ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
367/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της καλούσας – καθ’ ης η ανακοπή : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Αθανασίου, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/11-1-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Του καθ’ ου η κλήση – ανακόπτοντος : …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Απόστολου Ψωμά, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/15-1-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Η καλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, με την από 27-7-2020 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5740/29-7-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2691/29-7-2020, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 5-9-2019 ανακοπή του καθ’ ου η κλήση – ανακόπτοντος, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8279/20-9-2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4156/20-9-2019, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 14ης-2-2020, οπότε συζητήθηκε και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθμό 2121/2020 απόφαση του δικάσαντος Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ανακόπτων, με την κρινόμενη ανακοπή του, η οποία νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση με την από 27-7-2020 κλήση της καθ’ ης η ανακοπή, καθώς με την υπ’ αριθμό 2121/2020 απόφαση του δικάσαντος (κοινού) Τμήματος του παρόντος Δικαστηρίου κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα ναυτικών διαφορών του ίδιου Δικαστηρίου, ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σε αυτήν, την ακύρωση της υπ’ αριθμό …../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, της κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου αυτής από 27-2-2018 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει, εις ολόκληρον ευθυνόμενος με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία με την επωνυμία «…», της εγγυήτριας εταιρείας «…» και του εγγυητή …, στην καθ’ ης η ανακοπή το ισόποσο σε ευρώ των 200.000,00 δολαρίων ΗΠΑ, και κάθε περαιτέρω πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και την επιβολή των δικαστικών του εξόδων σε βάρος της καθ’ ης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτά σωρεύονται η ανακοπή του άρθρου 633 ΚΠολΔ (και όχι του 632 ΚΠολΔ όπως εσφαλμένα αναγράφεται στο δικόγραφο της ανακοπής) κατά της διαταγής πληρωμής και η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της επιταγής προς πληρωμή (άρθρα 218 § 1 και 632 § 6 ΚΠολΔ), παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλη, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 14 § 2, 584, 633 § 2, 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρα 632 § 2 εδ. β΄ και 937 § 3 ΚΠολΔ) και όχι της τακτικής διαδικασίας κατά την οποία έχει εισαχθεί. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 633 § 2 και 934 § 1 περ. α΄ ΚΠολΔ) τόσο κατά το μέρος που στρέφεται κατά της διαταγής πληρωμής, καθόσον η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα για πρώτη φορά την 1η-3-2018 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από την καθ’ ης υπ’ αριθμό …/1-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …) και, μετά την άπρακτη παρέλευση της 30νθήμερης προθεσμίας άσκησης ανακοπής (άρθρο 632 § 2 ΚΠολΔ), για δεύτερη φορά στις 3-8-2019 (μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ανακόπτοντος «…», που συντελέσθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμό μητρώου …./2018 Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Λευκωσίας, κατόπιν υποβολής της από 6-5-2019 αίτησης της καθ’ ης για υποκατάστατη επίδοση της υπ’ αριθμό πρωτ. …../16-7-2018 βεβαίωσης της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 53 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», όπως συνομολογείται από αμφότερους τους διαδίκους και προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους ίδιους έγγραφα) και η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 20-9-2019 και κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή αυθημερόν (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ανακόπτοντα υπ’ αριθμό …/20-9-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …), όσο και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της επιταγής προς πληρωμή για λόγους που αφορούν στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και τους ισχυρισμούς των διαδίκων δεν προκύπτει ότι έχει επακολουθήσει άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης μετά από αυτή. