ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης: 3449/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 945/528/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εναγόμενου: Π. Κ. Γ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αλέξανδρου Αλεξιάδη του Πολύβιου (ΑΜ/ΔΣΑ 34002), κατοίκου …, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το με στοιχεία … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Του καθ’ ου η κλήση – ενάγοντος: …, κατοίκου … ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.7.2015 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 8696/2015 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4787/2015, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 8.3.2016 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 13.2.2018, οπότε και συζητήθηκε, εξεδόθη δε η υπ’ αριθμ. 4590/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησής της. Η ανωτέρω αγωγή επανήλθε προς συζήτηση με την από 17.1.2019 κλήση του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 426/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 234/2019, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19.3.2019, οπότε και συζητήθηκε, εξεδόθη δε η υπ’ αριθμ. 20/2020 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης. Ήδη, η ανωτέρω αγωγή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 22.1.2020 κλήση του εναγόμενου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 945/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 528/2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγόμενου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του. Ο εναγόμενος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται εκ νέου προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 22.1.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 945/528/2020 κλήση, η από 22.7.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 8696/4787/2015 αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 20/2020 μη οριστικής απόφασης, η οποία, κατά το μέρος που έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 21.7.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 8694/4786/2015 αγωγής που είχε ασκηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επ’ αυτής εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό η υπ’ αριθ. 4591/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, και σε δεύτερο βαθμό η υπ’ αριθ. 473/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ήδη αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 14/23.1.2020 πιστοποιητικό του Εφετείου Πειραιώς περί μη άσκησης ένδικων μέσων, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 4107Δ/29.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Κ., που απέρριψε την έφεση κατ’ ουσίαν επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση. Σημειώνεται ότι με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να διατάξει αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή. Η αναβολή της συζήτησης διατάσσεται εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δε θα μπορεί να προσβληθεί. Σκοπός της αναστολής είναι η αποφυγή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και συνακόλουθα η εξυπηρέτηση της αρχής της οικονομίας της δίκης [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000) 249, αριθμ. 1]. Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου προτάσεων και αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εξεδόθη η απόφαση που διέταξε την επανάληψή της (βλ. ΟλΑΠ 30/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ο διάδικος, που έχει παρασταθεί νομίμως κατ’ αυτήν, αλλά ερημοδικεί στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, θεωρείται παρών και δικάζεται κατ’ αντιμωλία, με συνέπεια, λόγω αυτής της δικονομικής του θέσης, να μην απαιτείται ο ορισμός παράβολου ερημοδικίας (ΕφΘεσ 2976/2005 Αρμ 2006.1465, ΕφΑθ 309/2002 ΕλλΔνη 2003.1385). Στην προκειμένη περίπτωση η συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8.3.2016 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 13.2.2018, οπότε και συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη δε η υπ’ αριθμ. 