Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

3869/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ——————————

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Φωτεινάτου Χαρίκλεια.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 8-9-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …,  για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Κάραλη, με ΑΜ 29516 του Δ.Σ. Αθηνών, χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Βαλμάς – Βλούτης με ΑΜ 4232 του Δ.Σ. Πειραιώς.

O ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-8-2019 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7594/3837/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 31ης-3-2020, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση της λόγω της προσωρινής αναστολής των εργασιών του Πρωτοδικείου για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19. Σύμφωνα με το άρθρο 74 του ν. 4690/30-5-2020 με την υπ’ αριθ. 3828/2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορίσθηκε  αυτεπαγγέλτως ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο η δικάσιμος που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Ι. Κατά το άρθρο 202 του Α.Κ., “αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση”. Ενόψει της διατάξεως αυτής, ο διαλυτικός όρος που περιέχεται στη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητος κινητού ή ακινήτου, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που ο αγοραστής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη, εντός τακτής προθεσμίας ενέργεια, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος, δεν προέβη στην εκπλήρωση αυτής, θα εκπίπτει από κάθε δικαίωμα του που απορρέει από την πώληση και το πωληθέν θα καθίσταται αναγόραστο και θα επιστραφεί χωρίς άλλη διατύπωση στην κυριότητα του πωλητή, αποτελεί αναμφίβολα παρεμβολή στη σύμβαση, διαλυτικής αιρέσεως, υπό την οποία τελεί τόσο η κατά το άρθρο 1033 του Α.Κ. συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητος, όσο και η ενοχική δικαιοπραξία της πωλήσεως, η οποία αποτελεί, κατά την ανωτέρω διάταξη, την νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως. Όταν δε η διαλυτική αυτή αίρεση πληρωθεί, διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία εντός της οποίας ώφειλε να ενεργήσει ο αγοραστής, τότε, κατά τη βούληση των μερών, που σαφώς εκφράστηκε και είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 202 Α.Κ., ανατρέπεται η όλη σύμβαση τόσο κατά την ενοχική όσο και κατά την εμπράγματη ενέργεια της, υπό την έννοια ότι παύει αυτή να ισχύει με την επέλευση του αιρετικού γεγονότος και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγουμένη κατάσταση, άρα και η κυριότητα στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια του. (ΑΠ 1361/2017 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1616/2014 ΧρΙΔ 2015, 185, ΑΠ 629/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Το άρθρο 6 του ΚΙΝΔ, ορίζει ότι «προς μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι δια νόμιμον τινά αιτία μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα. Η συμφωνία γίνεται εγγράφως και υποβάλλεται σε καταχώρηση στο νηολόγιο. Ανευ της κατά το προηγούμενο εδάφιο εγγραφής, δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου.» Η διατύπωση του άρθρου αυτού είναι παρόμοια με τη διάταξη του άρθρου 1033 Α.Κ. περί μεταβιβάσεως ακινήτου. Η εμπράγματη δικαιοπραξία (μεταβίβαση του πλοίου) συντελείται δια της καταχωρήσεως του (ιδιωτικού) εγγράφου της μεταβιβάσεως, στο οικείο νηολόγιο του πλοίου, κατ ανάλογο τρόπο προς τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων (μεταγραφή της συμβολαιογραφικής πράξης  στα βιβλία μεταγραφών). Η εις το νηολόγιο εγγραφή αρκεί για τη μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου χωρίς να απαιτείται η παράδοση αυτού ούτε και συμβολική τοιαύτη, επειδή η εγγραφή, αντικαθιστά και την παράδοση. (βλ. Ιδ. Ναυτ.