Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚ/ΣΙΑΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ       

 

Αριθμός  Απόφασης   3296/2020

(ΓΑΚ-ΕΑΚ: 5937-2778/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————————————

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή  Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα  Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά, στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του αιτούντος:  …, κατοίκου ……, με αντίκλητο τον … του …, στην …

Καθ’ών η αίτηση : 1. Εταιρία με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου … (Ν.Π. …, ΙΜΟ …), η οποία έχει καταστατική έδρα στη … (…), αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στην …, στα γραφεία της φερόμενης ως διαχειρίστριάς της εταιρίας με την επωνυμία «…» (…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα.

  1. … (άλλως …) του …, κάτοικος …, διατηρών οικία και στην … (οδός …), κάτοχο των διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου … και ….
  2. …, κάτοικος …, κάτοχος της διευθύνσεως ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ….
  3. … (άλλως …) του …, με επαγγελματική κατοικία στην … (…) στα γραφεία της εκεί εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «…» (…) όπου αυτή έχει εγκαταστήσει γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, διατηρούντα και οικία στο ….

Ο  αιτών άσκησε την από 4.8.2020 αίτησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με ΓΑΚ-ΕΑΚ 5937-2778/2020, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του αιτούντος ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. α) Με τις διατάξεις της από 15 Νοεμβρίου 1965 Σύμβασης της Χάγης, που κυρώθηκε με το ν. 1334/1983, καθορίστηκαν οι τρόποι επιδόσεως δικογράφων αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε διαδίκους που δεν κατοικούν στο κράτος όπου διεξάγεται η δίκη και των οποίων είναι γνωστή η κατοικία ή διαμονή στο εξωτερικό. Την σύμβαση αυτή υπέγραψαν άλλων και η Ελλάδα, ενώ έχει κυρώσει και το Μονακό από το 2007. Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 της Σύμβασης αυτής «εάν μία πράξη δίκης ή ισοδύναμη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί για το σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης αυτής και αν ο εναγόμενος δεν προσέλθει, ο δικαστής υποχρεούται να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως, εφόσον χρόνο δεν διαπιστώνεται ότι α) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τον τύπο τον προδιαγραμμένο από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σε αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτομα που βρίσκονται στο έδαφός του, β) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του, σύμφωνα με άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή και ότι σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, είτε η επίδοση είτε η κοινοποίηση ή η παράδοση, έγιναν έγκαιρα, ώστε να μπορέσει ο εναγόμενος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου, μπορούν να εκδώσουν απόφαση εφόσον συγκεντρώνονται οι κατωτέρω προϋποθέσεις, μολονότι καμία βεβαίωση για την επίδοση ή την κοινοποίηση ή την παράδοση δεν έχει ληφθεί, α) η πράξη διαβιβάστηκε σύμφωνα με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται σε αυτή τη σύμβαση, β) μία προθεσμία, που ο δικαστής θα εκτιμά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και που δεν θα είναι μικρότερη από έξι μήνες, έχει παρέλθει από την ημερομηνία αποστολής της πράξης, γ) παρ’ όλες τις επίμονες ενέργειες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν μπόρεσε να ληφθεί καμία βεβαίωση. Το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει όπως, σε επείγουσα περίπτωση, ο δικαστής διατάξει προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα.» Κατά συνέπεια, εφόσον δεν προσκομίζεται η οριζόμενη με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 15 και το παράρτημα της συμβάσεως βεβαίωση, αλλά μόνο το αποδεικτικό επιδόσεως του εισαγωγικού δικογράφου στον Εισαγγελέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της υποθέσεως αναβάλλεται κατ’ εφαρμογή της προειρημένης διατάξεως, η οποία αφού κυρώθηκε με τον ν. 1334/1983, υπερισχύει, κατά το άρθρο 28 του ισχύοντος Συντάγματος, πάσης άλλης διατάξεως, επομένως και των διατάξεων του ΚΠολΔ (ΑΠ 1439/1988, ΕλλΔνη 1990.98). Εντούτοις, η εν λόγω διάταξη αποδίδει την αναγκαία στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και δικαστικής ακρόασης, που δεν επιτυγχάνεται μέσω της πλασματικής επίδοσης, ώστε στην μεν τακτική δίκη να διασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, η εξάντληση των δυνατοτήτων πραγματικής επίδοσης του δικογράφου στον κατοικούντα στην αλλοδαπή διάδικο, ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να ασκήσει το δικαίωμα του ακρόασης, καταλήγοντας όμως εν τέλει – και εφόσον δεν κατέστη η δυνατή η πραγματική επίδοση – να δώσει το προβάδισμα στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, παρέχοντας συνάμα στο άρθρο 16 αυτής και σχετικό ένδικο βοήθημα που προσομοιάζει σε ανακοπή ερημοδικίας της Συμβάσεως (Γεσίου – Φαλτσή, Η επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή, 1984, σ. 59 – 64). Αντίθετα, στην προσωρινή έννομη προστασία εξαρχής δίνει το προβάδισμα στο τελευταίο δικαίωμα για προφανείς λόγους άμεσης παροχής προσωρινής έννομης προστασίας και διασφάλισης του ουσιαστικού δικαιώματος που θα ήταν αδύνατη, εφόσον η διαδικασία καθυστερούσε για έξι και πλέον μήνες  με την υποχρεωτική αναβολή της κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης [Γεσίου Φαλτσή, ο.π., σ. 61, υποσημ. 39 και ευρύτερα για την στάθμιση των δύο θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων στην προβληματική της επίδοσης Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 1989, (επί ασφαλιστικών μέτρων)  σ. 56 επ., (επί της προαναφερθείσας Συμβάσεως) σ. 89 – 91 ·Τσικρικά, Ζητήματα από την επίδοση πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, 2002, σ. 84 – 104)], καθώς, άλλως, θα ματαιώνονταν η πραγμάτωση της αιτούμενης προσωρινής λειτουργίας της έννομης σχέσης [Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 687, τόμος 14, σ.78 ·Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κράνης) ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2000, άρθρο 687, σ. 1341 ·Αθ.Πανταζόπουλος, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, 2009, σ. 302, 307-310)]. Ομοίως, σε όλως επείγουσες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας όπου, επίσης, αναπτύσσει ισχύ η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση (Γεσίου – Φαλτσή, ο.π., σ. 84, υποσημ. 2), η εφαρμογή του άρθρου 15 της Σύμβασης θα πρέπει να αποκλείεται, εφόσον οδηγεί με βεβαιότητα σε οριστική ματαίωση κατ’ αποτέλεσμα της αιτούμενης δικαστικής προστασίας, όπως στην περίπτωση που τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν ονομαστικοποιούν τις μετοχές του αιτούμενου δικαστική προστασία, παρά την ύπαρξη προς τούτο καταληκτικής προθεσμίας που θέτει ο νόμος, η παρέλευση της οποίας συνεπάγεται και οριστική αποδυνάμωση των τίτλων. Εξάλλου, όπως προελέχθη, με το άρθρο 16 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης καθιερώνεται ιδιόρρυθμο ένδικο βοήθημα επαναφοράς για τον διάδικο που ανυπαίτια δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της εκκρεμούς υπόθεσης και εφόσον πιθανολογείται η βασιμότητα των αμυντικών του ισχυρισμών(Γεσίου Φαλτσή, ο.π., σ. 63 – 64 και 97 – 98, υποσημ. 29), ώστε να ασκήσει το δικαίωμα του ακρόασης, έστω σε δεύτερο χρόνο, αλλά πάντως αποτελεσματικά.