4590/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησής της. Η αγωγή επανήλθε προς συζήτηση με την από 17.1.2019 κλήση του ενάγοντος, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19.3.2019, οπότε και συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη δε η υπ’ αριθμ. 20/2020 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, η από 22.1.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 945/528/2020 κλήση του εναγόμενου, με την οποία η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον ενάγοντα, κατ’ άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Κ., με την παραπόδας αυτής από 17.2.2020 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 18.2.2020 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, ο οποίος παρά το γεγονός ότι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα δεν παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη σημερινή ορισθείσα δικάσιμο, μετά την αναστολή, η οποία ωστόσο θεωρείται συνέχεια των προηγούμενων, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, πρέπει να θεωρηθεί ως δικαζόμενος κατ’ αντιμωλίαν, εφόσον παραστάθηκε κατά τις προγενέστερες δικασίμους και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, η επαναφορά των οποίων στο φάκελο έγινε με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι πρόκειται για τις ήδη κατατεθείσες προτάσεις.
Το άρθρο 281 AΚ ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή o κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 AΚ η απαγόρευση της ασκήσεως του δικαιώματος υπό τους διαλαμβανόμενους σε αυτή όρους είναι παραδεκτή, όταν πρόκειται για δικαιώματα που απορρέουν από διατάξεις oυσιαστικού δικαίου και όχι από διατάξεις δικονομικού δικαίου. Για την πληρότητα της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος και το παραδεκτό αυτής από απόψεως χρόνου προβολής της πρέπει κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από αυτόν του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απορρίψεως της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 683/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται παραδεκτά, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο κατά την αρχική συζήτηση της αγωγής στη δικάσιμο της 13.2.2018, που επαναλαμβάνεται στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, ότι ο ενάγων καταχρηστικώς προέβη στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής με σκοπό να τον εξουθενώσει οικονομικά και ψυχικά, καθόσον ενάντια στην καλή πίστη και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος έχει ασκήσει παράλληλες αγωγές με παρόμοιο περιεχόμενο και αιτητικό, σε ορισμένες των οποίων μάλιστα παραιτήθηκε και τις επανέφερε στη συνέχεια, αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, ενώ επίσης έχει προβεί σε κατασχέσεις εις χείρας τρίτου, με απώτερο στόχο να έχει αποκτήσει την πλήρη κυριότητα ενός σκάφους χωρίς να καταβάλει το οποιοδήποτε τίμημα για την αγορά του. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή του περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την υπό κρίση αγωγή αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον σύμφωνα με τα ανωτέρω η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από διατάξεις δικονομικού δικαίου δεν είναι καταχρηστική. Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού ανταπαίτησης του εναγόμενου ποσού 1.000 ευρώ με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι απαραδέκτως προτάθηκε μόνο με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση (αρχική και επιγενόμενες) προτάσεις, δίχως ν’ αναπτυχθεί προφορικά και να καταχωρηθεί συνοπτικά το περιεχόμενό του στα πρακτικά της με αριθμό 4590/2018 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης συζήτησης της αγωγής στις 13.2.2018, αλλά ούτε και στις μεταγενέστερες συζητήσεις αυτής, όπως απαιτείτο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, για τις υποθέσεις που εκδικάζονταν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, όπως η υπό κρίση αγωγή.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 4590/2018 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία θεωρείται ενιαία με την παρούσα, από το σύνολο των εγγράφων, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εναγόμενος, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 20.8.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα στον ενάγοντα, λόγω πώλησης, ένα μεταχειρισμένο ταχύπλοο σκάφος με το όνομα … τύπου … ολικού μήκους 9,80 μ., μέγιστου πλάτους 3,81 μ., με αριθμό πλαισίου … που διέθετε δύο εσωλέμβιες δηζελοκινητήρες μηχανές 2Χ300 HP της “General Motor”, αντί συνολικού τιμήματος 112.500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των αναγραφεισών σε αυτό πρόσθετων εργασιών μικρής αξίας. Στο αυτό ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό είχε αναγραφεί ότι ο μεν αγοραστής (ενάγων) είχε εξετάσει το σκάφος και το είχε βρει της αρεσκείας του και κατάλληλο για τη χρήση για την οποία το προόριζε, ο δε πωλητής (εναγόμενος) ότι του το παραδίδει χωρίς κανένα πραγματικό ελάττωμα, πλην των φθορών από τη συνήθη χρήση του. Σημειώνεται, εντούτοις, ότι, επειδή το σκάφος βρισκόταν στην ξηρά, δεν είχε προηγηθεί δοκιμαστικός πλους της κατάρτισης του ανωτέρω συμφωνητικού. Την ίδια ημέρα ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 15.000 ευρώ, με την οπισθογράφηση ισόποσης επιταγής, ήτοι της υπ’ αριθ. …, της τράπεζας .. ”, που εκδόθηκε στα Μελίσσια την ίδια ημέρα σε διαταγή του. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, ο εναγόμενος έλαβε από τον ενάγοντα και την υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας … ποσού 22.500 ευρώ, έκδοσης του ενάγοντος στην Αθήνα στις 31.1.2008, σε διαταγή του εναγόμενου, με χρέωση του τηρούμενου στην εν λόγω τράπεζα λογαριασμού όψεως του ενάγοντος, σε εξόφληση ισόποσου μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης, το οποίο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί ολοσχερώς έως την 31.1.2008. Ωστόσο, μετά την κατάρτιση του ανωτέρω συμφωνητικού και προ της ολοκλήρωσης της διαδικασίας μεταβίβασης του προαναφερθέντος σκάφους, ο ενάγων διαπίστωσε ότι η κατάσταση αυτού δεν ανταποκρινόταν στις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις του εναγόμενου, που δόθηκαν κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθόσον διαπίστωσε ελαττώματα και ελλείψεις που εξέφευγαν της συνήθους χρήσης, καθιστούσαν το σκάφος μη αξιόπλοο και τον απόπλου του αδύνατο. Ως εκ τούτου, μετά από συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος και διαπραγματεύσεις του με τον εναγόμενο, στις 4.9.2007 συμφωνήθηκε η πώληση του ανωτέρω σκάφους με μειωμένο, έναντι του αρχικά συμφωνηθέντος, τίμημα, ποσού 34.500 ευρώ και καταρτίσθηκε μεταξύ τους το υπό την ίδια ημεροχρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό σε δύο αντίτυπα, το οποίο υπέγραψαν αμφότεροι. Στο νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, που αντικατέστησε τους όρους της αρχικής (από 20.8.2007) σύμβασης πώλησης, δεν αναγράφηκε η ως άνω επιταγή ποσού 22.500 ευρώ, παρά μόνο η με αριθμό … μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας …” ποσού 20.