Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

53/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ : 9058 – 4531/2019

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΩΝ : …, κάτοικος ……., για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ με ΑΜ … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ : 1) Η ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «….» η οποία φέρεται ως έχουσα τυπικώς  έδρα στη …, στην πραγματικότητα όμως εδρεύει στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπούμενη,

2) …, κάτοικος …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους, ΜΑΔΗΜΕΝΟΥ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ με ΑΜ 3707 και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

3) …, κάτοικος …, για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 11-10-2019 αγωγή του που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 9058 – 4531/2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 7-9-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ο ενάγων κατέθεσε την από 11-10-2019 αγωγή του στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 9058 – 4531/11-10-2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 7-9-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. Όπως αποδεικνύεται από την νόμιμα προσκομισθείσα μετ’ επίκλησης από τον ενάγοντα υπ’ αρίθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, …, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε στον τρίτο εναγόμενο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 110, 122, 123, 124, 125, 126§1 στοιχείο α΄, 129§1, 215§2 του ΚΠολΔ. Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση των έγγραφων της δικογραφίας προκύπτει το εμπρόθεσμο [κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 237 του ΚΠολΔ] της κατάθεσης των προτάσεων του ενάγοντος δυνάμει του από … πληρεξουσίου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του τελευταίου, ομοίως δε το εμπρόθεσμο ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων που κατέθεσαν προτάσεις δυνάμει των από 20-1-2020 πληρεξουσίων εγγράφων με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, …, και του δεύτερου εναγόμενου, δια των προαναφερθέντων δικηγόρων, για τις διενεργηθείσες από αυτούς πράξεις της προδικασίας (άρθρα 96§1, 104, 237§1 του ΚΠολΔ) και την παράστασή τους στο ακροατήριο. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον τρίτο εναγόμενο, ο τελευταίος δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων. Κατ’ ακολουθίαν, ο τρίτος εναγόμενος (και απλός ομόδικος της λοιπών – συνεναγόμενων ως εις ολόκληρον οφειλετών – άρθρο 74 αριθμ. 1, βλ. Μητσόπουλο Δ 1979.160) πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§1,2 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. α) Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί, μόνο όταν μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών) επιβάλλεται μια άλλη νομική επιλογή (Λιακόπουλος, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σ. 11 επ. ·Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σ. 41). Η αποκλίνουσα αυτή επιλογή, προκειμένου να μην ανατραπεί ο θεσμός της νομικής προσωπικότητας, αποτελεί την εξαίρεση και είναι δυνατή μόνο με τη συνδρομή ιδιαιτέρων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων. Ενόψει των ανωτέρω, σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατόν να οδηγήσει (ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝαυτΔ 30.129 με σημ. Μαρκάκη ·ΕφΠειρ 606/2001 ΕΝΔ 30,108): i) Η χρήση του νομικού προσώπου ως παρενθέτου. Σκοπός εν προκειμένω είναι ο αποκλεισμός της καταστρατηγήσεως του νόμου και η προστασία του αντισυμβαλλομένου του παρένθετου. Ωστόσο, για να υπάρξει καταστρατήγηση, πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης καταστάσεως, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματικότητα (ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990.483 ·ΑΠ 623/1970 ΝοΒ 19.309), ii) η ύπαρξη κυρίου μετόχου, κριτήριο, ωστόσο, που δεν είναι από μόνο του αρκετό για την κατάφαση της ευθύνης του για τα χρέη της εταιρείας (ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 35.1263, ΕφΑθ 924/1998 ΕλλΔνη 40.406) και iii) η κατάχρηση θεσμού, δηλαδή η περίπτωση, όπου η επιμονή στην αρχή του χωρισμού θα κατέληγε σε αποτελέσματα δύσκολα αποδεκτά από το δίκαιο. Την κατάχρηση θεσμού, βεβαίως, δεν ρυθμίζει το ελληνικό δίκαιο, πλην όμως γίνεται δεκτό ότι οι συνέπειές της είναι ανάλογες της καταχρήσεως δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ – Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, σ. 148 επ. ·Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές, παρ. 144). Κατάχρηση υπάρχει, είτε όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Για την τελευταία περίπτωση (μη εκπλήρωση υποχρεώσεων) κριτήρια είναι, ενδεικτικώς: i) Η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας, ii) η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 92 · Γεωργακόπουλος, όπ. π., σελ. 550 ·Μούζουλας, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ. 1991.404 επ.· Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σ. 44 επ.), iii) το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, iv) η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργανώσεως και δράσεως (ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514) και v) η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΑΠ 1046/1990 ΕΝαυτΔ 19.15 ·ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝαυτΔ 19.106) ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΑΠ 1046/1990 όπ.π., ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝαυτΔ 15.243). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου – κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν αρκεί απλώς η μονομετοχική ιδιότητα, ούτε η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 37.1046), αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα (Καραβάς, Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, Α’, 1962, παρ. 131 επ. · Κ.Παμπούκης, Συνέπειες της εμπορικότητας, 1986, παρ. 44 ΙΙ ·Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 173), τα οποία –πραγματικά περιστατικά- πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού προσώπου (μοναδικού μετόχου κατά τύπον κεφαλαιουχικής εταιρείας), υπό την προϋπόθεση της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 8734/1986 ΕΕμπΔ 1986.664· ΕφΠειρ 403/2002 ό.π. ·Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 123 ·Αυγητίδης σε ΕΕμπΔ 1993, σελ. 421).

