ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
49/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
————————
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Τσέλιου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Ελένη Δαβράδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ειρήνης Ανδρουλάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3919).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παρασκευά Ζουρντού (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 28130).
Ο καλών – ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 2/10/2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, στις 24/10/2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 11106/2018 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 5001/2018, προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 31ης/1/2019 και κατόπιν αναβολών στη δικάσιμο της 4ης/6/2019, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της διενέργειας των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών. Ήδη, με την από 6/6/2019 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 10/6/2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 5032/2019 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 2480/2019, νόμιμα επαναφέρει την ανωτέρω αγωγή προς περαιτέρω συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς, που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη (βλ. και άρθρα 106, 108 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Οπωσδήποτε τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και η τελεσίδικη απόφαση, που θα εκδοθεί, να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο, κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, διότι το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή: 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος, από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται (Κεραμεύς “Αστικό Δικονομικό Δίκαιο”, 1986, σελ. 204, 205, Μπέης Πολ.Δ. σελ. 958, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΕφΑθ 2581/1992 ΝοΒ 40.583). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 του Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η Σ.Σ.Ν.Ε., που αρμόζει (Βερνάρδος, “Το Δίκαιο της ναυτικής εργασίας” σελ. 99, ΕφΠειρ 293/1985 ΕΝΔ 13.340, ΕφΠειρ 955/1979 ΕΝΔ 8.21). Δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέστηκαν, εφόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών, που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες, που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος, από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο ούτε η ανάγκη, η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο, από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 994/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 202/1995). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με προσύμφωνο ναυτολογήσεως, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ του ιδίου και του νομίμου εκπροσώπου της αντιδίκου του, ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 4/4/2017, για αόριστο χρόνο, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο “…”, νηολογίου …, αντί μηνιαίου βασικού μισθού, δώρων και επιδομάτων, σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, την ισχύ της οποίας συμφώνησαν με την αντίδικό του. Ότι στο πλοίο υπηρέτησε έως τις 2/11/2017, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως τις 2/12/2017. Ότι επαναπρολήφθηκε στον Πειραιά, στις 10/12/2017, στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και ναυτολογήθηκε αυθημερόν για αόριστο χρόνο με την ίδια συμφωνία, ως προς την εφαρμογή της Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2017, αναφορικά με την αμοιβή του και υπηρέτησε έως τις 9/1/2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ότι, τέλος, επαναπροσλήφθηκε στις 18/2/2018 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ίδια ειδικότητα για αόριστο χρόνο, υπηρέτησε δε έως τις 31/8/2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει” τυπικά αλλά στην πραγματικότητα κατήγγειλε τη σύμβασή του εξαιτίας παραβίασης των καθηκόντων του πλοιάρχου, συνιστάμενης στη μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών του. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 4/4/2017 έως 2/11/2017, από 10/12/2017 έως 9/1/2018 και από 18/2/2018 έως 31/8/2018 εργαζόταν υπερωριακά επί 8 ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, πέραν του νόμιμου οκταώρου, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 16 ώρες, ημερησίως, κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ώστε δικαιούται το ποσό των 19.211,21€, για την υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 5.261,64€ για την υπερωριακή απασχόληση τα Σάββατα και τις αργίες της ανωτέρω περιόδου. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του δεν του παρείχετο διανυκτέρευση στον λιμένα αφετηρίας ή προορισμού, ώστε δικαιούται το ποσό των 759,41€. Ότι κατά τη χρονική περίοδο από 13/6/2017 έως 5/9/2017 το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 17,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα και δικαιούται το ποσό των 2.844,68€, ενώ κατά τη χρονική περίοδο από 11/6/2018 έως 30/6/2018 το πλοίο είχε συνολικά 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, εβδομαδιαίως, ώστε δικαιούται το ποσό των 121,02€ και, τέλος, κατά τη θερινή περίοδο από 1/7/2018 έως 31/8/2018, το πλοίο είχε 7,8 ώρες πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 856,52€. Ότι, τέλος, δικαιούται ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2017 το ποσό των 448,34€, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017 το ποσό των 3.129,09€, ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2018 το ποσό των 1.379,52€ και ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσό των 2.022,79€. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενος τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικώς τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί, κατόπιν εν μέρει τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με το δικόγραφο των προτάσεων και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 223 εδ. β’, 294, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ) και δη σε ποσοστό 1/2 έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων δεκαεπτά ευρώ και έντεκα λεπτών (18.017,11€) και να υποχρεωθεί να του καταβάλει, ομοίως, το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων δεκαεπτά ευρώ και έντεκα λεπτών (18.017,11€), αμφότερα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφλησή του, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικαστεί η αντίδικός του στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1α’, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 33, 621 παρ. 1 ΚΠολΔ), για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ, 82 Κ.Ι.Ν.Δ). Είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της (άρθρο 216 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ορισμένο αίτημα, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού ο ενάγων εξέθεσε ότι ναυτολογήθηκε στο πλοίο της εναγομένης, ορισμένης χωρητικότητας, ως επίκουρος, ότι παρέσχε σ` αυτό τις υπηρεσίες του σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και ζήτησε να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία οκτώ (8) ωρών πέρα από το οκτάωρο καθημερινώς, περιλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 60, 84 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1α’, 2, 3α’ και 4, 3 Υ.Α. 19040/1981, 1, 3, 5 παρ. 1, 6, 8 παρ. 13, 10 παρ. 1, 3, 4, 11, 13 παρ. 1, 2, 4 και 5, 14, 16, 18, 33 παρ. 1, 2, 3 και 4, 38, 39 Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2016 (Υ.Α. 2242.5-1.5/72672/2016) και του έτους 2017 (Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017), 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη και εντεύθεν απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι τα αναφερόμενα για τη θεμελίωσή της περιστατικά ταυτίζονται απόλυτα με εκείνα, που στηρίζουν την κύρια αγωγική βάση από τη σύμβαση. Ο ενάγων δεν επικαλείται, συναφώς, στοιχεία διαφορετικά, εν όλω ή εν μέρει, από εκείνα της κυρίας βάσης, όπως ακυρότητα της σύμβασης ναυτολογήσεως, μόνο ότι η αντίδικός του κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΠ 493/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2212/2009 ΕΠΟΛΔ 2010.295, ΕφΠατρ 521/2008 ΑχΝομ 2009.612, ΕφΠατρ 717/2007 ΑχΝομ 2008.101). Επίσης, μη νόμιμο είναι το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατά το μέρος, που τα αγωγικά αιτήματα τράπηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, διότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν παράγουν εκτελεστότητα αλλά οι συνέπειές τους εξαντλούνται στο ουσιαστικό δεδικασμένο (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 44.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, διότι ως προς το αναγνωριστικό αίτημά της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενώ το συνολικό ύψος του καταψηφιστικού αιτήματός της δεν υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον, που δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες, που θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σύμβασης, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη προς καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες, των νομίμων, αποδοχές εκείνων, οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία, για την οποία και κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Σ.Σ.Ν.Ε για μερικές ειδικότητες ναυτικών, η οποία, μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης αλλά πρόσθετης αμοιβής (ΑΠ 943/1988 ΕΝΔ 1990.99, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, Ι. Κοροτζή, “Ναυτικό Δίκαιο”, τόμος Α’, σελ. 326 επ., ιδίου, “Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο”, σελ. 153 επ.). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 15.260, ΕφΠειρ 179/1986 ΕΝΔ 15.168). Το ως άνω «επιμίσθιο» μπορεί, όμως, να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Άλλως, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 16.114, ΕφΠειρ 500/2011, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39). Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει, όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως “κλειστός” μισθός (ΕφΠειρ 213/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων διατείνεται ότι κατέβαλε στον αντίδικό της, πλέον των νομίμων αποδοχών και επιδομάτων, έκτακτη αμοιβή (“επιμίσθιο”) σαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, η οποία ανήλθε στο συνολικό ποσό των 885,76€ για το έτος 2017 και στο ποσό των 938,75€ για το έτος 2018, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα επιμέρους κονδύλια και η οποία πρέπει να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, βάσει της συμφωνίας τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 417/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων, διατείνεται ότι έχει εξοφλήσει μερικώς τις απαιτήσεις του ενάγοντος, που αφορούν την πρόσθετη αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση, την αμοιβή για την εργασία την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες, τα δώρα των εορτών, την αμοιβή του για τα εξπρές δρομολόγια και την αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια διανυκτέρευσης, αφενός διότι αυτός εσφαλμένως συνυπολογίζει για την εξεύρεση του μηνιαίου μισθού του το ποσό των 2.040,99€ ως μέσο όρο μηνιαίας υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και το επίδομα αδείας και αφετέρου διότι τούτη έχει καταβάλει προς εξόφλησή τους το ποσό των 423,48€ για την υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές, το ποσό των 5.292,26€ ως αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των 172,99€ ως δώρο Πάσχα του έτους 2017, το ποσό των 1.318,19€ ως δώρο Χριστουγέννων 2017, το ποσό των 515,51€ ως δώρο Πάσχα του έτους 2018, το ποσό των 812,95€ ως δώρο Χριστουγέννων του έτους 2018, το ποσό των 2.999,67€ ως αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές και, τέλος, το ποσό των 506,64€ ως αποζημίωση για άδεια διανυκτέρευσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στην ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Εξ ετέρου, στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος αλλά και στην περίπτωση, που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον, που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος επιφέρει ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ 2011.895, ΑΠ 91/2011 ΝοΒ 2011.1524, ΑΠ 263/2007 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 960/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 823/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 812/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 9/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγόμενη διατείνεται ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική, ως αντιτιθέμενη στις αρχές της καλής πίστης, διότι, κατά την πολυετή εργασιακή τους σχέση, ο ενάγων ουδέποτε παραπονέθηκε ή διεκδίκησε επιπλέον αμοιβή, ενώ υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας, το δε αιτούμενο από τον ίδιο ποσό είναι υψηλό και της δημιουργεί μεγάλο βάρος, ενόψει και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι και αληθής υποτιθέμενος, δεν μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κατά την έννοια, που εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη. Ειδικότερα, μόνη η ανυπαρξία διαμαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντος δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της προκείμενης αγωγής, η δε υπογραφή εκ μέρους του των μισθοδοτικών εξοφλητικών αποδείξεων και του βιβλίου υπερωριών είναι άνευ νομίμου επιρροής, σύμφωνα και με τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 ν. 4020/1959, βάσει της οποίας κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 647/2014 ό.π.).
Από την εκτίμηση των εγγράφων, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, για κάποια εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω ειδικότερη μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και, ιδίως, των υπ’ αριθ. … ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων και ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …’/10-4-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …, καθώς και την υπ’ αριθ. …/17-9-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …), της υπ’ αριθ. …/23-9-2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζωής Βενίτη, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …/17-9-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …), καθώς και της υπ’ αριθ. …/26-9-2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζωής Βενίτη, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη προς