Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός Απόφασης: 217/2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

            Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Φωτεινή Αναστασάκου, Πρωτοδίκη, και τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγουσών: 1) … 2) … αμφοτέρων κατοίκων ……… …, ατομικά, ως μελών του Δ.Σ. και ως μετόχων της Ν.Ε. …», που εδρεύει στον ……..και εκπροσωπείται νόμιμα, για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει των από 24.2.2020 πληρεξούσιων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αστυνομική αρχή (ΚΠολΔ 96 παρ. 1), ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Γιαννελάκης του Δημητρίου …), κάτοικος…… , … που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των εναγόμενων: 1) …, 2) Της μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία …, που εδρεύει στο …, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 21.2.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο (ΚΠολΔ 96 αριθ. 1), ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Χαϊλάζης του Σπυρίδωνος (…), κάτοικος ……οδός …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 25.11.2019 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 10764/25.11.2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 5413/25.11.2019, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 21.10.2020 Πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, η υπόθεση συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ενώ, αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902-903 ΑΚ. Βεβαίως, βασικό δικονομικό αξίωμα είναι ότι κανείς δεν υποχρεούται να δίνει στον αντίδικό του αποδεικτικά στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του. Πλην όμως σε ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις, τόσο ο διάδικος όσο και ο τρίτος υποχρεούνται να επιδείξουν έγγραφα τα οποία κατέχουν, ακριβώς γιατί από αυτά μπορεί να εξαρτηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης (ΕφΘεσ 1150/2001 ΕλλΔνη 2003.524, ΠΠρΠειρ 3686/2013 ΕλλΔνη 2014.598). Κατά το άρθρο 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου, που βρίσκεται στην κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Η επίδειξη εγγράφου ή χορήγηση αντιγράφου μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ανταγωγή, ή και με τις προτάσεις, καθ’ ύλη δε και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής που ασκείται αυτοτελώς είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή της έδρας του καθ’ ου απευθύνεται η αξίωση φυσικού ή νομικού προσώπου, κατά την τακτική διαδικασία (βλ. Άνθιμο σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 902 αριθ. 18 επ., ιδίως 23-24), ενώ, κατά την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δύναται να επιδιωχθεί και με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος (βλ. ΠΠρΘεσ 13436/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ενοχικής, εκ του νόμου, αξίωσης για την επίδειξη εγγράφου ή για τη χορήγηση αντιγράφου που αξιώνονται από την 902 ΑΚ, είναι αφενός η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ζητούντος την επίδειξη, που εξειδικεύεται στις τρεις, περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες, περιπτώσεις του παραπάνω άρθρου, και αφετέρου η κατοχή του εγγράφου από τον καθ’ ου στρέφεται η σχετική αξίωση. Όμως, τέτοιο έννομο συμφέρον λείπει, όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, αλλά η αίτηση επίδειξης εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά, με την επίδειξη, κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (βλ. ΑΠ 9/2005 ΕλλΔνη 2005.768). Αν στο πρόσωπο του ζητούντος την επίδειξη λείπει το έννομο συμφέρον, γιατί δεν συντρέχει μια από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, τότε η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και συνεπάγεται την, για το λόγο αυτό, απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο άρθρο 902 ΑΚ και εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον είναι οι εξής: α) Αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή ερευνάται η πρόθεση, που επικράτησε κατά το χρόνο σύνταξης του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Αν όμως δεν έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του, δεν θεμελιώνεται αξίωση επιδείξεως, επειδή έχει απλώς αντικειμενική γι’ αυτόν αξία λόγω του περιεχομένου του (βλ. ΕφΘεσ 1150/2001 ο.