β) Στην σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: i) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και ii) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά, το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και  για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του (ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373 ·ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ’ άρθρο 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ΝαυτΔ, παρ. 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ’ επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114 ·ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291 ·ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012. 168 ·ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝαυτΔ 2011.39 ∙ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (αρ. 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρίες δηλαδή εταιρίες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ` αυτήν (αρ. 1 ν. 791/1978). Την διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιριών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το αρ. 28 του ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 497/2013, ΕΝαυτΔ 2013.110 · ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009.13 ·ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211 ·Αντάπασης, «Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών», εισήγηση στο Ιο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 1994, σελ. 437 επ. και ιδίως σελ. 443-449, 483). Από τις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ συνάγεται ότι τον ισχυρισμό του εναγομένου με αγωγή περί επιδικάσεως παροχής οφειλόμενης από σύμβαση, ο οποίος συνίσταται στο ότι τη σύμβαση με τον ενάγοντα συνήψε αυτός ως άμεσος αντιπρόσωπος τρίτου, δηλαδή τη συνήψε επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τρίτου, δεδομένου ότι κατά τη σύναψη της συμβάσεως είτε το δήλωσε στον ενάγοντα, είτε η εν λόγω αντιπροσώπευση συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, φέρει το βάρος να τον αποδείξει αυτός ο διάδικος και έτσι ο εν λόγω ισχυρισμός, συνοδευόμενος από το αίτημα απορρίψεως της αγωγής, λειτουργεί ως καταλυτική της αγωγής ένσταση (ΑΠ 57/2002, ΧρΙΔ 2002.114 ·ΑΠ 1382/1989, ΕλλΔνη 1992.308 ·ΑΠ 476/1991, ΕΕΝ 1992.291).

