ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3901/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου : … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, βάσει της από 9-11-2020 δήλωσής του κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/9-11-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας : Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Λίνα, βάσει της από 9-11-2020 δήλωσής της κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/9-11-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου την από 24-11-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5952/273/28-11-2017, αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 282/2019 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν : α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 16-1-2020 έφεσή του (εφεξής υπό στοιχείο Α΄), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3190/211/1-7-2020 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4668/2212/7-7-2020, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 6ης-10-2020, και κατόπιν αναβολής για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο, και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 5-10-2020 έφεσή της (εφεξής υπό στοιχείο Β΄), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5190/375/5-10-2020 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7507/3524/6-10-2020, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες δύο αντίθετες εφέσεις και ειδικότερα, η από 16-1-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4668/2212/7-7-2020, υπό στοιχείο Α΄ έφεση και η από 5-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7507/3524/6-10-2020, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι προδήλως συναφείς, στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμό 282/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 σε συνδυασμό με και 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 3, 246 και 524 § 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, οι ως άνω αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 1-7-2020 και 5-10-2020, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγονται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, αμφότερες οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την από 24-11-2017 αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος εξέθετε ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στην Ελευσίνα, στις …2016, με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία, δεξαμενόπλοιου «…», με αριθμό νηολογίου …, κ.ο.χ. 2041, D.W. 3224, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα µε τους όρους που προβλέπονταν στην ισχύουσα Συλλογική Σύβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων DW, στο οποίο εργάσθηκε μέχρι τις 5-7-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας με αμοιβαία συναίνεση. Ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, ο ίδιος απασχολούνταν στις αναφερόμενες σε αυτήν εργασίες προς εκτέλεση των καθηκόντων του και κάλυψη των αναγκών του πλοίου, και μάλιστα υπερωριακά, καθώς εργαζόταν κατά μέσο όρο δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως. Ότι, ακόμη, απασχολούνταν τουλάχιστον τέσσερις (4) φορές μηνιαίως με τον καθαρισμό των κυτών του πλοίου, που ήταν δεκατρία (13), εργασία για την οποία, με βάση την ως άνω Συλλογική Σύμβαση, έπρεπε να λαμβάνει ιδιαίτερη αμοιβή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.803,62 ευρώ, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και καθαρισμού κυτών, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, στις 5-7-2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.618,51 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδικάζοντας την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη, με τις υπό κρίση εφέσεις τους αντίστοιχα, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, κατά δε την εναγόμενη να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρίαν.
Ι. Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται “κλειστός” και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε.) είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αμοιβές που προβλέπονται στη Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον κλειστό μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη κατά το μέρος αυτό και ο ναυτικός δικαιούται της διαφοράς (ΑΠ 516/2017, ΑΠ 1013/2003, ΑΠ 225/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη παροχή πρόσθετης (υπερωριακής) απασχόλησης του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 Ν.Δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για τη πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 ό.π.).
