Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

 

Αριθμός αποφάσεως 3226/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 4828/2384/2019)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 19.9.2019 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρίνα Λιούτα του Δημοσθένη (ΑΜ/ΔΣΑ 18861), κάτοικος …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/30.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. … του … κατοίκου …, με ΑΦΜ …, 2. … του … κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει των από 30.9.2019 πληρεξουσίων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Χρόνης Μαυροειδής του Παναγιώτη (ΑΜ/ΔΣΑ 27631), κάτοικος …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/4.10.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο καλών – ενάγων με την από 20.5.2019 ένδικη κλήση του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) 4828/23.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΑΚΔ) 2384/23.5.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης δυνάμει της από 23.12.2019 Πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 22.1.2018 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) 6788/2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΑΚΔ) 289/2018, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, για τη δικάσιμο της 6.6.2018, οπότε και συζητήθηκε, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 914/2019 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 20.5.2019 υπ’ αριθ. κατάθεσης 4828/2384/23.5.2019 κλήση του ενάγοντος η από 22.1.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 6788/289/2018 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 914/2019 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπον για την εκδίκαση της αγωγής και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Σημειώνεται ότι η συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής θεωρείται ότι είναι «πρώτη», με όλες τις εντεύθεν συνέπειες [βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι (2012), 46 αριθ. 11, 281 αριθ. 1].

ΙΙ. Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 «Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 220/12.9.2003), Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (Ν.Ε.Π.Α.) είναι η εμπορική εταιρεία που συνιστάται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά (άρθρο 1). Η σύμβαση με την οποία συνιστάται η Ν.Ε.Π.Α. (καταστατικό) καταρτίζεται εγγράφως από δύο τουλάχιστον ιδρυτές και καταχωρίζεται στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 31 έως 33, από την καταχώριση δε του καταστατικού της η Ν.Ε.Π.Α. αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 2). Τα δικαιώματα του μετόχου που πηγάζουν από τη μετοχή είναι ανάλογα προς το ποσοστό του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει η μετοχή. Η ευθύνη του μετόχου περιορίζεται στην αξία των μετοχών του (άρθρο 4 παρ. 8). Περαιτέρω, με το έκτο κεφάλαιο του Ν. 3182/2003, ρυθμίζεται η λύση και εκκαθάριση της Ν.Ε.Π.Α. Με το άρθρο 27 ορίζεται ότι η Ν.Ε.Π.Α. λύεται, μεταξύ άλλων, α) όταν λήξει ο χρόνος διάρκειάς της, β) με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία επί του συνολικού αριθμού των μετοχών της εταιρείας, γ) με την κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση, δ) με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που δικάζει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, αν η εταιρεία επιδιώκει διαφορετικό σκοπό από αυτόν που αναφέρεται στο άρθρο 1, και αυτοδικαίως στις ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις ε΄ και στ΄ [αν παρέλθει χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία που έπαυσε να έχει την κυριότητα ή την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίου αναψυχής που χαρακτηρίζεται ως επαγγελματικό]. Στο άρθρο 28 ορίζονται τα εξής: «1. Η Ν.Ε.Π.Α., όταν λυθεί, εκτός από την περίπτωση της πτώχευσης, περιέρχεται σε κατάσταση εκκαθάρισης και θεωρείται ότι υπάρχει μόνο για το σκοπό της εκκαθάρισης. Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης η γενική συνέλευση των μετόχων εξακολουθεί να λειτουργεί. 2. Η εκκαθάριση γίνεται από εκκαθαριστή ή εκκαθαριστές που ορίζονται από τη γενική συνέλευση, αν αυτοί δεν ορίζονται από το καταστατικό. Η γενική συνέλευση με απόφασή της μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλέσει τους εκκαθαριστές και να ορίσει νέους. 3. Στις περιπτώσεις α΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 27, αν δεν ορίζονται εκκαθαριστές από το καταστατικό, εκκαθαριστές είναι τα, κατά το χρόνο της λύσης της εταιρείας, μέλη του διοικητικού συμβουλίου. 4. Με τον ορισμό των εκκαθαριστών παύει η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου. Για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές επέχουν θέση διοικητικού συμβουλίου και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του δεύτερου κεφαλαίου του νόμου αυτού». Σύμφωνα δε με το άρθρο 29, «1. Οι εκκαθαριστές έχουν υποχρέωση να προκαλέσουν, χωρίς καθυστέρηση, σημείωση στο μητρώο των ναυτιλιακών εταιρειών πλοίων αναψυχής, για τη λύση της εταιρείας και τη θέση αυτής σε εκκαθάριση. 2. Οι εκκαθαριστές διενεργούν απογραφή της εταιρικής περιουσίας, προβαίνουν σε κάθε αναγκαία πράξη για τη ρευστοποίησή της, ικανοποιούν τους δανειστές και καταβάλλουν το περίσσευμα στους μετόχους της εταιρείας. 3. Αν η εκκαθάριση διαρκέσει πέραν του έτους, οι εκκαθαριστές έχουν υποχρέωση να συγκαλούν τη γενική συνέλευση των μετόχων και να υποβάλλουν σε αυτή τους, μέχρι τη σύγκλησή της, λογαριασμούς εκκαθάρισης. 4. Οι εκκαθαριστές έχουν υποχρέωση, χωρίς καθυστέρηση, να προκαλέσουν σημείωση στο μητρώο Ν.Ε.Π.Α. για την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης». Β. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται εάν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβασή της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (ΟλΑΠ 967/1973). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Η εν λόγω διάταξη είναι συμπληρωματική εκείνης του άρθρου 914 ΑΚ, για την κάλυψη περιπτώσεων που δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση της τελευταίας, επεκτείνει δε την αδικοπρακτική ευθύνη όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή εννόμως προστατευόμενου συμφέροντος, ούτε παράβαση διάταξης νόμου, ήτοι ελλείπει το στοιχείο του παράνομου της συμπεριφοράς, αλλά το επιζήμιο αποτέλεσμα συνίσταται σε ζημία στην περιουσία καθαυτή ως αφηρημένο σύνολο και το αίσθημα του δικαίου απαιτεί την αποκατάστασή της. Ουσιαστικό γνώρισμα της αδικοπραξίας που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή είναι η συμπεριφορά του δράστη να αντίκειται στα χρηστά ήθη, η αντίθεση στα οποία διαπιστώνεται μετά από εκτίμηση όλων των ειδικών συνθηκών, να γίνεται με πρόθεση επαγωγής ζημίας, η οποία πραγματοποιήθηκε και να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη του δράστη. