Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

208 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 8-9-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: … του …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Λειβαδιώτου – Σαξώνη με Α.Μ… του Δ.Σ. Πειραιώς.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στον …….. (οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Στέφανου Λύρα με Α.Μ. … του Δ.Σ. Πειραιώς.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 22-11-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11682/121/2017 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 110/2019 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 27-1-2020 και με αριθμό κατάθεσης 924/20/2020 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε (αριθμός κατάθεσης 846/465/2020) να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 17ης-3-2020 οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση της λόγω αναστολής των εργασιών του Δικαστηρίου με βάση σχετική ΚΥΑ που εκδόθηκε από τους Υπουργούς Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 1074/24-3-2020). Με την υπ’ αριθ. 3828/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν η υπόθεση και διατάχθηκε η εισαγωγή της προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Nόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 27-1-2020 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 924/20/2020 έφεσή του εκκαλούντος … κατά της εταιρίας με την επωνυμία … κατόπιν αυτεπάγγελτου προσδιορισμού της στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθ. 3828/2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 35/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 110/2019 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί από τον ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγοντα (άρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ κατά την άσκηση της δεν είχε παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ]. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η προσκομιδή παραβόλου, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Ο ενάγων, Έλληνας ναυτικός, με την από 22.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 11682/121/30.11.2017) αγωγή του που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ισχυρίζεται ότι σε εκτέλεση προσυμφώνων σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στις 22.3.2016, στις 19.4.2016, 16.8.2016 και στις 15-10-2016 μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου, τύπου καταμαράν, με την ονομασία …  ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις αποδοχές, που προβλέπονται στη Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, έχοντας έως τότε θαλάσσια υπηρεσία πλέον των δύο ετών. Ότι προσέφερε την εργασία του στο ως άνω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 22.3.2016 έως 24.3.2016, όταν και απολύθηκε λόγω μετάθεσης, β) από 19.4.2016 έως 13.8.2016, όταν και απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, γ) από 16.8.2016 έως 9.10.2016, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας και ε) από 15.10.2016 έως 31.10.2016, οπότε και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο παρείχε τις υπηρεσίες του επί 11 ώρες ημερησίως, ανελλιπώς όλες τις ημέρες της εβδομάδας, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών συμπεριλαμβανομένων, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, καθώς και ότι διατηρεί σε βάρος της εναγομένης αξιώσεις εκ της εργασιακής του σχέσης λόγω της μη καταβολής σ’ αυτόν α) του συνολικού ποσού των 7.569,99 ευρώ, που δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, β) του ποσού των 2.747,05 ευρώ, ως οφειλόμενη αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2016, γ) του ποσού των 238,46 ευρώ ως αναλογία δώρου Πάσχα του ιδίου έτους και δ) του συνολικού ποσού των 1.980,5 ευρώ, ως του προβλεπομένου αντιτίμου τροφής για τα διαστήματα των ναυτολογήσεών του, σύμφωνα με όσα αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, όπως αυτή περιορίσθηκε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Για τους παραπάνω λόγους ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει τα ως άνω ποσά, κυρίως μεν με βάση την παροχή εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, άλλως επικουρικώς με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας κατά σειρά εργασιακής του σύμβασης, που έλαβε χώρα στις 31.10.