ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3562/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 6459/3230/2019)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … … (…) του …, κατοίκου … και προσωρινά διαμένοντος στην Ελλάδα (…), με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Κατσιέρης του Αριστείδου (ΑΜ/ΔΣΑ 7065), κάτοικος …, δυνάμει του από 25.11.2019 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/10.12.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … του …, με ΑΦΜ …, 2) … του … με ΑΦΜ …, αμφοτέρων κατοίκων …, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Αντωνόπουλος του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 8595), κάτοικος …, δυνάμει των από 14.11.2019 πληρεξουσίων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/19.11.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.7.2019 με ΓΑΚ 6459/16.7.2019 και με ΕΑΚ 3230/16.7.2019 αγωγή του, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 24.2.2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, διαφορετικά είναι αόριστη. Καθιερώνεται έτσι ως ουσιώδες στοιχείο της αγωγής η ιστορική βάση, δηλαδή η ευκρινής έκθεση του συνόλου των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης σχέσης (ΑΠ 1065/2003 ΕλλΔνη 2004.84). Αν δεν περιέχονται στο δικόγραφο όλα τα παραπάνω γεγονότα ή περιέχονται αυτά, αλλά με ασάφειες και ελλείψεις, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά την άσκηση της αγωγής μη νομότυπη και η αγωγή είναι απαράδεκτη εξαιτίας της αοριστίας της. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Το απαράδεκτο από την αοριστία της αγωγής εξετάζεται κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γιατί ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη (ΑΠ 168/2004, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 488/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που oρίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 149 εδ. α΄ και β΄ του ΑΚ εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Επίσης έχει δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας. Από την προαναφερθείσα διάταξη η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 του ΑΚ. Και στις δύο περιπτώσεις, απάτη είναι η δόλια χρήση μέσων ή τεχνασμάτων, που κατατείνει μέσω της δόλιας παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της δόλιας αποσιώπησης αληθινών γεγονότων, στην πρόκληση ή διατήρηση πεπλανημένης αντίληψης. Η πεπλανημένη αυτή αντίληψη, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 147 εδ. β΄ του ΑΚ και 386 παρ.1 του ΠΚ, είναι δυνατό να αφορά και τρίτο, που κατά καθήκον και αρμοδιότητα εμπλέκεται στην κατάρτιση της απατηλής δικαιοπραξίας, όταν με την παράσταση ψευδών γεγονότων ή την απόκρυψη αληθινών, παρέχει την αναγκαία κατά νόμο σύμπραξή του για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Και ως λόγος μεν η απάτη, που καθιστά ελαττωματική τη βούληση, αποκτά σημασία μόνο στα πλαίσια της δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, και θεμελιώνει, ανάλογα προς το εάν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την αποδέχεται παρά το ελάττωμά της, παράλληλες αξιώσεις αντίστοιχα αποζημίωσης από αδικοπραξία, για αρνητικό διαφέρον στην πρώτη, που μπορεί να περιλαμβάνει και περαιτέρω θετική ζημία σαν αποτέλεσμα της κατάρτισης της απατηλής δικαιοπραξίας, και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη. Ως αδικοπρακτική δε συμπεριφορά δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του ΑΚ, ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, δηλαδή η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμός της, με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία που κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν η ανωτέρω συμπεριφορά, κατά την κοινή πείρα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, κατατείνει αντικειμενικά στην παραγωγή της ζημίας (ΑΠ 373/2008 ΧρΙΔ 2008.781, ΑΠ 1516/1999 ΕλλΔνη 2003.1274).