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή, πλην του αιτήματος να ακυρωθεί και κάθε περαιτέρω πράξη της επισπευδόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι πέραν των ανωτέρω ρητά προσδιορισμένων πράξεων, το οποίο είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται κάποια ειδικότερη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε εναντίον του είναι άκυρη, κατ’ άρθρο 624 § 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο ίδιος, κατά το χρόνο έκδοσής της, ήταν κάτοικος εξωτερικού και συγκεκριμένα, μόνιμος κάτοικος … (…), στοιχείο που προέκυπτε, άλλωστε, και από τις συμβάσεις δανείου και εγγύησης βάσει των οποίων εκδόθηκε. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 624 § 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από 1η-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, είναι πλέον επιτρεπτή η έκδοση διαταγής πληρωμής και κατά προσώπων που κατοικούν σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή, όπως εν προκειμένω, ο ανακόπτων, δοθέντος ότι η αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής κατατέθηκε στις 8-2-2018.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97, 142 και 143 ΚΠολΔ η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς το νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντίκλητου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 §§ 1 και 4, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέως του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντίκλητου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνο οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος (ΑΠ 140/2012, ΑΠ 1185/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 142 § 1 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος, μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα έγγραφα που του κοινοποιούνται, ο διορισμός δε γίνεται για όλες ή ορισμένες από τις δικαστικές ή εξώδικες επιδόσεις που του απευθύνονται και αφορούν μία ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του. Στον αντίκλητο που διορίστηκε με ρήτρα σε σύμβαση και μάλιστα στη διεύθυνση του που αναφέρεται στη σύμβαση, ύστερα από παραγγελία του αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, γίνεται η επίδοση όλων των εξώδικων ή διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια από τον παραλήπτη της επίδοσης, εκτός αν η σύμβαση έχει ρητά διαφορετική ρύθμιση. Σε περίπτωση αμφιβολίας η επίδοση στον αντίκλητο που διορίστηκε με σύμβαση είναι δυνητική. Στο τελευταίο αυτό εδάφιο περιέχεται ενδοτικού δικαίου ειδικός ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίο, αν από τη σχετική ρήτρα της σύμβασης δεν προκύπτει με σαφήνεια συμφωνία των συμβαλλομένων περί επίδοσης των άνω πράξεων, υποχρεωτικώς, στον αντίκλητο, τότε η επίδοση τους μπορεί κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος, να γίνει εγκύρως είτε στον αντίδικο του είτε (και) στον αντίκλητο (ΑΠ 664/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο τελευταίος υποχρεούται, εφόσον υπάρχει εσωτερική σχέση, να ενημερώσει το πρόσωπο που τον διόρισε για την επίδοση. Υποκατάσταση εκ μέρους του αντικλήτου δεν είναι επιτρεπτή, ενώ αν ο παραλήπτης θα λάβει, τελικά ή όχι, γνώση του εγγράφου που επιδόθηκε στον αντίκλητο είναι αδιάφορο (ΕφΘεσ 1558/2015 ΕπισκΕΔ 2015, σελ. 278, ΕφΘεσ 1400/2014 ΕλλΔνη 2014, σελ. 1448). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι η επίδοσή της έγινε μη νόμιμα στην κ. …, η οποία βάσει του άρθρου 18 της δανειακής σύμβασης ορίσθηκε από τη δανειζόμενη και τον εγγυητή αντίκλητος, στην οποία θα κοινοποιείται κάθε σχετικό με τη σύμβαση ή δικόγραφο απευθυνόμενο σε αυτούς, καθώς από τον παραπάνω συμβατικό όρο δεν προκύπτει με σαφήνεια συμφωνία των συμβαλλόμενων περί υποχρεωτικής επίδοσης σε αυτήν των τυχόν εκδοθεισών σε βάρος του διαταγών πληρωμής, που απαιτούν άμεσες και αυτοπρόσωπες ενέργειες από μέρους του, ενώ ο ίδιος ουδόλως έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης διαταγής. Ο λόγος αυτός, ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς ο ανακόπτων δεν εξειδικεύει ποια ακριβώς βλάβη υπέστη από τη φερόμενη ως μη νόμιμη επίδοση, η οποία δε δύναται άλλως να αποκατασταθεί παρά μόνο με την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, στο διορισμένο με ρήτρα σε σύμβαση αντίκλητο γίνεται η επίδοση όλων των εξώδικων ή διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια από τον παραλήπτη της επίδοσης, εκτός αν η σύμβαση έχει ρητά διαφορετική ρύθμιση. Από το συμβατικό όρο, όμως, που ο ανακόπτων παραθέτει ανωτέρω και έχει ως εκτίθεται, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους διαδίκους σύμβαση, δε δημιουργείται αμφιβολία ως προς το ότι η επίδοση στον αντίκλητο είναι υποχρεωτική, δοθέντος, άλλωστε, ότι η επίδοση σε πρόσωπο που έχει διαμονή στο εξωτερικό, όπως ο ανακόπτων, γίνεται υποχρεωτικά στον αντίκλητο (άρθρο 143 § 4 ΚΠολΔ), το γεγονός δε ότι δεν έλαβε γνώση της επίδοσης από τον αντίκλητο είναι αδιάφορο για το κύρος αυτής, αλλά αφορά τις εσωτερικές τους σχέσεις.