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθ. 110/2019 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς άπαντα τα κονδύλια ως αόριστη, πλην του κονδυλίου που αφορά το οφειλόμενο αντίτιμο τροφής, το οποίο απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, ως ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ως προς τα κεφάλαια που απορρίφθηκαν ως αόριστα και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης. Για τους ανωτέρω λόγους ο εκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ (σε συνδ με 591 παρ.1 ΚΠολΔ) η αγωγή για να είναι ορισμένη, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, θα πρέπει να περιέχει: α. σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β. ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ. ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντα από νομική και ουσιαστική άποψη (άρθρα 106, 108 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις (άρθρο 224 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση δε που πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, όπως στην κρινόμενη υπόθεση,  στοιχεία της βάσης της που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437) ενώ, αντίθετα, δεν είναι αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο αυτής της, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που παρείχε ο ναυτικός, καθώς αρκεί να εκθέτει στο ιστορικό της την ειδικότητα και το βαθμό του  αφού το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού καθορίζεται λεπτομερώς από τους ναυτικούς κανονισμούς και τις ναυτικές συνήθειες, τέλος δε  δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο  η αναφορά της  ώρας έναρξης και πέρατος της υπερωρίας, ενόψει του ότι αυτή καθορίζεται στο νόμο, ούτε η ανάγκη που επέβαλε την πραγματοποίηση εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου καθώς και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή.(ΕφΠειρ160/2015, 168/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια ο σχετικός  λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος, με τον οποίον παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστα τα κονδύλια της υπερωριακής εργασίας και των επιδομάτων εορτών, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η αγωγή διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα, από τις πιο πάνω διατάξεις, για το ορισμένο αυτής, στοιχεία. Κατόπιν τούτου πρέπει να εξαφανισθεί η απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση, να κριθεί νόμιμη η αγωγή, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 325, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ, στα άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 82, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982), στην από 08.04.2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2014  απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄ 1664/24-06-2014), στη Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5.-1-5/72672/2016 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.9.2016 (τεύχος Β΄, αριθμ. 2796/5.9.2016). Συνεπώς, πρέπει η αγωγή διερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος – ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Σ. Ε.  Γ.), της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης – εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς Δ. Ρ.), της βεβαίωσης αποδοχών του έτους 2016 της Γ.Γ.Π.Σ., η οποία προσκομίσθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσθήκη των προτάσεων του ενάγοντος προς αντίκρουση της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της προσκόμισής της, και προκειμένου να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, να αιτιολογηθεί από τον ανωτέρω διάδικο το γεγονός της μη προσκομιδής της στην πρωτόδικη δίκη με τις προτάσεις του, των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη απορριπτομένων ως αβασίμων, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη εγγράφως στον Πειραιά, στις 22.3.2016, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπό στοιχεία 37963 ναυτικού φυλλαδίου, και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου, τύπου καταμαράν, με την ονομασία … ολικής χωρητικότητας 499,66κόρων, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, με δικαίωμα της πλοιοκτήτριας «να παρατείνει ή να περιορίσει μονομερώς τη διάρκεια της σύμβασης έως ένα μήνα» και να τον μεταθέσει σε άλλο πλοίο της εταιρίας, κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα κατά το χρόνο της υπηρεσίας του Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων. Κατ’ εφαρμογή της αναγνωριζόμενης από το άρθρο 361 Α.