ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 9/2021
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1902/972/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4326/7.9.2020 Πράξης του, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 22 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ EKKAΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Της εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στον Π. και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στον ……… Α. (οδός … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Της εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στα νησιά Μ. και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στον……… . (οδός …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) Λ. Μ., κατοίκου ……….. (οδός …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κοραή του Σγουρή-Βασίλειου (…), κάτοικο………… , οδός … που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Γ. Σ. Δ., μάγειρα ΕΝ, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Χελιώτη του Ιωάννη (…), κάτοικο ………. οδός …, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε την από 3.8.2017 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 8099/88/11.8.2017 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών απευθυνόμενη κατά των εκκαλούντων – εναγόμενων και ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 111/2019 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε την αγωγή. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη από 20.2.2020 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 1923/60/24.2.2020 έφεσή τους προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με επιμέλεια του εφεσίβλητου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 1902/28.2.2020 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 972/28.2.2020, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τις 5.5.2020. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 4326/7.9.2020 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, διατάχθηκε η οίκοθεν εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του γραμματέα.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου προκατέθεσε τις προτάσεις της με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 20.2.2020 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 1923/60/24.2.2020 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο 1902/972/28.2.2020) έφεση των ηττηθέντων εναγόμενων κατά της υπ’ αριθ. 111/2019 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και δέχθηκε την από 3.8.2017 αγωγή του ενάγοντος, έχει ασκηθεί νομίμως, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 23.1.2020 νομίμως, ως αντίκλητο κατά τις διατάξεις των άρθρων 96 και 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόμενων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Δημήτριο Κοραή (… – βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Λ.), ενώ η ασκηθείσα από τους εναγόμενους έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24.2.2020, ήτοι μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 σε συνδ. με 144, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1, 614 αριθ. 3 και 621 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι οι εκκαλούντες – εναγόμενοι κατέθεσαν παράβολο κατά την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεώς τους χωρίς να υποχρεούνται προς τούτο, αφού πρόκειται για εργατική διαφορά, η οποία ρητά εξαιρείται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου κατά την άσκηση του ένδικου μέσου (άρθρα 495 παρ. 3 εδ. τελ., 614 αριθ. 3 ΚΠολΔ) και για το λόγο αυτό πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου σε αυτούς ανεξαρτήτως της εκβάσεως της εφέσεώς τους.
Με την από 3.8.2017 ένδικη αγωγή ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας που συνήψε στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα 2008-2009 με την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εκκαλούσα εταιρεία, η οποία εκπροσωπείτο νόμιμα από τον πέμπτο εναγόμενο και ήδη πέμπτο εκκαλούντα, ήταν δε αυτή αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας, προσλήφθηκε στο πλοιοκτησίας της τελευταίας υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο …», νηολογίου Πειραιά με αριθ. …, ως μάγειρος, και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό από την 10.1.2008 έως και την 26.12.2009, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ακολούθως δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας που συνήψε στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα 2010-2011 