β) Από τον συνδυασμό των άρθρων 6§1 και 24 του Κανονισμού 1215/2012, προκύπτει ότι οι αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις που θέτει το άρθρο 24 αυτού, μεταξύ αυτών και του άρθρου 24 σημείο 2 (δίκες που αφορούν  το κύρος της σύστασης, ακυρότητας, ή λύσης εταιριών ή άλλων νομικών προσώπων ή το κύρος αποφάσεων των οργάνων τους) αναπτύσσουν ισχύ και στην περίπτωση που το διασυνοριακό στοιχείο αφορά τρίτη χώρα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία του εναγόμενου. Στην περίπτωση δε του άρθρου 24 σημ. 2 κρίσιμη είναι η έδρα της εταιρίας, για τον καθορισμό της οποίας το δικαστήριο εφαρμόζει τους κανόνες του ιδιωτικούς διεθνούς δικαίου. Στην δεύτερη δε ομάδα περιπτώσεων που η τελευταία διάταξη προβλέπει εντάσσονται μόνον οι διαφορές στις οποίες ένας διάδικος αμφισβητεί το κύρος αποφάσεως οργάνου εταιρίας βάσει του εφαρμοστέου δικαίου εταιριών ή των καταστατικών διατάξεων περί της λειτουργίας των οργάνων της (Απόφαση ΔΕΚ της 2ας.10.2008, Hasset and Doherty, C-372/07, σκέψη 26). Επιπλέον, ως προς τυχόν ομοδίκους που δεν κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους, όταν αυτοί ενάγονται στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας κατά πλειόνων εναγομένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται επίσης πρόσωπα που κατοικούν εντός της Ένωσης ή γιατί αναπτύσσουν ισχύ οι εξαιρετικές βάσεις του άρθρου 24, το ζήτημα του επιτρεπτού της συνεναγωγής τους κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών – μελών και όχι από το άρθρο 8§1 του Κανονισμού (Απόφαση ΔΕΚ της 11ης.4.2013, Land Berlin/Sapir, C-645/11, σκέψεις 51 – 56 ·Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθρο 8, αριθμ. 20), εν προκειμένω δε κατά το άρθρο 37 σε συνδυασμό με το άρθρο 3§1 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 4485/1992, Δ 1992.1049· ΕφΠειρ 250/1996, ΕΝαυτΔ 1996.344 ·ΕφΠειρ 249/2020, αδημ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ’ άρθρο 3 §1 ΚΠολΔ (το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 741 του ίδιου κώδικα και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, και αλλοδαπή τυπικά εταιρία της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγόμενης εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388 · ΟλΑΠ 2/1999 ΕλλΔνη 1999.271). Τον ως άνω, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο νόμος 791/1978 ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο ορίζει ότι «ναυτιλιακοί εταιρίαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημένοι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν 27/1975 ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικώ έδρας των, αδιαφόρως του τόπου όθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει αϊ υποθέσεις των». Διότι η διάταξη αυτή εισάγει, κατ’ απόκλιση από τον γενικό κανόνα του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ, διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και μόνον «ως προς τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αυτών» ορίζοντας ότι αυτά θα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα τους (ΟλΑΠ 2/1999 ό.π.). Δηλαδή ο ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα, όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιοδοτική περιφέρεια του, αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτηση του έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω μη τήρησης των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών. Έτσι, λοιπόν, δεν υπάγεται στο παραπάνω περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του ν. 791/1978 το ζήτημα του «διορισμού προσωρινής διοίκησης» μίας τέτοιας εταιρίας, καθόσον τούτο είναι δικονομικής φύσης (ΜΠρΠειρ 1180/2018, ΠειρΝ 2018.344).

γ) Τέλος, από την ίδια αυτή διάταξη (άρθρο 10 ΑΚ) προκύπτει ότι από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα, που αφορούν στην ίδρυση, την έναρξη, την έκταση της ικανότητας δικαίου, την λύση, την επωνυμία και τη διαχείριση του νομικού προσώπου, καθώς και στην αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” δε στη διάταξη αυτή νοείται όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, ο τόπος, δηλαδή, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το προεκτεθέν (υπό β΄) άρθρο 1 του ν.791/1978, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου περί ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία ή πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, δυνάμει αδείας ή τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένα εντός της ημεδαπής, δυνάμει ομοίως αδείας, αυτές διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΑΠ 1183/2019, ΕΝαυτΔ 2019.81), ομοίως δε ως προς το ζήτημα της έκδοσης μετοχών και της αντικατάστασης αυτών, έκδοσης νέων, το ζήτημα της εκπροσώπησης αυτής, καθώς και το υπό ποιες προϋποθέσεις συνέρχεται το ΔΣ ή η ΓΣ της εταιρίας (ΕφΠειρ 249/2020, αδημ.) εντεύθεν δε και η υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετοχών, καθώς και το ζήτημα του διορισμού προσωρινής διοίκησης λόγω σύγκρουσης συμφερόντων με την διοίκηση του νομικού προσώπου.

ΙΙ. Από την υπ’ αριθμ. …/4.8.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, αποδεικνύεται ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των καθ’ών η αίτηση, κατά τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 129§2 και 128§4 ΚΠολΔ, επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την πράξη προσδιορισμού ως δικασίμου αυτής που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προς συζήτηση. Επίσης, από την υπ’ αριθμ. …/4.8.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … και  υπ’ αριθμ. …/4.9.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, αποδεικνύεται ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον τέταρτο των καθ’ών η αίτηση (στον τόπο εργασίας του και στην κατοικία του αντίστοιχα), κατά τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128§1, 129§2 και 128§4 ΚΠολΔ, επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την πράξη προσδιορισμού ως δικασίμου αυτής που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προς συζήτηση. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθμ. …/8.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών προκύπτει ότι ναι μεν το εισαγωγικό δικόγραφο με επίσημη μετάφραση παραδόθηκε προς επίδοση στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή για προώθηση του μέσω της Κεντρικής Αρχής που η Ελλάδα έχει ορίσει (ΥΠΕΞ) κατά το άρθρα 2 της Σύμβασης της Χάγης στο …, όπου κατοικεί ο δεύτερος των καθ’ών η αίτηση, πλην όμως δεν προσκομίζεται βεβαίωση ότι η πράξη παραγματικά επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τον τύπο τον προδιαγραμμένο από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σε αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτομα που βρίσκονται στο έδαφός του κατά το άρθρο 15 της Σύμβασης της Χάγης, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ια) σκέψη της παρούσας. Η επικαλούμενη δε από τον αιτούντα ταχυδρομική επίδοση της αιτήσεως προς τον δεύτερο των καθ’ών (με αποστολή συστημένης επιστολής προς την μόνιμη κατοικία του δεύτερου των καθ’ών στο …) είναι αδιάφορη για το τυπικό κύρος της επιδόσεως, καθώς το … έχει αντιταχθεί στην ευχέρεια ταχυδρομικής επίδοσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 περ. α΄  της Σύμβασης (https://www.hcch.net/fr/states/authorities/details3/?aid=722), ενώ το ίδιο ισχύει ως προς την αποστολή ηλεκτρονικής επιστολής προς τον δεύτερο των καθ’ών που επίσης επικαλείται ο αιτών, αφού δεν προβλέπεται τέτοιος τρόπος επίδοσης στην Σύμβαση. Το ίδιο δε ισχύει αναφορικά με την υπ’ αριθμ. …/4.