Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης  3391/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————

            ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Τσέλιου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Ουρανία Γκίζα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Γ. Π.  Κ., κατοίκου ………(…), με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ελένης Βελουδογιάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1722).

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Κ. Α. (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παρασκευά Ζουρντού (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 28130).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 18.12.2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, στις 24.12.2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 13377/2018 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 6099/2018, προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 21ης.2.2019, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε, με το δικόγραφο των προτάσεων και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 224 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), ως προς τους 17ο και 19ο στοίχο της πέμπτης σελίδας, από το εσφαλμένο “7.866,03€” στο ορθό “8.866,03”, καθώς και ως προς τον 20ο στοίχο της ίδιας σελίδας, από το λανθασμένο “15.262,33€” στο σωστό “14.262,33” και, τέλος, ως προς τον 21ο στοίχο της όγδοοης σελίδας και ως προς τον 7ο στοίχο της ένατης σελίδας, από το εσφαλμένο “είκοσι χιλιάδων εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (20.009,10€)” στο ορθό “δεκαεννέα χιλιάδων εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (19.009,10€)”, στο οποίο και περιορίζει την αιτούμενη με την αγωγή απαίτηση (άρθρα 223 εδ. β’, 294, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), τούτος ισχυρίζεται ότι κατήρτισε με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία πλοίου …”, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, στις 2.1.2017, στον Πειραιά, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την ίδια ημέρα, στον Πειραιά, για να εργαστεί με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ε. για πληρώματα Ακτοπλοικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2016, εργάστηκε δε έως τις 15.2.2017 και απολύθηκε λόγω αδείας. Ότι, ομοίως, σε εκτέλεση προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2017 έως 30.10.2017, από 2.1.2018 έως 10.2.2018, από 1.4.2018 έως 18.6.2018 και από 22.8.2018 έως 30.10.2018, σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ν.Ε. για Πληρώματα Ακτοπλοικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 2.1.2017 έως 3.2.2017 και από 2.1.2018 έως 10.2.2018 εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 12 ώρες την ημέρα, ήτοι από ώρα 05.00 π.μ. έως ώρα 13.30 μ.μ. και από ώρα 18.00 μ.μ. έως ώρα 21.30 μ.μ. Ότι για το διάστημα από 4.2.2017 έως 15.2.2017 εργαζόταν επί 13,5 ώρες ημερησίως, δηλαδή, από ώρα 05.00 π.μ. έως ώρα 13.30 μ.μ. και από ώρα 18.00 μ.μ. έως ώρα 23.00 μ.μ., ενώ 2 ημέρες εβδομαδιαίως εκτελούσε βάρδια πυρασφάλειας από ώρα 05.00 π.μ. έως ώρα 23.00 μ.μ. με ένα τρίωρο διάλειμμα, ήτοι για 15 ώρες. Ότι, τέλος, για τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2017 έως 30.10.2017, από 1.4.2018 έως 18.6.2018 και από 22.8.2018 έως 30.10.2018 εργαζόταν καθημερινά επί 12 ώρες, από ώρα 05.00 π.μ. έως ώρα 13.30 μ.μ. και από ώρα 18.00 μ.μ. έως ώρα 21.30 μ.μ., ενώ επί 6 ημέρες, μηνιαίως, εκτελούσε βάρδιες πυρασφάλειας, εργαζόμενος επί 15 ώρες, ημερησίως, ήτοι από ώρα 05.00 π.μ. έως ώρα 23.00 μ.