Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 Αριθμός Απόφασης:  3883/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 5292/2489/2020)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 5401/2528/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) …, οδός …, με ΑΦΜ …, 2) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… – …», με έδρα την …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Γεωργούλη του Χαραλάμπους (ΑΜ/ΔΣΑ 34483), που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/6.10.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ …, ο οποίος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεράσιμο Ποταμιάνο του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ 9414), που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/6.10.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19.7.2020 ανακοπή τους (Γενικός Αριθμός Κατάθεσης: 5292/20.7.2020, Ειδικός Αριθμός Κατάθεσης: 2489/20.7.2020), καθώς και οι από 21.7.2020 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής τους (Γενικός Αριθμός Κατάθεσης: 5401/22.7.2020, Ειδικός Αριθμός Κατάθεσης: 2528/22.7.2020), που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκαν στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο και τη συζήτησή της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση η από 19.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης 5292/2489/2020 ανακοπή και ο από 21.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης 5401/2528/2020, ασκούμενος με αυτοτελές δικόγραφο, πρόσθετος λόγος αυτής, που πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 285 και 585 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι ανακόπτοντες, με την κρινόμενη ανακοπή τους, ζητούν, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν και στο αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, λόγους, την ακύρωση α) της από 16.7.2020 επιταγής προς πληρωμή για ποσό 42.421,72 ευρώ κάτωθι αντιγράφου της υπ’ αριθ. 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου (Α1 Τμήμα – ως Συμβούλιο), εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και β) της εξ ευρώ 42.421,72 απαίτησης, ερειδόμενης επί της ανωτέρω υπ’ αριθ. 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου. Επίσης, ζητούν να καταδικαστεί ο καθ’ ου στα δικαστικά τους έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η ανακοπή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ), καθόσον πρόκειται, όπως προκύπτει από την ιστορική της βάση και το αίτημά της, γι’ ανακοπή των άρθρων 933 επ., που εφαρμόζονται εν προκειμένω όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν. 4335/2015 (άρθρο 9 παρ. 3 του άρθρου πρώτου ν. 4335/2015), δεδομένου ότι η εκτελεστική διαδικασία άρχισε στις 17.7.2020, με την επίδοση στους ανακόπτοντες της από 16.7.2020 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι ακριβούς αντιγράφου της με αριθμό 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, ήτοι μετά την 1.1.2016 (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Σημειώνεται ότι η υπό κρίση ανακοπή δεν συνιστά, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ, ώστε να εφαρμοστεί η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), καθόσον δεν στρέφεται κατά απόφασης που διατάζει ασφαλιστικό μέτρο, αλλά που έχει ως αντικείμενο τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων για την εξέλιξη και πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας, με συνέπεια να έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2012, §21 αριθ. 1, υπό το άρθρο 702, σελ. 431). Εξάλλου, η συμμετοχή των ανακοπτόντων στη συζήτηση θεωρείται προσήκουσα, παρότι κατέθεσαν «κοινές» προτάσεις για την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της, διότι η συζήτηση διεξάγεται ενιαία, αφού με τους πρόσθετους λόγους δεν δημιουργείται ιδιαίτερη υπόθεση, αλλά στηρίζουν αυτοί προσθέτως το αίτημα της ανακοπής, αποτελώντας μέρος της όλης εκ της ανακοπής υποθέσεως, για τη συζήτηση της οποίας εκάτερο των διαδίκων μερών ένα μόνο, περί της ανακοπής, δικόγραφο προτάσεων υποχρεούται, κατά το άρθρο 115 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να υποβάλει (βλ. ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 1991.62). Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή υπάγεται στο παρόν αρμόδιο καθ’ ύλην, λειτουργικά και κατά τόπο Δικαστήριο (άρθρα 933 παρ. 1, 3, 584 ΚΠολΔ και 51 του ν. 2172/1993), καθώς η κατοικία του πρώτου και η έδρα της δεύτερης των ανακοπτόντων αντίστοιχα βρίσκονται στο νομό Αττικής (άρθρα 22 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρο 51 παρ. 2 του ν. 2172/1993), όπως η προκείμενη, που εκπηγάζει από ναυτεργατικό ατύχημα. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αβάσιμη η προβαλλόμενη από τον καθ’ ου η ανακοπή ένσταση αναρμοδιότητας (κατά τόπον) του Δικαστηρίου τούτου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, διότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 20.7.2020 και επιδόθηκε στον καθ’ ου στις 21.7.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. …/21.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), ήτοι εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α΄ εδ. α΄ ΚΠολΔ από την επίδοση αντιγράφου της προσβαλλόμενης από 16.7.2020 επιταγής προς πληρωμής στους ανακόπτοντες, στις 17.7.2020 (βλ. τις προαναφερθείσες υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Ωστόσο, το αίτημα ν’ ακυρωθεί η εξ ευρώ 42.421,72 απαίτηση του καθ’ ου, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού της στο ποσό αυτό, τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον η κατά το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της εκτελέσεως μπορεί να έχει ως ιστορική βάση αντιρρήσεις του ανακόπτοντος που αφορούν το άκυρο του εκτελεστού τίτλου (τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα αυτού), τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτηση, το αίτημα όμως αυτής κατευθύνεται πάντοτε στην ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξεως της εκτελέσεως (ΕφΘεσ 838/1986 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με παραπομπή σε Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεση, έκδ. 2η, τόμ. Α, παρ. 152 σελ. 404-405). Ως εκ τούτου, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Περαιτέρω, οι από 21.7.2020 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού το δικόγραφο αυτών κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22.7.2020 και επιδόθηκε στον καθ’ ου στις 23.7.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), δηλαδή εντός της οριζόμενης, κατ’ άρθρα 585 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με τα άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α΄ και 614 επ. ΚΠολΔ) και 933 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, οκταήμερης προθεσμίας πριν τη σημερινή συζήτηση της κρινόμενης ανακοπής. Ως εκ τούτου, οι πρόσθετοι λόγοι της κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπής πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία άλλωστε θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή της ανακρίβειας των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων, που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (βλ. ΕφΠατρ 445/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο για το επιπλέον. Συνεπώς, η μερική ακυρότητα της επιταγής δεν επιφέρει ολική ακυρότητα της διαδικαστικής πράξεως της επιταγής ούτε συνεπιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επακολουθεί, ως προς εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πλήττονται από τη μερική ακυρότητα της επιταγής (βλ. ΑΠ 310/1992 Δ 1992.813, ΕφΑθ 1839/2002 ΕλλΔνη 2004.852, ΕφΠειρ 911/1994 ΕλλΔνη 1995.672, ΕφΑθ 2675/1993 ΕλλΔνη 1994.456, ΕφΑθ 1115/1992 ΕλλΔνη 1994.455, ΕφΑθ 2659/1992 ΕλλΔνη 1994.456), εκτός αν ο οφειλέτης ισχυριστεί και αποδείξει ότι είχε προσφερθεί στην καταβολή του πραγματικά οφειλόμενου ποσού πριν από την επίδοση της επιταγής και μολαταύτα αποκρούστηκε (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδ. β΄, άρθρ. 924, παρ. 115). Ειδικά δε εκ των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι για την ενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως δεν αρκεί η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, αλλά πρέπει η αξίωση, για την οποία ενεργείται η εκτέλεση, να είναι βεβαία, μη εξαρτωμένη ήδη από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή την επέλευση ορισμένου γεγονότος, έτι δε και εκκαθαρισμένη, ήτοι ορισμένη κατά το ποσό και το ποιόν της παροχής (ΕφΘεσ 693/1984 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ «Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτε, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που παρέχει μικρότερη ασφάλεια για το δανειστή. Αν υπάρχουν περισσότερα με την ίδια ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη. Αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή, στο αρχαιότερο. Αν όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι ο δανειστής δεν έχει ποτέ το δικαίωμα να ορίσει μονομερώς το χρέος που θα εξοφληθεί (βλ. ΑΠ 370/2001 ΕλλΔνη 2002.140), ενώ, αν δεν ασκήσει ο οφειλέτης το δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού, ο καταλογισμός θα γίνει κατά τη σειρά που ορίζει ο νόμος (βλ. ΑΠ 1988/2006 ΝοΒ 2007.1553). Εξαίρεση στη ρύθμιση της ΑΚ 422 εισάγει η ΑΚ 423, για την περίπτωση ειδικώς που το χρέος αποτελείται από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Η εξαίρεση έγκειται αφενός στη μη πρόβλεψη δικαιώματος του οφειλέτη να ορίσει μονομερώς τη σειρά καταλογισμού της παροχής -δικαίωμα που κανονικά παρέχεται στον οφειλέτη με την ΑΚ 422 εδ. α΄- και αφετέρου στην πρόβλεψη διαφορετικής σειράς καταλογισμού της παροχής, σε σχέση με τη σειρά που ορίζεται στην ΑΚ 422 εδ. β΄, για την περίπτωση που ο οφειλέτης παραλείψει να ορίσει τη σειρά καταλογισμού (της παροχής). Επομένως, η ΑΚ 423 υπηρετεί τα συμφέροντα του δανειστή (και όχι του οφειλέτη) (Μπεχλιβάνης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 423 αριθ. 1,3). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 907 και 908 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κηρύξει την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και μόνον εν μέρει, ως προς ορισμένες δηλαδή διατάξεις της ή ως προς μέρος της επιδικαζόμενης απαιτήσεως. Στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται ειδικά το ποσό ως προς το οποίο η απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή. Αν δεν ορίζεται ρητά στο διατακτικό, η προσωρινή εκτέλεση δεν αφορά και τους τόκους του κεφαλαίου που επιδικάσθηκε με την προσωρινώς εκτελεστή απόφαση· ή, αν η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος μόνο του κεφαλαίου, η προσωρινή εκτέλεση δεν αφορά και τους τόκους που αναλογούν στο μέρος αυτό της απαιτήσεως, αν αυτό δεν μνημονεύεται ειδικώς στη διάταξη για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής [ΜΠρΘεσ 2904/1988 Αρμ 1989.59· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 904 αριθ. 10 και 908 αριθ. 2]. Συνοψίζοντας, η προσωρινή εκτελεστότητα καλύπτει τόκους μόνο αν ορίζεται στην απόφαση ρητώς, αλλιώς δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 423 (Μπεχλιβάνης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 423 αριθ. 4, με παραπομπή σε νομολογία).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, όπως αυτοί επιτρεπτά και ορθά κατά το περιεχόμενό τους συνεκτιμώνται, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου ανεστάλη η εκτέλεση της υπ’ αριθ. 360/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά για το πέραν των 25.000 ευρώ ποσό κεφαλαίου. Ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή πρέπει ν’ ακυρωθεί λόγω της αοριστίας της για το ποσό κεφαλαίου πέραν των 20.000 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της καταβολής του προσωρινώς εκτελεστού δυνάμει της πρωτοδίκου αποφάσεως επί της ένδικης διαφοράς ποσού των 5.000 ευρώ και της μερικής εξόφλησης της ένδικης απαίτησης ως προς το ποσό αυτό, το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί από το κεφάλαιο και όχι από τους τόκους, στους οποίους ο καθ’ ου παρανόμως το καταλογίζει, καθώς και ως προς τους τόκους υπερημερίας και επιδικίας. Με το περιεχόμενο αυτό ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι ορισμένοι και νόμω βάσιμοι, στηριζόμενοι στις νομικές διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916, 924 και 933 παρ. 1,5 ΚΠολΔ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 416 AK, και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 352 παρ. 1, 261, 591 παρ 1 εδ. α ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 24.10.2011 με αριθμό κατάθεσης 181026/13512/2011 αγωγής του ήδη καθ’ ου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος των ήδη ανακοπτόντων, εκδόθηκε, κατόπιν παραπομπής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τη με αριθμό 3563/2015 απόφασή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών), η με αριθμό 1979/2018 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που, αφού διέταξε την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε αυτήν εν μέρει και υποχρέωσε τους ανακόπτοντες να καταβάλουν στον καθ’ ου το ποσό των 12.554,70 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, κήρυξε δε την απόφαση ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Κατόπιν ασκήσεως αντίθετων εφέσεων κατά της εν λόγω απόφασης, εκδόθηκε η με αριθμό 360/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών), η οποία δέχθηκε τυπικά αμφότερες τις εφέσεις, απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 25.7.2018 με αριθμό κατάθεσης 8480/621/2018 έφεση των ήδη ανακοπτόντων και δέχθηκε κατ’ ουσίαν την από 15.6.2018 με αριθμό κατάθεσης 6657/465/2018 έφεση του ήδη καθ’ ου, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 1979/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κράτησε και δίκασε την από 24.10.2011 αγωγή, δέχθηκε αυτή εν μέρει και υποχρέωσε τους ανακόπτοντες, έκαστον εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον καθ’ ου το ποσό των 64.755,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης οι ανακόπτοντες άσκησαν την από 21.6.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 714/2020 αίτηση αναίρεσης, που έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στο Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου κατά τη δικάσιμο της 6.12.2021, και παράλληλα την από 21.6.2020 αίτηση κατ’ άρθρο 565 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία ζήτησαν να ανασταλεί η εκτέλεση της 360/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, έως ότου εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου επί της παραπάνω αίτησης αναίρεσης. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 63/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία η αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή και ανεστάλη η εκτέλεση της 360/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς «για το πέραν των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000€) ποσό κεφαλαίου, έως ότου εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου για την από 16.6.2020 αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε κατά της πιο πάνω εφετειακής απόφασης και με τον όρο να συζητηθεί η αίτηση αυτή κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 6-12-2021», ενώ οι αιτούντες και ήδη ανακόπτοντες καταδικάσθηκαν στη δικαστική δαπάνη του καθ’ ου, που ορίστηκε σε χίλια οκτακόσια (1.800,00) ευρώ. Ακολούθως, ο καθ’ ου επέδωσε στους ανακόπτοντες την 17.7.2020 ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου (διαδικασίας αναστολών), προς γνώση τους και για τις νόμιμες συνέπειες, με την κάτωθι αυτής από 16.7.2020 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επέτασσε τους ανακόπτοντες να του καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, τα ακόλουθα ποσά: «Α) Για κεφάλαιο ποσό ευρώ €25.000, Β) Για τόκους υπερημερίας του άνω κεφαλαίου από την επίδοση της αγωγής (10.7.2012) μέχρι την 19.6.2020, αφαιρουμένης της ενδιάμεσης καταβολής των €5.000 την 14.5.2018 (422 ΑΚ), ποσό ευρώ €9.850,60, Γ) Για τόκους επιδικίας 2% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 13.3.2020 (αναστολή τόκων επιδικίας) ποσό ευρώ €3.829,23, Δ) Για τόκους επιδικίας 3% από 1.6.2020 έως την 19.6.2020 ποσό ευρώ €36,89, Ε) Για δικαστική δαπάνη της υπ’ αριθ. 63/2020 αποφάσεως του ΑΠ ποσό ευρώ €1.800, Στ) Για έκδοση αντιγράφου ποσό ευρώ €5, Ζ) Για τη σύνταξη της παρούσης επιταγής ποσό ευρώ €1.800 (άρθρο 72§1 Κώδικα Δικηγόρων), Η) Για τις επιδόσεις ταύτης ποσό ευρώ €100, και συνολικά το ποσό των ευρώ σαράντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ενός και εβδομήντα δύο λεπτών (€42.421,72), νομιμοτόκως, πλην των κονδυλίων των τόκων, από την επίδοση της παρούσης επιταγής έως της πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις ένα έκαστον των ανωτέρω οφειλετών». Η ανωτέρω, ωστόσο, απόφαση του Αρείου Πάγου επιτρέπει την εκτέλεση της 360/2020 τελεσίδικης καταψηφιστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς μόνο για το ποσό των 25.000 ευρώ ως κεφάλαιο της απαίτησης, όχι δε και για τους τόκους του ποσού αυτού. Επομένως, ακύρως ο καθ’ ου στην προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση περιλαμβάνει τα υπό στοιχεία Β), Γ) και Δ) επιμέρους ποσά, και συγκεκριμένα: “Β) Για τόκους υπερημερίας του άνω κεφαλαίου από την επίδοση της αγωγής (10.7.2012) μέχρι την 19.6.2020, αφαιρουμένης της ενδιάμεσης καταβολής των €5.000 την 14.5.2018 (422 ΑΚ), ποσό ευρώ €9.850,60, Γ) Για τόκους επιδικίας 2% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 13.3.2020 (αναστολή τόκων επιδικίας) ποσό ευρώ €3.829,23, και Δ) Για τόκους επιδικίας 3% από 1.6.2020 έως την 19.6.2020 ποσό ευρώ €36,89”. Περαιτέρω, σε σχέση με το ποσό κεφαλαίου 25.000 ευρώ, ως προς το οποίο η αρεοπαγιτική απόφαση επιτρέπει να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της προαναφερθείσας εφετειακής απόφασης, αποδείχθηκε, όπως ομολογεί ο καθ’ ου, ότι στις 14.5.2018 καταβλήθηκε από τους ανακόπτοντες στον καθ’ ου το ποσό των 5.000,00 ευρώ, σε συμμόρφωση προς την υπ’ αριθ. 1979/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών), που όρισε το ποσό αυτό ως προσωρινά εκτελεστό, κατά τα ανωτέρω. Σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση που προηγήθηκε, το προσωρινά εκτελεστό ποσό αφορούσε σε μέρος του κεφαλαίου της επιδικασθείσας απαίτησης, εφόσον δεν προβλεπόταν κάτι διαφορετικό στην πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, ο καθ’ ου εσφαλμένα καταλόγισε το εν λόγω ποσό στους τόκους του κεφαλαίου, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 423 ΑΚ, καθόσον η καταψηφιστική διάταξη της οριστικής απόφασης δεν είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και ως προς τους τόκους, η απαίτησή του δε έχει αποσβεστεί κατά το ποσό των 5.000,00 ευρώ, με καταβολή από τους ανακόπτοντες κατ’ άρθρο 416 ΑΚ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ανακοπής, όπως συνεκτιμώνται, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι, ν’ ακυρωθεί δε μερικά η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και δη ως προς το υπό στοιχ. Α επιμέρους κονδύλι αυτής, για το πέραν των 20.000 ευρώ ποσό κεφαλαίου αυτής, για δε τα υπό στοιχ. Β, Γ και Δ κονδύλια αυτής, στο σύνολό τους.

