Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

   

Αριθμός Απόφασης: 320/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 10442/5258/2019)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του, δυνάμει του από 18.2.2020 πληρεξούσιου εγγράφου (άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), Γαρουφαλιά Δάρρα του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΠ 3407), κάτοικος … που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 11.2.2020 πληρεξούσιου εγγράφου (άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ), Αμαλία Κορατζάνη του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 32869), κάτοικος … που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/21.2.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 24.10.2019 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 10442/15.11.2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 5258/15.11.2019, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 7.9.2020 Πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, η υπόθεση συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝαυτΔ 2004.3), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2247/2009 ό.π). Εξάλλου, από το άρθρο 922 ΑΚ, που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτους όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Ειδικότερα, για την ευθύνη του προστηθέντος απαιτείται η πράξη του να μην είναι άσχετη ή ξένη, αλλά να βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής επενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξεως. Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα, την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα, και αν ακόμη προήλθαν επ’ ευκαιρία της εκτελέσεως της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των διαταγών ή οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, η οποία προήλθε από τη δυνατότητα που παρέσχε η πρόστηση στον προστηθέντα προς χρησιμοποίηση για άλλον σκοπό των μέσων που του διατέθηκαν για την εκτέλεση της υπηρεσίας του (ΑΠ 651 /2001 Αρμ 2001.1475, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 1985.607, ΕφΑθ 2909/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν ευθύνεται όμως ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς του λόγους, άσχετους με την υπηρεσία που του ανατέθηκε, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 957/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β΄ του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις ανωτέρω γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 864/2009 ΕΝαυτΔ 2009.184, ΑΠ 1711 /2008 ΕΕμπΔ 2009.875, ΑΠ 380/2008 ό.π., ΕφΑιγ 87/2017, ΕφΠειρ 53/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου, από 1.1.2016), «Ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής». Έτσι, δυνάμει του άρθρου αυτού, δόθηκε πλέον, από 1.1.2016, η δυνατότητα στο δανειστή να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, καθώς και συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου, και με βάση οριστική απόφαση και όχι μόνο με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, όπως ίσχυε έως την τροποποίηση του νόμου. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, αρκεί, κατά το γράμμα της, αλλά και την τελολογία της, η έκδοση μίας απλώς οριστικής δικαστικής απόφασης, και ως τέτοια νοείται, κατά μία άποψη, μόνο η καταψηφιστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως η τελευταία να έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Ειδικότερα, σκοπός της διάταξης του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία συνεπάγεται ως παρεπόμενη συνέπεια για την οριστική απόφαση που δεν έχει καταστεί ακόμη τελεσίδικη, επερχόμενη απευθείας από το νόμο, μετά τη θέση σε ισχύ (την 1.1.2016) του ως άνω νέου άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, τη χορήγηση δυνατότητας επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης ή εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης, είναι η αποτελεσματική διασφάλιση των απαιτήσεων του δανειστή, ο οποίος, έπειτα από τη διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης, στην οποία μάλιστα κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του οφειλέτη, σε αντίθεση με τη διαταγή πληρωμής (που δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή), επιτυγχάνει την έκδοση οριστικής απόφασης που επιδικάζει τις απαιτήσεις του (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, υπό στοιχ. VI, αριθμ. 