αντίκρουση των ισχυρισμών, που περιέχονται στις προτάσεις του ενάγοντος και των αποδεικτικών μέσων, που αυτός προσκόμισε και η οποία ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του τελευταίου (βλ. την υπ’ αριθ. …/23-9-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …) και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 4/4/2017 σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρείας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “…”, με αριθμό νηολογίου … και αριθμό ΙΜΟ 9197105, χωρητικότητας 16.390,82 κόρων, αυτός προσλήφθηκε, για να εργαστεί στο ανωτέρω πλοίο, υπό την ειδικότητα του επίκουρου. Σε εκτέλεση αυτής ναυτολογήθηκε στις 4/4/2017 και απασχολήθηκε έως τις 2/11/2017, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ακολούθως, προσλήφθηκε στις 10/12/2017 και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ίδια ειδικότητα έως τις 9/1/2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Τέλος, με την από 18/2/2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων προσελήφθη, για να εργαστεί στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα, όπου και απασχολήθηκε έως 31/8/2018, οπότε η σχέση εργασίας λύθηκε “κοινή συναινέσει”. Εξάλλου, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν διαμορφωθεί ως εξής: I) κατά τις χρονικές περιόδους από 4/4/2017 έως 11/6/2017, από 6/9/2017 έως 2/11/2017 και από 10/12/2017 έως 28/2/2018, κάθε Δευτέρα περί ώρα 20.00 μ.μ. αναχωρούσε από το λιμάνι της Μυτιλήνης, πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 23.10 μ.μ., στη συνέχεια στο λιμάνι των Οινουσσών περί ώρα 23.59 μ.μ., ακολούθως στο λιμάνι των Ψαρών περί ώρα 02.05 π.μ. της ημέρας της Τρίτης και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 07.55 π.μ. της ημέρας της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 20.00 π.μ. και αφού πραγματοποιούσε μία στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 05.00 π.μ., τερμάτιζε το δρομολόγιό του στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 π.μ. της ημέρας της Τετάρτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση περί ώρα 23.10 μ.μ. στο λιμάνι της Χίου και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 06.55 π.μ. της ημέρας της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., έφθανε στο λιμάνι των Ψαρών περί ώρα 02.00 π.μ. της Παρασκευής, στη συνέχεια, περί ώρα 04.05 π.μ. στο λιμάνι των Οινουσσών, περί ώρα 05.00 π.μ. πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου και κατέληγε στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 π.μ. την ημέρα της Παρασκευής, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., έφθανε στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 23.10 μ.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά την ημέρα του Σαββάτου περί ώρα 06.55 π.μ. και κάθε Κυριακή αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ. από το λιμάνι του Πειραιά και έφθανε στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα ώρα 07.55 π.μ. την ημέρα της Δευτέρας, ΙΙ) κατά τη χρονική περίοδο από 12/6/2017 έως 5/9/2017, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ. από το λιμάνι της Μυτιλήνης και αφού έκανε μία στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 23.10 μ.μ., αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 05.30 π.μ. την ημέρα της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 21.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 05.00 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 π.μ. την ημέρα της Τετάρτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 23.10 μ.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 06.25 π.μ. την ημέρα της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., έφθανε στο λιμάνι των Ψαρών περί ώρα 01.10 π.μ., στη συνέχεια στο λιμάνι των Οινουσσών περί ώρα 03.00 π.μ., της Χίου περί ώρα 03.50 π.μ. και τερμάτιζε περί ώρα 06.40 π.μ. την ημέρα της Παρασκευής στο λιμάνι της Μυτιλήνης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 08.45 π.μ., πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 11.20 π.μ. και τερμάτιζε περί ώρα 18.00 μ.μ. στο λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 21.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 03.30 π.μ. και έφθανε περί ώρα 06.30 π.μ. την ημέρα του Σαββάτου στο λιμάνι της Μυτιλήνης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 08.45 π.μ., έφθανε στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 11.20 π.μ. και αφικνείτο περί ώρα 18.00 μ.μ. στο λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 21.00 μ.μ., έφθανε στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 03.30 π.μ., αφικνείτο περί ώρα 06.30 π.μ. την ημέρα της Κυριακής στο λιμάνι της Μυτιλήνης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 08.45 π.μ., έφθανε στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 11.20 π.μ., στο λιμάνι των Οινουσσών περί ώρα 12.05 μ.μ., στο λιμάνι των Ψαρών περί ώρα 13.55 μ.