Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης  3232/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 3818 – 1873/2019

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: Η εταιρία με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος ΑΣΠΡΟΥΚΟΣ με Α.Μ. 32564 του Δ.Σ.Α. δυνάμει του από 9/9/2019 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής της εξουσιοδοτούσας …, νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: 1) Η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ με Α.Μ. 1327 του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει του υπ’ αριθμ. 7.293/6.3.2017 πληρεξουσίου εγγράφου Συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίου Γεωργίου Ματσανιώτη των νομίμων εκπροσώπων αυτής, Ιωάννη Καντώρου και Γεωργίου Βελιώτη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 18-4-2019 αγωγή της (ΓΑΚ – ΕΑΚ : 3818 – 1873/2019), η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 19-12-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Περαιτέρω, το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), το οποίο τροποποιήθηκε με το νόμο “Insurance Act 2015”, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12.2.2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights Against the Insurers” – βλ. 23.3),  καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές  ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Με τον “Insurance Act 2015” επήλθαν σοβαρές τροποποιήσεις στον Μ.I.A. 1906, ως προς την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης και δη της υποχρέωσης του ασφαλισμένου μη αποκρύψεως (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων προς τον ασφαλιστή και της γνώσης ή μη του τελευταίου, αλλά και ως προς τα warranties ήτοι τις υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου που υποδηλώνουν συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων [παρ. 33(1) ΜΙΑ 1906]. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του με τον όρο αυτό και εφόσον α) δεν υπήρχε αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, ο ασφαλιστής απαλλασσόταν της ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 996/1999, ΕφΠειρ 981/2002, Στυλιανέα, Αι δηλώσεις εγγυήσεως (WARRANTIES) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν, EΝΔ 4.55) και εξακολουθεί να απαλλάσσεται υπό τις προϋποθέσεις όμως που ορίζονται στον “Insurance Act 2015” και δη στο άρθρο 10 αυτού. Τέλος, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ασφάλισης είναι ο κίνδυνος, ήτοι η επέλευση ενός περιστατικού που είτε είναι αβέβαιο αν θα επέλθει, είτε είναι βέβαιο το ότι κάποτε θα επέλθει, αλλά αβέβαιο το πότε θα επέλθει και το οποίο, θα επιφέρει, ή είναι πιθανόν να επιφέρει, άμεσες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και το οποίο στο αγγλικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης συναρτάται προς τον ασφαλισμένο κίνδυνο, όπως αυτός αποτυπώνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (βλ. άρθρα 3§2, 1 και 55 ΜΙΑ 1906), ήτοι σε συνάρτηση με τις σχετικές (τυποποιημένες) ρήτρες ασφάλισης σκαφών, προκειμένου δε περί σκαφών αναψυχής, σε συνάρτηση με τους “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 που στο κεφάλαιο 9 περιγράφουν τους ασφαλιζόμενους κινδύνους και στους οποίους οι συμβαλλόμενοι αναφέρονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (αρχή της εξειδίκευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, βλ. και Κοροτζή, ΝαυτΔ ΙΙΙ, σ. 557). Επομένως, για να κρίνει το δικαστήριο, αν συντρέχει το ουσιώδες στοιχείο της ασφαλιστικής σύμβασης του κινδύνου κατά την προεκτεθείσα αρχή, οφείλει ο ενάγων στην αγωγή του να περιγράψει πλήρως το βιοτικό συμβάν, το οποίο επικαλείται ότι υπάγεται στο πραγματικό του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, ο οποίος επάγεται την αιτούμενη έννομη συνέπεια (εν προκειμένω αναγνώριση υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης), σε περίπτωση δε που η περιγραφή του επικαλούμενου βιοτικού συμβάντος στο δικόγραφο είναι ατελής στο βαθμό που να μην επιτρέπει την υπαγωγή, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη (ΟλΑΠ 18/1998, ΕλλΔνη 1998.307·ΑΠ 5/2020, Νομος ·Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, β΄έκδ. 302 – 303, 349).