11). Αν απορρίφθηκε το αίτημα να κηρυχθεί η οριστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή (ή αν δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα), δεν θίγεται η δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης (ή επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης) με βάση την απόφαση αυτή, καθόσον η απόρριψη του αιτήματος τούτου εμποδίζει μεν την ικανοποίηση, μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, της επίδικης απαίτησης, δεν εμποδίζει, όμως, τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως είναι η προσημείωση υποθήκης και η συντηρητική κατάσχεση. Οι προϋποθέσεις κήρυξης απόφασης προσωρινά εκτελεστής (άρθρα 907 – 911 ΚΠολΔ) δεν ταυτίζονται με τη βασική προϋπόθεση επιβολής των εν λόγω ασφαλιστικών μέτρων που είναι ο επικείμενος κίνδυνος. Εξάλλου, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και η συντηρητική κατάσχεση, ως ασφαλιστικά μέτρα, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβλήθηκαν, αποτελούν μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας του δανειστή, για την εξασφάλιση ή διατήρηση χρηματικής απαίτησής του, αν ληφθεί υπόψη η καθυστερημένη οπωσδήποτε οριστική του προστασία και η, εξαιτίας τούτου, ύπαρξη κινδύνου αποξένωσης του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, με αποτέλεσμα την αδυναμία του δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση όταν θα έχει αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, επιτρέπονται δε, εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις για τη λήψη τους (άρθρα 682 παρ. 1, 690 επ. ΚΠολΔ) (ΑΠ 251/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τη συντηρητική κατάσχεση ειδικότερα, δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για να εξασφαλιστεί με αναγκαστική εκτέλεση επ’ αυτών η ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, όταν εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο. Η δέσμευση είναι τόσο υλική (716- 718) όσο και νομική (715). Επίσης, δεν πρέπει να παροράται ότι στη συντηρητική κατάσχεση δεν υφίσταται προδικασία, γιατί σ’ αυτήν προέχει η ταχύτητα της διαδικασίας και ο αιφνιδιασμός του οφειλέτη. Προϋπόθεση για τη λήψη γενικώς του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης είναι η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου, που πρέπει να αποτραπεί και ως τέτοιος νοείται ο κίνδυνος να ματαιωθεί τελικά η ικανοποίηση της κρίσιμης απαίτησης του δανειστή, είτε διότι μέχρις ότου η απαίτηση του δανειστή εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, ο οφειλέτης θα έχει αποξενωθεί από τη διαθέσιμη περιουσία του, είτε διότι θα έχει βλάψει, αλλοιώσει και γενικώς αποκρύψει τα περιουσιακά του στοιχεία, είτε τέλος διότι τα περιουσιακά του στοιχεία θα έχουν επιβαρυνθεί με δικαιώματα υπέρ τρίτων. Συνεπώς, η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη δεν δικαιολογεί μόνη αυτή τη συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αφού ανάγκη εξασφαλίσεως της απαιτήσεως του δανειστή δεν δημιουργείται όταν ο οφειλέτης είναι κάτοχος μικρής περιουσίας, αλλά όταν υφίσταται κίνδυνος εκποιήσεως, αποκρύψεως, επιβαρύνσεως και γενικώς βλάβης της περιουσίας του. Απαιτείται, όπως και στα λοιπά ασφαλιστικά μέτρα, επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση (ΜονΕφΛαρ 6/2019 ΕλλΔνη 2019.173). Τέλος, με το άρθρο 709 ΚΠολΔ ορίστηκε ότι η συντηρητική κατάσχεση πλοίου μπορεί να γίνει μόνο αν στην απόφαση αναφέρεται ειδικά το πλοίο επί του οποίου πρόκειται να επιβληθεί. Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία διατάσσεται συντηρητική κατάσχεση πλοίου, με τη νομική έννοια του όρου, την οποία δίδει το άρθρο 1 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, πρέπει να αναφέρεται ρητά και ειδικά το κατασχετέο πλοίο, όχι δε να ορίζεται γενικά ότι επιτρέπεται η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Η παραπάνω εξειδίκευση απαιτείται και όταν η κατάσχεση αφορά την ψιλή κυριότητα, ιδανικό μερίδιο ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω στο πλοίο. Κατ’ ακολουθίαν του πιο πάνω κανόνα η συντηρητική κατάσχεση πλοίου ή εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε στα χέρια τρίτου δεν συγχωρείται να επιβληθεί με βάση την κατά το άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ οριστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, ενόψει του ότι δεν εξατομικεύεται εκεί το πλοίο στο οποίο μπορεί να επιβληθεί συντηρητική κατάσχεση [βλ. ΜΠρΠειρ 20/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Ιω. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα (ερμηνεία – νομολογία – υποδείγματα), 2η έκδ., σελ. 218 παρ. 155-156, σελ. 226 παρ. 178, σελ. 240 παρ. 217]. ΙΙΙ. Επειδή, περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι κατά τη συζήτηση της κύριας υποθέσεως είναι δυνατόν, υπό τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 682 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, να υποβληθεί από κάποιο διάδικο αίτηση για λήψη ασφαλιστικού μέτρου. Προϋπόθεση ειδικότερα λήψεως κάθε ασφαλιστικού μέτρου είναι η πιθανολόγηση επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας ανάγκης (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), οπότε τα Δικαστήρια μπορούν να διατάξουν ως ασφαλιστικό μέτρο οτιδήποτε από τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση τους πρόσφορο μέτρο για εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος του αιτούντος (ΠΠρΑθ 100/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω αίτηση διαφέρει απ’ αυτήν που προβλέπει το άρθρο 697 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι στη δεύτερη περίπτωση το Δικαστήριο, που είναι αρμόδιο για την κύρια υπόθεση όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία, έχει την εξουσία να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση που ήδη διέταξε ασφαλιστικά μέτρα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ, στα ασφαλιστικά μέτρα η απόφαση έχει προσωρινή ισχύ και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απορριπτική και μόνον απόφαση που εκδόθηκε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εξοπλίζεται με τελεσιδικία και δεν μπορεί ν’ ανακληθεί σε καμιά περίπτωση. Έτσι, η νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν θα είναι παραδεκτή, παρά μόνον αν δεν στηρίζεται στην ίδια ιστορική αιτία, δηλαδή αν επικαλείται νέα (οψιγενή) περιστατικά, όπως επίσης όταν έχει ως αντικείμενο άλλο διαπλαστικό δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. ΠΠρΘεσ 14712/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπές στη θεωρία). Ειδικότερα, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 επ., 693, 695, 696, 697, 699 επ., 321, 322, 324, 330, 331 και 332 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενη απόφαση παράγει δεδικασμένο, το οποίο εμποδίζει καταρχήν την κατά την ίδια διαδικασία εκ νέου εξέταση της διαφοράς που κρίθηκε ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, πλην όμως η ισχύς του είναι προσωρινή (προσωρινό δεδικασμένο), διότι ναι μεν δεσμεύει, λαμβανομένου υπόψη και αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί επί νεότερης αίτησης λήψης του ιδίου ή διαφορετικού ασφαλιστικού μέτρου για την ίδια διαφορά, υπό την έννοια του ιδίου πιθανολογούμενου δικαιώματος, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, αλλά δεν δεσμεύει και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, κατά την εκδίκαση της οποίας είναι δυνατή η εκφορά διαφορετικής κρίσης από εκείνη η οποία οδήγησε στη διά της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων ρύθμιση. Αντικείμενο δε του δεδικασμένου της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η διάγνωση του διαπλαστικού δικαιώματος του αιτούντος για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, την οποία ο αιτών δεν δύναται παραδεκτώς να ζητήσει εκ νέου παρά μόνο αν δεν υπάρξει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας ή δικαιώματος ή διαδίκων, το οποίο συμβαίνει εάν υπάρξει επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων, όταν δηλ. πρόκειται για μεταγενέστερα (οψιγενή) γεγονότα ή για μεταβολή των πραγμάτων ή για προϋφιστάμενα μεν γεγονότα, τα οποία