ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
65/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(αρ. έκθ. κατ. κλήσης:4924/2333/2020)
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 13 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «… υπό εκκαθάριση», που εδρεύει στην Καμαριώτισσα Σαμοθράκης, νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Ιωάννη ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ (ΑΜ ΔΣΑ: 024164).
ΤΟΥ ΚΑΘ’ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : …, κατοίκου …, …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Αλέξανδρου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (ΑΜ ΔΣΑ: 027352).
Η καλούσα – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η, από 29.05.2013 και με αριθμό κατάθεσης 79299/8776/2013, αγωγή της κατά του εναγομένου, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 10327/2020 απόφαση, δυνάμει της οποίας το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη η ενάγουσα φέρει προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την ως άνω αγωγή της, με την, από 04.07.2020, κλήση της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 4924/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2333/2020, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με την, από 04.07.2020, κλήση της ενάγουσας, που κατατέθηκε με γενικό αριθμό κατάθεσης 4924/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2333/2020, η, από 29.05.2013 και με αριθμό κατάθεσης 79299/8776/2013, αγωγή της κατά του εναγομένου, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η, με αριθμό 10327/2020, οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας το ως άνω Δικαστήριο κρίνοντας ότι με την ένδικη αγωγή φέρεται προς εκδίκαση ναυτική, κατ’ άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, διαφορά και δη διαφορά που πηγάζει από τη χρησιμοποίηση και λειτουργία πλοίου και εδράζεται σε σύμβαση που αφορά στην οικονομική χρησιμοποίηση και λειτουργία πλοίου, καθώς και τη μεταφορά προσώπων, κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς συζήτηση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ιδίου Κώδικος, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Τέλος, η αθέτηση της συμβάσεως καθ’ εαυτήν δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία. Βεβαίως, αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση ενοχής εν γένει. Μερικές φορές, όμως, είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, τόσο της αθετήσεως της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Αυτό συμβαίνει όταν το βιοτικό γεγονός και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα ήταν παράνομο ως αντίθετο προς το γενικό καθήκον που επιβάλει το άρθρο 914 Α.Κ. της μη προκλήσεως δηλαδή υπαιτίως ζημίας σε άλλον, ή εφόσον θα ήταν καθεαυτό αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρο 919 Α.Κ. (Ολ. Α.Π. 967/1973, ΑΠ 1115/2015, σε ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, αν ο εντολοδόχος απέκτησε, εκτελώντας την εντολή, χρήματα για τον εντολέα του και αρνείται να διαθέσει αυτά προς περαιτέρω, τυχόν, εκτέλεση της εντολής ή αρνείται να το αποδώσει στον εντολέα, ιδιοποιούμενος αυτά, δεν αθετεί μόνο την υποχρέωσή του από την σύμβαση εντολής, αλλά διαπράττει και παράνομη πράξη και επομένως έχει ευθύνη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 914 επ. ΑΚ (ΑΠ 353/2003, Νόμος ΕδΛαρ 284/2004, Δικογραφία 2005.30). