Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

NEA ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

           413 / 2021     

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 7319 / 3433 /30-9 -2020 κλήση)

 (Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :975/421 /29-1-2018  αγωγή)

 (Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 3347/1464/23-3-2018  ανταγωγή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 26η Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εναγομένου – αντενάγοντος: …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος του Βασιλική Δελαρου (Α.Μ. ΔΣΑ : …) και παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της από 25-1-2021 δηλώσεως της ίδιας πληρεξουσίας δικηγόρου του  κατ’άρθρο 242  ΚΠολΔ.

Του καθ’ ου η κλήση – ενάγοντος – αντεναγομένου: … γερμανικού διαβατηρίου, κατοίκου ………, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος του Γαρυφαλλιά Δάρρα (Α.Μ. ΔΣΠ :… και παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της ίδιας πληρεξουσίας δικηγόρου.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : . :975/421 /29-1-2018  αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10ης-10-2018, ότε και συζητήθηκε συνεκδικαζομένη με την από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 3347/1464/23-3-2018  ανταγωγή του εναγομένου από το παρόν Δικαστήριο , το οποίο με την υπ’αριθμ. 5425/2018 παραπεμπτική του απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση να εκδικασθεί από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Ο αντενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 3347/1464/23-3-2018  ανταγωγή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10ης-10-2018, ότε και συζητήθηκε  συνεκδικαζομένη με την από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : . :975/421 /29-1-2018  αγωγή του αντεναγομένου από το παρόν Δικαστήριο το οποίο, με την υπ’αριθμ 5425/2018 παραπεμπτική του απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση να εκδικασθεί, από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Με την από 30-1-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 891/452/31-1-2019 κλήση του εναγομένου-αντενάγοντος, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, η προαναφερόμενη αγωγή και αγωγή προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο της 22ας -10-2019, ότε και συζητήθηκαν συνεκδικαζόμενες και εξεδόθη η υπ’αριθμ. 144/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ανεβλήθη η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη η επανάληψη της δίκης προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη με την επιμέλεια οποιουδήποτε των διαδίκων. Μετά την έκδοση της υπ’αριθμόν … έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, η υπόθεση φέρεται εκ νέου προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 23-9-2020 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :  7319/3433/30-9-2020 κλήση του καλούντος-εναγομένου -αντενάγοντος, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 254 ΚΠολΔ για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρθηκε και ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους στις προτάσεις που προκατέθεσαν, τις οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Μετά την έκδοση της υπ’αριθμόν … έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, επαναφέρονται προς συζήτηση με την από 23-9-2020 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. :  7319/3433/30-9-2020 κλήση του καλούντος-εναγομένου-αντενάγοντος, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 254 ΚΠολΔ για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο , επεδόθη στον καθ’ού η κλήση –ενάγοντα-αντεναγόμενο δια του αντικλήτου του πληρεξουσίου δικηγόρου του (βλ. υπ’αριθμ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Β. Γ.Β.) και γράφτηκε στο πινάκιο: α) η από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : :975/421 /29-1-2018  αγωγή και β) η από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 3347/1464/23-3-2018  ανταγωγή, οι οποίες  προσδιορίστηκαν κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, για τη δικάσιμο της 10ης-10-2018, ότε και συζητήθηκαν  συνεκδικαζομένες από το παρόν Δικαστήριο το οποίο, με την υπ’αριθμ 5425/2018 παραπεμπτική του απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο, τις παρέπεμψε να εκδικασθούν από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Ακολούθως, με την από 30-1-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 891/452/31-1-2019 κλήση του εναγομένου-αντενάγοντος, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, η προαναφερόμενη αγωγή και αγωγή προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 22ας-10-2019 ότε και συζητήθηκαν συνεκδικαζόμενες και εξεδόθη η υπ’αριθμ. 144/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ανεβλήθη η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη η επανάληψη της δίκης προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη με την επιμέλεια οποιουδήποτε των διαδίκων, η οποία διενεργήθηκε κι ολοκληρώθηκε με την κατάθεση της συνταγείσας προς τούτο ως άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης.

