ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 1308/2020
(Αριθ. καταθ. 4723/1059/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Αυγούστου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: … του …, κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Πάγκαλου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) … του …, κατοίκου ….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Πολυχρόνη Περιβολάρη, 2) …, κατοίκου ……, ο οποίος παραστάθηκε μετά του ιδίου ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου, 3) …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια του ιδίου ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου και 4) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μιχαήλ Παλαιολόγου.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-7-2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 4723/1059/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 30ης-7-2020, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 197 του ΑΚ, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της σύμβασης, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά δε το άρθρο 198 παρ. 1 του ΑΚ, όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις από πταίσμα του προξενήσει στον άλλον ζημία υποχρεούται να την ανορθώσει και αν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε. Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης, η οποία συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση ευθύνης από το νόμο (ΑΠ 1786/2007 ΝοΒ 2008.703), είναι η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, η αντισυμβατική συμπεριφορά του αντισυμβαλλόμενου, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης, δηλαδή στην υπαιτιότητα και τη ζημία. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη ορισμένης συμβάσεως με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης μέχρι την τελική σύμπτωσή τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι την διακοπή τους και ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτισή της. Κατά το στάδιο αυτό επιβάλλεται η παροχή διασαφηστικών πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του άλλου, δηλαδή η λεγόμενη υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας. Πάντως, η υποχρέωση αυτή της διαφώτισης και προστασίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα. Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις που διαφέρει από την ευθύνη από την αδικοπραξία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ματαίωσης της σύμβασης ή της ακυρότητας αυτής όταν ο υπαίτιος της ματαίωσης έδωσε διαβεβαιώσεις για την κατάρτιση της σύμβασης ή απέκρυψε τους λόγους της ακυρότητας αυτής, οπότε έχει υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας του άλλου που πίστεψε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Εξάλλου ως πταίσμα κατά την έννοια των διατάξεων αυτών νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Το πταίσμα κρίνεται κατά το άρθρο 330 του ΑΚ και έτσι αρκεί και αμέλεια. Η ζημία πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Η αποζημίωση περιλαμβάνει το αρνητικό διαφέρον της σύμβασης, δηλαδή τη ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα απέφευγε αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση. Το αρνητικό αυτό διαφέρον εκτός των άλλων περιλαμβάνει την περιουσιακή μείωση, όπως τις δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης και την προκαταβολή, εφόσον αυτή είναι επακόλουθο του προσυμβατικού πταίσματος. Αν ο συμβαλλόμενος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη, αποκρύπτοντας με πρόθεση από τον αντισυμβαλλόμενο περιστατικά τα οποία αν γνώριζε ο τελευταίος θα μπορούσαν να τον επηρεάσουν στην κατάρτιση της συμβάσεως, τότε παράλληλα με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις θεμελιώνεται και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 919 και 914 επ. ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/1991 ΝΟΒ/1991.1203, ΑΠ 1302/2010 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι το Φεβρουάριο του έτους 2020 ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους τρεις πρώτους των καθ’ ων με σκοπό την κατάρτιση συμφωνίας, μεταξύ άλλων, είτε για την απόκτηση πλειοψηφικού πακέτου μετοχών (ποσοστού 75%) στην τέταρτη των καθ’ ων ναυτική εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…» (αριθμός νηολογίου … Β’ κλάσης, ΙΜΟ …, ΔΔΣ SVA 7380), στης οποίας το λοιπό μετοχικό κεφάλαιο (25%) θα συμμετείχαν οι ως άνω καθ’ ων, είτε για τη δημιουργία νέας πλοιοκτήτριας εταιρίας, στης οποίας τη μετοχική σύνθεση θα συμμετείχαν, κατά τα ως άνω ποσοστά μετοχών, τα προαναφερθέντα διαπραγματευόμενα μέρη. Ότι αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτέλεσε και το τίμημα αγοράς του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ανωτέρω εταιρίας, το οποίο συμφωνήθηκε, να ανέλθει στο ποσό της συνολικής οφειλής των εξόδων του πλοίου, η οποία ανερχόταν, βάσει αρχικών εκτιμήσεων, στο ποσό των 700.000 ευρώ και η οποία εντέλει θα καθόριζε, μετά και την ολοκλήρωση του νομικού και οικονομικού ελέγχου της πλοιοκτήτριας εταιρίας και το τελικό ποσοστό συμμετοχής των καθ’ ων στη νέα πλοιοκτήτρια εταιρία, σύμφωνα με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως. Ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι προαναφερθέντες καθ’ ων, ειδικότερα δε ο τρίτος εξ αυτών και υπό τον ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. της τέταρτης των καθ’ ων και νομίμου εκπροσώπου αυτής, επιδεικνύοντας συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη παρέστησαν ψευδώς ότι ήταν μέτοχοι της τέταρτης των καθ’ ων, ενώ το αληθές ήταν ότι η τελευταία, για το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας σημειωτέον δεν είχαν εκδοθεί μετοχές, ανήκε σε δυο κυπριακές εταιρίες καθώς και ότι το προαναφερθέν πλοίο είχε εμπορική αξία 1.000.000 ευρώ και χρέη 700.000 ευρώ ενώ το αληθές ήταν ότι η αξία του δεν υπερέβαινε το ποσό 1.000.000 δολάρια Η.Π.Α., τα δε χρέη του ανέρχονταν, κατά προσέγγιση, στο ποσό των 1.300.000 ευρώ. Ότι εξαιτίας της προαναφερθείσας υπαίτιας αντισυμβατικής συμπεριφορά των αντισυμβαλλομένων τριών πρώτων των καθ’ ων, που συνίσταται στην κατ’ εξακολούθηση παραβίαση της υποχρέωσης διαφώτισης και προστασίας της αιτούσας αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της τετάρτης των καθ’ ων αλλά και την νομική και πραγματική κατάσταση του πλοίου της τελευταίας, η αιτούσα υπέστη ζημία, συνιστάμενη στο συνολικό ποσό των 89.717,19 ευρώ, όπως αυτό αναλύεται στο δικόγραφο της αίτησης, το οποίο δόθηκε από την ίδια τμηματικά και ως προκαταβολή, κατόπιν πιεστικών αιτημάτων των καθ’ ων, για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων και των χρεών του πλοίου, ενόψει της επικείμενης συμμετοχής της στο νέο εταιρικό σχήμα. Επικαλούμενη δε πέραν των προαναφερθεισών νόμιμων λόγω ευθύνης και αδικαιολόγητο πλουτισμό της τέταρτης των καθ’ ων καθώς και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί να διαταχθούν ως ασφαλιστικά μέτρα η συντηρητική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 110.000 ευρώ, κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων, είτε στα χέρια τους ευρισκόμενη είτε στα χέρια τρίτων, ειδικότερα δε αναφορικά με την τέταρτη των καθ’ ων να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του προαναφερθέντος φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…» καθώς και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί κάθε ακίνητης περιουσίας του πρώτου και της δεύτερης των καθ’ ων και μέχρι του ιδίου ως άνω ποσού επί του περιγραφόμενου στην ένδικη αίτηση ακινήτου (αγροτεμαχίου) κυριότητας των τελευταίων, προκειμένου να διασφαλιστεί η αναφερόμενη στο σκεπτικό απαίτηση της αιτούσας. Τέλος, η αιτούσα ζητεί να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 25 παρ. 2 και 683 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3 και παρ. 5 του ν.2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου. Συνακόλουθα, ενόψει της κατοικίας των καθ’ ων – φυσικών προσώπων και της έδρας της τέταρτης εξ αυτών στην Ελλάδα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683-703 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 ΚΠολΔ και 4 παρ. 1 και 35 του Κανονισμού της ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» – βλ. και ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4332/2011 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ στο άρθρο 25 αρ. 3, Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ στο άρθρο 25 αρ. 9). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987, ΕλλΔνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Βάσει δε των ανωτέρω παραδοχών, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, περιέχουσα έστω και συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων πιθανολογείται το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου ζητούνται τα ασφαλιστικά μέτρα, όπως επίσης και ο επικείμενος κίνδυνος (πρβλ. ΜΠρΑθ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠρΑθ 29396/1995 Δ 27.644 – Κράνη σε ΕρμΚΠολΔ II, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 686, αριθ. 10, σ. 1339 και Βαφειάδου σε Ασφαλιστικά Μέτρα Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, εκδ. 2000, αριθ. 94, ο. 65), απορριπτομένων των ισχυρισμών περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης των τριών πρώτων των καθ’ ων και αοριστίας της κρινόμενης αιτήσεως. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς το ιστορούμενο από την αιτούσα πταίσμα των τριών πρώτων καθ’ ων (συμβαλλόμενων μερών) από τις διαπραγματεύσεις, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», δεδομένου ότι το ελληνικό δίκαιο θα ήταν εφαρμοστέο σε περίπτωση που καταρτιζόταν η σχετική σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών, β) ως προς την ιστορούμενη αδικοπραξία απάντων των καθ’ ων (συμπεριλαμβανομένης και της τέταρτης των καθ’ ων λόγω της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του τρίτου εξ αυτών, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου αυτής) εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από την αιτούσα ζημία της επήλθε στην Ελλάδα, όπου και πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές χρηματικές καταβολές και γ) ως προς τον ιστορούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό της τέταρτης των καθ’ ων (επικουρική βάση), εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού, δεδομένου ότι τόσο η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις όσο και η αδικοπρακτική ευθύνη, διέπονται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές, από το ελληνικό δίκαιο. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 71, 197, 198, 297, 298, 914 και 919 του ΑΚ, εκτός της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί επικουρικώς το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι δεδομένου ότι η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Εν προκειμένω δε, η αιτούσα κατά τα προεκτεθέντα, στηρίζει την ένδικη (ασφαλιστέα) αξίωσή της σε ευθύνη εξ αδικοπραξίας και δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Οι καθ’ ων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αρνήθηκαν την ένδικη αίτηση, ο δε τρίτος εξ αυτών απαραδέκτως προτείνει το πρώτον με το σημείωμά του ένσταση συμψηφισμού για απαίτηση του διατηρεί σε βάρος της αιτούσας, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός, προτεινόμενος προς απόσβεση της αναφερόμενης στην αίτηση απαιτήσεως της αιτούσας, δεν προβλήθηκε και προφορικώς στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως (ΜΠρΓρεβ 17/1994 ΑρχΝομ 1994.428, Ι. Χαμηλοθώρη Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδοση, σελ. 50 αριθ. 113).
Από την επ’ ακροατηρίω ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της αιτούσας … του … και του μάρτυρος των τριών πρώτων καθ’ ων … του … καθώς και από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, το Φεβρουάριο του έτους 2020, ήρθε σε επαφή με τους τρεις πρώτους των καθ’ ων, κατόπιν συστάσεων που έλαβε από συγγενικό της πρόσωπο, με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων και ειδικότερα στην συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο των τριών εταιριών, «…» (τέταρτη των καθ’ ων), «…» και …», που κατά δήλωση των ανωτέρω καθ’ ων ανήκαν στα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντά τους. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν στις αρχές Μαρτίου του ιδίου έτους, μεταξύ της αιτούσας των τριών πρώτων καθ’ ων, η αιτούσα ενδιαφέρθηκε για τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…» (αριθμός νηολογίου … Β’ κλάσης, ΙΜΟ …, ΔΔΣ SVA 7380), πλοιοκτησίας της τέταρτης των καθ’ ων. Για το λόγο δε αυτό οι σχετικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες διεξάγονταν μεταξύ των τριών πρώτων καθ’ ων και του εκπροσώπου της αιτούσας …, αφορούσαν την κατάρτιση μελλοντικής συμφωνίας, μεταξύ άλλων, είτε για την απόκτηση από την αιτούσα πλειοψηφικού πακέτου μετοχών (ποσοστού 75%) στην τέταρτη των καθ’ ων ναυτική εταιρία, της οποίας το λοιπό μετοχικό κεφάλαιο (25%) θα συμμετείχαν οι ως άνω καθ’ ων, είτε για τη δημιουργία νέας πλοιοκτήτριας εταιρίας, στης οποίας τη μετοχική σύνθεση θα συμμετείχαν κατά τα ως άνω ποσοστά μετοχών τα προαναφερθέντα διαπραγματευόμενα μέρη. Πέραν δε των ανωτέρω, αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτέλεσε και το τίμημα αγοράς του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ανωτέρω εταιρίας, το οποίο συμφωνήθηκε, να ανέλθει στο ποσό της συνολικής οφειλής των εξόδων του πλοίου, η οποία ανερχόταν, βάσει εκτιμήσεων των τριών πρώτων καθ’ ων, στο ποσό των 700.000 ευρώ και η οποία (οφειλή) εντέλει θα καθόριζε, μετά και την ολοκλήρωση του νομικού και οικονομικού ελέγχου της πλοιοκτήτριας εταιρίας και το τελικό ποσοστό συμμετοχής των καθ’ ων στη νέα πλοιοκτήτρια εταιρία, δεδομένου ότι σε περίπτωση που τα χρέη του πλοίου υπερέβαιναν το ανωτέρω ποσό, θα περιοριζόταν αναλογικά η συμμετοχή των τριών πρώτων καθ’ ων. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια των ανωτέρω διαπραγματεύσεων, οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων εμφανίζονταν ως μέτοχοι – ιδιοκτήτες της τέταρτης των καθ’ ων, ασκώντας παράλληλα, μέσω του τρίτου των καθ’ ων αλλά και της εταιρίας «…», η οποία ανήκει στα οικονομικά συμφέροντα των ανωτέρω καθ’ ων, την τεχνική και εμπορική διαχείριση του φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…». Προς επίρρωση δε των προαναφερθέντων ισχυρισμών τους για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της τετάρτης των καθ’ ων, οι τρείς πρώτοι εξ αυτών εμφάνισαν και παρέδωσαν στην αιτούσα αντίγραφο της από 11-11-2016 σύμβασης σύστασης της τέταρτης των καθ’ ων ναυτικής εταιρίας, καθώς και το από 5-2-2019 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου με θέμα την αλλαγή των διευθυντών και της νόμιμης εκπροσώπησης της εταιρίας. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από την προαναφερθείσα εταιρική σύμβαση, η τέταρτη των καθ’ ων ιδρύθηκε από τις εδρεύουσες στην Κύπρο εταιρίες με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη (τότε) από τη … και «…», νομίμως εκπροσωπούμενη (τότε) από τον τρίτο των καθ’ ων. Οι ανωτέρω δε ιδρύτριες εταιρίες, οι οποίες ανήκαν στα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα της οικογενείας των τριών πρώτων των καθ’ ων, φέρονται ότι κατέβαλαν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου 5.000 ευρώ (διαιρούμενο σε 500 ανώνυμες μετοχές) της εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας αποτελούνταν από την … (Πρόεδρο Δ.Σ.), τον τρίτο των καθ’ ων (Αντιπρόεδρο Δ.Σ. – Γραμματέα Δ.Σ.) και το … (Ταμία Δ.Σ.), με νομίμους εκπροσώπους της ναυτικής εταιρίας τους δυο πρώτους εξ αυτών. Περαιτέρω, στο προαναφερθέν από 5-2-2019 πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου εμφανίζονται ως μέλη του αυτού ο τρίτος των καθ’ ων (Πρόεδρος του Δ.Σ. – νόμιμος εκπρόσωπος), η … (Αντιπρόεδρος Δ.Σ. – Γραμματέας Δ.Σ.) και η … (Ταμίας Δ.Σ.). Πέραν δε των ανωτέρω, οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων ισχυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της έναρξης των διαπραγματεύσεων ότι το πλοίο της τέταρτης των καθ’ ων είχε εμπορική αξία ανερχόμενη στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, τα χρέη αυτού προς τρίτους ανέρχονταν κατά προσέγγιση στο ποσό των 700.000 ευρώ. Στο σημείο δε αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο τρίτος των καθ’ ων πιθανολογείται ότι συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις ατομικώς αλλά και υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της τέταρτης των καθ’ ων πλοιοκτήτριας