μ. με ένα τρίωρο διάλειμμα. Ότι ενόψει των ανωτέρω δικαιούτο για αμοιβή υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των 23.128,36€, κατά τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή και έλαβε το ποσό των 8.866,03€, ώστε δικαιούται τη διαφορά, ύψους 14.262,33€. Ότι τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο των έτων 2017 και 2018 το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια εξπρές τις ημέρες Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, κατά τα οποία αναχωρούσε 3 ώρες νωρίτερα του εξαώρου από το λιμένα προορισμού, ώστε για το χρονικό διάστημα από 1.7.2017 έως 31.8.2017 δικαιούτο το ποσό των 1.844,77€ και κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2018 έως 31.8.2018 το ποσό των 286,96€, έναντι των οποίων ουδέν έλαβε. Ότι ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017 έπρεπε να λάβει το ποσό των 3.126,06€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.536,54€ και δικαιούται το ποσό των 1.589,52€. Ότι ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018 έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.049,88€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.024,36€, ώστε δικαιούται τη διαφορά, ύψους 1.025,52€. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενος τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικώς τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί κατόπιν περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου, να του καταβάλει το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (19.009,10€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσής του άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφλησή του, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικαστεί η αντίδικός του στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1α’, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 33 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δεν επηρεάζει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, η οποία έχει αποκρυσταλλωθεί με τη νόμιμη άσκηση της αγωγής (ΕφΘεσ 626/1997 Αρμ 1997.808). Περαιτέρω, παραδεκτώς φέρεται για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ, 82 Κ.Ι.Ν.Δ). Είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της (άρθρο 216 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ορισμένο αίτημα, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, καθώς στην αγωγή επαρκώς εκτίθεται το ημερήσιο πρόγραμμα εργασίας του ενάγοντος, ώστε να δύναται να διαπιστωθεί ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας του και να υπολογιστεί η τυχόν υπερωριακή του απασχόληση. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 60, 84 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1α’, 2, 3α’ και 4, 3 Υ.Α. 19040/1981, 1, 3, 5, 6, 8, 10 παρ. 1, 3, 4, 11, 13 παρ. 1, 2, 4 και 5, 14, 18, 33 παρ. 1, 2, 3 και 4,  38, 39 Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2017 (Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017), 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη και εντεύθεν απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι τα αναφερόμενα για τη θεμελίωσή της περιστατικά ταυτίζονται απόλυτα με εκείνα, που στηρίζουν την κύρια αγωγική βάση από τη σύμβαση. Ο ενάγων δεν επικαλείται, συναφώς, στοιχεία διαφορετικά, εν όλω ή εν μέρει, από εκείνα της κυρίας βάσης, όπως ακυρότητα της σύμβασης ναυτολογήσεως, μόνο ότι η αντίδικός του κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΠ 493/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2212/2009 ΕΠΟΛΔ 2010.295, ΕφΠατρ 521/2008 ΑχΝομ 2009.612, ΕφΠατρ 717/2007 ΑχΝομ 2008.101). Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, διότι το συνολικό ύψος του αιτήματος της αγωγής δεν υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον, που δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες, που θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σύμβασης, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη προς καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες, των νομίμων, αποδοχές εκείνων, οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία, για την οποία και κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Σ.Σ.Ν.Ε για μερικές ειδικότητες ναυτικών, η οποία, μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης αλλά πρόσθετης αμοιβής (ΑΠ 943/1988 ΕΝΔ 1990.99, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, Ι. Κοροτζή, “Ναυτικό Δίκαιο”, τόμος Α’, σελ. 326 επ., ιδίου, “Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο”, σελ. 153 επ.). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 15.260, ΕφΠειρ 179/1986 ΕΝΔ 15.168). Το ως άνω «επιμίσθιο» μπορεί, όμως, να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Άλλως, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 16.114, ΕφΠειρ 500/2011, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39). Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει, όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως “κλειστός” μισθός (ΕφΠειρ 213/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων διατείνεται ότι κατέβαλε στον αντίδικό της, πλέον των νομίμων αποδοχών και επιδομάτων, έκτακτη αμοιβή (“επιμίσθιο”) σαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, η οποία ανήλθε στο συνολικό ποσό των 1.293,76€ για το έτος 2017 και στο ποσό των 786,15€ για το έτος 2018, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα επιμέρους κονδύλια και η οποία πρέπει να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, βάσει της συμφωνίας τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 417/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων, διατείνεται ότι έχει εξοφλήσει μερικώς τις απαιτήσεις του ενάγοντος, που αφορούν την πρόσθετη αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση, την αμοιβή για την εργασία την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες και την αμοιβή του για τα εξπρές δρομολόγια, διότι του έχει καταβάλει προς εξόφλησή τους το ποσό των 2.051,19€ για την πρώτη απαίτηση, το ποσό των 6.966,18€ για τη δεύτερη απαίτηση και το ποσό των 570,68€ για την τρίτη απαίτηση, ενώ, επίσης, έχει εξοφλήσει πλήρως τις σχετικές απαιτήσεις για δώρα Χριστουγέννων των ετών 2017 και 2018. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στην ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Εξ ετέρου, στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος αλλά και στην περίπτωση, που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον, που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος επιφέρει ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ 2011.895, ΑΠ 91/2011 ΝοΒ 2011.1524, ΑΠ 263/2007 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 960/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 823/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 812/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 9/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγόμενη διατείνεται ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική, ως αντιτιθέμενη στις αρχές της καλής πίστης, διότι, κατά την πολυετή εργασιακή τους σχέση, ο ενάγων ουδέποτε παραπονέθηκε ή διεκδίκησε επιπλέον αμοιβή, ενώ υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας, το δε αιτούμενο από τον ίδιο ποσό είναι υψηλό και της δημιουργεί μεγάλο βάρος, ενόψει και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι και αληθής υποτιθέμενος, δεν μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κατά την έννοια, που εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη. Ειδικότερα, μόνη η ανυπαρξία διαμαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντος δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της προκείμενης αγωγής, η δε υπογραφή εκ μέρους του των μισθοδοτικών εξοφλητικών αποδείξεων είναι άνευ νομίμου επιρροής, σύμφωνα και με τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 ν. 4020/1959, βάσει της οποίας κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 647/2014 ό.π.).