Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

   

Αριθμός Απόφασης  278/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 9331/4680/2019)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στις …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ ΑΦΜ, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/23.1.2020 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου (ΚΠολΔ 96 αριθ. 1), ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Βερνίκος του Εμμανουήλ (ΑΜ/ΔΣΠ 1676), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/11.2.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των εναγόμενων: 1) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, 2) … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει αντιστοίχως των από 20.1.2020 πληρεξούσιων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο (ΚΠολΔ 96 αριθ. 1), η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Ροντήρη του Αναστασίου (ΑΜ/ΔΣΑ 11311), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/27.1.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17.10.2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 9331/18.10.2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 4680/18.10.2019, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 28.9.2020 Πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, η υπόθεση συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Κατά τη διάταξη του άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται : α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού, και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008.1131). Εξάλλου, κατά το άρθρο 375 ΠΚ υπεξαίρεση πράττει όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς δικαιολογητικό λόγο (ΑΠ 1333/2019, ΑΠ 916/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη (ΑΠ 1333/2019 ό.π.). Τέλος, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, στην περίπτωση δε που λείπουν τα στοιχεία αυτά, το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο (ΜονΕφΑθ 281/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, κατά μείζονα δε λόγο ούτε με την προσθήκη των προτάσεων, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε βάσει των ισχυρισμών του εναγόμενου (ΑΠ 1611/2008 ό.π.). Τέλος, το ορισμένο της αγωγής, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 1988.1218) και κρίνεται από τη lex fori, από το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΠΠρΠειρ 2102/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 785/1997 ΕΝαυτΔ 1998.130, ΠΠρΠειρ 9355/1980 ΝοΒ 28.1598).Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία ισχυρίζεται ότι ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου “…”, με αριθμό ΙΜΟ …, κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο 2010 έως τον Δεκέμβριο 2016. Ότι, κατόπιν διαδοχικών μεταβιβάσεων μετοχών της από τον …, πάππο της πρώτης και πατέρα της δεύτερης εναγόμενης, από τον Αύγουστο 2013 και εξής ο … και ο … κατείχαν έκαστος ποσοστό 40% του μετοχικού της κεφαλαίου, ενώ ο … 20%, οι δε εναγόμενες τουλάχιστον από τον Ιούνιο 2011 δεν ήταν μέτοχοι ούτε μέλη της διοίκησης της ενάγουσας εταιρείας. Ότι δυνάμει συμβάσεως που είχε υπογραφεί μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της πρώτης εναγόμενης, για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «…», συμφερόντων του … …, τον Ιούνιο 2011, η τελευταία ανέλαβε τη διαχείριση του πλοίου της μέχρι την 5η Αυγούστου 2015, οπότε τη διαχείριση ανέλαβε η εταιρεία με την επωνυμία «….». Ότι έκτοτε οι εναγόμενες, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπήρξε νόμιμη εκπρόσωπος του εγκατεστημένου δυνάμει του Ν. 89/1967 γραφείου της ανωτέρω «…» στην Ελλάδα, η δε δεύτερη υπήρξε διευθύντρια – νόμιμη εκπρόσωπος της ιδίας εταιρείας, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους αυτές. Ότι, μετά την απομάκρυνση του εκ των μετόχων … στις αρχές του θέρους 2014 από το γραφείο της διαχειρίστριας εταιρείας, λόγω διαφωνιών με τον …, η πλειοψηφία των μετόχων δεν λάμβανε ενημέρωση για τη διαχείριση του πλοίου, μέχρι την 5η Αυγούστου 2015, οπότε καταγγέλθηκε η από Ιουνίου 