Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

66/ 2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :5201/2447/2020)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντιγόνη Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 13η Οκτωβρίου 2020,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

      ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στα …, νομίμως εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ. … – Δ.Ο.Υ. Πλοίων, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Αικατερίνης Σταματελοπούλου (Α.Μ. ΔΣΠ … βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

      ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: … του Δημητρίου,  κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Στέφανου Λύρα (Α.Μ. …) βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την, από 13.09.2016 και με αριθμό κατάθεσης 2439/78/2016, αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 16/2019 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την, από 19.04.2019 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 5493/121/17.05.2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 5201/2447/17.07.2020, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και μετά την εκφώνησή της από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, με κατάθεση αυτής στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17.05.2019  (άρθρα 19, 495 παρ.1, 511, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 614 αριθ. 3 του ιδίου Κώδικα).             Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. 2439/78/2016 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά ιστορούσε ότι, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στις 17.06.2015, στον Πειραιά, με την εναγόμενη εταιρεία, εφοπλίστρια του, υπό ελληνική σημαία,  Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «…», με αριθμό …,  κ.ο.χ. 3.826, προσλήφθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του Β΄ Μηχανοδηγού και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Περάματος, αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων μηνιαίων αποδοχών. Ότι στο ως άνω πλοίο υπηρέτησε έως και την 27.10.2015, οπότε και απολύθηκε λόγω παράνομης απουσίας, ενώ καθ’ όλο το διάστημα που παρέμεινε ναυτολογημένος σε αυτό παρείχε υπερωριακή εργασία, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, επιπλέον δε εκτελώντας και υδραυλικές εργασίες, σύμφωνα με τα  ειδικότερα  εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητούσε, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να του καταβάλει, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, διαφορές υπερωριακής αμοιβής, πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2015, το συνολικό ποσό των 6.793,23€, νομιμότοκα από την τελευταία  απόλυσή του από το πλοίο, άλλως από την επίδοση της αγωγής του έως την οριστική εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί τοπικής αναρμοδιότητάς του, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 66,67,84,105 και 106 του ΚΙΝΔ, 340, 341, 345, 346,361, 481επ., 648, 655, 659,660 κι 661 ΑΚ, 68,70,176, 191§2, 907 και 908 παρ.1 περ. ε΄ Κ.Πολ.Δ., αρθ. 1 Ν.3276/1944, των άρθρων 1α, 2,3α, 7της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της, από 13.06.2014, ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2016 και 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. Υ.Α. 3525.1.5/01/2014 και της από 13.06.2014 ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. Υ.Α.3525.1.10/01/2014, δέχθηκε εν μέρει αυτήν κατ΄ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για τις προαναφερόμενες αιτίες, το συνολικό ποσό των 5.557,66€, νομιμότοκα από την 28.10.2015 επιβάλλοντας σε βάρος της  μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των 280,00€. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγομένη με την κρινόμενη έφεση, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της, παραπονείται αφενός μεν για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ισχυρισμού της περί τοπικής αναρμοδιότητάς του, κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αφετέρου δε για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, τον προσδιορισμό ως τοπικά αρμοδίου προς εκδίκαση της αγωγής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων και την παραπομπή της υπόθεσης σε αυτό προς εκδίκαση, άλλως την απόρριψη της αγωγής και την επιβολή σε βάρος του εφεσιβλήτου της δικαστικής της δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από τη διάταξη του άρθρου 42§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 ΚΠολΔ, δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός εάν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή είναι δικονομικής φύσης σύμβαση, εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτισή της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων (ΕφΑθ 106/2018, ΕφΘεσ 1823/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 364/1998 ΕλλΔνη 1998, σελ. 897). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, η δε έρευνα της αρμοδιότητας, επειδή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της διεξαγωγής της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, αφορά τη δημόσια τάξη και προηγείται από την έρευνα οιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως άλλωστε και από την έρευνα για τη νομική βασιμότητα της αγωγής (βλ. ΑΠ 784/1971 ΝοΒ 20, σελ. 485, ΕφΑθ 3159/2011 ΕλλΔνη 2012, σελ. 161, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρο 46, αριθμός 6, σελ. 107).  H συμφωνία για την παρέκταση της κατά τόπο αρμοδιότητας είναι, όπως προεκτέθηκε, δικονομική σύμβαση και για τον λόγο αυτό δεν υπόκειται σε έλεγχο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διότι βάσει των αξιολογικών κριτηρίων που θεσπίζονται με το άρθρο αυτό ελέγχεται η άσκηση εκείνων μόνο των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ουσιαστικό και όχι όσων προέρχονται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 604/2018, ΑΠ 639/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1823/2014 ό.π.), ως προς τα οποία, ωστόσο, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει μεν και αυτό την καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς, όμως, κατά τα λοιπά να προβλέπει ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή του (ΑΠ 563/2016, ΑΠ 1595/2014, ΑΠ 1414/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, είναι άκυρη κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όπως είναι και εκείνη με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου. Στον περιορισμό αυτό υπόκειται και η συμφωνία με την οποία αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, γίνεται αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών περιουσιακού αντικειμένου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί ή πρόκειται να δημιουργηθούν στο μέλλον μεταξύ των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη η συμφωνία με την οποία το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω ανάγκης ή απειρίας του και είναι υποχρεωμένο για να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες με ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες γι’ αυτό, είτε λόγω άγνοιας της γλώσσας αλλοδαπής χώρας, είτε λόγω δυσχέρειας παραμονής σε αλλοδαπή χώρα χωρίς εργασία, είτε λόγω ύπαρξης αδυναμίας να αναθέσει σε κατάλληλο νομικό παραστάτη την υπεράσπιση της υπόθεσής του, είτε λόγω διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων με αποτέλεσμα να μην αποτολμά οποιαδήποτε ενέργεια και έτσι να στερείται τα νόμιμα δικαιώματά του (ΑΠ 977/1985 ΝοΒ 1986, σελ. 845, ΕφΠειρ 280/1995 ΕΝαυτΔ 1996, σελ. 200, ΕφΑθ 6716/1991 ΕλλΔνη 1993, σελ. 1630). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η εναγόμενη, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και αναπτύχθηκε με τις προτάσεις της, προέβαλε την ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας του ως άνω Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Χανίων, κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ, καθώς στις επίδικες (από 17.06.2015, 28.07.2015 και από 13.08.2015) συμβάσεις εργασίας, που υπεγράφησαν μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, συμφωνήθηκε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση των πάσης φύσης διαφορών εκ της εφαρμογής ή εξ αφορμής των εν λόγω συμβάσεων θα έχουν τα καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια των Χανίων. Τη δικονομική αυτή ένσταση, μετά την απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, η ως άνω εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστικής άποψης, καθόσον, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, η έρευνα της αρμοδιότητας προηγείται της έρευνας οποιοσδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως και της έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής.