IV. Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή κατά το ποσό των 5,00 ευρώ, που αφορά σε τέλος απογράφου της με αριθμό 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, για τον λόγο ότι αυτή εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και, συνεπώς, δεν εκδόθηκε απόγραφο για την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Ο λόγος αυτός ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον το ποσό των 5,00 ευρώ, που περιλαμβάνεται στο επιτασσόμενο με την προσβαλλόμενη επιταγή πληρωμής συνολικό ποσό των 42.421,72 ευρώ, αφορά σε έξοδα έκδοσης αντιγράφου της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου, όπως ρητά αναφέρεται στην επιταγή, και όχι σε έξοδα έκδοσης απογράφου αυτής.

V. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι η επισπευδόμενη σε βάρος τους, με την ένδικη επιταγή, αναγκαστική εκτέλεση, είναι άκυρη ως καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους αυτού επικαλούνται τα ακόλουθα περιστατικά: Ότι ο καθ’ ου αιφνιδιαστικά επισπεύδει σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση για αναληθές ποσό, καθόσον περιλαμβάνει το ήδη καταβληθέν εκ μέρους τους ποσό κεφαλαίου των 5.000 ευρώ και τόκους (υπερημερίας και επιδικίας), χωρίς να αναφέρονται στην ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη τους και τον πορισμό ίδιου οικονομικού οφέλους. Ότι επέλεξε να στραφεί αποκλειστικά εναντίον τους, κατόπιν παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το ναυπηγείο στο οποίο ναυλωχούσε η θαλαμηγός και τον Πλοίαρχο, που ήταν οι πραγματικά υπαίτιοι του ναυτεργατικού ατυχήματος για το οποίο η ένδικη διαφορά, κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό του δικαιώματος, τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη. Τέλος, ότι από την αρξάμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης υφίστανται οικονομική βλάβη, ενόψει του ότι δραστηριοποιούνται στον τομέα της εστίασης που πλήττεται από την πανδημία του covid-19. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής δεν είναι νόμιμος, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι ανακόπτοντες για τη θεμελίωση της ΑΚ 281, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν την εκ μέρους του καθ’ ου η ανακοπή επισπευδόμενη σε βάρος των ανακοπτόντων, με την προσβαλλόμενη επιταγή αναγκαστική εκτέλεση, καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ. Τούτο, δεδομένου ότι η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για το ως άνω συνολικό ποσό, που περιλαμβάνει ποσό κεφαλαίου μεγαλύτερο του οφειλόμενου, λόγω της προγενέστερης καταβολής του ποσού των 5.000 ευρώ, καθώς και τόκους, παρά το γεγονός ότι η 63/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου διέτασσε την αναστολή της εφετειακής 360/2020 απόφασης για το πέραν των 25.000 ευρώ ποσό κεφαλαίου, δεν αποτελεί συμπεριφορά αντίθετη προφανώς στην καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη. Οι εν λόγω πλημμέλειες της επιταγής μπορεί να έχουν ως συνέπεια τη θεμελίωση λόγου ακυρότητάς της κατά το αντίστοιχο ποσό, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, δεν καθιστούν, όμως, και καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος προς εκτέλεση. Περαιτέρω, επειδή ο δανειστής έχει δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος εναντίον τίνος θα στραφεί για να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του, στην περίπτωση που ευθύνονται περισσότεροι, δεν στοιχειοθετείται κατάχρηση δικαιώματος εκ του γεγονότος ότι ο καθ’ ου στράφηκε εναντίον των ήδη ανακοπτόντων και παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής από τα λοιπά εναχθέντα πρόσωπα. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται άλλα περιστατικά ανέντιμης συμπεριφοράς του καθ’ ου ώστε να θεωρείται ότι η επιχειρούμενη εκτέλεση είναι αντίθετη στη καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη. Τέλος, το γεγονός ότι ο καθ’ ου επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση εν μέσω της πανδημίας με συνέπεια την ενδεχόμενη πρόκληση βλάβης σε βάρος των ανακοπτόντων – οφειλετών, έστω και μεγάλης, αφού αυτοί δραστηριοποιούνται στον πληττόμενο χώρο της εστίασης, δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, εκτός αν τούτο συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, επίκληση, όμως, της συνδρομής τέτοιων περιστάσεων δεν γίνεται από τους ανακόπτοντες. Σημειώνεται ότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται πρόσθετα στοιχεία συμπεριφοράς του καθ’ ου από τα οποία να προκύπτει ότι τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ασκήσει το δικαίωμά του. Κατ’ ακολουθίαν, ο τέταρτος λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και απορριπτέος.

