.1 ΚΠολΔ,σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275,ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686,ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών και των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και που αντιστοιχούν στα αφηρημένα στοιχεία του πραγματικού ορισμένου κανόνα δικαίου και των συνεπειών που επέρχονται, δηλαδή των περιστατικών που είναι παραγωγικά του επίδικου δικαιώματος, ήτοι είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ), β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή (άρθρο 216 παρ.1β ΚΠολΔ) και γ) ορισμένο αίτημα και επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (άρθρο 216 παρ.1γ ΚΠολΔ), η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο κι αυτεπαγγέλτως. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 403/2002 Δ 2003.93, ΑΠ 488/2001 ΕλλΔνη 43.381, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 42.142-143, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 41.1302, ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 186/2006 ΕΝΔ 2006.275, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝΔ1998.9, ΠολΠρΠειρ 910/2002 Αρμ 2003.1289, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111,159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος,  ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239).
  2. VI. Eπιπλέον δε, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, η ιστορική της βάση, η οποία εξασφαλίζει στον μεν εναγόμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας, στο δε δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, βλ. Κεραμέα Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ.204-205, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, τ.ΙΙ, σελ.143), τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και συγκεκριμένο αίτημα. H νομιμοποίηση καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, που εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Από δε τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). Επομένως, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται –μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.821). Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066, ΑΠ 524/2002, ΕφΑθ 1778/2011, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος).

VII. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 3§6 εδ.4 της άνω Δ.Σ., όπως αυτό τροποποιήθηκε και διαμορφώθηκε από το άρθρο 1 του Πρωτο­κόλλου της 23ης-2-1968, ορίζεται ότι ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσεται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχε­τικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός έτους από την παράδοσή τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να έχουν παραδοθεί. H ετήσια αυτή αποσβεστική προθε­σμία αρχίζει από της παραλαβής ή παραδόσεως των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί. Ως παράδοση-παραλαβή νοείται η στιγμή κατά την οποία τα εμπο­ρεύματα τίθενται στην ελεύθερη διάθεση του παραλήπτη, η οποία καθιστά σ’ αυτόν δυνατή την πραγματοποίηση της σωματικής πα­ραλαβής τους. Η προθεσμία αυτή, μετά την ισχύ των Κανόνων της πιο πάνω Δ.Σ. ρυθμίζεται ενιαίως τόσο επί συμβατικής όσο και επί εξωσυμβατικής αξιώσεως και, στην περίπτωση που συρρέουν οι σχετικές αξιώσεις, οι περιορισμοί που ισχύουν για τη συμβατική ευθύνη ισχύουν και για την ευθύνη από αδικοπραξία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 4β §1 της Δ.Σ. (βλ. Κοροτζή ό.π., σελ.59-60, Π.Σωτηροπούλου, ό.π., ΕφΠειρ 162/2004 ό.π., ΜονΠρΠειρ 1381/1999 στην TNΠ ΔΣΑ). Επιπλέον δε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 289 αριθ.4 του ΚΙΝΔ σε ετήσια παραγραφή αρχόμενη σύμφωνα με το άρθρο 291 του ΚΙΝΔ από τη λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, υπόκεινται οι αξιώσεις από τη σύμβαση ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων καθώς και από τη μη προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης, η δε έναρξη της παραγραφής αυτών των αξιώσεων ορίζεται από τη λήξη του έτους εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία της (ΑΠ 1567/2018 ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε το άρθρο 148 του ΚΙΝΔ, το δικαίωμα προς αποζημίωση για τη μερική απώλεια ή ζημία των  φορτωθέντων πραγμάτων αποσβήνεται μόλις περάσει έτος από την παραλαβή τους. Η ενιαύσια παραγραφή ισχύει και σε περίπτωση εξωσυμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης για να μη ματαιώνεται ο σκοπός των ρυθμίσεων του ΚΙΝΔ από τη συμβατική νόμιμη αιτία ευθύνης του υπαιτίου για τη βλάβη του φορτίου. Εξάλλου, ειδικώς ως προς το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων κατά του μεταφορέα, η τάση των Διεθνών Συμβάσεων είναι να ρυθμίζονται από αυτές οι εν λόγω αξιώσεις είτε στηρίζονται στη σύμβαση μεταφοράς είτε στην αδικοπραξία κατά τρόπο ενιαίο (ΑΠ 1002/2002 ΕλλΔνη 2003.1334, ΕφΠειρ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141, ΕφΠειρ 181/2001 ΔΕΕ 2001.898, βλ. Ι.Κοροτζή: Ναυτικό δίκαιο, τ.ΙΙ, υπό το άρθρον 16 της Συμβάσεως, σελ.547-548, Ι. Κοροτζή, Η θεμελίωση της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα για το θάνατο ή τον τραυματισμό επιβάτη, σελ.256, 257, του ιδίου παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 1002/2002, ό.π., σελ.361,362, Λ.Αθανασίου, Ευθύνη θαλάσσιου μεταφορέα προς αποζημίωση επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, ΝοΒ 51 (2002).1591). Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο και δυνάμει αυτής θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο ορίστηκε η σύντομη αυτή παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων. Η ετήσια αυτή προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 279, 280, 261 ΑΚ, αφενός λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη και αφετέρου διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 622/1994 ΕΝΔ 23.14, ΕφΠειρ 33/1996 ΔΕΕ 1996.293). Δια της διατάξεως  του  άρθρου  148  ΚΙΝΔ  οριζούσης  ότι  το δικαίωμα  δια τη μερική απώλεια ή ζημίαν των φορτωθέντων πραγμάτων αποσβέννυται μετά παρέλευσιν έτους από της παραλαβής αυτών, θεσπίζεται αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος και όχι παραγραφή  της  αξιώσεως (ΑΠ  660/1971  ΝοΒ 2.216, 898/1972 ΝοΒ 21. 344, ΕφΑθ 2139/1977 ΝοΒ 25.1202),  ισχύουν  δε επί της προθεσμίας αυτής κατ’ άρθρο 279 ΑΚ αναλόγως οι περί παραγραφής  διατάξεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι συμβιβάζονται προς τη φύση και  τον σκοπό της (ΟλΑΠ 145/1970 ΝοΒ 18.826). Η διάταξη όμως του άρθρου 261 περί παραγραφής της αξιώσεως εν επιδικία δεν δύναται να εφαρμοσθεί επί της αποσβεστικής προθεσμίας, τον χαρακτήρα της οποίας κατά τα άνω έχει και η δια του άρθρου 148 ΚΙΝΔ καθιερωμένη, διότι δεν συμβιβάζεται προς τη φύση και τον σκοπό της, ο οποίος πραγματώνεται δια της εγέρσεως της  αγωγής και δεν άρχεται νέα εν επιδικία αποσβεστική προθεσμία (ΑΠ  559/1960  ΝοΒ 9.342). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 289 παρ.4 του ΚΙΝΔ δια της οποίας καθιερώνεται ενιαύσια παραγραφή πάσης αξιώσεως εκ της συμβάσεως ναύλωσης μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων ως και εκ της μη εκτελέσεως ή μη προσήκουσας εκτελέσεως της συμβάσεως, δεν αφορά και τις περιπτώσεις μερικής απώλειας ή ζημίας των φορτωθέντων  πραγμάτων,  επί των οποίων ισχύει μόνο η ειδικώς δια του ως άνω άρθρου 148 ΚΙΝΔ θεσπισθείσα αποσβεστική προθεσμία του προς αποζημίωση δικαιώματος (μερική απώλειαν ή βλάβη φορτωθέντων πραγμάτων) (ΕφΑθ 2134/1977, βλ. Π.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιον, άρθρο 289, Δελούκα, Ναυτικόν Δίκαιον, παρ.218), μη καθιερωθείσας και παράλληλη προς την προθεσμία αυτή ενιαύσιας παραγραφής της αξιώσεως προς αποζημίωση εκ της ως άνω αιτίας (μερικής απώλειας ή βλάβης φορτωθέντων πραγμάτων) όπως υποστηρίζεται από ορισμένους (βλ. Μαρκιανό, ΠειρΝομ 1.214, παρ.302). Επομένως, δεν δύναται να τεθεί ζήτημα παραγραφής, μετά την εμπρόθεσμη άσκηση, εντός έτους από της παραλαβής των προς  αποζημίωση δικαιώματος για μερική απώλεια ή βλάβη των φορτωθέντων  πραγμάτων, εν επιδικία της προς αποζημίωση αξιώσεως (ΕφΠειρ 1401/1988 ΕΝΔ 1989.11).