όμως δεν προβλήθηκαν λόγω συγγνωστής αδυναμίας των διαδίκων, οπότε κατ’ εξαίρεση η ισχύς του προσωρινού δεδικασμένου κάμπτεται (ΜΠρΠατρ 649/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 184/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, όπου και εκτενείς παραπομπές στη νομολογία και θεωρία). IV. Από τις διατάξεις των άρθ. 1, 2 παρ. 1 περ. α΄, 16 παρ. 1 και 2 περ. α΄ και β΄, 19 παρ. 1 και 38 παρ. 6 του Ν. 2859/2000 – ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΠΑ, οι οποίες ως ειδικές, υπερισχύουν αυτών του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση συμβάσεως έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής (για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά ΦΠΑ, ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σ’ αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του), εφόσον ο εργολάβος προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σε αυτά ΦΠΑ στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον επιδιώξει από αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικώς, εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, ο εργολάβος δεν μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη τον ΦΠΑ που αναλογεί στην αμοιβή του, εφόσον δεν τήρησε τις ως άνω νόμιμες διατυπώσεις, με την έκδοση των σχετικών τιμολογίων, στα οποία περιέχεται ο ΦΠΑ που αντιστοιχεί σ’ αυτά, καθόσον σκοπός των παραπάνω διατάξεων που θεσπίζονται με το νόμο αυτό, είναι η διασφάλιση της αποδόσεως στο δημόσιο του προβλεπόμενου από αυτές φόρου (ΦΠΑ), τον οποίο διαφορετικά θα καρπωθεί ο ίδιος ο εργολάβος με την αρνητική δήλωση του άρθρου 38 παρ. 6 του πιο πάνω νόμου. Έτσι, καταβολή ΦΠΑ εκ μέρους του εργοδότη νοείται μόνο για το ποσό της αμοιβής του εργολάβου για το οποίο εκδόθηκαν τιμολόγια παροχής υπηρεσιών ή θεωρημένες αποδείξεις από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ο ζημιωθείς από αδικοπραξία δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση λόγω δαπανών επιδιόρθωσης πράγματος που καταστράφηκε χωρίς να τις έχει καταβάλει ακόμα, αφού σε περίπτωση βλάβης σε πράγματα δεν είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί προηγουμένως η ζημία και να γίνει επισκευή του πράγματος που εβλάβη (Κρητικός Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, τ. 1, 5η έκδ. 2019 σελ. 264 και 720). Σε αυτήν την περίπτωση, το αίτημα καταβολής του ΦΠΑ δεν είναι νόμω αβάσιμο, αλλά πρόωρα ασκηθέν (άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ) και δύναται να επιδικαστεί κατά το άρθρο 69 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, το οποίο καλύπτει και την αναγνωριστική αγωγή [Κεραμεύς/Κονδύλης/(-Νίκας) ΚΠολΔ Ι (2000) 69 αριθ. 8], ήτοι μόνο υπό τον όρο έκδοσης τιμολογίου ή ισοδύναμου νόμιμου φορολογικού παραστατικού από τον επιτηδευματία όπου ο ενάγων επιδιόρθωσε το όχημα ή αγόρασε καινούριο, οπότε η αναγκαστική εκτέλεση για το κονδύλιο του ΦΠΑ θα λάβει χώρα κατά το άρθρο 915 ΚΠολΔ. Η αρχή της δίκαιης δίκης και ειδικότερα της οικονομίας της δίκης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) επιτάσσει να μην επιβαρυνθεί ο ζημιωθείς, υποχρεούμενος είτε σε προκαταβολή των δαπανών επιδιόρθωσης είτε σε άσκηση δεύτερης αγωγής, προκειμένου να του επιδικαστεί το κονδύλιο του ΦΠΑ.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις 11.7.2019 το υπό πλοιοκτησία της εναγόμενης πλοίο «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …, κοχ 124,92, από υπαιτιότητα του Πλοιάρχου του και κάτω από τις περιγραφόμενες σ’ αυτή (αγωγή) ειδικότερες συνθήκες, προσέκρουσε με την πλώρη του στη δεξιά περίφραξη του ναυπηγείου που αυτός διατηρεί στο … Αττικής, προκαλώντας του εκτεταμένες ζημιές, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το συνολικό ποσό των 8.184 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%, ποσού 1.584,00 ευρώ. Ότι για την αξίωσή του αυτή δικαιούται κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση σε βάρος του ανωτέρω πλοίου, δυνάμει της παρούσας απόφασης, για τη φύλαξη του οποίου θ’ απασχολήσει, ως υποχρεούται εκ του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/2000, φύλακα, επιβαρυνόμενος με την αμοιβή του, ανερχόμενη, μέχρι την τελεσιδικία της παρούσας, στο συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ, όπως αναλύεται στην αγωγή. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 8.184 ευρώ και, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού εν μέρει του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις που υπέβαλε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 β ΚΠολΔ), ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να τού καταβάλει το συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να διαταχθεί, προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 724 ΚΠολΔ, η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω επαγγελματικού πλοίου πλοιοκτησίας της εναγόμενης Ε/Π – Τ/Ρ «…», νηολογίο….., υπ’ αριθ. …, κοχ 124,92, κκχ 83,94, ολικού μήκους 29,30 μ., καθώς και να καταδικασθεί η τελευταία στη δικαστική δαπάνη του. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, που επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/19.11.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9, 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β δ του Ν. 2172/1993, που καθιερώνει τη λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, καθόσον περιέχει όλα τ’ απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική θεμελίωσή της, τα οποία εκτίθενται με σαφήνεια. Σύμφωνα, ωστόσο, με την υπό στοιχ. ΙV. μείζονα πρόταση, το αίτημα άμεσης και άνευ όρων υποχρέωσης καταβολής ΦΠΑ, ποσού 1.584 ευρώ, είναι απαράδεκτο ως πρόωρα ασκηθέν, καθώς είναι δυνατό μόνο υπό τον όρο έκδοσης τιμολογίου ή ισοδύναμου νόμιμου φορολογικού παραστατικού. Είναι δε νόμιμη, κατά την κύρια εξ αδικοπραξίας βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914, 922, 340, 345, 346 ΑΚ, 84, 105, 40 ΚΙΝΔ, 104, 113, 225 παρ. 1 και 3 ΚΔΝΔ, σε συνδυασμό με τους υπ’ αριθ. 5, 6, 8 Κανόνες της Συμβάσεως του Λονδίνου (1972) περί αποφυγής συγκρούσεων στη θάλασσα, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 93/1974, και 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Το αίτημα, περαιτέρω, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του κατονομαζόμενου πλοίου της εναγόμενης, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον η διάταξη αυτή, όπως τροποποιηθείσα ισχύει, επιτρέπει τη δυνάμει οριστικής καταψηφιστικής απόφασης, όπως και διαταγής πληρωμής, επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης για το ποσό που επιδικάζεται με αυτήν, χωρίς την υποβολή με την κρινόμενη εκάστοτε αγωγή συγκεκριμένου τέτοιου αιτήματος από τον ενάγοντα. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δεν επιτρέπεται η δυνάμει της διάταξης αυτής επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επί πλοίου, καθόσον δεν παρέχεται δυνατότητα εξατομίκευσης αυτού στην οριστική απόφαση, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 709 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη νομική σκέψη ΙΙ. της παρούσας. Η, προς τον σκοπό εφαρμογής και στην κρινόμενη περίπτωση του άρθρου 724 ΚΠολΔ, ρητή αναφορά στο ένδικο πλοίο και στην επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επ’ αυτού με ειδική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο. Η αίτηση επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, άλλωστε, εισάγεται αυτοτελώς κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682 επ., 707 επ. ΚΠολΔ. Εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το αίτημα συντηρητικής κατάσχεσης, στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο δικάζει την κύρια υπόθεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 2 ΚΠολΔ, τούτο τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο, σύμφωνα με την υπό στοιχ. ΙΙΙ. νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον, πέραν του ότι δεν γίνεται επίκληση του επικείμενου κίνδυνου ή / και της επείγουσας περίπτωσης για τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, προσκρούει στο προσωρινό δεδικασμένο που πηγάζει από την υπ’ αριθ. 1459/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την από 31.7.2019 υπ’ αριθ. κατάθεσης 7212/1544/2019, όμοια κατά την ιστορική αιτία, αίτηση του ενάγοντος, με αντικείμενο την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εναγόμενης και δη του ανωτέρω περιγραφόμενου πλοίου έως του ποσού των 80.