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ήταν πλοιοκτήτης του ταχύπλοου (φουσκωτού) σκάφους «…», μήκους 8,54 μέτρων με εξωλέμβια μηχανή 300 HP, με αριθμό λεμβολογίου …, δραστηριοποιούμενη στον τομέα των καταδύσεων, όπου σε παρακείμενο μικρό  όρμο ευρισκόμενο εμπρός ξενοδοχείου ελλιμενιζόταν και το εν λόγω σκάφος,  όπου εδρεύει και το υποκατάστημα της ενάγουσας (στο ισόγειο του ξενοδοχείου «…») στο …. Ότι, αν και ο όρμος αυτός είναι καλώς φωτιζόμενος με προβολείς και φυλασσόμενος τη νύχτα από τον φύλακα του ξενοδοχείου, στις 2.2.2017 τις πρωινές ώρες οι εκπαιδευτές της ενάγουσας αντιλήφθηκαν ότι το εν λόγω σκάφος είχε κλαπεί και το οποίο με την συνδρομή των λιμενικών αρχών τελικώς ανευρέθη εγκαταλειμμένο σε κόλπο του … από το οποίο είχε αφαιρεθεί η εξωλέμβια μηχανή του μάρκας … ισχύος 300 ίππων, αξίας 18.000 ευρώ και το οποίο είχε υποστεί τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή ζημίες λόγω της βίαιης απόσπασης της μηχανής του. Ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου που η ενάγουσα συνήψε με την εναγόμενη και το οποίο ανανεώθηκε στις 1.7.2016 για την περίοδο 19.7.2016 έως και 19.7.2017, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να την αποζημιώσει για τις ζημίες της έναντι μερικής ή ολικής καταστροφής του σκάφους της από την επέλευση των καλυπτόμενων κινδύνων, καθώς και την κάλυψη της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης της από ζημιές που προκαλούνται κατά την εκτέλεση πλόων του εν λόγω σκάφους. Ότι σύμφωνα με την σύμβαση ασφάλισης το όριο ευθύνης της εναγόμενης για ίδιες ζημίες ανερχόταν στο ποσό των 60.000 ευρώ, ενώ αρμόδια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς των συμβαλλόμενων συμφωνήθηκε να είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Ότι στις 3.2.2017 ενημέρωσε την εναγόμενη (δια του αναφερόμενου στην αγωγή μεσίτη ασφαλειών) για το συμβάν υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες, ζητώντας την καταβολή, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, της προβλεπόμενης, για τον κίνδυνο επέλευσης ιδίας ζημίας, ασφαλιστικής αποζημίωσης, που ανερχόταν στο ποσό των 18.000 ευρώ για την αναλυτικά περιγραφόμενη ως προς την πραγματική της κατάσταση μηχανή του σκάφους (ποσό για το οποίο είχε ασφαλιστεί), στο ποσό των 800 ευρώ για προμήθεια υδραυλικού τιμονιού (που καταστράφηκε κατά την βίαιη απόσπαση της μηχανής), στο ποσό των 700 ευρώ για εργασία τοποθέτησης μηχανής και υδραυλικού τιμονιού, στο ποσό των 200 ευρώ για προμήθεια και τοποθέτηση φίλτρου – αισθητήρα ανίχνευσης υδάτων στο κύκλωμα καυσίμου και φίλτρου υδατοπαγίδας, στο ποσό των 1.200 ευρώ για εργασίες βαφής, φθορών, γδαρσίματων στην γάστρα του σκάφους, στο ποσό των 300 ευρώ για προμήθεια σχοινιών πρόσδεσης και αντικατάσταση σχοινοφόρου που καταστράφηκαν κατά την κλοπή, στο ποσό των 500 ευρώ για προμήθεια και αποκατάσταση ζημιών κονσόλας πλοήγησης που προκλήθηκαν λόγω της βίαιης απόσπασης της μηχανής και στην επισκευή της σκάλας ανόδου – καθόδου δυτών ποσού 150 ευρώ, με βάση και την επικαλούμενη στην αγωγή προσφορά εργασιών, ήτοι στο ποσό των 22.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% για τις δαπάνες αποκατάστασης φθορών (4.000 ευρώ) ποσού (4.000 ευρώ Χ 24%=) 960 ευρώ και επομένως για συνολική ζημία 22.960 ευρώ, που ανέρχεται περίπου στο 1/3 του ανώτατου ορίου ασφαλιστικής κάλυψης. Ότι δυνάμει των από 16.11.2017 και 20.12.2017 επιστολών της διαμαρτυρήθηκε για την αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της εναγόμενης που αρνήθηκε να της καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, προσκαλώντας την να καταβάλει την παραπάνω ασφαλιστική αποζημίωση εντός 7 ημερών από την τελευταία επιστολή της, η οποία, όμως, ουδέν της κατέβαλε, ούτε απάντησε στην επιστολή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητά να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία της οφείλει, δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης, το ποσό των 22.960 ευρώ, νομιμοτόκως από την αναγγελία της ζημίας την επομένη της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, άλλως από την επίδοση της αγωγής της και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά της έξοδα.