Με τον τρίτο λόγο, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής λόγω μη επίδοσή της εντός διμήνου από την έκδοσή της, κατ’ άρθρο 630Α ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στην ως άνω διάταξη, πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, όπως ήδη εκτέθηκε, προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε στις 21-2-2018, προς τη συμβατικά διορισμένη αντίκλητο του ανακόπτοντος την 1η-3-2018 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από την καθ’ ης υπ’ αριθμό …/1-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), ήτοι πριν την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας.
Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Με την ανακοπή αυτή, ο ανακόπτων – οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοσή της, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής. Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 § 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το απόσπασμα των τηρούμενων από την τράπεζα βιβλίων, δεν συνιστά έγγραφο, κατά την έννοια των άρθρων 444 § 1 και 448 § 1 ΚΠολΔ, είναι, όμως, έγκυρη σχετική δικονομικού χαρακτήρα συμφωνία ότι η απαίτηση θα αποδεικνύεται πλήρως με τέτοιο απόσπασμα. Αν δεν υπάρχει τέτοια δικονομική σύμβαση και εάν δεν υπάρχει και συμφωνία λειτουργίας ανοικτού λογαριασμού τα αποσπάσματα αυτά στερούνται αποδεικτικής δύναμης (ΑΠ 909/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5956/2012 ΔΕΕ 2013, σελ. 150). Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής του, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι από τα έγγραφα που προσκόμισε η καθ’ ης για την έκδοσή της και δη τα αποσπάσματα των λογιστικών βιβλίων της, τα οποία συμφωνήθηκε να αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεών της, είναι ασαφή και αόριστα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχος της κίνησης του λογαριασμού, αφού δεν αναφέρεται σε αυτά το είδος των επιμέρους χρεοπιστώσεων, δεν εξηγούνται τα επιμέρους κονδύλια και τι αντιπροσωπεύουν, δεν προσδιορίζεται το επιτόκιο, δεν μνημονεύεται ο χρόνος εισαγωγής των κονδυλίων στο λογαριασμό και ο χρόνος έναρξης τοκοφορίας τους. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ωστόσο, ως προς το προαναφερόμενο σκέλος του, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν βάλει κατά συγκεκριμένων εγγραφών και κονδυλίων, από τα οποία συγκροτείται το τελικό ύψος της οφειλής, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αντιθέτως δε ο ανακόπτων αρκείται σε μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας των οικείων εγγραφών, που, ωστόσο, δεν αρκεί για το ορισμένο του σχετικού ισχυρισμού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Προσαπαιτείται, δηλαδή, ο με συγκεκριμένο τρόπο εντοπισμός της παράνομης χρέωσης και ακολούθως ο υπολογισμός του, κατά τον ανακόπτοντα, ορθού ύψους της οφειλής, χωρίς τη χρέωση αυτή, ώστε να είναι δυνατή και η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος, καθώς, με βάση τον όρο 10.02 της επίδικης σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε ότι τα αποσπάσματα που θα εξάγει η καθ’ ης τράπεζα από τα βιβλία της και που θα εμφανίζουν την κίνηση του δανείου αποτελούν πλήρη απόδειξη του ποσού, το οποίο οφείλει ο οφειλέτης στην τράπεζα, συμφωνία η οποία είναι, κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ως δικονομικού περιεχομένου, έγκυρη σύμβαση και ως εκ τούτου, ορθώς εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με