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει νόμιμη συρροή αξιώσεων, μια από τη σύμβαση και άλλη από αδικοπραξία (ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ Νόμος). Κατά την άποψη που κρατεί, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μίας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης, εκτός αν η άλλη έχει ευρύτερο περιεχόμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΕφΠατρ 257/2009 ΑχαΝομ 2010.427, ΕφΑθ 5916/2002 ΕλλΔνη 44.833). Οι συρρέουσες αξιώσεις είναι δυνατόν να ασκηθούν επί δικαστηρίου είτε όλες μαζί με το ίδιο δικόγραφο είτε διαδοχικά με ιδιαίτερο δικόγραφο θα ερευνήσει τις συρρέουσες αξιώσεις, δηλαδή τις διάφορες βάσεις της αγωγής, μπορεί να καθορίσει δεσμευτικά ο ενάγων, με βάση το αξίωμα της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Εξαιτίας της έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης, γίνεται δεκτό ότι σύμβαση πρακτορείας θεωρείται η ανάληψη με αντάλλαγμα υποχρέωσης παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών ποικίλης φύσεως (Λουκόπουλος ΕμπΔικ Β` έκδ. σελ. 59, Ν. Ρόκας Στοιχεία Εμπ. Δικ. 1984, Γεν. Μέρος σελ. 48, 49, Λιακόπουλος, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ ΜΑ` σελ. 561, 569.). Ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση που συνδέει τον ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (άρθρ. 713 επ. ΑΚ), όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή στην αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 ΑΚ, που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον ΑΚ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (ΕφΠειρ 657/2014, 52/2010, 290/2010 δημ. Νόμος, βλ. Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σελ. 236, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163). Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 713 ΑΚ προκύπτει σαφώς ότι η εντολή είναι σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας χωρίς αμοιβή. Με τη σύμβαση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει είτε ρητώς είτε σιωπηρώς και δεν υπόκειται σε κανένα τύπο, μπορεί να ανατεθεί στον εντολοδόχο, προς το συμφέρον του εντολέα ή τρίτου ή και εν μέρει προς το συμφέρον του εντολοδόχου, η διεξαγωγή υποθέσεως οποιασδήποτε φύσεως, και επομένως μπορεί να αφορά την εκτέλεση νομικών πράξεων, την επιχείρηση οιονεί δικαιοπραξίας ή σύναψη δικαιοπραξίας, αλλά και την εκτέλεση απλών υλικών πράξεων. Κανονική δε εκτέλεση της εντολής υφίσταται εφόσον ο εντολοδόχος εκτελεί την υποχρέωση του, σύμφωνα με τη σύμβαση, συμμορφούμενος προς ρητές ή επιτακτικές οδηγίες του εντολέα ή, εάν αυτές είναι ενδεικτικές, εφόσον έπραξε κάθε τι που επέβαλε η φύση της υποθέσεως που του ανατέθηκε (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, άρθρ. 722 παρ. 4, σελ. 852-853).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώνεται με τις προτάσεις της, η ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του υπό Ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…» εκθέτει ότι κατήρτισε με τον εναγόμενο, ο οποίος δραστηριοποιείται ως ναυτικός πράκτορας στον λιμένα του Λαυρίου, σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την επί προμήθεια πώληση εισιτηρίων, την προώθηση των δρομολογίων του ως άνω πλοίου και την είσπραξη για λογαριασμό της του αντιτίμου των εισιτηρίων, το οποίο ακολούθως όφειλε να της αποδίδει, αφού προηγουμένως αφαιρούσε την προμήθειά του (5% επί του καθαρού ναύλου) και τα λιμενικά τέλη που ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει εμπροθέσμως