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές συνθήκες και περιστάσεις πραγματώσεως της προβαλλόμενης ως επιλήψιμης συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΕφΑθ 36/1999 ΕλλΔνη 1999.1573). Προς ακριβέστερο δε καθορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών λαμβάνονται υπόψη και οι κρατούσες θεμελιακές δικαιϊκές αρχές που εκφράζονται ή και υπονοούνται στο θετικό δίκαιο. Όσον αφορά στην πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλ’ αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Δεν απαιτείται γνώση ή πρόβλεψη της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του τρόπου επαγωγής της, αρκεί μόνον η πρόβλεψη του είδους και η αποδοχή αυτής (Βασ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού κώδικα, τόμ. Γ άρθρο 919, αριθμ. 5 και 6, σελ. 955-956). Συνέπεια της υπόστασης είναι η υποχρέωση προς καταβολή αποζημιώσεως, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 919, σελ. 723 επ.). Ως κριτήρια των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κάθε φορά, κατά τη γενική αντίληψη, με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΕφΑθ 5415/2003 ΕλλΔνη 2004.492). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων, οι αντίστοιχες στην κατηγορία αυτή των συναλλασσόμενων κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν κατά το κοινό ως άνω συναίσθημα δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική (ΟλΑΠ 10/1991 ΝοΒ 1991.1203, ΑΠ 1969/1990 ΕλλΔνη 1991.1499). Από την άποψη αυτή, που είναι και η κρατούσα, προκύπτει: α) ότι κριτήριο αντιθέσεως στα χρηστά ήθη δεν είναι η ατομική ηθική, δηλαδή αυτή που αναφέρεται στον εσωτερικό άνθρωπο που στοχεύει στην τελειοποίησή του, αλλά η κοινωνική ηθική, δηλαδή αυτή που διαμορφώνεται μέσα σε ένα ευρύτερο κύκλο (επαγγελματικό, κοινωνικό, τοπικό κ.λπ.) προσώπων, β) ότι ο δικάζων δικαστής θα εξειδικεύσει τη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση τις ατομικές του αντιλήψεις περί ηθικής, οι οποίες μπορεί να είναι συντηρητικότερες ή προοδευτικότερες από αυτές του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γ) ότι στην έννοια της κοινωνικής ηθικής περιλαμβάνεται όχι αναγκαία αυτό που εφαρμόζεται σε ορισμένο κοινωνικό κύκλο, μερικές φορές μάλιστα από συνήθεια ή ανάγκη, αλλά αυτό που αναγνωρίζεται μέσα στο συγκεκριμένο κύκλο ως σύμφωνο με την ηθική ή που αποτελεί τη συνισταμένη των αντιλήψεων του «με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου ανθρώπου» μέσα στον κύκλο αυτό (βλ. ΑΠ 1298/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2005 ΕλλΔνη 2006.429, ΑΠ 1346/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 110/2005 ΕλλΔνη 2006.248, ΕφΘεσ 1324/2001 Αρμ 2003.1442· Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π., παρ. 8 σελ. 724). Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 298 ΑΚ, προκύπτει ότι η γένεση υποχρέωσης προς αποζημίωση προϋποθέτει την ύπαρξη, μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο επέλευσης της ζημίας, ήταν καθαυτή και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τον ορθό λόγο, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και αντιστοίχως η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη (επαρκή) αιτία της ζημίας (ΑΠ 1615/1999 ΕλλΔνη 2000.344). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις των δυο προηγούμενων άρθρων (ήτοι και του 57), το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του τελευταίου. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου και συνιστούν συντελεστές και προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία επέμβαση διαταράσσεται η κατάσταση σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενου κατά το χρονικό σημείο της προσβολής. Τέτοιο αγαθό αποτελεί η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σε αυτόν από τους άλλους. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (ΑΠ 1897/2006 ΧρΙΔ 2007.410, ΑΠ 1252/2003 ΧρΙΔ 2004.119). Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ, «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι δικονομική αξίωση, περικλείουσα αίτημα αναγνωριστικό, ήτοι έκδοση απόφασης, που διαπιστώνει το υπαρκτό ή το ανύπαρκτο κάποιας έννομης σχέσης. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ’ αυτής εκδοθησόμενης απόφασης, νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την ως άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941/1997 ΕλλΔνη 1999.590). Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτόμενων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, που υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 508/2013 ΕΠολΔ 2014.485). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ’ αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως (ΑΠ 941/1997 ο.π.). Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής [ΑΠ 1154/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 134/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κεραμεύς/Κονδύλης/(-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000) 70, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2η έκδοση, άρθρο 70 σελ. 137 επ.]. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 73 του ιδίου Κώδικα εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το έτος 2008 συνέστησε με τον πρώτο εναγόμενο και τη σύζυγο του τελευταίου, …, τη ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «….», με έδρα τον δήμο … και αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας για εκμετάλλευση δύο ιστιοπλοϊκών σκαφών, τύπου Bavaria 50 cruiser το πρώτο και Bavaria 46 cruiser το δεύτερο, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο ναυτιλιακών εταιρειών πλοίων αναψυχής στις 20.2.2008 με αύξοντα αριθμό ……… Ότι, ενώ το εταιρικό κεφάλαιο ορίστηκε στο ποσό των 480.000 ευρώ, στην πραγματικότητα ουδέν ποσό κατέβαλαν οι ιδρυτές στο ταμείο της εταιρείας κατά τη σύστασή της, προκειμένου δε να αποκτηθεί η κυριότητα των ανωτέρω σκαφών έναντι του συνολικού τιμήματος των 380.200 ευρώ, ο ενάγων κατέβαλε ως προκαταβολή μέρος αυτού, ποσού 167.550 ευρώ, προβαίνοντας ατύπως σε άτοκο δάνειο προς την υπό ίδρυση ναυτιλιακή εταιρεία, το οποίο του επιστράφηκε μέχρι το τέλος του έτους 2009. Περαιτέρω, στις 17.3.2008 η εταιρεία συνήψε δύο δανειακές συμβάσεις με την «…», συνολικού ποσού 314.000 ευρώ, για τη χρηματοδότηση της αγοράς των ανωτέρω σκαφών, στα οποία ο ενάγων συνεβλήθη ως εγγυητής. Ότι έως το 2012 ο ενάγων ενημερωνόταν για την πορεία της εταιρείας από τον ορισθέντα ως διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπό της, πρώτο