ΙΙΙ. Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων, μετά από παραδεκτή τροπή του συνολικού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις του (άρθρο 223 ΚΠολΔ – ΑΠ 538/2019, Νομος) εκθέτει ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων έργου που συνήφθησαν μεταξύ αυτού και των εναγομένων, οι τελευταίοι του ανέθεσαν επ’ αμοιβή – και ειδικότερα με ημερήσια αμοιβή 250 ευρώ – τον έλεγχο του επιπέδου φθοράς των ελασμάτων καθώς και τον έλεγχο, την εποπτεία και την αξιολόγηση των επισκευαστικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στα πλοία … …” και … στα οποία η πρώτη των εναγομένων ασκεί τον εφοπλισμό για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου που είναι ο μοναδικός της μέτοχος και πραγματικός εφοπλιστής των εν λόγω πλοίων, ενώ ο τρίτος είναι ο επιθεωρητής του στόλου της πρώτης εναγόμενης και μετέχει σε κάθε τεχνική απόφαση που αφορά τα πλοία, καταρτίζει τις συμφωνίες επισκευών, τις εποπτεύει και τις εξοφλεί, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Ότι από τις προαναφερθείσες συμβάσεις έργου στα προειρημένα πλοία που ενέκριναν πλήρως οι εναγόμενοι έχει συνολική απαίτηση ποσού 37.600 ευρώ κατά της πρώτης των εναγομένων, του δεύτερου των εναγομένων υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού μετόχου της τελευταίας και πραγματικού εφοπλιστή των ανωτέρω πλοίων καθώς και κατά του τρίτου εξ αυτών ως αρχιμηχανικού αυτής, ευθυνόμενων όλων των εναγομένων εις ολόκληρον. Με βάση το ιστορικό αυτό, αιτείται, επικαλούμενος τις διατάξεις περί σύμβασης έργου και επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι οι συμβάσεις έργου είναι άκυρες για οποιονδήποτε λόγο, τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να αναγνωριστεί ότι οι αντίδικοι του οφείλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 4.850 ευρώ για την υπό στοιχείο έ αγωγής σύμβαση έργου εντόκως από 23.11.2017, το ποσό των 7.750 ευρώ για την υπό στοιχείο στ΄ αγωγής σύμβαση έργου εντόκως από 17.04.2018, το ποσό των 15.250 ευρώ για την υπό στοιχείο ζ΄ αγωγής σύμβαση έργου εντόκως από 07.09.2018 και το ποσό των 9.750 ευρώ για την υπό στοιχείο η΄ αγωγής σύμβαση έργου εντόκως από 02.12.2018, άλλως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω της επικαλουμένης πραγματικής έδρας της πρώτης των εναγομένων στο Μοσχάτο Αττικής  και της κατοικίας των υπολοίπων ομοίως στο Μοσχάτο Αττικής (άρθρα 22 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 4§1 και  63§1 περ. β΄ και γ΄ του Κανονισμού 1215/2012, καθόσον η πρώτη εναγόμενη εδρεύει πραγματικώς σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι υπόλοιποι κατοικούν  σε αυτήν (ΕφΠειρ 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011.33 ·Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθ. 63, αριθμ. 6-9). Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των εναγομένων – εργοδοτών, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγουν οι παριστάμενοι δύο πρώτοι εναγόμενοι (ούτε ο τρίτος εναγόμενος λόγω της ερημοδικίας του), υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (ΑΠ 1115/2015, Νομος, ΕφΠειρ 541/2016, ΔΕΕ 2017, σ. 401, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ.΄ έκδ., σ. 310 επ.). Κρινόμενη, επομένως, κατά το ελληνικό δίκαιο η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή ενήργησε ως προστηθείς αυτής, πλήρως ενταγμένος στην επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης ως αρχιμηχανικός της, ήτοι ως εργαζόμενος της έστω και με την ιδιότητα διευθυντικού στελέχους που δεν συνεπάγεται, όμως, την απώλεια της ιδιότητας του προστηθέντος καθώς στην αγωγή αναφέρεται ως πλήρως ενταγμένος στο πεδίο δράσης των δύο πρώτων εναγομένων – οφειλετών κατά την εκπλήρωση και της επίδικης ενοχής (Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 334, αριθμ. 