μ. και κατέληγε περί ώρα 19.10 μ.μ. την ημέρα της Κυριακής στο λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 21.00 μ.μ., έφθανε στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 05.00 π.μ. και ολοκλήρωνε το δρομολόγιο στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 π.μ. την ημέρα της Δευτέρας, ΙΙΙ) κατά τη χρονική περίοδο από 1/3/2018 έως 16/5/2018, κάθε Δευτέρα περί ώρα 20.00 μ.μ. αναχωρούσε από το λιμάνι της Μυτιλήνης, πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 23.10 μ.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 06.55 π.μ. της ημέρας της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 π.μ., πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 05.00 π.μ. και ολοκλήρωνε το δρομολόγιό του στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 π.μ. της ημέρας της Τετάρτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση περί ώρα 23.10 μ.μ. στο λιμάνι της Χίου και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 06.55 π.μ. της ημέρας της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση στο λιμάνι της Χίου και κατέληγε στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 π.μ. την ημέρα της Παρασκευής, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ., έφθανε στο λιμάνι της Χίου περί ώρα 23.10 μ.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά την ημέρα του Σαββάτου περί ώρα 06.55 π.μ. και κάθε Κυριακή αναχωρούσε περί ώρα 20.00 μ.μ. από το λιμάνι του Πειραιά και έφθανε στο λιμάνι της Μυτιλήνης περί ώρα ώρα 07.55 π.μ. την ημέρα της Δευτέρας, ΙV) κατά τη χρονική περίοδο από 18/5/2018 έως 10/6/2018, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 19.00 μ.μ, έκανε στάσεις στα λιμάνια της Σύρου περί ώρα 22.50 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 03.15 π.μ., της Λέρου περί ώρα 04.35 π.μ., της Κω περί ώρα 06.35 π.μ., και έφθανε στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 10.10 π.μ. της ημέρας της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ., της Λέρου περί ώρα 22.35 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 23.55 μ.μ., της Σύρου περί ώρα 04.20 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 08.05 π.μ. της ημέρας της Τετάρτης, οπότε αναχωρούσε περί ώρα 19.00 μ.μ., πραγματοποιώντας στάσεις στα λιμάνια της Σύρου περί ώρα 22.50 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 03.15 π.μ., της Λέρου περί ώρα 04.35 π.μ., της Κώ περί ώρα 06.35 π.μ. και έφθανε στη Ρόδο περί ώρα 10.10 π.μ. της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάσεις στα νησιά της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ., της Λέρου περί ώρα 22.35 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 23.55 μ.μ., της Σύρου περί ώρα 04.20 π.μ. και έφθανε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 08.05 π.μ. την Παρασκευή, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 19.00 μ.μ., έκανε στάσεις στα νησιά της Σύρου περί ώρα 22.50 μ.μ, της Πάτμου περί ώρα 03.15 π.μ., της Λέρου περί ώρα 04.35 π.μ., της Καλύμνου περί ώρα 05.45 π.μ., της Κω περί ώρα 07.00 π.μ. και έφθανε στη Ρόδο περί ώρα 10.20 π.μ. την ημέρα του Σαββάτου, απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 17.00 μ.μ., έκανε στάσεις στο λιμάνι της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 06.30 π.μ. της ημέρας της Κυριακής, V) κατά τη χρονική περίοδο από 11/6/2018 έως 10/7/2018, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 19.00 μ.μ, πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της Σύρου περί ώρα 22.50 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 03.15 π.μ., της Λέρου περί ώρα 04.35 π.μ., της Κω περί ώρα 06.35 π.μ. και έφθανε στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 10.10 π.μ. της ημέρας της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ., της Λέρου περί ώρα 22.35 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 23.55 μ.μ., της Σύρου περί ώρα 04.20 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 08.05 π.μ. της ημέρας της Τετάρτης, οπότε αναχωρούσε περί ώρα 19.00 μ.μ., πραγματοποιώντας στάσεις στα λιμάνια της Σύρου περί ώρα 22.20 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 02.05 π.μ., της Λέρου περί ώρα 03.15 π.μ., της Κω περί ώρα 05.00 π.μ. και έφθανε στη Ρόδο περί ώρα 08.30 π.μ. της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 10.30 π.μ., πραγματοποιούσε στάσεις στα νησιά της Κω περί ώρα 13.30 π.μ. και έφθανε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.30 μ.μ., κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 19.00 μ.μ. πραγματοποιούσε στάσεις στα νησιά της Σύρου περί ώρα 22.30 μ.μ., της Καλύμνου περί ώρα 03.20 π.μ. και της Κω περί ώρα 04.40 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 08.10 π.μ. την ημέρα του Σαββάτου, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 09.30 π.μ., έκανε στάσεις στο λιμάνι της Κω περί ώρα 12.30 μ.μ., στα Κατάπολα της Αμοργού περί ώρα 15.55 μ.