εταιρίας, η οποία, με τον τρόπο αυτό, εμφανιζόταν ότι συμμετείχε ουσιαστικά στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν, συμπράττοντας με τους τρεις πρώτους των καθ’ ων και ενισχύοντας τους ισχυρισμούς αυτών σχετικά με τη μετοχική τους ιδιότητα, ώστε να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και να επιτευχθεί τελική συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Πεισθείσα δε η αιτούσα από τις προαναφερθείσες παραστάσεις των τριών πρώτων καθ’ ων, κατέβαλε σε αυτούς στις 6-3-2020 το ποσό των 35.000 ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ταυθήμερο ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο υπογράφηκε από την πρώτη και το δεύτερο των καθ’ ων. Στο ανωτέρω έγγραφο, το οποίο τιτλοφορείται ως «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ & ΜΕΤΟΧΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΑΜΕΣΩΝ Ή ΕΜΜΕΣΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ … & … (ή και …)» και στο οποίο φέρεται ως αντισυμβαλλόμενος (αγοραστής) ο σύντροφος της αιτούσας … του …, οι ως άνω υπογράφοντες καθ’ ων επικαλούνται, μεταξύ άλλων, ότι τυγχάνουν ιδιοκτήτες δυο ναυτιλιακών εταιριών που κατέχουν δυο πλοία τα οποία εκτελούν δρομολόγια εντός της Μεσογείου και ότι το προαναφερθέν ποσό των 35.000 ευρώ παρέλαβαν ως προκαταβολή, προκειμένου να πληρωθούν άμεσα υφιστάμενες υποχρεώσεις των πλοίων τους. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι μετά την καταβολή του ποσού των 35.000 ευρώ ξεκίνησε από την αιτούσα νομικός και οικονομικός έλεγχος για την κατάσταση του πλοίου. Στο πλαίσιο δε του ανωτέρω ελέγχου διαπιστώθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας ότι το πλοίο είχε κατασχεθεί από την εταιρία «…» για απαίτηση ποσού 185.766,18 ευρώ και ότι είχε επισπευσθεί πλειστηριασμός με τιμή πρώτης προσφοράς για το πλοίο στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τις 29-4-2020, όπως συνάγεται από την προσκομιζόμενη, μετ’ επικλήσεως από την αιτούσα, ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών (πδ 67/17-9-2015). Πέραν δε του πλειστηριασμού και της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης, διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο πλοίο βαρυνόταν με δυο προσωρινές διαταγές απαγόρευσης νομικής και πραγματικής κατάστασης, με μια συντηρητική κατάσχεση για απαίτηση σε βάρος της οφειλέτριας τέταρτης των καθ’ ων, ύψους 45.437,91 δολαρίων Η.Π.Α. και μέχρι του ποσού των 70.000 ευρώ καθώς και με αναγκαστική κατάσχεση για απαίτηση σε βάρος της οφειλέτριας τέταρτης των καθ’ ων, για ποσό 38.789,10 ευρώ. Ο επικείμενος πλειστηριασμός του πλοίου αλλά και εγγραφέντα σε αυτό βάρη απεκρύβησαν από τους τρεις πρώτους των καθ’ ων τόσο κατά το στάδιο της έναρξης των διαπραγματεύσεων, οπότε και καταβλήθηκε από την αιτούσα το ποσό των 35.000 ευρώ, αλλά και μετά την ανωτέρω καταβολή, μέχρι και την διαπίστωση από την αιτούσα, στο πλαίσιο της διενέργειας νομικού ελέγχου, της ύπαρξης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Πέραν δε τούτου, τον Απρίλιο του 2020, κατά τη διάρκεια του ως άνω έλεγχου, διαπιστώθηκε από την αιτούσα ότι οι ως άνω καθ’ ων δεν είχαν μετοχική ιδιότητα στην τετάρτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρία, για το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας, σημειωτέον, δεν είχαν εκδοθεί κατά την ίδρυσή της, ανώνυμες μετοχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην από 11-11-2016 σύμβαση σύστασης ναυτικής εταιρίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο του ελέγχου του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της τέταρτης των καθ’ ων, διαπιστώθηκε από την αιτούσα ότι οι μετοχές των κυπριακών εταιριών – μετόχων της πλοιοκτήτριας εταιρίας είχαν μεταβιβαστεί από τους αρχικούς ιδρυτές αυτών ανήκαν σε Ελβετούς επενδυτές, οι οποίοι χρηματοδότησαν την τελευταία, με την οικονομική και τεχνική διαχείριση να παραμένει στους τρεις πρώτους των καθ’ ων. Μετά την ανωτέρω διαπίστωση και ενόψει και του γεγονότος ότι δεν είχαν εκδοθεί ανώνυμες μετοχές για την τέταρτη των καθ’ ων ναυτική εταιρία, η αιτούσα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους ανωτέρω μετόχους των