2011 σύμβαση διαχείρισης. Ότι μέχρι το τέλος του έτους 2013 η εκμετάλλευση του πλοίου ήταν κερδοφόρα και η είσπραξη των ναύλων γινόταν μέσω εμβασμάτων από πλευράς των ναυλωτών σε λογαριασμό που τηρούσε (η ενάγουσα), από τον Ιανουάριο, όμως, του έτους 2014 και εντεύθεν, οι εναγόμενες έδιναν εντολές στους εκάστοτε ναυλωτές να εμβάζουν τους ναύλους σε τραπεζικούς λογαριασμούς διαφόρων εταιρειών συμφερόντων τους, χωρίς να ενημερώνουν τους μετόχους της πλειοψηφίας, πράγμα που οι τελευταίοι διαπίστωσαν πολλούς μήνες αργότερα, και δη μετά την ανάληψη της διαχείρισης του πλοίου από την εταιρεία «….», τον Αύγουστο 2015. Ειδικότερα, στις 4.8.2014, στις 22.8.2014 και στις 3.11.2014 οι κατονομαζόμενες ναυλώτριες εταιρείες εμβάσαν αντιστοίχως 302.131,01, 271.710 και 705.458,16 δολάρια ΗΠΑ στους τηρούμενους από τις κατονομαζόμενες εξωχώριες εταιρείες, συμφερόντων των εναγόμενων, που ήταν οι πραγματικοί μέτοχοί τους, λογαριασμούς, κατόπιν εντολής των εναγόμενων, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, λόγω της παράνομης και υπαίτιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, που υπεξαίρεσαν και ιδιοποιήθηκαν παράνομα τους ανωτέρω ναύλους, να υποχρεωθούν αυτές, εκάστη εις ολόκληρον, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 994.956,62 ευρώ, που συνιστά το συνολικό ισόποσο των υπεξαιρεθέντων δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, με την επίσημη ισοτιμία δολαρίων ΗΠΑ / ευρώ κατά τον χρόνο τέλεσης εκάστης επιμέρους υπεξαίρεσης και για το αντίστοιχο ποσό, κατά τ’ ανωτέρω, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να διαταχθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους σε βάρος εκάστης των εναγόμενων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας, καθώς και να καταδικασθούν αυτές στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. αντιστοίχως τις υπ’ αριθ. … και …/25.10.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, με τις συνημμένες σ’ αυτές ταυθήμερες αποδείξεις παραλαβής εγγράφου από τον αρμόδιο αξιωματικό υπηρεσίας και τις βεβαιώσεις ταχυδρομικής αποστολής των θυροκολληθέντων εγγράφων, κατ’ άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ) και για την οποία έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο Γ.Γ.Π.Σ., σε συνδυασμό με το από 6.2.2020 ηλεκτρονικό μήνυμα ολοκλήρωσης πληρωμής), αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία [άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 παρ. 2, 62 παρ. 1, 66 παρ. 1, 80 και 81 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 18 και 14 παρ. 2, 22, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς]. Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά από αδικοπραξία με στοιχεία αλλοδαπότητας, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 3, 14 παρ. 1 α, 15, 31, 32 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας με την οποία, όπως από το σύνολο των εκτιθέμενων περιστάσεων προκύπτει, η ένδικη αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, καθόσον απορρέει από την προϋπάρχουσα σύμβαση διαχείρισης μεταξύ της ενάγουσας και της προαναφερθείσας διαχειρίστριας εταιρείας, της οποίας νόμιμες εκπρόσωποι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ανωτέρω, ήταν κατά τον επίδικο χρόνο οι εναγόμενες. Το ίδιο ως άνω δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο και αναφορικά με τους τόκους επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, οι οποίοι κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό (ΠΠρΠειρ 626/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝαυτΔ 1999.370, ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝαυτΔ 1991.6, ΠΠρΠειρ 1545/1980 ΕΝαυτΔ 9.124). Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό δίκαιο επικαλούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τους ισχυρισμούς τους, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο και τις προτάσεις τους, με συνέπεια να συνάγεται μετά βεβαιότητας σιωπηρός καθορισμός του, μεταγενέστερος της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, για την εξέταση του ορισμένου της οποίας εφαρμόζεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει, δεν περιέχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία, αφού δεν εκτίθεται σε αυτήν, που στηρίζεται στην επικαλούμενη, γενόμενη από τις εναγόμενες, παράνομη ιδιοποίηση των επίδικων ποσών ναύλων, κατά ποιο τρόπο έγινε η παράνομη ιδιοποίηση των ποσών αυτών από τις ανωτέρω, μετά την κατάθεση στους αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς των εξωχώριων εταιρειών, δοθέντος ότι αυτή προϋποθέτει την κατά κάποιο τρόπο περιέλευση του ποσού αυτού στην κατοχή των ιδίων (πρβλ. ΑΠ 1611/2008 ό.π.). Η υπόδειξη των εναγόμενων στις εκάστοτε ναυλώτριες εταιρείες να εμβάσουν τα επίδικα ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς εξωχώριων εταιρειών συμφερόντων τους αντί του τηρούμενου στην «…» λογαριασμού της ενάγουσας δεν συνιστά παράνομη ιδιοποίηση των επίδικων ναύλων ούτε μπορεί αυτή (παράνομη ιδιοποίηση) να στοιχειοθετηθεί από το γεγονός ότι μέχρι τον Αύγουστο 2015 η πρώτη των εναγόμενων ήταν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, νόμιμη εκπρόσωπος του γραφείου στην Ελλάδα της -εκ των κατονομαζομένων- εξωχώριας “….”. Περαιτέρω, δεν προσδιορίζεται η ειδικότερη σχέση των εναγόμενων με τις εταιρείες αυτές, μη αρκούσας της αναφοράς ότι οι εναγόμενες ήταν οι πραγματικοί τους μέτοχοι, ενόψει και της -αδιευκρίνιστης- σχέσης του στο μεταξύ αποβιώσαντος … … με τις εταιρείες. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι οι εξωχώριες εταιρείες ήταν συμφερόντων των εναγόμενων «ή / και του … …», άνευ οποιουδήποτε άλλου στοιχείου. Λόγω των ως άνω ελλείψεων και ασαφειών, το δικάζον Δικαστήριο δεν δύναται να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις ούτε οι εναγόμενες ν’ αμυνθούν. Εξάλλου, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων ερείδεται σε μόνη την κατόπιν εντολής τους κατάθεση (μέσω εμβάσματος) από τις ναυλώτριες των αναφερόμενων ποσών ναύλων στους τραπεζικούς λογαριασμούς των κατονομαζόμενων εξωχώριων εταιρειών αντί του λογαριασμού που τηρούσε η ενάγουσα, με συνέπεια την προσβολή του σχετικού ενοχικού δικαιώματος της τελευταίας, η προσβολή αυτή είναι μεν παράνομη, αλλά οι συνέπειες της παρανομίας ρυθμίζονται από τις διατάξεις του γενικού ενοχικού δικαίου για τη μη εκπλήρωση υπάρχουσας ενοχής, και δη στο πλαίσιο της σύμβασης διαχείρισης μεταξύ της ενάγουσας και της προαναφερθείσας διαχειρίστριας εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας ενεργούσαν οι εναγόμενες, και όχι από τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες [βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τόμ. Γ΄ ημιτ. Γ΄ (2006), 914 αριθ. 30, Γ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 914 αριθ. 15, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος (1999), §16 σελ. 597, Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι (2002), σελ. 462]. Σημειώνεται, τέλος, ότι στην υπό κρίση αγωγή δεν εκτίθενται ειδικές τέτοιες περιστάσεις που να καθιστούν τη συμπεριφορά των εναγόμενων αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, ενώ η περιγραφόμενη συμπεριφορά τους δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατάφαση της αδικοπρακτικής τους ευθύνης ούτε λόγω παράβασης της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των άλλων και των αγαθών τους, που επιβάλλεται σε κάθε άτομο στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητάς του, καθόσον εκφεύγει του πνεύματος και του σκοπού των γενικών ρητρών που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων και της γενικής ελευθερίας δράσης (ΑΚ 281 και 288) (βλ. Γ. Γεωργιάδη, ό.π., 914 αριθ. 21, Απ. Γεωργιάδη, ό.π., §22 επ. σελ. 599). Κατόπιν των ανωτέρω, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων, της αοριστίας της αγωγής εξεταζόμενης σε κάθε περίπτωση από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εναγομένων πρέπει να επιβληθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 εδ. α, 180 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιανουαρίου 2021, δημοσιεύθηκε δε, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις   2-2-2021.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