17 με περαιτέρω παραπομπές). Αντίθετα, ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681, 211, 212, 343§1, 340, 346 ΑΚ, 105§1 και 106 ΚΙΝΔ και 176 ΚΠολΔ σύμφωνα όμως με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού), κατά την κύρια βάση της και ως προς την επικουρική της βάση (άρθρα 904 επ. ΑΚ, 69δ΄, 219 ΚΠολΔ), πλην του αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής δεδομένου ότι το αίτημα της αγωγής είναι αναγνωριστικό (ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706 ·ΠολΠρΑθ 2273/1975 Αρμ1975.676 ·Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νικα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 907 αριθμ.3). Ως προς την βάση περί άρσης της αυτοτέλειας της πρώτης εναγόμενης ως νομικού προσώπου, αυτή είναι απορριπτέα ελλείψει προδικασίας, καθώς ο ενάγων επικαλείται αυτή μόνο με τις προτάσεις του ως νομική βάση της αγωγής του και όχι με την αγωγή του (άρθρο 224 ΚΠολΔ). Ας σημειωθεί ότι και υπό την εκδοχή ότι η εν λόγω βάση ενυπάρχει – έστω και εν σπέρματι – στον αγωγικό ισχυρισμό περί εφοπλισμού του δεύτερου εναγόμενου, και πάλι αυτή απαραδέκτως ασκείται ως αόριστη. Και τούτο, διότι ο ενάγων δεν παραθέτει στο αγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία μπορούν κατά νόμο, να οδηγήσουν σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, μη αρκούντος μόνου του γεγονότος της μη ύπαρξης ικανής περιουσίας της εταιρίας, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙα΄) σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, από τη στιγμή που ο ενάγων επικαλείται (ρητώς μόνο με τις προτάσεις αυτού) προς θεμελίωση της ατομικής ευθύνης του εναγομένων την κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, με σκοπό την αποφυγή εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του δεύτερου εναγόμενου από τις αναφερόμενες στην ένδικη αγωγή συμβάσεις, το δικόγραφο αυτής (αγωγής) έπρεπε να διαλαμβάνει, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216§1 ΚΠολΔ ορισμένο αυτής, σαφή αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση της εταιρίας (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια του δεύτερου εναγόμενου), είτε τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ιδίως με παράθεση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας και του δεύτερου εναγόμενου και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών), είτε την εικονικότητα του νομικού προσώπου (αντιθέτως, η ενάγουσα επικαλείται υπαρκτό και εναγόμενο νομικό πρόσωπο, το οποίο λειτουργεί κανονικά), είτε την έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης του ως άνω νομικού προσώπου (αντιθέτως η ενάγουσα δεν αμφισβητεί τη συναλλακτική οργάνωση και δράση της προαναφερομένης εταιρίας), είτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, όταν αυτός δρά προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρίας ή δηλώνοντας ατομικώς εφοπλιστική ιδιότητα ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρίας (ΕφΠειρ 567/2008 ΕΝΔ 2008.413). Οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και, περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι ανέλαβε την τεχνική και εμπορική διαχείριση των επίδικων πλοίων και, για το λόγο αυτό, δεν ενέχεται έναντι του ενάγοντος, δεδομένου ότι παραμένει η διαχειρίστρια εταιρεία των πλοίων ενεργώντας μόνο ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εκάστου πλοίου από τα μνημονευόμενα στην αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής, ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙβ΄) σκέψη της παρούσας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