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησής του, απέρριψε την αίτηση κατ’ ουσίαν, διότι δεν πιθανολογήθηκε η ύπαρξη επικείμενου κίνδυνου ή επείγουσας περίπτωσης που να δικαιολογεί τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου. Συνακόλουθα, απορριπτέο καθίσταται ως άνευ αντικειμένου το αίτημα αναγνώρισης της οφειλής της εναγόμενης για την αμοιβή του προσληφθησόμενου από τον ενάγοντα φύλακα του πλοίου, μετά την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επ’ αυτού (άρθρα 1 π.δ. 280/2000, 69 παρ. 1 δ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η επικουρική και η όλως επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζονται στις διατάξεις του ΚΙΝΔ, τυγχάνουν νόμω αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον, εν προκειμένω, κατά τα ιστορούμενα, πρόκειται για πρόσκρουση σε σταθερό αντικείμενο (εγκαταστάσεις ναυπηγείου), με συνέπεια να τυγχάνουν εφαρμοστέες οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες του ΚΔΝΔ και όχι εκείνες των άρθρων 235 επ. ΚΙΝΔ, οι οποίες τυγχάνουν προκριτέες επί συγκρούσεως πλοίων (βλ. Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, υπό το άρθρο 235 σελ. 620-621). Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων περί συγκρούσεως πλοίων (ΚΙΝΔ 235 επ.) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επέρχονται ζημιογόνες συνέπειες σε πλοία συνεπεία εσφαλμένων χειρισμών ενός ή περισσότερων υπαιτίων ως εμπλεκόμενων σε σύγκρουση πλοίων χωρίς αυτά να έρχονται σε υλική επαφή ή στην περίπτωση πρόσκρουσης σε αγκυροβόλιο ή μαρίνα συνεπεία κυματισμού από άλλο πλοίο, όπου ανακύπτει πράγματι εφαρμογή των σχετικών διατάξεων ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΜΠρΚω 1664/2005, ΜΠρΠειρ 227/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως προκύπτει από το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 9.3.2020 αποδεικτικό πληρωμής internet banking της «…», ενώ για το αίτημά της που τράπηκε σε αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ. άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 4640/30.11.2019).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε αντίθεση με τα κρατούντα στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 373/2010, ΑΠ 353/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα, αλλ’ απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν, εξέρχεται των επιβαλλομένων ορίων του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 646/2010, ΑΠ 674/2009, ΑΠ 90/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, η εναγόμενη προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, επικαλούμενη ότι εκείνος ασκεί την ένδικη αγωγή σε βάρος της αν και γνωρίζει ότι δεν ευθύνεται για τον χειρισμό του πλοίου, καθόσον το πλήρωμά του κινήθηκε αυτοβούλως, κατόπιν έντονων πιέσεων από τους υπαλλήλους του παρακείμενου ναυπηγείου. Πλην όμως τα περιστατικά αυτά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνουν ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος (άρθρο 281 ΑΚ), αλλά συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 1799/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η εν λόγω ένσταση τυγχάνει νόμω αβάσιμη και απορριπτέα.

Από τη με αριθμό …/24.2.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/19.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …, με την κάτωθι αυτής ταυθήμερη απόδειξη παράδοσης του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Καμινίων και την από 20.2.2020 βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής έγγραφης ειδοποίησης), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθ. …/3.3.2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος … και της …), που λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κελτεμλίδου και την οποία απαραδέκτως προσκομίζει με την προσθήκη της η εναγόμενη, κατ’ άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού ελήφθη μετά την προθεσμία κατάθεσης των αποδεικτικών μέσων με τις προτάσεις και δεν αφορά σ’ αντίκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού που διατύπωσε με τις προτάσεις του ο ενάγων (άρθρο 237 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 543/2014, ΠΠρΘεσ 12566/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων δραστηριοποιείται επί σειρά ετών στον τομέα διενέργειας ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, διατηρώντας ατομική επιχείρηση ναυπηγείου στο … Πειραιά με τον διακριτικό τίτλο «…». Η εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…» του Ν. 3182/2003 είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου Ε/Π-Τ/Ρ με το όνομα «…» (“…”), νηολογίου …. υπ’ αριθ. …, κ.