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που νομότυπα εξετάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, για κάποια εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω ειδικότερη μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και, ιδίως, της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, Ζωής Βενίτη, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη και ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, Ι. Τ. με την παρά πόδας αυτής από … απόδειξη παράδοσης αντιγράφου θυροκολληθέντος δικογράφου εις χείρας του αρμοδίου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Αγίου Παντελεήμονα και την από … βεβαίωση του ως άνω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής ειδοποίησης σχετικά με τη γενόμενη επίδοση), καθώς και της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, Ζωής Βενίτη, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, επίσης, η εναγόμενη και η οποία ελήφθη μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της, με προφορική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, για την αντίκρουση των ισχυρισμών, που περιέχονται στο δικόγραφο των προτάσεων του ενάγοντος, καθώς και όσων κατέθεσε στο ακροατήριο ο μάρτυρας απόδειξης και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14.1.2017 σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρείας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου … με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, αυτός προσλήφθηκε, για να εργαστεί στο ανωτέρω πλοίο, υπό την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σε εκτέλεση, δε, της οποίας απασχολήθηκε από 14.1.2017 έως 1.3.2017, οπότε απολύθηκε κοινή συναινέσει. Ακολούθως, δυνάμει άτυπης σύμβασης ναυτικής εργασίας απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και υπό την προαναφερθείσα ειδικότητα από 1.4.2017 έως 2.11.2017, οπότε η σχέση εργασίας λύθηκε κοινή συναινέσει. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση της από 4.1.2018 σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο στις 4.1.2018 και εργάστηκε έως τις 10.2.2018, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Μετέπειτα, απασχολήθηκε, δυνάμει άτυπης σύμβασης ναυτικής εργασίας, με τα ίδια καθήκοντα και στο ίδιο πλοίο, από 1.4.2018 έως 18.6.2018, οπότε αποχώρησε λόγω ασθενείας και, τέλος, από 24.8.2018 έως 30.10.2018, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.1.2017 έως 1.3.2017, από 1.4.2017 έως 5.7.2017, από 28.8.2017 έως 2.11.2017, από 4.1.2018 έως 10.2.2018, από 1.4.2018 έως 18.6.2018 και από 3.9.2018 έως 30.10.2018 το πλοίο εκτελούσε ημερήσια δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς το λιμάνι του Ηρακλείου της Κρήτης, με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ κατά τα λοιπά χρονικά διαστήματα εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς τον λιμένα των Χανίων Κρήτης με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η αναχώρηση από το λιμάνι αφετηρίας γινόταν περί ώρα 21.00 μ.μ. και η άφιξη στο λιμάνι προορισμού πραγματοποιείτο περί ώρα 6.15 π.μ. Επιπλέον, το πλοίο εκτελούσε εξπρές δρομολόγια, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.2017 έως 27.8.2017, κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή και κατά το χρονικό διάστημα από 24.8.2018 έως 2.9.2018, κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή, οπότε αναχωρούσε από το λιμάνι προέλευσης περί ώρα 10.00 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι προορισμού περί ώρα 18.45 μ.μ., απ’ όπου αναχωρούσε και πάλι, εκτελώντας το τακτικό του δρομολόγιο. Σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του πλοίου απασχολούνταν σε αυτό 25 θαλαμηπόλοι, 17 επίκουροι, ένας αρχιθαλαμηπόλος και ο Προιστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν κατά δύο (2) θαλαμηπόλους κατά το χρονικό διάστημα από 1.4 έως 30.9 εκάστου έτους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα καθήκοντα, με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ο ενάγων, ήταν η υποδοχή των επιβατών πριν τον απόπλου, η εργασία στο εστιατόριο “self service” και, τέλος, η καθαριότητα των καμπινών των επιβατών. Ειδικότερα, αυτός ξεκινούσε την εργασία του δύο ώρες πριν τον απόπλου του πλοίου, ήτοι περί ώρα 19.00 μ.μ., οπότε υποδεχόταν τους επιβιβαζόμενους επιβάτες και τους βοηθούσε να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους, ενώ, στη συνέχεια, απασχολείτο στο εστιατόριο “self service” του πλοίου, όπου συνέλεγε τους δίσκους από τα τραπέζια και τα καθάριζε, ολοκλήρωνε δε την εργασία του περί ώρα 23.00 μ.μ., οπότε το εστιατόριο έκλεινε. Πριν την άφιξη του πλοίου στον λιμένα προορισμού, περί ώρα 6.00 π.