                  Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι στα πλαίσια της δραστηριοποίησής της σε γραμμές μεταφοράς αυτοκινήτων διά θαλάσσης  για την εξυπηρέτηση της γραμμής Ευρώπη-Μεσόγειος Θάλασσα-Ασία κατά τους μήνες Ιούλιο/Αύγουστο του έτους 2008, μετέφερε δια θαλάσσης και εν συνεχεία παρέδωσε στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς προς φύλαξη και μεταφόρτωση τετρακόσια δεκατρία (413) αυτοκίνητα με τα εξής πλοία: α) το υπό σημαία Μάλτας α/π πλοίο (μεταφοράς αυτοκινήτων) “…”, με αριθμό ΙΜΟ … και Διεθνές Σήμα Κλήσης … και (β) το υπό σημαία Ιταλίας α/π πλοίο (μεταφοράς αυτοκινήτων) “…”, με αριθμό ΙΜΟ … και Διεθνές Σήμα Κλήσης …, στο οποίο τα ανωτέρω αυτοκίνητα θα μεταφορτώνονταν στον Πειραιά για αποστολή προς τους τελικούς τους προορισμούς. Ότι την 28-7-2008 το ναυλωμένο από την ενάγουσα πλοίο μεταφοράς αυτοκινήτων με το όνομα “…”, το οποίο εκτελούσε το υπό στοιχεία AN…. ταξίδι κατέπλευσε έμφορτο στον λιμένα Πειραιώς προερχόμενο από λιμένες της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας και εκφόρτωσε στις εγκαταστάσεις του ΟΛΠ τετρακόσια δέκα τρία (413) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα την …-2008, όπως ορίζονται στην αγωγή ανά φορτωτική, τύπο, τελικό προορισμό, πλοίο επί του οποίου μεταφορτώθηκαν και ημερομηνία μεταφόρτωσης. Ότι τα ανωτέρω αυτοκίνητα παραδόθηκαν από την ενάγουσα προς φύλαξη στις εγκαταστάσεις του Ο.Λ.Π., στον σταθμό διακίνησης οχημάτων (Car Terminal) της Διαχείρισης Εισαγωγής Αυτοκινήτων – Γ2, προκειμένου είτε να μεταφορτωθούν τις επόμενες ημέρες σε άλλα «feeder» πλοία για προώθηση στον τελικό προορισμό τους είτε, όσα είχαν ως τελικό προορισμό τον Πειραιά, να παραληφθούν από τους εγχώριους εισαγωγείς. Ότι δυνάμει σχετικής πράξης παραχώρησης του Δ.Σ. του ΟΛΠ, η εταιρεία με την επωνυμία «….» κάνει χρήση χώρων της χερσαίας λιμενικής ζώνης που της παραχώρησε ο ΟΛΠ, ενώ η παραχώρηση αυτή παρατάθηκε μέχρι την 31-12-2008. Ότι η εταιρεία με την επωνυμία «….» με την από 21-3-2008 αίτησή της ζήτησε από την Ο.Λ.Π. Α.Ε. άδεια για την εκτέλεση εργασιών ανακατασκευής μέρους των κτιριακών εγκαταστάσεων που ευρίσκονταν εντός των εν λόγω ορίων της χερσαίας λιμενικής ζώνης και παρουσίαζαν φθορές λόγω παλαιότητας, και, ειδικότερα, κτιρίων αποθήκευσης σιτηρών σιλό (SILO) και κυλινδρόμυλων και ότι έλαβε την απαιτούμενη υπ’ αριθ. 96/11-4-2008 απόφαση του Δ.Σ. της Ο.Λ.Π. Α.Ε., η οποία ενέκρινε τις παραπάνω εργασίες με τους σε αυτήν οριζόμενους όρους. Ότι η εταιρεία με την επωνυμία «….» ανέθεσε με διαδοχικές συμβάσεις έργου που συνήφθησαν από τον Οκτώβριου του 2007 μέχρι και τον Μάιο του 2008 στον γερμανικό οίκο … και ήδη εναγομένη την εκτέλεση εργασιών ανακατασκευής και βαφής των παραπάνω κτιριακών εγκαταστάσεων. Ότι η εναγομένη ανέλαβε κατόπιν σύμβασης που συνήψε στις 10-10-2007 με την εταιρεία «….» το συνολικό καθαρισμό και αποκατάσταση σκυροδέματος και επιφανειών μπετόν, την επισκευή ρωγμών και φθορών, τη μόνωση των επιφανειών, την εκτέλεση εργασιών συντήρησης και ελαιοχρωματισμού βιομηχανικών εγκαταστάσεων, δηλαδή κυλινδρόμυλων και σιλό επιφανείας 2.780 τ.μ. και την αποκατάσταση κατασκευών από προφίλ χάλυβα έναντι τιμήματος 169.500 ευρώ, στις 31-3-2008 με συμπληρωματική συμφωνία τους ανέλαβε επιπλέον την απολύμανση και αποκατάσταση σκυροδέματος και επιφανειών μπετόν, την επισκευή ρωγμών και φθορών, τη μόνωση επιφανειών, εργασίες συντήρησης και ελαιοχρωματισμό κτιρίου επιφάνειας 1.050 τ.μ. έναντι κατ’ αποκοπήν εργολαβικού τιμήματος 33.000 ευρώ, στις 16.5.2008 ανέλαβε την αντιοξειδωτική προστασία και βαφή 11 σιλό από γαλβανισμένο χάλυβα έναντι εργολαβικού τιμήματος 100.000 ευρώ και τέλος, ανέλαβε την αποκατάσταση, τον καθαρισμό την αντιοξειδωτική προστασία και βαφή 6 μεταλλικών σιλό αλεύρων έναντι κατ’ αποκοπήν εργολαβικού τιμήματος 20.000 ευρώ. Ότι για την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών, η εναγομένη συμφώνησε τη χορήγηση των απαιτούμενων υλικών και πρώτων υλών (εκτός από νερό και ηλεκτρικό ρεύμα), τη μέριμνα για την αποστολή συνεργείου γερμανών εργατών και τεχνικών, οι οποίοι μετέβησαν προς αυτοπρόσωπη εκτέλεση των έργων, την παροχή όλων των τεχνικών μέσων και εξοπλισμού, καθώς και τη διενέργεια των απαραίτητων προπαρασκευαστικών εργασιών, ενώ εγγυήθηκε ρητά την καλή, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, εκτέλεση του έργου. Ότι την 7-8-2008 κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εργασιών συντήρησης και βαφής των ως άνω εγκαταστάσεων, από εσφαλμένους και πλημμελείς χειρισμούς των εργατών της εναγομένης, δημιουργήθηκε ιδιαίτερα εκτεταμένο νέφος αεριοποιημένης μπογιάς, το οποίο απλώθηκε, επεκτάθηκε και επικάθησε στο σύνολο σχεδόν των αυτοκινήτων που ήταν αποθηκευμένα/σταθμευμένα στο σημείο που είχε υποδείξει ο ΟΛΠ και ότι το χρώμα μεταφέρθηκε με τον αέρα και επικάθισε επί των προσωρινώς αποθηκευμένων χιλιάδων αυτοκινήτων, μεταξύ των οποίων και τα μεταφερθέντα από την ενάγουσα εταιρία που είχαν παραδοθεί στον ΟΛΠ προς φύλαξη μέχρις μεταφορτώσεώς τους. Ότι τα αυτοκίνητα υπέστησαν βλάβες από χρωματισμούς που προήλθαν από εσφαλμένους χειρισμούς κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εργασιών συντήρησης και βαφής εγκαταστάσεων ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «….», οι οποίες βρίσκονται εντός των χώρων της χερσαίας λιμενικής ζώνης, τις δε εργασίες συντήρησης και βαφής εκτέλεσε πλημμελώς η εναγομένη εταιρεία ως εργολάβος για λογαριασμό της προαναφερόμενης κυρίας του έργου. Ότι τους κινδύνους που ενείχε η εκτέλεση των εργασιών αυτών γνώριζε, άλλως ώφειλε να γνωρίζει, η εναγόμενη, αλλά επέτρεψε, να λάβουν χώρα εργασίες χρωματισμού με πιστόλια βαφής σε κτίρια που ευρίσκοντο σε ελαχίστη απόσταση από το χώρο αποθηκεύσεως των αυτοκινήτων, τις οποίες δεν επόπτευε, ως όφειλε, και δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα πριν και κατά την εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών, τις οποίες εκτέλεσε κατά τρόπο επικίνδυνο, αφού δεν ελήφθησαν τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας, όπως είναι η τοποθέτηση ικριωμάτων και παραπετασμάτων γύρω από τα κτήρια αποθήκευσης σιτηρών (SILO) και τους κυλινδρόμυλους, στα οποία γίνονταν οι εν λόγω εργασίες, ώστε να εμποδιστεί