ο ίδιος, ως πρωτοφειλέτης, στον Οργανισμό Λιμένος Λαυρίου. Ότι κατά τα τέλη του έτους 2008 ο εναγόμενος άρχισε να καθυστερεί την απόδοση των εισπραττόμενων από αυτόν ναύλων, ενώ το 2009 έπαυσε να καταβάλει αυτούς παρακρατώντας συγκεκριμένα τους εισπραχθέντες ναύλους από την πώληση εισιτηρίων του ως άνω πλοίου για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2009, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 35.351,60€, το οποίο αρνείται αναιτίως να της αποδώσει, συμπεριλαμβανομένου σε αυτό ποσού 26.616,13 ευρώ για λιμενικά τέλη ετών 2008 και 2009, που κατά παράβαση της υποχρέωσής του δεν απέδωσε στον Οργανισμό Λιμένος Λαυρίου, με αποτέλεσμα αυτά να καταλογιστούν στην ίδια, όπως το ως άνω συνολικό αυτό ποσό προκύπτει από το απόσπασμα του αναλυτικού καθολικού της ενάγουσας, που επισυνάπτεται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, κυρίως με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, επικουρικά με βάση την ενδοσυμβατική του ευθύνη και, με δεύτερη επικουρική βάση, τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 35.321,60€, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει το υπόλοιπο ποσό των 30,00€ ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου και να καταδικαστεί ο τελευταίος στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 51 παρ. 1, 2 εδ.α, και 3Α, Β περ. ε, ιβ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, αφού περιλαμβάνει άπαντα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, η δε αμφισβήτηση επιμέρους εγγραφών της περιλαμβανομένης στην αγωγή καρτέλας χρεοπιστώσεων ανάγεται στην ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και όχι στην πληρότητα της ιστορικής της βάσης. Σημειωτέον δε ότι η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι κατήρτισε με τον εναγόμενο σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και ως εκ τούτου αλυσιτελώς ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας για τον λόγο ότι δεν διαλαμβάνονται σε αυτήν τα αναγκαία στοιχεία της εν λόγω σύμβασης. Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, τόσο κατά την κύρια, όσο και την πρώτη επικουρική της βάση στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 713, 714, 719, 822, 827, 914, 340, 345, 346 ΑΚ, 375 ΠΚ και 176, 191 παρ. 2, 907, 908, 1047 ΚΠολΔ, ενώ ως προς τη δεύτερη επικουρική της βάση, που ερείδεται στις διατάξεις των αρ. 904 επ. του ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον αυτή δεν θεμελιώνεται σε περιστατικά διαφορετικά από αυτά της κύριας βάσης της αγωγής, ήτοι σε περιστατικά διαφορετικά της εκ της συμβάσεως απορρέουσας ευθύνης του εναγομένου (Α.Π. 1409/2014, 2019/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 923/2007 ΧρΙΔ 2008. 121). Κατά τα λοιπά η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις οφειλόμενες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό 31137378495002030095 e-παράβολο και την, από 04.12.2029, απόδειξη πληρωμής).