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 31.12.2007, την οποία την ίδια ημέρα ο ενάγων παρέδωσε στον εναγόμενο προς εξόφληση του υπόλοιπου ποσού, ενώ συμπεριελήφθη όρος περί παρακράτησης της κυριότητας του σκάφους από τον πωλητή – εναγόμενο μέχρι την αποπληρωμή από τον αγοραστή – ενάγοντα του συμφωνηθέντος τιμήματος των 34.500 ευρώ, συμφωνήθηκε δε ότι ο πωλητής – εναγόμενος θα ευθυνόταν για την καλή λειτουργία της μηχανής και όλων των οργάνων του σκάφους μέχρι την παράδοσή του στον αγοραστή – ενάγοντα. Ακολούθως, η μεταβίβαση του πωληθέντος σκάφους με παρακράτηση κυριότητας μέχρις της αποπληρωμής του συμφωνηθέντος τιμήματος ολοκληρώθηκε με την κατάθεση αυτού (συμφωνητικού) στις αρμόδιες αρχές (Λιμεναρχείο και ΔΟΥ), ενώ προς εξόφληση του ως άνω τιμήματος καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το ποσό των 14.500 ευρώ, του ιδιωτικού συμφωνητικού επέχοντος θέση αποδείξεως προς τούτο. Οι στο μεταξύ παραδοθείσες στον εναγόμενο, προς εξόφληση του αρχικά συμφωνηθέντος τιμήματος των 112.500 ευρώ, επιταγές, και συγκεκριμένα: α) η υπ’ αριθ. 00012053-7 της “Alpha Bank”, με ημερομηνία 3.9.2007, ποσού 20.000 ευρώ και β) η υπ’ αριθ. ΓΓ57699978-4 της «Εθνικής Τράπεζας», με ημερομηνία 4.9.2007, ποσού 35.000 ευρώ, που εκδόθηκαν αμφότερες σε διαταγή του ενάγοντος και τις οπισθογράφησε αυτός στον εναγόμενο, συμφωνήθηκε να επιστραφούν ή να συμψηφιστούν με αγορές και επιδιορθώσεις οργάνων του σκάφους, ενώ η με αριθμό … επιταγή επεστράφη τελικά από τον εναγόμενο στον ενάγοντα την 26.10.2007, μετά την παράδοση άλλης και δη της υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένης επιταγής της ίδιας ως άνω τράπεζας, ποσού 19.700 ευρώ. Σε συνέχεια των ανωτέρω, στις 22.9.2007 το σκάφος καθελκύσθηκε στη Μαρίνα Γλυφάδας προκειμένου να εκτελέσει δοκιμαστικό πλου έως τη Μαρίνα Σταδίου και Φιλίας. Σε αυτό επέβαιναν, πλην του ενάγοντος, ο Λ. Α. (καπετάνιος) και ο … (ηλεκτρολόγος του εναγόμενου). Διαρκούντος του πλου διαπιστώθηκε ότι η αριστερή μηχανή είχε σοβαρό ελάττωμα, καθόσον άρχισε να βγάζει καπνούς. Μετά ταύτα, ο εναγόμενος προσκλήθηκε από τον ενάγοντα να επισκευάσει τη βλάβη, προκειμένου να παραδώσει το σκάφος σε αυτόν προσηκόντως. Ο μηχανικός του εναγόμενου, Γ. Δ., που επελήφθη της σχετικής επισκευής, διαπίστωσε ότι το εξάρτημα “turbo” της αριστερής μηχανής ήταν μπλοκαρισμένο, επομένως το ξεμοντάρησε άμεσα για να το επισκευάσει και την 27.9.2007, παρουσία του ως άνω καπετάνιου Λ. Α., του ενάγοντος, του μηχανικού Γ. Δ. και του ηλεκτρολόγου … τοποθετήθηκε το εξάρτημα “turbo” στην αριστερή μηχανή του σκάφους. Ωστόσο, στον δοκιμαστικό πλου που ακολούθησε, ο ανωτέρω καπετάνιος διαπίστωσε ότι η αριστερή μηχανή δεν «ανέβαζε στροφές». Ο εναγόμενος κλήθηκε εκ νέου από τον ενάγοντα να επισκευάσει το σχετικό πρόβλημα, το οποίο του είχε δολίως αποκρύψει, έχοντας παρουσιάσει το σκάφος αξιόπλοο και σε λειτουργική κατάσταση, και στις 2.10.2007 από κοινού με τον ηλεκτρολόγο Δ. Π. προέβησαν σε διορθωτικές ενέργειες στην αριστερή μηχανή και σε ρύθμιση των ντιζών. Παρόλ’ αυτά, σε έλεγχο που διενεργήθηκε στις 4.10.2007 από μηχανικό που είχε ορίσει ο ενάγων, ονόματι Ε. Τ., και τον συνεργάτη του, παρουσία του ιδίου του ενάγοντος, διαπιστώθηκε ότι η αριστερή μηχανή εξακολουθούσε να μην «ανεβάζει στροφές» πάνω από 2.900 ανά λεπτό (όριο 3.450 στροφές), στην προσπάθεια δε ν’ ανεβάσει περισσότερες, ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός λόγω υπερθέρμανσης. Ταυτόχρονα προέκυψαν και άλλες μικρότερης σημασίας ελλείψεις και βλάβες, που προϋπήρχαν της συμφωνίας για την πώληση, όπως η μη τοποθέτηση του οργάνου «συγχρονιστής», φθορά στα λάστιχα των υαλοκαθαριστήρων, μη λειτουργία του ηλεκτρικού παράθυρου (διακόπτες, ρελέ, μηχανή κ.