ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
3764/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της καλούσας – ανακόπτουσας: Ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη …, επί της οδού …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Στυλιανής Μακανίκα, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/16-10-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Της καθ’ ης η κλήση – ανακοπή : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην … ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πάρη Ασανάκη, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/15-10-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
H καλούσα – ανακόπτουσα, με την από 29-1-2020 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 999/3-2-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 560/3-2-2020, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 26ης-5-2020, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 4ου της υπ’ αριθμό Δ1α/Γ.Π.οικ.21…/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 1074/27-3-2020), επανα-προσδιορίσθηκε, ακολούθως, οίκοθεν προς συζήτηση, δυνάμει του άρθρου 74 § 2 Ν. 4690/2020, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, βάσει της υπ’ αριθμό 4325/7-9-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 9-10-2017 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 582181/9-10-2017 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2154/9-10-2017, η οποία προσδιορίσθηκε αρχικά να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 15ης-5-2018 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 22-10-2019, οπότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’ αριθμό 1604/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 § 1 περ. α΄ και 933 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που ασκείται μετά την κατακύρωση στρέφεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, μεταξύ των οποίων δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, γιατί η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, αφού, εξαιτίας της πλήρους για αυτούς ταυτότητας του αντικειμένου της δίκης, δε μπορεί να νοηθεί ουσιαστική κρίση ακυρότητας του πλειστηριασμού για τον ένα και εγκυρότητας για τον άλλο (ΟλΑΠ 6/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 11/1992 ΕλλΔνη 1992, σελ. 759, ΑΠ 44/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν δεν απευθύνεται και κατά των δύο (ως άσκηση δε νοείται, όχι μόνο η κατάθεση αλλά και η επίδοση της ανακοπής σύμφωνα με τα άρθρα 585 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ), η ανακοπή είναι απαράδεκτη. Η δυνατότητα δε προσεπίκλησης στη δίκη του άλλου (κατά το άρθρο 86 ΚΠολΔ) ή μεταγενέστερης επίδοσης αυτής (με κλήση προς συζήτηση) και στον άλλο, όταν η ανακοπή στρέφεται κατά του ενός των αναγκαίων ομοδίκων ή επιδόθηκε μόνον στον ένα από αυτούς, τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση, ότι αυτή θα έχει συντελεσθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. γ΄ ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 6/2005 ό.π., ΑΠ 37/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και ήδη 934 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ, μετά την αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 1 άρθρο 8ο § 2 Ν. 4335/2015, άλλως ο πλειστηριασμός καθίσταται απρόσβλητος (ΟλΑΠ 6/2005, ΑΠ 37/2009 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 934 § 1 ΚΠολΔ, προβλέπεται η κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης με την ανακοπή του άρθρου 933 και δη επιτρέπεται η άσκηση της ανακοπής μόνο μέσα σε ορισμένη για κάθε περίπτωση ακυρότητας προθεσμία. Αν περάσει άπρακτη αυτή η προθεσμία, οι πράξεις εκτέλεσης γίνονται πλέον απρόσβλητες και δε μπορούν να συμπαρασύρουν σε ακυρότητα και τις επόμενες στη διαδικασία πράξεις, διότι επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής (ΑΠ 1898/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή των προθεσμιών του άρθρου 934 § 1 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το αίτημα της ανακοπής, το οποίο αναφέρεται στην ακύρωση μιας ή περισσοτέρων πράξεων εκτέλεσης, αλλά και τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στις προσβαλλόμενες με το αίτημα πράξεις και να θίγουν το κύρος τους (ΑΠ 686/2018, ΑΠ 640/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1469/2005 ΧρΙΔ 2006, σελ. 254). Έτσι, αν ως τον πλειστηριασμό δεν απαγγελθεί τελεσιδίκως η ακυρότητα κάποιας από τις ενδιάμεσες πράξεις της εκτέλεσης, η ακυρότητα αυτή δεν προβάλλεται παραδεκτώς ως λόγος ανακοπής κατά του κύρους του στην προθεσμία της § 1 περ. γ΄ του άρθρου 934 (ΑΠ 158/1985 ΝοΒ 1985, σελ. 1703, ΕφΔωδ 45/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ήδη 934 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ. Ωστόσο, ενόψει της ανάγκης τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934 § 1 ΚΠολΔ για την παροχή έννομης προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι επιτρέπεται προσβολή του πλειστηριασμού στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. γ΄ (και ήδη 934 § 1 περ. β΄) ΚΠολΔ, αν εκκρεμεί ήδη ανακοπή για ακύρωση διαδικαστικής πράξης της προδικασίας του και υπό τον όρο έκδοσης επ’ αυτής απόφασης που θα απαγγέλλει την ακυρότητα της πράξης (69 § 1δ ΚΠολΔ – ΜΠρΘεσ 21684/2012 Αρμ 2014, σελ. 111, Νικολόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρο 934 αρ. 14). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα, με την κρινόμενη ανακοπή της, η οποία νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση με την από 29-1-2020 κλήση της, καθώς με την υπ’ αριθμό 1604/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν, καθ’ ύλη, κατά τόπο και λειτουργικά, αρμόδιο Δικαστήριο, εκθέτει ότι με επίσπευση της καθ’ ης, δυνάμει του υπ’ αριθμό …/28-7-2017 αποσπάσματος της υπ’ αριθμό …/18-7-2017 κατασχετήριας έκθεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, διενεργήθηκε στις 30-8-2017 αναγκαστικός πλειστηριασμός ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Στέφανου Βασιλάκη και κατακυρώθηκε στον … του Γεωργίου, ως μοναδικό πλειοδότη το εκποιούμενο, υπό ελληνική σημαία, πλοίο της με το όνομα «…» (…), συνταχθείσας σχετικά της υπ’ αριθμό …/30-8-2017 έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί την ακύρωση της προαναφερόμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι της υπ’ αριθμό …/30-8-2017 έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, καθώς και την καταδίκη της καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή αρμόδια, καθ’ ύλη και κατά τόπο, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ο πρώτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η κατασχετήρια έκθεση δεν επιδόθηκε ούτε στην ίδια, ούτε στον πλοίαρχο του πλοίου, επικαλείται, δηλαδή, παντελή έλλειψη επίδοσης, που επάγεται την ακυρότητα του πλειστηριασμού ανεξάρτητα από βλάβη και μπορεί να προταθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 3/2007, ΑΠ 686/2018, ΕφΑθ 5595/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο εκθέτει ότι η κατάθεση εγγυητικής επιστολής της καθ’ ης δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, έπρεπε να έχουν ασκηθεί εντός σαράντα (40) ημερών από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού (άρθρο 1011Α § 2 σε συνδυασμό με άρθρο 934 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ), ομοίως δε και ο τρίτος λόγος, με τον οποίο πλήττεται ο πλειστηριασμός για το λόγο ότι είναι άκυρη η κατασχετήρια έκθεση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα έχει έννομο συμφέρον για την εμπρόθεσμη προσβολή της έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού (κατ’ άρθρο 69 § 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ), εφόσον, όπως συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι με τις προτάσεις τους, εκκρεμεί η από 30-8-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 569213/1832/2017, ανακοπή κατά της έκθεσης κατάσχεσης και ήδη έχει εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 29-1-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1001/562/2020, κλήση κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθμό 1523/2019 παραπεμπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η υπό κρίση ανακοπή, όμως, ασκήθηκε μόνο ως προς την επισπεύδουσα δανείστρια και μάλιστα εμπρόθεσμα, καθόσον η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης έλαβε χώρα στις 30-8-2017 και η επίδικη ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 9-10-2017 (βλ. την υπ’ αριθμό …/9-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Αντίθετα, δεν ασκήθηκε σε βάρος του υπερθεματιστή …, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη που εκτέθηκε στην αρχή της παρούσας, αλλά επακολούθησε, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα η άσκηση της από 8-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7713/3608/9-10-2020, προσεπίκλησης σε παρέμβαση του παραλειφθέντος ως άνω αναγκαίου ομοδίκου της επισπεύδουσας δανείστριας, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν στις 12-10-2020 (βλ. την υπ’ αριθμό …/12-10-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …), ήτοι μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης, στο άρθρο 1011Α § 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 934 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ, προθεσμίας των σαράντα (40) ημερών. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα με το βάσιμο ισχυρισμό της καθ’ ης, που λαμβάνεται άλλωστε αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ), σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επιβάλλει σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 9 Δεκεμβρίου 2020 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