Κατά το άρθρο 375 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Αντίγραφο της απόφασης που διορίζει ή αντικαθιστά πραγματογνώμονες κοινοποιείται μόλις δημοσιευθεί στους διαδίκους και τους πραγματογνώμονες με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου ή του δικαστή που την έχει εκδώσει». Η παράβαση της διάταξης του άρθρου 375 του ΚΠολΔ, δεν επιφέρει ως ποινή την ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης κατά τις περιπτώσεις 1 και 2 του αρθ. 159 του ίδιου Κώδικα, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αυτής η περίπτωση 3 αυτού, δηλαδή αν το δικαστήριο κρίνει ότι η παραβίαση αυτή προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Τέτοια ύπαρξη δικονομικής βλάβης έχει κριθεί ότι υπάρχει όταν ο διάδικος στερήθηκε τη δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο (ΑΠ 1065/1991, ΕλλΔνη 33,563, ΕφΘες 2281/2009 και ΕφΔωδ 135/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΛαρ 606/2002, Δικογραφία 2002, 486, ΕφΘεσ 1515/2001, Αρμ. 2002, 79 contra ΠΠρΑθ 2494/2002, Αρμ. 2003, 1656, με την οποία κρίθηκε ότι δεν συνιστά δικονομική βλάβη ο ισχυρισμός του διαδίκου, ότι λόγω της παράλειψης κοινοποίησης της απόφασης στερήθηκε της ευχέρειας να διορίσει ο ίδιος τεχνικούς συμβούλους, καθότι ο διορισμός τους είναι δυνατός και μετά την έναρξη διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης, η δε γνωστοποίηση της δικής τους θέσης μπορεί να γίνει και μετά την υποβολή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, πριν από την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης), ο διορισμός του οποίου μπορεί να γίνει και μετά την έναρξη διεξαγωγής αποδείξεων, δηλαδή και μετά την έκδοση και επίδοση της προδικαστικής απόφασης (ΕφΛαρ 606/2002, Δικογραφία 2002, 486, 108/2014 Ειρ ΡΟΔ). Μόνο, όμως ο μη διορισμός τεχνικού συμβούλου δεν αρκεί για να θεμελιώσει βλάβη, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 392 παρ.1 και 3 του ΚΠολΔ, ο διορισμός του μπορεί να γίνει και μετά την πραγματογνωμοσύνη έως τη συζήτηση της υπόθεσης και να αναπτύξει και τη γνώμη του για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου ή να την υποβάλει εγγράφως, να υποβάλει δε και ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 368 επ. του ΚΠολΔ για την πραγματογνωμοσύνη, δεν απορρέει υποχρέωση του πραγματογνώμονα να καλέσει τους διαδίκους να του προσκομίσουν στοιχεία. Απεναντίας, από τις διατάξεις των άρθρων 379 και 380 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση δίνει στους πραγματογνώμονες τις αναγκαίες οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και ότι οι πραγματογνώμονες μπορούν να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και με άδεια του δικαστηρίου να ζητήσουν, πριν συντάξουν τη γνωμοδότησή τους, διευκρινίσεις από τους διαδίκους ή πληροφορίες από τρίτους ή να καταρτίσουν σχέδια ή ιχνογραφήματα, να πάρουν φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις ή να κάνουν επιτόπιο εφαρμογή τίτλων ή τεχνικές ενέργειες ή να εξετάσουν έγγραφα ή βιβλία εμπόρων ή επαγγελματιών. Σε περίπτωση δε που οι πραγματογνώμονες είτε δεν ακολούθησαν τις οδηγίες είτε δεν έλαβαν υπόψη τα στοιχεία της δικογραφίας και παρά ταύτα σύνταξαν την έκθεσή τους, δεν δημιουργείται ακυρότητα ακόμη και αν υπάρχει βλάβη του διαδίκου, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 387 και 388 του ΚΠολΔ το δικαστήριο, από τη μία πλευρά εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως έχει εξουσία να μην της προσδώσει βαρύτητα, αν δεν ακολουθήθηκαν οι οδηγίες που δόθηκαν στους πραγματογνώμονες ή οι διευκρινίσεις των διαδίκων, και από την άλλη πλευρά έχει το δικαίωμα, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει είτε με αίτηση των διαδίκων είτε και αυτεπαγγέλτως νέα πραγματογνωμοσύνη ή επανάληψη ή συμπλήρωσή της από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες  (ΑΠ 624/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1588/1991 ΕλλΔνη 34.326 ).       Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 385 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «1. Πριν από κάθε ενέργεια οι πραγματογνώμονες ορκίζονται σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 408 ότι θα εκτελέσουν ευσυνειδήτως τα καθήκοντά τους.2. Η όρκιση των πραγματογνωμόνων γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του δικαστηρίου ή του δικαστή που ορίζεται από το πρώτο, και συντάσσεται έκθεση γι’ αυτήν.». Αυτονόητο είναι ότι η έκθεση πρέπει να περιέχει  τα στοιχεία του άρθρου 117 ΚΠολΔ. Από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «η όρκιση των πραγματογνωμόνων γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του δικαστηρίου ή του δικαστή που