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του αρνείται την αγωγή και προβάλλει ισχυρισμό περί παραγραφής της επίδικης απαίτησης, ο οποίος ωστόσο δεν συνιστά νόμιμη ένσταση παραγραφής, καθώς δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου χρόνου γένεσης της απαίτησης και παρόδου του νομίμου χρόνου παραγραφής αυτής έως την άσκηση της αγωγής, αλλά συνιστά άρνηση ουσιαστικά της επίδικης απαίτησης, καθώς ο εναγόμενος ισχυρίζεται ειδικότερα ότι δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίον διαμορφώθηκε το πρώτο χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο που εμφανίζεται στον επισυναπτόμενο στην αγωγή λογαριασμό, με βάση το οποίο εξάγεται το επίδικο χρεωστικό υπόλοιπο. Ο εναγόμενος προβάλει περαιτέρω, κατά τη δέουσα εκτίμηση του σχετικού ισχυρισμού του, ένσταση εξόφλησης της επίδικης απαίτησης, λόγω της εκ μέρους του καταβολής ποσού 18.198,09€, τόσο στην ίδια την ενάγουσα, όσο και σε τρίτους, με την ιδιότητα του πράκτορα της τελευταίας, το οποίο δεν έχει καταχωριστεί στην επισυναπτόμενη στην αγωγή καρτέλα, καθώς και λόγω παράδοσης στην ενάγουσα επιταγής ποσού 20.000€, η οποία, αν και πληρώθηκε, δεν πιστώθηκε στον λογαριασμό τους. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη (416ΑΚ) και πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν. Τέλος, ο εναγόμενος προβάλει προς συμψηφισμό με την επίδικη απαίτηση την αξίωσή του για αποζημίωση πελατείας, ποσού 27.532,59€, ο ισχυρισμός του ωστόσο αυτός τυγχάνει απορριπτέος, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 450εδ.α ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης που προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο και συνεπώς απαραδέκτως αντιτάσσεται η απαίτηση του εναγομένου έναντι της αξίωσης της ενάγουσας που στοιχειοθετεί την κύρια βάση της αγωγής.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων … και …, που εξετάστηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 11.12.2019, επιμελεία της ενάγουσας και του εναγομένου, αντίστοιχα, και περιέχονται στα υπ’ αριθ. 26552/2019 πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, εκ των οποίων ορισμένα λαμβάνονται υπόψην προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας που προηγήθηκε, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα, ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 1349/2008, ΕφΘεσ 2152/2017, ΕφΘεσ 243/2009, ΕφΔωδ 199/2009, ΕφΔωδ 9/2007 στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ήδη υπό εκκαθάριση, ναυτική εταιρεία, που ανήκει στον όμιλο εταιρειών «….», είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…», το οποίο μέχρι το έτος 2009 εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια από το Λαύριο προς τους λιμένες του Βορείου Αιγαίου, εξυπηρετώντας τις επιδοτούμενες από το Ελληνικό Δημόσιο ακτοπλοϊκές γραμμές «Λαύριο – Αγ. Ευστράτιος – Λήμνος – Καβάλα», «Λαύριο – Αγ. Ευστράτιος – Λήμνος – Σαμοθράκη – Καβάλα» και «Λαύριο – Ψαρά – Αγ. Ευστράτιος – Λήμνος – Καβάλα». Μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, ο οποίος δραστηριοποιείται ως ναυτικός πράκτορας στο λιμάνι του Λαυρίου, καταρτίστηκε τον Αύγουστο του 2006 προφορική σύμβαση ναυτικής πρακτόρευσης, δυνάμει την οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την έναντι προμήθειας έκδοση και πώληση εισιτηρίων του ως άνω πλοίου της ενάγουσας και την είσπραξη του αντιτίμου τους για λογαριασμό της. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε, όπως εμμέσως συνομολογείται και από τον εναγόμενο, ο οποίος δεν αμφισβητεί το περιεχόμενο της μεταξύ τους σύμβασης, όπως ο ίδιος εφοδιαζόταν με ακτοπλοϊκά εισιτήρια από την ενάγουσα και αφού τα διέθετε για τη μεταφορά επιβατών και οχημάτων για λογαριασμό της ενάγουσας και εισέπραττε το αντίτιμο για λογαριασμό της, ακολούθως απέδιδε σε αυτήν τον εισπραττόμενο ναύλο, αφού προηγουμένως αφαιρούσε προμήθεια 5% επί του καθαρού ναύλου, ως αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του και το ανταποδοτικό τέλος χρήσης λιμένα, το οποίο περιλαμβανόταν στην τιμή του εισιτηρίου και το οποίο όφειλε αυτός να αποδίδει στον Οργανισμό Λιμένος Λαυρίου (Ο.