εναγόμενο, έκτοτε, όμως, αυτός διαχειριζόταν την εταιρική περιουσία για προσωπικό όφελος. Συγκεκριμένα, μετά την αποπληρωμή των δανείων και την εξάλειψη των εγγραφεισών επί των σκαφών υποθηκών, τον Μάρτιο του έτους 2016, με την από 30.3.2016 απόφαση της ΓΣ, στην οποία δεν παρέστη ο ενάγων, ως νέα έδρα της εταιρείας ορίστηκε η διεύθυνση γραφείων της εταιρείας όπου εργαζόταν ο πρώτος εναγόμενος και ως νέο μέλος του ΔΣ ορίστηκε ο αδερφός του, δεύτερος εναγόμενος, με συνέπεια τον πλήρη αποκλεισμό του ενάγοντος από τη διοίκηση της εταιρείας. Την 1.11.2016 συμφωνήθηκε η πώληση των ανωτέρω σκαφών με αγοραστή τον πρώτο εναγόμενο, έναντι συνολικού τιμήματος 180.000 ευρώ, ενώ την 12.12.2016 έλαβε χώρα έκτακτη ΓΣ των μετόχων, χωρίς να προσκληθεί ο ενάγων, στην οποία αποφασίστηκε η λύση της εταιρείας και η θέση της σε εκκαθάριση, καθώς και ο ορισμός των εναγόμενων ως εκκαθαριστών, και την 14.12.2016 συνήλθε νέα έκτακτη ΓΣ των μετόχων, με την οποία εγκρίθηκαν οι πράξεις της εκκαθάρισης και στη συνέχεια διεγράφη η εταιρεία από το Μητρώο. Ότι ο ενάγων ουδέποτε κλήθηκε να παραστεί ούτε παραστάθηκε ή συναίνεσε στις αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τις από 12.12.2016 και 14.12.2016 ΓΣ, όπως ψευδώς αναφέρεται στα πρακτικά, είναι δε αυτές άκυρες, πλην όμως έχουν καταστεί ήδη απρόσβλητες. Ότι οι εναγόμενοι, ως εκκαθαριστές, όφειλαν να διενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας, να προβούν σε κάθε πράξη αναγκαία για τη ρευστοποίησή της, να ικανοποιήσουν τους τυχόν δανειστές και να καταβάλουν το εναπομείναν κεφάλαιο στους μετόχους της εταιρείας, αντιθέτως, όμως, παρέλειψαν να διεκπεραιώσουν από κοινού την εκκαθάριση και διανομή του ποσού των 180.000 ευρώ από την πώληση των δύο σκαφών, το οποίο καρπώθηκε εξ ολοκλήρου ο πρώτος εναγόμενος, καθώς και του ποσού των 301.525,45 ευρώ από τα εναπομείναντα καθαρά κέρδη των ετών 2008-2016, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή. Ότι ο ενάγων, ως μέτοχος κατά ποσοστό 50%, εδικαιούτο να λάβει κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, κατόπιν διανομής του εναπομείναντος κεφαλαίου, συνολικού ποσού, κατά τα ανωτέρω, 481.525,45 ευρώ, το ποσό των 240.762,73 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε από την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και λόγω προσβολής του μετοχικού του δικαιώματος, που συνιστά στοιχείο της προσωπικότητάς του, α. να αναγνωριστεί ότι υπέστη ζημία ύψους 240.762,73 ευρώ, β. να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τού καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 30.000 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας προσκομίζεται το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου [βλ. τα με κωδικούς … και … e-παράβολα, με τις συνημμένες αποδείξεις πληρωμής – με τη σημείωση ότι, επειδή αυτή είχε κατατεθεί και προσδιοριστεί προς συζήτηση πριν από τη δημοσίευση του Ν. 4640/2019 δεν υπόκειτο, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα στην υποβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού για τις ως άνω αναγνωριστικές αγωγές δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 42 παρ. 3 του Ν. 4640/2019, καθώς κατά παράβαση των άρθρων 4 και 2 του Συντάγματος η ως άνω διάταξη εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, που οδηγεί σε άνιση μεταχείριση όσων άσκησαν αναγνωριστική αγωγή πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και προσδιορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. για πρώτη συζήτηση μετά την 1η-1-2020 εν σχέσει με εκείνους που άσκησαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναγνωριστική αγωγή και προσδιορίσθηκε αρμοδίως εντός των προθεσμιών του άρθρου 237 παρ. 4 για πρώτη συζήτηση μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, πλην όμως απαραδέκτως εισάγεται ενώπιόν του το αίτημα να διαταχθεί η επιστροφή του και πρέπει ν’ απορριφθεί), η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους την 1.2.2018 και την 2.2.2018 αντιστοίχως, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 23.1.2018, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …/1.2.2018 και …/2.2.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, αντιστοίχως, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων), παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18, 14 παρ. 2, 22 και 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, παρ. 2 εδ. α΄, παρ. 3 περ. Α του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση αυτής, όσον αφορά μεν στο χρηματικό ποσό των 90.000 ευρώ, το οποίο φέρεται ως υπεξαιρεθέν από τον πρώτο εναγόμενο, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ίδιος είναι ο άμεσα ζημιωθείς και όχι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, εφόσον συντρέχουν ειδικά στο πρόσωπό του οι όροι της αδικοπραξίας, καθώς σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή η παράνομη ιδιοποίηση του ως άνω ποσού από τον πρώτο εναγόμενο έλαβε χώρα κατά την διανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως, όταν δηλαδή κύριοι των κερδών ήταν οι εταίροι και όχι η εταιρεία. Όσον αφορά δε στο αίτημα περί καταβολής στον ενάγοντα της αναλογίας του επί των εταιρικών κερδών, συνολικού ποσού 301.525,45 ευρώ, οι εναγόμενοι νομιμοποιούνται παθητικά στην άσκησή της, καθόσον οι ίδιοι προέβησαν, επίσης κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, σε παράνομη παρακράτηση των ανωτέρω κερδών, μετά τη διανομή τους, με άμεση ζημία του προσώπου του ενάγοντος. Κατόπιν αυτών, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόμενων τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει επαρκώς στην αγωγή περιστατικά για να θεμελιωθεί η τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος του ενάγοντος και να στοιχειοθετηθεί η ηθική του βλάβη, συνδεόμενη και με την προσβολή στοιχείων της προσωπικότητάς του (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 298, 299, 330, 914, 919, 932, 480, 340, 345, 346 ΑΚ, 375 ΠΚ και 68, 70, 176 ΚΠολΔ. Το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή τυγχάνει νόμιμο κατ’ άρθρα 907, 908 παρ. 1 δ ΚΠολΔ μόνο ως προς το καταψηφιστικό αίτημά της. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙΙΙ. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρα 352 παρ. 1, 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 28.1.2008 ο ενάγων, ο πρώτος εναγόμενος και η σύζυγος του τελευταίου, … του …, κατήρτισαν στην Αθήνα έγγραφη σύμβαση (καταστατικό), με την οποία συνέστησαν Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (Ν. 3182/2003) με την επωνυμία «….», έδρα τον δήμο … (οδός …), αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2743/1999 ως ίσχυε τότε, διάρκεια τριακονταετή, ήτοι μέχρι την 6.2.2038, και εταιρικό κεφάλαιο 480.000 ευρώ, το οποίο διαιρέθηκε σε 480.000 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας καθεμίας ενός (1) ευρώ (βλ. άρθρο 2 παρ. 2.1, 2.2, 2.3, 2.4.1 και 3.1 του καταστατικού). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ως άνω καταστατικό (άρθρα 3 παρ. 3.1.2 και 9 παρ. 9.2), το εταιρικό κεφάλαιο κατεβλήθη από τους ιδρυτές της εταιρείας στο ταμείο αυτής ως ακολούθως: Ο ενάγων κατέβαλε 240.000 ευρώ και ανέλαβε 240.000 ανώνυμες μετοχές (ήτοι το 50% του εταιρικού κεφαλαίου), ενώ ο πρώτος εναγόμενος και η σύζυγός του … κατέβαλαν από 120.000 ευρώ και ανέλαβαν από 120.000 ανώνυμες μετοχές ο καθένας (ήτοι το 25% του εταιρικού κεφαλαίου ο καθένας)· πλην όμως, παρά τα ως άνω αναφερόμενα, στην πραγματικότητα οι τρεις ανωτέρω συνιδρυτές ουδέν ποσό κατέβαλαν στο ταμείο της εταιρείας κατά τη σύστασή της. Τέλος, ορίσθηκε ότι η εταιρεία θα διοικούνταν και θα εκπροσωπούνταν από τριμελές διοικητικό συμβούλιο με εξαετή θητεία, η οποία προβλέφθηκε ότι θα παρατεινόταν αυτοδικαίως και μετά τη λήξη της και μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου από την αμέσως επόμενη της λήξης γενική συνέλευση των μετόχων, αν, για οποιονδήποτε λόγο, κατά την ως άνω λήξη της δεν εκλεγόταν νέο διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 4 παρ. 4.1.1 και 4.3 του καταστατικού). Τα μέλη, ωστόσο, του πρώτου διοικητικού της συμβουλίου, σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη του καταστατικού (άρθρο 4 παρ. 4.1.3), ορίσθηκαν από τους συνιδρυτές της εταιρείας. Έτσι, οι ανωτέρω συνιδρυτές όρισαν τους εαυτούς τους ως μέλη του Δ.Σ. και ακολούθως εξέλεξαν Πρόεδρο τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ορίσθηκε επιπλέον ότι θα εκπροσωπούσε και θα δέσμευε την εταιρεία διά μόνης της υπογραφής του, Αντιπρόεδρο τον ενάγοντα και γραμματέα την … (άρθρο 9 παρ. 9.3 του καταστατικού). Η ανωτέρω σύμβαση (καταστατικό) καταχωρίσθηκε στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής την 20.2.2008 με αύξοντα αριθμό 767 (βλ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. …/31.1.2013 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου / Κλάδος Ναυτιλιακής Πολιτικής / Διεύθυνση Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης / Ειδικό Μητρώο Ν.Ε.Π.Α.), οπότε και απέκτησε νομική προσωπικότητα η εταιρεία (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3182/2003 «Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής, θέματα πλοίων αναψυχής, αναστολή προθεσμιών – πλειστηριασμών»). Ήδη πριν από τη σύσταση της εταιρείας αυτής, οι συνιδρυτές της είχαν αποφασίσει να προβούν στην αγορά δύο ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής, πλοιοκτήτρια των οποίων θα καθίστατο η εν λόγω εταιρεία εφόσον αποκτούσε νομική προσωπικότητα. Για το λόγο αυτό, απευθύνθηκαν στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο τη ναύλωση και την πώληση επαγγελματικών σκαφών και με την οποία συμφώνησαν τελικά να πωλήσει στην υπό ίδρυση εταιρεία δύο ιστιοπλοϊκά σκάφη τύπου Bavaria 50 Cruiser και Bavaria 46 Cruiser αντιστοίχως, τα οποία επρόκειτο να ναυπηγηθούν στη Γερμανία από την εταιρεία με την επωνυμία «…». Το τίμημα για την αγορά κάθε σκάφους ανήλθε στο ποσό των 209.000 ευρώ για το πρώτο και των 171.200 ευρώ για το δεύτερο, δηλαδή συνολικά για την αγορά και των δύο ανωτέρω ιστιοπλοϊκών σκαφών ανήλθε στο ποσό των 380.200 ευρώ (βλ. τα υπ’ αριθ. …../26.3.2008 και ……/26.3.2008 δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης που εκδόθηκαν από την πωλήτρια εταιρεία προς την εταιρεία «….», όταν πλέον αυτή είχε συσταθεί και είχε αποκτήσει νομική προσωπικότητα, σε συνδυασμό με την αναλυτική κατάσταση των κινήσεων του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε μεταξύ των δύο ανωτέρω εταιρειών προς παρακολούθηση των μεταξύ τους οικονομικών συναλλαγών από τον Δεκέμβριο 2007 έως τον Νοέμβριο 2016). Μέρος του ποσού αυτού, ύψους 167.550 ευρώ συνολικά, κατέβαλε προκαταβολικά ο ενάγων με διαδοχικές πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν την 28.12.2007 και την 7.2.2008. Τις πληρωμές αυτές πραγματοποίησε ο ενάγων με δικά του μεν χρήματα, ενεργώντας, όμως, στο όνομα και για λογαριασμό της υπό ίδρυση τότε εταιρείας «….» [βλ. τα από 28.12.2007 (δύο) και από 7.2.2008 (δύο) αποδεικτικά κατάθεσης ποσών 9.850 ευρώ, 7.700 ευρώ, 90.000 ευρώ και 60.000 ευρώ αντιστοίχως από τον ενάγοντα σε λογαριασμό της πωλήτριας εταιρείας που ετηρείτο στην τράπεζα …, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη αναλυτική κατάσταση των κινήσεων του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε μεταξύ των εταιρειών «…» και «….»]. Με τον τρόπο αυτό, ο ενάγων ουσιαστικά προέβη ατύπως στην παροχή ισόποσου με τις ανωτέρω προκαταβολές άτοκου δανείου προς την υπό ίδρυση ναυτιλιακή εταιρεία. Όταν πλέον η εταιρεία «….» απέκτησε νομική προσωπικότητα, συνήψε δύο δανειακές συμβάσεις με την … προς το σκοπό χρηματοδότησης μέρους του τιμήματος αγοράς των δύο ανωτέρω σκαφών. Συγκεκριμένα, την 17.3.2008 καταρτίσθηκαν εγγράφως μεταξύ των ανωτέρω ναυτιλιακής εταιρείας και τράπεζας δύο συμβάσεις δανείου στις οποίες συμβλήθηκαν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι, και συγκεκριμένα ως εγγυητές, τόσο ο ενάγων όσο και η …. Δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων, η … χορήγησε στην εταιρεία «….» έντοκα δάνεια ύψους 173.000 ευρώ (για τη χρηματοδότηση της αγοράς του σκάφους τύπου Bavaria 50 Cruiser) και 141.000 ευρώ (για τη χρηματοδότηση της αγοράς του σκάφους τύπου Bavaria 46 Cruiser), η αποπληρωμή των τόκων των οποίων θα γινόταν ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης από την ημερομηνία συμπλήρωσης έξι μηνών από την εκταμίευση του κάθε δανείου, ενώ η αποπληρωμή του κεφαλαίου αυτών θα γινόταν σε δεκατέσσερις δόσεις (ύψους 12.357,15 ευρώ και 10.071,43 ευρώ αντιστοίχως), επίσης ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης, όμως, από την ημερομηνία συμπλήρωσης δεκαοκτώ μηνών από την εκταμίευση του κάθε δανείου, καθώς, ειδικά ως προς την πληρωμή του κεφαλαίου του κάθε δανείου, συμφωνήθηκε να χορηγηθεί στη δανειολήπτρια εταιρεία περίοδος χάριτος δώδεκα μηνών (από την ως άνω εκταμίευση). Τα ποσά των δανείων εκταμιεύθηκαν τελικά την 26.3.2008 και με ένα μέρος αυτού, συνολικού ύψους 212.650 ευρώ, εξοφλήθηκε την ίδια ημέρα ολοσχερώς το συνολικό τίμημα της πώλησης των δύο ανωτέρω σκαφών (βλ. προαναφερόμενα υπ’ αριθ. …./26.3.2008 και ……/26.3.2008 δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, σε συνδυασμό με την επίσης προαναφερόμενη αναλυτική κατάσταση των κινήσεων του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε μεταξύ των εταιρειών «…» και «….»), οπότε και ολοκληρώθηκε η πώλησή τους