Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

  

Αριθμός απόφασης 3244/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 6η Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τον οποίο, δυνάμει του από 19.11.2019 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη (ΑΜΔΣΠ 1594), και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/05.10.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, διατηρεί γραφείο στον ….. (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, κατοίκου … και 3) … και της …, κατοίκου …, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο καλών – ενάγων είχε εγείρει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από κοινού με τους …, την από 07.11.2018 με Γ.Α.Κ. 11716/2018 και με Ε.Α.Κ. 5274/2018 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 09.11.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 7ης.05.2019, κατά την οποία συζητήθηκε. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2133/2019 απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο τούτο ανέβαλε την πρόοδο της δίκης ως προς τον καλούντα – ενάγοντα και έταξε προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευσή της, προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη της πληρεξουσιότητας της δικηγόρου του παραπάνω διαδίκου, διέταξε το χωρισμό της δίκης ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς αυτούς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της.  Ήδη, με την από 31.07.2020 με Γ.Α.Κ. 5840/2020 και με Ε.Α.Κ. 2732/2020 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, η αγωγή επανεισάγεται για συζήτηση ως προς αυτόν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επανεισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 31.07.2020 με Γ.Α.Κ. 5840/2020 και με Ε.Α.Κ. 2732/2020 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, η από 07.11.2018 με Γ.Α.Κ. 11716/2018 και με Ε.Α.Κ. 5274/2018 αγωγή, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 2133/2019 απόφασης, με την οποία το Δικαστήριο τούτο ανέβαλε την πρόοδο της δίκης ως προς τον καλούντα – ενάγοντα και έταξε προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευσή της, προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη της πληρεξουσιότητας της δικηγόρου του παραπάνω διαδίκου, διέταξε το χωρισμό της δίκης ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς αυτούς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της. Ήδη, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία έγινε με επίσπευση του καλούντος – ενάγοντος, με την παραπάνω αναφερόμενη κλήση, η πληρεξούσια δικηγόρος του προσκόμισε το από 19.11.2019 ειδικό πληρεξούσιο, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του παραπάνω διαδίκου βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, κατά το άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ. Με το πληρεξούσιο αυτό χορηγείται η πληρεξουσιότητα στη δικηγόρο Πειραιώς Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη (ΑΜΔΣΠ 1594) να εκπροσωπήσει τον καλούντα – ενάγοντα στην παρούσα δίκη και εγκρίνεται κάθε προηγούμενη διαδικαστική ενέργειά της.  Επομένως, με την προσκόμιση του παραπάνω πληρεξουσίου, κατά την επανεισαγωγή της υπόθεσης με κλήση, συμπληρώθηκε η έλλειψη της πληρεξουσιότητας της παραπάνω δικηγόρου ως προς τον καλούντα – ενάγοντα, και η διαδικαστική πράξη της κατάθεσης των από 12.02.2019 προτάσεων που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της αρχικής δίκης ισχυροποιήθηκε μέσω ρητής έγκρισης, που περιέχεται στο πληρεξούσιο. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η πληρεξουσιότητα που προσκομίζεται από την πληρεξούσια δικηγόρο του καλούντος – ενάγοντος και να θεωρηθούν έγκυρες όλες οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτήν.

Για το νομότυπο της κλήτευσης των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας ο καλών – ενάγων, που επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προσκομίζει με επίκληση τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, από τις οποίες προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, έκθεση ορισμού δικασίμου, πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης και παραγγελία για επίδοση με κλήση για συζήτηση στην παραπάνω δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλειά του στους παραπάνω διαδίκους (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 254 παρ. 2 ΚΠολΔ). Οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι, οι οποίοι είχαν κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να λάβουν μέρος στην αρχική δίκη (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 125, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1 – 3, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις προσαγόμενες με επίκληση από τον καλούντα – ενάγοντα υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, δεν έλαβαν μέρος σε αυτή, καθώς δεν κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ’ αριθ. 2133/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την παρούσα απομαγνητοφωνημένων πρακτικών, οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ούτε κατέθεσαν προτάσεις. Πρέπει, επομένως, η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 115 παρ. 3 και 254 παρ. 1 εδ. γ’ του ίδιου Κώδικα).