VI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 565 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, «1. Η προθεσμία της αναίρεσης καθώς και η άσκησή της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης…», ενώ κατά την παράγραφο 2 αυτού, «Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από τον διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο πολιτικό τμήμα, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης». Η, βάσει της ανωτέρω διατάξεως, αναστολή της εκτελεστότητας αποφάσεως, συνιστά έκφραση προσωρινής δικαστικής προστασίας, προϋποθέτει, ωστόσο, την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου και, συνεπώς, αποτελεί έκφραση δευτερογενούς δικαστικής προστασίας [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κράνης), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) εισαγ. 682-738 αριθ. 2, 14]. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 ΚΠολΔ, την κύρια κατηγορία εκτελεστών τίτλων αποτελούν οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, εφόσον είναι καταψηφιστικές. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν τίτλο εκτελεστό όχι μόνο για την επιδικαζόμενη κύρια απαίτηση, αλλά και για κάθε παρεπόμενη, όπως είναι οι τόκοι, εφόσον υπάρχει γι’ αυτούς σχετική διάταξη, η δικαστική δαπάνη, τα έξοδα και τα δικαιώματα της επιταγής και της εντολής προς εκτέλεση. Οι αποφάσεις που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν, στο πλαίσιο της στενής έννοιας της εκτέλεσης, εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 παρ. 2 α ή, κατ’ άλλη άποψη, κατά το άρθρο 904 αρ. 2 ζ. Για κατά κυριολεξία εκτέλεση πρόκειται πάντως, όταν η απόφαση υποχρεώνει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δηλαδή όταν επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση ή ρυθμίζει προσωρινά την κατάσταση, ενώ ανεκτέλεστη είναι η απόφαση που διατάσσει εγγυοδοσία. Κατά τη διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί πάντοτε τίτλο εκτελεστό (άρθρο 904 παρ. 2 α ΚΠολΔ). Η εκτέλεση γίνεται με βάση αντίγραφο της αποφάσεως, που πρέπει να επιδίδεται στον καθ’ ου είκοσι τέσσερις ώρες πριν την εκτέλεση και, μολονότι δεν αναγράφεται στο νόμο, πρέπει στο επιδιδόμενο αντίγραφο να καταχωρίζεται επιταγή προς πληρωμή. Τα έξοδα της εκτελέσεως ρυθμίζονται από το άρθρο 932 ΚΠολΔ [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 904 αριθ. 4, 18, (-Κράνης), ο.π. 700 αριθ. 1, 4-5, με παραπομπές σε νομολογία και θεωρία]. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) ορίζει τα εξής: «Αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση. 1. Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Η ratio της ρύθμισης αυτής δεν εκφράζεται μεν πανηγυρικά στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4194/2013, έχει όμως ήδη εντοπισθεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία στη «βούληση του νομοθέτη να λειτουργήσει αυτή η διάταξη ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση» (Π. Γιαννόπουλος, ΕΠολΔ 2017, σελ. 550, Σ. Σταματόπουλος, ΕλλΔνη 2018. 389 και ιδίως 391 επ.). Τέλος, η, κατά τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, επιταγή, που αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, συνάμα δε και την προδικασία αυτής, είναι η έγγραφη πρόσκληση του επισπεύδοντος προς τον καθ’ ου η εκτέλεση, με την οποία καλείται αυτός να εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Με την έννοια ότι δεν απευθύνεται ούτε λαμβάνει χώρα ενώπιον Δικαστηρίου, η επιταγή είναι εξώδικη πράξη. Συγχρόνως, όμως, αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, το δε έγγραφο της επιταγής φέρει το χαρακτήρα του δικογράφου (βλ. ΕφΑθ 8659/2000 ΕλλΔνη 2002.794, ΕφΛαρ 1057/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από άποψη δε νομικής φύσεως της εμπεριεχόμενης δηλώσεως βουλήσεως του επιτάσσοντος, αυτή αποτελεί πράξη δικαίου υπό τη στενή του όρου έννοια και ειδικότερα δικαστική πράξη ανακοινώσεως βουλήσεως (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, κάτω από το άρθρο 924, παρ. 114, και τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία) ή, κατ’ άλλη ορολογία, «οιονεί δικαιοπραξία», κατευθυνόμενη προς ορισμένο αποτέλεσμα επερχόμενο εκ του νόμου ανεξαρτήτως των ηθελημένων από τον επιτάσσοντα αποτελεσμάτων (βλ. ΕφΑθ 4340/1993 ΕλλΔνη 1996.398· Π. Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, έκδ. 1998, σ. 429). Οι δικονομικές και οι ουσιαστικές συνέπειες επιδόσεως της επιταγής επέρχονται ακόμη και αν η επιταγή είναι άκυρη, αίρονται δε μόνο με ακύρωση ή με παραίτηση από την επιταγή (ανάκληση) εκ μέρους του επισπεύδοντος. Η ανάκληση της επιταγής είναι επιτρεπτή, ακόμη και σιωπηρώς, λ.χ. με την επίδοση νέας επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του απογράφου του ίδιου εκτελεστού τίτλου, και συνεπάγεται την άρση των έννομων συνεπειών της [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 924 αριθ. 7, όπου παραπομπές σε θεωρία και νομολογία].

Με τον πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, τον οποίο προβάλλουν επικουρικά, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η με αριθμό 63/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν είναι εκτελεστός τίτλος, είναι, συνεπώς, άκυρη η κάτωθι αντιγράφου αυτής επιταγή προς πληρωμή. Ο λόγος αυτός ανακοπής, που αναφέρεται στην ανυπαρξία του εκτελεστού τίτλου, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 904, 565 παρ. 2, 700 και 933 ΚΠολΔ, ως προς το μέρος αυτού που αφορά στα υπό στοιχ. Α έως Δ κονδύλια της προσβαλλόμενης επιταγής. Κατά το μέρος, ωστόσο, αυτού που αφορά στα υπό στοιχ. Ε έως Η κονδύλια, είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον το υπό στοιχ. Ε κονδύλιο αφορά στη δικαστική δαπάνη της 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, για την οποία, όπως οι ίδιοι οι ανακόπτοντες συνομολογούν, η εν λόγω απόφαση είναι υποστατός και καθ’ όλα έγκυρος εκτελεστός τίτλος, όπως όλες οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, νόμιμα δε επισπεύσθηκε ως προς αυτήν εκτέλεση με βάση αντίγραφο της αποφάσεως, στο οποίο καταχωρήθηκε επιταγή προς πληρωμή, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη νομική σκέψη, ενώ τα λοιπά (Στ-Η) κονδύλια, ως έξοδα της εκτελέσεως της απόφασης αυτής κατά τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης, βαρύνουν τους οφειλέτες – ανακόπτοντες· ειδικά δε ως προς το υπό στοιχ. Ζ κονδύλι, που αφορά στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του καθ’ ου για τη σύνταξη της προσβαλλόμενης από 16.7.2020 επιταγής προς πληρωμή, νόμιμα επιτάσσονται να το καταβάλουν οι ανακόπτοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), αφού η 63/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστά, κατά τα προαναφερθέντα, εκτελεστό τίτλο ως προς τη δικαστική δαπάνη. Μετά ταύτα, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος αυτού που κρίθηκε νόμιμος, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία, μόνο, όμως, ως προς το υπό στοιχ. Α κονδύλι της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και δη ως προς κεφάλαιο ποσού 20.000 ευρώ, σύμφωνα με τα κριθέντα ανωτέρω υπό ΙΙΙ., καθόσον ως προς το πέραν του ποσού αυτού επιτασσόμενο κεφάλαιο, όπως και ως προς τα επιτασσόμενα για τόκους υπερημερίας και επιδικίας ποσά (κονδύλια υπό στοιχ. Β-Δ), έχει ήδη κριθεί ότι η προσβαλλόμενη επιταγή πρέπει να ακυρωθεί, με συνέπεια να παρέλκει περαιτέρω έρευνα σχετικά.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύεται και η ουσιαστική βασιμότητα του πρόσθετου λόγου ανακοπής (αντιρρήσεων), στον βαθμό που αυτός ερευνάται κατά τα ανωτέρω, καθόσον η 63/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και με την οποία ανεστάλη εν μέρει η εκτέλεση της 360/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο ως προς το κεφάλαιο της επιδικασθείσας με την τελεσίδικη καταψηφιστική εφετειακή απόφαση απαίτησης του ήδη καθ’ ου, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, αφού δεν ενσαρκώνει ουσιαστική αξίωση του δανειστή και ήδη καθ’ ου κατά των οφειλετών του – ανακοπτόντων, δεκτική ικανοποιήσεως. Δυνάμει αυτής, δεν επιτρέπεται να προβούν τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας στις προβλεπόμενες από το νόμο πράξεις