Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης   54 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ κλήσης : 9824-4953/2019

ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής : 8962-3981/2018

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Πουλοπούλου Αθανασία.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22-09-2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΚΑΛΟΥΣΑ-ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η  ισπανική μονοπρόσωπη Α.Ε με την επωνυμία … που εδρεύει στην πόλη Ρ. (R.)  Ι., και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιες δικηγόροι της, ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ με … και ΔΙΒΡΙΩΤΗ ΡΟΥΣΣΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣ με ΑΜ … δυνάμει από 29-5-2017 συμβολαιογραφικού, με επισημείωση κατά την Σύμβαση της Χάγης, πληρεξουσίου εγγράφου του νομίμου εκπροσώπου της David Prats Palomo και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ.

ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία … που εδρεύει στο 14  Ε. Ο. Λ. – Σ. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΜ …, δυνάμει του από 6.2.2020 Πρακτικού ΔΣ αυτής και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

H ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 17-8-2018 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8962-3981/17-8-2018, μετά την υπ’ αριθμ. 2926/2019 απόφαση του Δικαστηρίου που παρέπεμψε αυτή στο Ναυτικό Τμήμα και επανήλθε προς συζήτηση με την από 30-10-2019 κλήση με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 9824-4953/31-10-2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ (αρχομένων από την κατάθεση της κλήσης), προσδιορίστηκε με την από 7-9-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το ν. 2532/1997 κυρώθηκε στην Ελλάδα και ισχύει από 01-02-1999 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980. Κατά την διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων, εφόσον τα πράγματα δεν αγοράζονται για προσωπική, οικογενειακή ή οικιακή χρήση (πώληση σε καταναλωτή, κατά την έννοια της Σύμβασης άρθρο 2 περ. α Σύμβασης – ΕφΑθ 3877/2011, ΕλλΔνη 2012.1352 με παρατηρήσεις Βαλτούδη) μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους, εκτός εάν τα μέρη έχουν αποκλείσει την εφαρμογή της είτε προβλέποντας (ρητώς) ότι αυτή δεν εφαρμόζεται, είτε επιλέγοντας ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο ενός μη συμβαλλόμενου μέρους (ΕφΑθ 3877/2011, ο.π. ·ΕφΛαμ 63/2006, ΕπισκΕμπΔ 2006.1108). Η ως άνω Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (ΕφΑθ 5745/2010, Δνη 2011.857, Νομος). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών (πλην των λόγων ακυρότητας της σύμβασης πώλησης και της ευθύνης πωλητή για θάνατο/σωματικές βλάβες από το αντικείμενο της πώλησης άρθρο 5 Σύμβασης – Γεωργιάδης, ΕιδΕνοχΔ Ι, σ. 154 ·Βαλτούδης, Το πρόβλημα της συρροής της ευθύνης για πραγματικά ελαττώματα κατά τη Σύμβαση της Βιέννης με το εθνικό εξωσυμβατικό δίκαιο, Αρμ 1999, σ. 331 – 332), στις οποίες ανήκουν και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες (υποχρεώσεις) συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (άρθρο 53 της Σύμβασης). Η ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των μερών, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, ερμηνεύεται κατά το υποκειμενικό κριτήριο και αναζητείται η αληθινή βούληση του δηλούντος, ενώ αν δεν ήταν εμφανής η βούληση του δηλούντος στον αποδέκτη δικαιολογημένα υιοθετείται το αντικειμενικό κριτήριο και αναζητείται το νόημα που θα απέδιδε ο μέσος συναλλασσόμενος της ίδιας κατηγορίας με το άλλο μέρος και υπό τις ίδιες περιστάσεις, ως προς τις οποίες λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι διαπραγματεύσεις των μερών, η καθιερωμένη μεταξύ τους πρακτική, οι συναλλακτικές συνήθειες και οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμπεριφορά τους, ρύθμιση που δεν αποκλίνει από εκείνη του Ελληνικού δικαίου (ΑΚ 173, 200 – Γεωργιάδης, ο.π., σ. 156 – 157). Με το άρθρο 11 της Σύμβασης καθιερώνεται το άτυπο των συμβάσεων πώλησης για την κατάρτιση και τις τροποποιήσεις της, ενώ για τους σκοπούς της σύμβασης εξομοιώνονται με τα έγγραφα και οι μηχανικές αποτυπώσεις που το 1980 ήταν γνωστές (τηλετύπημα, τηλεγράφημα) στις οποίες κατά την ορθότερη γνώμη εντάσσονται και τα ηλεκτρονικά μηνύματα (άρθρο 13 – Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 118 με περαιτέρω παραπομπές). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Σύμβαση (άρθρο 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει οριστεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (άρθρο 59 της Σύμβασης) και έχει υποχρέωση παραλαβής του πράγματος (βλ. Φλάμπουρα σε Χ.Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, σ. 420). Κατά το άρθρο 54 της Σύμβασης η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων και την τήρηση των διατυπώσεων που τυχόν απαιτούνται από τη σύμβαση πώλησης ή από νόμους και άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πληρωμή, ενώ κατά το άρθρο 60 της Σύμβασης η υποχρέωση του αγοραστή προς παραλαβή συνίσταται: (α) στην τέλεση κάθε πράξης που εύλογα μπορεί να αναμένεται από αυτόν, προκειμένου να δοθεί στον πωλητή η δυνατότητα παράδοσης και(β) στην ανάληψη των κινητών πραγμάτων. Η Σύμβαση υιοθετεί την ιδέα της ενιαίας μορφής μη εκπλήρωσης, ήτοι έναν ενιαίο και γενικό λόγο ευθύνης, που είναι η έννοια της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης που υποδηλώνει την κάθε μορφής και βαρύτητας παράβαση οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης υποχρέωσης του πωλητή ή του αγοραστή δηλαδή κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, από την πλευρά του οφειλέτη και καλύπτει όλες εκείνες τις περιπτώσεις, που στο πλαίσιο του ΑΚ, είτε θα χαρακτηρίζονταν αδυναμία παροχής ή υπερημερία του οφειλέτη ή πλημμελής εκπλήρωση, είτε θα επέσυραν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού ενοχικού δικαίου του ΑΚ. Για τη γένεση δε της ευθύνης δεν ενδιαφέρει η ύπαρξη ή μη πταίσματος, δηλαδή η ευθύνη του υπόχρεου είναι αντικειμενική και συνδέεται μόνο με το αντικειμενικό γεγονός της συμβατικής αθέτησης (ΕφΑθ 3877/2011, ο.