λπ.) και του συναγερμού πυρόσβεσης των μηχανών. Τα ανωτέρω ο ενάγων γνωστοποίησε στον εναγόμενο με την από 9.10.2007 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Κ., και με την οποία τον καλούσε να προβεί στην αντικατάσταση άλλως επισκευή της αριστερής μηχανής και στην επιδιόρθωση των λοιπών βλαβών και συμπλήρωση των ελλείψεων εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών. Η ύπαρξη ουσιωδών ελαττωμάτων και ελλείψεων στο επίδικο σκάφος δεν αναιρείται από το γεγονός ότι με την από 3.9.2007 υπεύθυνη δήλωσή του (άρθρου 8 Ν. 1599/1986) προς το Λιμεναρχείο, που συνόδευε την από 4.9.2007 αίτησή του για την εγγραφή του σκάφους στο Λεμβολόγιο και τη χορήγηση άδειας εκτέλεσης πλόων, ο ενάγων δήλωνε ότι: «το σκάφος είναι σε καλή κατάσταση, φέρει όλα τα προβλεπόμενα εφόδια που αναγράφονται στην άδεια εκτέλεσης πλόων, είναι αυτά σε ικανοποιητική κατάσταση και δεν έχει παρέλθει η ημερομηνία λήξης της ισχύος τους για όσο προβλέπεται», καθόσον αυτή ανταποκρινόταν στην εικόνα του σκάφους που είχε ο ενάγων κατά την ημέρα εκείνη, σύμφωνα και με τις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου ότι αυτό ήταν αξιόπλοο και περαιτέρω ότι ο ίδιος θα προέβαινε στις απαιτούμενες επισκευές προκειμένου να το παραδώσει στον εναγόμενο προσηκόντως. Επιπρόσθετα, στην από 3.9.2007 βεβαίωση του ναυπηγού μηχανικού Δ. Σ. αναφέρεται ότι, κατόπιν επιθεώρησης, διαπιστώθηκε ότι το υπό λεμβολόγηση επίδικο σκάφος είχε κατασκευασθεί σύμφωνα με όλους τους κανόνες της ναυτικής τεχνολογίας για την κατηγορία του και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για τη διενέργεια θαλάσσιων πλόων, χωρίς, ωστόσο, να μεσολαβήσει και δοκιμαστικός πλους, κατά τον οποίο και μόνο θα αναφύονταν τα ενυπάρχοντα στην αριστερή μηχανή ελαττώματα, που έθεταν σε κίνδυνο τον ασφαλή πλου με αυτό. Επειδή ο εναγόμενος δεν προέβη σε αντικατάσταση ούτε σε επισκευή της αριστερής μηχανής και των λοιπών ουσιωδών ελαττωμάτων του σκάφους, πλην της τοποθετήσεως του οργάνου «συγχρονιστής» και την αποκατάσταση της λειτουργίας του ηλεκτρικού παράθυρου, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του προς τον ενάγοντα, ο τελευταίος προέβη σε νέα εξώδικη δήλωση προς τον εναγόμενο, την 7.12.2007, με την οποία του γνώριζε επιπλέον, πέραν των προαναφερθέντων, ελαττώματα και ελλείψεις συμφωνηθεισών ιδιοτήτων που είχε διαπιστώσει, ήτοι ελαττωματικά όργανα και εξαρτήματα (κούρμπες, όργανα και βαλβίδες πιέσεως λαδιού, VHF, διακόπτες οργάνων, λυμένες και αζυγοστάθμητες προπέλες κ.λπ.), όργανα που έλειπαν (GPS, αντλία θαλασσινού νερού, μετασχηματιστής, φορτιστής κ.ά.), καθώς και ότι το σκάφος έγερνε προς τα δεξιά, ήταν δε μοντέλο του 1996 και όχι του 1998, όπως ο εναγόμενος τον είχε διαβεβαιώσει. Κατόπιν αυτών, του δήλωνε με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση ότι πλέον αναλάμβανε ο ίδιος (ενάγων) την αποκατάσταση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, που αποτιμούσε στο ποσό των 10.800 ευρώ, συμψηφίζοντας το ποσό αυτό με το ποσό των 22.500 ευρώ που τού όφειλε διά της ισόποσης ως άνω υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένης επιταγής της τράπεζας …”, εκδόσεώς του σε διαταγήν του εναγόμενου, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31.1.2008, που του είχε παραδώσει και την οποία στο μεταξύ ανακάλεσε. Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος, στην από 22.1.2008 εξώδικη απάντησή του προς τον ενάγοντα, που του κοινοποιήθηκε στις 29.1.2008, ουδέν αναφέρει για την κατάσταση στην οποία ευρισκόταν το σκάφος κατά τη μεταβίβαση και τα τυχόν ελαττώματα αυτού, περιορίζεται δε σε οικονομικές αξιώσεις που ισχυρίζεται ότι διατηρούσε εναντίον του. Στη συνέχεια, μεσολάβησε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, περίπου δέκα (10) μηνών, ήτοι από τον Σεπτέμβριο 2007 έως τον Ιούλιο 2008, κατά το οποίο ο ενάγων στερήθηκε της χρήσης του σκάφους του, λόγω αναμονής των ανταλλακτικών που απαιτούνταν για την επισκευή του από το εξωτερικό και στη συνέχεια λόγω των εργασιών επιδιόρθωσης αυτού. Εν τέλει, ο ενάγων, μετά την επισκευή του, μεταβίβασε το ως άνω σκάφος. Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει αναφορά στο πλήθος των λοιπών δικών που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της προπεριγραφείσας αντιδικίας των διαδίκων μερών, προκειμένου ν’ αποκλεισθεί η ύπαρξη δεδικασμένου, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ, με βάση οποιαδήποτε από τις κατωτέρω μνημονευόμενες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Συγκεκριμένα ο εναγόμενος, δυνάμει της ως άνω υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένης επιταγής της τράπεζας …” ποσού 22.500 ευρώ, προέβη σε βάρος του ενάγοντος στην έκδοση της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και υποχρέωσε τον ενάγοντα να του καταβάλει το ποσό των 22.500 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Ο ενάγων αιτήθηκε με προσωρινή διαταγή την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω διαταγής πληρωμής και προέβη και σε άσκηση ανακοπής κατ’ αυτής. Κατά τη συζήτηση δε της ως άνω προσωρινής διαταγής την 10.6.2008 ο εναγόμενος προσκόμισε και επικαλέστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίγραφο του από 4.9.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, στο οποίο, όμως, αναγραφόταν ως τίμημα το ποσό των 134.500 ευρώ, οπότε και το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στηριζόμενο μεταξύ άλλων και στο έγγραφο αυτό, με την υπ’ αριθ. 651/2009 απόφασή του απέρριψε την ανακοπή του ενάγοντος. Ο ενάγων ισχυριζόμενος ότι ο εναγόμενος προέβη σε νόθευση του εγγράφου υπέβαλε την από 25.6.2008 υπό στοιχεία ΑΒΜ Δ2008/2733 μήνυσή του σε βάρος του εναγόμενου και ακολούθως, με την από 26.2.2010 με αριθμό ΕΓ158-09/182 εισαγγελική παραγγελία του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και ορίστηκε πραγματογνώμονας ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Ι. Δ., οπότε και με την από 19.4.2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης διαπιστώθηκε η νόθευση του από 4.9.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού. Προς τούτο ασκήθηκε σε βάρος του εναγόμενου ποινική δίωξη για τα αδικήματα: α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και β) της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, εκ της οποίας η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος σε πρώτο βαθμό με την υπ’ αριθ. 7535/4.2.2013 απόφαση του Θ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και δύο (2) ετών, αντιστοίχως. Κατόπιν δε εφέσεως που άσκησε κατά της παραπάνω απόφασης, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος με την υπ’ αριθ. 1849/27.2.2014 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για την πράξη της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, δεχθέν ως χρόνο τέλεσης του αδικήματος την 11η.3.2009, ημέρα συζήτησης της με αριθμό κατάθεσης 1155386/526/2008 ανακοπής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ του ενάγοντος, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 651/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και καταδικάσθηκε τελεσιδίκως σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, ενώ με την υπ’ αριθ. 946/2016 απόφαση του Στ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του εναγόμενου κατά της ως άνω υπ’ αριθ. 1849/27.2.2014 απόφασης του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η δε υπόθεση για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως ετέθη στο αρχείο, ενόψει του ότι η επιβαλλόμενη ποινή φυλάκισης δεν ξεπερνούσε τους έξι μήνες, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 α και β του Ν. 4198/2013. Παράλληλα ο ενάγων άσκησε έφεση κατά της υπ’ αριθ. 651/2009 ως άνω απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2548/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών). Το δε Εφετείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 540/2012 απόφασή του εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 651/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κήρυξε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αναρμόδιο