Η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικώς αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 7,8,9, 10, 14§2, 22, 42 ΚΠολΔ και 51§§1,2,3Β περ.θ΄ Ν. 2172/1993) και συζητείται κατά την τακτική διαδικασία. Με όρο του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, έχουν οι διάδικοι συμφωνήσει να διέπεται η ασφαλιστική τους σχέση ως προς τις καλύψεις του ίδιου του σκάφους και του εξοπλισμού του από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τους γνωστούς στη διεθνή ασφαλιστική αγορά όρους ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Ιnstitute yachts clauses» από 1.11.1985 (όπως συνηθίζεται στις συμβάσεις ασφάλισης από θαλάσσιους κινδύνους), ρήτρα που είναι νόμιμη κατά το άρθρο 7§2 του Κανονισμού «Ρώμη Ι» σε συνδυασμό με άρθρο 3 αυτού, καθώς πρόκειται για ασφαλιστική σύμβαση ζημιών θαλάσσιου σκάφους που είναι ασφαλιστική σύμβαση «μεγάλου κινδύνου», κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, ενώ για τις ζημιές έναντι των τρίτων συμφωνήθηκε η εφαρμογή του ελληνικού δικαίου. Δεδομένου ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα μετά την 12η.8.2016, αναπτύσσουν ισχύ για την εκτίμηση του ορισμένου της αγωγής οι διατάξεις των άρθρων 1, 3§3, 5, 27, 55§1, 56 ΜΙΑ 1906, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά τον “Insurance Act 2015” στα ζητήματα που αναφέρθηκαν στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού και 9.2 των Ρητρών Θαλαμηγών Σκαφών IYC (CL 328). Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθώς σύμφωνα με τον όρο 9.2.1.4 των Ρητρών Θαλαμηγών Σκαφών IYC (CL 328), που διέπει την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, ο επίδικος ασφαλισμένος κίνδυνος (κλοπή) των εξωλέμβιων μηχανών καλύπτεται, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι απότοκο αμελούς συμπεριφοράς του ασφαλισμένου (9.2), δεδομένης της παραμονής των σκαφών χωρίς παρακολούθηση για μεγάλα χρονικά διαστήματα ως προς τον κίνδυνο κλοπής (Hudson/Madge/Sturges, Marine Insurance Clauses, 5th edition, σ. 234 – 235) και, ειδικότερα, υπό τον όρο ότι η εξωλέμβια μηχανή είναι ασφαλώς κλειδωμένη στο σκάφος ή τη λέμβο με αντικλεπτική συσκευή πλέον της κανονικής σύνδεσης της με το σκάφος (9. PERILS Subject always to the exclusions in this insurance…9.2.provided such loss or damage has not resulted from want of due diligence by the Assured Owners or Managers, this insurance covers …9.2.1.4 theft of the entire vessel or her boat(s), or outboard motor(s) provided it is securely locked to the vessel or her boat(s) by an anti-theft device in addition to its normal method of attachment, or, following upon forcible entry into the vessel or place of storage or repair, theft of machinery including outboard motor(s), gear or equipment). Εντούτοις, η ενάγουσα με την αγωγή της, με το ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενο περιεχόμενο, ουδόλως αναφέρει την ύπαρξη (ή μη) αντικλεπτικής συσκευής της εξωλέμβιας μηχανής πλέον της κανονικής σύνδεσης της με το σκάφος, όπως απαιτεί η προειρημένη διάταξη, η οποία εξειδικεύει τις προϋποθέσεις για να θεμελιωθεί η ευθύνη του ασφαλιστή διαφοροποιώντας την περίπτωση που η μηχανή ευρίσκεται κλειδωμένη εντός σκάφους από εκείνη που ευρίσκεται εξωτερικό χώρο του σκάφους (βλ. και Soyer, Marine Insurance Fraud, 2014, σ. 192 – 193). Ας σημειωθεί δε ότι σχετική αναφορά η ενάγουσα δεν κάνει ούτε στις προτάσεις της, παρά μόνο στην προσθήκη της, απαντώντας σε συναφή αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης. Επομένως, η αγωγή πάσχει αοριστίας και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη εκ του λόγου αυτού κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω της δυσχέρειας του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Απορρίπτει την αγωγή.-

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 20.10.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