στην εταιρεία «….», ενώ με το υπόλοιπο, ύψους 101.350 ευρώ, εξοφλήθηκε μερικώς η απαίτηση του ενάγοντος έναντι της εν λόγω εταιρείας προς απόδοση του ποσού του δανείου (ύψους 167.500 ευρώ), που της είχε χορηγήσει ατόκως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Το υπόλοιπο της απαίτησης αυτής, ύψους (167.500 – 101.350 =) 66.150 ευρώ, εξοφλήθηκε τμηματικά μέχρι το τέλος του έτους 2009 από τα έσοδα της εταιρείας από την εκναύλωση των προαναφερόμενων σκαφών της. Την 9.4.2008 τα δύο ανωτέρω πλοία νηολογήθηκαν στο Νηολόγιο ……. και συνάμα καταχωρίσθηκαν στο ανωτέρω Νηολόγιο τα ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητάς τους στην εταιρεία «….», η οποία έτσι κατέστη κυρία των πλοίων αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του ΚΙΝΔ (βλ. τα εκδοθέντα από τον Νηολόγο ………. από 9.4.2008 έγγραφα εθνικότητας αυτών, από τα οποία προκύπτει επιπλέον ότι το μεν σκάφος τύπου Bavaria 50 Cruiser, το οποίο ονομάσθηκε «…» (“…”) και φέρει διεθνές διακριτικό σήμα … και αριθμό νηολογίου …, είναι εφοδιασμένο με μία προωστήρια μηχανή diesel εργοστασίου κατασκευής …, τύπου D2-75, ιπποδύναμης 75 bhp, το δε σκάφος τύπου Bavaria 46 Cruiser, το οποίο ονομάσθηκε … και φέρει διεθνές διακριτικό σήμα … και αριθμό νηολογίου …, είναι εφοδιασμένο με μία προωστήρια μηχανή diesel εργοστασίου κατασκευής …, τύπου D2-55, ιπποδύναμης 55 bhp). Τη διαχείριση των πλοίων της αυτών ανέθεσε ακολούθως η πλοιοκτήτρια εταιρεία στην προαναφερόμενη εταιρεία «…» (η οποία της είχε προηγουμένως πωλήσει τα δύο σκάφη και η οποία δραστηριοποιείται και στον ναυλομεσιτικό κλάδο των πλοίων αναψυχής). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών που υπέβαλε η εταιρεία «….» στην αρμόδια ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς για τα οικονομικά έτη 2009 (αφορά τη χρήση του χρονικού διαστήματος από 20.2.2008 έως 31.12.2008) και 2010 (αφορά τη χρήση του έτους 2009) και τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε η εταιρεία αυτή στην ως άνω ΔΟΥ για τα οικονομικά έτη 2011 (αφορά τη χρήση του έτους 2010), 2012 (αφορά τη χρήση του έτους 2011), 2013 (αφορά τη χρήση του έτους 2012), 2014 (αφορά τη χρήση του έτους 2013) και για τα φορολογικά έτη 2014, 2015 και 2016, κατά το έτος 2008 τα ακαθάριστα κέρδη της εν λόγω εταιρείας από την εκναύλωση των δύο ανωτέρω πλοίων της ανήλθαν στο ποσό των 113.576,79 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 48.619,02 ευρώ, κατά το έτος 2009 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 106.259,89 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 55.838,25 ευρώ, κατά το έτος 2010 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 112.483,17 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 41.521,20 ευρώ, κατά το έτος 2011 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 87.290,81 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 30.297,06 ευρώ, κατά το έτος 2012 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 74.761,45 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 15.473,40 ευρώ, κατά το έτος 2013 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 102.070,90 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 43.407,45 ευρώ, κατά το έτος 2014 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 89.584,29 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 29.954,30 ευρώ, κατά το έτος 2015 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 72.796,35 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 30.295,46 ευρώ και κατά το έτος 2016 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 70.999,85 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 6.119,31 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, κατά τη χρονική περίοδο από 20.2.2008 έως 31.12.2016, τα ακαθάριστα κέρδη της ανωτέρω εταιρείας από την εκναύλωση των προαναφερόμενων πλοίων της ανήλθαν στο ποσό των (113.576,79 + 106.259,89 + 112.483,17 + 87.290,81 + 74.761,45 + 102.070,90 + 89.584,29 + 72.796,35 + 70.999,85 =) 829.823,50 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των (48.619,02 + 55.838,25 + 41.521,20 + 30.297,06 + 15.473,40 + 43.407,45 + 29.954,30 + 30.295,46 + 6.119,31 =) 301.525,45 ευρώ. Σημειώνεται ότι τα οικονομικά αυτά στοιχεία, που κατατέθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο στο πλαίσιο συζήτησης της από 13.6.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 6392/1199/2017 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων την οποία είχε καταθέσει ο ενάγων σε βάρος του ήδη πρώτου εναγόμενου – καθ’ ου η αίτηση, με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση των επίδικων σκαφών, δεν αμφισβητούνται από τον ενάγοντα, ο οποίος αντιθέτως τα συνομολογεί με την υπό κρίση αγωγή του, περιλαμβάνοντάς τα στο ιστορικό της. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις καρτέλες της Τράπεζας Πειραιώς που απεικονίζουν τις κινήσεις (χρεώσεις και πιστώσεις) του λογαριασμού εξυπηρέτησης των δύο ανωτέρω δανείων που χορηγήθηκαν από την εν λόγω τράπεζα στην εταιρεία «….», κατά το έτος 2008 η ως άνω εταιρεία κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών) των δύο δανείων το ποσό των (6.640,51 + 5.412,21 =) 12.052,72 ευρώ, κατά το έτος 2009 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) και μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων το ποσό των (7.071,52 + 16.389,19 + 3.962,85 + 1.802,76 + 13.357,67 =) 42.583,99 ευρώ, κατά το έτος 2010 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (11.394,31 + 998,80 + 3.097,27 + 250,60 + 15.235,66 + 12.631,75 + 204,25 + 12.417,51 =) 56.230,15 ευρώ, κατά το έτος 2011 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (212,05 + 15.082,61 + 15.102,02 + 172,83 + 538,46 + 11.756,55 + 12.308,59 =) 55.173,11 ευρώ, κατά το έτος 2012 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (14.934,49 + 173,49 + 276,78 + 14.088,56 + 12.172,05 + 141,42 + 763,72 + 10.946,24 =) 53.496,75 ευρώ, κατά το έτος 2013 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (16,46 + 118,48 + 13.793,19 + 13.563,73 + 109,98 + 11.241,85 + 11.048,83 + 6 =) 49.898,52 ευρώ, κατά το έτος 2014 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (13.346,85 + 96,39 + 13.183,27 + 10.878,08 + 78,56 + 10.744,74 =) 48.327,89 ευρώ, κατά το έτος 2015 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (12.923,01 + 57,83 + 12.728,40 + 10.532,62 + 47,13 + 10.374,01 =) 46.663 ευρώ και κατά το έτος 2016 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) και μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων το ποσό των (12.537,25 + 10.213,23 + 5,04 =) 22.755,52 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, κατέβαλε κατά τα έτη 2008 έως 2016 στην … για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των (12.052,72 + 42.583,99 + 56.230,15 + 55.173,11 + 53.496,75 + 49.898,52 + 48.327,89 + 46.663 + 22.755,52 =) 387.181,65 ευρώ. Εξάλλου, αν αφαιρεθούν από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας «….» κατά την εννεαετία 2008-2016 τα καθαρά έσοδα αυτής, προκύπτει διαφορά ύψους (829.823,50 – 301.525,45 =) 528.298,05 ευρώ. Στο ποσό της διαφοράς αυτής περιλαμβάνονται οι δαπάνες της εν λόγω εταιρείας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων: α) το ποσό που καταβλήθηκε στην … σε εξόφληση των απαιτήσεών της που απέρρεαν από τις δύο προαναφερόμενες δανειακές συμβάσεις, αν όχι στο σύνολό του (387.181,65 ευρώ), τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του (και δη κατά το ποσό των 314.