και παρέπεμψε την ένδικη ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ως αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο. Το τελευταίο ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 5049/2013 απόφασή του με την οποία δέχθηκε την ανακοπή του ενάγοντος και ακύρωσε την κατά τα ανωτέρω προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από 1.11.2013 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 227/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που απέρριψε κατ’ ουσία την ως άνω έφεση του εναγόμενου. Ακολούθως ο ενάγων και δεδομένου ότι προς συμμόρφωση της ως άνω υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί σε βάρος του και των σχετικών δικαστικών αποφάσεων είχε εν τω μεταξύ καταβάλει το ποσό των 29.362,58 ευρώ εκδίδοντας ισόποση τραπεζική επιταγή, αιτήθηκε μετά και την έκδοση της τελεσίδικης υπ’ αριθ. 227/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την από 9.6.2015 αίτησή του την έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής. Πράγματι επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 8927/2015 απόφαση του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ο εναγόμενος διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 28.752,58 ευρώ στον ενάγοντα. Παράλληλα ο ενάγων έχοντας χρηματική απαίτηση από τη σε βάρος του τέλεση αδικοπραξίας και προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω της απάτης ενώπιον του δικαστηρίου με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως άσκησε σε βάρος του εναγόμενου την από 20.7.2015 με ΓΑΚ 8830/2015 και αριθμό κατάθεσης 4875/2015 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατόπιν παραίτησής του από το αρχικό δικόγραφο της από 3.6.2013 με αριθμό κατάθεσης 80389/8961/2013 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την ως άνω αγωγή αιτήθηκε για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της αδικοπραξίας που τέλεσε βάρος του ο εναγόμενος με τη νόθευση του προαναφερόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης σκάφους και τη στη συνέχεια εν γνώσει προσαγωγή του νοθευμένου αυτού εγγράφου ως αποδεικτικό μέσο σε αστικές μεταξύ τους δίκες, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι επιληφθέντες των υποθέσεων δικαστές και να εκδώσουν ευνοϊκές για τον εναγόμενο αποφάσεις, κατά τα προεκτεθέντα, προς βλάβη της περιουσίας του ενάγοντος, το ποσό των 150.000 ευρώ, περιοριζόμενο κατά το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο διεκδικούσε ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Επ’ αυτής εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό η με αριθμό 1222/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως και αντεφέσεως κατ’ αυτής, η με αριθμό 591/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία το χρηματικό ποσό των οχτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, νομιμοτόκως. Επιπλέον, ο ενάγων με την από 21.7.2015 με αριθμό κατάθεσης 8694/4786/2015 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως επίσης κατά τόπον αρμόδιου, κατόπιν παραίτησής του από το δικόγραφο της από 12.2.2010 με αριθμό κατάθεσης 31336/1721/2010 αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ασκήθηκε σε συνέχεια παραίτησης από το δικόγραφο της από 16.7.2008 με αριθμό κατάθεσης 156334/7713/2008 αγωγής του, αιτήθηκε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την επιστροφή του ποσού των 55.000 ευρώ που κατέβαλε στα πλαίσια της αρχικής συμφωνίας και μέχρις διαπιστώσεως της ύπαρξης ελαττωμάτων, για αιτία που δεν επακολούθησε λόγω ανάκλησης της ισχύος του από 20.8.