Κ. αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης οι αντίδικοι κατήρτισαν προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας (προσύμφωνο ή σύμβαση πρόσληψης) που περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης του ενάγοντος που επακολούθησε. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων ναυτολογήθηκε στις 19.4.2016 στο Πέραμα Αττικής, και απασχολήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, και τους ίδιους εργασιακούς όρους, μέχρι και την 13η.8.2016, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα της Νάξου λόγω μεταθέσεως. Ακολούθως, ναυτολογήθηκε στις 16.8.2016 στη νήσο Θήρα στο πλοίο … και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι και την 9η.10.2016 οπότε απολύθηκε στο Πειραιά. Στις 15.10.2016 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο λιμένα του Πειραιά στο ίδιο πλοίο και απολύθηκε στις 31.10.2016 στον Πειραιά με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Πρέπει, να σημειωθεί ότι λόγω της αποναυτολόγησης και εκ νέου ναυτολόγησης του ενάγοντος σε σύντομα χρονικά διαστήματα, η παροχή εργασίας του παρεχόταν υπό τους όρους που έχουν τεθεί με την προκαταρκτική σύμβαση πρόσληψης, διότι δεν συντρέχει η πραγματική απόλυση του ναυτικού. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή καταρτίσθηκε, όπως ήδη εκτέθηκε, ένα γενικό προσύμφωνο, προκειμένου να υπάρξει μια συνέχεια στις συμβάσεις ναυτολόγησης σύμφωνα με το σκοπό των συμβαλλομένων που δεν ήταν αυτή καθαυτή η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, αλλά η συνέχιση της χωρίς διακοπή και με τους ίδιους όρους. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντιστοίχου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος. Κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο της εναγομένης, τις πάσης φύσης αποδοχές και τους εν γένει όρους της παροχής της εργασίας του ρύθμιζαν αρχικά μέχρι την 4η.9.2016 η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.5./01/2014 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (τεύχος Β΄, αριθμ.φύλλου 1664/24.6.2014)  και στη συνέχεια (από την 5η.9.2016 και στο εξής) η αμέσως επόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 2242.5.-1-5/72672/2016 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.9.2016 (τεύχος Β΄, αριθμ. 2796/5.9.2016), εκ των οποίων η πρώτη τυγχάνει εφαρμογής επί των αγωγικών αξιώσεων της περιόδου από 19.4.2016 έως 4.9.2016 (διότι στις 5.9.2016 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016 Υπουργική Απόφαση, οπότε και άρχισε η εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. να ισχύει), και η  δεύτερη Σ.Σ.Ν.Ε. (του έτους 2016) εφαρμόζεται επί των επίδικων αξιώσεων, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από 5.9.2016 έως και 31.10.2016, όταν και λύθηκε η τελευταία κατά σειρά σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος (σημειωτέον ότι οι ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν διαφέρουν ως προς τις ρυθμίσεις τους). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το ανωτέρω πλοίο … το οποίο είναι ένα μικρό ταχύπλοο πλοίο, και μεταφέρει μόνον επιβάτες και όχι οχήματα, κατά τα χρονικά διαστήματα των έτερων τριών ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, εκτελούσε καθημερινά τακτικά, κυκλικά και πολύωρα δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, που άλλαζαν ανά περιόδους του έτους, με λιμένες αφετηρίας ενίοτε του Πειραιά, και ενίοτε αυτόν της νήσου Θήρας, και λιμένες προορισμού τους λιμένες της νήσου Θήρας, του Πειραιά, ή της νήσου Μυκόνου, αναλόγως του εκάστοτε εκτελουμένου δρομολογίου, αλλά πάντοτε με προσέγγιση στο ενδιάμεσο εκάστου ημερησίου δρομολογίου πολλών λιμένων διαφόρων νήσων των Κυκλάδων. Κατά τη διάρκεια του κάθε δρομολογίου στο πλοίο απασχολούντο καθημερινά δύο πληρώματα, ένα με πλοίαρχο το Ν. Ρ., και ένα με πλοίαρχο τον Ι. Π. και εν συνεχεία με τον Π. Κ., στο οποίο υπηρετούσε και ο ενάγων ως ναύτης, μαζί με άλλο ένα άτομο της αυτής ειδικότητας, που εργάζονταν (τα δύο πληρώματα) εκ περιτροπής σε διαδοχικές βάρδιες, και εναλλάσσονταν είτε μία φορά, είτε δύο εντός του κάθε δρομολογίου, με το πρώτο πλήρωμα ανάλογα με το εκάστοτε δρομολόγιο, άλλοτε να παρέχει τις υπηρεσίες του από το λιμένα αφετηρίας του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου και μέχρι το συγκεκριμένο ενδιάμεσο του δρομολογίου λιμένα, διαφορετικό για κάθε δρομολόγιο, στον οποίο και αντικαθίστατο από το έτερο πλήρωμα, που εργαζόταν έκτοτε εφεξής και έως τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα προορισμού, αλλά και στη συνέχεια κατά το ταξίδι επιστροφής του πλοίου και μέχρι τον κατάπλου του στον ανωτέρω ενδιάμεσο λιμένα αλλαγής, όπου αντικαθίστατο και αυτό με τη σειρά του από το πρώτο πλήρωμα, το οποίο και απασχολείτο συνεχώς έκτοτε μέχρι τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα αφετηρίας, ή σε κάθε περίπτωση στον τελευταίο λιμένα του κάθε δρομολογίου, όπερ συνεπάγεται ότι διαρκούντος του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου ελάμβανε χώρα δύο φορές αλλαγή πληρώματος, ενώ την επόμενη ημέρα απασχολείτο στο πλοίο από το λιμένα αφετηρίας το δεύτερο πλήρωμα της προηγούμενης ημέρας, που αντικαθίστατο από το έτερο στον ενδιάμεσο λιμένα αλλαγής, και αυτό με τη σειρά του κατά τον πλου της επιστροφής του πλοίου στον αυτό ενδιάμεσο λιμένα από το άλλο, το οποίο εργαζόταν έκτοτε μέχρι τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα του ημερησίου δρομολογίου, κ.ο.κ. εναλλάξ ανά ημέρα, και άλλοτε να εργάζεται (το πρώτο πλήρωμα) από τον απόπλου του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας μέχρι τον κατάπλου του στον καθορισμένο για κάθε δρομολόγιο ενδιάμεσο λιμένα, όπου αντικαθίστατο από το έτερο (δεύτερο) πλήρωμα, που εργαζόταν στο πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια του υπολοίπου δρομολογίου του και μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα αφετηρίας, ή στον τελευταίο λιμένα του δρομολογίου, δηλαδή το πλήρωμα του πλοίου αντικαθίστατο μία φορά εντός εκάστου δρομολογίου, και τούτο εναλλάξ ανά ημέρα, καθώς την επομένη το δεύτερο πλήρωμα της προηγουμένης ημέρας ήταν αυτό που εργαζόταν  στο πλοίο ως πρώτο, παρέχοντας τις υπηρεσίες του από το λιμένα της αφετηρίας έως την άφιξη στον ενδιάμεσο λιμένα αλλαγής, όπου και αντικαθίστατο από το έτερο πλήρωμα κ.ο.κ. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα: α) από 19.4.2016 έως 27.4.2016 το πλοίο δεν εκτέλεσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια παρά μόνο δοκιμαστικό πλόα προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα πιστοποιητικά αξιοπλοϊας, β) από 28.4.2016 έως 8.6.2016και από 16.9.2016 έως 31.10.2016 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σίφνος – Μήλος – Φολέγανδρος – Ίος (όπου το πρώτο πλήρωμα του δρομολογίου αντικαθίστατο από το δεύτερο) – Θήρα – Ίος – Φολέγανδρος – Μήλος – Σίφνος – Πειραιάς, συνολικής διάρκειας 13 ωρών, με τον ενάγοντα να αποτελεί μέλος του πληρώματος του Πλοιάρχου Ι., γ) κατά το χρονικό διάστημα από 9.6.2016 έως 15.9.2016 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σίφνος – Μήλος – Φολέγανδρος – Ίος – Θήρα – Αμοργός – Κουφονήσι – Νάξος – Μύκονος – Νάξος (όπου το πρώτο πλήρωμα του δρομολογίου αντικαθίστατο από το δεύτερο)– Ίος – Θήρα – Φολέγανδρος – Μήλος – Σίφνος – Πειραιάς, συνολικής διάρκειας 17 ωρών, με τον ενάγοντα να αποτελεί μέλος του πληρώματος του Πλοίαρχου Ι.. Τα ανωτέρω προκύπτουν σαφώς από τις σχετικές εγγραφές κάθε ημέρας στα προσκομιζόμενα αντίγραφα των αποσπασμάτων από  το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου των επίμαχων περιόδων. Σημειωτέον ότι στο ημερολόγιο του πλοίου των συγκεκριμένων χρονικών περιόδων έχει επίσης καταγραφεί από τον εκάστοτε Πλοίαρχο το γεγονός της εναλλαγής των δύο πληρωμάτων προς ανάληψη υπηρεσίας, που λάμβανε χώρα, διαρκούντος του δρομολογίου, στον καθορισμένο κάθε φορά λιμένα, αναλόγως του ημερησίου δρομολογίου, το οποίο είχε προγραμματισθεί να πραγματοποιεί το πλοίο, και δεν αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε τους προαναφερθέντες δρομολογιακούς πλόες, ο ενάγων απασχολείτο με την ειδικότητα του ναύτη ως μέλος του ενός εκ των δύο πληρωμάτων, το οποίο εργαζόταν στο πλοίο υπό τις εντολές και οδηγίες του Πλοιάρχου Α. Ι., εν συνεχεία του Ι. Π. και τέλος του Π. Κ.