Λ.Λ.), κατ΄ εφαρμογήν της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν.2399/1996, μέχρι το τέλος του επομένου μηνός από την έκδοση των εισιτηρίων. Ήτοι ο εναγόμενος ήταν υπόχρεος προς είσπραξη των ναύλων για λογαριασμό της ενάγουσας, η οποία διατηρούσε την κυριότητα των χρημάτων και όφειλε να της αποδίδει αυτά, αφού προηγουμένως αφαιρούσε τα ανωτέρω ποσά, εντός 15 ημερών ή το αργότερο με τη λήξη κάθε μήνα από την παραλαβή του χρεωστικού σημειώματος που εξέδιδε η ενάγουσα. Ο εναγόμενος διέθετε τα εισιτήρια με το ηλεκτρονικό σύστημα που είχε εγκαταστήσει, η δε ενάγουσα τηρούσε, προς λογιστική παρακολούθηση της μεταξύ τους συνεργασίας, απλό χρεοπιστωτικό λογαριασμό, στον οποίον καταχωρίζονταν οι επί μέρους χρεοπιστώσεις. Από το προσκομιζόμενο απόσπασμα εκτυπωμένο εκ του μηχανογραφικώς τηρούμενου αναλυτικού καθολικού που τηρεί η ενάγουσα, η ακρίβεια της εκτύπωσης του οποίου βεβαιώνεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο- εκκαθαριστή της και στο οποίο αποτυπώνονται οι επί μέρους χρεοπιστώσεις μεταξύ των διαδίκων μερών από 31.08.2006 έως και τη λήξη της συνεργασίας τους, τον Μάρτιο του 2009, οπότε διακόπηκαν τα δρομολόγια του πλοίου, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν υπήρξε συνεπής ως προς την απόδοση των εισπραττόμενων από αυτόν ναύλων, κατά το διάστημα από Ιανουαρίου 2009 έως και Μαρτίου 2009, καθώς δεν απέδωσε, ως όφειλε, σε εξόφληση των εκδιδόμενων από την ενάγουσα χρεωστικών σημειωμάτων, τους εισπραχθέντες για λογαριασμό της ναύλους, με αποτέλεσμα την 08.04.2009, οπότε έγινε και η τελική εκκαθάριση του εν λόγω λογαριασμού, να έχει δημιουργηθεί χρεωστικό υπόλοιπο του εναγομένου, ποσού 35.351,60€, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ποσό 26.616,13€, που αντιστοιχεί στα λιμενικά τέλη των εισιτηρίων που εξέδωσε και εισέπραξε ο εναγόμενος κατά τους μήνες από Ιούλιο έως και Οκτώβριο 2008 και Φεβρουάριο έως και Μάρτιο 2009, που δεν απέδωσε, ως όφειλε, στον Οργανισμό Λιμένος Λαυρίου. Σημειωτέον δε ότι το ως άνω ποσό που αντιστοιχεί στα οφειλόμενα λιμενικά τέλη και τα οποία έχουν βεβαιωθεί σε βάρος της ενάγουσας, νομιμοποιείται να αξιώνει η ενάγουσα, αφού αποτελεί μέρος του εισπραχθέντος από τον εναγόμενο για λογαριασμό της αντιτίμου των εισιτηρίων του πλοίου της, ήτοι υπάγεται στην περιουσία της απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγομένου, κατά τον οποίον το ως άνω ποσό νομιμοποιείται να αξιώσει ο Ο.Λ.Λ και όχι η ενάγουσα. Ο εναγόμενος αμφισβητεί το χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 132.326,24€, το οποίο αποτελεί το πρώτο υπόλοιπο στο απόσπασμα του λογαριασμού που επισυνάπτει η ενάγουσα στην αγωγή της, με ημερομηνία 31.12.2008, βάσει του οποίου προκύπτει και το επίδικο χρεωστικό υπόλοιπο, ισχυριζόμενος ότι δεν αποδεικνύεται πώς ακριβώς διαμορφώθηκε το υπόλοιπο αυτό, καθώς οι προσκομιζόμενες από αυτόν καρτέλες του μεταξύ τους λογαριασμού, υπό στοιχεία Α, Β και Γ, εκ των οποίων η πρώτη αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού έως 14.01.2009, η δεύτερη έως 31.10.2008 και η τρίτη έως 21.11.2008, παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς επί μέρους καταχωρίσεις, όπως ειδικότερα αυτές προσδιορίζονται με τις προτάσεις του, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν και διαφορετικά υπόλοιπα. Ωστόσο, από τη