μ. και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.10 μ.μ., απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 23.55 μ.μ., πραγματοποιούσε ενδιάμεσες στάσεις στα Κατάπολα της Αμοργού περί ώρα 05.05 π.μ., στην Πάτμο περί ώρα 07.25 π.μ., στη Λέρο περί ώρα 08.35 π.μ., στην Κω περί ώρα 10.20 π.μ. και κατέληγε στη Ρόδο περί ώρα 13.25 μ.μ. την ημέρα της Κυριακής, απέπλε δε περί ώρα 17.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας και με ενδιάμεσες στάσεις στα λιμάνια της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ., της Καλύμνου περί ώρα 21.40 μ.μ., της Λέρου περί ώρα 22.50 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 23.55 μ.μ., της Σύρου περί ώρα 04.20 π.μ., τελικά, κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 08.05 π.μ. την ημέρα της Δευτέρας, VΙ) κατά τη χρονική περίοδο από 11/7/2018 έως 31/8/2018, κάθε Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 19.00 μ.μ, πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της Σύρου περί ώρα 22.50 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 03.15 π.μ., της Λέρου περί ώρα 04.35 π.μ., της Κω περί ώρα 06.35 π.μ. και έφθανε στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 10.10 π.μ. της ημέρας της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ., της Λέρου περί ώρα 22.35 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 23.55 μ.μ., της Σύρου περί ώρα 04.20 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 08.05 π.μ. της ημέρας της Τετάρτης, οπότε αναχωρούσε περί ώρα 19.00 μ.μ., πραγματοποιώντας στάσεις στα λιμάνια της Σύρου περί ώρα 22.20 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 02.20 π.μ., της Λέρου περί ώρα 03.40 π.μ., της Κω περί ώρα 05.30 π.μ. και κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 09.00 π.μ. της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 11.00 π.μ., πραγματοποιούσε στάσεις στο νησί της Κω περί ώρα 14.00 π.μ. και έφθανε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 22.00 μ.μ., κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 19.00 μ.μ. πραγματοποιούσε στάσεις στα νησιά της Σύρου περί ώρα 22.30 μ.μ., της Καλύμνου περί ώρα 03.20 π.μ. και της Κω περί ώρα 04.40 π.μ. και αφικνείτο στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 08.10 π.μ. την ημέρα του Σαββάτου, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 09.30 π.μ., έκανε στάσεις στο λιμάνι της Κω περί ώρα 12.30 μ.μ., στα Κατάπολα της Αμοργού περί ώρα 15.55 μ.μ. και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.10 μ.μ., απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 23.55 μ.μ., πραγματοποιούσε ενδιάμεσες στάσεις στα Κατάπολα της Αμοργού περί ώρα 05.30 π.μ., στην Πάτμο περί ώρα 08.00 π.μ., στη Λέρο περί ώρα 09.20 π.μ., στην Κω περί ώρα 11.10 π.μ. και κατέληγε στη Ρόδο περί ώρα 14.30 μ.μ. την ημέρα της Κυριακής, απέπλε δε περί ώρα 17.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας και με ενδιάμεσες στάσεις στα λιμάνια της Κω περί ώρα 20.35 μ.μ., της Καλύμνου περί ώρα 21.40 μ.μ., της Λέρου περί ώρα 22.50 μ.μ., της Πάτμου περί ώρα 23.55 μ.μ., της Σύρου περί ώρα 04.20 π.μ., τελικά, κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 08.05 π.μ. την ημέρα της Δευτέρας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του πλοίου απασχολούνταν σε αυτό 1 Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, 1 Αρχιθαλαμηπόλος, 20 θαλαμηπόλοι και 14 επίκουροι, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν κατά δύο (2) θαλαμηπόλους κατά το χρονικό διάστημα από 1/4 έως 30/9 εκάστου έτους, ενώ η οργανική σύνθεση θαλαμηπόλων – επίκουρων μειωνόταν σε ποσοστό 1/3 κατά τη χρονική περίοδο από 1/11 έως 31/3 εκάστου έτους. Εξ ετέρου, αποδείχθηκε ότι τα καθήκοντα, με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ο ενάγων, ήταν η υποδοχή των επιβατών πριν τον απόπλου, η εργασία στο εστιατόριο self service “…” και, τέλος, η καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, επιπρόσθετα δε η διενέργεια εργασιών καθαρισμού. Ειδικότερα, αυτός ξεκινούσε την εργασία του δύο ώρες πριν τον απόπλου του πλοίου, οπότε υποδεχόταν τους επιβιβαζόμενους επιβάτες και τους βοηθούσε να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους, στη συνέχεια, απασχολείτο στο εστιατόριο self service “…” είτε με την εξυπηρέτηση των πελατών είτε με τη διενέργεια εργασιών καθαρισμού είτε με τον ανεφοδιασμό του εστιατορίου με τρόφιμα έως ώρα 23.00 μ.μ. περίπου, οπότε το εστιατόριο έκλεινε. Επίσης, μία ώρα πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμένα προορισμού βοηθούσε τους ηλικωμένους με τη μεταφορά των αποσκευών τους ή μετέφερε όσους μετακινούνταν με αναπηρικό αμαξίδιο και, στη συνέχεια, συνεπικουρούσε τους θαλαμηπόλους στις εργασίες καθαριότητας των καμπινών με την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων και τον ανεφοδιασμό τους με τα ελλείποντα είδη, εργασία, η οποία διαρκούσε περίπου 3 ώρες, καθώς ήταν επιφορτισμένος με την καθαριότητα 30-35 καμπινών. Μετά το πέρας της καθαριότητας των καμπινών εκτελούσε πρόσθετες εργασίες καθαριότητας των παραθύρων και των καταστρωμάτων, εργασία η οποία εκτελείτο, επίσης, τα σαββατοκύριακα. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο αντίδικός της δεν απασχολείτο σε εργασίες γενικού καθαρισμού παρά μόνο εξαιρετικά σε αντικατάσταση συναδέλφου του δεν αποδείχθηκε, βρίσκεται, μάλιστα, σε αντίθεση με το περιεχόμενο εγγράφου, που ο τελευταίος προσκόμισε, το οποίο τούτη δεν αμφισβήτησε και ρητά αναφέρει τις καθημερινές εξτρά εργασίες καθαρισμού, που διενεργούνταν μετά το πέρας του καθαρισμού των καμπινών. Αντιθέτως, οι επιπλέον ώρες εργασίας, κατά τις οποίες ισχυρίζεται ο ενάγων ότι εργαζόταν, κρίνονται υπερβολικές. Με βάση τα ανωτέρω, ιδίως: α) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν στο ένδικο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, β) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, κατέστη αναγκαίο προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούντο από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, τούτος να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, επί δύο (2) ώρες ημερησίως τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα δε Σάββατα και τις αργίες, επί δέκα (10) ώρες, ενόψει του ότι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. η εργασία του Σαββάτου και των αργιών θεωρείται στο σύνολό της ως υπερωριακή απασχόληση. Μάλιστα, η διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος δεν υπερέβαινε το ωράριο των δέκα (10) ωρών ακόμα και όταν πραγματοποιούνταν δρομολόγια εξπρές. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλειά του κατά τη διάρκεια των πλόων και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 1/2003 αδημ.). Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των προαναφερθεισών συμβάσεων, μεταξύ των μερών είχε συμφωνηθεί η καταβολή “κλειστού” μισθού, ανερχόμενου στο ποσό των 2.080,74€, βάσει της από 4/4/2017 σύμβασης και στο ποσό των 2.110,92€, βάσει της από 18/2/2018 σύμβασης. Εξάλλου, ο πρώτος συμπληρωματικός όρος των επίδικων συμβάσεων είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: “Κάθε ποσό, που καταβάλει η εταιρεία στον ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση…”. Από τον προαναφερθέντα όρο, ερμηνευόμενο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173, 200 ΑΚ), με βάση την αληθινή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε η καταβολή «κλειστού» μισθού, δηλαδή ενός παγίου μηνιαίου αντάλλαγματος της εργασίας του, το οποίο θα κάλυπτε το σύνολο των παροχών, που δικαιούτο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την οικεία ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των οποίων και οι αμοιβές του για υπερωρίες καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών και επιδόματα εορτών, εφόσον οι συνολικές νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του δεν ήταν μεγαλύτερες από τον ως άνω «κλειστό» μισθό, που συμφωνήθηκε, ενώ, επίσης, τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν να συμψηφίζονται οι υπέρτερες αποδοχές, που θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα, με την οφειλόμενη από την εναγόμενη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ένδικες συμβάσεις τέτοιος όρος. Συνέτρεξαν, επομένως, οι προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού του ποσού, που αναφέρεται στον ανωτέρω όρο της σύμβασης με την δικαιούμενη από αυτόν υπερωριακή αμοιβή, ήτοι του “επιμισθίου” ανερχόμενου για το έτος 2017 στο συνολικό ποσό των 885,76€ και για το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 938,75€, όπως αποδεικνύεται από τα αντίγραφα των αποδείξεων πληρωμής των αντίστοιχων μηνών. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι, βάσει των εφαρμοζόμενων Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτων 2016 και 2017, βάσει και της συμφωνίας των διαδίκων πλευρών, ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 2.773,58€, αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 1) ποσού 928,36€, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 576,3€ (= 19,21€ x 30 ημέρες), επίδομα ιματισμού ποσού 56,50€ (άρθρο 5), επίδομα Κυριακής (άρθρο 6) ποσού 204,24€, επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 8) ποσού 35,22€, αποδοχές αδείας (άρθρο 15) ποσού 388,4€ (928,36€ + 204,24€+576,3€/22 x 5), μέσο όρο υπερωριών, ποσού 219,6€ (= 298 καθημερινές + 62 Κυριακές x 2 ώρες x 6,71€/22), μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου ποσού 279,20€ (= 52 Σάββατα/12 μήνες = 4,33 ώρες x 8 ώρες x 8,06€) και μέσο όρο αμοιβής αργιών (άρθρο 18) ποσού 85,76€ (= 16 αργίες/12 μήνες x 8 ώρες x 8,06€), τούτος δικαιούται: Α) αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, κατά τα χρονικά διαστήματα από 4/4/2017 έως 2/11/2017, από 10/12/2017 έως 9/1/2018 και από 18/2/2018 έως 31/8/2018, τις καθημερινές και τις Κυριακές, ποσού 2.583,12€, διότι δικαιούτο