μ. ξεκινούσε την καθαριότητα  των καμπινών και ολοκλήρωνε την εργασία του περί ώρα 11.00 π.μ. Οι επιπλέον ώρες εργασίας, κατά τις οποίες ισχυρίζεται ο ενάγων ότι εργαζόταν, κρίνονται υπερβολικές, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο δεν εκκινεί προ του διώρου από τον απόπλου κι, επομένως, δεν υφίστατο λόγος εργασίας του από ώρα 18.00 μ.μ., ενώ, επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι πραγματοποιούσε άλλες εργασίες στο εστιατόριο πλην των προαναφεθεισών, ώστε να δικαιολογείται η παροχή εργασίας μετά το κλείσιμο αυτού. Ομοίως, η καθαριότητα των καμπινών προ της αφίξεως του πλοίου στον λιμένα προορισμού δεν είναι δυνατόν να εκκινούσε από ώρα 5.00π.μ., αφού οι επιβάτες δεν έχουν εισέτι αποχωρήσει, ενώ, άλλωστε, η εν λόγω εργασία δεν διαρκούσε έως ώρα 13.00π.μ., όπως ο ενάγων διατείνεται, δεδομένου ότι τούτος ήταν υπεύθυνος για την καθαριότητα 15 έως 25 καμπινών, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δε, συνεπικουρείτο από έναν επίκουρο. Με βάση τα ανωτέρω, ιδίως: α) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν στο ένδικο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, β) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, κατέστη αναγκαίο προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούντο από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, τούτος να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, επί μία (1) ώρα ημερησίως τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα δε Σάββατα και τις αργίες, επί εννέα (9) ώρες, ενόψει του ότι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. η εργασία του Σαββάτου και των αργιών θεωρείται στο σύνολό της ως υπερωριακή απασχόληση. Μάλιστα, η διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος δεν υπερέβαινε το ωράριο των εννέα (9) ωρών ακόμα και όταν πραγματοποιούνταν δρομολόγια εξπρές. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλειά του κατά τη διάρκεια των πλόων και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 1/2003 αδημ.). Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εκτελούσε, επιπροσθέτως, υπηρεσία προσωπικού ασφάλειας λιμένα (πυρασφάλεια), κατά τους χειμερινούς μήνες, για δύο (2) ημέρες εβδομαδιαίως και κατά τους θερινούς μήνες για έξι (6) ημέρες μηνιαίως, κατά τις οποίες εργαζόταν από ώρα 5.00π.μ. έως 18.00μ.μ., ήτοι επί δεκατρείς (13) ώρες, πραγματοποιώντας ένα διάλειμμα δύο (2) ωρών, σύμφωνα με τα κατατεθέντα εκ μέρους του μάρτυρα απόδειξης. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των προαναφερθεισών συμβάσεων, μεταξύ των μερών είχε συμφωνηθεί η καταβολή “κλειστού” μισθού, ανερχόμενου στο ποσό των 2.674,80€, βάσει της από 14.1.2017 σύμβασης και στο ποσό των 2.721,87€, βάσει της από 4.1.2018 σύμβασης. Εξάλλου, ο πρώτος συμπληρωματικός όρος των εν λόγω συμβάσεων είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: “Κάθε ποσό, που καταβάλει η εταιρεία στον ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση…”. Από τον προαναφερθέντα όρο, ερμηνευόμενο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173, 200 ΑΚ), με βάση την αληθινή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε η καταβολή «κλειστού» μισθού, δηλαδή ενός παγίου μηνιαίου αντάλλαγματος της εργασίας του, το οποίο θα κάλυπτε το σύνολο των παροχών, που δικαιούτο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την οικεία ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των οποίων και οι αμοιβές του για υπερωρίες καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών και επιδόματα εορτών, εφόσον οι συνολικές νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του δεν ήταν μεγαλύτερες από τον ως άνω «κλειστό» μισθό, που συμφωνήθηκε. Όμως, κρίνεται ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού του ποσού, που αναφέρεται στον ανωτέρω όρο της σύμβασης με την δικαιούμενη από αυτόν υπερωριακή αμοιβή, αφενός διότι δεν προέκυψε ότι συμφωνήθηκε και στις ένδικες συμβάσεις, που συνήφθησαν, όπως προελέχθη, ατύπως και, αφετέρου, διότι ο εν λόγω όρος, ερμηνευόμενος, κατά