ορίζεται από το πρώτο, και συντάσσεται έκθεση γι` αυτήν», προκύπτει, ότι δεν απαιτείται η παράσταση των διαδίκων κατά την όρκιση του πραγματογνώμονα, ώστε να υπάρχει υποχρέωση κλητεύσεώς τους για το σκοπό αυτό και μάλιστα με ποινή ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης. Προκειμένου όμως να ορκιστεί ο πραγματογνώμονας ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να κατατεθεί σχετικό δικόγραφο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου από τον επιμελέστερο των διαδίκων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που θα επισπεύσει τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης ώστε  ακολούθως να εμφανιστεί ενώπιον αυτού στην προσδιορισθείσα δικάσιμο ο πραγματογνώμονας, να δώσει  τον σχετικό όρκο και να συνταχθεί η σχετική έκθεση-πρακτικό όρκισης. Σημειωτέον δε ότι με βάση την από τη διάταξη του άρθρου 108 ΚΠολΔ θεσπιζόμενη αρχή της προωθήσεως της δίκης από το ένα στάδιο στο άλλο με πρωτοβουλία των διαδίκων, απαγορεύεται, με την ποινή της ακυρότητας, η επίσπευση της συζητήσεως της υποθέσεως όταν δεν υπάρχει νόμιμη στάση δίκης, όπως όταν η υπόθεση ευρίσκεται στο στάδιο της διεξαγωγής των αποδείξεων και δεν είναι ώριμη προς περαιτέρω συζήτηση, όχι όμως και η από τον επιμελέστερο εκ των διαδίκων διενέργεια διαδικαστικών πράξεων στα πλαίσια των διατασσομένων από μια παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και εκείνη δια της οποίας διατάσσεται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά το άρθρο 270 αρ. 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 1241/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή δεν αντιβαίνει στην προαναφερόμενη αρχή η υπό του διαδίκου υποβολή αιτήσεως προς τον Εισηγητή για τον ορισμό τόπου και χρόνου της δόσεως του όρκου από τον πραγματογνώμονα προκειμένου να επακολουθήσει η διεξαγωγή της, κατά τα διατασσόμενα από την ως άνω απόφαση, αφού δεν επισπεύδεται η συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 2, 385 παρ. 1 και 408 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η μη όρκιση του πραγματογνώμονα πριν από τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης επιφέρει ακυρότητα της τελευταίας απαγγελλόμενη από το δικαστήριο και αφετέρου ότι η λήψη υπόψη τέτοιας άκυρης πραγματογνωμοσύνης που θεωρείται μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο δίδει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 περίπ. 11 του ίδιου Κώδικα (βλ. Κ. Μπέη, Η ανίσχυρη διαδικαστική πράξις σελ. 128-129, για τα αναλόγως δε κρατούντα σε περίπτωση μη όρκισης του μάρτυρα βλ. ΑΠ 11/1983 ΝοΒ 31.1367, πρβλ. και ΑΠ 658/1987 ΝοΒ 36.1423, ΟλΑΠ 1328/77 ΝοΒ 26.1048 ως προς την έννοια του μη επιτρεπομένου αποδεικτικού μέσου, ΕφΘες 2254/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου η άκυρη πραγματογνωμοσύνη ως άκυρο-μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο δε δύναται να ληφθεί υπόψην ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Είναι δε διαφορετικό ζήτημα το ότι η μη όρκιση του πραγματογνώμονα προ της κοινοποιήσεως της απόφασης του διορισμού δεν συνεπάγεται ακυρότητα (ΑΠ 1172/1997 ΕλΔ40/634).       Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΚΠολΔ, προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας νέας πραγματογνωμοσύνης και δη ότι «Το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, αν κρίνει πως υπάρχει λόγος, μπορεί ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη ή την επανάληψη ή τη συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 383 παρ.2,3 και 4 ΚΠολΔ σε περίπτωση διορισμού περισσότερων του ενός πραγματογνωμόνων ορίζεται ότι «2.Αν υπάρχουν περισσότεροι πραγματογνώμονες, ενεργούν όλες τις πράξεις που χρειάζονται για την πραγματογνωμοσύνη και καταρτίζουν τη γραπτή τους γνωμοδότηση από κοινού. Για το σκοπό αυτόν συνέρχονται, όταν τους καλεί οποιασδήποτε από αυτούς., 3. Η έγγραφη γνωμοδότηση πρέπει να αναφέρει τις ενέργειες των πραγματογνωμόνων και τη γνώμη καθενός αιτιολογημένη, και να υπογράφεται από αυτούς. Αν κάποιος ή κάποιοι από τους πραγματογνώμονες δεν παρουσιάζονται όταν γίνεται η πραγματογνωμοσύνη ή αρνούνται να υπογράψουν την έγγραφη γνωμοδότηση, αυτό σημειώνεται στη γνωμοδότηση.4. Η έγγραφη γνωμοδότηση κατατίθεται από τους πραγματογνώμονες ή από εκείνον που εξουσιοδότησαν γι’ αυτό στη γραμματεία του δικαστηρίου που τους διόρισε και συντάσσεται σχετική έκθεση. Αν η γνωμοδότηση κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που ενεργεί ύστερα από αίτηση ή παραγγελία ή του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο εντεταλμένος δικαστής, η έκθεση στέλνεται αμέσως στη γραμματεία του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση».