βάση τα αποσπάσματα αυτά, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Περαιτέρω, ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 § 4 περ. α΄ του Ν. 2251/1994 (ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 100 § 4 Ν. 4512/2018, το οποίο δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως και τις 17-3-2018, κατ’ άρθρο 111 αυτού, όπως εν προκειμένω), αφού οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, ακόμη και όταν αυτός είναι έμπορος ή επαγγελματίας και χρησιμοποιεί αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών του αναγκών, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους, ενώ και ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (βλ. ΟλΑΠ 13/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ υπό το καθεστώς πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 3587/2007, ΕφΑθ 496/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 § 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, που διαθέτει όμως τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημερών) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την Κ.Υ.Α. 21-178/13-2-2001 (Φ.Ε.Κ. Β 255/8-3-2001), στην καταναλωτική πίστη με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ 2014, σελ. 623, ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012, σελ. 356). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ανακοπής, ο ανακόπτων αιτείται την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω του ότι ο όρος της σύμβασης δανείου και εγγύησης περί υπολογισμού των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και όχι αυτό των 365 ημερών, όπως έχει επιβληθεί με την κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ, που έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος, αφού προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, κατ’ άρθρο 2 § 6 Ν. 2251/1994. Ο λόγος αυτός, όμως, κατά το ανωτέρω σκέλος του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 § 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ωστόσο ο ανακόπτων δεν προσβάλλει συγκεκριμένο κονδύλιο του τηρηθέντος λογαριασμού, ούτε επικαλείται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό από την επιβάρυνση του υπολογισμού του επιτοκίου με τον υπολογισμό του έτους των 360 ημερών, ώστε μόνο κατ’ αυτό το ποσό να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, δοθέντος, όπως προαναφέρθηκε, ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολο της. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται από τον ανακόπτοντα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ ης η ανακοπή, καθόσον αυτός εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του ως άνω νόμου, ως τελικός αποδέκτης των τραπεζικών υπηρεσιών της καθ’ ης και συγκεκριμένα ως εγγυητής υπέρ της πιστούχου εταιρείας, μη ενεργούντος στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, είναι απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος, κατά το μέρος που ο ανακόπτων επικαλείται την παραβίαση εκ μέρους της καθ’ ης κανόνων της κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ 21-78/13-2-2001 (πλέον ισχύει η υπ’ αριθμό ΖΙ-699/2010 ΚΥΑ), διότι αυτοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, η οποία δεν αφορά διαφορά πραγματοποιηθείσα με μέσα ηλεκτρονικής συναλλαγής (και ιδίως σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας), αλλά σύμβαση χορήγησης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό (ΕφΑθ 496/2020 ό.π.).