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, από την οποία προκύπτει η επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου (με θυροκόλληση) στην οικία που διατηρεί ο δεύτερος των καθ’ων στην Ελλάδα, δεδομένου ότι ο αιτών αναφέρει ως μόνιμη κατοικία του δεύτερου των καθ’ών την κείμενη στην αλλοδαπή και δη το …. Ομοίως, από την υπ’ αριθμ. …/8.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών προκύπτει ότι ναι μεν το εισαγωγικό δικόγραφο με επίσημη μετάφραση παραδόθηκε προς επίδοση στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή για προώθηση του μέσω της Κεντρικής Αρχής που η Ελλάδα έχει ορίσει (ΥΠΕΞ) κατά το άρθρο 2 της Σύμβασης στο …, όπου επίσης κατοικεί ο τρίτος των καθ’ών η αίτηση, πλην όμως δεν προσκομίζεται βεβαίωση ότι η πράξη πραγματικά επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τον τύπο τον προδιαγραμμένο από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σε αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτομα που βρίσκονται στο έδαφός του κατά το άρθρο 15 της Σύμβασης της Χάγης, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ια) σκέψη της παρούσας. Η επικαλούμενη δε από τον αιτούντα ταχυδρομική επίδοση της αιτήσεως προς τον τρίτο των καθ’ών (με αποστολή συστημένης επιστολής προς την μόνιμη κατοικία του τρίτου των καθ’ών στο …) είναι αδιάφορη για το τυπικό κύρος της επιδόσεως, καθώς το … έχει αντιταχθεί στην ευχέρεια ταχυδρομικής επίδοσης όπως προεκτέθηκε, ενώ το ίδιο ισχύει ως προς την αποστολή ηλεκτρονικής επιστολής προς τον τρίτο των καθ’ών που επίσης επικαλείται ο αιτών, αφού δεν προβλέπεται τέτοιος τρόπος επίδοσης στην Σύμβαση. Εντούτοις, καθώς πρόκειται για όλως επείγουσα υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας επί της οποίας η αναβολή της υπόθεσης για έξι μήνες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 της Σύμβασης της Χάγης θα επιφέρει και οριστική απώλεια του ουσιαστικού δικαιώματος για το οποίο ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση ζητά την δικαστική του προστασία (ονομαστικοποίηση μετοχών εντός καταληκτικής προθεσμίας την οποία αρνούνται τα μέλη του ΔΣ να ενεργήσουν λόγω σύγκρουσης συμφερόντων). Επομένως, το άρθρο 15 της Σύμβασης δεν αναπτύσσει ισχύ ως προς τους ερημοδικαζόμενους δεύτερο και τρίτο των καθ’ων, καθόσον η εφαρμογή του στην συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί με βεβαιότητα κατ’ αποτέλεσμα σε οριστική ματαίωση της αιτούμενης δικαστικής προστασίας, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο αιτών εξάντλησε κάθε πρόσφορο μέσο πραγματικής επίδοσης της αίτησης προς τους δεύτερο και τρίτο των καθ’ών η αίτηση στο αναγκαστικά σύντομο χρονικό διάστημα της προδικασίας που είχε στην διάθεση του, έστω και μη τυπικώς προβλεπόμενο στην Σύμβαση, ότι μέχρι την δημοσίευση στις 27.3.2020 της τελεσίδικης ΕφΠΕιρ 249/2020 υφίστατο εύλογη αμφιβολία ως προς την ιδιότητα του αιτούντος ως μετόχου και του αριθμού των μετοχών που κατέχει και επομένως σχετική αίτηση είτε θα απορρίπτονταν ως ανομιμοποίητη, είτε  θα αναβαλλόταν μέχρι την επίλυση του ζητήματος του κατόχου των επίδικων μετοχών, αλλά και του ότι έχουν οι καθ’ών την δυνατότητα να ασκήσουν εκ των υστέρων το ένδικο βοήθημα του άρθρου 16 της Σύμβασης κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ια) σκέψη της παρούσας. Ενόψει αυτών, εφόσον δεν εμφανίστηκαν οι καθ’ών στην αναγραφόμενη δικάσιμο στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε και συζητήθηκε νομίμως με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην, το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν αυτοί να είχαν εμφανιστεί (άρθρο 754 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, ο αιτών εκθέτει ότι, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με την υπ’ αριθμ. 249/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία δημοσιεύθηκε στις 27.3.2020, είναι κύριος 240 ανωνύμων μετοχών της πρώτης καθ’ής η αίτηση εταιρίας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 48% των συνολικά εκδοθεισών 500 μετοχών αυτής (που αποτελούν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας) και είναι ενσωματωμένες στον υπ’ αριθμ. 5 (με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2015) τίτλο στον κομιστή της εταιρίας, του οποίου (τίτλου) έχει ο ίδιος την νομή και κατοχή. Ότι οι υπόλοιπες 260 εκδοθείσες μετοχές της εταιρίας είναι ονομαστικές και ανήκουν σε εταιρεία συμφερόντων του δευτέρου των καθ’ών … … και συγκεκριμένα την εταιρεία “…”. Ότι με την ίδια απόφαση αναγνωρίστηκε η νομιμότητα του ΔΣ της Εταιρίας που εξελέγη στις 6.6.2017 και αποτελείται από τους καθ’ών, …, Πρόεδρο, …, Αντιπρόεδρο, και …, Γραμματέα και Ταμία. Ότι κατά την πρόσφατη τροποποίηση του Λιβεριανού Νόμου περί Εμπορικών Εταιρειών του 1976 (Business Corporation Act 1976 – BCA), ο οποίος περιλαμβάνεται στον πέμπτο τίτλο του Κώδικα Νόμων της Λιβερίας και ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 διέπει και τα ζητήματα των μετοχών και των μετοχικών τίτλων της εταιρίας, οι ανώνυμες μετοχές Λιβεριανών εταιριών που δεν θα μετατραπούν σε ονομαστικές μέχρι 31.12.2020 ακυρώνονται και παύουν να θεωρούνται εκδοθείσες (άρθρο 5.1.7(γ)Λιβεριανού Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών) και ότι, αν οι 240 ανώνυμες μετοχές του αιτούντος στην πρώτη των καθ’ών δεν μετατραπούν σε ονομαστικές μέχρι τις 31.12.2020, θα ακυρωθούν αυτομάτως και ο ίδιος θα απολέσει τα μετοχικά του δικαιώματα στην Εταιρία. Ότι η μετατροπή ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές και η έκδοση και παράδοση αντίστοιχων ονομαστικών τίτλων μετοχών σε αντικατάσταση των ανώνυμων τίτλων μετοχών αποτελεί αρμοδιότητα του ΔΣ και των αξιωματούχων της Εταιρίας, σύμφωνα, δε, με το Λιβεριανό Νόμο περί Εμπορικών Εταιρειών (άρθρο 5.1.7(β)) και το από 18.5.2000 Καταστατικό της Εταιρείας όπως τροποποιήθηκε στις 22.6.2015, το ΔΣ είναι υποχρεωμένο να προβεί στην μετατροπή των ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές και να ανταλλάξει τους τίτλους, μόλις το ζητήσει ο κύριος των ανωνύμων μετοχών και αν δεν το πράξει, θα ανακληθεί η άδεια της εταιρίας και θα της επιβληθεί πρόστιμο. Ότι, αν και ζήτησε με την από 1.7.2020 ηλεκτρονική επιστολή του προς τα ανωτέρω μέλη του ΔΣ της εταιρίας την ονομαστικοποίηση των 240 μετοχών του, ο τέταρτος των καθ’ών η αίτηση, με την από 13.7.2020 επιστολή του, αρνήθηκε να το πράξει, δηλώνοντας ότι ενεργεί ως Διευθυντής και πρόεδρος/Ταμίας της εταιρίας, ενώ με επόμενη επιστολή του της 15ης.7.2020 του γνωστοποίησε ότι επίκειται η κατάσχεση του πλοίου “…” λόγω χρεών προς πιστωτές του και δη την τράπεζα που δανειοδότησε την αγορά του πλοίου, αλλά και προς την διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου “…”, η οποία ανήκει στον τέταρτο των καθ’ών, χρέη που ο αιτών θεωρεί εικονικά, καθώς θεωρεί ότι οι ναύλοι εκτρέπονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς εκτός της πρώτης των καθ’ών εταιρίας, η οποία είναι εύρωστη. Ότι κατά τον Λιβεριανό Νόμο περί εταιριών (άρθρο 10.6.