Εν προκειμένω ο καθ’ού η κλήση-ενάγων-αντεναγόμενος , με τις από 26-1-2021 προτάσεις του επικαλείται ότι πάσχει ακυρότητας η υπ’αριθμ. … έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Μ., Π. Ε.Ν.-Ε. Π. ,που συνετάγη κατόπιν της υπ’αριθμ 144/2020 μη οριστικής  απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου που την διέταξε και διόρισε τον ως άνω πραγματογνώμονα, διότι δεν επεδόθησαν –κοινοποιήθηκαν σε αυτόν (τον καθ’ού η κλήση) η ως άνω μη οριστική απόφαση και η αίτηση όρκισης του πραγματογνώμονα εκ μέρους του καλούντος –εναγομένου –αντενάγοντος κι ότι εκ του γεγονότος αυτού υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη καθώς δεν μπόρεσε να υποβάλει ένσταση εξαιρέσεως-αντικαταστάσεως του πραγματογνώμονα, του οποίου το γνωστικό αντικείμενο-ως επικαλείται-δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω εκθέτει ότι εκτός του ότι ο ως άνω πραγματογνώμονας δεν προκύπτει ότι ορκίστηκε  κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 385 ΚΠολΔ,το περιεχόμενο της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης γεννά υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος του (καθ’ού η κλήση) και για το λόγο αυτό αιτείται τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης κατά το άρθρο 388 ΚΠολΔ.Ο ισχυρισμός αυτός-ένσταση ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης είναι εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμος για τους κάτωθι λόγους : Όσον αφορά την επιλογή του διορισθέντος πραγματογνώμονα από το παρόν Δικαστήριο, δέον να αναφερθεί ότι επελέγη από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 372 ΚΠολΔ και ως επιθεωρητής πλοίων από τις ειδικότητες που υπάρχουν στον κατάλογο επελέγη ως ο σχετικότερος για την διενέργεια αυτής καθότι ειδικότητα για την βαφή πλοίων δεν εμπεριέχεται στον κατάλογο, ενώ δεν συνιστά λόγο εξαίρεσης κατά τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 376 ΚΠολΔ, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του καθ’ού η κλήση περί μη διορισμού εξειδικευμένου στις βαφές πλοίων πραγματογνώμονα, ειδικότητα που ως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθ’ού η κλήση. Περαιτέρω, ως προκύπτει από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα αρχεία της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου Πειραιώς), πράγματι  η υπ’αριθμ. 144/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου δεν επεδόθη στους διαδίκους επιμελεία της Γραμματείας ως ρητώς ορίστηκε στο διατακτικό της, πλην όμως ο πραγματογνώμων έλαβε γνώση αυτής και προσήλθε  στις 4-2-2020 στη Γραμματεία των Ασφαλιστικών Μέτρων και αφού γνωστοποίησε εγγράφως ότι παρέλαβε την υπ’αριθμ. 144/2020 μη οριστική απόφαση  αιτήθηκε την παράταση της προθεσμίας σύνταξης της σχετικής εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης μέχρι την 19η Απριλίου 2020, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό με την υπ’αριθμ. 173/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Όπως όμως αναφέρθηκε και στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, η παράλειψη αυτή δεν θα επέφερε άνευ άλλου ακυρότητα της σχετικής εκθέσεως. Άλλωστε  ουδεμία βλάβη υπέστη ο καθ’ού η κλήση-ενάγων-αντεναγόμενος από τη μη επίδοση της μη οριστικής απόφασης σε αυτόν, όπως αποδεικνύεται από τον διορισμό τεχνικού συμβούλου και την σύνταξη και προσκόμιση από τον ίδιο της υπ’αριθμ. … τεχνικής έκθεσης του Δ. Σ., Ναυπηγού Μηχανολόγου Μηχανικού, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ο εν λόγω διάδικος (καθ’ού η κλήση -ενάγων-αντεναγόμενος)  είχε τη δυνατότητα να αντικρούσει όποιες πλημμέλειες θεώρησε ότι υπέπεσε ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας.