  1. IV. Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, από την συνεκτίμηση της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς του Θεοδώρου Δουφεξή, η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των παριστάμενων στην δίκη διαδίκων (υπ’ αρίθμ. … εκθέσεις επιδόσης του Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών Π. Κ.), καθώς και των ηλεκτρονικών επιστολών, διότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον χρήστη συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως προκύπτει και από την επικράτηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ως μέσου επικοινωνίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με μεγάλο αντικείμενο (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204 ∙Μανιώτης, Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998, σελ. 32 επ. ∙ Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 138 επ.) λαμβανομένων υπόψη και των προσκομιζόμενων  ψηφιακών φωτογραφιών οθόνης κινητού που απεικονίζουν ηλεκτρονικά μηνύματα μέσω SMS, καθώς πρόκειται για ηλεκτρονική αλληλογραφία μέσω sms μεταξύ των διαδίκων – συνομιλούντων που παραδεκτώς προκομίζεται στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης και μη συνιστούσα παράνομο αποδεικτικό μέσο κατ’ άρθρο 3 ΠΔ 47/2005, αφού δεν πρόκειται για συνομιλία με τρίτους που καλύπτεται με το απόρρητο επικοινωνίας, όπως αντιστοίχως επί παραδοσιακών επιστολών (βλ. ΜΠρΗρ 1085/2018, Νομος) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η πρώτη εναγόμενη εδρεύει καταστατικώς στη … και έχει νόμιμη εγκατάσταση στο Μοσχάτο Αττικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (βλ. την υπ’ αριθ. 3122.1/4815/01/4-11-2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου), όπου ευρίσκεται και η πραγματική της έδρα. Αντικείμενο δραστηριότητάς της αποτελεί η οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση εμπορικών φορτηγών πλοίων, υπό σημαία …ς. Στο πλαίσιο της ως άνω δραστηριότητάς της και για την προώθηση των εταιρικών υποθέσεων, η πρώτη εναγόμενη διατηρεί τμήματα με εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και τεχνικό τμήμα, δια του οποίου παρακολουθείται η κατάσταση στην οποία ευρίσκονται τα πλοία, τα οποία η καθ’ ης εταιρία εκμεταλλεύεται και στο οποίο προΐσταται Αρχιμηχανικός, εν προκειμένω δε ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος δίδει εντολές τεχνικών εργασιών, εξοφλεί και επιβλέπει αυτές, ενεργώντας πάντοτε για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης. Η πρώτη εναγόμενη, που εκπροσωπούνταν και διευθύνονταν από τον δεύτερο εναγόμενο κατά τους κατωτέρω χρόνους, φέρεται μαζί με την εταιρία …” ως διαχειρίστρια των υπό Λιβεριανή σημαία, φορτηγών πλοίων …πρώην “…). Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη φέρεται, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. … βεβαίωση Υπουργείου Ναυτιλίας, ως διαχειρισθείσα το έτος 2017 και έως τις 21.6.2018 το πλοίο …” και, σύμφωνα με τα υπ’ αριθμ. πρωτ. … βεβαίωση Υπουργείου Ναυτιλίας τα πλοία …” χωρίς να προσδιορίζεται για τα τελευταία ο ακριβής χρόνος των σχετικών δηλώσεων, ενώ ως προς το πλοίο … δεν προσκομίζεται κάποια βεβαίωση. Στην πραγματικότητα όμως ασκεί τον εφοπλισμό τους, καθώς δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων έργου που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, μέσω του τρίτου εναγόμενου – αρχιμηχανικού της, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2018 ανέθεσε στον ενάγοντα αντί ημερήσιας αμοιβής (αποζημιώσεως), ανερχόμενης στο ποσό των 250 ευρώ, την πραγματοποίηση ελέγχων του επιπέδου φθοράς των ελασμάτων και νομέων του των πλοίων που εκμεταλλευόταν η πρώτη των καθ’ ων, τον έλεγχο της προόδου και του καλής έκβασης των διενεργούμενων επισκευαστικών εργασιών, των εργασιών συντήρησης σε κάθε πλοίο, τον έλεγχο της επιμέτρησης των υλικών (ελασμάτων, χρωμάτων κλπ.) που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν καθώς και την αξιολόγηση και αποτίμηση των εργασιών που πραγματοποιούνταν, είτε εν πλω είτε σε ναυπηγεία του εξωτερικού, χωρίς να προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι κατά τις επίδικες συμβάσεις έργου συμβλήθηκε ως διαχειρίστρια μόνο, αλλά ως εκμεταλλευόμενη δι’ εαυτόν τα ανωτέρω πλοία. Ειδικότερα, σε όλη την ηλεκτρονική αλληλογραφία δια ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου των εναγομένων, γενικού διευθυντή και αρχιμηχανικού της πρώτης εναγομένης, αντίστοιχα, αναγνωρίζεται πλήρως η συμβατική ευθύνη της πρώτης εναγομένης και πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε κατάρτιση για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιριών που επικαλείται η πρώτη εναγόμενη και εντεύθεν για συμβατική ευθύνη των τελευταίων, όπως διατείνεται η πρώτη εναγόμενη με την σχετική ένσταση της, απορριπτομένης της τελευταίας ως ουσία αβάσιμης, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙβ΄) σκέψη της παρούσας. Σε εκτέλεση των συμβάσεων