Με το τρίτο σκέλος της ανακοπής του, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, διότι η καθ’ ης αιτήθηκε να της καταβληθεί το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 200.000,00 δολαρίων ΗΠΑ, του οποίου, όμως, δεν προκύπτει η οριστικοποίησή του, δοθέντος ότι το χορηγηθέν στην πρωτοφειλέτιδα εταιρεία δάνειο ανερχόταν σε 3.500.000,00 δολάρια ΗΠΑ και είχε παρασχεθεί στην καθ’ ης πρώτης τάξης προτιμώμενη υποθήκη επί πλείου της πρωτοφειλέτιδας αξίας 4.800.000,00 δολαρίων ΗΠΑ. Κατά το παραπάνω εκτιθέμενο σκέλος του, ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον ο δανειστής απαίτησης μπορεί να επιδιώξει την έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος μόνο του ποσού του δανείου, χωρίς να απαιτείται η αναφορά οποιοσδήποτε λόγου περιορισμού της απαίτησης του δικαιούχου είσπραξής του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 §§ 2 και 3, στοιχ. γ΄ , 630 στοιχ. γ΄ και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής. Επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση έκδοσης πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντίστοιχα, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο απόδειξης της απαίτησης και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της σύμβασης, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2002, ΕφΑθ 5461/2012 ΔΕΕ 2013, σελ. 695, ΕφΑθ 227/2012 ΧΡΗΔΙΚ 2012, σελ. 262). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω μη αναφοράς σε αυτήν και στην αίτηση για την έκδοσή της του λόγου για τον οποίο καταγγέλθηκε η ένδικη σύμβαση πίστωσης, καθώς αορίστως αναφέρεται σε αυτήν το κλείσιμο του λογαριασμού «λόγω παράβασης των όρων της σύμβασης δανείου και ενδεικτικά λόγω μη καταβολής δόσης και τόκων», χωρίς να εξηγείται επαρκώς ποιες συγκεκριμένες υποχρεώσεις δεν εκπλήρωσαν. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, αφού το επικαλούμενο από τον ανακόπτοντα ελλείπον στοιχείο δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής. Από καμία δε διάταξη δεν συνάγεται νομική υποχρέωση περί έγγραφης αιτιολόγησης της καταγγελίας, πλέον του γεγονότος ότι το κύρος της καταγγελίας δύναται να τεθεί εκποδών, εφόσον αποδεικνύεται καταχρηστικότητα κατά την άσκηση του δικαιώματος, όπως ιδίως όταν η καταγγελία είναι προσχηματική και εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς του καταγγέλλοντος, που δεν επιδοκιμάζονται από το δίκαιο εν γένει (βλ. ΠΠρΑθ 135/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον έκτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, διότι ο όρος 10.2 της δανειακής σύμβασης δυνάμει του οποίου τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης αποτελέσει πλήρη απόδειξη της απαίτησής της, μη υποκείμενη σε αμφισβήτηση, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και αντιβαίνων στο Ν. 2251/1994. Με το περιεχόμενο αυτό, ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, καθώς η περιλαμβανόμενη στην ένδικη σύμβαση ειδική συμφωνία ότι τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεών της, μη υποκείμενη σε αμφισβήτηση εκτός περίπτωσης προφανούς λάθους (βλ. υπ’ αριθμό 10.02 όρο της σύμβασης) είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 895/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 722/2000 ΑρχΝ 2001, σελ. 92). Επιπλέον, ο όρος αυτός δε συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 § 7 του Ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ΄ αυτού, δεδομένου ότι : α) δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την πιστώτρια τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος με τη χρήση και προσκομιδή ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της, και β) δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταπόδειξης από μέρους του πιστούχου και των εγγυητών σε περίπτωση προφανούς λάθους, οπότε θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων του. Κατά το σκέλος του, όμως, με το οποίο στερεί από την πιστούχο και τους εγγυητές το δικαίωμα άρνησης του συνομολογούμενου τεκμηρίου της πλήρους απόδειξης από τα παραπάνω έγγραφα σε περίπτωση μη προφανούς λάθους είναι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω νομική σκέψη, άκυρος, διότι αποκλείει σε αυτούς την ανταπόδειξη, πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται από τον ανακόπτοντα, χωρίς αμφισβήτηση του επιδικασθέντος με την παραπάνω διαταγή πληρωμής καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού ή έστω κάποιου συγκεκριμένου κονδυλίου από αυτά, που συναθροίζονται σε αυτό και περιέχονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή.