π.). Πάντως, έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγόμενου κατόχου του. β) Αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει, πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο, και γ) Αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές μ’ αυτή διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση σύμβασης (βλ. ΕφΑθ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1474, ΕφΑθ 2456/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως παραδείγματα τέτοιων εγγράφων αναφέρονται τα σχέδια της συμβάσεως, τα τηλεγραφήματα, τα σχεδιαγράμματα, οι επιστολές, οι πρόχειρες σημειώσεις, η αλληλογραφία που έχει διαμειφθεί κ.λπ. (βλ. ΕφΘεσ 1150/2001 ο.π.). Εξάλλου, εκτός από τα άρθρα 902-903 του ΑΚ, υπάρχουν, όπως προεκτέθηκε στην αρχή, και οι διατάξεις των άρθρων 450 έως 452 ΚΠολΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων-χορήγηση αντιγράφων. Οι τελευταίες δεν κατήργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη, κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται σ’ αυτές ως προς τη δημιουργία της αξίωσης για επίδειξη, εφαρμόζονται μόνον όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατό να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξίωσης (βλ. ΕφΑθ 673/2009 ο.π.). Περαιτέρω, στην αγωγή ή στην αίτηση επιδείξεως εγγράφου-χορήγησης αντιγράφου νομιμοποιείται παθητικά ο κάτοχος αυτού, ο οποίος μπορεί να είναι και τρίτος, έστω και αν δεν υπάρχει εναντίον του αξίωση σχετική με το έγγραφο (ΠΠρΑθ 3639/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να είναι δε πλήρης η αίτηση περί επιδείξεως εγγράφων, πρέπει, εκτός των άλλων στοιχείων, ο ενάγων να καθορίζει στην αγωγή του ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια εκείνου από τον οποίο ζητείται η επίδειξη, αφού τούτο αποτελεί, κατά τα προειρηθέντα, προϋπόθεση της υποχρέωσης για επίδειξη, κατά το χρόνο της δίκης [ΠΠρΧαλκ 153/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Τέντες), ΚΠολΔ Ι (2000) 450 αριθ. 3]. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο απόδειξης και να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (βλ. ΑΠ 2095/2009, ΑΠ 681/2007, ΑΠ 1045/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ελλειπουσών δε των προϋποθέσεων αυτών, η αίτηση – αγωγή επίδειξης του εγγράφου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 776/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 673/2009 ο.π., ΕφΑθ 3788/2008 ΕλλΔνη 2009.210, ΕφΑθ 442/2006 ΕλλΔνη 2007.1127, ΕφΛαρ 191/2006 ΑρχΝ 2007.185). Ειδικότερα, η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν δεν προκύπτει απ’ τον εκτελεστό τίτλο η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Πάντως, είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα αγωγή με την οποία ζητείται να επιδειχθούν: α) όσα και όποια έγγραφα κατέχει ο εναγόμενος σχετικά με κάποια έννομη σχέση (ΕφΘεσ 1150/2001 ο.π.), β) βιβλία με τις αναγραφόμενες σ’ αυτά καταχωρήσεις, χωρίς άλλο προσδιορισμό (ΕφΠειρ 1157/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γ) συγκεκριμένος φάκελος με τα περιεχόμενα σ’ αυτόν έγγραφα, χωρίς ακριβή προσδιορισμό των εν λόγω εγγράφων (ΕφΑθ 11203/1986 ΕλλΔνη 1988.141), δ) αόριστος και ακαθόριστος αριθμός εγγράφων που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο (π.χ. στελέχη αποδείξεων αποθήκης κ.λπ.) (ΕφΑθ 14698/1988 ΕλλΔνη 1993.1366). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης. Τέτοιες είναι εκείνες των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτέλεσης πρέπει να είναι εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (βλ. ΑΠ 776/2005, ΕφΑθ 3788/2008 ο.π., ΕφΘεσ 2475/2008 Αρμ 2009.243,1185, ΠΠρΑθ 3639/2013 ο.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, οι ενάγουσες, ως μέλη του ΔΣ και μέτοχοι των ναυτικών εταιρειών … και … ισχυρίζονται ότι συνεργάζονται από ετών με τους εναγόμενους, ήτοι τον πρώτο εναγόμενο ως ιδιοκτήτη της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας – ναυπηγείου, σε θέματα επισκευών, μετατροπών και συντήρησης των πλοίων που ανήκαν στις ως άνω εταιρείες, μέσω του εκπροσώπου τους …. Ότι, περαιτέρω, δυνάμει της από 1.3.2004 συμβάσεως, η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε τη ναυπήγηση του … για λογαριασμό της εταιρείας των εναγουσών …». Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ισχυριζόμενος ότι δεν εξοφλήθηκε για τις εργασίες στο συγκεκριμένο πλοίο, προέβη σε κατάσχεση του ρυμουλκού, μέσω της δεύτερης εναγόμενης, αν και ουδέποτε παρείχε απολογισμό για το συνολικό κόστος του έργου, συνοδευόμενο με αναλυτικά παραστατικά (τιμολόγια, αποδείξεις, εκθέσεις προόδου εργασίας). Ταυτόχρονα δε, ο πρώτος εναγόμενος, μετά την αναστολή λειτουργίας του γραφείου των εναγουσών στον Πειραιά, παραχώρησε μέρος της επαγγελματικής του στέγης στον ανωτέρω Η. Γ., φίλο και κουμπάρο του, στην έδρα της δεύτερης εναγόμενης στο …….. όπου ο τελευταίος μετέφερε όλο το επαγγελματικό αρχείο (έγγραφα, τιμολόγια, συμβόλαια) από τις εταιρείες στις οποίες ήταν συνέταιρος με τις ενάγουσες και, ως εκ τούτου, αυτές δεν ενημερώνονταν ούτε μπορούσαν να έχουν εποπτεία για τις εν γένει δραστηριότητες των εταιρειών … και …». Ότι μετά τον αυτοπυροβολισμό του … τον Μάιο 2017, που επέφερε τον θάνατό του, οι ενάγουσες απέστειλαν στους εναγόμενους την από 8.8.2019 εξώδικη δήλωσή τους, με το οποίο ζητούσαν να τους παραδοθεί το σύνολο του αρχείου του … σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, τάσσοντας προθεσμία ενός μήνα, όμως οι εναγόμενοι δεν συμμορφώθηκαν. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενες ότι έχουν έννομο συμφέρον, που συνίσταται στο ότι τα έγγραφα των οποίων ζητούν την επίδειξη συντάχθηκαν προς το συμφέρον τους και σε κάθε περίπτωση πιστοποιούν έννομη σχέση που τους αφορά, οι ενάγουσες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να επιδείξουν τα αναφερόμενα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους από το αρχειακό υλικό των εταιρειών …» και … ήτοι την από 1.3.2004 σύμβαση ναυπήγησης που είχαν συνάψει με την εταιρεία … σχετικά με το ρυμουλκό Μ.-Ν. και εν γένει τα συμφωνητικά εργασιών που είχαν συνάψει με την εταιρεία … τιμολόγια εργασιών και εκθέσεις προόδου εργασιών, καθώς επίσης και τα αντίστοιχα παραστατικά και τιμολόγια σχετικά με το κόστος κατασκευής, με πλήρη αιτιολόγηση των εξόδων για τις εργασίες που είχαν συμφωνηθεί και πραγματοποιήθηκαν για τα πλοία…. Τέλος, ζητούν να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη τους. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της στις 25.11.2019, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Ι.  Μ. Π., παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 18, 22, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Πρέπει, ωστόσο, ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, για τους ακόλουθους λόγους: Η υπό κρίση αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 902-903 ΑΚ, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας, καθόσον η επίδειξη των εγγράφων δεν ζητείται στο πλαίσιο ήδη εκκρεμούς δίκης. Ωστόσο, καμία από τις ως άνω τρεις περιπτώσεις υπάρξεως εννόμου συμφέροντος δεν συντρέχει στο πρόσωπο των εναγουσών για την άσκηση του επιδιωκομένου με την αγωγή τους δικαιώματος επίδειξης εγγράφων εναντίον των εναγόμενων, κατά τα πιο πάνω εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά. Συγκεκριμένα, η