κυπριακών εταιριών για τη μεταβίβαση σε αυτή των μετοχών των κυπριακών εταιριών αντί τιμήματος ύψους 100.000 ευρώ. Ακολούθως, η αιτούσα διαπίστωσε στις 26-4-2020, στο πλαίσιο του νομικού ελέγχου που πραγματοποιούσε και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους τρεις πρώτους των καθ’ ων αλλά και με τους μετόχους των κυπριακών εταιριών, ότι οι τελευταίοι είχαν πωλήσει, στις αρχές του έτους 2019, τις μετοχές τους στην εταιρία «…», οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων των τριών πρώτων των καθ’ ων καθώς και ότι οι ανωτέρω μετοχές είχαν παραδοθεί προς φύλαξη σε θεματοφύλακα (Δικηγόρο Αθηνών), πλην όμως η μεταβίβαση των μετοχών δεν είχε πραγματοποιηθεί επειδή δεν είχε εξοφληθεί το σχετικό τίμημα εκ μέρους των τριών πρώτων καθ’ ων. Παράλληλα, όμως, πέραν των διαπραγματεύσεων με τους Ελβετούς αλλά και με το θεματοφύλακα των μετοχών, η αιτούσα συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με τους τρείς πρώτους των καθ’ ων, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία με αυτούς, τόσο ως προς το ποσοστό συμμετοχής τους στο νέο εταιρικό σχήμα, όσο και ως προς τους όρους υπό τους οποίους αυτοί θα αναλάμβαναν την τεχνική και οικονομική διαχείριση του φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…». Στο πλαίσιο δε αυτό των εξελισσομένων διαπραγματεύσεων, η αιτούσα προέβη, κατά το χρονικό διάστημα από 10-3-2020 έως 8-5-2020 και κατόπιν απαιτήσεως του τρίτου των καθ’ ων, στην τμηματική καταβολή ποσού συνολικού ύψους 54.717,19 ευρώ για την κάλυψη εξόδων λειτουργίας και συντήρησης του πλοίου (μισθοδοσία πληρώματος, τροφοεφόδια, επισκευές, καύσιμα, οφειλές προς ΝΑΤ, χρώματα) γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους καθ’ ων. Υπό τις ως άνω διαμορφωθείσες συνθήκες και προκειμένου να υπάρξει επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων συντάχθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των μετόχων των κυπριακών εταιριών σχετικό σχέδιο σύμβασης μεταβίβασης των ανωτέρω μετοχών, σύμφωνα με το οποίο στη συγκεκριμένη σύμβαση θα συμβάλλονταν και οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων ως εγγυητές για την κάλυψη των οφειλών του πλοίου, όπως ζητήθηκε από τους πωλητές μετόχους, πλην όμως οι ως άνω καθ’ ων αρνήθηκαν να εγγυηθούν την εξόφληση των οφειλών του πλοίου (βλ. σχετ. το από 25-5-2020 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της τέταρτης των καθ’ ων προς τον τρίτο εξ αυτών). Η ως άνω ματαίωση της μεταβίβασης των μετοχών των κυπριακών εταιριών καθώς και η αντικειμενική αδυναμία ολοκλήρωσης των ανωτέρω διαπραγματεύσεων, οδήγησε την αιτούσα στην απόφαση να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις τόσο με τους μετόχους των κυπριακών εταιριών όσο με τους καθ’ ων, γεγονός που γνωστοποίησε σε αυτούς στις 25-5-2020. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πιθανολογείται ότι, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων, ο δε τρίτος εξ αυτών ατομικώς αλλά και υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της τέταρτης εξ αυτών πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας, αφενός μεν παρέστησαν ψευδώς στην αιτούσα ότι είχαν μετοχική ιδιότητα στην εταιρία, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι μέτοχοι της τελευταίας ήταν οι δυο κυπριακές εταιρίες, οικονομικών συμφερόντων τρίτων προσώπων, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, τα οποία επεδίωξαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές των εταιριών – μετόχων έναντι τιμήματος 100.000 ευρώ, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση στην αιτούσα, αφετέρου δε αποσιώπησαν τόσο το πραγματικό ύψος των χρεών του πλοίου, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό του 1.365.000 ευρώ (βλ. την από 6-4-2020 επιστολή του τρίτου των καθ’ ων υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τέταρτης των καθ’ ων), ήτοι σε ποσό διπλάσιο σχεδόν του δηλωθέντος από τους ίδιους τους καθ’ ων όσο και το γεγονός ότι στο τελευταίο είχαν επιβληθεί κατασχέσεις, γεγονός που καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη τη μεταβίβασή του στην αιτούσα αλλά και περαιτέρω την οικονομική του