Περαιτέρω, οι ρήτρες παραίτησης του εγγυητή έναντι του δανειστή από τις ενστάσεις των άρθρων 862-864 και 866-868 ΑΚ τυγχάνουν άκυρες ως καταχρηστικές, διότι προσκρούουν στις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 6 και 7 εδ. ιγ΄ του Ν. 2251/94. Ειδικότερα, τα άρθρα 862, 863 και 864 του ΑΚ ορίζουν ότι ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποιητική του από τον οφειλέτη, ότι ο εγγυητής ελευθερώνεται επίσης εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής και όταν η κύρια οφειλή αποσβεστεί ο εγγυητής ελευθερώνεται, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα. Με τις πιο πάνω διατάξεις παρέχεται στον εγγυητή το ευεργέτημα της ελευθέρωσης από την εγγύηση στην περίπτωση που ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή από τον οφειλέτη με υπαίτια πράξη του δανειστή, καθώς και όταν ο δανειστής παραιτείται από ασφάλειες, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής, αλλά και στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο επέρχεται απόσβεση της οφειλής χωρίς πταίσμα του εγγυητή. Ο σκοπός, επομένως, της θέσπισης του είναι η προστασία του εγγυητή από υπαίτιες και εν γένει αυθαίρετες ενέργειες του δανειστή και από τον κίνδυνο της απροσδόκητης εξέλιξης της συναλλαγματικής σχέσης εις βάρος του εγγυητή αντίθετα από τις εύλογες προβλέψεις και τις προσδοκίες του τελευταίου. Έχουν, έτσι, τεθεί οι εν λόγω διατάξεις για να επιφέρουν μια δίκαιη εξισορρόπηση των εκατέρωθεν συμφερόντων των συμβαλλόμενων μερών και, όταν ο εγγυητής παραιτείται από τα δικαιώματα που του παρέχουν αυτές, αποδυναμώνεται από κάθε προστασία απέναντι από οποιαδήποτε υπαίτια ή ανυπαίτια αυθαίρετη ενέργεια της τράπεζας, αφού η τελευταία μπορεί να μην επιδεικνύει την επιμέλεια και σύνεση που απαιτείται για την εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησή της και της δίνεται η δυνατότητα να παραιτηθεί οποτεδήποτε από ασφάλειες, που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή της προκαλώντας έτσι ζημία στον εγγυητή. Περιορίζεται, δηλαδή, υπέρμετρα η ευθύνη της τράπεζας, εφόσον δικαιολογείται στην τελευταία να ζημιώσει τον εγγυητή χωρίς να επιφυλάσσεται αντίστοιχο δικαίωμα προστασίας και για αυτόν από τις αυθαίρετες ενέργειες εκείνης, ενώ διαταράσσεται και η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σαφώς εις βάρος του εγγυητή. Περαιτέρω, τα άρθρα 866, 867 και 868 του ΑΚ ορίζουν ότι εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδίωξε δικαστικώς την απαίτηση του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και αν δε συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ότι ο εγγυητής που εγγυήθηκε για αόριστο χρόνο μπορεί, όταν γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή, να αξιώσει από το δανειστή να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία, αλλιώς, αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί, ο εγγυητής ελευθερώνεται, και ότι αν απαιτείται καταγγελία του δανειστή για να γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή ο εγγυητής μπορεί, αφού περάσει ένα έτος αφότου εγγυήθηκε, να αξιώσει από το δανειστή να καταγγείλει και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα, και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία, αλλιώς, αν ο δανειστής δε συμμορφωθεί ο εγγυητής ελευθερώνεται. Οι διατάξεις αυτές υπαγορεύονται από την ιδέα της μη διαιώνισης της ευθύνης του εγγυητή και κατανέμουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά ισότιμο και δίκαιο τρόπο. Με τον παραπάνω όρο όμως υπάρχει ο κίνδυνος να διαιωνίζεται η εγγυητική ευθύνη του εγγυητή. Περιορίζεται δε υπέρμετρα η ευθύνη της εναγομένης τράπεζας για την εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησής της από τον οφειλέτη και, αντίστοιχα, περιορίζονται υπέρμετρα τα δικαιώματα του εγγυητή, χωρίς εύλογη και σοβαρή αιτία και χωρίς την ανάγκη προστασίας αντίστοιχων δικαιωμάτων της τράπεζας, ενώ διαταράσσεται και η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του εγγυητή (ΕφΘεσ 1034/2013 ό.π., ΕφΑθ 5253/2003 ό.