υ, και αντικαθίστατο από το άλλο σε συγκεκριμένους λιμένες, μαζί με έτερο ναυτολογημένο με την αυτή ειδικότητα σε κάθε πλήρωμα πρόσωπο, με καθήκοντα, που περιελάμβαναν τη συμμετοχή του, διαρκούσης της βάρδιάς του, στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου σε κάθε λιμένα του ημερησίου δρομολογίου του (αφετηρίας, ή προορισμού, ανάλογα της ημερήσιας βάρδιας, στην οποία κάθε φορά είχε ορισθεί να εργάζεται, και βέβαια στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης), καθώς και στις εργασίες καθαρισμού των εξωτερικών χώρων του πλοίου. Ο ενάγων προσερχόταν για εργασία και επιβιβαζόταν στο πλοίο 60 λεπτά νωρίτερα από τον απόπλου του από το λιμένα της αφετηρίας, όταν απασχολείτο στο πρώτο (το πρωϊνό) πλήρωμα, που αναλάμβανε υπηρεσία από την αναχώρηση του πλοίου κατά την έναρξη του ημερησίου δρομολογίου του, και εργαζόταν έκτοτε μέχρι την αντικατάστασή του από το άλλο πλήρωμα στον εκάστοτε καθορισμένο λιμένα αλλαγής, αναλόγως του δρομολογίου, που κάθε φορά εκτελούσε το πλοίο, κατά τα προεκτεθέντα, και αποβιβαζόταν 60 λεπτά μετά τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα του δρομολογίου του, όταν αποτελούσε μέλος του πληρώματος, που είχε ορισθεί να εργασθεί στην τελευταία βάρδια της ημέρας μέχρι την ολοκλήρωση του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος αποτελούσε συνάρτηση του δρομολογίου και της βάρδιας που εκτελούσε. Κατά την διάρκεια του δρομολογίου Πειραιάς – Σίφνος – Μήλος – Φολέγανδρος – Ίος – Θήρα, το οποίο εκτέλεσε το πλοίο 56 συνολικά ημέρες (28.4. έως 8.6. και 16.9 έως 31.10) ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, τα δύο πληρώματα που εναλλάσσονταν στη νήσο Ίο στις 12:00 π.μ. έμεναν στο πλοίο για λιγότερο από 8 ώρες. Αντιθέτως τη περίοδο από 9/6 έως 15/9, δηλαδή που το πλοίο εκτελούσε το έτερο δρομολόγιο, η εναλλαγή των πληρωμάτων γινόταν στη νήσο Νάξο στις 14.00 μ.μ., κάθε πλήρωμα απασχολούνταν για (10) δέκα ώρες (06:00 έως 14:00 και 14:00 έως 02:00 μ.μ.). Επομένως, αποδείχθηκε ότι από 9.6 έως 15.9, ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά υπερωριακά επί δύο (2) ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των επίμαχων χρονικών διαστημάτων θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή για το σύνολο του επίδικου χρονικού διαστήματος, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με αποτέλεσμα να δικαιούται την προβλεπομένη αμοιβή για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Ειδικότερα, ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση: 1) για το χρονικό διάστημα από 9.6.2016 έως 15.9.2016, κατά τις 71 καθημερινές και 14 Κυριακές, δικαιούται να λάβει το συνολικό χρηματικό ποσό των 1.424,6 ευρώ (85 ημέρες Χ 2 ώρες υπερωρία ανά ημέρα=170 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα=1.424,6), και β) για τα Σάββατα και τις αργίες για το χρονικό διάστημα από 28.4.2016 έως 31.10.2016 [27 Σάββατα και 4 αργίες (Μ. Παρασκευή, 1ηΜαϊου, Δευτέρα Πάσχα, Αναλήψεως)] δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των 3.255 ευρώ (31 ημέρες Χ 10 ώρες= 310 ώρες Χ 10,5/ώρα=3.255). Επομένως, συνολικά για την αιτία αυτή, δικαιούται το ποσό των4.679,6 ευρώ, έναντι του οποίου φέρεται να έχει εισπράξει το ποσό των 5.268,45 λεπτών, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών στις οποίες εμφαίνεται και η καταβολή μηνιαίως υπερωριακής αμοιβής. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των  άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003, σ.345, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ  2009, σ.273). Το προβλεπόμενο, όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΕφΠειρ 842/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.204, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.262, ΕφΠειρ 238/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102,  πρβλ. ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 σ.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59, σ.1138). Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων, για τις άνω περιόδους ναυτολόγησής του (1.5.2016 έως 13.8.2016, από 16.8.2016 έως 9.10.2016 και από 15.10.2016 έως 31.10.2016, ήτοι για 177 ημέρες εργασίας), το ποσό των 2.375,94 ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + μ.ο. υπερωριών 742,79 ευρώ + άδεια 419,4 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ = 1.412,75 Χ 1/22 Χ 5 ημέρες μηνιαίως = 323,35 ευρώ + αντίτιμο τροφής 96,05 ευρώ κατά τα άρθρα 3 και 15 της προαναφερομένης Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δηλ. 19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες) + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ, ήτοι 3.186,6 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας 254,93 Χ 9.32 δεκαεννιαήμερα}. Επιπροσθέτως, ο ενάγων έπρεπε να λάβει για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα του έτους 2016, για την εργασία του κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.3.2016 έως 24.3.2016, από 19.4.2016 έως 30.4.2016, το ποσό των 185,88 ευρώ [3.186,6 ευρώ πάγιες μηνιαίες αποδοχές όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω : 2 = 1.593,3 ευρώ Χ 1/15 = 106,22 ευρώ ανά οκταήμερο Χ 1,88 οκταήμερα (15 ημέρες : 8) = 199,69 ευρώ. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων έλαβε για επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2016 το ποσό των 2.164,16 ευρώ, καθώς και για επίδομα εορτής Πάσχα 2016 συνολικό ποσό των 184,45. Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούνταν για αντίτιμο τροφής το συνολικό ποσό των 3.688,32 ευρώ (19,21 Χ 192 ημέρες), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.669,11 ευρώ. Ωστόσο, ο ενάγων με την αγωγή του ζητεί την καταβολή του ποσού των 1.980,5 ευρώ και κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεσμευόμενο από την αρχή της διαθέσεως και συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) εκτιμά ότι το σχετικό κονδύλιο ανέρχεται στο ως άνω ποσό έχει εξοφληθεί δεδομένου ότι το ποσό που εισέπραξε υπερβαίνει το ποσό που ζητεί ο ενάγων με την αγωγή του. Περαιτέρω, ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του προσβάλλει την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που αφορά στην υποβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί εξοφλήσεως του κονδυλίου του αντιτίμου τροφής, ενώ η εναγομένη επαναφέρει με τις προτάσεις τη σχετική ένσταση ως προς άπαντα τα αγωγικά κονδύλια. Όσον αφορά την ένσταση αυτή ο ενάγων με την ένδικη έφεσή ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ουσίαν βάσιμη αναφορικά με το κονδύλιο του αντιτίμου τροφής και ισχυρίζεται ότι πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη αναφορικά με όλα τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια, διότι ουδέποτε εισέπραξε τα αναφερόμενα για τις αιτίες αυτές στα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη έγγραφα ποσά, τα οποία (ποσά) λήφθηκαν υπόψη κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης και αξιολογήθηκαν ως καταβληθέντα, καθώς τα συγκεκριμένα έγγραφα σε κάθε περίπτωση δε συνιστούν αποδείξεις πληρωμής προς αυτόν των αναγραφομένων ποσών, όπως τιτλοφορούνται, αλλά απλές καταστάσεις μισθοδοσίας, τις οποίες ουσιαστικά υποχρεώθηκε να υπογράψει, ως αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να εμβασθούν χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό από την παροχή της εργασίας του, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να του οφείλονται τα αιτούμενα με την αγωγή του ποσά για τις αναφερόμενες στο δικόγραφο απαιτήσεις από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του. Επιπροσθέτως, ο ενάγων, με το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσής του, χωρίς να αμφισβητεί το ανωτέρω δικαίωμα της εναγομένης, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε του καταβλήθηκε σε μετρητά το επιμίσθιο (bonus), όπως ανακριβώς αναγράφεται στα προσκομιζόμενα από την αντίδικό του έγγραφα, που φέρονται ως αποδείξεις πληρωμής, και εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε ως τέτοιες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, στη συνέχεια, δέχθηκε την ένσταση ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς το κονδύλιο που αφορά το αντίτιμο τροφής. Η ένσταση αυτή της εναγομένης είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του περιεχομένου της και, συνακόλουθα, τη θεμελίωσή της, διότι εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια στις προτάσεις της τα ακριβή ποσά εκ των συγκεκριμένων απαιτήσεων του ενάγοντος, που φέρονται ότι εξοφλήθηκαν με τον τρόπο αυτό, και, βέβαια, η μεταξύ των διαδίκων ειδική συμφωνία, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, περί δυνατότητας της εναγομένης να προβεί μονομερώς σε έναν τέτοιο συμψηφισμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν απέρριψε την ως άνω ένσταση κατά το πληττόμενο σκέλος αυτής ως αόριστη, αλλά προέβη στη διερεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα στο οικείο σκέλος του έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκκαθαριστικά σημειώματα που λάμβανε μηνιαίως ο ενάγων φέρεται να έχει εισπράξει συνολικά καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης το ποσό των 25.305,54 ευρώ, ισχυρίζεται ωστόσο ότι δεν έχει λάβει στην πραγματικότητα τα ως άνω ποσά, επικαλούμενος την βεβαίωση αποδοχών του έτους 2016 της Γ.