ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3370/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης : Εταιρείας με την επωνυμία … νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Σταματελοπούλου, βάσει της από 12-10-2020 δήλωσής της κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος : Γ. Σ. Κ., με Α.Φ.Μ…, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, βάσει της από 12-10-2020 δήλωσής του κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 21-12-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12710/143/22-12-2017, αγωγή του κατά της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 97/2019 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν : α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 20-2-2020 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1844/55/21-2-2020 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1705/891/24-2-2020, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 26ης-5-2020, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 3ου της υπ’ αριθμό Δ1α/Γ.Π.οικ.21159/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 1074/27-3-2020), και επαναπροσδιορίσθηκε, ακολούθως, οίκοθεν προς συζήτηση, δυνάμει του άρθρου 74 § 2 Ν. 4690/2020, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, βάσει της υπ’ αριθμό 4325/7-9-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο, και β) ο ενάγων και ήδη αντεκκαλών με την από 25-9-2020 αντέφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7188/3376/…, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20-2-2020 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1705/891/24-2-2020, κατά της υπ’ αριθμό 97/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 σε συνδυασμό με 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), και η από 25-9-2020 αντέφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7188/3376/…, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, ενόψει του παρεπόμενου χαρακτήρα της αντέφεσης σε σχέση με την έφεση (η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση και εισαγωγή της αντέφεσης προς συζήτηση βλ. ΟλΑΠ 180/1979 ΝοΒ 1979, σελ. 1113, ΕφΠειρ 673/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 1, 246, 523 και 524 § 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η προαναφερόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 21-2-2020, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ), η δε αντέφεση, η οποία ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, επιδόθηκε νόμιμα στη δικηγόρο της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, που έχει υπογράψει τα δικόγραφο της έφεσης, ως πληρεξούσια και αντίκλητός της (άρθρο 143 § 3 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1496/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οκτώ ημέρες (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. τη σχετική, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, από … σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Κ. Κ. επί του δικογράφου της αντέφεσης, που προσκομίζει η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη) και πλήττει ήδη εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης (άρθρα 591 § 1 περ. ζ΄ και 523 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ). Εισάγονται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, αμφότερες να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την από 21-12-2017 αγωγή, ο ενάγων και ήδη αντεκκαλών – εφεσίβλητος εξέθετε ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εναγόμενη, στον Πειραιά, στις …, ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του ναύτη, στο, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «… με αριθμό νηολογίου Χανίων 20, με αποδοχές που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, στο οποίο εργάσθηκε μέχρι τις 28-5-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Περάματος λόγω άδειας. Ότι, ακολούθως, με συμβάσεις, που επίσης, καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε : α) στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα, στις 3-6-2016, με αποδοχές που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων, και εργάσθηκε μέχρι τις 28-8-2016, οπότε και απολύθηκε σε λιμάνι της Ισπανίας, με αμοιβαία συναίνεση, β) στο, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο … με αριθμό νηολογίου Χανίων 29, με την ίδια ως άνω ειδικότητα, στις 14-10-2016, με αποδοχές που προβλέπονται από την ανωτέρω Σ.Σ.Ε., όπου εργάσθηκε ως τις 2-3-2017, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, με αμοιβαία συναίνεση, και γ) στο, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο … με αριθμό νηολογίου Χανίων 24, με την ίδια ως άνω ειδικότητα, στις 23-5-2017, με αποδοχές που προβλέπονται από την ανωτέρω Σ.Σ.Ε., όπου εργάσθηκε ως τις 22-6-2017, οπότε και απολύθηκε σε λιμάνι της Ιταλίας, με αμοιβαία συναίνεση. Ότι για τα παραπάνω χρονικά διαστήματα εργασίας του διατηρεί κατά της εναγόμενης απαιτήσεις για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αναλογία δώρου Χριστουγέννων και διαφορά δώρου Πάσχα, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, συνολικού ποσού 13.053,70 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, στις 22-6-2017, ως έχουσα την πλοιοκτησία των ανωτέρω πλοίων, άλλως, το ποσό των 1.852,76 ευρώ, που αφορά τις αξιώσεις του από την υπηρεσία του στο πλοίο … με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του στις 22-6-2017, ως έχουσα την κυριότητα του πλοίου αυτού, και το υπόλοιπο ποσό, των 11.200,94 ευρώ, που αφορά τις αξιώσεις του από την υπηρεσία του στα πλοία … και «… με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του από το τελευταίο αυτό πλοίο στις 2-3-2017, ως έχουσα την πλοιοκτησία των ως άνω πλοίων, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.372,04 + 1.656,68 + 800,14 + 254,93 + 1.476,58=) 5.560,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταγγελίας εκάστης αντίστοιχης σύμβασης ναυτικής εργασίας, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 3/4 αυτής και καταδικάζοντας την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη, με την υπό κρίση αντέφεση και έφεσή τους αντίστοιχα, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητούν ο μεν ενάγων τη μεταρρύθμισή της κατά τα εκτιθέμενα στην αντέφεσή του, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τα κεφάλαια για τα οποία πλήττεται η εκκαλουμένη, η δε εναγόμενη την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρίαν.