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο συνολικό ύψος του κεφαλαίου των δύο δανείων), και β) τα ποσά που καταβλήθηκαν ως προμήθεια στην εταιρεία «…» και σε ναυλομεσιτικά γραφεία της αλλοδαπής για τη μεσιτεία τους στη ναύλωση των δύο πλοίων της, τα οποία δεν υπερέβησαν σε κάθε περίπτωση το ποσό των 248.947,05 ευρώ συνολικά. Η αμοιβή είχε συμφωνηθεί σε ποσοστό 20% επί του ακαθάριστου ποσού του κάθε ναύλου και, εάν μεσολαβούσε και ναυλομεσιτικό γραφείο της αλλοδαπής, επειδή η αμοιβή του τελευταίου ανερχόταν σε 10% επί του ακαθάριστου ποσού κάθε ναύλου, η αμοιβή της εταιρείας «…» ανερχόταν σε ποσοστό 30% επί του ακαθάριστου ποσού κάθε ναύλου. Επομένως, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας «….» από τη ναύλωση των πλοίων της κατά την εννεατία που προαναφέρθηκε ανήλθαν στο ποσό των 829.823,50 ευρώ, το σύνολο των αμοιβών που κατέβαλε στους ναυλομεσίτες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα δεν υπερέβη το ποσό των (829.823,50 × 30%=) 248.947,05 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι το ποσό που καταβλήθηκε στην … για την εξόφληση των δύο ανωτέρω δανείων δεν προήλθε από τα ακαθάριστα, αλλά από τα καθαρά κέρδη της εταιρείας «….», τα οποία και υπερκάλυψε, με συνέπεια να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει εξ ιδίων χρήματα για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρείας, τυγχάνει ουσία αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, όποια ποσά κατέβαλε περιστασιακά ο πρώτος εναγόμενος από ίδια κεφάλαια προκειμένου να καλύψει τρέχοντα χρέη της εταιρείας «….», όποτε αυτή στερείτο ταμειακής ρευστότητας, του επιστράφηκαν στη συνέχεια εξ ολοκλήρου από τα κέρδη της εταιρείας. Συγκεκριμένα, από την έγγραφη εκτύπωση της μεταξύ των διαδίκων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που τέθηκε υπόψη του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τα ποσά που κατέβαλε περιστασιακά ο πρώτος εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένων χρεών της, ήτοι 5.000 ευρώ στις 3.8.2010 και 22.600 ευρώ συνολικά κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2010 έως τον Μάιο 2011, εξοφλούνταν σταδιακά από τα κέρδη της εταιρείας. Επομένως, οποιαδήποτε απαίτηση είχαν έναντι της εταιρείας τους τόσο ο ενάγων όσο και ο πρώτος εναγόμενος για χρήματα που της είχαν δανείσει ατύπως για διάφορες αιτίες [και δη για το υπόλοιπο του δανείου που είχε χορηγήσει σ’ αυτήν ατύπως ο ενάγων προκαταβάλλοντας μέρος του τιμήματος των σκαφών της ή για το σύνολο των ποσών που κατέβαλε περιστασιακά ο πρώτος εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένων χρεών της], είχαν ήδη εξοφληθεί από τα κέρδη της εταιρείας από την εκναύλωση των σκαφών σε χρόνο πολύ προγενέστερο της λύσης αυτής που έλαβε χώρα κατά το έτος 2016. Τα καθαρά κέρδη, συνεπώς, κατά τα έτη 2008 – 2016 έμεναν αυτούσια στο ταμείο της εταιρείας στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης, διαθέσιμα προς διανομή στους μετόχους της. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι τα δύο δάνεια που είχε λάβει η εταιρεία «….» από την … για την αγορά των δύο πλοίων της εξοφλήθηκαν ολοσχερώς το μεν πρώτο την 29.3.2016, το δε δεύτερο την 21.6.2016. Κατόπιν αυτού, η ως άνω Τράπεζα συναίνεσε με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωσή της στην εξάλειψη της απλής ναυτικής υποθήκης που είχε εγγραφεί, δυνάμει των υπ’ αριθ. …/8.5.2008 και …/8.5.2008 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Μαυρουδέα – Βενιέρη, τόσο επί του πλοίου «…» όσο και επί του πλοίου «…», για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της που απέρρεαν από τις δύο ανωτέρω δανειακές συμβάσεις (βλ. τις υπ’ αριθ. …/30.8.2016 και …/30.8.2016 πράξεις εξάλειψης υποθήκης που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας θυγ. Παναγιώτη Σουρή, χηρ. Εράσμου Κωνσταντίνου) και ακολούθως οι ως άνω ναυτικές υποθήκες εξαλείφθηκαν από το Ναυτικό Υποθηκολόγιο του λιμένα Πειραιώς. Στο μεταξύ, την 5.2.2016 συνήλθε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας «….» στο κατάστημα της έδρας αυτής και αποφάσισε να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας στις 10.3.2016 στον ίδιο τόπο, προκειμένου αυτή ν’ αποφασίσει για την αλλαγή της έδρας της εταιρείας και την εκλογή νέου Δ.Σ. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν βρισκόταν σε απαρτία κατά τη συνεδρίαση της 5.2.2016, καθώς σ’ αυτήν παρευρέθησαν μόνο τα δύο από τα τρία μέλη του (ήτοι ο πρώτος εναγόμενος και η σύζυγός του …), ενώ δεν παρευρέθη το τρίτο μέλος του (ήτοι ο ενάγων). Επομένως, δεν συνεδρίασε έγκυρα με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4.7.1. του καταστατικού της εταιρείας, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 3182/2003. Παρόλ’ αυτά, η σχετική πρόσκληση της γενικής συνέλευσης των μετόχων δημοσιεύθηκε κανονικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5.2.4 του καταστατικού της εταιρείας που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν. 3182/2003, στην καθημερινή οικονομική εφημερίδα «Ναυτεμπορική» που εκδίδεται στην Αθήνα, στο υπ’ αριθ. 25.989 φύλλο της 6.2.2016, σελ. 29. Πράγματι, στις 10.3.2016 συγκλήθηκε η έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων στην έδρα της εταιρείας, σύμφωνα με την ανωτέρω πρόσκληση. Η συνεδρίασή της, όμως, κατά την ημέρα αυτή δεν ήταν έγκυρη, καθώς για τη σύγκλησή της απαιτείται έγκυρη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (βλ. τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5.2.2 του καταστατικού της εταιρείας) και τέτοια απόφαση δεν υπήρξε, αφού η συνεδρίαση του Δ.Σ. της 5.2.2016, κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για τη σύγκληση της έκτακτης Γ.Σ., δεν ήταν έγκυρη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Άλλωστε, η μη τήρηση της διατύπωσης του άρθρου 5 παρ. 5.2.2 του καταστατικού (σύγκληση της Γ.Σ. με έγκυρη απόφαση του Δ.