π.). Αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε υποχρέωσή του από τη σύμβαση πώλησης ή την εν λόγω Σύμβαση, ο πωλητής μπορεί : (α) να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 62 έως 65, (β) να απαιτήσει αποζημίωση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 74 έως 77 και μάλιστα σωρευτικώς με το δικαίωμα υπαναχώρησης (άρθρο 61§1 Σύμβασης), στους λόγους της οποίας (υπαναχώρησης) συμπεριλαμβάνεται και η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας που τάσσει ο δανειστής στον οφειλέτη για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του (Γεωργιάδης, ο.π., σ. 163 – 164). Ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης, αυτό ρυθμίζεται στο άρθρο 74 της Σύμβασης το οποίο προβλέπει ότι η αποζημίωση λόγω αθέτησης της σύμβασης από το ένα μέρος συνίσταται σε ποσό ίσο προς τη ζημία, περιλαμβανομένου και του διαφυγόντος κέρδους, που υπέστη το άλλο μέρος ως αποτέλεσμα της αθέτησης. Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή όφειλε να είχε προβλέψει, ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης, κατά το χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Συνεπώς, αποκαθίστανται σε χρήμα, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του αθετούντος, όλες οι υλικές θετικές και αποθετικές ζημίες που οφείλονται στη συμβατική παράβαση (θετικό διαφέρον, πλήρης αποζημίωση), με την εξαίρεση των ζημιών που αναφέρονται στο άρθρο 5 της Σύμβασης, καθώς και οι παράπλευρες ζημίες (incidental damages), όπως οι δαπάνες του δανειστή για την αποφυγή ή τον μετριασμό των δυσμενών γι’ αυτόν συνεπειών της αθέτησης και επί αθέτησης των ανωτέρω υποχρεώσεων του αγοραστή τα έξοδα για την άσκοπη τοποθέτηση πραγμάτων στην διάθεση του τελευταίου, τα οποία θεωρούνται ως τέτοια προβλέψιμη ζημία (Φλάμπουρας, Το δίκαιο της διεθνούς πώλησης κινητών, 2010, σ. 259). Γενικότερα, ως προς τις καλυπτόμενες ζημίες αυτές καλύπτονται εφόσον (και στο μέτρο που) ο αθετών οφειλέτης είχε προβλέψει ή όφειλε να είχε προβλέψει τις ζημίες αυτές ως δυνατή συνέπεια της συμβατικής παράβασης, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, σύμφωνα με το κριτήριο της προβλεψιμότητας που αντικαθιστά τα κριτήρια της πρόσφορης αιτιότητας και του σκοπού του κανόνα δικαίου που εφαρμόζονται στο ελληνικό δίκαιο για τον περιορισμό της αποζημίωσης (ΠολΠρΘεσ 22513/2003, Αρμ 2003.1802 ·Π.Κορνηλάκης, ο.π., σ. 139 – 140). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 74§2 της Σύμβασης της Βιέννης καθορίζει δύο ομάδες περιπτώσεων. Η πρώτη περιλαμβάνει, κατά το υποκειμενικό κριτήριο, εκείνες τις ζημιές που προέβλεψε εκείνος που παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, κατά τα προεκτιθέμενα, ενώ η δεύτερη – και σημαντικότερη λόγω των αποδεικτικών δυσχερειών της πρώτης ομάδας – περιλαμβάνει εκείνες που, κατά το αντικειμενικό κριτήριο, όφειλε να είχε προβλέψει, ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης, κατά τον χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, εκείνες δηλαδή που ένας τρίτος υπό τις συνθήκες κατάρτισης της σύμβασης θα μπορούσε να προβλέψει, ώστε ασυνήθιστοι κίνδυνοι να τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής της διάταξης. Αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι μια εμπειρική πρόβλεψη, αλλά μία κανονιστική αντίληψη που εντοπίζεται στο εάν ένα μέρος θα μπορούσε να αναμένει από το άλλο μέρος να αναλάβει τον σχετικό κίνδυνο, κρίσιμος χρόνος δε για την «προβλεψιμότητα» είναι ο χρόνος σύναψης της σύμβασης, οποιαδήποτε δε γνώση του οφειλέτη που αποκτήθηκε μετά από αυτό το χρονικό σημείο ή προβλεψιμότητα που προέκυψε μετά από αυτό το χρονικό σημείο είναι αδιάφορη [Huber σε Münchener Kommentar BGB, 8η έκδ. (2019), CISG, άρθρο 74, αριθμοί 30-33 ·Φλάμπουρας, ο.π., σ. 252, 257 επ.]. Ας σημειωθεί δε ότι, κατά κανόνα, δεν αποκαθίστανται ζημιές λόγω διακύμανσης πληθωρισμού (Huber, ο.π., άρθρο 74, αριθμ. 52). Κατά το άρθρο δε 76§1 της Σύμβασης, εφόσον έγινε υπαναχώρηση και υπάρχει τρέχουσα τιμή για τα κινητά πράγματα, το μέρος που απαιτεί αποζημίωση μπορεί, αν δεν έχει συνάψει σύμβαση κάλυψης κατά το άρθρο 75, να ζητήσει τη διαφορά μεταξύ του συμφωνημένου στη σύμβαση τιμήματος και της τρέχουσας τιμής κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, καθώς και κάθε παραπέρα ζημία κατά το άρθρο 74. Ως σύμβαση κάλυψης (αγορά κάλυψης για τον αγοραστή και πώληση κάλυψης για τον πωλητή) είναι η σύμβαση που κατά εύλογο τρόπο και μέσα σε εύλογο χρόνο μετά την υπαναχώρηση, ο αγοραστής ή ο πωλητής, κατά περίπτωση, συνήψε σε υποκατάσταση εκείνης από την οποία υπαναχώρησε και αποσκοπεί στην εκπλήρωση της παροχής που ματαιώθηκε (Huber, ο.π., άρθρο 75, αριθμ. 7). Όταν δε πρόκειται για προμηθευτή με διαρκή παραγωγή θα πρέπει να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή κάλυψης, ώστε να μην μεταβιβάζεται το κόστος της λιγότερο επικερδούς συναλλαγής στον οφειλέτη (Huber, ο.π., άρθρο 75, αριθμ. 10).  Η συγκεκριμένη συναλλαγή κάλυψης δεν τίθεται ως προϋπόθεση επιδίκασης αποζημίωσης, αλλά ανακύπτει στο πλαίσιο της υποχρέωσης περιορισμού της ζημίας κατά το άρθρο 77 της Σύμβασης (Huber, ο.π., άρθρο 75, αριθμ. 21 και άρθρο 77, αριθμ.7 ·Π.Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 141) και τίθεται ως προϋπόθεση από την Σύμβαση, εφόσον ο υπαναχωρήσας επιλέγει την αξίωση εκ του άρθρου 75 της Σύμβασης (Huber, ο.π., άρθρο 77, αριθμ.11). Με βάση τα παραπάνω, ο πωλητής δικαιούται αποζημίωση για τη ζημία του από μεταπώληση σε χαμηλότερη τιμή των πραγμάτων που δεν παρέλαβε ο αγοραστής (Π.Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 141) την οποία στηρίζει είτε στο άρθρο 75 της Σύμβασης, εφόσον συνήψε σύμβαση κάλυψης με την ανωτέρω έννοια, είτε στο άρθρο 76 επικαλούμενος την διαφοροποίηση επί ζημία του της τρέχουσας τιμής. Τρέχουσα τιμή, υπό την έννοια του άρθρου 76 της Σύμβασης, είναι η τιμή που επικρατεί στον τόπο, στον οποίο θα έπρεπε να γίνει η παράδοση των κινητών πραγμάτων ή εφόσον δεν υπάρχει τρέχουσα τιμή σε αυτόν τον τόπο, η τρέχουσα τιμή σε κάποιον άλλο τόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογο υποκατάστατο του πρώτου, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στο κόστος μεταφοράς των πραγμάτων. Η εν λόγω αποζημίωση θεωρείται ότι είναι πάντοτε προβλέψιμη για τον αθετούντα την σύμβαση (Huber, ο.π., άρθρο 76, αριθμ. 1), γιατί δεν θα ήταν συμβατό με την αρχή της πλήρους αποζημίωσης, εάν ο οφειλέτης μπορούσε να επικαλεστεί ότι μετά τη σύναψη της σύμβασης η κατάσταση των τιμών άλλαξε με πολύ ασυνήθιστο τρόπο, οπότε δεν έπρεπε να το περιμένει [Schwenzer σε Schlechtriem/Schwenzer/Schroeter, 7η έκδ. (2019), CISG, άρθρο 76, αριθμ. 