π.). Η εκ των προτέρων συμφωνία, όμως, περί παραίτησης του εγγυητή από την κατ’ άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως δεν απαγορεύεται εκ του νόμου ούτε είναι κατ’ αρχήν καταχρηστική, διότι ο καταναλωτής, με την αποδοχή του εν λόγω όρου, είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι παραιτείται από ένα ευεργέτημα που του παρέχει ο νόμος, αυτό της ένστασης της διζήσεως (βλ. ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011, σελ. 339, ΕφΑθ 5253/2003 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι συμβατικοί όροι, με τους οποίους παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως, καθώς και από τις λοιπές ενστάσεις του ΑΚ, τυγχάνουν άκυροι ως καταχρηστικοί, δεδομένου ότι τον δεσμεύουν υπέρμετρα, και ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθούν οι ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και επιταγή προς εκτέλεση. Ο προπαρατεθείς λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος κατά το πρώτο σκέλος του, ήτοι την παραίτηση του εγγυητή – ανακόπτοντος από την ένσταση της διζήσεως ως νομικά αβάσιμος, διότι η ελεγχόμενη ρήτρα δεν είναι άκυρη ως καταχρηστική, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του, δηλαδή την παραίτηση του εγγυητή από τις στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 862-864 και 866-868 ΑΚ ενστάσεις ελευθέρωσής του από την ευθύνη του έναντι της καθ’ ης η ανακοπή, ως αλυσιτελής, δοθέντος ότι, ακόμη και υποτιθέμενος ως ουσιαστικά βάσιμος, δε μπορεί από μόνος του να άγει στην ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και κατ’ επέκταση και της επιταγής, αφού ο εγγυητής – ανακόπτων δεν ισχυρίζεται επιπλέον ότι συντρέχουν εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά που πληρούν τις προϋποθέσεις θεμελίωσης έναντι της καθ’ ης η ανακοπή ορισμένης εκ των ανωτέρω ενστάσεων ελευθέρωσής του από την ευθύνη του ως εγγυητή της απορρέουσας από τη σύμβαση δανείου οφειλής της πρωτοφειλέτιδας προς την καθ’ ης η ανακοπή.
Με τον όγδοο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να αιτηθεί την έκδοσή της έγινε καταχρηστικά και κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, για τους κάτωθι λόγους : α) η απαίτησή της είναι εξασφαλισμένη με αναγκαστική κατάσχεση ενός πλοίου, κυριότητας της πρωτοφειλέτιδας, αξίας 4.800.000,00 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του θα έχει επαχθέστατες συνέπειες, δεδομένου ότι είναι αδύνατη η εφάπαξ καταβολή του επιτασσόμενου ποσού, και β) η πρώτη δόση της ένδικης δανειακής σύμβασης ήταν καταβλητέα τρεις μήνες από τη σύναψή της στις 3-5-2017 και η καθ’ ης προέβη σε καταγγελία αυτής στις 7-9-2017, ήτοι κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης, χωρίς, δηλαδή, να αφήσει χρόνο προκειμένου να μπορέσει να έχει μια αντικειμενική εικόνα για την πορεία και την εξέλιξη του δανείου, αλλά ούτε και να προβεί σε στοιχειώδη ενημέρωση του ίδιου του ανακόπτοντος – εγγυητή προκειμένου να προβεί ο ίδιος στην καταβολή της πρώτης δόσης. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να επιδιώξει την αξίωση της με την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δε συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το γεγονός δε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης επέφερε τυχόν βλάβη στον ανακόπτοντα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δε μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα από τον ανακόπτοντα στο δικόγραφο της ανακοπής του (βλ. ΕφΑθ 223/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ 2012, σελ. 577), δοθέντος μάλιστα ότι η παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας αποσκοπεί στην εξασφάλιση του δανειστή και όχι στην ικανοποίηση αυτού, ούτε συνεπάγεται την υποχρέωσή του να επιδιώξει να ικανοποιηθεί μέσω της εμπράγματης ασφάλειας (βλ. ΠΠρΑθ 526/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και συνεπώς, άκυρη λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται αθροιστικά η συνδρομή και των τριών στοιχείων της, ήτοι : α) φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο (ΑΠ 1403/2001 ΝοΒ 2002, σελ. 1469, ΕφΑθ 5415/2003 ΕλλΔνη 2004, σελ. 492). Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά δε μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, χωρίς να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία που να προσδίδουν σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (βλ. ΑΠ 492/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5415/2003 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον ένατο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ένδικη σύμβαση πίστωσης είναι άκυρη, καθόσον η καθ’ ης, εκμεταλλευόμενη την απειρία του, λόγω του ότι στερείται ειδικών γνώσεων, πέτυχε να συνομολογήσει άκυρους όρους στη σύμβαση πίστωσης, όπως το επιβαλλόμενο επιτόκιο και την παραίτηση από τις ενστάσεις του ως εγγυητή, αντλώντας έτσι περιουσιακά ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε δυσαναλογία προς την παροχή. Ζητεί δε την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η μερική ακυρότητα των παραπάνω όρων συνεπιφέρει την ακυρότητα του συνόλου της σύμβασης. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, ο ως άνω λόγος ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, κατά το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η ένσταση ακυρότητας στις διατάξεις του άρθρου 179 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον ο ανακόπτων δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά, που να θεμελιώνουν κατά οιονδήποτε τρόπο την υπέρμετρη δέσμευση του δικαιώματός του στην οικονομική του ζωή, ούτε την προφανή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, στοιχείο αναγκαίο, κατ’ άρθρο 179 ΑΚ, της καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας. Περαιτέρω, το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου της ανακοπής αλυσιτελώς προβάλλεται κατόπιν της απόρριψης των παραπάνω σχετικών λόγων της ανακοπής. Σε κάθε δε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η τυχόν αποδοχή ως καταχρηστικού ενός ή περισσοτέρων όρων μιας σύμβασης δε συμπαρασύρει ipso iure σε ακυρότητα και την υπόλοιπη σύμβαση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει, με κάλυψη του κενού από συναφή διάταξη ενδοτικού δικαίου ή, εφόσον αυτή απουσιάζει, με την εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα των συμβάσεων του άρθρου 200 ΑΚ (βλ. ΕφΑθ 9315/2003 αδημ., Β. Δούβλη, Ο δικαστικός έλεγχος λειτουργίας των ΓΟΣ στις τραπεζικές συναλλαγές, ΕΤρΑξΧρΔ 1999, σελ. 12 και 16, Καράκωστα, Προστασία του Καταναλωτή, σ. 56).
Τέλος, από το άρθρο 924 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει, σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Επίσης, ούτε ο τρόπος υπολογισμού των οφειλομένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από τον νόμο, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. ΑΠ 734/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41, σελ. 80, ΕφΑθ 2838/2002 ΕλλΔνη 43, σελ. 1460). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δέκατο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της από 27-2-2018 επιταγής προς πληρωμή, λόγω του ότι δεν αναγράφεται το ποσό των επιτασσόμενων τόκων, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού αυτών. Ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθώς δεν απαιτείται ο προσδιορισμός αυτός στην επιταγή, αφού το ποσό των οφειλόμενων τόκων μπορεί να βρεθεί με μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού του τόκου και του χρονικού διαστήματος έως τη σύνταξη της επιταγής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί ως προς όλους τους λόγους της και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 § 1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή κατά της υπ’ αριθμό ……./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού και της κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου αυτής από 27-2-2018 επιταγής προς εκτέλεση.
Επικυρώνει την προαναφερόμενη υπ’ αριθμό ……./2018 διαταγή πληρωμής.
Επιβάλλει σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 18 Φεβρουαρίου 2021 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