Από τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπο αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 ΚΠολΔ, δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός εάν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή είναι δικονομικής φύσης σύμβαση, εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτισή της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων (ΕφΑθ 106/2018, ΕφΘεσ 1823/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 364/1998 ΕλλΔνη 1998, σελ. 897). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, η δε έρευνα της αρμοδιότητας, επειδή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της διεξαγωγής της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, αφορά τη δημόσια τάξη και προηγείται από την έρευνα οιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως άλλωστε και από την έρευνα για τη νομική βασιμότητα της αγωγής (βλ. ΑΠ 784/1971 ΝοΒ 20, σελ. 485, ΕφΑθ 3159/2011 ΕλλΔνη 2012, σελ. 161, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρο 46, αριθμός 6, σελ. 107). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η εναγόμενη, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και αναπτύχθηκε διεξοδικότερα με τις προτάσεις της, προέβαλε την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας του ως άνω Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Χανίων, κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ, καθώς στις ένδικες (από …, …) συμβάσεις εργασίας, που υπεγράφησαν μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, συμφωνήθηκε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση των πάσης φύσης διαφορών εκ της εφαρμογής ή εξ αφορμής των εν λόγω συμβάσεων θα έχουν τα καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια των Χανίων. Τη δικονομική αυτή ένσταση, μετά την απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, η ως άνω εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστικής άποψης, καθόσον, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, η έρευνα της αρμοδιότητας προηγείται της έρευνας οποιοσδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως και της έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής.
Ι. H συμφωνία για την παρέκταση της κατά τόπο αρμοδιότητας είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικονομική σύμβαση και για το λόγο αυτό δεν υπόκειται σε έλεγχο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διότι βάσει των αξιολογικών κριτηρίων που θεσπίζονται με το άρθρο αυτό ελέγχεται η άσκηση εκείνων μόνο των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ουσιαστικό και όχι όσων προέρχονται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 604/2018, ΑΠ 639/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1823/2014 ό.π.), ως προς τα οποία, ωστόσο, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει μεν και αυτό την καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς, όμως, κατά τα λοιπά να προβλέπει ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή του (ΑΠ 563/2016, ΑΠ 1595/2014, ΑΠ 1414/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙ. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, είναι άκυρη κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όπως είναι και εκείνη με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου. Στον περιορισμό αυτό υπόκειται και η συμφωνία με την οποία αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, γίνεται αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών περιουσιακού αντικειμένου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί ή πρόκειται να δημιουργηθούν στο μέλλον μεταξύ των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη η συμφωνία με την οποία το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω ανάγκης ή απειρίας του και είναι υποχρεωμένο για να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες με ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες γι’ αυτό, είτε λόγω άγνοιας της γλώσσας αλλοδαπής χώρας, είτε λόγω δυσχέρειας παραμονής σε αλλοδαπή χώρα χωρίς εργασία, είτε λόγω ύπαρξης αδυναμίας να αναθέσει σε κατάλληλο νομικό παραστάτη την υπεράσπιση της υπόθεσής του, είτε λόγω διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων με αποτέλεσμα να μην αποτολμά οποιαδήποτε ενέργεια και έτσι να στερείται τα νόμιμα δικαιώματά του (ΑΠ 977/1985 ΝοΒ 1986, σελ. 845, ΕφΠειρ 280/1995 ΕΝαυτΔ 1996, σελ. 200, ΕφΑθ 6716/1991 ΕλλΔνη 1993, σελ. 1630). Εν προκειμένω, από την εκτίμηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων : α) με αριθμούς … και … ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ενάγοντος Α. Χ. Θ. Τ. Α. Ρ. αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων Πάτρας Αμαλίας Κουσαδιάνου και Ξάνθης Ευαγγελίας Παντερμαλή αντίστοιχα, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χανίων Ι. Γ., σε συνδυασμό με την από 31-8-2018 γνωστοποίηση – κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), και β) υπ’ αριθμό … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγόμενης Ι. Μ. Γ., που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Κ., σε συνδυασμό με την από 13-5-2019 γνωστοποίηση – κλήση της πληρεξούσιας δικηγόρου της εναγόμενης), και όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης καταρτίσθηκαν εγγράφως στον Πειραιά, πλην της τέταρτης, που καταρτίσθηκε