τα άρθρα 173, 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει τον συμψηφισμό του ως άνω ποσού, εφόσον δεν προσδιορίστηκαν ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς τον ενάγοντα. Η αόριστη διατύπωση της ανωτέρω συμφωνίας δεν δύναται να θεμελιώσει συμβατικό συμψηφισμό των από την εναγομένη εξ ελευθεριότητας χορηγούμενων προς τον ενάγοντα ποσών προς την οφειλόμενη από την πρώτη προς τον δεύτερο αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Επομένως, η ένσταση περί συμψηφισμού των ποσών, που καταβλήθηκαν ως “επιμίσθιο” πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, βάσει της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων  Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 3.024,42€, αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 1), ποσού 1.157,99€, επίδομα Κυριακής (άρθρο 6), ποσού 254,76€, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3), ποσού 576,3€ (= 19,21€ x 30 ημέρες), επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 6), ποσού 35,22€, αποδοχές αδείας (άρθρο 15), ποσού 452,05€ (1.157,99€ + 254,76€+576,3€/22 x 5), μέσο όρο υπερωριών, ποσού 93,23€ (= 1.117,83€ + 933,36€/22), μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου, ποσού 347,78€ (= 52 Σάββατα/12 μήνες = 4,33 ώρες x 8 ώρες x 10,04€) και μέσο όρο αμοιβής αργιών (άρθρο 18), ποσού 107,09€ (= 16 αργίες/12 μήνες x 8 ώρες x 10,04€). Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται: Α) για το χρονικό διάστημα από 14.1.2017 έως 3.2.2017, το ποσό των 82,05€ για υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και Κυριακές, διότι δικαιούτο το ποσό των 142,29€ [= 17 ώρες x 8,37€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%)] και εισέπραξε προς εξόφληση του ανωτέρω κονδυλίου το ποσό των 60,24€. Για την εργασία του Σαββάτου ουδέν ποσό του επιδικάζεται, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 271,08 [= 3 Σάββατα x 9 ώρες x 10,04€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%)] και έχει ήδη λάβει το ποσό των 275,07€, Β) για το χρονικό διάστημα από 4.2.2017 έως 15.2.2017 το ποσό των 50,26€, γιατί δικαιούτο για υπερωρίες, κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το συνολικό ποσό των 150,66€ {= 50,22€ [= 6 ημέρες x 1 ώρα x 8,37€ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 25%)] + 100,44€ [= 4 ημέρες (πλήρωμα ασφάλειας λιμένα – πυρασφάλεια) x 3 ώρες x 8,37€ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 25%)} και εισέπραξε το ποσό των 100,40€. Αντιθέτως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί 2 Σάββατα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος ουδέν ποσό του επιδικάζεται, καθώς δικαιούτο το ποσό των 180,72€ [= 2 Σάββατα x 9 ώρες x 10,04€ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%)] και έχει ήδη λάβει το ποσό των 458,44€, Γ) για το χρονικό διάστημα από 1.4.2017 έως 2.11.2017: ι) το ποσό των 443,95€ για αμοιβή υπερωριών, διότι δικαιούτο το ποσό των 343,17€ (= 41 ημέρες x 1 ώρα x 8,37€) για την υπερωριακή απασχόληση, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, καθώς και το ποσό των 1.054,62€ (= 42 ημέρες x 3 ώρες x 8,37€) για την υπερωριακή απασχόληση κατά τις ημέρες, που εκτελούσε υπηρεσία ασφαλείας λιμένα, ενώ έχει εισπράξει το συνολικό ποσό των 953,84€, ιι) το ποσό των 345,52€ για την υπερωριακή απασχόληση των Σαββάτων και αργιών, ενόψει του ότι δικαιούτο για την υπερωριακή απασχόληση του Σαββάτου το ποσό των 2.801,16€ (= 31 Σάββατα x 9 ώρες x 10,04€) και για την εργασία τις αργίες το ποσό των 722,88€ (= 8 αργίες x 9 ώρες x 10,04€) και έχει λάβει το συνολικό ποσό των 3.178,52€, Δ) για το χρονικό διάστημα από 4.1.2018 έως 10.2.2018, ι) το ποσό των 135,08€ για την υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 267,84€ (= 32 ημέρες x 1 ώρα x 8,37€) και εισέπραξε το ποσό των 132,76€ και ιι) το ποσό των 114,28€, καθώς δικαιούτο το ποσό των 542,16€ (= 6 Σάββατα x 9 ώρες x 10,04€) και έλαβε το ποσό των 427,88€, Ε) για το χρονικό διάστημα από 1.4.2018 έως 18.6.2018, ι) το ποσό των 