Επίσης από τη αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, δεν ανευρεύθη αίτηση όρκισης και ακολούθως σχετική έκθεση-πρακτικό όρκισης του διορισθέντος πραγματογνώμονα μέχρι και την κατάθεση της υπ’αριθμ. 1847/2020 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, στην οποία μάλιστα ουδεμία σχετική (περί ορκοδοσίας του πραγματογνώμονα) αναφορά γίνεται αλλά και μέχρι τη σύνταξη της παρούσας. Σε τηλεφωνική δε επικοινωνία της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου με τον πραγματογνώμονα , αυτός ανέφερε ότι δεν  θυμάται να εμφανίστηκε ενώπιον Δικαστηρίου για την ορκοδοσία παρά μόνο ενώπιον των γραφείων της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς μάλιστα να θυμάται επακριβώς τον χρόνο μετάβασής του. Ενόψει όλων των ανωτέρω σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, ελλείπουσας εντελώς της διαδικαστικής πράξεως της ορκίσεως του πραγματογνώμονα είτε προ είτε μετά της  κοινοποιήσεως της υπ’αριθμ. 144/2020 μη οριστικής απόφασης στους διαδίκους, η κατατεθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης είναι ανυπόστατη και η σχετική πραγματογνωμοσύνη άκυρη ως αποδεικτικό μέσο, ασχέτως του περιεχομένου της που κατά τις διατάξεις των άρθρων 387 και 388 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο, εκτιμά ελεύθερα και έχει εξουσία να μην του προσδώσει βαρύτητα, αν δεν ακολουθήθηκαν οι οδηγίες που δόθηκαν στους πραγματογνώμονες ή οι διευκρινίσεις των διαδίκων. Προς μείωση όμως των εξόδων των διαδίκων που επιβαρύνθηκαν με την διενέργεια της ήδη διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης  και επειδή αορίστως και σε κάθε περιπτωση αβασίμως ο καθ’ού η κλήση-ενάγων-αντεναγόμενος αναφέρεται σε μεροληπτική σε βάρος του συγγραφή του ορισθέντος πραγματογνώμονα, το  Δικαστήριο δεχόμενο ως βάσιμο το αίτημα του καθ’ού η κλήση κρίνει σκόπιμο, να διατάξει  τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης κατ’άρθρο 388 ΚΠολΔ η οποία θα διεξαχθεί από έτερο πραγματογνώμονα από κοινού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 383 ΚΠολΔ με τον ίδιο-ήδη διαταχθέντα με την υπ’αριθμ 144/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου- πραγματογνώμονα, τον οποίο επαναδιορίζει κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.  Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η σχετική ένσταση ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης που προέβαλε  ο καθ’ού η κλήση-ενάγων-αντεναγόμενος τυγχάνει  εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της κι ως εκ τούτων θα πρέπει να ανασταλεί εκ νέου η πρόοδος της προκείμενης δίκης προς έκδοση οριστικής απόφασης καθώς το Δικαστήριο , λόγω της ακυρότητας της ήδη διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, εμμένει στην κρίση που διατύπωσε με την υπ’αριθμ 144/2020 μη οριστική απόφασή του ότι δεν επαρκούν τα μέχρι τώρα αποδεικτικά μέσα προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, αφού πρόκειται για ζητήματα τεχνικής φύσεως, τα οποία για να γίνουν αντιληπτά, λόγω των αντικρουόμενων απόψεων των διαδίκων, χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Επομένως, προκειμένου να εξαχθεί ασφαλές και αναμφισβήτητο αποδεικτικό συμπέρασμα από το Δικαστήριο αναφορικά με τα αποδεικτέα γεγονότα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις,  θα πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και  να διαταχθεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 388 ΚΠολΔ (νέα ) επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί νέα τεχνική πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελέστερου διαδίκου και αφού τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ΚΠολΔ και δη ενδεικτικά στα άρθρα 375, 385 και 388 ΚΠολΔ στην οποία (πραγματογνωμοσύνη) οι διορισθέντες πραγματογνώμονες από κοινού κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 383 ΚΠολΔ θα πρέπει ν’ απαντήσουν αιτιολογημένα επί των ερωτημάτων, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Τέλος, η Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου πρέπει να επιμεληθεί για την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στους διαδίκους και στους πραγματογνώμονες, κατ’ άρθρο 375 ΚΠολΔ, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, αφού η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 10739/1997 ΕλλΔνη 1999/1111).

