Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός  1306/2020

(Αριθ. καταθ. 5293/1167/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Σεπτεμβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) … του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Ουρανίας Βαλεντή και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της ιδίας ως άνω πληρεξουσίας δικηγόρου.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: … του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεράσιμου Ποταμιάνου.

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20-7-2020 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 5293/1167/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 700 παρ. 1 και 702 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα δικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων με συμπληρωματική εφαρμογή των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 298/2003 ΕλλΔνη 2004.407, ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 2001.680, ΕφΑθ 11094/1990 ΕλλΔνη 1991.1078, ΜΠρΑθ 4949/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε η διάταξη του άρθρου 702 του ΚΠολΔ ρυθμίζει κατ’ αρχήν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου που θα δικάσει αντιρρήσεις εναντίον της νομιμότητας της εκτέλεσης ή γενικότερα της πραγμάτωσης του ασφαλιστικού μέτρου που ήδη συντελέστηκε. Συνεπώς, κατά τη ρύθμιση αυτή, οι διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα, ή ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει απόφαση γι’ αυτά, δικάζονται καταρχήν από το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δηλαδή αναλόγως, το Ειρηνοδικείο, το Μονομελές ή Πολυμελές Πρωτοδικείο κλπ. και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ (ΜΠρΠειρ 1775/2009 ΕφΑθ 2009.739, ΜΠρΙωαν 463/2007, ΜΠρΑθ 4946/2007 ΕλλΔνη 2008.302, ΜΠρΑθ 4587/2006 ΧρΙΔ 2007.443). Διχογνωμία επικρατούσε για το αν, επί ανακοπής κατά της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 702 και 933 ΚΠολΔ, είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 938 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο προβλεπόταν δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης. Κατά την κρατούσα άποψη, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, το άρθρο 938 ΚΠολΔ εφαρμοζόταν και εν προκειμένω (ΜΠρΞανθ 467/2012 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠρεβ 297/1992 Δ 1993.1114). Έτσι, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορούσε να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής έκρινε ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογούσε την ευδοκίμηση της ανακοπής. Ωστόσο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015 (οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016 – ένατο άρθρο παρ. 3 του νόμου αυτού), το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αίτησης, εκδικαζόμενης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε, με αποτέλεσμα να μην προβλέπεται πλέον η δυνατότητα αναστολής. Παράλληλα δε, με τη νέα διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 β’ εδ. 3 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου, ενώ με το εδάφιο γ’ της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα (βλ. ΜΠρΠατρ 166/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Η κατά τα ανωτέρω κατάργηση της αναστολής τελεί σε άμεσο τελολογικό σύνδεσμο με την προβλεπόμενη από το ν. 4335/2015 διαδικασία ρευστοποίησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, αφού με βάση τις νέες διατάξεις δίνεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να αποτρέψει τον σε βάρος του πλειστηριασμό με την έγκαιρη προβολή των αντιρρήσεών του μέσω ανακοπής. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός κινητών ή ακινήτων ορίζεται σε διάστημα επτά μηνών από την κατάσχεση (άρθρα 954 παρ. 2 εδ. 3 και 993 παρ. 2 ΚΠολΔ) παρέχει στον οφειλέτη την ευχέρεια να ανακόψει την κατάσχεση, ενώ με βάση τις διατάξεις του άρθρου 933 παρ. 2 και 6 ΚΠολΔ , λαμβάνεται μέριμνα, ώστε η ανακοπή του να συζητείται εγκαίρως και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να εκδίδεται εντός της ανωτέρω επτάμηνης προθεσμίας. Εξάλλου, σε περίπτωση που η εγκαίρως εκδοθείσα απόφαση επί της ανακοπής είναι απορριπτική, ο οφειλέτης έχει τότε το δικαίωμα, αφού ασκήσει ένδικο μέσο, να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης από το Δικαστήριο του ενδίκου μέσου (που πιθανολογεί την ευδοκίμηση της έφεσης) και να επιτύχει την προσωρινή παύση της προόδου της εκτελεστικής σε βάρος του διαδικασίας (ΜΠρΘεσ 7716/2018 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς Σπ. Τσαντίνης, Η αναστολή εκτέλεσης μετά το Ν. 4335/2015, ΝοΒ 2017.267). Γίνεται, ωστόσο, δεκτό, άποψη την οποία θεωρεί ως προκριτέα και το παρόν Δικαστήριο, ότι παρέχεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που, παρά την επιδειχθείσα πρόνοια του οφειλέτη, δεν καταλείπεται περιθώριο σ’ αυτόν να αντιδράσει, εντός διαστήματος που θα ήταν τούτο εφικτό, με άσκηση ανακοπής και ύπαρξη αποτελέσματος επ’ αυτής, περίπτωση που απαντάται ιδίως στις περιπτώσεις κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, όπου προβλέπεται διαδικασία που καταλήγει αυτοματοποιημένα σε εκχώρηση εκ του Νόμου των κατασχεμένων απαιτήσεων στον κατασχόντα, στην περίπτωση κατάσχεσης χρημάτων (ως κινητών) ή άλλων κινητών δεκτικών δημόσιας κατάθεσης, όπου υπάρχει ανάγκη αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 937 παρ. γ’ ή εφαρμογή των άρθρων 731 επ. ΚΠολΔ , ώστε να αποφευχθεί τελικά η δημιουργία μόνιμων και δυσχερώς αναστρέψιμων καταστάσεων σε βάρος του οφειλέτη [ΑΠ (συμβ.) 11/2017 ΔΕΕ 2017.1063 Χατζηιωάννου, ό.π., σελ. 662, ΑΠ (συμβ.) 142/2016 ΤΝΠ/NΟΜΟΣ]. Χωρίς τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι αίτηση, ερειδόμενη στα άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ, μπορεί γενικά να ρυθμίσει δίκες περί την εκτέλεση, υποκαθιστώντας ουσιαστικά την καταργηθείσα αναστολή του άρθρου 938 ΚΠολΔ, έχοντας υπόψη την προπεριγραφείσα διάρθρωση των νέων διατάξεων του ΚΠολΔ αλλά και το γεγονός ότι η αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, εντασσόμενη στο πλαίσιο των ειδικών διατάξεων της ως άνω εκτέλεσης, αποτελεί ειδικό μέτρο προσωρινής έννομης προστασίας και όχι ασφαλιστικό μέτρο, κατά την έννοια των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ (ΜΠρΘεσ 7716/2018, ό.π. έτσι κατ’ αποτέλεσμα ΜΠρΑμαλ 9/2019 αδημ., ΜΠρΛαμ 42/2018 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ].