ΙΙ. Σημειωτέον ότι η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στις τυχόν ήδη καταβαλλόμενες ή και μελλοντικές πρόσθετες αμοιβές ή επιδόματα, χωρίς την ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, άλλως, εάν δηλαδή δε συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, ή συμφωνήθηκε κάτι διαφορετικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝαυτΔ 1988, σελ. 114, ΕφΠειρ 588/2018, ΕφΠειρ 637/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό …/17-10-2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σμαρούλας Κωνσταντινίδου, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμό …/12-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 11-10-2018 γνωστοποίηση – κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), των με αριθμούς … ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων … αντίστοιχα, που δόθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Λαμπρινής Γιαννάκη, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμό …/12-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, σε συνδυασμό με την από 11-10-2018 γνωστοποίηση -κλήση και μάρτυρα της πληρεξουσίας δικηγόρου της εναγόμενης), και όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις …2016 ο ενάγων ναυτολογήθηκε στην Ελευσίνα, ως ναύτης, στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο «…», με αριθμό νηολογίου …, κ.ο.χ. 2041 και DW 3224, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, στο οποίο παρείχε την εργασία του μέχρι την 5η-7-2016, ημερομηνία κατά την οποία απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας με κοινή συναίνεση. Mε την ως άνω σύμβαση, καθορίστηκε να λαμβάνει μηνιαίο «κλειστό» μισθό συνολικού ποσού 2.838,68 ευρώ και συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε να περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός (909,52 ευρώ) το επίδομα Κυριακών (200,09 ευρώ), το επίδομα πετρελαιοφόρου (90,95 ευρώ), το διορθωτικό επίδομα (18,95 ευρώ), το «bonus» πλοιοκτητών (199,65 ευρώ), το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας (546,09 ευρώ), το επίδομα προσοντούχου, (85,03 ευρώ), καθώς και επίδομα υπερωριών («fixed overtime», ποσού 788,40 ευρώ). Συνεπώς, στον προαναφερθέντα μηνιαίο «κλειστό» μισθό του ενάγοντος, συμπεριλαμβάνονταν οι παντός είδους αποδοχές (βασικός μισθός, επιδόματα, πρόσθετες αμοιβές κλπ), που προβλέπονταν στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW του έτους 2010 (υπ’ αριθμό 3525.1.4-1-2011 – ΦΕΚ Β΄ 127/9-2-2011), εκτός της πρόσθετης αμοιβής για την εργασία καθαρισμού των κυτών του πλοίου, για την οποία δεν προβλέφθηκε τίποτα. Η ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, δοθέντος ότι οι κανονιστικοί όροι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, ενεργούν δε στην ατομική σχέση εργασίας αμέσως και αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται σχετική συμφωνία των μερών ή οποιαδήποτε άλλη διατύπωση (άρθρο 3 § 1 Ν. 3239/1955 και ήδη 7 § Ι Ν. 1876/90, βλ. ΕφΠειρ 637/2015 ό.π.). Ως εκ τούτου, η σημείωση «Δ/Ι» στην επίδικη σύμβαση εργασίας κάτωθι της φράσης «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που έχει εφαρμογή», ακόμη κι αν υποτεθεί ότι σημαίνει «δεν ισχύει», όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, δε δύναται να αποκλείσει την εφαρμογή της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Άλλωστε, καίτοι η συμβατική διάρκεια της ανωτέρω συλλογικής σύμβασης φέρεται να έχει λήξει κατά το τέλος του έτους υπογραφής της, αυτή εξακολούθησε να ισχύει και να εφαρμόζεται από όλους τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενους, εφοπλιστές κ.λ.π.) σε όλη την έκτασή της ως διοικητική – κανονιστική πράξη, μέχρι τη ρητή κατάργηση ή τροποποίησή της από νέα κανονιστική πράξη, ήτοι νέα Σ.Σ.