εκμετάλλευση. Ενόψει των ανωτέρω, οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων επέδειξαν, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη, αποκρύπτοντας με πρόθεση από την αντισυμβαλλόμενη αιτούσα περιστατικά για τη μετοχική σύνθεση της πλοιοκτήτριας καθώς και την νομική κατάσταση του πλοίου, τα οποία, αν αυτή γνώριζε, δεν θα συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση συμβάσεως με τους τρεις πρώτους των καθ’ ων. Η ως άνω δε συμπεριφορά τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα ζημία της αιτούσας, η οποία συνίσταται στην καταβολή τόσο του ποσού των 35.000 ευρώ, που έλαβε χώρα στις 6-3-2020, όσο και στις μεταγενέστερες καταβολές, συνολικού ποσού 54.717,19 ευρώ, για την κάλυψη εξόδων λειτουργίας και συντήρησης του πλοίου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατόπιν αιτημάτων των καθ’ ων και προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για τη συμμετοχή των τριών πρώτων καθ’ ων στο νέο εταιρικό σχήμα καθώς και στην τεχνική και οικονομική διαχείριση του πλοίου. Στο σημείο δε αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η προαναφερθείσα παραβίαση της υποχρέωσης διαφώτισης και προστασίας της αντισυμβαλλόμενης αιτούσας και η εξ αυτού του λόγου επελθούσα ζημία της αιτούσας, έλαβαν χώρα εντός πλαισίου εμπιστοσύνης που είχε καλλιεργηθεί στις σχέσεις των διαδίκων εξαιτίας και των συνεχών διαβεβαιώσεων των τριών πρώτων καθ’ ων για την απόκτηση των μετοχών της τέταρτης εξ αυτών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διενεργούνταν ο νομικός και οικονομικός έλεγχος σχετικά με το φορτηγό πλοίο «…». Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με την αδικοπρακτική, στο πλαίσιο των προαναφερθεισών διαπραγματεύσεων, ευθύνη των τριών πρώτων καθ’ ων αλλά και της τέταρτης εξ αυτών λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του τρίτου των καθ’ ων υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας (άρθρο 71 ΑΚ), ενισχύεται κατ’ αρχήν από την κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας, ο οποίος είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τους τρεις πρώτους των καθ’ ων, στο όνομα και για λογαριασμό της αιτούσας, έχοντας προσωπική αντίληψη για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και ο οποίος κατέθεσε για την εμφάνιση των τριών πρώτων καθ’ ων ως ιδιοκτητών – μετόχων της πλοιοκτήτριας, ιδιότητα υπό την οποία διαπραγματεύονταν μέχρι και την αποκάλυψη ότι οι μετοχές της τέταρτης των καθ’ ων δεν ανήκαν σε αυτούς, και δεν μπορεί να αναιρεθεί από την κατάθεση του μάρτυρος των ως άνω καθ’ ων, ο οποίος παρείχε γενικόλογες εξηγήσεις σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας και ο οποίος αν και δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, εντούτοις επιβεβαίωσε την εμπλοκή των τριών πρώτων καθ’ ων στις διαπραγματεύσεις υπό την ιδιότητα των ιδιοκτητών της τέταρτης των καθ’ ων, αναφέροντας ότι η τελευταία τυγχάνει ουσιαστικά οικογενειακή επιχείρηση των τριών πρώτων εξ αυτών. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί των τριών πρώτων των καθ’ ων, περί αποτυχίας των διαπραγματεύσεων με υπαιτιότητα της αιτούσας, η οποία αδυνατούσε να καλύψει των σύνολο των οφειλών του πλοίου, που θα προέκυπταν κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου, δεν πιθανολογούνται βάσιμοι και δεν επιβεβαιώθηκαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εξάλλου, ο σχετικός ισχυρισμός αντίκειται στους κανόνες της συναλλακτικής πρακτικής, δεδομένου ότι εάν η αιτούσα δεν είχε εξ αρχής τη δυνατότητα να καλύψει οικονομικά την συγκεκριμένη επενδυτική της κίνηση, δεν θα είχε λόγο να προβεί στην καταβολή των προαναφερθέντων ποσών για την κάλυψη των εξόδων του πλοίου, προκαλώντας η ίδια ζημία στην περιουσία της. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι υφίσταται επικείμενος κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η αξίωση της αιτούσας από την αφερεγγυότητα των τριών πρώτων των καθ’ ων, των οποίων η οικονομική κατάσταση κρίνεται λίαν επισφαλής, λόγω των υφιστάμενων οφειλών αυτών προς τρίτους, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τον μάρτυρα αυτών. Τα ίδια όμως ισχύουν και ως προς την τέταρτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρία, της οποίας μόνον εμφανές περιουσιακό στοιχείο πιθανολογείται ότι τυγχάνει το προαναφερόμενο πλοίο, στο οποίο έχουν επιβληθεί συντηρητικές και αναγκαστικές κατασχέσεις λόγω οφειλών της εταιρίας προς τρίτους και το οποίο μπορεί να απολεσθεί ως εκτεθειμένο στους κινδύνους της ναυσιπλοΐας. Ενόψει των παραπάνω πιθανολογηθέντων, επιβάλλεται να διαταχθούν ως ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 692 παρ. 1 ΚΠολΔ) η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου (αγροτεμαχίου) κυριότητας της πρώτης και του δεύτερου των καθ’ ων, όπως αυτό περιγράφεται στο διατακτικό της παρούσας καθώς και η συντηρητική κατάσχεση κάθε ακίνητης και κινητής περιουσίας απάντων των καθ’ ων (πλην του προαναφερθέντος ακινήτου), ειδικότερα δε ως προς την τέταρτη των καθ’ ων η συντηρητική κατάσχεση (και) του υπό ελληνική σημαία φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…» (αριθμός νηολογίου … Β’ κλάσης, ΙΜΟ …, ΔΔΣ SVA 7380), μέχρι του ποσού των 110.000 ευρώ, στο οποίο πιθανολογείται ότι θα ανέλθει τελικώς η ένδικη αξίωση της αιτούσας, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών εξόδων και τόκων.
Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, οι δε καθ’ ων πρέπει να καταδικαστούν λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, κατά το άρθρο 176 ΚΠολΔ (καθόσον το άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εγγραφή υπέρ της αιτούσας προσημείωσης υποθήκης για την εξασφάλιση της περιγραφόμενης στο σκεπτικό της παρούσας απαίτησής της και μέχρι του ποσού των 110.000 ευρώ, επί του κάτωθι ακινήτου, που ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε έκαστο της πρώτης και δεύτερου καθ’ ων ήτοι: Επί του με αριθμό ΚΑΕΚ … αγροτεμαχίου το οποίο περιήλθε στην κυριότητα αυτών δυνάμει της υπ’ αριθ. …/25-11-1996 συμβολαιογραφικής πράξης αγοραπωλησίας, της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Νικολάου Τσιγκάνου, νομίμως μεταγεγραμμένης στο Υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου (τ. 340/αριθ. 35) που συνήφθη μεταξύ αφενός της …, το γένος … ως πωλητή και αφετέρου της πρώτης και δεύτερου των καθ’ ων ως αγοραστών, έκτασης 610,30 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «…» ή «…» πρώην … και ήδη του Δήμου … και στην διασταύρωση των οδών …, εμφαινόμενο κατά τους τίτλους κτήσης με τον αριθμό …. στο από 1-10-1955 σχεδιάγραμμα του …, το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθ. … συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ελ. Κωνστανταράκη και το από 23-10-1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …, το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 651/77 και συνορεύει, κατ’ αυτό, βόρεια επί προσώπου ΑΒ μήκους μέτρων δεκαπέντε (15) με την οδό …, βορειοδυτικά επί προσώπου ΒΓ μήκους μέτρων δέκα επτά (17) με την οδό …, νότια επί πλευρών ΔΕ μήκους μέτρων δέκα επτά και 0,40 (17,40) με ιδιοκτησία … και ΖΗ μήκους μέτρων δέκα τριών και 0,58 (13,58) με ιδιοκτησία αγνώστων, ανατολικά επί πλευρών ΗΑ μήκους μέτρων είκοσι τριών (23) με ιδιοκτησία … και ΕΖ μήκους μέτρων τεσσάρων και 0,30 (4,30) με ιδιοκτησία αγνώστων και δυτικά επί προσώπου ΓΔ μήκους μέτρων δέκα τεσσάρων και 0,50 (14,50) με την οδό Μουσών.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ προς εξασφάλιση της αναφερόμενης στο σκεπτικό απαίτησης της αιτούσας τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων (πλην του προπεριγραφέντος ακινήτου της πρώτης και του δεύτερου εξ αυτών, επί του οποίου διατάχθηκε η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης), είτε στα χέρια τους ευρισκόμενη είτε στα χέρια τρίτων, συμπεριλαμβανομένων και τραπεζοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, ειδικότερα δε ως προς την τέταρτη των καθ’ ων (και) τη συντηρητική κατάσχεση του υπό ελληνική σημαία φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «…» (αριθμός νηολογίου … Β’ κλάσης, ΙΜΟ …, ΔΔΣ SVA 7380) μέχρι του ποσού των εκατόν δέκα χιλιάδων (110.000 ευρώ).
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 12 Οκτωβρίου 2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)