Από την εκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης από τον εκκαλούντα υπ’ αριθ. …/12.10.2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αμαλιάδας Μαρίας Χάμου, που δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμό …/09.10.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την, από 09.10.2017, εξώδικη κλήση προς την εναγομένη) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης καταρτίσθηκαν εγγράφως στον Πειραιά,  οι από 17.06.2015, 28.07.2015 και 13.08.2015 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, στις οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται όρος, που προβλέπει τα εξής: «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων». Η συμφωνία αυτή, που υποβλήθηκε σε έγγραφο τύπο και έχει αντικείμενο μελλοντικές διαφορές περιουσιακής φύσης από συγκεκριμένη έννομη σχέση, ήτοι τη σύμβαση εργασίας μεταξύ των ως άνω διαδίκων, θεμελίωσε κατά τα άρθρα 42 έως 44 αποκλειστική αρμοδιότητα των καθ’ ύλην αρμόδιων Δικαστηρίων των Χανίων και στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την ένδικη διαφορά, του Ειρηνοδικείου των Χανίων. Από τη σαφή δε γραμματική διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας δε δύναται να συναχθεί κάτι το αντίθετο ως προς τη θεμελίωση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων των Χανίων, καθόσον τα μέρη θέλησαν, έστω και με πρόταση της εναγόμενης, την οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα και υπέγραψε ο ενάγων, να καταστήσουν την αρμοδιότητα των Δικαστηρίων αυτών, τα οποία ήταν ήδη αρμόδια ως εκ της έδρας της εναγόμενης στα Χανιά (άρθρο 25§2 ΚΠολΔ), ως αποκλειστική, κατ’ αποκλεισμόν οποιασδήποτε άλλης. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε αφενός ότι η ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας προτάθηκε από την εναγομένη καταχρηστικά, καθώς επί σειρά ετών στο παρελθόν, καίτοι ο ανωτέρω όρος περιλαμβανόταν και τότε στις συμβάσεις των ναυτικών, η τελευταία δεν προέβαλε καμία ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας δημιουργώντας εύλογα την πεποίθηση σε όλους τους ναυτικούς, που ήθελαν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της, ότι οι σχετικές αγωγές θα εκδικάζονταν από τα Δικαστήρια του Πειραιά, ήτοι ότι με την υποβολή της σχετικής ένστασης η εναγομένη επιδεικνύει αντιφατική δικονομική συμπεριφορά, και αφετέρου ότι προτάθηκε προς παρέλκυση της δίκης, προκειμένου να καθυστερήσει την επίλυση της διαφοράς, δοθέντος, άλλωστε, ότι η εναγομένη διατηρεί γραφεία στον Πειραιά και ως εκ τούτου, μπορεί ευχερώς να εκπροσωπηθεί δικαστικά στην πόλη αυτή. Οι ισχυρισμοί αυτοί του ενάγοντος, κατά το μέρος που επιχειρούν να θεμελιωθούν στη διάταξη του 281 ΑΚ, όσο και σε αυτή του άρθρου 116 ΚΠολΔ, ακόμη κι αν υποτεθούν αληθείς, είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, αφού δε νοείται καταχρηστική άσκηση, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, καθαρώς διαδικαστικών πράξεων, διότι αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα, ενώ η καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, κατ’ άρθρο 116 ΚΠολΔ, στην οποία εντάσσεται και η συμπεριφορά του διαδίκου που τείνει σε παρέλκυση της δίκης, δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της διαδικαστικής πράξης που ενεργήθηκε κατά παράβασή της, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, αλλά ενδεχομένως σε επιβολή ποινής στον διάδικο, κατ΄ άρθρο 205 του ΚΠολΔ ή σε επιβολή ποινής τάξεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο ή ακόμη σε επιδίκαση αποζημίωσης. Τέλος, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η ως άνω συμφωνία καθορισμού της τοπικής αρμοδιότητας, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις ναυτολόγησής του είναι άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρα 178 και 179 ΑΚ, διότι η αντίδικός του, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του να συνεχίσει να εργάζεται, προέβη στη συνομολόγηση των εν λόγω συμβάσεων, καθιστώντας την επιδίωξη από αυτόν των ενδεχόμενων απαιτήσεών του από τις ως άνω συμβάσεις ιδιαίτερα δυσχερή. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος, θέλησε να ενάγεται αποκλειστικά στα Χανιά, όπου βρίσκεται η έδρα της, αποσκοπώντας να καταστήσει δυσχερέστερη οικονομικά ή δικονομικά τη θέση του ενάγοντος, καθώς η προσφυγή του τελευταίου στα Δικαστήρια των Χανίων, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, όπου δύναται να παρασταθεί νομικός παραστάτης της επιλογής του, ενώ δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του ίδιου (του ενάγοντος), δεν προκαλεί σε αυτόν δυσβάσταχτες δαπάνες και δεν του στερεί τα νόμιμα δικαιώματά του, με βάση και όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η τεθείσα στις ένδικες συμβάσεις εργασίας ρήτρα περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων των Χανίων Κρήτης δεν συνιστά συμφωνία παρεκτάσεως, ώστε να ιδρύεται αποκλειστική αρμοδιότητα κατ΄άρθρο 44 ΚΠολΔ, αλλά σκοπεί να διατηρήσει την αρμοδιότητα αυτών ως συντρέχουσα, προς όφελος αποκλειστικώς και μόνον του ενάγοντος, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της έδρας της εναγομένης και απέρριψε την προβληθείσα ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγομένη, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως και ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και αφού γίνει δεκτή η ως άνω ένσταση, να παραπεμφθεί η υπόθεση (άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ) στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, που είναι το Ειρηνοδικείο Χανίων. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί, στο σύνολό της, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδ. β΄, 191§2  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει τη, με αριθμό 16/2019, οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

Παραπέμπει την, από 13.09.2016, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2439/78/2016, αγωγή, στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο Χανίων, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις    Ιανουαρίου 2021, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