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων : α) την  από 23-1-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : . :975/421 /29-1-2018  αγωγή και β) την από 23-3-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 3347/1464/23-3-2018  ανταγωγή.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, με επιμέλεια οποιουδήποτε των διαδίκων, να διεξαχθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη.

 

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονες : α) τον Α. Μ.Π.Ε.Ρ.Γ.Ε.Λ.Ε.  Π. , Πλοίαρχο Ε.Ν.-Επιθεωρητή Πλοίων, κάτοικο ……., … email: και β) τον Χ. ….  Γ., ομότιμο Ναυπηγό, Μηχανολόγο Μηχανικό, κάτοικο …….οδός … που περιέχονται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και οι οποίοι- μετά από κατάθεση του σχετικού δικογράφου περί ορισμού δικασίμου όρκισης που θα επιμεληθούν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του επιμελέστερου των διαδίκων-,  αφού δώσουν τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε δημόσια συνεδρίασή του και σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την προς έκαστο εξ αυτών νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, οφείλουν να καταθέσουν την έκθεσή τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την όρκισή τους. Στην εν λόγω έκθεση, αφού λάβουν υπόψην τους όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, εξετάσουν το  επίδικο σκάφος και λάβουν υπόψην τους κάθε άλλο χρήσιμο κατά την κρίση τους στοιχείο, με δεόντως αιτιολογημένη έγγραφη έκθεση κατά τις διατάξεις του άρθρου 383 ΚΠολΔ θα πρέπει αιτιολογημένα να αποφανθούν  :