το ποσό των 4.831,2€ [= 720 ώρες (= 298 καθημερινές + 62 Κυριακές x 2 ώρες) x 6,71€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%)] και εισέπραξε προς εξόφληση του ανωτέρω κονδυλίου το ποσό των 423,57€, ενώ στο ανωτέρω ποσό πρέπει να συμψηφιστεί το συνολικό ποσό των 1.824,51€ (= 885,76€ + 938,75€), που του καταβλήθηκε ως “επιμίσθιο”, Β) αμοιβή για την εργασία του την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες της ανωτέρω περιόδου, ποσού 752,74€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 6.045,00€ [= 75 ημέρες (= 59 Σάββατα + 16 αργίες) x 10 ώρες x 8,06€ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%) και είχε λάβει το ποσό των 5.292,26€, Γ) αποζημίωση για διανυκτερεύσεις, που δεν χορηγήθηκαν, ποσού 632,89€, ενόψει του ότι δικαιούτο: i) κατά το χρονικό διάστημα από 4/4/2017 έως 2/11/2017, το ποσό των 548,47€ (= 928,36€/22 = 42,19€ x 13 διανυκτερεύσεις), ii) κατά το χρονικό διάστημα από 10/12/2017 έως 9/1/2018 το ποσό των 168,76€ (928,36€/22 = 42,19€ x 4 διανυκτερεύσεις), iii) κατά το χρονικό διάστημα από 18/2/2018 έως 31/8/2018 το ποσό των 421,9€ (= 928,36€/22 = 42,19€ x 10 διανυκτερεύσεις) και έχει λάβει το συνολικό ποσό των 506,24€, Δ) αποζημίωση για τα εξπρές δρομολόγια, ποσού 412,63€, ενόψει του ότι δικαιούτο: i) κατά το χρονικό διάστημα από 13/6/2017 έως 5/9/2017, το ποσό των 2.447,15€ [= 17,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης/8 = 2,18 δρομολόγια εβδομαδιαίως x 12,14 εβδομάδες x 92,45€ (= 2.773,58€/30)], ii) για το χρονικό διάστημα από 11/6/2018 έως 30/6/2018, οπότε το πλοίο είχε 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, το ποσό των 176,02€, (= 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης/8 = 0,68 δρομολόγια εβδομαδιαίως x 2,8 εβδομάδες x 92,45€) και, τέλος, iii) για το χρονικό διάστημα από 1/7/2018 έως 31/8/2018, οπότε το πλοίο είχε συνολικά 7,8 ώρες πρόωρης αναχώρησης, το ποσό των 789,13€ (= 7,8 ώρες πρόωρης αναχώρησης/8 = 0,98 δρομολόγια εβδομαδιαίως 8,71 εβδομάδες x 92,45€) και έχει εισπράξει το συνολικό ποσό των 2.999,67€, Ε) ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2017, οπότε εργάστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 4/4/2017 έως 30/4/2017, το ποσό των 268,26€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 441,25€ (= 2.773,58€/22 = 126,07€ x 3,5 ημερομίσθια) και έλαβε το ποσό των 172,99€, όπως συνομολογεί, ΣΤ) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, οπότε απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1/5/2017 έως 2/11/2017 και από 10/12/2017 έως 31/12/2017, το ποσό των 1.374,66€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 2.692,85€ (= 2.773,58€/22= 126,07€ x 21,36 ημερομίσθια) και έλαβε το ποσό των 1.318,19€, Ζ) ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2018, το ποσό των 713,67€, διότι απασχολήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1/1/2018 έως 9/1/2018 και από 18/2/2018 έως 30/4/2018 και δικαιούτο το ποσό των 1.229,18€ (= 2.773,58€/22 = 126,07€ x 9,750 ημερομίσθια), ενώ έλαβε το ποσό των 515,51€, Η) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, οπότε απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1/5/2018 έως 31/8/2018, το ποσό των 778,05€, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 1.591,00€ (= 2.773,58/22 = 126,07€ x 12,62 ημερομίσθια) και έλαβε το ποσό των 812,95€. Ενόψει των ανωτέρω, δεκτής γενομένης της ένστασης συμψηφισμού ως ουσιαστικά βάσιμης, καθώς επίσης της ένστασης εξοφλήσεως ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμης, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ενός λεπτού [3.758,01€ (= 7.516,02€ (= 2.583,12€ + 752,74€ + 632,89€ + 412,63€ + 268,26€ + 1.374,66€ + 713,67€ + 778,05€)/2], επίσης, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ενός λεπτού (3.758,01€), αμφότερα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, ήτοι από την 1-9-2018 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, όσον αφορά τις καταψηφιστικές της διατάξεις, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, λόγω της φύσης των επίδικων αξιώσεων, ως ερειδόμενων σε εξαρτημένη σύμβαση εργασίας και, επιπλέον, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει στον ενάγοντα σημαντική ζημία, διότι είναι μισθοσυντήρητος (άρθρα 907, 908 παρ. 1, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος βαρύνουν την εναγόμενη, κατά το λόγο της ήττας της (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ενός λεπτού (3.758,01€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας της λύσης της ναυτικής σύμβασης εργασίας, ήτοι από την 1-9-2018 και έως την ολοσχερή εξόφληση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ενός λεπτού (3.758,01€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας της λύσης της ναυτικής σύμβασης εργασίας, ήτοι από την 1-9-2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500,00€).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