455,19€, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 443,61€ (= 53 ημέρες x 1 ώρα x 8,37€) για την υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των 376,65€ (= 15 ημέρες x 3 ώρες x 8,37€) για την υπηρεσία ασφαλείας λιμένα και έλαβε το συνολικό ποσό των 365,07€ και ιι) το ποσό των 269,09€ για την απασχόληση τα Σάββατα και τις αργίες, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 993,96€ (= 11 Σάββατα x 9 ώρες x 10,04€) καθώς και το ποσό των 451,8€ (= 5 αργίες x 9 ώρες x 10,04€) και εισέπραξε το ποσό των 1.176,67€, ΣΤ) για το χρονικό διάστημα από 24.8.2018 έως 30.10.2018, ι) το ποσό των 422,52€, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 368,28€ (= 44 ημέρες x 1 ώρα x 8,37€) για την υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 376,65€ (= 15 ημέρες x 3 ώρες x 8,37€) για την υπηρεσία ασφάλειας λιμένα και έλαβε το συνολικό ποσό των 322,41€ και ιι) το ποσό των 45,19€ για την εργασία τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς δικαιούτο το ποσό των 903,6€ (= 10 Σάββατα x 9 ώρες x 10,04€) και το ποσό των 180,72€ (=2 αργίες x 9 ώρες x 10,04€), εισέπραξε δε το ποσό των 1.039,13€. Εξάλλου, για τα εξπρές δρομολόγια του χρονικού διαστήματος από 6.7.2017 έως 27.8.2017, δεδομένου ότι εκτελούσε επί 4 ημέρες εβδομαδιαίως δρομολόγια 3 ώρες νωρίτερα του εξαώρου, πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 954,49€, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 1.360,93€ (= 4 ημέρες x 3 ώρες = 12 ώρες πρόωρης αναχώρησης/8 = 1,5 δρομολόγια εβδομαδιαίως x 9 εβδομάδες x 100,81€ (= 3.024,42€/30) και έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 406,44€. Επιπλέον, για τα εξπρές δρομολόγια του χρονικού διαστήματος από 24.8.2018 έως 31.8.2018, δεδομένου ότι εκτελούσε επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως δρομολόγια 3 ώρες νωρίτερα του εξαώρου, πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 187,28€, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 264,62€ (= 5 ημέρες x 3 ώρες  = 15 ώρες πρόωρης αναχώρησης/8 = 1,875 δρομολόγια εβδομαδιαίως x 1,4 εβδομάδες x 100,81€ (=  3.024,42€/30) και έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 77,34€. Περαιτέρω, του οφείλεται: α) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1.5.2017 έως 2.11.2017, ήτοι για 182 ημέρες το ποσό των 1.094,63€, καθώς δικαιούτο το ποσό των 2.631,17€ (= 3.024,42€€/22 = 137,47€ x 19,14 ημερομίσθια) και έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 1.536,54€, όπως συνομολογεί και β) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, ήτοι για 105 ημέρες, το ποσό των 493,34€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 1.517,7€ (=3.024,42€/22 ημέρες x 11,04 ημερομίσθια) και έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί το ποσό των 1.024,36€. Ενόψει των ανωτέρω, δεκτής γενομένης της ένστασης εξοφλήσεως ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμης, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (5.092,87€ = 82,05€ + 50,26€ + 443,95€ + 345,52€ + 135,08€ + 114,28€ + 455,19€ + 269,09€ + 422,52€ + 45,19€ + 954,49€ + 187,28€ + 1.094,63€ + 493,34€), με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, ήτοι από την 31η.10.2018 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, όσον αφορά τις καταψηφιστικές της διατάξεις, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, λόγω της φύσης των επίδικων αξιώσεων, ως ερειδόμενων σε εξαρτημένη σύμβαση εργασίας και, επιπλέον, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει στον ενάγοντα σημαντική ζημία, διότι είναι συνταξιούχος (άρθρα 907, 908 παρ. 1, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος βαρύνουν την εναγόμενη, κατά το λόγο της ήττας της (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (5.092,87€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της λύσης της ναυτικής σύμβασης εργασίας, ήτοι από την 31.10.2018 και έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600,00€).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200,00€).

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