ο.χ. 124,92, κ.κ.χ. 83,94, ολικού μήκους 29,30 μ. Την 11.7.2019 το πλοίο της εναγόμενης βρισκόταν πλαγιοδετημένο στον θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του παρακείμενου στο ναυπηγείο του ενάγοντος ναυπηγείου της εταιρείας με την επωνυμία «…», όπου διενεργούνταν επισκευές. Περί ώρα 10.25΄ π.μ. της ίδιας παραπάνω ημέρας, με επικρατούντες Δ-ΒΔ ανέμους εντάσεως 4-5 BF, το ανωτέρω πλοίο της εναγόμενης άρχισε να κινείται, προκειμένου να αλλάξει θέση ελλιμενισμού, από τον θαλάσσιο χώρο μπροστά στα ναυπηγεία της εταιρείας «…» σε πλαϊνό χώρο. Κατά τη διάρκεια όμως των χειρισμών αυτών του Πλοιάρχου του, προσέκρουσε με την πλώρη του στη δεξιά περίφραξη του ναυπηγείου του ενάγοντος (κοιτώντας από στεριά προς θάλασσα), με αποτέλεσμα να προκαλέσει στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου του ενάγοντος υλικές ζημίες μικράς εκτάσεως. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την από Ιουλίου 2019 τεχνική έκθεση του πραγματογνώμονος του ενάγοντος …, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους και μη αμφισβητούμενες ως προς τη γνησιότητά τους φωτογραφίες, προκλήθηκαν οι εξής ζημίες: α. Παραμόρφωση κόντρα ενισχυτικού μεταλλικού χωρίσματος (γωνιά 100×100×1700×8), για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 600,00 ευρώ, β. Παραμόρφωση κάθετου ενισχυτικού μεταλλικού χωρίσματος (γωνιά 100×100×2000×8), για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 600,00 ευρώ, γ. Μετακίνηση και Παραμόρφωση ελάσματος (διαστάσεων 2000×4000×8) μεταλλικού χωρίσματος, για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 1.800 ευρώ, δ. Αχρήστευση μεταλλικών ρελιών σε μήκος 8 περίπου μέτρων που αποτελούνται από τρεις (3) σειρές μπάρα μασίφ Φ20 και στάτες 40×40×1000 τεμ. 5, για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 800,00 ευρώ, ε. Ανατροπή υπερυψωμένης μεταλλικής δεξαμενής διαστάσεων 1250×1250×2500, για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 900,00 ευρώ, στ. Ανατροπή και μετατόπιση 2 αγκυρών που ήταν αποθηκευμένες στο τσιμεντένιο μπλοκ το οποίο βρισκόταν στην άκρη του μώλου (περίπου 3 τόνων εκάστη), για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 800,00 ευρώ, ζ. Ανατροπή μικρού γερανού που ήταν αποθηκευμένος έμπροσθεν των ρελιών, για την αποκατάσταση της οποίας θ’ απαιτηθεί το συνολικό ποσό των 800,00 ευρώ. Επομένως, συνολικά για την αποκατάσταση των ως άνω ζημιών θ’ απαιτηθεί το ποσό των 6.300 ευρώ, πλέον της αμοιβής μηχανικού, ποσού 300,00 ευρώ, ήτοι 6.600,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Μετά το συμβάν, κατόπιν τηλεφωνικής ενημέρωσης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά – Δ΄ Λιμενικό Τμήμα Περάματος, στο σημείο μετέβη προσωπικό της εν λόγω υπηρεσίας και κατέγραψε σχετική δήλωση του Πλοιάρχου, σύμφωνα με τον οποίο «κατά τη διάρκεια χειρισμών για αλλαγή θέσης ελλιμενισμού από το θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του Ναυπηγείου της “…” σε πλαϊνό χώρο αυτού και κατά την προσέγγιση του σκάφους στο νέο σημείο πρόσδεσης δεν έπιασε το “ανάποδα” και, λόγω κακής συνεννόησης / συνεργασίας με το ρυμουλκό που είχε προσεγγίσει για συνδρομή, είχε σαν αποτέλεσμα αυτό να προσκρούσει με την πλώρη στην περίφραξη του παρακείμενου ναυπηγείου [του ενάγοντος]». Συγκεκριμένα, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι η πρόσκρουση οφειλόταν αποκλειστικά σε εσφαλμένους χειρισμούς του πλοιάρχου του «…», προστηθέντος της εναγόμενης, ο οποίος δεν επέδειξε την επιβαλλόμενη κατά τη διακυβέρνηση πλοίου επιμέλεια, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, όπως θα έπραττε κάθε άλλος μέσος συνετός πλοίαρχος που θα βρισκόταν κάτω από παρόμοιες με αυτόν συνθήκες και τούτο διότι δεν είχε τεταμένη την προσοχή του στη διακυβέρνηση του πλοίου