Ε., η οποία, εν προκειμένω, δεν είχε λάβει χώρα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της κατάρτισης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, απορριπτομένου ως νομικά αβάσιμου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, που επαναφέρεται με το πρώτο σκέλος της έφεσής της. Πρέπει, επομένως, δεδομένου ότι η ως άνω συμφωνία περί των αποδοχών του ενάγοντος είναι επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές του, δηλαδή αυτές που καθορίζονται από την ως άνω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., καλύπτονται από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι μείζονα πρόταση της παρούσας, να ερευνηθεί, αν οι ως άνω συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του υπερβαίνουν τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του, καλύπτοντας και τα χρηματικά ποσά, που θα κριθεί ότι δικαιούται για τις αναφερόμενες στην αγωγή αξιώσεις του, που αφορούν αμοιβή υπερωριακής εργασίας και εργασίας καθαρισμού των κυτών του πλοίου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το ως άνω πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ο ενάγων, μετέφερε πετρέλαιο και βενζίνη και εκτελούσε συνεχείς πλόες από το λιμάνι των Αγίων Θεοδώρων, του Ασπρόπυργου και της Ελευσίνας, όπου φόρτωνε, προς διάφορα νησιά του Αιγαίου όπως της Ρόδου, Κω και Σαντορίνης, καθώς και του Ηρακλείου Κρήτης και της Θεσσαλονίκης, όπου εκφόρτωνε. Κατά την επίδικη δε περίοδο, μεταξύ του υπηρετούντος προσωπικού, ήταν τρείς ναύτες, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο ενάγων, και ένας ναύκληρος. Ειδικότερα, σε έκαστο ναύτη, αναλογούσαν σε καθημερινή βάση, δύο τετράωρες βάρδιες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτελούσε καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του και συγκεκριμένα, απασχολούνταν στη γέφυρα του πλοίου, εκτελώντας χρέη ναύτη οπτήρα, όταν το πλοίο ταξίδευε, ή φύλακα, όταν το πλοίο παρέμενε σε λιμάνι, χωρίς να εκτελούνται εργασίες φορτοεκφόρτωσης, καθώς και εργασίες συντήρησης, επισκευών και καθαρισμού του πλοίου. Επίσης, οι ναύτες ήταν επιφορτισμένοι με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου, με εργασίες φορτοεκφόρτωσης, αλλά και με τον καθαρισμό των κυτών του πλοίου. Αναφορικά με τις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου, έκαστη εκ των οποίων διαρκούσε από μισή έως μια ώρα, απαιτούνταν η ενασχόληση δύο ναυτών, εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον (εναλλάξ) απασχολούνταν υπερωριακά, σε καθημερινή βάση, δοθέντος ότι το πλοίο προσέγγιζε ένα λιμάνι την ημέρα, με εξαίρεση το Ηράκλειο Κρήτης, όπου υπάρχουν τρεις κοντινές εγκαταστάσεις εκφόρτωσης και συνεπώς, εντός της ίδιας ημέρας το πλοίο προσέγγιζε δύο ή και τρεις εγκαταστάσεις. Ακόμη, όσον αφορά τις εργασίες φορτοεκφόρτωσης ήταν απαραίτητη η ενασχόληση ενός ναύτη, ο οποίος προέβαινε στο άνοιγμα ή κλείσιμο των δεξαμενών φορτίου, το χειρισμό των αντλιών των καυσίμων και την εν γένει επίβλεψη του γεμίσματος και αδειάσματος των δεξαμενών, ιδίως στην αρχή και στο πέρας των εργασιών αυτών, καθώς η παρακολούθηση της φορτοεκφόρτωσης γινόταν και από τον Υποπλοίαρχο μέσα από το «control room», το οποίο διαθέτει ραντάρ για κάθε δεξαμενή. Η φόρτωση δε του πλοίου διαρκούσε 8 με 12 ώρες, ενώ η εκφόρτωση, ανάλογα με το λιμάνι, από 10 έως 16 ώρες. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και δη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης, αποδεικνύονται από τις ένορκες καταθέσεις τόσο του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος είχε εργασθεί στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα του ναύκληρου το διάστημα από Σεπτέμβριο έως και Δεκέμβριο του 2015, όσο και των μαρτύρων ανταπόδειξης, οι οποίοι εργάσθηκαν επίσης στο ίδιο πλοίο, με τις ειδικότητες του υποπλοίαρχου, του ναύκληρου και του ναύτη κατά το ίδιο, εν μέρει, διάστημα με τον ενάγοντα, με τη διαφορά ότι ο μεν μάρτυρας απόδειξης ισχυρίζεται ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος ήταν 14ωρη, οι δε μάρτυρες ανταπόδειξης ότι ήταν 10ωρη μόνο όσον αφορά τις καθημερινές και τα Σάββατα. Επομένως, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν και πέραν του νόμιμου ωραρίου, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η εναγόμενη, αμφισβητώντας, ωστόσο, τη διάρκεια της υπερωριακής απασχόλησης, καθώς ισχυρίζεται ότι η απασχόλησή του τις καθημερινές και τα Σάββατα δεν ξεπερνούσε τις 10 ώρες και τις αργίες και τις Κυριακές τις 8 ώρες. Βάσει των προεκτεθέντων και ενόψει : α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, β) της χρονικής περιόδου κατά την οποία ήταν ναυτολογημένος, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του απασχολούνταν στο πλοίο της εναγόμενης επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, καθόσον ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί της μη ανάγκης απασχόλησής του πέραν του οκταώρου κατά τις Κυριακές και τις αργίες δε βρίσκεται σε λογική ακολουθία