συγκριτική επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τον εναγόμενο ως άνω καρτελών, οι οποίες αποτελούν προσωρινές καρτέλες του τηρούμενου από την ενάγουσα λογαριασμού, ήτοι εκδόθηκαν από αυτήν και κοινοποιήθηκαν στον εναγόμενο πριν την οριστική εκκαθάριση του μεταξύ τους λογαριασμού, προκύπτει η συνέχεια των επιμέρους εγγραφών που οδηγούν στο χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 132.326,24€ του επισυναπτόμενου στην αγωγή αποσπάσματος του λογαριασμού, αφού οι επικαλούμενες από τον εναγόμενο διαφοροποιήσεις στις εγγραφές των προσωρινών καρτελών που προσκομίζει οφείλονται στη μεταγενέστερη καταχώριση στον λογαριασμό συγκεκριμένων πιστώσεων υπέρ αυτού, που αντιστοιχούν σε χρηματικά ποσά που απέδιδε στην ενάγουσα ή σε δαπάνες που ενεργούσε προς τρίτους για λογαριασμό της, που τιμολογούνταν από τον ίδιο σε μεταγενέστερο χρόνο, κατόπιν συνυπολογισμού των οποίων εξάγεται το υπόλοιπο των 132.326,24€ και δικαιολογούνται ακριβώς οι επιμέρους διαφορές στα υπόλοιπα που παρουσιάζουν οι προσωρινές καρτέλες. Εξάλλου ο εναγόμενος ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε στην ενάγουσα ως προς την ακρίβεια των επιμέρους χρεοπιστώσεων που καταχωρούνταν στον μεταξύ τους λογαριασμό και των οποίων λάμβανε γνώση, αλλά προέβη σε εξόφληση του ως άνω -αρχικού- υπολοίπου που αμφισβητεί στην παρούσα δίκη. Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό εξόφλησης του εναγομένου, κατά τα ποσά 4.797,17€ και 130,99€, που κατέβαλε προς τον Ο.Λ.Λ. και το Λιμενικό Ταμείο Λαυρίου, αντίστοιχα, με βάση τα παραστατικά με στοιχεία ΑΠΕ9083 και ΑΠΕ813035, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς τα ποσά αυτά που αφορούν σε εξόφληση λιμενικών τελών επί εισιτηρίων Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2008 έχουν πιστωθεί στον ενάγοντα, με βάση τα καταχωρισθέντα τιμολόγια με στοιχεία Ν. 11276, 11277, 11278 και 11279, ποσού 1.099,19€, 2419,96€, 576,00€ και 919,16€, αντίστοιχα, ήτοι συνολικού ποσού 5.014,31€, η δε διαφορά σε σχέση με τις ως άνω προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο αποδείξεις, οφείλεται στο ποσοστό 5% επί της καθαρής αξίας των τελών που καταβάλει κατά τον νόμο ο ΟΛΛ στον ναυτικό πράκτορα. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη με στοιχεία ΑΠΕ 9215 απόδειξη καταβολής ποσού 2.903,55€ προς τον ΟΛΛ που προσκομίζει ο εναγόμενος, καθώς το ποσό αυτό έχει πιστωθεί στον εναγόμενο με βάση τα τιμολόγια Ν. 11490 και Ν. 11491 ποσού 904,27€ και 2.130,27€ αντίστοιχα. Ως προς τις υπόλοιπες δαπάνες που προτείνει ο εναγόμενος προς εξόφληση της επίδικης οφειλής, με βάση τα προσκομιζόμενα παραστατικά με στοιχεία …, αυτές έχουν πιστωθεί σε αυτόν, όπως αποδεικνύεται από το αναλυτικό καθολικό της εναγομένης απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι στις 25.11.2008, με συμφωνία των διαδίκων, έγινε αντικατάσταση της υπ’ αριθ. 20005151-2 επιταγής, ποσού 30.000,00€, εκδόσεως του εναγομένου, που είχε παραδώσει αυτός στην ενάγουσα, με την υπ’ αριθ. 20011921-4 επιταγή ποσού 20.000,00€ λήξεως την 25.02.2009, εκδόσεως επίσης του εναγομένου, ενώ καταβλήθηκε και το ποσό των 10.150,00€ σε μετρητά, ποσά που πιστώθηκαν στον λογαριασμό που τηρούσε η εναγομένη, με ημερομηνία 25.11.2008 (πίστωση ποσού 20.000€ και 10.150,00€). Κατά τη λήξη της επιταγής ο εναγόμενος αιτήθηκε την αντικατάστασή της, για τον λόγο δε τούτο η ενάγουσα υπέβαλε σχετικό αίτημα προς τη Συνεταιριστική Τράπεζα Λέσβου – Λήμνου στις 20.02.2009, στο