έργου που ανέλαβε ο ενάγων μετέβη : α) Στο πλοίο … και παρείχε τις ανωτέρω υπηρεσίες στην Κίνα, για 29 ημέρες, ήτοι από 24-11-2017 (ημερομηνία αναχώρησης από Ελλάδα) έως 22-11-2017 (ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα), αντί αμοιβής – αποζημίωσης ποσού 7.250 ευρώ, εκ των οποίων, μέχρι σήμερα, έχει λάβει το ποσό των 2.500 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον αιτούντα υπ’ αριθ. … απόδειξη πληρωμής που εξέδωσε η πρώτη των καθ’ ων) και συνεπώς του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής του, ήτοι 4.750 ευρώ. β) Στο ίδιο ως άνω πλοίο, όπου και παρείχε τις ανωτέρω εργασίες εν πλω, κατά την διάρκεια του ταξιδιού από Κίνα προς Ινδονησία, για 31 ημέρες, ήτοι από 17-3-2018 (ημερομηνία αναχώρησης από Ελλάδα) έως 16-4-2018 (ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα) αντί συνολικής αμοιβής – αποζημίωσης ποσού 7.750 ευρώ, η οποία οφείλεται σε αυτόν στο σύνολό της. γ) Στο πλοίο … όπου και παρείχε τις ανωτέρω εργασίες στην Κίνα, για 61 ημέρες, από 8-7-2018 (ημερομηνία αναχώρησης από Ελλάδα) έως 6-9-2018 (ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα) αντί συνολικής αμοιβής – αποζημίωσης ποσού 15.250 ευρώ, η οποία οφείλεται σε αυτόν στο σύνολό της. δ) Στο πλοίο … όπου και παρείχε τις ανωτέρω εργασίες στο Μπαχρέϊν, για 39 ημέρες, από 24-10-2018 (ημερομηνία αναχώρησης από Ελλάδα) έως 1-12-2018 (ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα) αντί συνολικής αμοιβής – αποζημίωσης ποσού 9.750 ευρώ, η οποία οφείλεται σε αυτόν στο σύνολό της. Όλες οι προαναφερθείσες υπηρεσίες παρασχέθηκαν κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα και έγιναν ανεπιφύλακτα δεκτές, όπως και η συνολικά υπολογιζόμενη αποζημίωση του ενάγοντος για τις ημέρες απασχόλησής του, από τον πλοίαρχο εκάστου ελεγχόμενου πλοίου καθώς και από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα εργαζόταν, όπως προελέχθη, στην πρώτη εναγόμενη ως αρχιμηχανικός αυτής, προς τον σκοπό αυτό δε συντάχθηκαν μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου σε έκαστο πλοίο αντίστοιχες τέσσερις δηλώσεις λογαριασμών, οι οποίες φέρουν την υπογραφή του τρίτου εναγόμενου και του πλοιάρχου εκάστου πλοίου. Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλή της πρώτης εναγόμενης για την αμοιβή του ενάγοντος εργολάβου ανέρχεται στο ποσό των ευρώ τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα (4.850) για την σύμβαση έργου στο πλοίο … από 24-11-2017, στο ποσό των ευρώ επτά χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (7.750) για την σύμβαση έργου στο ίδιο πλοίο, στο ποσό των ευρώ δέκα πέντε χιλιάδων διακοσίων πενήντα (15.250) για την σύμβαση έργου από 8-7-2018 στο πλοίο … και στο ποσό των ευρώ εννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (9.750) για την σύμβαση έργου από 24-10-2018 στο πλοίο … χωρίς να αποδειχθεί η επικαλούμενη ως δήλη ημέρα καταβολής από τον ενάγοντα για κάθε επί μέρους εργολαβία. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται ατομικά σε καταβολή του ως άνω ποσού, δεδομένου ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε οικονομική εκμετάλλευση των ανωτέρω πλοίων στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, ήτοι ο επικαλούμενος στην αγωγή εφοπλισμός των προειρημένων πλοίων, ενώ η ιδιότητα του τελευταίου ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, δεν αρκεί από μόνη της για την απόδοση σε αυτόν της ιδιότητος του εφοπλιστή και των εννόμων συνεπειών του εφοπλισμού, ούτε το γεγονός ότι είναι κύριος μέτοχος της τελευταίας και ότι λαμβάνει αποκλειστικά αυτός τις αποφάσεις για όλες τις εταιρικές υποθέσεις, άνευ άλλου τινός, θεμελιώνει προσωπική του ευθύνη προς καταβολή του επιδίκου χρέους (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 37.1046). Επομένως, ενόψει των προαναφερθέντων, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ, αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή σε βάρος της πρώτης εναγομένης και να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (4.850 + 7.750 + 15.250 + 9.750=37.600€) εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης εναγομένης λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ και 61, 63§1i, 68 §1 ΚωδΔικ) κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας του τρίτου εναγόμενου, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον τρίτο εναγόμενο (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του τρίτου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.-

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον τρίτο εναγόμενο στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων.-

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.-

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (37.600€) εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.-

Καταδικάζει την πρώτη εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 12.1.2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