Σ.) δεν καλύφθηκε (κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5.2.5 του καταστατικού), καθώς κατά την ανωτέρω έκτακτη Γενική Συνέλευση δεν παρίσταντο ούτε εκπροσωπούνταν όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας, αφού απουσίαζε ο ενάγων. Τελικά, ενόψει του ότι η ως άνω έκτακτη Γενική Συνέλευση δεν βρισκόταν σε απαρτία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5.4.1 του καταστατικού της εταιρείας, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 3182/2003, αφού δεν παρίσταντο ούτε εκπροσωπούνταν σ’ αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του εταιρικού κεφαλαίου, δεδομένου ότι απουσίαζε ο ενάγων που εκπροσωπούσε το 50% του εταιρικού κεφαλαίου (βλ. το πρακτικό της έκτακτης Γ.Σ. της 10.3.2016), ματαιώθηκε και συνήλθε πάλι την 30.3.2016 χωρίς πρόσκληση ή δημοσίευση (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5.4.2 του καταστατικού, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του ν. 3182/2003). Κατά την ως άνω επαναληπτική συνεδρίαση απουσίαζε και πάλι ο ενάγων. Ωστόσο, η Γενική Συνέλευση βρισκόταν αυτή τη φορά σε απαρτία, καθώς δεν απαιτείτο πλέον γι’ αυτήν (την απαρτία) η εκπροσώπηση συγκεκριμένου ποσοστού εταιρικού κεφαλαίου στη Γ.Σ. (βλ. τις ίδιες ως άνω διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5.4.2 του καταστατικού και του άρθρου 17 παρ. 3 του ν. 3182/2003). Κατά την ως άνω επαναληπτική έκτακτη Γ.Σ. αποφασίσθηκε ομόφωνα από τους παρευρισκόμενους μετόχους η τροποποίηση του άρθρου 2 παρ. 2.2 του καταστατικού της εταιρείας και συνακόλουθα η αλλαγή της έδρας της. Ως νέα έδρα ορίσθηκε ο δήμος … (…). Επιπλέον, εξελέγη ομόφωνα νέο Δ.Σ., αποτελούμενο από τον πρώτο εναγόμενο, τη σύζυγό του … και τον αδερφό του, δεύτερο εναγόμενο, που αντικατέστησε τον ενάγοντα (βλ. το πρακτικό της έκτακτης Γ.Σ. της 30.3.2016). Εντούτοις, οι δύο ανωτέρω αποφάσεις της επαναληπτικής έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της εταιρείας «….» ήταν άκυρες, επειδή ελήφθησαν κατά παράβαση του νόμου και του καταστατικού της, αφού, όπως προεκτέθηκε, κατά τη συνεδρίαση της 5.2.2016 του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρείας, κατά την οποία ελήφθη η απόφαση του ως άνω οργάνου για τη σύγκληση της εν λόγω Γ.Σ., παρίσταντο δύο μόνο από τα μέλη του αντί για τρία, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4.7.1 του καταστατικού της εταιρείας, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 3182/2003, ενώ το τρίτο (δηλαδή ο ενάγων) που απουσίαζε, δεν αντιπροσωπεύθηκε σ’ αυτό από κάποιο άλλο από τα παρόντα μέλη του. Παρόλ’ αυτά, οι δύο συγκεκριμένες αποφάσεις της Γ.Σ. κατέστησαν απρόσβλητες, καθώς η ανατρεπτική προθεσμία των 60 ημερών από τη λήψη της άκυρης απόφασης, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3182/2003 για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της απόφασης της Γ.Σ. που αντίκειται στο νόμο και το καταστατικό, παρήλθε άπρακτη, χωρίς ο ενάγων να προβεί στην υποβολή τέτοιας αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, παρότι είχε τέτοιο δικαίωμα ως μέτοχος που εκπροσωπούσε το 1/20 τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου και δεν είχε παραστεί στη συγκεκριμένη Γενική Συνέλευση. Στη συνέχεια, το νέο Δ.Σ. της εταιρείας «….», που στο μεταξύ είχε εκλέξει ως Πρόεδρό του τον πρώτο εναγόμενο, ως Αντιπρόεδρό του την … και ως Γραμματέα του τον …, συνεδρίασε στο κατάστημα της νέας έδρας της εταιρείας στον … την 24.10.2016 και έλαβε, με ομόφωνη γνώμη και των τριών μελών του, την απόφαση να πωλήσει τα δύο πλοία της και να εξουσιοδοτήσει το μέλος της … να προβεί στην άνω πώληση για λογαριασμό της εταιρείας, υπογράφοντας και τα πωλητήρια συμβόλαια (βλ. το υπ’ αριθ. 1 Πρακτικό της συνεδρίασης του Δ.Σ. κατά την 24.10.2016). Πράγματι, την 1.11.2016 η εταιρεία «….», εκπροσωπούμενη από την ως άνω Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της, συνήψε εγγράφως δύο συμβάσεις με τον πρώτο εναγόμενο, δυνάμει των οποίων του πούλησε τα δύο πλοία της, «…» και «…» αντί τιμήματος 100.000 και 80.000 ευρώ αντιστοίχως, ήτοι 180.000 ευρώ συνολικά, το οποίο και καταβλήθηκε αμέσως, και συγχρόνως του μεταβίβασε την κυριότητα των εν λόγω πλοίων για την ανωτέρω αιτία (βλ. τα σχετικά από 1.11.2016 ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας επαγγελματικού σκάφους). Με την καταχώριση των ως άνω ιδιωτικών συμφωνητικών στο Νηολόγιο Πειραιώς, που διενεργήθηκε κατά τη 2.12.2016 (βλ. τα εκδοθέντα από τον Νηολόγο Πειραιώς από 2.12.2016 έγγραφα εθνικότητας των ως άνω πλοίων), ο πρώτος εναγόμενος κατέστη κύριος των παραπάνω πλοίων (βλ. άρθρο 6 του ΚΙΝΔ). Αμέσως μετά την πώληση των πλοίων της, αποφασίσθηκε από την έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της η λύση της εταιρείας «….», η θέση αυτής σε εκκαθάριση και η εκλογή ως εκκαθαριστών των εναγομένων, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της Γ.Σ. της 12.12.2016. Στο εν λόγω πρακτικό, το οποίο φέρεται να υπογράφεται από άπαντες τους μετόχους της ανωτέρω εταιρείας, αναφέρεται ότι ήταν όλοι τους παρόντες στη Γ.Σ., ότι παραιτήθηκαν από προηγούμενη έγγραφη πρόσκλησή τους και ότι έλαβαν ομόφωνα τις ανωτέρω αποφάσεις, γεγονός που αμφισβητείται από τον ενάγοντα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε προσκλήθηκε στη συγκεκριμένη Γ.Σ. ούτε έλαβε γνώση με οιονδήποτε άλλο τρόπο της συγκλήσεως αυτής ούτε παρέστη ή εκπροσωπήθηκε σ’ αυτήν και συνακόλουθα δεν συμμετείχε ποτέ στη λήψη των ανωτέρω αποφάσεων ούτε υπέγραψε ποτέ το συγκεκριμένο πρακτικό. Άλλωστε, ο ενάγων προσκομίζει και επικαλείται έγγραφα, μεταξύ των οποίων αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων του πατρός του, συνοδευόμενου από τον ίδιο (ενάγοντα), που έλαβαν χώρα στις 12.12.2016 σε κλινική στη … και πληρεξούσιο εγγράφου που συντάχθηκε παρουσία του ενώπιον συμβολαιογράφου στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής στις 13.12.2016, με βάση τα οποία προκύπτει ότι δεν παρευρισκόταν στην ανωτέρω Γ.Σ., καθώς βρισκόταν στη …. Δύο ημέρες μετά, ήτοι την 14.12.2016, συγκλήθηκε νέα έκτακτη Γ.Σ. των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας, η οποία αποφάσισε την έγκριση των πράξεων εκκαθάρισης των εκλεγέντων εκκαθαριστών και την πρόκληση, με μέριμνα των εκκαθαριστών, σχετικής σημείωσης περί του πέρατος της εκκαθάρισης στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής προκειμένου να διαγραφεί απ’ αυτό η εταιρεία «….», διαγραφή που έλαβε χώρα τελικά την 6.3.2017 (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …/17.5.2017 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής / Τμήμα Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών και Ν.Ε.Π.