6 · Huber, ο.π., άρθρο 76, αριθμ. 11]. Κρίσιμο για τον καθορισμό του παραπάνω τόπου είναι το εάν υπάρχει εμπορική τιμή του προϊόντος και όχι το εάν παράγεται εκεί, εάν δε δεν υφίσταται τέτοια εμπορική τιμή, μια υποκατάστατη τοποθεσία που είναι κατάλληλη εάν τα ίδια προϊόντα εμπορεύονται εκεί υπό τις ίδιες συνθήκες της αγοράς (Huber, ο.π., άρθρο 76, αριθμ. 1). Εντούτοις, κατά το άρθρο 79§1 της εν λόγω διεθνούς Σύμβασης ένας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψη του το εμπόδιο κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης ή να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ήτις συνέπειές του, ενώ κατά την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου η απαλλαγή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ισχύει για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί το εμπόδιο. Ως εμπόδια κείμενα πέρα από το πεδίο επιρροής του οφειλέτη συνιστούν κυρίως «εξωτερικά» περιστατικά, όπως φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες κτλ.), πολιτικοκοινωνικά συμβάντα (πόλεμος, γενικές απεργίες, επαναστάσεις, σαμποτάζ κτλ.), αιφνίδιοι νομοθετικοί περιορισμοί, όπως εισαγωγικό ή εξαγωγικό εμπάργκο, συναλλαγματικοί περιορισμοί [Π.Κορνηλάκης, Η ευθύνη του πωλητή λόγω μη εκπλήρωσης κατά τη σύμβαση της Βιέννης για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων (Ν. 2532/1997), σε Σύγχρονα ζητήματα ενοχικού δικαίου στην εθνική και ευρωπαϊκή τους διάσταση, 2012, σ. 121 (επιμ. Βαλτούδη)]. Επιπλέον, κατά το άρθρο 80 της ίδιας Σύμβασης ένα μέρος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη μη εκπλήρωση από το άλλο μέρος, εφόσον η μη εκπλήρωση προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του πρώτου μέρους. Κατά την σχεδόν απόλυτα κρατούσα και ορθότερη άποψη δε [BGH, Απόφαση της 26ης.9.2012 (VIII ZR 100/11), NJW 2013.304· OLG Brandenburg Απόφαση της 5ης.2.2013, (6 U 5/12), BeckRS 2013.3287 ·Schwenzer, ο.π. άρθρο 80, αριθμ.7, όπου περαιτέρω παραπομπές ·Huber, ο.π., άρθρο 80, αριθμ. 6) επί συνυπαιτιότητας του υπαναχωρούντος από την σύμβαση λαμβάνει χώρα επιμερισμός της ευθύνης ανάλογα με την συνυπαιτιότητα των μερών, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 80 πρωτότυπο κείμενο της (“to the extent that such failure was caused by the first party’s act or omission”). Τέλος, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (Π.Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, σ. 115). Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π. ·Κορνηλάκης, ο.π., σ. 115, βλ. όμως Φλάμπουρα, ο.π., σ. 366), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων. Κατά το ισπανικό δίκαιο, σε περίπτωση υπερημερίας (όπως επί μη παραλαβής του πράγματος εκ μέρους του αγοραστή παρά την δικαστική ή εξώδικη αξίωση του δανειστή για εκπλήρωση που δεν απαιτείται όταν ο χρόνος εκπλήρωσης ορίζεται από το νόμο, την σύμβαση ή τις περιστάσεις – άρθρο 1100 Κώδικα Ισπανικού Αστικού Κώδικα (Codigo civil), αν η υποχρέωση προς παροχή συνίσταται σε χρήμα και τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, η αποζημίωση συνίσταται στην καταβολή του συμφωνηθέντος τόκου ή αν δεν έχει συμφωνηθεί τόκος, στην καταβολή του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας κατά περίπτωση, ο οποίος (υπερημερίας) κατά τα έτη 2016 (β΄εξάμηνο), 2017 και 2018 ανερχόταν σε 3,75% (βλ. προσκομιζόμενη νομική πληροφορία Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου).

Με την υπό κρίση από 17-8-2018 αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε από την ενάγουσα με τις προτάσεις της (άρθρο 223 ΚΠολΔ), που νομίμως επανήλθε προς συζήτηση με την από 30-10-2019 κλήση, μετά την υπ’ αριθμ. 2926/2019 απόφαση του Δικαστηρίου που παρέπεμψε αυτή στο Ναυτικό Τμήμα του Δικαστηρίου, η εδρεύουσα στην Ισπανία ενάγουσα εταιρία εκθέτει ότι μεταξύ αυτής, ως πωλήτριας, και της εδρεύουσας στην Ελλάδα – εναγόμενης εταιρίας, ως αγοράστριας, καταρτίστηκε η από 18.06.2015 σύμβαση πώλησης συνολικά 30 τόνων αμυγδάλων εκ των οποίων 15 τόνοι ποικιλίας «Φυράνια 14/15» και άλλοι 15 τόνοι ποικιλίας «Φυράνια 15/16» αντί τιμήματος 9,95 ευρώ/κιλό, ήτοι αντί συνολικού τιμήματος 298.500 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να μεταφερθεί σε δύο μέρη, το πρώτο με ένα εμπορευματοκιβώτιο 15 τόνων (περιέχον 7,5 τόνους από αμφότερες τις ποικιλίες) που θα φορτώνονταν το πρώτο μισό του Οκτωβρίου 2015 και το υπόλοιπο μέρος με ένα δεύτερο, όμοιου περιεχομένου, εμπορευματοκιβώτιο, που θα φορτώνονταν το δεύτερο μισό του Οκτωβρίου 2015. Ότι συμφωνήθηκε η θαλάσσια μεταφορά από την Ισπανία στην Ελλάδα των εμπορευματοκιβωτίων με τόπο παράδοσης τους το λιμάνι του Πειραιά το πρώτο και την Θεσσαλονίκη το δεύτερο, ενώ ως προς την εξόφληση του τιμήματος συμφωνήθηκε η καταβολή να γίνει έναντι φορτωτικών εγγράφων, κατά τον διεθνώς παραδεδεγμένο διεθνή εμπορικό όρο (Incoterm) “CAD” (Cash Against Document). Ότι, παρά την αρχική τους συμφωνία, η εναγόμενη παρέλαβε και εξόφλησε το τίμημα για το πρώτο εμπορευματοκιβώτιο στις 11.11.2015 σε τρεις δόσεις λόγω των ελέγχων κεφαλαίων που είχαν επιβληθεί στην χώρα με καθυστέρηση που οφείλεται αποκλειστικά στην εναγόμενη. Ότι η εναγόμενη παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας ουδεμία ειδοποίηση έστειλε για φόρτωση και του δεύτερου εμπορευματοκιβωτίου μέχρι τις 16-3-2016, οπότε και εν τέλει συμφωνήθηκε η φόρτωση του τελευταίου στις 15-4-2016, που κατόπιν αιτήσεως της εναγόμενης αναβλήθηκε και εν τέλει έγινε στις 1-5-2016 αφού δε έλαβε χώρα η φόρτωση των εμπορευμάτων, η εναγομένη ζήτησε από την ενάγουσα να διασφαλίσει δωρεάν επισταλία (demurrage) δύο εβδομάδων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και η πληρωμή να λάβει χώρα δια τραπεζικού εμβάσματος σε 3 δόσεις. Ότι, ενώ τα εμπορεύματα κατευθύνονταν προς Θεσσαλονίκη, η εναγομένη, επικαλούμενη αδυναμία εκφόρτωσης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων, αιτήθηκε η εκφόρτωση των εμπορευμάτων να γίνει στο λιμάνι του Πειραιά. Ότι, παρότι τα εμπορεύματα αφίχθησαν εν τέλει στις 15.06.2016 στο λιμάνι του Πειραιά, η εναγομένη δεν τα παρέλαβε, επικαλούμενη αδυναμία έγκαιρης εκφόρτωσης, λόγω του όγκου των συσσωρευθέντων φορτίων στο λιμάνι του Πειραιά εξαιτίας απεργικαών κινητοποιήσεων, ζήτησε δε την έκδοση νέας φορτωτικής, προκειμένου να καταβάλει εφάπαξ το σύνολο τον συμφωνηθέντος τιμήματος. Ότι, κατόπιν αλλεπάλληλων οχλήσεων, η ενάγουσα απηύθηνε στην εναγομένη την από στις 26.07.2016 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωσε ότι, αν δεν παραλάβει τα εμπορεύματα και δεν εξοφλήσει το τίμημα εντός 3 ημερών, θα έδινε εντολή επιστροφής των παραγγελθέντων στην ίδια (ενάγουσα). Ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στις εγκαταστάσεις της στις 19.10.2016, λόγω δε της παραμονής στο λιμάνι τον Πειραιά για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του 1 μηνός, σε συνθήκες καύσωνα, μικρό μέρος του φορτίου κατεστράφη εντελώς, ενώ το υπόλοιπο έχασε ένα μέρος της αξίας του λόγω της μείωσης της αγοραίας τιμής του προϊόντος. Ότι λόγω της ματαιωθείσας πώλησης, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, η ενάγουσα υπέστη ζημία 3,15 ευρώ/κιλό, ποσού (3,15 ευρώ/κιλό Χ 15.000 κιλά =) 47.250 ευρώ, ως εκ της μεταβολής της αξίας της (συγκεκριμένης ποικιλίας) των ξηρών καρπών – αρνητικής διακύμανσης της τιμής του προϊόντος, ότι λόγω καταστραφέντος εμπορεύματος (φύρα) 81 κιλών υπέστη ζημία (81 Χ 9,5 ευρώ/κιλό =) 769,50 ευρώ, ότι κατέβαλε για έξοδα μεταφοράς, κοντέινερ, παραμονής στο λιμάνι του Πειραιά και επαναπατρισμού του φορτίου το ποσό των 6.328,85 ευρώ, κατά τα ειδικότερα  επί μέρους ποσά που αναλυτικά εκθέτει η ενάγουσα στην αγωγή, ότι υπέστη οικονομικό κόστος (τόκοι αντιτίμου προμήθειας πρώτης ύλης και τραπεζικά έξοδα προμήθειας) ποσού 4.637,08 ευρώ, ότι επιβαρύνθηκε τα έξοδα συσκευασίας φορτίου 450 ευρώ και αποπαρασίτωσης/καθαρισμού του υπόλοιπου φορτίου με υποκαπνισμού ποσού 85,49 ευρώ και ότι υπέστη συνολική ζημία ποσού €59.435,43. Ζητά δε, ενόψει τούτων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 59.435,43€, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 7 σημείο 1 στοιχ. β΄ του Κανονισμού 1215/2012, που αναπτύσσει ισχύ στην επίδικη διασυνοριακή μεταξύ διαδίκων με έδρα σε (διαφορετικά) κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμβαση, ενόψει του εκτιθέμενου στην αγωγή από την εδρεύουσα στην Ισπανία εταιρία ως συμφωνηθέντος τόπου εκπλήρωσης της (Πειραιάς), παρά την αρχική θέση όρου “CIF” (βλ. ΕφΠειρ 1105/2006, ΕΝαυτΔ 2007.185) στην επίδικη σύμβαση λόγω και της ιστορούμενης στην αγωγή αλλαγή του τόπου παράδοσης των πραγμάτων με συμφωνία των μερών, όπως κατωτέρω ειδικότερα εκτίθεται [πρβλ. και ΔΕΕ Απόφαση της 25ης.2.2010, Car Trim/KeySafety, (C-381/08), σκέψεις 55-61 · Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ.΄ έκδ., σ. 428] και σε κάθε περίπτωση κατ’ άρθρο 26 του ίδιου Κανονισμού. Περαιτέρω, είναι αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον κατά την προειρημένη διάταξη του άρθρου σημείο 1 στοιχ. β΄ του Κανονισμού 1215/2012 που καθορίζει και το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο (Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθρο 4, αριθμ. 25) και σε κάθε περίπτωση (λόγω της έδρας της εναγόμενης στο Συκούριο Λάρισας) κατά το άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (για την οποία το Ναυτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιά έχει συντρέχουσα κατά τόπον αρμοδιότητα). Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται περαιτέρω θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της εναγόμενης εταιρίας – αγοράστριας, ως εφαρμοστέο υποδεικνύεται το δίκαιο της χώρας που η ενάγουσα-πωλητής έχει την έδρα της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (ΑΠ 1115/2015, Νομος, ΕφΠειρ 541/2016, ΔΕΕ 2017, σ. 401, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ.΄ έκδ., σ. 310 επ.), ήτοι το ισπανικό δίκαιο. Όμως, ως προς την ευθύνη της εναγόμενης από την ιστορούμενη σύμβαση πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999, αλλά και στην Ισπανία, άνευ επιφυλάξεως, στις 24.7.1990 και έθεσε αυτήν σε εφαρμογή την 1η Αυγούστου 1991 (βλ. προσκομιζόμενη Νομική Πληροφορία Ινστιτούτου Αλλοδαπού και Συγκριτικού Δικαίου), δεδομένου ότι κατά την διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, πρόκειται για σύμβαση πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη που έχουν κυρώσει την Σύμβαση και οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους και εν προκειμένω του ισπανικού, ενώ δεν προκύπτει (ούτε οι διάδικοι επικαλούνται) ότι τα μέρη έχουν αποκλείσει την εφαρμογή της. Ως προς τους τόκους, καθώς η ενάγουσα δεν αιτείται την επιδίκαση τόκων υπερημερίας (οπότε εφαρμοστέο θα ήταν το  ισπανικό δίκαιο κατά τα προεκτεθέντα), αλλά τόκους επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που τυχόν θα επιδικαστεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289 ·ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6). Ενόψει όλων των προαναφερόμενων κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή της ενάγουσας είναι ορισμένη κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις αμέσως κατωτέρω εκτιθέμενες διατάξεις της ίδιας Σύμβασης, αναφορικά με όλα τα κονδύλια της που η ενάγουσα εκθέτει συγκεκριμένα ή με αναφορά σε βάρος, ζημιά ανά κιλό κατά περίπτωση, καθώς αναφέρει σαφώς δήλη ημέρα εκπλήρωσης και δήλωση περί υπαναχώρησης της ενάγουσας μετά την παρέλευση αυτής, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών περί αοριστίας της εναγομένης. Ειδικότερα, είναι ορισμένη (και) ως προς το κονδύλιο ποσού 3,15 ευρώ/κιλό, συνολικού ποσού (3,15 ευρώ/κιλό Χ 15.000 κιλά =) 47.250 ευρώ, που η ενάγουσα αιτείται την καταψήφιση του επικαλούμενη την μεταβολής της αξίας της συγκεκριμένης ποικιλίας των ξηρών καρπών, λόγω της αρνητικής διακύμανσης της τιμής του προϊόντος, καθώς αυτή υπάγεται, ως ασκείται, στο άρθρο 76 της Σύμβασης και όχι στο άρθρο 75 της Σύμβασης, οπότε η ενάγουσα θα έπρεπε να αναφέρει την σύμβαση κάλυψης για το ορισμένο της αγωγής της, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών της εναγόμενης, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, πλην των κατωτέρω ειδικά αναφερόμενων κονδυλίων, ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 11, 53, 54, 57§1 περ. β΄, 58§1 εδ. β΄, 59, 60, 61§1β΄, 74, 76, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων και ως προς τους τόκους επιδικίας στο άρθρο 346 ΑΚ, καθώς και στο άρθρο 176 ΚΠολΔ ως προς τα δικαστικά έξοδα, πλην του κονδυλίου περί «οικονομικού κόστους» (τόκοι αντιτίμου προμήθειας