η δια του αέρος μεταφορά του χρώματος που επικάθισε στα αυτοκίνητα σε άλλα σημεία του λιμένος και ειδικότερα στο χώρο φύλαξης των αυτοκινήτων. Ότι η ένδικη ζημία προήλθε αιτιωδώς από πλημμελείς πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης, η οποία μολονότι γνώριζε ότι η στάθμευση και φύλαξη καινούριων αυτοκινήτων μεγάλης αξίας σε εξωτερικούς χώρους, που ήταν ορατοί από τις εγκαταστάσεις όπου εκτελούντο οι επισκευές, διατρέχει κινδύνους ζημίας, εντούτοις αδιαφόρησε και παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα επιμέλειας για την ασφαλή φύλαξή τους κατά τρόπον αντίθετο από τις περιστάσεις, και επέτρεψε στους εργάτες της τη διενέργεια εργασιών επισκευής, συντήρησης και βαφής των ως άνω κτιριακών εγκαταστάσεων, χωρίς την δέουσα εποπτεία και επιμέλεια, αδιαφορώντας πλήρως για την πιθανότητα πρόκληση ζημίας στα εγγύς αποθηκευμένα αυτοκίνητα. Ότι οι πραγματογνώμονες, στους οποίους η ενάγουσα ενέθεσε τη διερεύνηση των αιτίων και την έκταση της ζημίας, διαπίστωσαν ότι τα δια αέρος μεταφερθέντα χρώματα επικάθισαν στο σύνολο σχεδόν των υπό των διαφόρων θαλασσίων μεταφορέων αποθηκευμένων στο Car Terminal αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα τα τελευταία να φέρουν σε όλα τα μέρη τους σημαντικής εκτάσεως στίγματα-κηλίδες. Ότι για την επισκευή της ζημίας των μη πλαστικών μερών ενός εκάστου αυτοκινήτου απαιτείται ειδικός καθαρισμός με ειδικά χημικά-καθαριστικά, τα οποία -συνήθως με την κατάλληλη χρήση ειδικής πλαστελίνης- αφαιρούν τα στίγματα του χρώματος από το αμάξωμα και ότι η αφαίρεση του χρώματος από τα πλαστικά μέρη των αυτοκινήτων εμπρόσθιοι και οπίσθιοι προφυλακτήρες, εξωτερικοί καθρέπτες, πλαίσια στήριξης πινακίδων, πλαίσια στήριξης φορτίων-σχάρες, λάστιχα στεγανότητας παραθύρων κλπ), είναι αδύνατη, δεδομένου ότι η επικάθιση έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση του πλαστικού υλικού, καθισταμένης ούτως αναγκαίας της αντικατάστασής τους. Ότι η συνδρομή των παραπάνω πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν αιτιωδώς στη βλάβη των αυτοκινήτων επιβεβαιώθηκε από την έρευνα των πραγματογνωμόνων που ορίσθηκαν από τον πράκτορα της ενάγουσας στην Ελλάδα. Ότι αποκλειστικώς υπαίτια για την πρόκληση της ενδίκου ζημίας στα ανωτέρω αυτοκίνητα, σύμφωνα και με την υπ’ αρίθ.789/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, είναι η εναγόμενη, η οποία εκτέλεσε τις προαναφερθείσες εργασίες εν γνώσει της επικίνδυνες συντήρησης και επιχρώσεως των ως άνω κτιριακών εγκαταστάσεων ευρισκόμενων σε ελαχίστη απόσταση από το χώρο στάθμευσης και φύλαξης των αυτοκινήτων, χωρίς να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, όπως η τοποθέτηση ικριωμάτων και παραπετασμάτων γύρω από τα κτίρια αποθήκευσης σιτηρών σιλό (SILO) και τους κυλινδρόμυλους στα οποία γίνονταν οι εργασίες, ώστε να εμποδιστεί η δια του αέρος μεταφορά του χρώματος που επικάθισε στα αυτοκίνητα ούτε άσκησε τον έλεγχο και την εποπτεία των διενεργουμένων εργασιών των συνεργείων της, ως όφειλε, και συνακόλουθα, ευθύνεται για την ένδικη ζημία που υπέστησαν τα ως άνω οχήματα σύμφωνα με τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, ήτοι τη ρύπανση με την πρόκληση πολλαπλών κηλίδων στις επιφάνειές τους. Ότι η εναγομένη ηδύνατο να προβλέψει ότι η χρήση της βαφής με την αεριοποιημένη μορφή (σπρέι) θα καθιστούσε πιθανή τη χρωμοτορρύπανση των γύρω χώρων, αφού και ένας μικρής εντάσεως άνεμος θα αρκούσε για το διασκορπισμό του χρώματος, όπως και συνέβη, με τη μορφή νέφους, που μεταφέρθηκε στα παρακείμενα σταθμευμένα οχήματα στον χώρο του Ο.Λ.Π. Ότι μετά την άφιξη των ανωτέρω πλοίων μεταφόρτωσης στους αντίστοιχους λιμένες προορισμού, τα βεβλαμμένα αυτοκίνητα αποθηκεύτηκαν σε ειδικούς χώρους προκειμένου να επιθεωρηθούν και πάλι από ειδικούς τεχνικούς επιθεωρητές-πραγματογνώμονες, να διακριβωθεί ο καταλληλότερος και οικονομικότερος τρόπος αντιμετώπισης της βλάβης, την οποία είχαν υποστεί στον Πειραιά, να υπολογιστεί το ύψος της ζημίας και να αρχίσουν το ταχύτερο δυνατόν οι εργασίες αποκατάστασης, ώστε να παραδοθούν εν συνεχεία στους νόμιμους παραλήπτες τους. Ότι η ενάγουσα προκειμένου να εκπληρώσει τις εκ των συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς έναντι των παραληπτών των αυτοκινήτων υποχρεώσεις της, μετά την επιθεώρηση των αυτοκινήτων, προέβη αφενός στον καθαρισμό τους από εξειδικευμένο προσωπικό, στην αγορά ανταλλακτικών και στην αποκατάσταση των βλαβών, αναθέτοντας τις επισκευές και τις συναφείς εργασίες σε εξειδικευμένα συνεργεία και αφετέρου στην  καταβολή αποζημιώσεως στους παραλήπτες για όσα αυτοκίνητα αυτοί είχαν αναλάβει την αποκατάσταση των ζημιών, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή. Ότι η ενάγουσα δαπάνησε: α) για την επιθεώρηση και αρχική αξιολόγηση των ζημιών με σκοπό την εξακρίβωση της φύσης της ζημίας για αμοιβή και δαπάνες της εταιρείας πραγματογνωμόνων …., το ποσό των  3.685 €, β) για πρακτορειακή αμοιβή της εταιρείας πρακτόρων με την επωνυμία «…, το ποσό των 220 €, γ) για την αποκατάσταση των ζημιών επί των 13 αυτοκινήτων τύπου …, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008 από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία την …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και αφίχθησαν στη Λεμεσσό της Κύπρου, η παραλήπτρια εταιρεία “…”, η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των  2.260 €, δ) για την αποκατάσταση των ζημιών επί των 103 αυτοκινήτων τύπου Volkswagen και Seat, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008 από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία τη …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και αφίχθησαν στη Λεμεσσό της  Κύπρου, η παραλήπτρια εταιρεία “…”, η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των 70.691€, ε) για τις επισκευαστικές εργασίες και την αγορά των ανταλλακτικών που απαιτήθηκαν για την αποκατάσταση των ζημιών επί των 25 αυτοκινήτων τύπου …, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008  από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία την …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και αφίχθησαν στη Λεμεσσό της  Κύπρου, η παραλήπτρια εταιρεία “…”, η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των 3.642€, στ) για την