με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ήτοι την εκτέλεση συνεχών πλόων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, ενώ, από την άλλη πλευρά, δε μπορεί να γίνει δεκτός και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί 14ωρης καθημερινής εργασίας, καθώς κρίνεται υπερβολικός και δε συνάδει ούτε με την ειδικότητά του και τα καθήκοντα που είχε αναλάβει, ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το ως άνω πλοίο, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, είχε πλήρη σύνθεση πληρώματος, πλέον ενός ακόμη ανθυποπλοιάρχου, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 124), κάτι που, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από την προαναφερόμενη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί καταβολής στον ενάγοντα μηνιαίως ενός χρηματικού ποσού για υπερωριακή εργασία, αναγνωριζόμενης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του (βλ. ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝαυτΔ 2005, σελ. 92). Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στα «Αρχεία Ωρών Ανάπαυσης», που τηρούνταν στο πλοίο, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, και τα οποία υπέγραφε ο ενάγων, δε μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (βλ. ΕφΠειρ 50/2016, ΕφΠειρ 1/2003 ό.π.). Ομοίως, δε, δεν αναιρεί τα παραπάνω αποδειχθέντα, και ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι, καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του και υπέγραφε τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, δηλώνοντας ρητά ότι εξοφλήθηκε και δεν έχει άλλη απαίτηση από αυτήν, αφού, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 Α.Ν. 539/1945 και 8 § 4 Ν.Δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζόμενου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 875/2018, ΕφΠειρ 55/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, με βάση την προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. και τη χωρητικότητα του ως άνω πλοίου, για την ειδικότητα του ναύτη, τα ακόλουθα ποσά : α) 76 καθημερινές και 16 Κυριακές, ήτοι 92 ημέρες χ 4 ώρες υπερωρίας χ 6,57 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 2.417,76 ευρώ και β) 17 Σάββατα και 6 αργίες [σύμφωνα με το άρθρο 10 της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι της Κ. Δευτέρας (14/3), της 25ης Μαρτίου, της Μ. Παρασκευής (29/4), της Πρωτομαγιάς, της Δευτέρας του Πάσχα που συνέπεσε με του Αγίου … (2/5) και της Αναλήψεως (9/6)], ήτοι 23 ημέρες χ 12 ώρες υπερωρίας χ 7,89 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 2.177,64 ευρώ, και συνολικά, για την αιτία αυτή (2.417,76 + 2.177,64=) 4.595,40 ευρώ. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η υπερωριακή απασχόληση κατά τις Κυριακές, παρόλο που οι Κυριακές θεωρούνται ημέρες αργίας κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., αμείβεται με την πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 5 § 5 (δηλαδή με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά ποσοστό 25% ανά ώρα), που ισχύει και για την υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, και όχι η προσαύξηση του 1/173 του μισθού κατά ποσοστό 50%, που αφορά μόνο την πρόσθετη αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις καθοριζόμενες στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 10 αργίες (βλ. ΕφΠειρ 637/2015 ό.π., ΜΠρΠειρ 779/2020, ΜΠρΠειρ 511/2017 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα www.protodikeio-peir.gr). Έναντι του παραπάνω ποσού, ο ενάγων έλαβε ως υπερωριακή αμοιβή για το παραπάνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των 3.022,20 ευρώ (ήτοι 525,60 ευρώ το μήνα Μάρτιο, 788,40 ευρώ για έκαστο των μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου και 131,40 ευρώ το μήνα Ιούλιο), όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αντίγραφα του μισθοδοτικού του λογαριασμού και επομένως, αφού οι συμφωνημένες και καταβαλλόμενες σε αυτόν αποδοχές υπολείπονταν των νόμιμων, δικαιούται να λάβει την διαφορά, ποσού (4.595,40 – 3.022,20 =) 1.573,20 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων «κλειστός» μισθός, ο οποίος δεν υπολείπεται της άνω Σ.Σ.Ν.