με την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εκκαλούσα εταιρεία, η οποία εκπροσωπείτο νόμιμα από τον πέμπτο εναγόμενο και ήδη πέμπτο εκκαλούντα, ήταν δε αυτή αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της δεύτερης εναγόμενης και ήδη δεύτερης εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας, προσλήφθηκε στο πλοιοκτησίας της τελευταίας υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο …», νηολογίου Πειραιά με αριθ. …, ως μάγειρος, και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό από την 2.6.2010 έως και την 17.7.2011, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι κατά τη λύση της εργασιακής του σχέσης καλόπιστα θεωρούσε ότι δεν υφίσταντο οικονομικές εκκρεμότητες, πλην όμως περί τις αρχές του έτους 2016 και ενώ διαχειρίστρια των ως άνω πλοίων είχε ορισθεί η τέταρτη εναγόμενη και ήδη τέταρτη εκκαλούσα εταιρεία, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι επίσης ο πέμπτος εναγόμενος – εκκαλών, πληροφορήθηκε ότι παρανόμως οι άνω εργοδότριές του παρακρατούσαν μηνιαίως τα αναλυτικά αναφερόμενα ποσά από τη μισθοδοσία του για εισφορές προς το ΝΑΤ, αν και δεν υπήρχε σχετική υποχρέωσή του, ως κατώτερου πληρώματος. Με βάση τα παραπάνω, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι εν γνώσει τους οι πλοιοκτήτριες εταιρείες και η διαχειρίστρια των πλοίων τους τρίτη εναγόμενη του δημιούργησαν τη σφαλερή αντίληψη ότι όφειλε ασφαλιστικές εισφορές, αποκρύπτοντάς του ταυτόχρονα την κατάργηση της σχετικής υποχρέωσης ήδη από τα τέλη του 2006, με συνέπεια το δικό τους όφελος και την ισόποση ζημία του, ο ενάγων ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων, εκάστου εις ολόκληρον, να τού καταβάλουν το συνολικό ποσό των 12.054,33 ευρώ, λόγω παρακρατηθεισών παρανόμως εισφορών προς το ΝΑΤ, όπως λεπτομερώς το ανέλυσε, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα πληρωμής εκάστου μηνιαίου μισθού, άλλως από της από 16.1.2016 εξωδίκου οχλήσεως (e-mail), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια αδικοπρακτική βάση της την ένδικη αγωγή με εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ενώ έκρινε μη νόμιμη και απορριπτέα την επικουρική βάση της εκ των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, απέρριψε την κατ’ άρθρο 937 ΑΚ προταθείσα ένσταση παραγραφής και δέχτηκε την πιο πάνω αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, αναγνωρίζοντας: α) την υποχρέωση της πρώτης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 7.513,24 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 17.1.2016 μέχρι την εξόφληση και β) την υποχρέωση της δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 4.541,09 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 17.1.2016 μέχρι την εξόφληση. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι – εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους της κρινόμενης εφέσεώς τους, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η κατ’ αυτών ένδικη αγωγή, με καταδίκη του εφεσίβλητου στη δικαστική δαπάνη τους.
Το άρθρο 12 του Ν. 3569/2007 «Συνεταιρισμοί θαλάσσιας αλληλασφάλισης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας», προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Κατά την αντικατάσταση ληξιπρόθεσμου ναυτολογίου ή την οριστική εξόφληση ή την καταβολή προκαταβολής ή την εκκαθάριση ή το κλείσιμο του ναυτολογίου φορτηγών πλοίων κάθε κατηγορίας, ολικής χωρητικότητας άνω των 3.000 κόρων, που νηολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953 (ΦΕΚ 317 Α΄), εφόσον δηλώνεται από την πλοιοκτήτρια εταιρεία στο Ν.Α.Τ. και διαπιστώνεται αρμοδίως ότι έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις σύνθεσης του πλοίου ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης Ελλήνων ναυτικών και σπουδαστών (Πλοιάρχων ή Μηχανικών) Α.Ε.Ν., ο πλοιοκτήτης καταβάλλει τη δική του τακτική εισφορά στο NAT, υπέρ ΝΑΤ, ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ, ΚΕΑΝ, ΕΛΟΕΝ, ΕΣΤΙΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ, όπου αυτή προβλέπεται μόνο για τους ως άνω ναυτικούς και με βάση την ισχύουσα κάθε φορά Ελληνική Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας. Εφόσον υπηρετούν στο πλοίο περισσότεροι κατά αριθμό Έλληνες ναυτικοί από τους οριζόμενους πιο πάνω, ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλλει τη δική του εισφορά στο ΝΑΤ υπέρ ΝΑΤ, ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ, ΚΕΑΝ, ΕΛΟΕΝ, ΕΣΤΙΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ για όσους Έλληνες ναυτικούς υπηρετούν πέραν αυτών που ορίζονται πιο πάνω, με βάση τις χαμηλότερες εισφορές εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση δεν καταβάλλεται τακτική εισφορά ναυτικού στο NAT, υπέρ ΝΑΤ, ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ, ΚΕΑΝ, ΕΛΟΕΝ, ΕΣΤΙΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ για όλους τους ναυτολογημένους Έλληνες ναυτικούς σε θέσεις κατώτερου πληρώματος, όπου αυτή προβλέπεται και δεν παρακρατείται από τη μισθοδοσία τους. 2. Από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών σε καμία περίπτωση δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών και σπουδαστών Α.