στην Πάτρα, οι από …, … συμβάσεις ναυτολόγησης, στις οποίες υπήρχε όρος, τιτλοφορούμενος «ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΧΑΝΙΩΝ» και προέβλεπε τα εξής : «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων». Η συμφωνία αυτή, που υποβλήθηκε σε έγγραφο τύπο και έχει αντικείμενο μελλοντικές διαφορές περιουσιακής φύσης από συγκεκριμένη έννομη σχέση, ήτοι τη σύμβαση εργασίας μεταξύ των ως άνω διαδίκων, θεμελίωσε κατά τα άρθρα 42 έως 44 αποκλειστική αρμοδιότητα των καθ’ ύλην αρμόδιων Δικαστηρίων των Χανίων και στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την ένδικη διαφορά, του Ειρηνοδικείου των Χανίων. Από τη σαφή δε γραμματική διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας δε δύναται να συναχθεί κάτι το αντίθετο ως προς τη θεμελίωση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων των Χανίων, καθόσον τα μέρη θέλησαν, έστω και με πρόταση της εναγόμενης, την οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα και υπέγραψε ο ενάγων, να καταστήσουν την αρμοδιότητα των Δικαστηρίων αυτών, τα οποία ήταν ήδη αρμόδια ως εκ της έδρας της εναγόμενης στα Χανιά (άρθρο 25 § 2 ΚΠολΔ), ως αποκλειστική, κατ’ αποκλεισμό οποιασδήποτε άλλης. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε αφενός ότι η ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας προτάθηκε από την εναγόμενη καταχρηστικά, καθώς επί σειρά ετών στο παρελθόν, καίτοι ο ανωτέρω όρος περιλαμβανόταν και τότε στις συμβάσεις των ναυτικών, η εναγόμενη δεν προέβαλε καμία ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας, δημιουργώντας εύλογα την πεποίθηση σε όλους τους ναυτικούς, που ήθελαν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της, ότι οι σχετικές αγωγές θα εκδικάζονταν από τα Δικαστήρια του Πειραιά, και αφετέρου ότι προτάθηκε προς παρέλκυση της δίκης, προκειμένου να καθυστερήσει την επίλυση της διαφοράς, δοθέντος, άλλωστε, ότι η εναγόμενη διατηρεί γραφεία στον Πειραιά και ως εκ τούτου, μπορεί ευχερώς να εκπροσωπηθεί δικαστικά στην πόλη αυτή. Οι ισχυρισμοί αυτοί του ενάγοντος, τόσο κατά το μέρος που επιχειρούν να θεμελιωθούν στη διάταξη του 281 ΑΚ, όσο και σε αυτή του άρθρου 116 ΚΠολΔ, ακόμη κι αν υποτεθούν αληθείς, είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, αφού δε νοείται καταχρηστική άσκηση, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, καθαρώς διαδικαστικών πράξεων, διότι αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα, ενώ η καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, κατ’ άρθρο 116 ΚΠολΔ, στην οποία εντάσσεται και η συμπεριφορά του διαδίκου που τείνει σε παρέλκυση της δίκης, δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή της, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Τέλος, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η ως άνω συμφωνία καθορισμού της τοπικής αρμοδιότητας, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις ναυτολόγησής του είναι άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρα 178 και 179 ΑΚ, διότι η αντίδικός του, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του να συνεχίσει να εργάζεται, προέβη στη συνομολόγηση των εν λόγω συμβάσεων, καθιστώντας την επιδίωξη από αυτόν των ενδεχόμενων απαιτήσεών του από τις ως άνω συμβάσεις ιδιαίτερα δυσχερή. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος, θέλησε να ενάγεται αποκλειστικά στα Χανιά, όπου βρίσκεται η έδρα της, αποσκοπώντας να καταστήσει δυσχερέστερη οικονομικά ή δικονομικά τη θέση του ενάγοντος, καθώς η προσφυγή του τελευταίου στα Δικαστήρια των Χανίων, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, όπου δύναται να παρασταθεί νομικός παραστάτης της επιλογής του, ενώ δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του ίδιου (του ενάγοντος), δεν προκαλεί σε αυτόν δυσβάσταχτες δαπάνες και δεν του στερεί τα νόμιμα δικαιώματά του, με βάση και όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα, υπό στοιχείο ΙΙ, μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας, που περιλήφθηκε στις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης, είναι άκυρη, επειδή αντίκειται στα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, και απέρριψε την προβληθείσα ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας από την εναγόμενη ως αβάσιμη, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και αφού γίνει δεκτή η ως άνω ένσταση, να παραπεμφθεί η υπόθεση (άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ) στο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, που είναι το Ειρηνοδικείο Χανίων (άρθρα 42, 43 και 44 ΚΠολΔ), και η αντέφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 20-2-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1705/891/24-2-2020, έφεση και την από 25-9-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7188/3376/…, αντέφεση, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 97/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Παραπέμπει την από 21-12-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12710/143/22-12-2017, αγωγή για εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο, το οποίο είναι το Ειρηνοδικείο Χανίων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την αντέφεση.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 6 Νοεμβρίου 2020 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