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σημειώνεται ότι στην εν λόγω αγωγή, η οποία έχει ήδη απορριφθεί αμετακλήτως, κατά τα προεκτεθέντα, κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 473/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως νόμω αβάσιμη, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εδραζόταν κατά το ιστορικό της στην εν γένει παράνομη εκτιθέμενη συμπεριφορά του εναγόμενου, που συνίστατο στη στέρηση της χρήσης και διάθεσης του σκάφους του ενάγοντος, στην ανυπαίτια εμπλοκή του σε πολυετή και δαπανηρό δικαστικό αγώνα και στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγόμενου έναντί του από τη διαφορά του τιμήματος αγοράς εκ των δύο συμφωνητικών πώλησης και από το κόστος επισκευής του σκάφους που επιβάρυνε τον ίδιον, ενώ στην υπό κρίση αγωγή εδράζεται στην πλημμελή εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγόμενου, αλλά και στην απατηλή συμπεριφορά του. Επομένως, δεν ανέκυψε ταυτότητα της ιστορικής αιτίας της υπό κρίση διαφοράς σε σχέση με τις προηγουμένως κριθείσες μεταξύ των ιδίων προσώπων, ιδίως δε σε σχέση με τις αμέσως ανωτέρω αναφερθείσες δίκες επί των οποίων έχουν εκδοθεί οι ήδη αμετάκλητες με αριθμούς 591/2018 και 473/2019 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με συνέπεια να μην απορρέει εξ αυτών δεδικασμένο, προϋπόθεση που το Δικαστήριο ερευνά και αυτεπαγγέλτως, εφόσον προκύπτει από τα στοιχεία που συνθέτουν τη δικογραφία. Περαιτέρω, από την αδικοπραξία που τέλεσε ο εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντος, συνιστάμενη όχι μόνο στην πλημμελή εκπλήρωση των εκ της συμβάσεως πωλήσεως υποχρεώσεών του, αλλά -κυρίως- στην απατηλή συμπεριφορά του, ήτοι στις δολίως ψευδείς διαβεβαιώσεις του, προκλήθηκε αιτιωδώς στον ενάγοντα μη περιουσιακή ζημία – ηθική βλάβη, αυτοτελώς σε σχέση με την ήδη αποκατασταθείσα δυνάμει των ανωτέρω αποφάσεων ηθική βλάβη, που ανάγεται σε άλλες επιμέρους εκφάνσεις της εν γένει παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου, όπως αυτή προεκτέθηκε επί τη βάσει των εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων, διότι υπέστη θλίψη και στενοχώρια. Προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ο ενάγων δικαιούται, προς ψυχική ανακούφιση και παρηγορία του, αλλά και προς άμβλυνση των επενεχθεισών στον ψυχισμό του επιπτώσεων και συνεπειών για την ταλαιπωρία και εξαπάτηση που υπέστη, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγόμενου, του είδους της υπαιτιότητάς του (δόλος), του είδους και της βαρύτητας της προσβολής του ενάγοντος, της προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών (ο μεν ενάγων είναι διδάκτωρ γεωλογίας, ειδικευμένος στα πετρέλαια, καταξιωμένος επιστήμονας και επαγγελματίας, εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διευθυντικές θέσεις στον τομέα των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, που χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού του κοινωνικού του περίγυρου, ο δε εναγόμενος μετανάστευσε σε πολύ μικρή ηλικία στις ΗΠΑ, όπου σταδιοδρόμησε στον αμερικανικό στρατό, από τον οποίο και συνταξιοδοτήθηκε), πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, η κρίση επί του οποίου δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας ούτε συνιστά υπέρβαση από το Δικαστήριο τούτο των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας για τον προσδιορισμό του, αφού το ανωτέρω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση δεν είναι μεγαλύτερο από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το χρηματικό ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 5.8.2012 υπ’ αριθ. κατάθεσης 139112/11359/2012 προηγούμενης αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι’ αυτό ή ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας είναι δυνατόν να προκαλέσει σημαντική ζημία σε αυτόν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, λόγω της ήττας του και κατά το μέρος αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 5.8.2012 υπ’ αριθ. κατάθεσης 139112/11359/2012 προηγούμενης αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