προκειμένη περίπτωση δεν υπάγεται ούτε στην πρώτη περίπτωση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, όταν δηλαδή το έγγραφο συνετάγη προς το συμφέρον ή και προς το συμφέρον του αιτούντος, ούτε στη δεύτερη, όταν δηλαδή το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, αφού είναι σαφές ότι οι ενάγουσες δεν είχαν σχέση με τα επιδεικτέα έγγραφα, τα οποία συνετάγησαν προς το συμφέρον των ως άνω ναυτικών εταιρειών (… και … και των εναγόμενων, με τους οποίους οι εταιρείες συνεβλήθησαν νομίμως εκπροσωπούμενες από τον Η. Γ., χωρίς να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη οι ενάγουσες. Το γεγονός ότι είναι μέτοχοι, όπως επικαλούνται, και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των εν λόγω εταιρειών, δεν επαρκεί για την ύπαρξη αξιώσεων και συνακόλουθα εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό τους, χωρίς ν’ αναφέρονται επιπλέον πραγματικά περιστατικά που να το δικαιολογούν. Στην τρίτη δε περίπτωση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, όταν δηλαδή το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα, δεν υπάγεται επίσης η δικαζόμενη περίπτωση, αφού ούτε οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι τα έγγραφα των οποίων ζητούν την επίδειξη σχετίζονται με οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και είχαν σχέση μ’ αυτές (ενάγουσες). Οι τελευταίες, για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους για την αξίωση επίδειξης των ανωτέρω εγγράφων, ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι τους στερούν το δικαίωμα πληροφόρησης ενεργώντας καταχρηστικά και, με τον τρόπο αυτό, τούς προκαλούν τεράστια βλάβη. Ο ισχυρισμός αυτός δεν θεμελιώνει καμία από τις προαναφερόμενες τρεις περιπτώσεις υπάρξεως εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία αξίωσης προς επίδειξη των επιδίκων εγγράφων, ενόψει και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή των εναγουσών και η δι’ αυτής επιδιωκόμενη αξίωσή τους ρυθμίζεται από το άρθρο 902 ΑΚ. Μετά από τα παραπάνω η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εναγουσών για την άσκησή της. Ακόμη όμως και αν γίνει δεκτό ότι οι ενάγουσες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αγωγής, αυτή είναι και πάλι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, γιατί μ’ αυτή δεν προσδιορίζονται επακριβώς τα προς επίδειξη έγγραφα και το περιεχόμενό τους, -πλην της από 1.3.2004 σύμβασης ναυπήγησης του ρυμουλκού «Μ.-Ν.», την οποία σημειώνεται ότι οι εναγόμενοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως με τις προτάσεις τους, σε ένδειξη καλής πίστης-, αλλά αυτά προσδιορίζονται με γενική και αόριστη αναφορά (συμφωνητικά εργασιών που είχαν συνάψει οι εναγόμενοι με τις ως άνω ναυτικές εταιρείες, τιμολόγια εργασιών και εκθέσεις προόδου εργασιών, αντίστοιχα παραστατικά και τιμολόγια σχετικά με το κόστος κατασκευής, με πλήρη αιτιολόγηση των εξόδων), η οποία (αόριστη αναφορά των εγγράφων), εκτός των άλλων, δεν επιτρέπει τη σαφή και ορισμένη διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε αυτό να είναι δεκτικό αναγκαστικής εκτελέσεως κατ’ άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ενάγουσες όχι μόνο δεν ζητούν την επίδειξη επακριβώς προσδιοριζόμενων (εξατομικευμένων) εγγράφων, αλλά, όπως επί λέξει αναφέρουν στις προτάσεις τους, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους επιδείξουν «όλο το αρχειακό υλικό των εταιρειών τους …

Επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους, που εκτίθενται ανωτέρω. Οι ενάγουσες πρέπει κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος να καταδικαστούν λόγω της ήττας τους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τις ενάγουσες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 12 Ιανουαρίου 2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 25-1-2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