του και δεν τηρούσε την πρέπουσα οπτική και ακουστική επιτήρηση, ούτως ώστε να έχει εκτίμηση της κατάστασης και του κινδύνου πρόσκρουσης, ενώ επιπροσθέτως δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την εσφαλμένη πορεία του ώστε να πραγματοποιήσει διορθωτικό αυτής ελιγμό ή, σε κάθε περίπτωση, να ακινητοποιήσει τελείως το πλοίο του, ακολουθώντας τους αντίστοιχους κανόνες που επιβάλλει η ναυτική τέχνη και εμπειρία, όπως όφειλε και μπορούσε να πράξει προκειμένου ν’ αποφύγει την πρόσκρουση επί των εγκαταστάσεων του ενάγοντος, συνεργαζόμενος σε κάθε περίπτωση αποτελεσματικά με το ρυμουλκό που είχε προσεγγίσει για να συνδράμει κατά την αλλαγή θέσης ελλιμενισμού του πλοίου. Ενήργησε, επομένως, κατά παράβαση των καθηκόντων όπως προβλέπονται στο άρθρο 113 ΚΔΝΔ, που καθιερώνει τη γενική ευθύνη του για τη διακυβέρνηση του πλοίου, τηρώντας τους κανονισμούς προς αποφυγή συγκρούσεως και τις στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας εν γένει αναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με τον Κανόνα 2 της από 20.10.1972 Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου «περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν τη θαλάσση», που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 93/1974 και τέθηκε σε ισχύ με το Π.Δ. 94/1977, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, που προβλέπει ευθύνη του πλοιάρχου για οποιαδήποτε αμέλεια ως προς τη συμμόρφωση προς τους Κανόνες αυτούς και τη λήψη οποιωνδήποτε προληπτικών μέτρων που υπαγορεύει η κοινή εμπειρία ή οι ειδικές συνθήκες της περιστάσεως προς αποφυγή των κινδύνων ναυσιπλοΐας και συγκρούσεως, αλλά και κατά παράβαση των ειδικότερων Κανόνων 5 (look-out), 6 (ασφαλής ταχύτητα) και 8 περ. α και ε (αναλογικά εφαρμοζόμενου) της ως άνω Σύμβασης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι δεν ευθύνεται για τη ζημία του ενάγοντος, καθόσον ο Πλοίαρχος ενήργησε αυτοβούλως κατόπιν επανειλημμένων πιέσεων του ναυπηγείου «…», χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως τον νόμιμο εκπρόσωπο ή οποιονδήποτε αρμόδιο υπάλληλο της πλοιοκτήτριας εταιρείας, και μάλιστα με τη συνδρομή ενός ρυμουλκού αντί δύο, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, η πρόσκρουση του πλοίου της εναγόμενης στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου του ενάγοντος τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με την υπηρεσία του πλοιάρχου – προστηθέντος της εναγόμενης, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει, ανεξαρτήτως τυχόν υπερβάσεως ή καταχρήσεως της εξουσίας που του είχε ανατεθεί, σύμφωνα και με την υπό στοιχ. Ι. νομική σκέψη της παρούσας. Η αντικειμενική ευθύνη της εναγόμενης ανακύπτει λόγω των προαναφερθεισών παράνομων πράξεων και παραλείψεων του πλοιάρχου, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, ο οποίος δεν προέβη στους απαιτούμενους χειρισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του πλοίου που κυβερνούσε και στο οποίο δεν είχαν ολοκληρωθεί οι διενεργούμενες επισκευές, καθώς και την ύπαρξη παραπλεύρως των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου του ενάγοντος. Το γεγονός δε ότι μεταξύ της εναγόμενης και του πλοιάρχου δεν είχε εισέτι υπογραφεί σύμβαση ναυτολογήσεως του τελευταίου δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αυτός ευρισκόταν ήδη στο πλοίο και είχε αναλάβει υπηρεσία, επιβλέποντας τις εργασίες επισκευής για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας και αναμένοντας την ολοκλήρωσή τους για τον απόπλου του σκάφους. Επομένως, η εναγόμενη ευθύνεται για την αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος, ο οποίος, σημειωτέον, είχε αποστείλει διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του στην πράκτορα της εναγόμενης «…» μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την οποία ζητούσε να τού καταβάλει το αναφερόμενο σ’ αυτήν ποσό, πλην όμως ουδέν κατεβλήθη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.600,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγόμενης (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1 i α και 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων (6.600,00) ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