γ΄) για την πώληση του πλοίου απαιτείται η έγκριση από την Συνέλευση των μετόχων της Εταιρίας με πλειοψηφία 2/3 των δικαιούμενων ψήφων μετόχων και, επομένως, ότι απαιτείται η δική του έγκριση ως κυρίου των 240 από τις συνολικά 500 μετοχές αυτής κι ότι οι καθ’ων με την ως άνω παράλειψη τους αποσκοπούν στο να πωλήσουν το πλοίο χωρίς την δική του έγκριση, μετά την πάροδο της προθεσμίας ονομαστικοποίησης των μετοχών αυτών και την εντεύθεν αδρανοποίηση τους κι, επομένως, ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης των καθ’ων. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζητεί να διοριστεί από το Δικαστήριο προσωρινή διοίκηση κατά το άρθρο 786 ΚΠολΔ στην εταιρία με μοναδική αρμοδιότητα και εξουσία τη μετατροπή των 240 μετοχών της εταιρίας που ανήκουν σε αυτόν και η οποία να αποτελείται από τα υποδεικνυόμενα από τον ίδιο πρόσωπα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχει την πραγματική έδρα της η εταιρεία, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 68, 739, 740 εδ. α΄, 786 ΚΠολΔ όπως ισχύουν, τροποποιηθέντα αρχικά με το άρθρο 65 παρ. 4,5 του ν.4139/2013, και εκ νέου αντικατασταθέντα από το άρθρο 1 άρθρο έκτο παρ.2 ν.4335/2015, 25, 37 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1β, 3 του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3§1 σε συνδυασμό με άρθρα 786, 25, 37 ΚΠολΔ και άρθρο 51 παρ. 1β, 3 του ν. 2172/1993 και άρθρα 6§1, 24 σημείο 2 Κανονισμού 1215/2012) ως εκ της πραγματικής έδρας της πρώτης των καθ’ων στην Ελλάδα (…), της οποίας επιδιώκεται ο διορισμός προσωρινής διοίκησης με την κρινόμενη αίτηση κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ιβ΄) σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό κρίση αίτηση, η πρώτη καθ’ής εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό Ελληνική σημαία “…”, έχει νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή και, επομένως, υπάγεται και αυτή στις ρυθμίσεις του ν. 791/1978. Επομένως, ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου, το ζήτημα της εκπροσώπησης αυτής, καθώς και το υπό ποιες προϋποθέσεις συνέρχεται το ΔΣ ή η ΓΣ της εταιρίας αλλά και την υποχρέωση ή μη ονομαστικοποίησης των μετοχών, όπως και για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης λόγω σύγκρουσης συμφερόντων με την εταιρία, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων, ήτοι το δίκαιο της Λιβερίας, και όχι το ελληνικό δίκαιο. Στη Λιβερία, τα ζητήματα τα σχετικά με την εταιρεία τύπου Corporation ρυθμίζονται από τον νόμο περί εμπορικών εταιριών του 1976 (Business Corporation Act 1976), ο οποίος περιλαμβάνεται στον πέμπτο τίτλο (“Τίτλος 5- Δίκαιο Ενώσεων”) του Κώδικα Νόμων της Λιβερίας (τέθηκε σε ισχύ την 3η Ιανουαρίου 1977). Για θέματα που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι κανόνες του αγγλικού και αμερικανικού κοινοδικαίου (το δίκαιο, δηλαδή, που διαμορφώθηκε από τη νομολογία με βάση τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και την αρχή της επιείκειας) που αποδίδονται κατεξοχήν  με το «Corpus Juris Secundum» (C.J.S.), που αποτελεί το εγκυρότερο «πανόραμα» των αρχών του αμερικανικού δικαίου (πολιτειακού και ομοσπονδιακού), όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία των Αμερικανικών πολιτειακών και ομοσπονδιακών δικαστηρίων. Ο εν λόγω τύπος εταιρίας, τόσο ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του (π.χ. μετοχικό κεφάλαιο, γενικές συνελεύσεις, διοικητικό συμβούλιο, μερίσματα, εκκαθάριση κ.λπ.) όσο και ως προς τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας του, προσιδιάζει περισσότερο προς τις ανώνυμες εταιρίες του ελληνικού δικαίου, με περισσότερη ωστόσο ευελιξία ως προς τη σύσταση και λήψη αποφάσεων των οργάνων της. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4.4 του ως άνω νόμου, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού περιλαμβάνεται ρητή μνεία του αριθμού των μετοχών που μπορούν να εκδοθούν καθώς και της φύσης τους (ως μετοχές ονομαστικές ή ανώνυμες, μετά ή άνευ ονομαστικής αξίας κλπ. βλ. ΕφΠειρ 249/2020, αδημ. και τις εκεί αναφερόμενες γνωμοδοτήσεις επί του λιβεριανού δικαίου). Περαιτέρω, η παράγραφος 5.1.1. του Νόμου ορίζει ότι κάθε εταιρία τύπου businesscorporation έχει την εξουσία να εκδίδει τον αριθμό εκείνο των μετοχών που ορίζει το καταστατικό της (articles of incorporation). Κατά την αρχική διατύπωση της εν λόγω διάταξης, το καταστατικό μπορούσε να προβλέπει μεταξύ άλλων την έκδοση καταχωρισμένων μετοχών(registeredshares), που είναι ονομαστικές, ή μετοχών στον κομιστή (bearershares), που είναι ανώνυμες, και να ορίζει πόσες μετοχές θα εκδίδονται σε κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές, καθώς επίσης, αν προβλέπεται η έκδοση ανώνυμων μετοχών, να προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται κάθε απαραίτητη αναγγελία προς τους μετόχους των ανώνυμων μετοχών. Κατ’ εφαρμογή των διεθνών προτύπων και των συστάσεων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, η παράγραφος 5.1. του Νόμου τροποποιήθηκε το 2018 και πλέον προβλέπει την υποχρέωση των εν λόγω εταιριών να έχουν ονομαστικές μετοχές και να καταθέσουν τυχόν ανώνυμες μετοχές τους σε θεματοφύλακα, καθώς και τη σχετική τροποποίηση του καταστατικού τους. Η ίδια παράγραφος τροποποιήθηκε εκ νέου το 2020 προβλέποντας ότι οι ανώνυμες μετοχές που δεν θα έχουν μετατραπεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 σε ονομαστικές θα ακυρώνονται και θα παύουν να υφίστανται. Ειδικότερα, οι σχετικές διατάξεις της παραγράφου 5.1. του Νόμου, όπως ισχύουν σήμερα, ορίζουν ότι : «§5.1. Τάξεις και σειρές μετοχών. 1.Εξουσία έκδοσης. Κάθε εταιρία έχει εξουσία να εκδώσει τον αριθμό εκείνο των μετοχών που ορίζει το καταστατικό της, υπό την προϋπόθεση ότι μόνον οι ονομαστικές μετοχές μπορούν να εκδίδονται χωρίς να αντιπροσωπεύονται από μετοχικό τίτλο. Μετοχές δύναται να κατέχει κάθε πρόσωπο, νομικό ή φυσικό. Αυτές οι μετοχές μπορεί να είναι μίας ή περισσότερων τάξεων ή μίας ή περισσότερων σειρών εντός οποιασδήποτε τάξης μετοχών, οποιεσδήποτε ή όλες εκ των οποίων τάξεων μπορούν να αποτελούνται από μετοχές με ονομαστική αξία ή μετοχές χωρίς ονομαστική αξία, και μπορεί να είναι ονομαστικές ή/και ανώνυμες μετοχές για εταιρίες που συστάθηκαν στις ή πριν από τις 31 Μαΐου 2018, αλλά μόνο ονομαστικές μετοχές για εταιρίες που συστάθηκαν μετά τις 31 Μαΐου 2018, με αντίστοιχα δικαιώματα ψήφου, πλήρη ή περιορισμένα, ή χωρίς δικαιώματα ψήφου και τέτοιας τάξης και με τέτοια χαρακτηριστικά, προτιμήσεις και σχετικά, συμμετοχικά, προαίρεσης ή ειδικά δικαιώματα και γνωρίσματα, περιορισμούς και απαγορεύσεις αυτών, όπως ορίζει το καταστατικό ή η απόφαση που προβλέπει την έκδοση των εν λόγω μετοχών την οποία λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει εξουσίας που ρητά ανατίθεται σε αυτό βάσει διατάξεων του καταστατικού. 