Α.). Στο εν λόγω πρακτικό, το οποίο επίσης φέρεται να υπογράφεται από άπαντες τους μετόχους της ανωτέρω εταιρείας, αναφέρεται ότι ήταν όλοι τους παρόντες στη Γ.Σ., ότι παραιτήθηκαν από προηγούμενη έγγραφη πρόσκλησή τους και ότι έλαβαν ομόφωνα τις ανωτέρω αποφάσεις, γεγονός που επίσης αμφισβητείται από τον ενάγοντα. Επομένως, εφόσον οι ανωτέρω αποφάσεις των έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων της 12.12.2016 και της 14.12.2016 των μετόχων της εταιρείας «….» ελήφθησαν κατά παράβαση του νόμου και του καταστατικού της, αφού δεν είχε σχηματισθεί η οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5.4 του ως άνω καταστατικού και την ταυτόσημη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 3182/2003 απαρτία (δεδομένου ότι δεν παρέστη σ’ αυτές ο ενάγων που εκπροσωπούσε το 50% του εταιρικού κεφαλαίου και οι ανωτέρω διατάξεις απαιτούν για την απαρτία συμμετοχή μετόχων που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του εταιρικού κεφαλαίου), ήταν άκυρες. Παρόλ’ αυτά, οι αποφάσεις αυτές κατέστησαν απρόσβλητες, καθώς η ανατρεπτική προθεσμία των 60 ημερών από τη λήψη της άκυρης απόφασης, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3182/2003 για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της απόφασης της Γ.Σ. που αντίκειται στο νόμο και το καταστατικό, παρήλθε άπρακτη, χωρίς ο ενάγων να προβεί στην υποβολή τέτοιας αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, παρότι είχε τέτοιο δικαίωμα ως μέτοχος που εκπροσωπούσε το 1/20 τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου και δεν είχε παραστεί στη συγκεκριμένη Γενική Συνέλευση. Εξάλλου, στο πρακτικό της έκτακτης Γ.Σ. της 14.12.2016 αναφέρεται ότι οι εκκαθαριστές προέβησαν στην απογραφή και ρευστοποίηση της περιουσίας της εταιρείας, την επαλήθευση και εξόφληση των υποχρεώσεών της. την είσπραξη των απαιτήσεών της, τη διανομή του εναπομείναντος κεφαλαίου στους μετόχους της και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης για τις προαναφερόμενες ενέργειές τους, την οποία υπέβαλαν στη Γ.Σ. Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι σε ουδεμία από τις ενέργειες αυτές προέβησαν οι ανωτέρω εκκαθαριστές. Αντιθέτως, το ποσό των 180.000 ευρώ, που είχε καταβάλει προηγουμένως ο πρώτος εναγόμενος προς την εταιρεία «….» για την αγορά των δύο προαναφερόμενων πλοίων της, το καρπώθηκε μετά τη λύση της και το πέρας της εκκαθαρίσεως εξ ολοκλήρου ο ίδιος, αφού κατά τον ως άνω χρόνο δεν αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου τούτου ότι υφίσταντο χρέη της εταιρείας, ώστε να εξοφληθούν αυτά, ούτε, όμως, διενεργήθηκε διανομή του εν λόγω ποσού μεταξύ των μετόχων (ανάλογα με το ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου που εκπροσωπούσαν), όπως επέτασσε η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 8.2.7 του καταστατικού της εταιρείας, η οποία είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 3182/2003. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και με την υπ’ αριθ. 1277/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, που εκδόθηκε επί της προαναφερθείσας από 13.6.2017 αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης του ήδη ενάγοντος. Με το να μην προβούν, όμως, οι εναγόμενοι στη διανομή του ανωτέρω ποσού των 180.000 ευρώ στους μετόχους της εταιρείας «….», ως είχαν υποχρέωση ως εκκαθαριστές αυτής κατά την διανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως, αλλ’ αντιθέτως να ιδιοποιηθεί παρανόμως ο πρώτος εξ αυτών το σύνολο του χρηματικού αυτού ποσού, το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του ως εκ της ως άνω ιδιότητάς του (του εκκαθαριστή), άρα και το μερίδιο που αναλογούσε στον ενάγοντα, ύψους (180.000 ευρώ × 50% του εταιρικού κεφαλαίου =) 90.000 ευρώ, προκλήθηκε στον ενάγοντα, παρανόμως και υπαιτίως, ζημία ίση με το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 90.000 ευρώ που δεν του απέδωσαν ως όφειλαν, ενώ συγχρόνως τελέσθηκε σε βάρος του από τον πρώτο εναγόμενο η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 ΠΚ). Περαιτέρω, με το να μην προβούν, αμφότεροι οι εναγόμενοι, ως εκκαθαριστές, στη διανομή του ανωτέρω ποσού των εταιρικών κερδών στους μετόχους της εταιρείας, προκάλεσαν στον ενάγοντα διά παραλείψεως, παρανόμως και υπαιτίως, ζημία ίση με το χρηματικό ποσό των (301.525,45 ευρώ × 50%=) 150.762,73 ευρώ, ήτοι το μερίδιο που αναλογούσε στον ενάγοντα. Βάσει των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει έναντι των εναγόμενων αξίωση αποζημίωσης, απορρέουσα από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική και αντιβαίνουσα πράγματι στα χρηστά ήθη συμπεριφορά αμφοτέρων των εναγομένων, συνεπεία της οποίας υπέστη ζημία συνολικού ύψους (90.000 + 150.762,73 =) 240.762,73 ευρώ. Εξάλλου, ο ενάγων προσβλήθηκε συνεπεία της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων (αδικοπραξίας) στην προσωπικότητά του, θιγόμενος ως προς την τιμή, το επαγγελματικό του κύρος, τη φήμη και αξιοπιστία του και επομένως δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος και την έκταση της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, το βαθμό πταίσματος των εναγόμενων, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, κρίνει ότι για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων μετά τη στάθμιση των κατά το νόμο στοιχείων (ΑΚ 932), εύλογο είναι το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει και να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων υπέστη ζημία συνολικού ύψους διακοσίων σαράντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (240.762,73€)να υποχρεωθούν δε οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα για κήρυξη της καταψηφιστικής διάταξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχουν ειδικοί προς τούτο λόγοι και η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης δεν θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι λόγω της εν μέρει ήττας τους στη μερική καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος [άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 και 68 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας υπέστη ζημία συνολικού ύψους διακοσίων σαράντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (240.762,73€) και

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι εξόφλησης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων οχτακοσίων (3.800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις                                       , δημοσιεύθηκε δε στις                                           , σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλλούχου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Γεώργιο Ξυνόπουλο και τους Πρωτοδίκες Αντωνία Κοντογεωργάκη και Ευαγγελία Μπέλλου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