Ε.Ν. από τη θαλάσσια υπηρεσία τους στο πλοίο. Η σχετική δαπάνη καλύπτεται από τον προϋπολογισμό του NAT. 3. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη 15η Δεκεμβρίου 2006.». Περαιτέρω, δια του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 1 του Ν.762/1978, ορίζεται ότι «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εις πλοίον του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον μετ’ αυτού δι’ απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρεούσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού». Πέραν όμως της ως άνω συνευθύνης του νομικού προσώπου το οποίο κατήρτισε στην Ελλάδα, ως αντιπρόσωπος, τη σύμβαση μετά του ναυτικού, δια της παρ.2 του ιδίου άρθρ. του Ν.762/1978 θεσπίζεται και ατομική εις ολόκληρον ευθύνη, για τις απαιτήσεις του ναυτικού, πάντων των φυσικών προσώπων των εκπροσωπησάντων ή εκπροσωπούντων το εν Ελλάδι νομικό πρόσωπο, από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεών του (βλ. και την επί του Νόμου εισηγητική έκθεση των συναρμοδίων Υπουργών, δημοσιευθείσα σε ΕΝαυτΔ 11,σελ.253). Τέλος, δια της παρ.3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «αξιώσεις του ναυτικού εκ του παρόντος νόμου κατά του, συμφώνως προς τας προηγουμένας παραγράφους, συνάψαντος την σύμβασιν αντιπροσώπου του εργοδότου, υπόκεινται εις εξάμηνον παραγραφήν, εκτός των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, αίτινες υπόκεινται εις παραγραφήν τριάκοντα μηνών, των παραγράφων τούτων αρχομένων από της καθ’ οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως». Επιπρόσθετα, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ που ορίζει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες: 1) Πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. 2) Πρέπει να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), όπως και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου και γ) Πρέπει η πράξη ή παράλειψη να έγινε κατά την άσκηση καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών και κατά κατάχρηση της εξουσίας του (ΑΠ 1615/1999 ΕλλΔνη 2000.429, βλ. και ΑΠ 832/2000 ΕΕμπΔ 2001.64, βλ. ΕφΑθ 7018/1998 ΕλλΔνη 1999.1139, ΕφΑθ 3285/1998 ΕλλΔνη 1998.1335). Στην περίπτωση δε που η πράξη ή παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια, αυτή παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, ευθύνεται δε εις ολόκληρον και το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1285/1980 ΝοΒ 1981.554, ΕφΠειρ 672/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η πενταετής προθεσμία της παραγραφής, κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α ΑΚ, προϋποθέτει τη γνώση εκ μέρους του παθόντος της ζημίας, υπό την έννοια της γνώσης των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξης, καθώς και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Το πότε λαμβάνει γνώση ο παθών των δύο αυτών στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό που εκτιμάται κάθε φορά από το δικαστή. Από το πνεύμα, ωστόσο, και τον σκοπό της διάταξης αυτής συνάγεται ότι τέτοια γνώση υπάρχει όταν ο παθών γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωσή του σε βαθμό που να καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης (ΑΠ 795/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, άγνοια ή πλάνη περί το δίκαιο δεν λαμβάνεται υπόψη υπέρ του δικαιούχου, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πολύπλοκων και νομικά αμφισβητούμενων υποθέσεων, όπου καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής η διάγνωση π.χ. του πραγματικά υπόχρεου (Γ. Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 937 αριθ. 11, 15·βλ. και ΑΠ 297/1985 ΝοΒ 34.72). Από τις νομοτύπως ληφθείσες κατ’ άρθρα 421 επ. και 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 82 ΚΙΝΔ και νομίμως επικαλούμενες με επίκληση ένορκες βεβαιώσεις α) με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ευαγγελίας Δραγάτση υπ’ αριθ. … και β) με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Θεοφανούς Σχοινοχωρίτου υπ’ αριθ. … (βλ. αντίστοιχα την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Ε. Λ. και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Μ. Γ.), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψε στον Πειραιά ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος κατά το χρονικό διάστημα 2008-2009 με την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εκκαλούσα εταιρεία, η οποία εκπροσωπείτο νόμιμα από τον πέμπτο εναγόμενο και ήδη πέμπτο εκκαλούντα, ήταν δε αυτή αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας μέχρι τον Φεβρουάριο 2016, οπότε ανέλαβε τη διαχείριση και αντιπροσώπευση η τέταρτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, προσλήφθηκε στο πλοιοκτησίας της πρώτης εξ αυτών υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο …», νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, ολικής χωρητικότητας 41.590,14 τόνων, και παρείχε τις υπηρεσίες του ως κατώτερο πλήρωμα, υπό την ειδικότητα του μάγειρα Γ΄ τάξης, αντί του συμφωνηθέντος εκάστοτε «κλειστού» μηνιαίου μισθού, εργαζόμενος σ’ αυτό από την 10η.1.2008 μέχρι την 26.12.2009, οπότε έληξε η σύμβασή του κατά τα συμφωνηθέντα. Ειδικότερα, απασχολήθηκε: 1. Από 10.1.2008 έως 29.2.2008 αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 3.600,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 6.240,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 471,19 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ (Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο – ΝΑΤ). 2. Από 1.3.2008 έως 30.4.2008, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 3.800,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.608,06 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 599,69 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 3. Από 1.5.2008 έως 30.6.2008, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 3.800,00 ευρώ, έλαβε ποσό 7.600,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 583,00 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 4. Από 1.7.2008 έως 31.8.2008, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 3.800,00 ευρώ, έλαβε ποσό 7.758,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 583,00 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 5. Από 1.9.2008 έως 31.10.2008, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.740,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 754,93 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 6. Από 1.11.2008 έως 31.12.2008, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.200,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 652,06 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 7. Από 1.1.2009 έως 28.2.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.157,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 652,06 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 8. Από 1.3.2009 έως 30.4.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.150,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 652,06 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 9. Από 1.5.2009 έως 30.6.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.100,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 652,06 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 10. Από 1.7.2009 έως 31.8.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 8.100,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 652,06 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 11. Από 1.9.2009 έως 30.9.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 4.000,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 326,03 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 12. Από 1.10.2009 έως 31.10.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 6.540,31 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 326,03 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 13. Από 1.11.2009 έως 26.12.2009, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.000,00 ευρώ, έλαβε ποσό 10.751,96 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 609,07 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. Ήτοι, κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του στο πλοίο …» από 10.1.2008 έως 26.12.2009, τα ποσά που παρακρατήθηκαν για ασφαλιστικές εισφορές προς το ΝΑΤ ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 7.513,24 ευρώ. Περαιτέρω, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψε στον Πειραιά ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος κατά το χρονικό διάστημα 2010-2011 με