6. Μετατροπή ανώνυμων μετοχών. (1) Κάθε εταιρία συσταθείσα στις ή πριν από τις 31 Μαΐου 2018, ή οποία έχει εκ του καταστατικού της την εξουσία να εκδίδει ανώνυμες μετοχές, εντός τριάντα (30) ημερών από την πρώτη επέτειο της ημερομηνίας ίδρυσής της μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2018, η οποία πρώτη επέτειος της ημερομηνίας ίδρυσής της, μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2018, είναι η «Ημέρα Μετατροπής», και αν ακόμη δεν υπάρχουν ανώνυμες μετοχές σε κυκλοφορία κατά τον χρόνο αυτό, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5.1.6.2, είτε: (α) προβαίνει σε τροποποίηση του καταστατικού της, ώστε να επιτρέπονται μόνον ονομαστικές μετοχές, είτε (β) υποχρεώνει τους κυρίους ανώνυμων μετοχών της είτε (i) να μετατρέψουν τις εν λόγω μετοχές σε ονομαστικές, είτε (ii) να καταθέσουν τον μετοχικό τίτλο καθεμίας από τις εν λόγω μετοχές σε θεματοφύλακα (Custodian) επί τη βάσει συμφωνίας παρακαταθήκης μεταξύ του κυρίου και του θεματοφύλακα σύμφωνα με την παράγραφο 5.15. (2) Αν δεν έχουν ακόμη εκδοθεί ανώνυμες μετοχές, αλλά η εταιρία επιλέγει να διατηρήσει την εξουσία έκδοσης ανώνυμων μετοχών, η εταιρία πρέπει να υποβάλλει ετησίως υπόμνημα (submissions) στον ‘Εφορο Εταιριών σύμφωνα με την παράγραφο 8.6.1. Αν η εταιρία εκδώσει ανώνυμες μετοχές μετά την Ημέρα Μετατροπής, ο κομιστής αυτών καταθέτει τον μετοχικό τίτλο σε θεματοφύλακα σύμφωνα με τις παραγράφους 5.1.6(β)(ίί) και 5.15 ή μετατρέπει τις μετοχές σε ονομαστικές. 7. Αυτόματη μετατροπή ανώνυμων μετοχών. Σε περίπτωση εταιριών που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παραγράφου 5.1.6., με ισχύ από την Ημέρα Μετατροπής, (α)το καταστατικό τους θα θεωρείται αυτομάτως τροποποιημένο, χωρίς να απαιτείται κατάθεση οποιουδήποτε εγγράφου τροποποίησης, ώστε να επιτρέπει μόνον ονομαστικές μετοχές και ότι τυχόν ανώνυμες μετοχές σε κυκλοφορία θα μετατραπούν σε ονομαστικές, και (β) όλες οι εκδοθείσες και σε κυκλοφορία ανώνυμες μετοχές καθίστανται αδρανείς (disabled). Για τους σκοπούς της παραγράφου 5.1.7., ο όρος «αδρανείς» σημαίνει ότι οι μετοχές παραμένουν σε κυκλοφορία χωρίς αλλαγή στο μετοχικό κεφάλαιο, αλλά δεν φέρουν κανένα από τα δικαιώματα που κανονικά θα ήταν ενσωματωμένα σε αυτές, και ο κύριος τέτοιου ανώνυμου [μετοχικού] τίτλου που αντιπροσωπεύει τέτοιες μετοχές δεν θα έχει δικαίωμα ψήφου για τις εν λόγω μετοχές, λήψης μερισμάτων η του προϊόντος διανομής περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σε περίπτωση λύσης ή εκκαθάρισης της εταιρίας, ή μεταβίβασης συμφερόντων επί των μετοχών (και η εταιρία δεν επανακτά τέτοιες μετοχές), παρά μόνον ο κύριος ανώνυμου μετοχικού τίτλου που αντιπροσωπεύει τέτοια μετοχή θα έχει το δικαίωμα να ανταλλάξει τον μετοχικό τίτλο της μετοχής με μετοχικό τίτλο στο όνομά του που θα αντιπροσωπεύει την μετοχή σε ονομαστική μορφή. γ) Σε περίπτωση ανώνυμων μετοχών οι οποίες καθίστανται αδρανείς, διότι η εταιρία ή ο/οι μέτοχος/οι δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις μετατροπής ή παρέλειψαν να καταθέσουν τους ανώνυμους μετοχικούς τίτλους σε εγκεκριμένο θεματοφύλακα, ο/οι κύριός/οί τους, υποχρεούνται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, να μετατρέψουν τις αδρανείς μετοχές σε ονομαστικές μετοχές, άλλως οι εν λόγω μετοχές επιστρέφουν αυτοδικαίως και χωρίς άλλη ενέργεια της εταιρίας στην κατάσταση των εγκεκριμένων αλλά μη εκδοθεισών μετοχών στις 31 Δεκεμβρίου 2020. 8. Κυρώσεις. Στις εταιρίες που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παραγράφου 5.1. επιβάλλεται πρόστιμο από τρεις χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (US$ 3.000,00) έως πέντε χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (US$5.000,00), είτε ανάκληση ή ακύρωση του καταστατικού και της ικανότητάς λειτουργίας, είτε λύση, είτε οποιοσδήποτε συνδυασμός των κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα διάταξη. Επομένως, για την μετατροπή ανώνυμων μετοχών εταιρίας τύπου businesscorporation σε ονομαστικές (ονομαστικοποίηση μετοχών), απαιτείται ο κύριός τους να ζητήσει την ακύρωση των μετοχικών τίτλων των ανώνυμων μετοχών του και την έκδοση μετοχικών τίτλων στο όνομά του που θα αντιπροσωπεύουν τις μετοχές σε ονομαστική μορφή και το διοικητικό συμβούλιο να προβεί ακολούθως στην ακύρωση των εν λόγω ανώνυμων μετοχικών τίτλων και στην έκδοση των ονομαστικών μετοχικών τίτλων, χωρίς ο νόμος να θέτει περαιτέρω προϋποθέσεις. Η προθεσμία μετατροπής των ανώνυμων μετοχών της εταιρίας σε ονομαστικές είναι η 31η Δεκεμβρίου 2020 και με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής οι υφιστάμενες ανώνυμες μετοχές θεωρούνται μη εκδοθείσες (βλ. προσκομιζόμενη νομική πληροφορία Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). Σημειώνεται δε ότι σύμφωνα με την παράγραφο 7.11.(1) του ίδιου νόμου, οι καταχωρισμένοι μέτοχοι που έχουν ονομαστικές μετοχές και οι κομιστές ανώνυμων μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας έχουν μία ψήφο για κάθε μετοχή, εκτός αν το καταστατικό ορίζει άλλως. Κατά δε την παράγραφο 5.8.(1) του Νόμου, οι μετοχές της εταιρίας αντιπροσωπεύονται με πιστοποιητικά που υπογράφονται από δύο αξιωματούχους της εταιρίας (officers), εκτός αν έχει οριστεί μόνον ένας αξιωματούχος ή αν ως αρμόδιος έχει οριστεί οποιοσδήποτε εκ των αξιωματούχων της εταιρίας, οπότε τα πιστοποιητικά υπογράφονται από το πρόσωπο αυτό. Οι υπογραφές των αξιωματούχων σε πιστοποιητικό μπορεί να είναι ομοιοτυπικό αντίγραφο, αν το πιστοποιητικό υπογράφεται επιπλέον από πράκτορα (transfer agent) ή αν έχει καταχωριστεί από αρχειοφύλακα άλλον από την ίδια την εταιρία ή τους υπαλλήλους της. Σύμφωνα με τις παραγράφους 7.5.,7.6.1, 7.10. του νόμου, στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας συμμετέχουν οι μέτοχοι, που καταχωρίζονται εκ των προτέρων βάσει των μετοχικών τους τίτλων, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσουν μετόχους δυνάμει πληρεξουσίου (proxy) που υπογράφεται από τον μέτοχο ή πληρεξούσιό του. Σύμφωνα με την παράγραφο 2.5 του νόμου, η εταιρία έχει δική της νομική προσωπικότητα και διακρίνεται από τούς μετόχους ή τα μέλη της. Η παράγραφος 6.1. ορίζει ότι η εταιρία διοικείται και εκπροσωπείται από το διοικητικό συμβούλιο, ενώ κατά την παράγραφο 2.2.i τον νόμου, η εταιρία, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται από τους νόμους και το καταστατικό, έχει την εξουσία να επιλέγει και να διορίζει στελέχη, υπαλλήλους και άλλους αντιπροσώπους (agents) της εταιρίας και να καθορίζει τα καθήκοντά τούς. Όπως προκύπτει δε από τις διατάξεις αυτές, το όργανο εκπροσώπησης της εταιρίας είναι καταρχήν το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να αναθέσει την εκπροσώπηση σε άλλα πρόσωπα και να καθορίσει τις εξουσίες των προσώπων αυτών υπό τους περιορισμούς τον νόμου και του καταστατικού. Επίσης, σύμφωνα με την αρχική διατύπωση της παραγράφου 6.3 του Νόμου, τελούσα σε ισχύ από την 3η Ιανουαρίου 1977, τα μέλη του ΔΣ της εταιρίας πρέπει να είναι τουλάχιστον τρία εκτός των περιπτώσεων που οι μετοχές της εταιρίας κατέχονται από λιγότερα των τριών πρόσωπα, οπότε μπορούσαν να είναι ίδιοι όσοι και οι μέτοχοι. Η διάταξη της παράγραφο 6.3.