αποκατάσταση των ζημιών επί των 57 αυτοκινήτων τύπου …, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008 από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία τη …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και αφίχθησαν στη Λεμεσσό της Κύπρου, η παραλήπτρια εταιρεία “…”, η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των 61.367€, ζ) για την αποκατάσταση των ζημιών επί των 26 αυτοκινήτων τύπου …, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008 από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία την …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και αφίχθησαν στη Λεμεσσό της  Κύπρου, η παραλήπτρια εταιρεία “…”, η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των  9.635€, η) για τις επισκευαστικές εργασίες και την αγορά των ανταλλακτικών που απαιτήθηκαν για την αποκατάσταση των ζημιών επί των αυτοκινήτων τύπου …, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008  από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία τη …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και εν τέλει αφίχθησαν στo Ασντοντ του Ισραήλ τη …-2008, η παραλήπτρια εταιρία “…”, η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε από την εταιρία μας  κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των 3500 $ δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό 2.335 €) την ημέρα που η ενάγουσα το κατέβαλε (την 9η-12-2009 με ισοτιμία ευρώ δολαρίου 1,4984), θ) για τις επισκευαστικές εργασίες και την αγορά των ανταλλακτικών που απαιτήθηκαν για την αποκατάσταση των ζημιών επί των 22 αυτοκινήτων τύπου …, τα οποία είχαν εκφορτωθεί στον Πειραιά την …-2008 από το πλοίο “…”, μεταφορτώθηκαν εν συνεχεία τη …-2008 επί του α/π πλοίου “…” και αφίχθησαν στo Ασντοντ του Ισραήλ, η παραλήπτρια εταιρεία “…», η οποία είχε αναλάβει με δική της φροντίδα και δαπάνες την επισκευή αυτών, απαίτησε και εισέπραξε κατά συμβιβασμό και κατ’ αποκοπήν το ποσό των 23.272 ισραηλινών ΝΙS, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό 4.194,7 €, την ημέρα που η ενάγουσα κατέβαλε (την 26η-5-2009 με ισοτιμία ευρώ NIS 5,5479), ι) για πρακτορειακή αμοιβή της πρακτορειακής εταιρείας … “….”, η οποία χειρίστηκε το θέμα των απαιτήσεων των παραληπτών των βεβλαμμένων αυτοκίνητων το συνολικό ποσό των  18.488 € (3.450€ ως πρακτορειακή αμοιβή για παραλαβή εγγράφων, διορισμό πραγματογνώμονα, χορήγηση εντολών σε αυτόν, οργάνωση κοινής επιθεωρήσεως, παραλαβή και μελέτη εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, 350 € για έξοδα γραφείου και 14.680€ για αμοιβή πραγματογνώμονα), ια) για παραλαβή και μελέτη δικογράφων, λήψη εγγράφων και πληροφοριών από απαιτητές, μελέτη αποδεικτικών στοιχείων των απαιτήσεων, αλληλογραφία με τους δικηγόρους ασφαλιστών του φορτίου και εκθέσεις προς τους πλοιοκτήτες και τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό και έξοδα γραφείου προς την πρακτορειακή εταιρεία … “….” το ποσό των 975 €. Ότι έτσι το σύνολο των ποσών που έχει καταβάλει η ενάγουσα ως αποζημίωση για το επίδικο ζημιογόνο συμβάν ανέρχεται στο ποσό των  177.490,7€, άλλως στο ποσό των  177.492,7€. Ότι τρωθείσης της φήμης, υπόληψης και αξιοπιστίας της εταιρείας ένεκα της εμπλοκής του ονόματός της στην ως άνω υπόθεση, με αποτέλεσμα οι εισαγωγείς και οι εξαγωγείς αυτοκινήτων να απολέσουν την εμπιστοσύνη τους στην εταιρία ως αξιόπιστου θαλάσσιου μεταφορέα, υπέστη και ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως για ποσό 20.000 €. Ότι έτσι η ζημία που υπέστη η ενάγουσα εταιρεία από τις παραπάνω παράνομες ενέργειες και παραλείψεις της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 197.490,7 €, άλλως στο ποσό των €197.492,7 €. Ότι η εναγόμενη, παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας, αρνείται να την αποζημιώσει και πρέπει, επομένως, να υποχρεωθεί με δικαστική απόφαση προς τούτο. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα εταιρεία ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, για τις επιμέρους νόμιμες αιτίες που αναφέρονται στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 197.490,7 ευρώ, άλλως το συνολικό ποσό των 197.492,7 ευρώ ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας της, την οποία έχει υποστεί αιτιωδώς με αποκλειστική της υπαιτιότητα για το επίδικο ζημιογόνο συμβάν, νομιμοτόκως 7-8-2008 που έλαβε αυτό χώρα, άλλως από της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη εταιρεία στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της στην παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας ένεκα του καταψηφιστικού της χαρακτήρα καταβλήθηκε το προσήκον δικαστικό ένσημο με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και περ.Β υποπερ.δ΄, ε΄ και στ΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, ένεκα του στοιχείου της αλλοδαπής έδρας της ενάγουσας εταιρείας (Ιταλία) και της εναγομένης εταιρείας (Γερμανία), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 5, 7 παρ.2, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1, 80 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την τακτική διαδικασία, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων έτερου κράτους μέλους (Ελλάδα), ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 10-1-2015, ως εν προκειμένω. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), αφού η ενάγουσα εταιρεία έχει την έδρα της στην Ιταλία και η εναγομένη εταιρεία έχει την έδρα της στη Γερμανία, οι λιμένες αναχώρησης ήτα στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία και οι λιμένες προορισμού στην Κύπρο, στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο, ιδίως όμως η δε επίδικη αδικοπραξία έχει λάβει χώρα ως συμβάν στην Ελλάδα (λιμένας Πειραιά), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), σχετικά με την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία (Ελλάδα και λιμένας Πειραιά, όπου έγινε η στάση προς φύλαξη σε χώρο του ΟΛΠ και έπειτα η μεταφόρτωση των μεταφερόμενων οχημάτων για τη συνέχιση της διαδοχικής θαλάσσιας μεταφοράς τους με άλλα πλοία σε λιμένες στην αλλοδαπή). Άλλωστε, είναι σαφές και ουδεμία αντίρρηση υπάρχει ούτε εκ μέρους της εναγομένης ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το πλέον αρμόζον από τις ειδικές συνθήκες της κρινόμενης