εκτέλεσης για το πέραν του κεφαλαίου των 25.000 ευρώ ποσό, με εκτελεστό τίτλο την 360/2020 τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (πρβλ. το από 26.6.2020 Σημείωμα της Προεδρεύουσας του Αρείου Πάγου Αρεοπαγίτη). Επομένως, δεν μπορεί έγκυρα να επισπευσθεί ως προς αυτό αναγκαστική εκτέλεση με επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου της, χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή βλάβης των ανακοπτόντων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη από 16.7.2020 επιταγή προς πληρωμή δεν μπορεί να συνδυασθεί με την από 19.6.2020 επιταγή προς πληρωμή που έχει συνταχθεί κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α΄ εκτελεστού της ως άνω εφετειακής απόφασης, το οποίο επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 23.6.2020 (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …/ 23.6.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), όπως αβασίμως υποστηρίζει ο καθ’ ου, καθόσον η επιταγή, όπως αναφέρεται και ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, είναι μεν εξώδικη πράξη, συγχρόνως, όμως, φέρει τον χαρακτήρα δικογράφου και, ως διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, βασική προϋπόθεση του κύρους της είναι η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου. Στην περίπτωση που ο καθ’ ου επιθυμούσε τον «περιορισμό» της προηγηθείσας από 19.6.2020 επιταγής προς πληρωμή, υπό την έννοια της μερικής ανάκλησης αυτής, ύστερα από τη μερική αναστολή της εφετειακής απόφασης δυνάμει της 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, όφειλε να επιδώσει νέα επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του απογράφου του ίδιου εκτελεστού τίτλου, ήτοι της 360/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή με τους πρόσθετους λόγους αυτής και να ακυρωθεί μερικώς η από 16.7.2020 επιταγή προς πληρωμή, η οποία έχει τεθεί κάτωθι αντιγράφου της υπ’ αριθ. 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως προς τα υπό στοιχ. Α έως Δ επιμέρους ποσά αυτής, και ειδικότερα ως προς τα ποσά των Α) 25.000 ευρώ, Β) 9.850,60 ευρώ, Γ) 3.829,23 ευρώ και Δ) 36,89 ευρώ, να απορριφθεί δε, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, κατά τα λοιπά. Ο ισχυρισμός του καθ’ ου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των ανακοπτόντων τυγχάνει απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του και απορριπτέος, το δε αίτημά του να επιβληθεί κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ χρηματική ποινή τάξης σε βάρος των αντιδίκων του, το οποίο σημειωτέον υποβάλλεται από διάδικο προς το δικαστήριο μόνο με τη μορφή προτροπής ή ευχής και όχι δικονομικού αιτήματος, ελλείψει άμεσου εννόμου συμφέροντός του (άρθρα 68 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού τα ποσά των ως άνω ποινών περιέρχονται κατά την ως άνω διάταξη στο Δημόσιο (βλ. ΜΠρΠατρ 158/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει σε κάθε περίπτωση ν’ απορριφθεί. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του καθ’ ου η ανακοπή, ανάλογα με την έκταση της ήττας του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 παρ. 1, 189 παρ 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 περ. i α, 65, 66 και 68 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19.7.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 5292/2489/2020 ανακοπή με το από 21.7.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 5401/2528/2020 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής.

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την ανακοπή και τον πρόσθετο λόγο αυτής.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΜΕΡΙΚΑ την από 16.7.2020 επιταγή προς πληρωμή, η οποία έχει τεθεί κάτωθι αντιγράφου της υπ’ αριθ. 63/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως προς τα υπό στοιχ. Α έως Δ επιμέρους ποσά αυτής, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο σκεπτικό της παρούσας.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ’ ου η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις …

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