(1) είχε το ως άνω περιεχόμενο έως την τροποποίησή της την 19η Ιουνίου 2002. Έκτοτε, ο ελάχιστος αριθμός του ΔΣ είναι ένα (ΕφΠειρ 249/2020, αδημ.). Επίσης, κατά την § 10.6 του ίδιου νόμου για την πώληση, ενοικίαση, ανταλλαγή ή άλλη εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, αυτή εγκρίνεται από το (διοικητικό) συμβούλιο, το οποίο θέτει προς έγκριση την πώληση στους μετόχους, οι οποίοι καλούνται στην σχετική συνέλευση μετόχων και μπορούν να εγκρίνουν αυτή την πώληση, ενοικίαση, ανταλλαγή ή άλλη εκποίηση και μπορούν να ορίσουν ή να εξουσιοδοτήσουν το (διοικητικό) συμβούλιο να ορίσει οποιουσδήποτε ή όλους όρους και προϋποθέσεις αυτής και το τίμημα που θα ληφθεί από την εταιρία για το λόγο αυτό. Για την έγκριση δε των μετόχων απαιτείται η θετική ψήφος των κατόχων της πλειοψηφίας των μετοχών της εταιρίας που δικαίωμα ψήφου για το ζήτημα αυτό, και, για την περίπτωση εταιρίας που έχει συσταθεί, επανακαταχωρηθεί ή επανεγκατασταθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Τροποποιητικής Πράξης του 2020, την ψήφο των δύο τρίτων των μετοχών στην εταιρία που έχουν δικαίωμα ψήφου για αυτό το ζήτημα εκτός αν το καταστατικό οποιασδήποτε τέτοιας εταιρίας προβλέπει διαφορετικά, εκτός αν οποιαδήποτε τάξη μετοχών δικαιούται να ψηφίσει για το ζήτημα αυτό ως τάξη μετοχών, στην οποία περίπτωση αυτή η έγκριση θα απαιτεί τη θετική ψήφο των κατόχων της πλειοψηφίας των μετοχών κάθε τάξης μετοχών με δικαίωμα ψήφου ως τάξη μετοχών και του συνόλου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου για το εν λόγω ζήτημα. Τέλος στην §6.11 του ίδιου νόμου προβλέπεται η σύγκρουση καθηκόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου ως λόγος ακυρωσίας συμβάσεων που συνάπτει αυτός με την εταιρία (“Director conflicts of interest”), έχοντας προσωπικό οικονομικό συμφέρον, πλην των ειδικά προβλεπόμενων στο νόμο και, επομένως η σύγκρουση συμφερόντων ως λόγος αντικατάστασης μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή ορισμού μελών για την διενέργεια συγκεκριμένης πράξης είναι γνωστή και στο Λιβεριανό δίκαιο, το οποίο προβλέπει, κατά τα λοιπά την αντικατάσταση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με την σύμφωνη γνώμη των μετόχων (βλ. παράγραφο 6§7 ίδιου νόμου). Κατόπιν τούτων, η αίτηση κρίνεται νόμιμη κατά τις προειρημένες διατάξεις του Λιβεριανού δικαίου σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 786 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν ζητείται η εν γένει αντικατάσταση της διοίκησης της ανώνυμης εταιρίας, αλλά μόνο να διοριστεί διοίκηση με τα προτεινόμενα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αποκλειστικά για το σκοπό που εκτέθηκε λόγω σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του Δ.Σ. αυτής και για την οποία ο αιτών επικαλείται ειδικό και παρόν έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 68 ΚΠολΔ (επικείμενη πώληση του βασικού περιουσιακού στοιχείου της εταιρίας, χωρίς την έγκριση του ως μετόχου ποσοστού μεγαλύτερου του 1/3 των μετοχών). Κατά συνέπεια, πρέπει η αίτηση να κριθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από όλα τα προσκομιζόμενα με νόμιμη επίκληση έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της αρχής της ελεύθερης απόδειξης και του ανακριτικού συστήματος, που εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία, της εκούσιας δικαιοδοσίας, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς ωστόσο, κανένα να παραλείπεται για την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: η πρώτη καθ’ής εταιρία ιδρύθηκε στις 18-5-2000, κατά το λιβεριανό δίκαιο, με καταστατική έδρα τη Μονροβία Λιβερίας. Η εταιρία ιδρύθηκε προκειμένου να αποκτήσει την κυριότητα του φορτηγού πλοίου μεταφοράς ξηρού φορτίου που ονομάστηκε “…”, το οποίο τότε ήταν υπό ναυπήγηση που ολοκληρώθηκε το έτος 2002. Το πλοίο αυτό φέρει ελληνική σημαία και είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο Λιμένος ……, με αριθμό ΝΠ …. Η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης βρίσκεται στην …, στα γραφεία της νυν διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου “…”. Ο αιτών με την από 26-5-2017 και υπ’ αριθμ. 5742-2786/2017 αγωγή του κατά των τριών πρώτων των καθ’ών, της ανωτέρω διαχειρίστριας του πλοίου και του … ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είναι μέτοχος εξ αδιαιρέτου σε ποσοστό 50% όλων των μετοχών της πρώτης καθ’ής εταιρίας υπό την επωνυμία «…», που ανέρχονται σε 50 τίτλους, άλλως ότι κατέχει το 50% του συνόλου των εταιρικών δικαιωμάτων της, το δε υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ανήκε στον δεύτερο των καθ’ών …, ο οποίος, στις 2.7.2015 μεταβίβασε την εν λόγω συμμετοχή του στην τότε διαχειρίστρια του πλοίου “…”, που είναι εταιρία αποκλειστικών συμφερόντων του, η οποία διαχειρίζoνταν το σύνολο του στόλου των πλοίων (εννέα στον αριθμό) της εφοπλιστικής οικογενείας … τα οποία ανήκουν σε αντίστοιχες μονοβάπορες αλλοδαπές. Ότι η πρώτη καθ’ής ιδρύθηκε από τον … και τη μητέρα του αιτούντος … … οι οποίοι μετείχαν στην μετοχική σύνθεση κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτού έκαστος, έχοντας ο καθένας στην κυριότητά του σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου τους 50 κοινούς (ανώνυμους) μετοχικούς τίτλους που είχαν εκδοθεί και ενσωμάτωναν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου, μετά δε και τον θάνατο της …ς … (και του συζύγου της και πατέρα του αιτούντος, Αναστασίου) ότι υπεισήλθε εκείνος ως μέτοχος λόγω κληρονομικής διαδοχής στο ως άνω μετοχικό ποσοστό ο αιτών. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος και εδώ δεύτερος των καθ’ών, …, υπό τις παραινέσεις και προτροπές της δεύτερης συζύγου του … και των τέκνων του από το δεύτερο γάμο του, … (τέταρτου των καθ’ών) και …, με την από 30-6-2015 απόφαση του ΔΣ της πλοιοκτήτριας εταιρίας, πρώτης καθ’ής, προέβη σε νόθευση της μετοχικής σύνθεσης αυτής, έτσι ώστε ο … να εμφανίζεται πλέον ως μέτοχος του 52% του μετοχικού κεφαλαίου και ο αιτών ως μέτοχος του 48%. Ότι, ακολούθως, ο δεύτερος καθ’ ού, υπό το πρόσχημα του έχοντος το 52% των μετοχών της πρώτης καθ’ής, συγκάλεσε γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας και με την από 2-9-2015 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας άλλαξε το έως τότε νομίμως εκλεγέν ΔΣ της πρώτης, που το αποτελούσαν οι …, Γ. Μ. και … και διόρισε στην θέση του νέο, αποτελούμενο από τους δεύτερο, τρίτο των καθ΄ών και τον …. Ότι στην ανωτέρω Συνέλευση χρησιμοποίησε μια εξουσιοδότηση του ενάγοντος με ημερομηνία 2.9.2015, η υπογραφή της οποίας από τον αιτούντα ήταν προϊόν πλάνης και εξαπάτησής του. Ακολούθως δε ότι ο δεύτερος των καθ’ών, στις 3-5-2017, εμφανιζόμενος ως Πρόεδρος της πρώτης εναγομένης, συγκάλεσε συνεδρίαση του ΔΣ της εταιρίας για τις 30-5-2017, με θέμα την καταγγελία της σύμβασης διαχείρισης που είχε συνάψει η πρώτη καθ’ής με την έως τότε διαχειρίστρια εταιρεία υπό την επωνυμία “…” (μη διάδικος σε εκείνη την δίκη) και αφορούσε το πλοίο υπό την ονομασία «…» και ακολούθως, ότι συγκάλεσε για τις 6-6-2017 Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης περί εκλογής νέου ΔΣ και εγκρίσεως των αποφάσεων του ΔΣ που θα λαμβάνονταν στις 30.5.2017. Ότι όλες οι προαναφερόμενες αποφάσεις είναι ανυπόστατες άλλως αυτοδικαίως άκυρες, διότι ελήφθησαν κατά παράβαση της μετοχικής συνθέσεως της πρώτης καθ’ής, στην οποία μετείχε κατά ποσοστό 50% επί των μετοχών της ο αιτών, ο οποίος ουδέποτε συναίνεσε ως μέτοχος στη λήψη αυτών (αποφάσεων), αντιθέτως, ότι τις πληροφορήθηκε όταν στις 14.4.2016 ανακάλυψε ότι είχε μεταφερθεί από τραπεζικούς λογαριασμούς της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρίας ποσό 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ σε λογαριασμούς του δευτέρου των καθ’ών. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζήτησε (μετά παραίτηση από το αίτημα περί αναγνωρίσεως ως ανυπόστατης άλλως άκυρης της απόφασης ΓΣ της 27.2.2015), α) να αναγνωριστεί η εταιρική του ιδιότητα ως μετόχου της πρώτης εναγομένης σε ποσοστό 50% από κοινού και εξ αδιαιρέτου με τον δεύτερο των καθ’ών, συνδικαιούχο και μέτοχο κατά το λοιπό 50°/ο του συνόλου των μετοχών της εταιρίας, β) να αναγνωριστεί ότι είναι ανυπόστατες άλλως απολύτως άκυρες οι αποφάσεις του ΔΣ της πρώτης καθ’ής που φέρονται ότι ελήφθησαν στις 30.6.2015, 2.7.2015 και 2.9.2015, γ) να αναγνωριστεί ότι είναι ανυπόστατη άλλως απολύτως άκυρη η από 2.9.2015 απόφαση της Συνελεύσεως των Μετόχων της πρώτης εναγομένης που έλαβε χώρα στο …, δ) να αναγνωριστεί ότι είναι ανυπόστατες άλλως απολύτως άκυρες οι από 3.5.2017 προσκλήσεις συνεδρίασης ΔΣ και ΓΣ των μετόχων της πρώτης καθ’ής που εξέδωσε ο δεύτερος των καθ’ών, καθώς και οι αποφάσεις της συνεδρίασης του ΔΣ που θα λάβει χώρα στις 30.5.2017 (στο …) και οι αποφάσεις της Συνέλευσης των μετόχων της πρώτης εναγομένης που θα λάβει χώρα στις 6.6.2017, καθώς και οποιεσδήποτε επόμενες εταιρικές πράξεις θα στηρίζονται σε αυτές, ε) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη άλλως να ακυρωθεί η από 2.9.2015 εξουσιοδότηση του ίδιου για τη Συνέλευση των μετόχων της 2.9.2015, στ) να αναγνωριστεί ότι το ΔΣ της πρώτης καθ’ής εξακολουθεί να αποτελείται από τους …, … και … και επικουρικώς (όπως το αίτημα αυτό συμπληρώθηκε με τις πρωτοβάθμιες προτάσεις) να αναγνωριστεί ότι αυτό (ΔΣ) αποτελείται μόνο από τον … άλλως και επικουρικότερα ότι η πρώτη καθ’ής στερείται ΔΣ, και ζ) να αναγνωριστεί ότι τα πρακτικά των ανωτέρω συνεδριάσεων και συνελεύσεων είναι άνευ εννόμων συνεπειών. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε αρχικά ως αόριστη, αναφορικά με τα στοιχεία της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου με την υπ’ αριθμ. 2057/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατόπιν δε ασκήσεως της από 8.5.2018 και υπ’ αριθμ. έκθ. καταθ. 5017/377/2018 έφεσης του αιτούντος, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 249/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία, αφού εξαφάνισε την προειρημένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως επαρκώς ορισμένη αναφορικά με την διαδικαστική προϋπόθεση της διεθνούς δικαιοδοσίας (δεχόμενη τον σχετικό λόγο εφέσεως), κράτησε την υπόθεση και αφού απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, αναφορικά με το υπό έ αίτημά αυτής, ενώ ως προς τα υπόλοιπα αιτήματά της απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη, δεχόμενη ότι δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι επί του αρχικού μετοχικού τίτλου της πρώτης εναγομένης εταιρίας και αυτών που ακολούθως εκδόθηκαν σε αντικαταστάσεις και ακυρώσεις των προηγουμένων, ότι το ποσοστό της συγκυριότητας αυτού του ιδίου και του … … δεν ανερχόταν σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου για έκαστο, αλλά ότι ποσοστό 52% του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι 260 μετοχές στον κομιστή, ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα του δεύτερου των καθ’ών μετοχές (τις οποίες αυτός μεταβίβασε στη συνέχεια στην “…”), ενώ 240 ανώνυμες μετοχές στον κομιστή αντιστοιχούν στο μερίδιο συμμετοχής τον αιτούντος και συνεπώς ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα αυτού, ο οποίος είναι μέτοχος της εταιρίας σε ποσοστό 48 % και, μετά ταύτα, ότι δεν αποδείχθηκε η νομική πλημμέλεια (νόθευση της μετοχικής συνθέσεως) και το αναδυόμενο εξ αυτού του λόγου ανυπόστατο που απέδιδε ο αιτών α) στην από 30-6-2015 απόφαση του ΔΣ της πρώτης καθ’ής για διανομή του μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση δύο μετοχικών τίτλων, με αναλογία 48% (για τον αιτούντα) και 52% για τον δεύτερο των καθ’ών η αίτηση, β) στην από 2.7.2015 απόφαση του ΔΣ και στην υπό αυτής αντικατάσταση του μετοχικού τίτλου 4 με τον μετοχικό τίτλο 6 ούτε και το ανυπόστατο αυτού καθαυτού του τίτλου 6, γ) στην από 2-9-2015 απόφαση της Συνέλευσης των Μετόχων της πρώτης καθ’ής εταιρίας, που έλαβε χώρα στο …, με την οποία εκλέχθηκε νέο ΔΣ, αποτελούμενο από τους δεύτερο, τρίτο των καθών και τον …, δ) στην από 2-9-2015 απόφαση του ανωτέρω ΔΣ (αφού αυτό δεν ήταν ανυπόστατο αλλά εκλέχθηκε νόμιμα), ε) στις από 3.5.2017 προσκλήσεις συνεδρίασης ΔΣ και Συνέλευσης Μετόχων και αποφάσεις που θα ελάμβαναν χώρα στις 30.5.2017 και σε κάθε επόμενη εταιρική πράξη που θα στηριζόταν στις προηγούμενες. Από την παραπάνω απόφαση παρήχθη κατ’ άρθρο 331 ΚΠολΔ δεδικασμένο ως προς το ποσοστό μετοχών που ανήκουν στον αιτούντα δεσμεύον την εταιρία και τον δεύτερο των καθ’ών (έτερο μέτοχο κατά ποσοστό 52% με αριθμό 6), καθώς και τους τυχόν διαδόχους του (άρθρο 325 αριθμ. 2 ΚΠολΔ) (όπως προεκτέθηκε η δίκη δεν αφορούσε την ακύρωση ΓΣ, αλλά αναγνώριση του ανυπόστατου της ΓΣ, άλλως της ακυρότητας της ΓΣ και όχι την ακύρωση ΓΣ – βλ. άρθρα 137§10, 139§1 Ν. 4548/2018), αφού το δικαίωμα του αιτούντος (και στην αγωγή ενάγοντος) κατά λογική αναγκαιότητα κρίθηκε από δικαστήριο που είχε την καθ’ύλην αρμοδιότητα προς τούτο, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή του τελευταίου ως προς την αιτηθείσα με την αγωγή αναγνώριση του ανυπόστατου των αναφερόμενων Γενικών Συνελεύσεων και των ερειδόμενων επί αυτών πράξεων του ΔΣ της εταιρίας που αναλυτικά προεκτέθηκαν. Επομένως, καθώς με την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου, μεταξύ των αυτών διαδίκων και για την αυτή έννομη σχέση και νομική αιτία, η οποία αναγκαίως κρίθηκε από το δικαστήριο, παρήχθη κατά τα άρθρα 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ (θετικό) δεδικασμένο, το Δικαστήριο οφείλει να θέσει τούτο ως βάση κατά την έρευνα της υπό κρίση αίτησης που αφορά τον διορισμό προσωρινή διοίκησης προς ονομαστικοποίηση των 240 μετοχών του αιτούντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το από 18-5-2000 Καταστατικό της πρώτης καθ’ής το σύνολο των μετοχών που επιτρεπόταν να εκδώσει ήταν πεντακόσιες (500) μετοχές στον κομιστή χωρίς ονομαστική αξία. Η εν λόγω πρόβλεψη του Καταστατικού τροποποιήθηκε με την από 27-2-2015 Πράξη των μετόχων ως εξής: «O συνολικός αριθμός των μετοχών τις οποίες η Εταιρία δύναται να εκδώσει είναι Πεντακόσιες (500) στον κομιστή ή/και ονομαστικές μετοχές χωρίς ονομαστική αξία. Η εταιρία θα ταχυδρομεί ειδοποιήσεις και πληροφορίες σε μετόχους ανωνύμων μετοχών στη διεύθυνση που εδόθη στην