Δικ. Δημ. Καμβύση1982 άρθρο6 ΚΙΝΔ παρ.1δ και 4 σελ 52-55   Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου, κατ άρθρο ερμηνεία Α.Κ. τόμος 3, σχόλια σε άρθρο 522 Α.Κ., σελ. 75 Εφ. Πειρ. 74/2006 Ε. Ναυτ.Δικ. 2006, σελ203).Συνεπώς, από το συνδυασμό των διατάξεων του ΚΙΝΔ και του β.δ. 10/17.7.1910 προκύπτει ότι εγγράφονται συστατικά (όχι δηλωτικά) οι συμβατικές μεταβιβάσεις και επιβαρύνσεις (ειδικές διαδοχές) πλοίου ή μεριδίου του εξ αδιαιρέτου.Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΙ ΝΔ, η συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας πλοίου γίνεται εγγράφως. Είναι δηλαδή το έγγραφο συστατικό στοιχείο της σύμβασης (βλ. Ν. Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2α παρ. 62 σελ. 113) όχι μόνο της εμπράγματης αλλά και της ενοχικής (Εφ. Πειρ. 74/2006 ΕΝΔ 2006. 2003, Εφ. Πειρ. 1131/2002 Πειρ. Νομ. 2003. 95). Το έγγραφο μπορεί να είναι ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό. Συνεπώς, για να υπάρχει έγκυρη σύμβαση πωλήσεως του πλοίου, πρέπει αυτή να καταρτισθεί εγγράφως, διαφορετικά είναι άκυρη (Εφ. Πειρ. 3751/1987 ΕΝΔ 1989.297), και να έχει γίνει η σχετική καταχώριση στο νηολόγιο. Χωρίς την εγγραφή αυτή δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου (βλ. Εφ. Πειρ. 1131/2002 ΠΕΙΡ. ΝΟΜΟΛ. 2003/95 ο.π. στις ΑΠ 708/1985 ΕΝΔ 15, 153, Εφ. Πειρ. 841/1984 ΕΝΔ 13, 27, Ρόκα Ναυτ. Δίκαιο παρ. 19 σελ. 73 επομ., Σταυροπούλου Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου, στο άρθρο 6 ΚΙΝΔ εδαφ. 20, 30, 3β), γεγονός, άλλωστε, που συνάγεται και από τις, κατ’ άρθρο 8 ΚΙΝΔ, αναλογικά εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 1192 έως 1195, 1197 και 1199-1204 Α.Κ.

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι είναι κύριος του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους με το όνομα «…», νηολογίου … με αριθμό …, που φέρει άδεια Μηχανότρατας. Ότι δυνάμει του από 25-9-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο υπεγράφη στον Πειραιά, συμφώνησε να πωλήσει και παραδώσει στην εναγομένη εταιρία την κυριότητα του ως άνω σκάφους, έναντι τιμήματος ύψους 120.000 ευρώ, η δε μεταβίβαση τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση της πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης του τιμήματος. Ότι μέρος του τιμήματος που ανήλθε στο ποσό των 26.000 ευρώ προκαταβλήθηκε, ενώ το υπόλοιπο ύψους 94.000 ευρώ συμφωνήσαν να το καταβάλει η εναγομένη σε εννέα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ύψους 6.000 ευρώ εκάστη, πλην της πρώτης η οποία θα ανερχόταν στο ποσό των 11.000 ευρώ και της όγδοης που θα ανερχόταν σε 41.000 ευρώ. Ότι η πρώτη δόση συμφωνήθηκε καταβλητέα στις 31-5-2018 και η τελευταία στις 30-6-2018, ωστόσο η εναγομένη κατέβαλε τμηματικά στον ενάγοντα το ποσό των 48.000 ευρώ και εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 46.000 ευρώ, παρά την εξώδικη όχληση που της επέδωσε στις 14-12-2017, με αποτέλεσμα την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης και την ανάκτηση της κυριότητας του σκάφους από τον ενάγοντα. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί η κυριότητα του επί του επίδικου σκάφους λόγω πληρώσεως της διαλυτικής αίρεσης και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του το αποδώσει. Ζητεί, επίσης, να διαταχθεί η αποβολή της εναγομένης από τη νομή και κατοχή του επίδικου πλοίου, να απειληθεί χρηματική ποινή ύψους 10.000 ευρώ στην εναγομένη για τη μη συμμόρφωση της προς την εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, ως εκ της έδρας της εναγομένης (άρθρα 25ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 202, 361, 513, 974, 976, 1094 ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί αποβολής της εναγομένης και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα εξ αυτής από το επίδικο σκάφος, το οποίο θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο καθόσον η εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί είναι άμεση και συντελείται, σύμφωνα με το άρθρο 943 παρ.1 ΚΠολΔ, με την εκ μέρους του επιμελητή αποβολή του καθ’ ου η εκτέλεση από το πράγμα και την εγκατάσταση σε αυτό του επισπεύδοντος (βλ. ΑΠ …/1995, ΕλΔνη 37, 331, ΕφΠειρ 105/2016 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα να απειληθεί χρηματική ποινή για τη μη συμμόρφωση στην απόφαση που θα εκδοθεί, διότι αίτημα της αγωγής αυτής είναι η αναγνώριση της κυριότητας επί του σκάφους και η απόδοση αυτού, όχι η παύση και η παράλειψη στο μέλλον της διαταράξεως, όπως στις περιπτώσεις των άρθρων 1108 και 989 ΑΚ περί αρνητικής αγωγής και αγωγής προστασίας της νομής, με τις οποίες η διεκδικητική αγωγή δεν μπορεί να σωρευθεί λόγω της αντίφασης μεταξύ τους (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 306). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής και η διάταξη του άρθρου 947§1 ΚΠολΔ, με την οποία προβλέπεται απειλή χρηματικής ποινής, όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, διότι η τελευταία διάταξη προϋποθέτει αίτηση περί παραλείψεως η ανοχής πράξεως στηριζόμενη στο ουσιαστικό δίκαιο (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 242 επ). Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδ. με την 26-11-2019 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της τράπεζας …).        Η εναγόμενη, με τις έγγραφες προτάσεις της αρνείται το περιεχόμενο της αγωγής και ισχυρίζεται ότι, κατόπιν καταβολών, το ποσό που οφείλει ανέρχεται σε 31.500 ευρώ. Εκθέτει περαιτέρω ότι ο ενάγων δεν αναφέρει το χρόνο πλήρωσης της αίρεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση με την χορήγηση νέας προθεσμίας εξόφλησης της οφειλής στις 1-10-2018 και 5-5-2019, δεν έχει πληρωθεί. Ότι το σκάφος που αγόρασε από τον ενάγοντα βαρύνεται με πραγματικά ελαττώματα, τα οποία διαπίστωσε μετά την αγορά του,κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης, τα δε ελαττώματα αφορούν εκτεταμένη φθορά στο κύτος, στο δάπεδο του καταστρώματος, στο μηχανολογικό, ηλεκτρολογικό και υδραυλικό εξοπλισμό του σκάφους για την αποκατάσταση των οποίων δαπάνησε το ποσό των 63.164 ευρώ και ως εκ τούτου, ενόψει της ανωτέρω ελαττωματικότητας το τίμημα της πώλησης θα πρέπει να ελαττωθεί κατά το ποσό των 40.000 ευρώ και να περιοριστεί έτσι στο ποσό των  80.000 ευρώ, ούτως ώστε να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα άλλο ποσό. Επικουρικά ζητεί τον συμψηφισμό του ποσού που υπολείπεται με εκείνο που δαπάνησε για την επισκευή του σκάφους. Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός συνιστά την ένσταση ιδίας κυριότητας, δεδομένου ότι επικαλείται την μη πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης λόγω εξόφλησης του τιμήματος κατόπιν μείωσης του λόγω της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων, καθώς και συμψηφισμού του υπολοίπου της οφειλής με ανταπαίτηση που διατηρεί η εναγομένη. Η ένσταση αυτή κρίνεται νόμιμη κατά το πρώτο σκέλος της και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 534 – 535 και 540, 1095 ΑΚ. Ομοίως, ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού της οφειλής της εναγομένης με την ανταπαίτηση που διατηρεί για τις δαπάνες επισκευής του σκάφους, δεν αποτελεί ένσταση συμψηφισμού, δεδομένου ότι δεν είναι ομοειδείς οι απαιτήσεις, αλλά εξόφλησης του τιμήματος της αγοραπωλησίας, που κατατείνει στην απόρριψη της αγωγής. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός συνιστά την ένσταση πωληθέντος και παραδοθέντος πράγματος, ερείδεται επίσης στο άρθρο 1095 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.          Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 25-9-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος, πλοιοκτήτη του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού αλιευτικού σκάφους με το όνομα «…», νηολογίου … με αριθμό …, κ.ο.χ. 47,77, μήκους 20,94, εφοδιασμένο με άδεια αλιείας, κινούμενο με μία μηχανή 365 ΒΗP, και της εδρεύουσας στο … εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», ο πρώτος πώλησε στην δεύτερη το ανωτέρω σκάφος, αντί τιμήματος 120.000 ευρώ και κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω σύμβαση αγοραπωλησίας. Συγκεκριμένα, από το ανωτέρω ποσό του τιμήματος, καταβλήθηκε στον πωλητή, κατά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού, το ποσό των 26.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό των 94.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί από την εναγομένη αγοράστρια σε εννέα (9) ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 6.000 ευρώ, πλην της πρώτης και της τελευταίας ποσού 11.000 ευρώ και 40.000 ευρώ αντίστοιχα, καταβλητέας της πρώτης δόσης στις 31-10-2017 και των επομένων δόσεων στην αντίστοιχη ημερομηνία καθενός των επόμενων μηνών, που ορίστηκε ως δήλη ημέρα, καταβλητέας της τελευταίας στις 30-6-2018. Επίσης, ορίστηκε ρητά ότι η εν λόγω αγοραπωλησία τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, παρά τα ως άνω συμφωνηθέντα, η εναγομένη αγοράστρια δεν υπήρξε συνεπής, όσον αφορά την προσήκουσα και εμπρόθεσμη πληρωμή των οφειλομένων μηνιαίων δόσεων. Συγκεκριμένα, η εναγομένη μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που είχε συμφωνηθεί κατέβαλε συνολικά το ποσό των 14.000 ευρώ. Κατόπιν τούτου, τα συμβαλλόμενα μέρη στις 1-10-2018 κατήρτισαν νέο ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο αφενός η αγοράστρια αναγνώρισε ότι εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 80.000 ευρώ και αφετέρου προέβησαν σε διακανονισμό της οφειλής, ο οποίος τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση αποπληρωμής του οφειλόμενου μετά το διακανονισμό ποσού και συγκεκριμένα την καταβολή του ποσού των 5.000 ευρώ κατά την υπογραφή καθώς, την καταβολή ποσού 5.000 ευρώ το πρώτο πενθήμερο κάθε ημερολογιακού μήνα από το Νοέμβριο 2018 έως και το Μαϊο 2018, την καταβολή 20.000 ευρώ έως 5-2-2019 και 20.000 ευρώ έως 5-4-2019. Από τις αποδείξεις τραπεζικών συναλλαγών που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγομένη αποδείχθηκε ότι προέβη στις ακόλουθες καταβολές, έναντι του πιστωθέντος τιμήματος των 80.000 ευρώ, με σημαντική καθυστέρηση, ήτοι μετά την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας καταβολής εκάστης δόσεως και συγκεκριμένα κατέβαλε στις 2-10-2018 τα ποσά 1.100 ευρώ, 2.000 ευρώ και 1.900 ευρώ, στις 12-10-2018 ποσό 700 ευρώ, στις 6-11-2018 ποσό 2.000 ευρώ, στις 12-11-2018 ποσό 2.000 ευρώ, στις 16-11-2018 ποσό 1.000 ευρώ, στις 7-12-2018 ποσό 5.000 (1.000+4.000) ευρώ, στις 7-1-2019 ποσό 5.000 ευρώ, στις 5-2-2019 ποσό 3.000 ευρώ, στις 8-2-2019 ποσό 2.800 ευρώ, στις 7-3-2019 ποσό 2.000 ευρώ, στις 19-3-2019 ποσό 1.000 ευρώ, στις 21-3-2019 ποσό 2.000 ευρώ, στις 8-4-2019 ποσό 5.000 ευρώ, στις 5-7-2019 ποσό 4.000 ευρώ, στις 26-8-2019 ποσό 4.000 ευρώ (3.000+1.000), στις 8-11-2019 ποσό 4.000 ευρώ, ήτοι συνολικά 48.500 ευρώ, απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου 31.500 ευρώ. Επομένως, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς τις οφειλόμενες δόσεις με βάση το διακανονισμό που επιτεύχθηκε στις 1-10-2018 και κατά συνέπεια λόγω μη εξόφλησης των οφειλόμενων δόσεων μέχρι την 5η-5-2019 επήλθε η πλήρωση της αίρεσης υπό την οποία τελούσε ο διακανονισμός της οφειλής με αποτέλεσμα την ανατροπή του. Κατόπιν τούτου λογίζεται ότι έχει πληρωθεί στις 30-6-2018 και η διαλυτική αίρεση που είχε τεθεί στη σύμβαση πώλησης και επανήλθε αυτοδικαίως η κυριότητα του επίδικου σκάφους στον ενάγοντα (άρθρο 202 ΑΚ). Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η υπερημερία της οφείλεται στην αντισυμβατική συμπεριφορά του ενάγοντος και αίρεται εξαιτίας αυτής, εφόσον ο ενάγων δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση του να παραδώσει το πωληθέν πλοίο χωρίς πραγματικά ελαττώματα, με αποτέλεσμα, λόγω της αναξιοπλοϊας του, να δαπανήσει 63.164 ευρώ για την επισκευή του. Ωστόσο, ο ισχυρισμός της εναγομένης κρίνεται αναπόδεικτος, διότι το σκάφος παραδόθηκε σε χρόνο προγενέστερο της πώλησης του προκειμένου να επισκευασθεί, γεγονός το οποίο ρητά μνημονεύεται στο σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Συνεπώς, εφόσον η εναγομένη προέβη στην επισκευή του σε χρόνο προγενέστερο της κατάρτισης της επίδικης αγοραπωλησίας, γνώριζε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν αυτό. Επομένως, ο ισχυρισμός περί εξοφλήσεως ή μειώσεως του τιμήματος λόγω της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσιάν αβάσιμος. Εξάλλου, δεδομένης της γνώσης της εναγομένης για την κακή κατάσταση του κήτους και του εξοπλισμού του σκάφους, τα συμβαλλόμενα μέρη στην αγοραπωλησία συνυπολόγισαν κατά τον προσδιορισμό του τιμήματος αγοράς του σκάφους των απομειωμένη αξία του λόγω των απαιτούμενων επισκευαστικών εργασιών. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ένσταση εξόφλησης λόγω συμψηφισμού της ανταπαίτησης της εναγομένης για δαπάνες επισκευής του σκάφους που κατέβαλε, δεδομένου ότι η επισκευή αποτελούσε συμβατική της υποχρέωση. Ενδεχόμενη ανταπαίτηση που τυχόν θα γεννηθεί μετά την ανατροπή της σύμβασης με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν γεννά απαίτηση δυνάμενη να συμψηφισθεί με το οφειλόμενο τίμημα, διότι η σχετική ενοχή παράγεται κατά το στάδιο εκκαθάρισης της συμβατικής σχέσης της πώλησης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί, ότι ανεξαρτήτως του γεγονότος της υπερημερίας της εναγομένης και της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης αποπληρωμής του τιμήματος, το σκάφος δεν μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη, δεδομένου ότι η τελευταία δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύεται η καταχώριση της μεταβιβαστικής πράξης στο οικείο νηολόγιο. Όπως, ήδη εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, χωρίς την εγγραφή αυτή δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους, γεγονός, άλλωστε, που συνάγεται και από τις, κατ’ άρθρο 8 ΚΙΝΔ, αναλογικά εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 1192 έως 1195, 1197 και 1199-1204 Α.Κ. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων είναι κύριος του επίδικου σκάφους καθώς και να υποχρεωθεί η εναγομένη να το αποδώσει στον ενάγοντα. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, δεδομένου ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της, κατά παραδοχή σχετικού του αιτήματος (άρθρα 106, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.Δέχεται την αγωγή.Αναγνωρίζει τον ενάγοντα κύριο του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού αλιευτικού σκάφους με το όνομα «…», νηολογίου … με αριθμό …, κ.ο.χ. 47,77, μήκους 20,94 καιΥποχρεώνει την εναγομένη να αποδώσει το σκάφος στον ενάγοντα.Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες εξακόσια (3.600,00) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