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει της από …..2015 σύμβασης πωλήσεως που καταρτίσθηκε στον Πειραιά αγόρασε από την εδρεύουσα στον ….. πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη, το υπό ελληνική σημαία ξύλινο επαγγελματικό πλοίο αναψυχής «…», που μετονομάσθηκε σε «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …, με ΔΔΣ …, μήκους 34,20 μ. και έτους κατασκευής 1944, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, αντί τιμήματος 81.000 ευρώ. Ότι προκειμένου να το εκμεταλλευθεί οικονομικά αυτό έχρηζε εργασιών επιδιόρθωσης – ανακατασκευής, τη γενική επίβλεψη των οποίων είχε αναλάβει ως εκπρόσωπος του ενάγοντος ο …, που εκτιμούσε το συνολικό τους κόστος στο ποσό των 800.000 ή 860.000 ευρώ, εάν γινόταν και αντικατάσταση των μηχανών. Ότι, ενώ το σκάφος βρισκόταν υπό εργασίες τροποποίησης, με το από 25.2.2016 συμφωνητικό, που ενσωματώνεται στην αγωγή, μεταξύ του ενάγοντος – πλοιοκτήτη και των εναγόμενων, ναυπηγών μηχανολόγων – μηχανικών, οι οποίοι διατηρούν μελετητικό γραφείο στον ….., οι τελευταίοι ανέλαβαν, έναντι αμοιβής 32.500 ευρώ, την προετοιμασία των απαιτούμενων εγγράφων, σχεδίων και μελετών, ώστε αυτό να πιστοποιηθεί εκ νέου ως «εμπορικό τουριστικό» για πλοήγηση σε ανοιχτή θάλασσα / διεθνή ταξίδια και έως 12 επιβάτες, σύμφωνα με το π.δ. 917/79, τα οποία θα επικυρώνονταν από το νηογνώμονα «…», με ημερομηνία ολοκλήρωσης το τέλος Ιουνίου 2016, συμφωνήθηκε δε πως η δεύτερη των εναγόμενων θα επέβλεπε τις εργασίες μετασκευής. Ότι, βάσει της από 15.4.2016 προσφοράς των εναγόμενων, που επίσης ενσωματώνεται στην αγωγή, συμφωνήθηκαν πρόσθετες εργασίες και τροποποιήσεις στο άνω σκάφος, αντί αμοιβής 48.000 ευρώ -πλέον 250 ευρώ για κάθε επίσκεψή τους σε αυτό, όπως είχε συμφωνηθεί και με το από 25.2.2016 συμφωνητικό-, με ημερομηνία ολοκλήρωσης το τέλος Νοεμβρίου 2016, πλην του νέου γενικού σχεδίου (general arrangement plan), το οποίο θα ολοκληρωνόταν στα μέσα Μαΐου 2016. Ότι, λόγω διαφωνιών των εναγόμενων με τον εκπρόσωπο του ενάγοντος …, στο τέλος Ιουλίου 2016 ο ενάγων τον απέσυρε από το έργο και ανέλαβαν πλέον οι εναγόμενοι την εποπτεία, υπό την ιδιότητά τους δε αυτή [project manager] τον διαβεβαίωναν ότι όλες οι εργασίες εκτελούνταν προσηκόντως. Ότι στη συνέχεια, σε συνεργασία με την εδρεύουσα στη … εταιρεία «….», τού παρέδωσαν την από 8.8.2016 προσφορά γενικής επισκευής του σκάφους, κόστους 2.838.582,35 ευρώ, επειδή δε ο ενάγων την θεώρησε υπέρογκη, ζήτησε από τους εναγόμενους να τού παραδώσουν τα σχέδια που είχαν αναλάβει να εκπονήσουν προκειμένου να αξιολογήσει το ύψος της, πλην όμως αυτοί απέφευγαν να επικοινωνήσουν μαζί του, αν και ήδη τούς είχε καταβάλει τμηματικά το συνολικό ποσό των 61.375 ευρώ. Ότι, κατόπιν τούτου, διέκοψε τη συνεργασία μαζί τους στις 4.9.2016 και διαπίστωσε ότι κανένα από τα σχέδια που είχαν υποβάλει στον ως άνω νηογνώμονα δεν είχε εγκριθεί, διότι (οι εναγόμενοι) δεν είχαν ανταποκριθεί στο αίτημά του για διορθώσεις. Ότι, συνεπώς, παρά την υπόσχεση των εναγόμενων ότι το σκάφος θα επαναπιστοποιείτο κατά τα ανωτέρω, θα αποκτούσε κλάση και θα εξασφάλιζε με δική τους επιμέλεια τα απαραίτητα πιστοποιητικά από το νηογνώμονα και ενώ έλαβαν το ως άνω ποσό των 61.375 ευρώ, δεν εκπόνησαν τα σχέδια ούτε εξασφάλισαν τα πιστοποιητικά, περαιτέρω δε, λόγω των άστοχων υποδείξεων και κακών υπολογισμών τους, ο ενάγων δαπάνησε ασκόπως 9.000 ευρώ για εργασίες βαφής του κυρίου σώματος, πλέον των αναλυτικά προσδιοριζόμενων ποσών για εργασίες και ανταλλακτικά μετά την εκ νέου μελέτη για την ολοκλήρωση του σκάφους του, καθώς και του ποσού που δαπάνησε για τη μεταφορά και παραμονή του στο ναυπηγείο της εταιρείας «…» από τον Ιανουάριο 2017 έως τον Σεπτέμβριο 2018, στη θέση «…» της …, για την ολοκλήρωση των εργασιών. Με βάση αυτά, ισχυριζόμενος ότι οι εναγόμενοι, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα των παραλείψεών τους, ενήργησαν αντίθετα προς το γενικό καθήκον να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία και προς τα χρηστά ήθη, ειδικότερα δε, εμφανίστηκαν ως ειδήμονες σε ναυπηγικές εργασίες σκαφών, καθώς ισχυρίζονταν ότι είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και τις κατάλληλες γνωριμίες στον χώρο, και τον παρέπεισαν, με τον τρόπο αυτό, να