πρώτης ύλης και τραπεζικά έξοδα προμήθειας) ποσού 4.637,08 ευρώ, αφού η ενάγουσα ιστορεί σύμβαση πώλησης από την ίδια ως πωλητή – προμηθεύτρια των πρώτων υλών και όχι μετά-πώλησης. Επομένως, πρόκειται για κονδύλιο αντικειμενικώς μη προβλέψιμο από την εναγόμενη αγοράστρια, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 74 της Σύμβασης της Βιέννης και ως τέτοιο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Επίσης, ως προς το κονδύλιο ποσού 3,15 ευρώ/κιλό, συνολικού ποσού (3,15 ευρώ/κιλό Χ 15.000 κιλά =) 47.250 ευρώ, η αγωγή είναι νόμιμη, πλην της ποσότητας του ολικά καταστραφέντος (φύρας) του εμπορεύματος (81 κιλών) για το οποίο η ενάγουσα αιτείται με ιδιαίτερο κονδύλι την αποζημίωση της για την συνολική του βλάβη (υπολογιζόμενη με την συνολική αξία του προϊόντος ανά κιλό). Κατά συνέπεια, η αγωγή είναι νόμιμη για το ποσό των [(15.000 – 81=) 14.919 κιλών μη καταστραφέντος προϊόντος Χ 3,15 ευρώ/κιλό=] 46.994,85 ευρώ, νόμιμα δε υπολογίζεται από την ενάγουσα με τιμές Ισπανίας και όχι Ελλάδος, καθώς πρόκειται για εισαγόμενη ποικιλία από την Ισπανία και όχι για την τιμή της αντίστοιχης ποικιλίας στην Ελλάδα που έχει διαφορετική τιμή και επομένως η ενάγουσα με την αγωγή της νομίμως προσέφυγε στην τρέχουσα τιμή σε τόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογο υποκατάστατο του πρώτου, που εν προκειμένω δεν μπορεί να είναι άλλος από την τιμή στην Ισπανία, με βάση την οποία καθορίστηκε και το τίμημα, ενώ πρόκειται για προβλέψιμη συνέπεια κατά την έννοια του άρθρου 74 της Σύμβασης, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού για τα άρθρα 74 και 76 της Σύμβασης της Βιέννης, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών περί του αντιθέτου της εναγόμενης ως νομικά αβάσιμων. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο και αποδεικτικό πληρωμής του δικαστικού ενσήμου). Η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και δη ως προς την αθέτηση εκ μέρους της ίδιας της σύμβασης και την εντεύθεν υπαναχώρηση της εναγομένης και περαιτέρω προβάλλει, επικουρικά, ένσταση εκ του άρθρου 79 της Σύμβασης ισχυριζόμενη ότι η μη εκπλήρωση της Σύμβασης οφείλεται στα γεγονότα ανωτέρας βίας που εκθέτει και τα οποία είχε εγκαίρως γνωστοποιήσει στην ενάγουσα (απεργία διαρκείας στους λιμένες Πειραιώς και Θεσσαλονίκης – συναλλαγματικοι περιορισμοί, κλείσιμο δρόμων λόγω αγροτικών κινητοποιήσεων), καθώς και ένσταση εκ του άρθρου 80 της Σύμβασης, επικαλούμενη καθυστέρηση παράδοσης και αυθαίρετη ανάκληση της παράδοσης του φορτίου, παρά τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα. Αμφότερες οι ενστάσεις είναι νόμιμες κατά τις προειρημένες διατάξεις που αναπτύσσουν ισχύ και επί τυχόν διαπιστούμενης συνυπαιτιότητας των μερών, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού για το άρθρο 79 της Σύμβασης της Βιέννης και πρέπει να εξεταστούν ως προς την ουσιαστική βασιμότητα τους, ενώ η «ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος» που προβάλλει η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι υπό τις συνθήκες που εκθέτει όφειλε η ενάγουσα να της παράσχει εύλογη προθεσμία, ερευνάται στο πλαίσιο εξέτασης των αρνητικών ισχυρισμών  της αγωγής και ειδικότερα κατ’ άρθρο 7§2 της Σύμβασης, κατά το οποίο ζητήματα που δεν αντιμετωπίζονται με τη Σύμβαση (είτε ρητώς είτε με ερμηνεία της) επιλύονται καταρχήν με αναγωγή στις θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης, στις οποίες εντάσσεται και η αρχή ότι τα μέρη πρέπει να επιδεικνύουν τη συμπεριφορά ενός συνετού συναλλασσόμενου (Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 117).

Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα καθώς και των ηλεκτρονικών επιστολών, διότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον χρήστη συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως προκύπτει και από την επικράτηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ως μέσου επικοινωνίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με μεγάλο αντικείμενο (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204 ∙Μανιώτης, Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998, σελ. 32 επ. ∙ Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 138 επ.), από την υπ’  αριθμ… ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο Ελλάδας Α. Σ., της … που ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Λάρισας Δ. Γ., από την υπ’  αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Κισσάβου ΜΩΥΣΗ-ΜΩΡΙΣ ΛΕΒΗ της Μ. Δ. που ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητριας Εφετείου Αθηνών Γ. Χ.) και από τις υπ’  αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο Ελλάδας Α. Σ., των … και … αντιστοίχως που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης προς αντίκρουση των ισχυρισμών της τελευταίας (βλ. υπ’ αριθμ. 416Δ΄/14.12.2018 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Αθηνών Νικου Παπαχρήστου) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στην πόλη Reus της Ισπανίας, δραστηριοποιούμενη στην (εξαγωγική) πώληση προϊόντων μεσογειακής διατροφής, μεταξύ αυτών και ξηρών καρπών. Η εναγόμενη είναι ημεδαπή ανώνυμη εταιρία με έδρα το Συκούριο Λάρισας, με αντικείμενο δραστηριότητας την εισαγωγή και εξαγωγή, τυποποίηση, επεξεργασία, γεωργική καλλιέργεια ξηρών καρπών. Στις 18.06.2015 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πώλησης συνολικά 30 τόνων αμυγδάλων εκ των οποίων 15 τόνοι ποικιλίας Φυράνια 14/15 και άλλοι 15 τόνοι ποικιλίας Φυράνια 15/16 αντί τιμήματος 9,95 ευρώ/κιλό, ήτοι με συνολικό τίμημα 298.500 ευρώ, σύμβαση που αποτυπώθηκε ως προς τους κύριους όρους της σε δύο έγγραφες παραγγελίες. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η μεταφορά του συνολικού φορτίου σε δύο τμήματα και συγκεκριμένα το πρώτο μέρος να μεταφερθεί με ένα εμπορευματοκιβώτιο καθαρού βάρους 15 τόνων (περιέχον 7,5 τόνους από αμφότερες τις ποικιλίες) που θα φορτώνονταν για θαλάσσια μεταφορά από την Ισπανία στην Ελλάδα το πρώτο μισό του Οκτωβρίου 2015 με εκτιμώμενη ημερομηνία αναχώρησης τις 5.10.2015. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το δεύτερο μέρος της παραγγελίας θα μεταφερόταν με ένα δεύτερο όμοιου περιεχομένου εμπορευματοκιβώτιο που θα φορτώνονταν επίσης για θαλάσσια μεταφορά από την Ισπανία στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του Οκτωβρίου 2015 με εκτιμώμενη ημερομηνία αναχώρησης τις 19.10.2015. Ως προς το πρώτο φορτίο τέθηκε ο όρος “CPT” (Carriage Paid to) που σημαίνει ότι ο πωλητής καταβάλλει τα έξοδα μεταφοράς των εμπορευμάτων προς τον προορισμό και ότι ο κίνδυνος απώλειας ή ζημιάς στα εμπορεύματα μεταφέρεται από τον πωλητή στον αγοραστή με την παράδοση τους στον μεταφορέα, ενώ ως προς την πληρωμή συμφωνήθηκε η καταβολή να γίνει έναντι φορτωτικών εγγράφων, καθώς τέθηκε ο όρος “CAD” (Cash Against Document). Ως προς το δεύτερο φορτίο, τέθηκε ο όρος “CIF” που στο διεθνές διατοπικό εμπόριο, σημαίνει ότι ο μεν πωλητής έχει την υποχρέωση να συνάψει τη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (και των εμπορευμάτων), ωσαύτως δε και της ασφάλισης αυτών κατά των κινδύνων της μεταφοράς και, επίσης, της παράδοσης στον επιλεγέντα μεταφορέα για την αποστολή τους, ο δε αγοραστής αφότου φορτωθούν αυτά στο μεταφορικό μέσο, φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή απώλειας τους, έχοντας εντεύθεν την υποχρέωση να καταβάλει το “ενιαίο” τίμημα και δη εντόκως για τα πράγματα, το ασφάλιστρο και τα κόμιστρα αυτών, χωρίς να έχει δικαίωμα να αποκρούσει τη σχετική αξίωση του πωλητή, δια της αντιτάξεως κατά αυτού της ενστάσεως του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, τόπος δε παροχής του πωλητή είναι το λιμάνι της αφετηρίας (φορτώσεως) ανεξάρτητα από την κατοικία/έδρα του πωλητή (ΕφΘεσ 721/2013, Νομος ·ΕφΑθ 5138/2005 ΕλλΔνη 2006.590 · ΕφΑθ 4041/1987, ΕΕμπΔ 1988.246). Επίσης,  ως προς την εξόφληση του τιμήματος του δεύτερου αυτού φορτίου τέθηκε ο ίδιος όρος “CAD” (Cash Against Document), ενώ ως λιμένας προορισμού ορίστηκε εκείνος της Θεσσαλονίκης. Δέκα ημέρες μετά την συμφωνία – και συγκεκριμένα στις 28 Ιουνίου του 2015 – εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από την Ελληνική Κυβέρνηση οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls), διακόπηκε η λειτουργία των τραπεζών, οι οποίες και επαναλειτούργησαν μετά από τρεις εβδομάδες με πολύ αυστηρούς όρους ως προς τα τραπεζικά εμβάσματα, γεγονός όλως απρόβλεπτο, το οποίο δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στις συναλλαγές των εισαγωγικών επιχειρήσεων της χώρας. Στις 7.10.2015, η ενάγουσα δια της ενόρκως βεβαιούσας Μ. Δ. – υπεύθυνης εισαγωγών/εξαγωγών της εναγομένης (όπως και σε όλες τις αναφερόμενες κατωτέρω επιστολές) ζήτησε με ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε στον επίσης ενόρκως βεβαιούντα … – διευθυντή διεθνών πωλήσεων της ενάγουσας την τροποποίηση του όρου “CAD”, καθώς αδυνατούσε να λάβει έγκριση για έμβασμα 145.000 ευρώ, ζήτησε δε την έκδοση τριών επί μέρους τιμολογίων κάτω του ορίου των 50.000 ευρώ που επέτρεπαν τα μέτρα συναλλαγματικού περιορισμού. Καθώς η Ελλάδα είναι χώρα ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συναλλαγή αφορούσε αντισυμβαλλόμενη με άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου του προγενέστερου χρόνου σύναψης της σύμβασης, ο οφειλέτης αντιμετώπισε αιφνίδιο συναλλαγματικό περιορισμό, ήτοι εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του, κατά τα προεκτεθέντα. Εύλογα, συνεπώς, η εναγόμενη ζήτησε την αλλαγή του όρου “CAD”, αίτημα το οποίο μετά από διαπραγματεύσεις των μερών εν τέλει έγινε δεκτό από την ενάγουσα με προεξόφληση όλου του τιμήματος εκ μέρους της εναγομένης στις 11.11.2015, οπότε η ενάγουσα και απέστειλε την φορτωτική για την παραλαβή του φορτίου, ήτοι με καθυστέρηση τριάντα ημερών λόγω του ανωτέρω γεγονότος ανωτέρας βίας. Με επιστολή της ίδιας ημέρας της υπαλλήλου – ενόρκως βεβαιούσας της ενάγουσας … (που απέστειλε και τις επόμενες ηλεκτρονικές επιστολές για λογαριασμό της ενάγουσας με κοινοποίηση προς τον …) η ενάγουσα επιβεβαίωσε την πληρωμή και ζήτησε ενημέρωση, εάν θα μπορούσε να οργανωθεί η αποστολή της επόμενης παραγγελίας για τα τέλη του μηνός (Νοεμβρίου 2015). Επομένως, η παραγγελία δεν ήταν έτοιμη προς αποστολή στις 11.11.2015, για τον λόγο αυτό δε η ενάγουσα δια της ίδιας υπαλλήλου απέστειλε νέα επιστολή στις 19.11.2015, ώστε το επόμενο εμπορευματοκιβώτιο να φύγει την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, ενώ απέστειλε και νέα επιστολή στις 26.11.2015, καθώς η εναγόμενη δεν είχε απαντήσει στις επιστολές της, μέχρι τις 30.11.2015, οπότε η τελευταία επιβεβαίωσε την παραγγελία και ζήτησε να αποσταλεί η παραγγελία την τρίτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Επομένως, στο χρονικό διάστημα από την σύναψη της σύμβασης μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο υπήρξε αδικαιολόγητη αδράνεια εκ μέρους της εναγομένης είκοσι ημερών. Στην επιστολή αυτή απάντησε η ενάγουσα, επίσης καθυστερημένα από την πλευρά της κατά εννέα ημέρες, δηλώνοντας με την από … επιστολή της ότι είναι υπερφορτωμένη, ότι το εργοστάσιο θα είναι κλειστό τα Χριστούγεννα κι ότι η παραγγελία δεν θα είναι έτοιμη μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου 2016. Συνεπώς για την εν λόγω χρονική περίοδο που η ενάγουσα δήλωσε ότι θα καθυστερήσει την εκπλήρωση της παροχής της ευθύνεται η ίδια, καθώς η παραγγελία είχε δοθεί και όφειλε να είναι έτοιμη προς παράδοση το δεύτερο δεκαπενθήμερο του παρελθόντος Οκτωβρίου, προς τούτο δε ζήτησε και την κατανόηση της εναγόμενης με την προειρημένη επιστολή της, καθώς η παραγγελία δεν θα παραδίδονταν πριν τα Χριστούγεννα που η κατανάλωση ξηρών καρπών (ζήτηση) είναι ιδιαίτερα αυξημένη, ενώ ζήτησε ενημέρωση από την εναγόμενη για τυχόν νέες παραγγελίες. Στο αίτημα της για ενημέρωση εκ μέρους της εναγόμενης για νέες παραγγελίες επανήλθε στις 9.1.2016 και στις 12.1.2016 με ενημέρωση για τις τότε τρέχουσες (αυξημένες της επίδικης παραγγελίας) τιμές. Στις 13.1.2016 η εναγόμενη ζήτησε την αναβολή της αποστολής της δεύτερης παραγγελίας, αίτημα που έγινε δεκτό προς διευκόλυνση της εναγόμενης με επιστολή της πρώτης εναγόμενης της ίδιας ημέρας. Στις 28.1.2016 η ενάγουσα ενημέρωσε ότι είχε ξεκινήσει την προετοιμασία της αποστολής του δεύτερου φορτίου και ζήτησε ενημέρωση για τον τρόπο πληρωμής, λόγω του όρου “CAD” που είχε συμφωνηθεί, χωρίς να λάβει απάντηση από την εναγόμενη και προς τούτο απέστειλε νέα ηλεκτρονική επιστολή στις 2.2.2016, στην οποία η εναγόμενη ζήτησε την περαιτέρω αναβολή αποστολής του φορτίου επικαλούμενη το κλείσιμο των δρόμων λόγω των αγροτικών κινητοποιήσεων στην Ελλάδα. Με επιστολή της στις 4.2.2016 η ενάγουσα ζήτησε, παρά ταύτα, τον ορισμό ημερομηνίας για