Ε., και άρα, η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη και δεσμεύει τα μέρη, χωρίς να ερευνήσει αν πράγματι ο ενάγων εκτελούσε υπερωριακή εργασία και για πόσες ώρες, απορρίπτοντας το αγωγικό κονδύλιο για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ο πρώτος και δεύτερος λόγος της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη για το ότι δεν είχε συμφωνηθεί «κλειστός» μισθός, αλλά εφαρμοστέα ήταν η προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε., και ότι δικαιούταν αμοιβής για την αναφερόμενη στην αγωγή υπερωριακή εργασία αντίστοιχα, πρέπει να γίνουν δεκτοί εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμοι. Περαιτέρω, όπως εκτέθηκε παραπάνω, ο ενάγων, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, προέβαινε σε εργασίες καθαρισμού των κυτών του πλοίου, τα οποία ήταν δεκατρία σε αριθμό. Η εργασία αυτή λάμβανε χώρα δύο φορές το μήνα, κατά μέσο όρο, δοθέντος ότι το πλοίο μετέφερε κατά βάση το ίδιο φορτίο, ήτοι πετρέλαιο και βενζίνη, όπως προαναφέρθηκε, με αποτέλεσμα να μην είναι απαραίτητος ο συχνότερος καθαρισμός των αμπαριών του, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, σύμφωνα με τον οποίο γινόταν τέσσερις φορές το μήνα. Για τον καθαρισμό δε, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, απαιτούνταν συνήθως δύο ναύτες, οι οποίοι εναλλάσσονταν κάθε φορά, συμπεριλαμβανομένου και του ναύκληρου. Συνεπώς, ο ενάγων για την εργασία αυτή δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή, κατ’ άρθρο 8 § 1 β της ίδιας παραπάνω Σ.Σ.Ν.Ε., η οποία δεν είχε συμπεριληφθεί στο συμφωνημένο και καταβαλλόμενο «κλειστό» μισθό, ως ακολούθως : 84,33 ανά κύτος χ 13 κύτη = 1.096,29 / 2 που ήταν οι απασχολούμενοι ναύτες κάθε φορά = 548,14 έκαστος χ 4 φορές (ήτοι 1 φορά για έκαστο των μηνών Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου) = 2.192,56 ευρώ – 200,00 ευρώ, που αφαιρεί ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του = 1.992,56 ευρώ. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί εξόφλησης του ως άνω αγωγικού κονδυλίου, καθόσον είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους να λαμβάνει ο ενάγων το ποσό των 100,00 ευρώ παγίως, μηνιαίως, ως «μπόνους» καθαρισμού κυτών, με συνέπεια να έχει λάβει το συνολικό ποσό των 383,34 ευρώ, ο οποίος συνιστά ένσταση απόσβεσης της παραπάνω αξίωσης λόγω καταβολών (άρθρο 416 ΑΚ) και ήδη επαναφέρεται με την έφεσή της, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται, καθώς δεν προτάθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που να καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας επ’ ακροατηρίου συζήτησης (άρθρο 591 § 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ), είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδεικνύεται ότι είχε τεθεί στην επίδικη σύμβαση ρητός όρος, δυνάμει του οποίου είχε συμφωνηθεί ότι η εν λόγω παροχή των 100,00 ευρώ υπόκειται σε συμψηφισμό με την ως άνω αγωγική αξίωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι ο καθαρισμός των κυτών του πλοίου γινόταν δις μηνιαίως από τέσσερις ναύτες και ότι η εναγόμενη κατέβαλε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 300,00 ευρώ, το οποίο αφαίρεσε από το επιδικασθέν ποσό, επιδικάζοντας τελικώς το ποσό των 1.618,51 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών επικαλείται πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένου του δεύτερου σκέλους της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με το ίδιο ως άνω κεφάλαιο περί αμοιβής για τον καθαρισμό των κυτών του πλοίου, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω : α) η υπό στοιχείο Α΄ έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.573,20 + 1.992,56 =) 3.565,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης, ως προς το κεφάλαιο των τόκων, που αποτελεί χωριστό κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 522 ΚΠολΔ, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης εκ μέρους των διαδίκων (ΑΠ 174/2010, ΑΠ 842/20104, ΕφΑθ 406/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και β) η υπό στοιχείο Β΄ έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με την αγωγή και τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός (άρθρα 178 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 16-1-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4668/2212/7-7-2020, υπό στοιχείο Α΄ έφεση, και την από 5-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7507/3524/6-10-2020, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την υπό στοιχείο Α΄ έφεση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (3.565,76 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την υπό στοιχείο Β΄ έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 30 Δεκεμβρίου 2020 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