την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εκκαλούσα εταιρεία, η οποία εκπροσωπείτο νόμιμα από τον πέμπτο εναγόμενο και ήδη πέμπτο εκκαλούντα, ήταν δε αυτή αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της δεύτερης εναγόμενης και ήδη δεύτερης εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας μέχρι τον Φεβρουάριο 2016, οπότε ανέλαβε τη διαχείριση και αντιπροσώπευση η τέταρτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, προσλήφθηκε στο πλοιοκτησίας της δεύτερης εξ αυτών υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο …», νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, ολικής χωρητικότητας 91.373 τόνων, ναυτολογηθείς υπό την αυτή ειδικότητα και τους ίδιους εργασιακούς όρους, αντί του εκάστοτε συμφωνηθέντος «κλειστού» μηνιαίου μισθού, και παρείχε τις υπηρεσίες του απασχολούμενος ως μάγειρος Γ΄ τάξης από την 2α.6.2010 μέχρι την 17.7.2011, οπότε έληξε η σύμβασή του. Ειδικότερα, απασχολήθηκε: 1. Από 2.6.2010 έως 30.6.2010, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 4.650,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 322,58 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 2. Από 1.7.2010 έως 31.7.2010, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 4.500,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 333,58 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 3. Από 1.8.2010 έως 31.8.2010, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 4.600,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 333,58 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 4. Από 1.9.2010 έως 31.10.2010, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 9.135,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 667,16 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 5. Από 1.11.2010 έως 31.12.2010, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 9.050,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 667,16 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 6. Από 1.1.2011 έως 28.2.2011, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 9.000,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 674,72 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 7. Από 1.3.2011 έως 30.4.2011, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 9.000,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 674,72 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 8. Από 1.5.2011 έως 30.6.2011, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 9.075,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 674,72 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. 9. Από 1.7.2011 έως 17.7.2011, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 4.500,00 ευρώ και έλαβε συνολικά το ποσό των 2.550,00 ευρώ, εκ των οποίων η εργοδότρια εταιρεία παρακράτησε ποσό 192,87 ευρώ για κρατήσεις προς το ΝΑΤ. Ήτοι, κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του στο πλοίο …» από 2.6.2010 έως 17.7.2011, τα ποσά που παρακρατήθηκαν για ασφαλιστικές εισφορές προς το ΝΑΤ ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 4.541,09 ευρώ. Ωστόσο, για την παρακράτηση των προαναφερθέντων μη ειδικότερα αμφισβητούμενων (άρθρο 261 ΚΠολΔ) ποσών, όπως αυτά προκύπτουν από τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του ενάγοντος, συνολικού ύψους (7.513,24 + 4.541,09 =) 12.054,33 ευρώ, δεν υφίστατο νόμιμη υποχρέωση. Ειδικότερα, ενόψει του ότι οι παρακρατούμενες εκ μέρους των εργοδοτριών εταιρειών ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ναυτικού προς το ΝΑΤ και τα λοιπά ταμεία ήταν επιδοτούμενες από τον προϋπολογισμό του ΝΑΤ, δεν έπρεπε να παρακρατούνται από εκείνες, αφού καταβάλλονταν από τον προϋπολογισμό του τελευταίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη, προβαίνοντας δε οι ίδιες σε παρακράτηση των οικείων ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος τελούσαν αδικοπραξία (ΑΚ 914) (βλ. ΜονΕφΠειρ 578/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την παραπάνω διάταξη, ιδίως δε από την παράγραφο 1 αυτής, προκύπτει με σαφήνεια ότι ναι μεν οι ασφαλιστικές εισφορές των πλοιοκτητριών, πρώτης και δεύτερης των εναγόμενων, προς το ΝΑΤ, δεν έπρεπε να καταβάλλονται από εκείνες, καλυπτόμενες και καταβαλλόμενες από τον προϋπολογισμό του ΝΑΤ, όμως ούτε οι ίδιες έπρεπε να παρακρατούν και τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ναυτικού προς αυτό, που ομοίως καλύπτονταν και καταβάλλονταν από τον προϋπολογισμό του ΝΑΤ. Στην προκειμένη, βέβαια, περίπτωση, αποδείχθηκε ότι, επειδή οι εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του