φόρτωση του πλοίου προτείνοντας ως ημερομηνίες την 18η Φεβρουαρίου, την 25η Φεβρουαρίου και την 4η Μαρτίου 2016. Με επιστολή της 5ης.2.2016 η εναγόμενη (σε όλες τις περιπτώσεις δια της υπαλλήλου της Μ. Δ.) απάντησε με αντιγραφή της από … ηλεκτρονικής επιστολής της ενάγουσας (με το οποίο, όπως προελέχθη, της δήλωσε ότι δεν μπορούσε να διενεργήσει την φόρτωση πριν τα Χριστούγεννα) και επισήμανε ότι δεν είναι κατάλληλη περίοδος για αποστολή του φορτίου (λόγω των συνεχιζόμενων αγροτικών κινητοποιήσεων), ενώ η ενάγουσα με ηλεκτρονική επιστολή της από 11.2.2016 επανήλθε στο αίτημα της για προσδιορισμό ημερομηνίας φόρτωσης, στο οποίο η εναγόμενη επιφυλάχθηκε για απάντηση την επόμενη ημέρα, χωρίς να το πράξει. Για τον λόγο αυτό, η ενάγουσα επανήλθε στις 17.2.2016, ενώ στις 1.3.2016 η εναγόμενη απάντησε ότι για λίγες ημέρες έπρεπε να καθυστερήσει η αποστολή του φορτίου. Στις 8.3.2016 η ενάγουσα επανήλθε ζητώντας προσδιορισμό ημερομηνίας φόρτωσης του εμπορευματοκιβωτίου της δεύτερης αποστολής, επισημαίνοντας ότι εάν δεν το έπραττε θα υπολάμβανε την συμπεριφορά της ως υπαναχώρηση από την σύμβαση, το ίδιο δε δήλωσε στις 15.3.2016 με ηλεκτρονική της επιστολή, επισημαίνοντας ότι θα προέβαινε σε ενημέρωση της INC (International Nut Council – Διεθνές Συμβούλιο Ξηρών Καρπών). Με την από 15.3.2016 επιστολή της η εναγόμενη, αφού επισήμανε στην ενάγουσα την αδυναμία της να εκπληρώσει την δεύτερη παροχή της πριν τα Χριστούγεννα, καθώς και ότι προκειμένου να μην ματαιωθεί η παράδοση του πρώτου φορτίου η ίδια προέβη σε προεξόφληση της αξίας του πριν το παραλάβει και ότι τα μέρη συμφώνησαν την αναβολή της αποστολής του δεύτερου φορτίου πρότεινε την αποστολή του φορτίου εντός του επόμενου μηνός πριν το Πάσχα. Η ενάγουσα με απαντητική της επιστολή ζήτησε ρητή επιβεβαίωση για αποστολή του δεύτερου φορτίου εντός του Απριλίου 2016, την οποία έλαβε με ηλεκτρονική επιστολή της 16.3.2016 εκ μέρους της εναγόμενης, προκειμένου να παραλάβει το φορτίο πριν τις 1/5/2016 (ενόψει των εορτών του Πάσχα 2016). Ως προς τον τρόπο πληρωμής, με επιστολή της 16ης.3.2016 η ενάγουσα ζήτησε προκαταβολή 30 %, αίτημα που απορρίφθηκε από την εναγόμενη, επικαλούμενη την προεξόφληση του τιμήματος πριν την παράδοση του φορτίου, όπως είχε γίνει στο προηγούμενο φορτίο. Εν τέλει, η ενάγουσα ενημέρωσε στις 31.3.2016 ότι το φορτίο θα εκκινούσε από την Ισπανία στις 21/4/2016 και θα έφθανε στις 1/5/2016. Η εν λόγω αποστολή με επιστολή της 1/4/2016 της εναγόμενης ζητήθηκε να αναβληθεί για μία εβδομάδα, καθώς η 1η/5/2016 ήταν το Πάσχα στην Ελλάδα και τούτο έγινε δεκτό, με αρχική ημερομηνία φόρτωσης στις 7/4/2016 που εν τέλει ορίστηκε, κατόπιν αιτήματος της εναγομένης, για τις 29.4.2016. Δεδομένου ότι από τα μέσα Ιανουαρίου 2016 έως το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του Μαρτίου 2016 ήταν αδύνατες οι χερσαίες μετακινήσεις δια των εθνικών οδών στην χώρα και, επομένως, ήταν αδύνατη η παραλαβή του φορτίου, υφίστατο λόγος ανωτέρας βίας που δεν μπορεί να καταλογιστεί στην εναγόμενη για το χρονικό διάστημα αυτό. Εξάλλου, από τις προειρημένες επιστολές προκύπτει ότι τα μέρη εν τέλει συμφώνησαν την αποστολή του φορτίου αντί της αρχικής ημερομηνίας στις 15/4/2016 στον λιμένα Θεσσαλονίκης, όπως αποτυπώθηκε και στο σχετικό έγγραφο της συγκεκριμένης παραγγελίας που προσκομίζεται με διαγραφή της αρχικής ημερομηνίας αποστολής και θέσης ως νέας της 15ης/4/2016 και τελικώς ορίστηκε η 29η.5.2016. Αφού έλαβε χώρα η φόρτωση των εμπορευμάτων, η εναγομένη ζήτησε από την ενάγουσα στις 5.5.2016 να διασφαλίσει δωρεάν επισταλία (demurrage) δύο εβδομάδων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και η πληρωμή να λάβει χώρα δια τραπεζικού εμβάσματος σε 3 δόσεις (προπληρωμή) αντί για “CAD” και στις 9.5.2016 η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγόμενη για χορήγηση επισταλίας 10 ημερών. Την περίοδο εκείνη, όμως, είχαν ήδη ξεκινήσει οι απεργίες στους λιμένες Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου. Όπως προκύπτει από τις από 17.5.2016 και 6.6.2016 ηλεκτρονικές επιστολές της ενάγουσας ούτε και τότε είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις των μερών, δείχνοντας αμοιβαίως κατανόηση στην αδυναμία εκφόρτωσης, μάλιστα δε μετά από συνάντηση τους σε συνέδριο στο Σαν Ντιέγκο στις 6.6.2016 η ενάγουσα ζήτησε ενημέρωση για την πορεία των απεργιών και η εναγόμενη στις 7.6.2016 την ενημέρωσε ότι οι απεργίες θα συνεχίζονταν, για το οποίο γεγονός, με την από 8.6.2016 ηλεκτρονική επιστολή της η ενάγουσα έδειξε κατανόηση. Με νέα επιστολή της η ενάγουσα στις 14.6.2016 πρότεινε την αλλαγή του λιμένα εκφόρτωσης (Πειραιά αντί της Θεσσαλονίκης), όπως είχε σύσταση από άλλον πελάτη της στην Ελλάδα. Το ίδιο δε αίτημα (για εκφόρτωση στον λιμένα Πειραιώς) επανέλαβε στις 15.6.2016, καθώς η αρχική απάντηση της εναγόμενης την προηγούμενη ημέρα ήταν αρνητική, λόγω της πολύ περιορισμένης λειτουργίας του λιμένα Πειραιώς. Όμοια επιστολή δε απέστειλε στις 16.6.2016 και στις 17.6.2016 με πιο επιτακτικό ύφος, ενώ στις 21.6.2016 με νέα επιστολή ζήτησε πληροφορίες για την μη παραλαβή του φορτίου από τον λιμένα Πειραιά, όπως προκύπτει ότι εν τέλει συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών. Με απαντητική επιστολή στις 22.6.2016 η εναγόμενη δήλωσε στην ενάγουσα ότι καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για παραλαβή του φορτίου, ότι λόγω συσσώρευσης εμπορευματοκιβωτίων υπάρχουν καθυστερήσεις κι ότι για την πληρωμή θα πρέπει να αλλάξει ο τόπος εκφόρτωσης από Θεσσαλονίκη σε Πειραιά κι ότι, εν τέλει, η πληρωμή να γίνει άπαξ (“CAD”), στην οποία (επιστολή) η ενάγουσα ζήτησε να προκαταβληθεί μέρος του τιμήματος, το οποίο αρνήθηκε η εναγόμενη δηλώνοντας ότι θα προπληρώσει ολόκληρο το φορτίο. Την επόμενη ημέρα (23.6.2016) με ηλεκτρονική της επιστολή η ενάγουσα επανήλθε στο αίτημα της για προκαταβολή 20 % επί του ποσού δηλώνοντας ότι η αλλαγή φορτωτικής έχει σημαντικό κόστος, αίτημα που απέρριψε η εναγόμενη ενημερώνοντας ότι χρειάζεται την φορτωτική για να προχωρήσει την διαδικασία παραλαβής καταβάλλοντας ταυτόχρονα και το τίμημα, αίτημα που εν τέλει έγινε δεκτό από την ενάγουσα με απαντητική επιστολή της ίδιας ημέρας. Εν τέλει στις 1.7.2016 απεστάλη το αντίγραφο της φορτωτικής για να προχωρήσει η διαδικασία και ζητήθηκε η καταβολή του τιμήματος από την εναγόμενη με επιστολή της ενάγουσας της