Γ.Π.Σ. όπου έχουν δηλωθεί για την απασχόληση του από την εναγομένη ακαθάριστες αποδοχές συνολικού ύψους 12.606,28 ευρώ. Από την αντιπαραβολή και σύγκριση των μισθοδοτικών καταστάσεων που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος και της ως άνω βεβαίωσης αποδοχών προκύπτει ότι το ποσό που έχει συμπεριληφθεί στη τελευταία (12.606,28) συμπίπτει με εκείνο των «κανονικών αποδοχών» συνολικού ύψους 12.270,13 ευρώ για την επίδικη χρονική περίοδο, που αναγράφεται στις πρώτες (μισθοδοτικές καταστάσεις), αφού αφαιρεθούν από τις τακτικές αποδοχές τα ποσά που αφορούν το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί κονδύλιο της υπό κρίση αγωγής. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων αλλά και η επί σειρά ετών ναυτολόγησή του κατόπιν σχετικής συμφωνίας  με την εναγόμενη στα πλοία της, χωρίς να προβάλλει περαιτέρω απαιτήσεις και χωρίς να διαμαρτυρηθεί για μη καταβολή της ανάλογης υπερωριακής αμοιβής δικαιολογείται αφενός από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο  υψηλού, κατά τα διδάγματα της κοινής, πείρας δείκτη ανεργίας των ναυτικών, αφετέρου δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του διότι κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η παραίτηση του εργαζόμενου, ακόμα και με την μορφή άφεσης χρέους των εν λόγω δικαιωμάτων του, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου (ΕφΠειρ 55/2017 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, τα εκκαθαριστικά σημειώματα που εξέδιδε κάθε μήνα η εναγομένη δε συνιστούν στην προκείμενη περίπτωση αποδείξεις πληρωμής των αναγραφομένων ποσών, όπως τιτλοφορούνται, αλλά απλές καταστάσεις μισθοδοσίας, τις οποίες ουσιαστικά υποχρεώθηκε ο ενάγων να υπογράψει, προκειμένου να εμβασθούν χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό από την παροχή της εργασίας του, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να του οφείλονται τα αιτούμενα με την αγωγή του ποσά για τις αναφερόμενες στο δικόγραφο απαιτήσεις από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του. Επιπροσθέτως, για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν δεν έχει εισπράξει σε μετρητά το επιμίσθιο (bonus), όπως ανακριβώς αναγράφεται στα προσκομιζόμενα από την αντίδικό του έγγραφα, που φέρονται ως αποδείξεις πληρωμής, και εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε ως τέτοιες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, στη συνέχεια, δέχθηκε την ένσταση ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς το κονδύλιο που αφορά το αντίτιμο τροφής. Σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα (βλ. βεβαίωση αποδοχών 2016 της Γ.Γ.Π.Σ.) μόνο τις τακτικές αποδοχές, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται τα δώρα εορτών, η πάγια μηνιαία κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση και το επιμίσθιο πλοιοκτήτη. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός περί αποσβέσεως των σχετικών κονδυλίων, αφενός λόγω εξόφλησης και αφετέρου λόγω συμψηφισμού τους με το επιμίσθιο που φέρεται ότι κατέβαλε στον ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι τα κονδύλια που αφορούν επιδόματα εορτών 2016 είναι αόριστα και απέρριψε το κονδύλιο που αφορά το αντίτιμο τροφής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή των λόγων της κρινόμενης έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση, και να εξαφανισθεί στο σύνολο της η εκκαλουμένη απόφαση, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή ως εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών(9.235,73), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης, στις 30.10.2016, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής (106 ΚΠολΔ) μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως αυτά ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, βαρύνουν την ηττημένη εφεσίβλητη – εναγομένη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 110/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (9.235,73), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης, στις 30.10.2016 μέχρι την εξόφληση του.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης (εφεσίβλητης) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εκκαλούντος) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά,  στις                           χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο       ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