πλαφόν της οποίας είχε κατατεθεί η ως άνω επιταγή, η οποία και αντικαταστάθηκε με την υπ’ αριθ. 20032126-9 επιταγή εκδόσεως της εταιρείας …, λήξης την 30.04.2009, την οποία παρέλαβε η ενάγουσα από τον εναγόμενο, όπως αποδεικνύεται από την Νο. 12 απόδειξη παραλαβής αξιογράφου που προσκομίζει η ενάγουσα, ενώ επέστρεψε την αντικατασταθείσα επιταγή στον εναγόμενο, όπως αποδεικνύεται από την Νο 58/16.03.2009 σχετική απόδειξη. Ωστόσο, αν και ο λογαριασμός, μετά την επιστροφή στον ενάγοντα της ως άνω επιταγής, λήξεως την 25.02.2009, χρεώθηκε κατά το αντίστοιχο ποσό των 20.000€, δεν υπήρξε αντίστοιχη πίστωση, ποσού 20.000€ μετά την παράδοση της τελευταίας ως άνω επιταγής και της κατάθεσης αυτής στο πλαφόν της εναγομένης στην ως άνω Τράπεζα. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η τελευταία αυτή επιταγή δεν πληρώθηκε κατά τη λήξη της, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε από την Τράπεζα σε χρόνο μεταγενέστερο και δη τον Σεπτέμβριο του 2009, προσέτι δε ότι η ίδια δεν παρέλαβε ποτέ το σώμα της επιταγής, παρά το γεγονός ότι η Τράπεζα την ενημέρωσε ότι την είχε αποστείλει σε αυτήν ταχυδρομικώς. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, καθώς αφενός η τελευταία δεν προσκομίζει κάποιο έγγραφο της Τράπεζας από το οποίο να αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί της περί μη πληρωμής της επιταγής, η προσκομιζόμενη δε από αυτήν εκτύπωση των κινήσεων του λογαριασμού της στον οποίον είχαν κατατεθεί οι ως άνω επιταγές αποτυπώνει τις κινήσεις μόνον έως την 04.03.2009, ενώ εξάλλου δεν είναι σύμφωνο με την πρακτική των τραπεζών να αποστέλλουν ταχυδρομικώς τα σώματα των επιταγών, αλλά αυτά παραδίδονται ιδιοχείρως στους πελάτες τους. Επομένως, βασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι ο λογαριασμός έπρεπε να έχει πιστωθεί κατά το ποσό των 20.000€ με την παράδοση της υπ’ αριθ. 20032126-9 επιταγής, όπως άλλωστε είχε γίνει και με τις επιταγές που είχαν παραδοθεί πριν από αυτήν, περαιτέρω δε βασίμως ισχυρίζεται ότι η εν λόγω επιταγή παραδόθηκε στην ενάγουσα και πληρώθηκε, καθώς η τελευταία, ως δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίον κατατέθηκε, δεν αποδεικνύει τη μη πληρωμή της, ούτε έχει στην κατοχή της το σώμα αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, η σχετική ένσταση εξόφλησης του εναγομένου, κατά το ποσό των 20.000,00€ και μετά ταύτα, να γίνει δεκτή η αγωγή, εν μέρει, ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 15.321,60€, νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, έως και την πλήρη εξόφληση. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δύναται να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ενώ επιπλέον, το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας της προσωπικής κράτησης του εναγομένου τυγχάνει ωσαύτως απορριπτέο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 62 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 72 παρ. 12 του ιδίου ως άνω Νόμου, δεν επιτρέπεται η διάταξη προσωπικής κράτησης για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ, η δε επιδικαζόμενη απαίτηση υπολείπεται του ανωτέρω χρηματικού ποσού. Τέλος, σε βάρος του εναγομένου πρέπει να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι ενός ευρώ και εξήντα λεπτών (15.321,60€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, έως και την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα ευρώ (550,00€).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