ίδιας ημερομηνίας, καθώς και με δύο επόμενες της 4.7.2016, οπότε απέστειλε και το ενιαίο τιμολόγιο, μαζί με τραπεζικές λεπτομέρειες. Στις 7.7.2016 η ενάγουσα ζήτησε πληροφόρηση για την πληρωμή, όμοια δε επιστολή εστάλη στις 8.7.2016 επισημαίνοντας τον κίνδυνο από τις υψηλές θερμοκρασίες, στην οποία απάντησε η εναγόμενη με επιστολή της στις 11.7.2016, δηλώνοντας ότι ο κίνδυνος για την κατάσταση του εμπορεύματος είναι δικός της κι ότι έχει προχωρήσει την διαδικασία για την πληρωμή του τιμήματος, χωρίς όμως να προβεί σε κάποια ενημέρωση της ενάγουσας τις επόμενες ημέρες, με αποτέλεσμα η ενάγουσα με την από 26.7.2016 να τάξει εύλογη προθεσμία τριών ημερών, προκειμένου να παραλάβει το φορτίο, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση «θα ξεκινήσει τις αντίστοιχες νομικές διαδικασίες προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων της», δήλωση που σαφώς έχει τον χαρακτήρα υπαναχώρησης μετά την πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου των ισχυρισμών της εναγόμενης περί μη νόμιμης υπαναχώρησης της ενάγουσας κατ’ άρθρο 63 της Σύμβασης της Βιέννης ως ουσία αβάσιμων. Και τούτο, διότι η εναγόμενη είχε ήδη παραβιάσει την υποχρέωση της παραλαβής του φορτίου, δεδομένου ότι από τις 4.7.2016 μπορούσε το επόμενο χρονικό διάστημα των 22 ημερών να παραλάβει το φορτίο, καθώς η κατάσταση στον λιμένα έβαινε διαρκώς ομαλοποιούμενη. Επιπλέον, δεν προέβη σε κάποια ενημέρωση της ενάγουσας για οποιοδήποτε σχετικό νέο κώλυμα μετά τις 11.7.2016, ούτε για την περαιτέρω πρόοδο των ενεργειών της, ως όφειλε, παραβιάζοντας ούτως εκείνη την σύμβαση, όπως η εκπλήρωση αυτής εν τέλει διαμορφώθηκε μετά από συνεργασία των μερών προς αντιμετώπιση γεγονότων ανωτέρας βίας (αδυναμία χερσαίας κυκλοφορίας, απεργία, νομισματικοί περιορισμοί). Επομένως, δεδομένης της υπερημερίας της εναγόμενης τουλάχιστον από τις 21.7.2016, οπότε είχαν παρέλθει δεκαπέντε ημέρες από την παροχή αντιγράφου φορτωτικής και τιμολογίων, νομίμως υπαναχώρησε από την σύμβαση στις 30.7.2016, μετά την παροχή και νέας καταληκτικής προθεσμίας τριών ημερών εκ μέρους της ενάγουσας που, ενόψει της προηγηθείσας αδράνειας της εναγομένης, κρίνεται εύλογη. Η τιμή της συγκεκριμένης ποικιλίας αμυγδάλων κατά την ημέρα της νόμιμης υπαναχώρησης από την σύμβαση της ενάγουσας ανερχόταν στην Ισπανία (και συγκεκριμένα στην αγορά της Μούρθια) σε 5,90 ευρώ/κιλό, ενώ κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ανερχόταν σε 9,05 ευρώ/κιλό, με βάση την οποία και ορίστηκε το τίμημα της επίδικης πώλησης στο ίδιο ποσό/κιλό (βλ. και προσκομιζόμενα δελτία τιμών αμυγδάλων των ημερομηνιών αυτών). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατέβαλε στην εταιρία … για τέλη αποβάθρας 63,96 ευρώ στην Βαρκελώνη, για έξοδα άφιξης ποσό 550 ευρώ, χρέωση αποβάθρας 1.270 ευρώ, σταλίες 1.500 ευρώ, έξοδα φόρτωσης 440 ευρώ, ναύλο 600 ευρώ και έξοδα άφιξης και διανομής 595 ευρώ, ήτοι 4.955 ευρώ πλέον ΦΠΑ επί των ανωτέρω ποσών πλην του θαλάσσιου ναύλου, ποσού 914,55 ευρώ και συνολικά 5.869,55 ευρώ (βλ. τιμολόγιο υπ’ αριθμ. …). Επιπλέον, κατέβαλε στην ίδια εταιρία για έξοδα αλλαγής προορισμού ποσό 230 ευρώ (βλ. τιμολόγιο υπ’ αριθμ. …), καθώς και για έξοδα υποκαπνισμού του φορτίου το ποσό των 85,49 ευρώ στην εταιρία … (βλ. τιμολόγιο υπ’ αριθμ. …). Τέλος, από την παραμονή του προϊόντος στο εμπορευματοκιβώτιο υπό υψηλές θερμοκρασίες καταστράφηκε μικρό μέρος του εμπορεύματος (φύρα) και συγκεκριμένα εμπόρευμα 81 κιλών αξίας (81 Χ 9,05 ευρώ =) 733,05 ευρώ, ενώ η ενάγουσα επιβαρύνθηκε επιπλέον και με τα έξοδα συσκευασίας φορτίου αξίας 450 ευρώ, όπως απαιτείται για την διαδικασία υποκαπνισμού. Επομένως, η ζημία της για τους λόγους αυτούς ανήλθε σε (5.869,55 + 230 + 85,49 + 733,05 + 450=) 7.368,09 ευρώ, η οποία ήταν πλήρως προβλέψιμη κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύναψης της σύμβασης ως συνέπεια της ως άνω αθέτησης της σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Οι δε ενστάσεις που προβλήθηκαν κατά τα άρθρα 79 και 80 της σύμβασης πρέπει να απορριφθούν ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια, τα οποία δεν συνέχονται με την καθυστέρηση εκπλήρωσης της σύμβασης και την αρνητική διακύμανση της τιμής του πωληθέντος προϊόντος, αφού οι συμφωνίες των μερών, η προεκτεθείσα καθυστέρηση αποστολής του φορτίου πριν τα Χριστούγεννα και οι προεκτεθέντες λόγοι ανωτέρας βίας δεν επηρέασαν τα συγκεκριμένα αγωγικά κονδύλια. Περαιτέρω, το συνολικό χρονικό διάστημα καθυστέρησης εκπλήρωσης της επίδικης παροχής (δεύτερο φορτίο) από την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία άφιξης του δεύτερου μέρους της παραγγελίας (31.10.2015) έως την νόμιμη υπαναχώρηση της ενάγουσας μετά την αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας (30.7.2016) ήταν 273 ημέρες, εκ των οποίων η εναγόμενη ευθύνεται για αδράνεια 45 ημερών, λόγω των προεκτεθέντων γεγονότων ανωτέρας βίας που οδήγησαν σε αναβολή της αποστολής/παραλαβής του φορτίου με την σύμφωνη μάλιστα γνώμη της ενάγουσας, καθώς και του προεκτεθέντος χρονικού διαστήματος καθυστέρησης για το οποίο ευθύνεται η ενάγουσα. Επομένως, η ευθύνη της εναγόμενης για την αρνητική διακύμανση του προϊόντος (9,05 – 5,90=3,15 ευρώ/κιλο) από την πώληση του μέχρι την ανάληψη του φορτίου ποσού (14.919 κιλά Χ 3,15 ευρώ/κιλο =) 46.994,85€ ανέρχεται σε (46.994,85€ Χ 45/273=) 7.746,40 ευρώ, γενομένων εν μέρει δεκτών των ενστάσεων κατά τα άρθρα 79 και 80 της Σύμβασης κατά το υπόλοιπο ποσοστό (228/273) του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου, σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν για τα επί μέρους χρονικά διαστήματα της συνολικής καθυστέρησης. Ενόψει αυτών, θα πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων εκατόν δέκα τεσσάρων ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (5.869,55 + 230 + 85,49 + 733,05 + 450 + 7.746,40 = 15.114,49€) με τον νόμιμο τόκο επιδικίας που ορίζει το ελληνικό δίκαιο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.-

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων εκατόν δέκα τεσσάρων ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (15.114,49€) με τον νόμιμο τόκο επιδικίας που ορίζει το ελληνικό δίκαιο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.-

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 12.1.2021.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