όρου 8 της εγκριτικής πράξης των ανωτέρω πλοίων, υποχρεούνταν οι ίδιες, ως κύρωση, σε απόδοση εισφορών εξ ιδίων για το σύνολο του πληρώματος, οι οποίες, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν βαρύνουν τον εν λόγω ναυτικό (βλ. το με αριθμό Πρωτ. … έγγραφο του ΝΑΤ – Διεύθυνση Ενημερότητας Πλοίων – Τμήμα Διαχείρισης Πλοίων σε Συνάλλαγμα, καθώς και το προγενέστερο με αριθμό Πρωτ. … έγγραφο της ίδιας Διεύθυνσης ΝΑΤ). Σημειώνεται, άλλωστε ότι, στον βαθμό που οι παρακρατηθείσες εισφορές αποδόθηκαν στο ΝΑΤ, αυτό δύναται να τις συμψηφίσει με μελλοντικές εισφορές των πλοιοκτητριών εταιρειών. Επομένως, αποδείχθηκε ότι, κατά παραβίαση και της γενικής, κατά το κοινό εργατικό δίκαιο, υποχρέωσης πρόνοιας και διαφύλαξης, ως και προστασίας των δικαιολογημένων συμφερόντων του ενάγοντος, οι εναγόμενες εταιρείες, και μάλιστα οι πρώτη και δεύτερη διά των καταστατικών τους οργάνων, η δε τρίτη διά του νόμιμου εκπροσώπου της και υπαίτιου προσώπου – οργάνου της (άρθρο 71 ΑΚ), πέμπτου των εναγόμενων, παρακράτησαν από τον ενάγοντα τα προαναφερθέντα ποσά ως ασφαλιστικές εισφορές προς το ΝΑΤ και τα λοιπά ταμεία, ενώ ο ίδιος, ως μέλος κατώτερου πληρώματος, σε καμία περίπτωση δεν έφερε σχετική υποχρέωση. Το γεγονός δε ότι ο συμφωνηθείς «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ήταν κατά πολύ ανώτερος των προβλεπόμενων στις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχών της ειδικότητάς του δεν αναιρεί τον αδικοπρακτικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς των εναγόμενων, συνεπεία των παρακρατηθεισών παρανόμως ασφαλιστικών εισφορών του, προς όφελός τους. Σημειώνεται ότι επαρκώς ιστορούνται στην αγωγή τα θεμελιωτικά της εναγωγής του πέμπτου των εναγόμενων περιστατικά, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, αποδεικνύεται δε η ευθύνη του σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω εκτιθέμενα, επομένως ο πέμπτος λόγος έφεσης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η τέταρτη εναγόμενη τέλεσε την προπεριγραφείσα αδικοπραξία, καθόσον η ίδια συστήθηκε το 2014, ανέλαβε δε την αντιπροσώπευση των πλοιοκτητριών εταιρειών και τη διαχείριση των πλοίων τους σε χρόνο μεταγενέστερο της παράνομης παρακράτησης των ασφαλιστικών εισφορών, και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο 2016, ενώ περαιτέρω δεν προέκυψαν παραπειστικές εκ μέρους των οργάνων της διαβεβαιώσεις επιστροφής στον ενάγοντα των παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών, όταν ο τελευταίος έλαβε γνώση του αχρεώστητου των παρακρατήσεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε την εις ολόκληρον ευθύνη και της τέταρτης εναγόμενης έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός τέταρτος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσία, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα κατωτέρω. Από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, ο ενάγων υπέστη ζημία, που ανέρχεται στο ισόποσο των παρακρατηθεισών από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφορών, συνολικού ύψους, κατά τα προαναφερθέντα, 12.054,33 ευρώ. Οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος απορρέουν από την τελεσθείσα σε βάρος του αδικοπραξία και δεν συνιστούν συμβατική (εκ των συμβάσεων ναυτικής εργασίας) αξίωση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες. Συνακόλουθα, η παραδεκτώς προταθείσα πρωτοδίκως, απορριφθείσα σιγή, και επαναφερόμενη ένσταση παραγραφής κατ’ άρθρο 289 ΚΙΝΔ τυγχάνει νόμω αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον η παραγραφή των ένδικων απαιτήσεων δεν ρυθμίζεται από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 836/2002, ΕφΠειρ 561/2012, ΕφΠειρ 7/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, επομένως ο πρώτος λόγος εφέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, ο παραδεκτά κατ’ άρθρο 527 αριθ. 6 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι γίνεται επίκληση δικαστικής ομολογίας του ενάγοντος και προσκόμιση μετ’ επικλήσεως σχετικών αποδεικτικών εγγράφων από τους εναγόμενους – εκκαλούντες, προβαλλόμενος με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρισμός (ένσταση) περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος σε βάρος της τρίτης, επικουρικά της τέταρτης και του πέμπτου των εναγόμενων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 762/1978, τυγχάνει ομοίως νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον εν προκειμένω οι ένδικες απαιτήσεις απορρέουν από την τελεσθείσα σε βάρος του ενάγοντος αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και, συνεπώς, η παραγραφή τους ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ (βλ. ΕφΠειρ 561/2012, ΕφΠειρ 7/2012 ο.