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούντες εκθέτουν με την κρινόμενη αίτησή τους, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, ότι με την από 16-7-2020 επιταγή προς πληρωμή που γράφηκε κάτω από το αντίγραφο της με αριθμό 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο – διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) επιτάχθηκαν να καταβάλουν στον καθ’ ου το συνολικό ποσό των 42.421,72 ευρώ. Επικαλούμενοι δε, ότι κατά της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή έχουν ασκήσει, νομότυπα κι εμπρόθεσμα, την από 19-7-2020 (εκ του άρθρου 702 παρ. 2 ΚΠολΔ) ανακοπή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ζητούν την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους μέχρι την έκδοση απόφασης, επί της προαναφερόμενης ανακοπής, για το λόγο ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα τους επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη, ενώ πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, για τους λόγους που αναφέρουν ειδικότερα στην αίτηση, καθώς και να καταδικασθεί ο καθ’ ου στη δικαστική τους δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. ΚΠολΔ), επιχειρείται δε να θεμελιωθεί από τους αιτούντες στα άρθρα 731 και 937 παρ. 1 β’ – γ’ του ΚΠολΔ. Δοθέντος όμως ότι η αναγκαστική εκτέλεση που διενεργείται είναι έμμεση (άρθρα 951 επ ΚΠολΔ), αφού γίνεται προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, και όχι άμεση, μη αφορώσα αξίωση παράδοσης ορισμένου κινητού πράγματος, η ένδικη αίτηση κρίνεται απορριπτέα ως νόμιμη, προεχόντως διότι, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, μετά την κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ με την παράγραφο 1 του όγδοου άρθρου του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, καθόσον η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε στις 17-7-2020, δεν προβλέπεται πλέον η άσκηση τέτοιου ένδικου βοηθήματος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τέλος, η κρινόμενη αίτηση αναστολής δεν μπορεί να αξιολογηθεί ούτε ως αίτηση ερειδόμενη στα άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, καθώς στις δίκες περί την εκτέλεση εφαρμοστέες διατάξεις είναι μόνο οι προβλεπόμενες από τα άρθρα που ρυθμίζουν αυτήν (εκτέλεση) ως ειδικότερες σε σχέση με τις γενικές των ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι αυτές μόνο εξυπηρετούν τους σκοπούς της εκτελεστικής διαδικασίας, κρίση εξ άλλου που επιρρωνύεται και από το εντελώς διαφορετικό αίτημα των αιτήσεων και ακολούθως διατακτικό των αποφάσεων που εκδίδονται επί των ως άνω αιτήσεων (αναστολής εκτελεστικής διαδικασίας αφενός και ρύθμισης κατάστασης αφετέρου) σε περίπτωση που αυτές γίνουν δεκτές (το περιεχόμενο του οποίου -διατακτικού- είναι «αναστέλλει» στην πρώτη και «ρυθμίζει προσωρινά» στη δεύτερη). Η ως άνω κρίση δε του δικαστηρίου δεν μεταβάλλεται από την. επικαλούμενη από τους αιτούντες απόφαση του ΑΠ 11/2017 (σε συμβούλιο), διότι η απόφαση αυτή αφορά σε διαφορετική περίπτωση (άρθρο 565 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς εκδόθηκε επί αιτήσεως αναστολής εκτελεστικής διαδικασίας επιβαλλόμενης με κατάσχεση εις χείρας τρίτου, που ασκήθηκε ενώπιον του τριμελούς συμβουλίου του Αρείου Πάγου, μετά από άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Εφετείου (εκτελεστού τίτλου) και ανέφερε στη μείζονα σκέψη τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 731 ΚΠολΔ, την οποία όμως, σε κάθε περίπτωση, συναρτούσε με την αδυναμία τήρησης των προθεσμιών των άρθρων 933 παρ. 6 και 954 παρ. 2 εδ. ε’ ΚΠολΔ, που επίσης δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, αφενός μεν την επίδοση της από 16-7-2020 επιταγής στους αιτούντες δεν έχει ακολουθήσει κάποια άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ούτε επίκειται πλειστηριασμός προ της συζητήσεως της ασκηθείσας ανακοπής.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

  • ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
  • ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 12 Οκτωβρίου 2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)