τους αναθέσει έναντι αμοιβής την εκπόνηση των απαιτούμενων σχεδίων και μελετών, την εξεύρεση των κατάλληλων συνεργείων, την εξασφάλιση όλων των απαραίτητων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους και την εν γένει επίβλεψη των εργασιών του, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και παραιτήσεως από το παρεπόμενο αίτημά του κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τού καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 280.041,59 ευρώ, όπως εξειδικεύεται στην αγωγή, καθώς και να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που επιδόθηκε στους εναγόμενους μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (άρθρα 215 παρ. 2, 147 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. … /4.9.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, με τις κάτωθι αυτών από 4.9.2019 αποδείξεις παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και τις από 4.9.2019 βεβαιώσεις της εν λόγω δικαστικής επιμελήτριας περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 σημείο 2, 80, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», είναι δε αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 10, 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπο (άρθρα 22, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, στην υπό κρίση διαφορά, που εμπεριέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως εκ του τόπου επέλευσης της ζημίας (“lex loci delicti commissi”), που σύμφωνα με τα ανωτέρω είναι ο Πειραιάς [βλ. άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)]. Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση της παρούσας διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, κρίνεται απορριπτέα λόγω της αοριστίας της, δεκτών γενομένων και των ισχυρισμών των εναγόμενων. Ειδικότερα, ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι, αν και κατέβαλε τμηματικά ως αμοιβή στους εναγόμενους το συνολικό ποσό των 61.375 ευρώ, εντούτοις οι τελευταίοι δεν εκπόνησαν τα σχέδια και τις μελέτες ούτε προέβησαν στις απαιτούμενες ενέργειες για τη χορήγηση των απαιτούμενων πιστοποιητικών στο σκάφος του από τον νηογνώμονα. Ενόψει, όμως, του ισχυρισμού του ότι ο ίδιος προέβη σε πρόωρη καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ τους συμβάσεως έργου, πριν τη λήξη του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος, καθίσταται αδύνατο να προσδιορισθεί, λόγω των αντιφάσεων στο σημείο αυτό του αγωγικού δικογράφου, το ακριβές ποσό αμοιβής κατά το οποίο ζημιώθηκε ο ενάγων, διότι αντιστοιχούσε σε εργασίες στις οποίες οι εναγόμενοι δεν προέβησαν συνεπεία της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς. Και τούτο διότι αφενός μεν συνομολογείται στο αγωγικό δικόγραφο ότι οι εναγόμενοι είχαν προβεί σε κάποιες από τις συμφωνηθείσες εργασίες, αφετέρου δε δεν είχε παρέλθει ο συμφωνηθείς χρόνος, στην εκπνοή του οποίου ήταν παραδοτέα στον ενάγοντα τα σχέδια και πιστοποιητικά από τον νηογνώμονα. Περαιτέρω, σε σχέση με τα λοιπά αγωγικά κονδύλια, ο ενάγων δεν επικαλείται κατά τρόπο ορισμένο πώς η επικαλούμενη ζημία συνδέεται αιτιωδώς με την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, αφού ουδόλως αναφέρονται τέτοια στοιχεία στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής που να συνδέουν τη μείωση της περιουσίας του ενάγοντος λόγω των δαπανών στις οποίες προέβη κατά τα ανωτέρω με την απατηλή και αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατά τους ισχυρισμούς του, συμπεριφορά των εναγόμενων. Λόγω των ασαφειών αυτών, το δικάζον Δικαστήριο δε δύναται να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις ούτε οι εναγόμενοι να αμυνθούν. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εναγομένων πρέπει να επιβληθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 εδ. α, 180 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις , δημοσιεύθηκε δε στις , σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλλούχου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Γεώργιο Ξυνόπουλο και τους Πρωτοδίκες Αθανάσιο Πανταζόπουλο και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