υπόθεσης, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, εφόσον σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή, προκύπτει ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με την ελληνική έννομη τάξη, για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους. καθόσον είναι σαφές και ουδεμία αντίρρηση υπάρχει ούτε εκ μέρους της εναγομένης ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το πλέον αρμόζον από τις ειδικές συνθήκες της κρινόμενης υπόθεσης, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, εφόσον σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή, προκύπτει ότι η υπόθεση που αφορά αποζημίωση από αδικοπραξία συνδέεται (προδήλως) στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη, αφού στην ημεδαπή έλαβε χώρα η αδικοπραξία που επικαλείται η ενάγουσα ως τελεσθείσα και η επήλθαν οι ζημίες σε βάρος της από την εναγομένη εταιρεία και τους προστηθέντες της. Ωστόσο, η αγωγή, τυγχάνει προεχόντως απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω πρόδηλης αοριστίας της ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας εταιρείας, ως ζημιωθείσας και δικαιούχου της αιτούμενης αγωγικής αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας της από την εναγομένη εταιρεία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216, 63, 68, 73 ΚΠολΔ και 914 ΑΚ, διότι φορέας των επίδικων δικαιωμάτων αποζημίωσης δεν προκύπτει ότι είναι η ενάγουσα, αλλά οι παραλήπτριες του διά θαλάσσης μεταφερόμενου φορτίου των οχημάτων εταιρείες (…, …, …, …, …), στις οποίες όπως ρητώς εκτίθεται στην αγωγή, παραδόθηκαν από την ενάγουσα θαλάσσια μεταφορέα τα βλαβέντα εξ αδικοπραξίας της εναγομένης οχήματα αυτά, οπότε έπαυσε έκτοτε να έχει οποιαδήποτε σχέση προστατευόμενης κατοχής με τα βλαβέντα μεταφερόμενα πράγματα, εάν θεωρηθεί ότι είχε στο πλαίσιο της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς τους και εν συνεχεία, οι παραλήπτριες αυτών εταιρείες προέβησαν στη με δικές τους δαπάνες φροντίδα και επισκευή τους, αναφορικά με την αποκατάσταση των βλαβέντων μερών τους από τους χρωματισμούς που φέρεται εξ αμελείας η εναγομένη να προκάλεσε με το συνεργείο των υπαλλήλων της, πλήττοντας την επιφάνειά τους με στίγματα (πιτσιλιές) και ζημιώνοντας αυτά, η δε ενάγουσα εκ των υστέρων προέβη σε κατά συμβιβασμό κάλυψη των ποσών αυτών της δαπάνης επισκευής και αποκατάστασής τους προς τις παραλήπτριες εταιρείες, εξοφλώντας τα αντίστοιχα ποσά, σε χρόνο που δεν είχε πλέον την κατοχή τους, αλλά και δεν εκθέτει με ορισμένο τρόπο στην αγωγή υπό ποία ιδιότητα και έννομη σχέση δικαιούταν σε φυσική εξουσίαση των βλαβέντων μεταφερόμενων πραγμάτων, με βάση την οποία υποχρεούταν σε αποκατάσταση της ζημίας τους που προκλήθηκε από την αδικοπραξία τρίτου (εναγομένη) και προέβη σε τέτοια αποζημίωση προς τις άμεσα ζημιωθείσες παραλήπτριες εταιρείες και δη σε επιγενόμενο χρόνο (ΕφΠειρ 789/2014 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΔωδ 23/2004 ΤΝΠ Νόμος), στρεφόμενη πλέον κατά της εναγομένης ως «άμεσα ζημιωθείσα» στη θέση αυτών, όταν η εκ μέρους της οφειλόμενη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς τους είχε ήδη ολοκληρωθεί προς αυτές και μάλιστα το έπραξε προβαίνοντας σε συμβιβασμό μεταξύ τους, ουδόλως δε εκθέτει στην αγωγή ότι οι παραλήπτριες εταιρείες τις εκχώρησαν τις απαιτήσεις τους ή ότι υποκαταστάθηκε ενεργητικά στην άσκηση των αξιώσεών τους έναντι της ζημιώσασας αυτές εναγομένης εταιρείας (ΕφΠειρ 142/2012 ΔΕΕ 2012.695) ούτε έννομη σχέση εξ αναγωγής για την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας προκύπτει με ορισμένο τρόπο από το ιστορικό της αγωγής ούτε κατ’ άλλον τρόπο, καθόσον δε η ίδια η ενάγουσα κατέστη εκ των υστέρων εμμέσως ζημιωθείσα, σε χρόνο που δεν ήταν πλέον κάτοχος των οχημάτων αυτών ούτε τελούσε σε σχέση προστατευόμενης κατοχής τους πριν την παράδοσή τους, αφού αυτή είχε ολοκληρωθεί και εν συνεχεία τελέστηκαν οι επισκευές και έλαβαν χώρα οι δαπάνες από τις παραλήπτριες του μεταφερόμενου φορτίου. Άλλωστε, η ενάγουσα ουδόλως εξειδικεύει κατά τρόπο ορισμένο και σαφή τη σχέση κατοχής που είχε επί των εν λόγω οχημάτων, ιδίως δε εάν ληφθεί υπόψη ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η ζημία επ’ αυτών η ίδια είχε συνάψει σχέση φύλαξής τους με τον ΟΛΠ και είχε αναθέσει σε αυτόν τη φύλαξη και προστασία τους στους χώρους του προσωρινά και μέχρι τη μεταφόρτωσή τους και ουδόλως η ίδια είχε εποπτεία και δυνατότητα ελέγχου και προστασίας τους κατά την, κατ’ ανάθεση, φύλαξή τους, ενώ αορίστως εκτίθεται εν προκειμένω και περί της υποχρέωσης φύλαξης του ΟΛΠ, δοθέντος ότι δεν αναφέρεται η συγκεκριμένη έννομη σχέση μεταξύ τους, εάν επρόκειτο για σύμβαση μίσθωσης ή παρακαταθήκης κλπ., γεγονός που δεν προκαλεί αμφιβολία για τις μεταξύ τους υποχρεώσεις και ευθύνες, το οποίο ασκεί επιρροή και στην εκτίμηση επί της ένδικης διαφοράς. Στην αγωγή μάλιστα ουδόλως εκτίθενται καν οι συγκεκριμένες ενέργειες επισκευής και οι αντίστοιχες δαπάνες στις οποίες προέβησαν οι παραλήπτριες του μεταφερόμενου φορτίου εταιρείες επί των βλαβέντων οχημάτων ούτε ο χρόνος που έλαβαν χώρα (μετά τη μεταφόρτωση αυτών πάντως και ολοκλήρωση της μεταφοράς τους με τα πλοία της ενάγουσας), ενώ συνομολογείται από την ενάγουσα ότι εκτελέστηκαν μετά την παράδοση του φορτίου σε αυτές, όταν εκείνη δεν είχε πλέον εκείνη την κατοχή του, η οποία είχε περιέλθει στις παραλήπτριες, οι οποίες και μόνον νομιμοποιούνταν ενεργητικά ως άμεσα ζημιωθείσες και έχουσες πλέον την κυριότητα, νομή και κατοχή των βλαβέντων αυτοκινήτων, να ασκήσουν την αξίωση αποζημίωσης έναντι της εναγομένης, που φέρεται να προκάλεσε τη ζημία σε βάρος τους, καθόσον ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή και στις προτάσεις της ενάγουσας ότι είχε γίνει νόμιμη εκχώρηση των απαιτήσεων αυτών ούτε σχέση εξ αναγωγής και συμβατικής ή νόμιμης υποκατάστασης επικαλείται η ενάγουσα (ΑΚ 926), η οποία μάλιστα προέβη σε συμβιβασμό με τις παραλήπτριες και ζημιωθείσες, δεσμεύοντας την υπόχρεη προς αποζημίωση εταιρεία να της καταβάλει όσα συμφώνησαν μεταξύ τους, για δαπάνες δε που δεν εκτίθενται καν στην αγωγή ως εκτελεσθείσες εκ μέρους των παραληπτριών εταιρειών. Γενικώς εντοπίζεται ασάφεια και σύγχυση στο δικόγραφο ως προς το εάν ενήργησε η ίδια η ενάγουσα