  1. I. Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη, όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρο 26 ΠΚ), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 ΠΚ), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (Βλ. ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1051/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως, κατά την παραπάνω έννοια, αδικοπραξία, η οποία τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (Βλ. ΕΠ 39/2015, ΜονΕΠ 566/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40 Ν. 5960/1933) και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Η ικανοποίηση όμως της μιας από αυτές επιφέρει απόσβεση της άλλης. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (Βλ. ΟλΑΠ 23/2007 ΕλλΔνη 48.1008, ΑΠ 287/2008 ΔΕΕ 2009.826).Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή επιταγής που δεν πληρώθηκε, αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, απαιτείται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνονται σε αυτό: 1) ότι η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο έγινε εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής ή ενώ γνώριζε ότι ο λογαριασμός κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής ενδέχεται να μην έχει διαθέσιμα κεφάλαια και ότι αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη, και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (πρβλ. ΑΠ 362/2014, EA 1812/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), όχι όμως και η βεβαίωση της μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικά αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν. 5960/1933 τρόπους (Βλ. ΑΠ 513/2014 ΤΝΠ NOMOS). Η αιτία έκδοσης της επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αδικοπρακτικής αγωγής, ούτε η τυχόν ανυπαρξία του χρέους ή η ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή επηρεάζουν το αξιόποινο του εγκλήματος, ενόψει του χαρακτήρα της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών και πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς έρευνα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής (Βλ. ΑΠ 1047/2005 ΕλλΔνη 46.1587, ΕΠ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σ’ αυτά και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, δηλαδή το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη με το νομικό πρόσωπο υποχρέωση ανεξάρτητη αυτής του νομικού προσώπου (Βλ. ΑΠ 1565/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι την 04.06.2016 ο δεύτερος και ο τρίτος εναγόμενος, με την ιδιότητά τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της συνεναγόμενής τους εταιρίας, εξέδωσαν από κοινού στον Πειραιά, σε διαταγή της πληρεξούσιας δικηγόρου του καλούντος – ενάγοντος την υπ’ αριθ. … (μεταχρονολογημένη) επιταγή, ποσού 20.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.01.2017, η οποία ήταν πληρωτέα στον αναφερόμενο στο δικόγραφο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη εταιρία στην τράπεζα «…». Ότι κατόπιν νόμιμης οπισθογράφησης από την ως άνω λήπτρια, ο καλών – ενάγων κατέστη νόμιμος κομιστής της και την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 06.02.2017, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων, οι οποίοι εξέδωσαν από κοινού την επιταγή, παρόλο που γνώριζαν την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή της, κατά το χρόνο έκδοσης και κατά το χρόνο πληρωμής, προκάλεσαν αιτιωδώς με τη συμπεριφορά τους την περιουσιακή ζημία του καλούντος – ενάγοντος, που ισούται με το ποσό της επιταγής, καθώς και την ηθική του βλάβη, εξαιτίας της στενοχώριας που υπέστη, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού των κύριου αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις του (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), ο καλών – ενάγων αιτείται: Α) Να αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 20.000 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας, Β) Να αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 5.000 ευρώ, και τα παραπάνω ποσά νομιμότοκα από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, Γ) Να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων προσωπική κράτηση, διάρκειας έως ενός έτους. Επίσης, ο καλών – ενάγων ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 09.11.2018, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στους εναγόμενους την 14.11.2018, την 15.11.2018 και την 04.12.2018, αντίστοιχα (Βλ. τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης). Εξάλλου, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 14 εδ. α’, 15 εδ. α’, 29, 79 Ν. 5960/1933, 71, 297, 298, 299, 481, 914, 926 εδ. α’, 932 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας είναι νόμιμο ως προς την επικουρική βάση του, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 340 και 346 ΑΚ, ενώ τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο ως προς την κύρια βάση του, δηλαδή από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής, διότι εν προκειμένω η αγωγική αξίωση στηρίζεται σε αδικοπραξία και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933 (Βλ. ΕΠ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Περαιτέρω, μετά την τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι αυτό προσήκει μόνο σε καταψηφιστικές αποφάσεις. Επίσης, μη νόμιμο και απορριπτέο είναι το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, αφενός διότι η απαίτηση του καλούντος – ενάγοντος δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφετέρου διότι προϋπόθεση σώρευσης του εν λόγω αιτήματος κατά την εκδίκαση της διαφοράς επί της κύριας απαίτησης, αποτελεί το καταψηφιστικό περιεχόμενο της σχετικής αγωγής (Βλ. ΕΑ 847/2018 ΔΕΕ 764.2018, ΕΑ 2040/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Κατόπιν τούτων, πρέπει, η αγωγή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη.

Καθότι δεν υπάρχει ένσταση κατά της αγωγής που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και η ομολογία για τα γεγονότα που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο είναι επιτρεπτή, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί τεκμαίρονται ομολογημένοι από τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους, λόγω της ερημοδικίας τους (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον καλούντα – ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας. Περαιτέρω, αναφορικά με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ο προσδιορισμός του ύψους της οποίας εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου, χωρίς να καλύπτεται από το τεκμήριο ερημοδικίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, και, ιδίως, το είδος και το ύψος της ζημίας, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, το βαθμό του πταίσματος του δεύτερου και του τρίτου εναγόμενου, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, κρίνεται ότι ο καλών – ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 25 Σ.). Κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον καλούντα – ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των (20.000 + 1.000 =) είκοσι μίας χιλιάδων (21.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του καλούντος – ενάγοντος, ανάλογο της έκτασης της ήττας τους, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τον καλούντα – ενάγοντα.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον καλούντα – ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων (21.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους, εις ολόκληρον τον καθένα, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του καλούντος – ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 21.10.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