π.). Συνακόλουθα και ο σχετικός τρίτος λόγος έφεσης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες επαναφέρουν περαιτέρω την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση της πενταετούς παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος, ισχυριζόμενοι ότι αυτός λάμβανε γνώση κατά τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεών του, από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, ότι οι πλοιοκτήτριες εταιρείες παρακρατούσαν μηνιαίως τα αναφερόμενα ποσά ως ασφαλιστικές εισφορές προς το ΝΑΤ, από δε τις 26.12.2009 για το πλοίο …» και τις 17.7.2011 για το πλοίο …» μέχρι την άσκηση της αγωγής, που επιδόθηκε στις 29.8.2017, παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας. Η ένσταση αυτή είναι πλήρως ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεών του λάμβανε τακτικά γνώση, μέσω των διμηνιαίων λογαριασμών μισθοδοσίας του που φέρουν την υπογραφή του, ότι οι εργοδότριές του παρακρατούσαν μηνιαίως τα ειδικά αναφερόμενα σε αυτούς ποσά ως ασφαλιστικές εισφορές προς το ΝΑΤ και τα λοιπά Ταμεία. Επομένως, ήδη κατά τη λήξη της ναυτολογήσεώς του στα ανωτέρω πλοία, που έλαβε χώρα κατά τα προαναφερθέντα στις 26.12.2009 για το πλοίο …» και στις 17.7.2011 για το πλοίο …», είχε λάβει γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις ένδικες απαιτήσεις του, ήτοι τη ζημία του και τα υπόχρεα σε αποκατάστασή της πρόσωπα, ώστε να είναι δυνατή, ήδη από το χρόνο εκείνο, η δικαστική τους διεκδίκηση. Το γεγονός ότι αγνοούσε, έως τον Ιανουάριο 2016, τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 3569/2007, νόμου προγενέστερου των ένδικων ναυτολογήσεών του, βάσει της οποίας δεν υφίστατο στο πρόσωπό του νόμιμη υποχρέωση απόδοσης ασφαλιστικών εισφορών, δεν μεταθέτει την αφετηρία της πενταετούς κατά το άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α ΑΚ παραγραφής στο χρόνο εκείνο, αφού, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, η άγνοια ή πλάνη περί το δίκαιο δεν λαμβάνεται υπόψη υπέρ του δικαιούχου, παρά μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις ιδιαίτερα περίπλοκων νομικά υποθέσεων, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επομένως, με αφετηρία τους ανωτέρω χρόνους λήξεως εκάστης ναυτολόγησης του ενάγοντος, η πενταετής προθεσμία παραγραφής είχε συμπληρωθεί στις 29.8.2017, οπότε η ένδικη αγωγή (υπ’ αριθ. καταθ. 8099/88/11.8.2017) επιδόθηκε στους εναγόμενους (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ε. Λ.), ήδη από τις 26.12.2014 και τις 17.7.2016 αντίστοιχα για το κάθε πλοίο. Σημειώνεται ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος δεν προτείνει οποιονδήποτε λόγο διακοπής της παραγραφής. Συνεπώς, η προβληθείσα πρωτοδίκως και νομίμως επαναφερόμενη ένσταση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του εφεσίβλητου ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων έλαβε γνώση των απαιτούμενων για τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του πραγματικών περιστατικών τον Ιανουάριο 2016, οπότε και εκκίνησε η πενταετής προθεσμία παραγραφής, και απέρριψε κατ’ ουσία την προταθείσα κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α΄ ΑΚ ένσταση παραγραφής, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο συναφής δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, γενομένων δεκτών του τέταρτου, που αφορά μόνο στην τέταρτη των εναγόμενων – εκκαλούντων, και του δεύτερου λόγου έφεσης, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη στο σύνολό της, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και ν’ απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς μεν την τέταρτη των εναγόμενων ελλείψει αδικοπρακτικής της ευθύνης ως προς δε τους λοιπούς λόγω παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την κρινόμενη από 20.2.2020 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 1923/60/24.2.2020 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο 1902/972/28.2.2020) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 111/2019 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 111/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών), στο σύνολό της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την ένδικη από 3.8.2017 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 8099/88/11.8.2017 αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος παραβόλου με κωδικό …
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις …
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