συγκεκριμένες εργασίες επισκευής και αποκατάστασης των ζημιών στα βλαβέντα οχήματα, σε ποίο χρόνο έλαβαν χώρα αυτές και ποιες οι δαπάνες της ενάγουσας εξ αυτής της αιτίας, ή εάν οι επισκευές αυτές προς αποκατάσταση των ζημιών στα οχήματα έλαβαν χώρα (ποιές εξ αυτών και πότε) εν όλω ή εν μέρει από τις παραλήπτριες εταιρείες μετά τη μεταφόρτωση στα πλοία της ενάγουσας και την ολοκλήρωση της θαλάσσιας μεταφοράς εκ μέρους της, καθόσον το κρίσιμο αυτό στοιχείο ασκεί αυτονόητα έννομη επιρροή στη φύση και αντιμετώπιση της έννομης σχέσης και της επίδικης διαφοράς μεταξύ της ενάγουσας και των παραληπτριών, καθώς και της ενάγουσας και της εναγομένης για την προκείμενη δίκη, ενώ με τα ιστορούμενα στην αγωγή διαπιστώνονται ασάφειες και αντιφάσεις, ώστε τούτο καθιστά δυσχερή τη διαγνωστική λειτουργία και τη διενέργεια αποδεικτικής διαδικασία. Για δε την ενάγουσα δεν προκύπτει ορισμένα υπό ποία έννομη σχέση, νομιμοποίηση και νομική βάση προέβη σε εξόφληση και ασκεί αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης έναντι της εναγομένης, όταν δεν ορίζονται ούτε οι ενέργειες αποκατάσταση των βλαβέντων φορτίων από τις παραλήπτριες, αλλά ούτε καν η αξία της ζημίας που υπέστησαν, καθόσον, σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, δεν εκτίθεται η μείωση, ήτοι η μειωμένη αξία πώλησης των οχημάτων αυτών κατά τον χρόνο και τον τόπο εκφόρτωσής τους μετά τη βλάβη που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς τους, γεγονός που κατά πάγια νομολογία συνιστά αοριστία, διότι έτσι ορίζεται η επελθούσα ζημία (διαφορά αξίας μεταξύ του τόπου και χρόνου φόρτωσης και του χρόνου και τόπου εκφόρτωσης του βλαβέντος φορτίου), για την οποία νομίμως δικαιούται αποκατάστασης με αντίστοιχη της μείωσης αποζημίωση ο παραλήπτης του φορτίου έναντι του μεταφορέως. Η ευθύνη του τελευταίου, άλλωστε, δεν είναι δεδομένη σε περίπτωση ζημίας που έλαβε χώρα κατά το τμήμα της χερσαίας στάσης πριν τη μεταφόρτωση για συνέχιση της θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου και ιδίως δε σε χρόνο και τόπο που έχει γίνει παραχώρηση και ανάθεση της φύλαξής τους σε τρίτον φορέα, όπως εν προκειμένω ο ΟΛΠ, αμφισβητείται δε ισχυρά η ευθύνη του μεταφορέα σε τέτοια περίπτωση, καθώς η φυσική εξουσίαση (κατοχή) του στα εμπορεύματα δεν είναι δεδομένη, όταν εκφεύγει του χρόνου θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου με το πλοίο του και εμπίπτει εντός των ακραίων χρονικών σταδίων-ορίων (εκτός τόπου και χρόνου της θαλάσσιας μεταφοράς του, ήτοι μόνο μεταξύ της φόρτωσης των εμπορευμάτων στο πλοίο από τον λιμένα αναχώρησης και της εκφόρτωσης αυτών από το πλοίο στον λιμένα προορισμού και σε περίπτωση μεταφόρτωσης ομοίως, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το στάδιο της χερσαίας φύλαξής τους υπό την ευθύνη του ΟΛΠ μέχρι τη μεταφόρτωσή τους στο πλοίο) με βάση τους Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ (άρθρα 1 και 2 της Διεθνούς Σύμβασης, βλ. σχετ. ΑΠ 928/2011 ΔΕΕ 2012.800, ΕφΠειρ 142/2012 ΔΕΕ 2012.695, ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.481), που τυγχάνουν εφαρμογής όταν έχουν εκδοθεί φορτωτικές και η θαλάσσια μεταφορά του φορτίου λαμβάνει χώρα μεταξύ λιμένων διαφορετικών αλλοδαπών χωρών (βλ. σχετ. Ι.Γκέγκα, Το νομοθετικό πλαίσιο και η διάρκεια ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς παργμάτων κατά τους Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), ενώ αν ανατρέξουμε και στην εφαρμογή του ΚΙΝΔ (άρθρο 187) σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 914επ. ΑΚ,  θα πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένα το πταίσμα για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του μεταφορέα διά των προστηθέντων του, ως πταίσμα του πλοιάρχου ή του πληρώματος του πλοίου του, ανάλογα και με τη σχέση ναύλωσης αυτού, περί της οποίας ομοίως εντελώς αόριστα εκτίθεται εκ μέρους της ενάγουσας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι η ευθύνη του δεν είναι αντικειμενική. Τούτο δε, προκειμένου να ενέχεται η ενάγουσα να αποκαταστήσει τη ζημία που επήλθε στα βλαφθέντα μεταφερόμενα διά θαλάσσης φορτία με το πλοίο της έναντι των παραληπτριών αυτών των οχημάτων, ώστε δεν είναι αυτονόητο ότι όφειλε η ίδια να τις αποζημιώσει και δη προβαίνοντας σε συμβιβασμό με αυτές, δεσμεύοντας έτσι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή της, την εναγομένη εταιρεία, ως υπαίτια της ζημίας τους και περαιτέρω της ζημίας της. Επισημαίνεται δε ότι η ζημία αυτών δεν ταυτίζεται με τη δαπάνη των επισκευών που διενεργήθηκαν από τις παραλήπτριες, αλλά με τη μείωση της αξίας των βλαβέντων οχημάτων, όπως εκτιμήθηκε –και ουδόλως εκτίθεται σχετικώς και ορισμένως στην κρινόμενη αγωγή-  κατά τον τόπο και χρόνο εκφόρτωσής τους στους αντίστοιχους λιμένες προορισμού των οχημάτων προς παραλαβή τους από τις ως άνω παραλήπτριες του μεταφερόμενου φορτίου εταιρείες, διότι με την αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι αιτείται την αποζημίωσή της όχι για τη μείωση της αξίας των βλαβέντων οχημάτων στον τόπο και στον χρόνο εκφόρτωσης του φορτίου λόγω της εκτιθέμενης ζημίας εκ μέρους της εναγομένης, αλλά την αποζημίωσή της για τις επισκευές που διενεργήθηκαν από τις παραλήπτριες, ως εμμέσως ζημιωθείσα, επειδή η ίδια τις κάλυψε (εξόφλησε), αορίστως αναφερόμενη στις επισκευές αυτές, χωρίς να επισημαίνει τις εργασίες που έλαβαν χώρα (είδος, έκταση, ώρες, προσωπικό κλπ.) και τις αντίστοιχες δαπάνες (τα προηγούμενα στοιχεία ως προσδιοριστικά της εν λόγω δαπάνης) για κάθε όχημα ή έστω από κάθε παραλήπτρια εταιρεία αυτών, ούτε επισημαίνει και την αιτία για την οποία ανέλαβε αυτό το βάρος έναντι των παραληπτριών του φορτίου εταιρειών ούτε τη σχέση με την οποία νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκεί εν προκειμένω την κρινόμενη αγωγή έναντι της εναγομένης. Ως εκ τούτου πάσχει αοριστίας η αγωγή και εξ αυτής της ουσιώδους έλλειψης κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΑΠ 1246/2003 ΕΝΔ 2004.1, ΑΠ 639/1997 ΕλλΔνη 39.87, ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 1995.12, ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.483, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 560/2007 ΕΝΔ 2007.323, ΕφΠειρ 726/2006 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠειρ 305/2005 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΕφΔωδ 23/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 762/2002 ΕΝΔ 30.455, ΕφΠειρ 603/1998 ΕΝΔ 16.375, ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝΔ 26.13, ΕφΠειρ 757/1997 ΕΝΔ 26.28, ΕφΠειρ 159/1996 ΕΝΔ 24.337, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομολ.Ναυτ. Τμημ.Εφ.Πειρ 1994-1995, σελ.237, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 19.430, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 19.159, ΕφΠειρ 191/1990 ΕΝΔ 19.158, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Προδήλως δε αόριστη είναι και η αξίωσή της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον, με δεδομένο ότι η ενάγουσα είναι νομικό πρόσωπο εταιρείας, όφειλε για το ορισμένο και νόμω βάσιμο της κρινόμενης αγωγής της να εκθέτει ορισμένα τις προϋποθέσεις του άρθρου 920 ΑΚ για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης σε βάρος της, στο πλαίσιο που αφορά όχι τη ζημία που υπέστησαν βεβαίως οι παραλήπτριες εταιρείες από τη βλάβη του μεταφερόμενου φορτίου τους, η οποία συνίσταται σε περιουσιακή θετική ζημία τους -η δε αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αυτών ουδόλως εκχωρείται άλλωστε-, αλλά τη ζημία που η ίδια ως εταιρεία και δη θαλάσσια μεταφορέας υπέστη από την εν λόγω αδικοπραξία, η οποία πρέπει όμως να πλήττει τη φήμη, την επαγγελματική και εμπορική της πίστη και εν γένει την υπόσταση και το μέλλον της ως εταιρείας, αναφορικά με συγκεκριμένη μείωση της εμπορικής της πίστης και της φερεγγυότητάς της, πτώση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών της εξαιτίας του εν λόγω ζημιογόνου περιστατικού κλπ., για τα οποία ουδέν εκτίθεται με τρόπο ορισμένο και σαφή στην αγωγή εκ μέρους της, συνακόλουθα, τυγχάνει πλήρως αόριστο και απορριπτέο και το εν λόγω αγωγικό αίτημα (ΑΠ 1265/2010,ΠολΠρΡοδ 38/2019, ΠολΠρΑθ 1982/2017 ΤΝΠ Νόμος). Η αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η οποία είναι ερευνητέα με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, κατά τρόπο, ώστε να καθίσταται αδύνατη τόσο η προσήκουσα άμυνα της εναγομένης, όσο και η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, αλλά και η αποδεικτική έρευνα και υπαγωγή των επίδικων πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, χωρίς να αναφέρει πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι ουσιώδη για το ορισμένο της ενεργητικής νομιμοποίησής της, με βάση τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν εκτίθενται ορισμένα στην αγωγή, πλην όμως είναι αναγκαία για το ορισμένο αυτής, διότι, όπως και στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης διαλαμβάνεται, ανάλογα διαμορφώνεται η δικονομική και ουσιαστική ιδιότητα της ενάγουσας ως δικαιούχου της ένδικης αξίωσης έναντι της εναγομένης, ελέγχονται δε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου περί της συνδρομής της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, προκειμένου για την ενεργητική νομιμοποίησή της, ως προς την έγερση της αγωγικής αξίωσης της έναντι της εναγομένης ως ζημιώσασας καθ’ υποκατάσταση λόγω εκχώρησης ή εξ αναγωγής στη θέση των αρχικώς ζημιωθέντων παραληπτριών του μεταφερόμενου φορτίου, για τα οποία η ίδια η ενάγουσα φέρει το σχετικό βάρος επίκλησης και ορισμένης έκθεσης αυτών και εν συνεχεία απόδειξή τους, κατ’ άρθρα 216, 335, 338 ΚΠολΔ (ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 2000.43, ΠολΠρΠειρ 349 & 350/2018 αδημ. στον νομικό τύπο). Ενόψει του ότι δεν εκτίθενται ειδικά και σαφή τα πραγματικά περιστατικά, ήτοι κατά τρόπο ορισμένο, όπως ο νόμος απαιτεί, δυσχερής είναι η υπαγωγή της περίπτωσης στον νόμο για τη διαφώτιση και τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου επί των ελεγχόμενων αγωγικών κονδυλίων, ενόψει δε του ότι και η εναγομένη προβάλει σχετικές ενστάσεις περί αοριστίας της αγωγής και έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας στη δίκη αυτή, καθώς και αντίθετους ισχυρισμούς επί της αγωγικής αξίωσης που η τελευταία επικαλείται, με βάση τα προδιαλαμβανόμενα, η δε εναγομένη λόγω και της αοριστίας αυτής δυσχεραίνεται να αντιτάξει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της προς ανταπόδειξη της αγωγικής βάσης και των αιτημάτων της ενάγουσας, καθώς και το Δικαστήριο να τάξει και να ερευνήσει προσηκόντως και λυσιτελώς τα αποδεικτέα ζητήματα. Για το ορισμένο της αγωγής απαιτείτο ορισμένη έκθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών κατά τους κανόνες δικαίου που επικαλείται ως άνω η ενάγουσα για τη στοιχειοθέτηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των επίδικων αξιώσεών της κατά της εναγομένης, τους οποίους το παρόν Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέους εν προκειμένω, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ο δε τρόπος που εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία κατά νόμο πραγματικά περιστατικά είναι τόσο ασαφής και αόριστος, ώστε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους οι επίδικες αξιώσεις, όπως έχει ήδη επισημανθεί ως άνω, διότι δεν εκτίθενται επαρκώς ορισμένα, αλλά ασαφώς και ελλιπώς τα αναγκαία δικαιοπαραγωγικά ειδικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας στη δίκη αυτή, σχετικά με τη θεμελίωση των ενδίκων αξιώσεών της έναντι της εναγομένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1, 63 ΚΠολΔ, 914επ. ΑΚ, 134επ., 187 ΚΙΝΔ, με συνέπεια, όχι μόνο να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής για το Δικαστήριο η δυνατότητα αποδεικτικού ελέγχου της αγωγής, αλλά να αποστερείται και η εναγομένη της δυνατότητας να αντιτάξει εγκαίρως και πλήρως τους ανταποδεικτικούς ισχυρισμούς της και η παράλειψη αυτών, κατά πάγια θέση της νομολογίας, προκαλεί αοριστία, ασάφεια και σύγχυση στην ιστορική βάση της αγωγής, που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση ούτε με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθιστά την αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και αυτεπαγγέλτως απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας, ως ζητήματος δημόσιας τάξης (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 29/2013 Δικ/φια 2013.83, ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933).