Εταιρία από το μέτοχο γι’ αυτό το σκοπό. Κατόπιν αιτήσεως του κατόχου ανωνύμων μετοχών κατ την παράδοση στην Εταιρία του μετοχικού τίτλου γι’ αυτές τις μετοχές, οι μετοχές θα ανταλλάσσονται με ίδιο αριθμό ονομαστικών μετοχών και το όνομα του μετόχου θα καταχωρείται στο μητρώο μετόχων της Εταιρίας κι ένας νέος τίτλος θα εκδίδεται στο όνομα του μετόχου και η ανταλλαγή θα καταχωρείται στο μητρώο μετόχων της Εταιρίας. Κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτη μετοχών καταχωρημένων στο όνομά του στο βιβλίο μετόχων της Εταιρίας και την παράδοση στην Εταιρία του ονομαστικού μετοχικού τίτλου γι’ αυτές τις μετοχές, οι μετοχές θα ανταλλάσσονται με ίδιο αριθμό ανωνύμων μετοχών κι ένας νέος τίτλος θα εκδίδεται στον κομιστή και η ανταλλαγή θα καταχωρείται στο μητρώο μετοχών της Εταιρίας». Εν συνεχεία, σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας, αφού παρουσιάστηκαν οι υφιστάμενοι τότε μετοχικοί τίτλοι της Εταιρίας, δηλαδή α) ένας μετοχικός τίτλος υπ’ αριθμ. δύο (2) για πέντε (5) μετοχές εις τον κομιστή και β) ένας μετοχικός τίτλος υπ’ αριθμ. τρία (3) για σαράντα πέντε (45) μετοχές εις τον κομιστή, αποφασίστηκε να προχωρήσει η Συνέλευση στην ακύρωση των υφιστάμενων μετοχικών τίτλων και η Εταιρία να εκδώσει το σύνολο του επιτρεπόμενου βάσει καταστατικού μετοχικού κεφαλαίου, δηλαδή πεντακόσιες (500) μετοχές, κατά τον ακόλούθο τρόπο: ένα (1) μετοχικό τίτλο υπ’ αριθμ. 4 για διακόσιες εξήντα (260) μετοχές εκδοθείσες στο όνομα του καταχωρημένου μετόχου αυτών, ήτοι τον καιρό εκείνο του δεύτερου των καθ’ών, και ένα (1) μετοχικό τίτλο υπ’ αριθμ. 5 για διακόσιες σαράντα (240) μετοχές εκδοθείσες στον κομιστή και οι μετοχικοί τίτλοι αυτοί να παραδοθούν στους αντίστοιχους νόμιμους κυρίους τους σύμφωνα με τη συμμετοχή εκάστου στη σύσταση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας (βλ. προσκομιζόμενο Πρακτικό ΔΣ πρώτης καθ’ής της 30ης.6.2015). Όπως προκύπτει δε και από το 6.6.2017 Πρακτικό Ειδικής Συνέλευσης Μετόχων της καθ’ής οι 260 μετοχές (υπ’ αριθμ. 4), έχουν μεταβιβαστεί στην “…” (ονομαστικοποιημένες), η οποία, ως έχουσα την πλειοψηφία των μετοχών όρισε νέο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των καθ’ών. Ο αιτών, ως κύριος του τελευταίου τίτλου (υπ’ αριθμ. 5 για 240 μετοχές) κατά τα προεκτιθέμενα και ο οποίος τίτλος προσκομίστηκε στο Δικαστήριο σε αντίγραφο, με το από 01.07.2020 ηλεκτρονικό του μήνυμα προς τα μέλη του ΔΣ και τους αξιωματούχους της εταιρίας ζήτησε την ονομαστικοποίηση των μετοχών του, σε απάντηση δε έλαβε την από 13.07.2020 επιστολή της πρώτης καθ’ής υπογεγραμμένη από τον τέταρτο των καθ’ών, με την οποία αυτός αρνήθηκε την ονομαστικοποίηση των μετοχών του αιτούντος, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων και ότι δεν ανέφερε ο αιτών τον αριθμό των μετοχών και ότι δεν παραδέχεται την εξουσία του ΔΣ να πραγματοποιήσει την ονομαστικοποίηση των μετοχών του, αμφισβητώντας και την κατοχή του ανωτέρω τίτλου εκ μέρους του αιτούντος, ενώ με την από 15.07.2020 επιστολή της καθ’ής (υπογραφόμενη από τον τέταρτο των καθ’ών ως Προέδρου αυτής) κάλεσε τον αιτούντα να εισφέρει χρήματα στην διαχειρίστρια του πλοίου, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο συντηρητικής κατάσχεσης του πλοίου λόγω οφειλών από καύσιμα, αμφισβητώντας και πάλι την κυριότητα των μετοχών του αιτούντος. Ο τελευταίος με το από 28.07.2020 ηλεκτρονικό απαντητικό μήνυμα του στις ως άνω επιστολές του τέταρτου των καθ’ών, ως εκπροσώπου της πρώτης των καθ’ών, απαίτησε εκ νέου την ονομαστικοποίηση των μετοχών του έως την 31η Ιουλίου 2020, αυτή την φορά αναφερόμενος ρητά στις 240 μετοχές που αναγνωρίστηκαν με την προειρημένη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, επισημαίνοντας του ότι με την άρνηση του Διοικητικού Συμβουλίου επιδιώκεται η πώληση του πλοίου, χωρίς την συναίνεση του αιτούντος, ενώ στις 3.8.2020 επανήλθε στο ηλεκτρονικό του μήνυμα, το οποίο ενσωμάτωσε σε εξώδικη δήλωση επιδοθείσα δια θυροκολλήσεως στην επαγγελματική κατοικία του τέταρτου των καθ’ών στην έδρα της διαχειρίστριας εταιρίας του πλοίου, στην πρώτη καθ’ής, καθώς και στην διαχειρίστρια του πλοίου. Τέλος, με την από 10.8.2020 επιστολή της πρώτης καθ’ής, υπογραφόμενη από τον τέταρτο των καθ’ών (σε όλες τις περιπτώσεις ως Πρόεδρος αυτής) αρνήθηκε και πάλι την ονομαστικοποίηση των μετοχών του αιτούντος αρνούμενος την κυριότητα των μετοχών του αιτούντος (ισχυρισμός που έχει απορριφθεί με ισχύ δεδικασμένου, κατά τα προεκτεθέντα), ενώ επανέλαβε την βούληση του να πωληθεί το πλοίο, όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες γνωστοποιήσεις περί αναζήτησης αγοραστή για το ανωτέρω πλοίο της ναυλομεσιτικής εταιρίας “…”. Κατόπιν τούτων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι εγγράφως αρνείται η Διοίκηση της εταιρίας να ονομαστικοποιήσει τις μετοχές του αιτούντος, επικαλούμενη τις διενέξεις μεταξύ του αιτούντος και του δεύτερου και τέταρτου των αιτούντων (μεταξύ αυτών και αναφορικά με την προειρημένη δίκη) που αφενός είναι αδιάφορες για τη νομική του υποχρέωση του Διοικητικού Συμβουλίου αντικατάστασης του προσκομιζόμενου τίτλου με αριθμό 5 (240 μετοχών) της εταιρίας στον κομιστή με νέο τίτλο ονομαστικοποιημένο, αφετέρου καταδεικνύουν σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ, ως εκ των συνεπειών αδρανοποίησης των μετοχών του αιτούντος λόγω μη ονομαστικοποίησης αυτών μετά τις 31.12.2020, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει λόγος να διορισθεί προσωρινή διοίκηση επί της πρώτης καθ’ής, αποτελούμενη από τους … …, δικηγόρο και κάτοικο …, ως Διευθυντή (μέλος ΔΣ) και Πρόεδρο της Εταιρίας, …, δικηγόρο και κάτοικο …, ως Διευθυντή (μέλος ΔΣ) και Γραμματέα της Εταιρίας, και …, δικηγόρο και κάτοικο …, ως Διευθυντή (μέλος ΔΣ) και Ταμία της Εταιρίας, η εξουσία της οποίας θα είναι περιορισμένη, ειδικότερα δε θα αφορά μόνο στην ονομαστικοποίηση ενός (1) μετοχικού τίτλου και δη του υπ’ αριθμ. 5 για διακόσιες σαράντα (240) μετοχές εκδοθείσες στον κομιστή, που ανήκουν στον αιτούντα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση αντιμωλία του αιτούντος και ερήμην των καθ’ών.-

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.-

ΔΙΟΡΙΖΕΙ τους … …, δικηγόρο και κάτοικο …, ως Διευθυντή (μέλος ΔΣ) και Πρόεδρο της Εταιρίας, …, δικηγόρο και κάτοικο …, ως Διευθυντή (μέλος ΔΣ) και Γραμματέα της Εταιρίας, και …, δικηγόρο και κάτοικο …, ως Διευθυντή (μέλος ΔΣ) και Ταμία της Εταιρίας, προσωρινή διοίκηση (ΔΣ) της εταιρίας με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου … (Ν.Π. …, ΙΜΟ …), η οποία έχει καταστατική έδρα στη … (…), αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στην …, στα γραφεία της φερόμενης ως διαχειρίστριάς της εταιρίας με την επωνυμία «…» (…), με μοναδική αρμοδιότητα την ονομαστικοποίηση ενός (1) μετοχικού τίτλου και δη του υπ’ αριθμ. 5 για διακόσιες σαράντα (240) μετοχές εκδοθείσες στον κομιστή κυριότητας του αιτούντος, …, κατοίκου Πειραιώς.-

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια   συνεδρίαση, στις 27 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.           

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