Τα ανωτέρω δε, ανεξαρτήτως, και σε κάθε περίπτωση, του ζητήματος που εγείρεται περί της βασιμότητας του ισχυρισμού (ένστασης) περί παραγραφής που εκφέρει στη δίκη η εναγομένη εταιρεία, καθόσον το επίδικο συμβάν έχει λάβει χώρα στις 7-8-2008, η δε πραγματογνωμοσύνη της εταιρείας με την επωνυμία «…», από την οποία προκύπτει η ζημία και η δυνατότητα λήψης γνώσης για τον υπαίτιο αυτής εκ μέρους του ζημιωθέντος, συντάχθηκε τον Αύγουστο του έτους 2008, ενώ η ίδια η ενάγουσα στις προτάσεις της συνομολογεί ότι σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη αυτής της πραγματογνωμοσύνης πληροφορήθηκε από το εξώδικο του ΟΛΠ προς την εταιρεία με την επωνυμία «…», στο οποίο απέκτησε πρόσβαση και έλαβε γνώση τουλάχιστον τον Ιούλιο του έτους 2010 μέσω του ναυτικού πρακτορείου με την επωνυμία «…», όταν και κατέθεσε την αγωγή της κατά του ΟΛΠ και της εταιρείας «…» (βλ. σχετ. σελ.4-5 της προσθήκης-αντίκρουσής της στην προκείμενη δίκη), λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η κρινόμενη από 4-11-2015 αγωγή της ασκήθηκε στις 20-11-2015, η παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία εκ του νόμου ορίζεται σε 5ετής (ΑΚ 937) και η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε λάβει γνώση, πέραν της ζημίας και του υπαιτίου εξ αρχής, καθόσον η γνώση της ζημίας σε κάθε περίπτωση νοείται ως η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξης, όχι όμως αναγκαστικά η γνώση της έκτασης της ζημίας ή του ποσού της προσήκουσας αποζημίωσης (ΟλΑΠ 24/2003,ΑΠ 1581/2008, ΑΠ 1024/2008, ΑΠ 233/2007, ΑΠ 1114/2007 ΤΝΠ Νόμος), ο δε δικαιούχος της αποζημίωσης θεωρείται ότι γνωρίζει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, όταν γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησής του, ήτοι να δύναται να εγείρει έστω και αναγνωριστική αγωγή κατά συγκεκριμένου προσώπου ως υπαιτίου της ζημίας, με ελπίδες επιτυχίας της, χωρίς να είναι αναγκαία η πλήρης γνώση όλων των λεπτομερειών του ζημιογόνου γεγονότος (ΑΠ 795/2008 ΤΝΠ Νόμος). Η δε αρχική αγωγή της ενάγουσας εστράφη κατά της εταιρείας «…», της οποίας κρίθηκε ότι δεν ήταν προστηθείσα η εν προκειμένω εναγομένη εταιρεία, της οποίας ασφαλώς και ηδύνατο να είχε λάβει γνώση την ύπαρξη και τη δράση της εξ αρχής που έλαβε χώρα το ζημιογόνο συμβάν, ανεξαρτήτως της εκτίμησης της νομικής θέσης της ως προστηθείσας ή μη αυτής. Η άγνοιά της δεν είναι αυτονόητη, ενόψει του ότι είχε πρόσβαση στην ενημέρωσή της για το συνεργείο που ενήργησε τις εργασίες που προκάλεσαν τη ζημία στα οχήματα, τόσο βάσει της πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε, αλλά και ενόψει του ότι ήγειρε σχετική αγωγής ε βάρος της εταιρείας «…» με βάση τα ίδια εν λόγω ζημιογόνα περιστατικά, τα οποία φέρεται να ενήργησε η εναγομένη για λογαριασμό και κατ’ εντολή και ανάθεση από την εταιρεία «…», στα πλαίσια μεταξύ τους γνωστής σχέσης εργολαβίας. Συνεπώς, ευχερώς ηδύνατο να γνωρίζει και τον υπαίτιο αυτής, έχοντας τη δυνατότητα να εξακριβώσει χωρίς ιδιαίτερες δυσχέρειες ή δαπάνες το όνομα και τη διεύθυνση του φερόμενου ως υποχρέου, καθόσον δεν προέκυψε το αντίθετο (ΑΠ 141/2007 ΧρΙΔ 2007.495), με δεδομένο δε ότι η ενάγουσα προέβη και σε εξόφληση των παραληπτριών των οχημάτων εταιρειών, αποζημιώνοντάς τις ήδη από τα έτη 2009 και 2010, με βάση τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της τιμολόγια-εξοφλητικές αποδείξεις. Μετά ταύτα, η 5ετής προθεσμία παραγραφής παρήλθε άπρακτη μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής, δίχως να προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος αναστολής ή διακοπής της παραγραφής, η οποία συμπληρώθηκε πλήρως, με τις αντίστοιχες δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της απαίτησης αποζημίωσης από το εν λόγω ζημιογόνο επίδικο περιστατικό (ΑΠ 1002/2002 ΕλλΔνη 2003.1334, ΕφΠειρ 162/2004 ΕΝΔ 2004.32, ΕφΠειρ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141, ΕφΠειρ 181/2001 ΔΕΕ 2001.898).  .

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτη δικανικής εκτίμησης, κατά παραδοχή ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, που δικονομικά συνιστά άρνηση της αγωγής ως προς διαδικαστική (δικονομική) προϋπόθεση της δίκης, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου περί της συνδρομής της (ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 2000.43), το δε βάρος επίκλησης και απόδειξης αυτής φέρει η ενάγουσα, στο οποίο δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς ορισμένα (ΠολΠρΠειρ 350/2019, ΠολΠρΠειρ 349/2018 αδημ. στον νομικό τύπο). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

           ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

            ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις   29 -9-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