1) αν α) οι συμφωνηθείσες με το από 9-6-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό  ανάθεσης έργου εργασίες επί του ενδίκου σκάφους (θαλαμηγού πλοίου με το όνομα … το οποίο μετονομάστηκε στη συνέχεια  ως …” νηολογίου Πειραιά με αριθμό νηολογίου …… μήκους 106,63  ft (32,1 m) έτους κατασκευής 2006), που διενήργησε ο εναγόμενος-αντενάγων με τους υπερεργολάβους του, ήτοι : 1) η βαφή: α)των εξάλλων (γάστρας και υπερκατασκευής) συμπεριλαμβανομένων των ικριωμάτων, β)κάτωθι της ισάλου γραμμής (antifouling σε βρεχάμενα) και γ) των ξύλινων κουπαστών έγιναν με προετοιμασία και εκτέλεση σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης ,τις τεχνικές προδιαγραφές  των υλικών της κατασκευάστριας εταιρείας …. και τους όρους του από 9-6-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού ανάθεσης έργου

2) να προσδιορίσουν στο μέτρο του εφικτού αν υπήρχαν στις 31-7-2017 ελαττώματα της βαφής του ενδίκου σκάφους, ποια ήταν αυτά, ποια από αυτά επιβεβαιώνονται ως προς το είδος τους στις από 9-9-2017, 14-11-2017,27-11-2017, 22-9-2019 τεχνικές εκθέσεις επιθεώρησης που συνέταξαν οι τεχνικοί σύμβουλοι Σ. Μ., Α. Μ., Α. Δ.  Π. Κ. αντίστοιχα.

3) αν τα ελαττώματα της βαφής του ενδίκου σκάφους που αναφέρονται στην αγωγή α) ήταν εφικτό να διαπιστωθούν κατά την καθέλκυση, παράδοση και παραλαβή του σκάφους στις 31-7-2017 ή μεταγενέστερα και πότε με κανονική εξέταση είτε από τον ίδιο τον εργοδότη είτε από ειδικό, που έχει τις αναγκαίες για το εκτελεσθέν έργο γνώσεις, ή αν από τη φύση τους, δεν μπορούσαν παρά να διαγνωσθούν βραδύτερα δηλαδή μετά την παραλαβή, β) σε ποια έκταση επί του σκάφους εντοπίζονται και γ) αν με το πέρας του χρόνου αυξήθηκαν

4) αν οι εργασίες (προετοιμασία και εκτέλεση) βαφής του σκάφους που έγιναν από τον εναγόμενο-αντενάγοντα εργολάβο και τους υπερεργολάβους που αυτός πρόστησε, α) είχαν ως αποτέλεσμα το εκτελεσθέν έργο να είναι  εντελώς διαφορετικό από το συμφωνηθέν και β) ήταν πρόσφορες να προκαλέσουν τα αναφερόμενα στην αγωγή ελαττώματα (φυσαλίδες στις βαμμένες επιφάνειες, μπαλώματα, απορρόφηση υγρασίας στο υπόστρωμα, μη επαρκής γυαλάδα κλπ)

5) α) ποιες είναι οι πιθανές αιτίες πρόκλησης των ελαττωμάτων που τυχόν διαπιστωθούν και δη αν οφείλονται  σε : η εσφαλμένη εφαρμογή των υλικών και της τεχνικής της  βαφής με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταρείας, βαφή υπό ακατάλληλες καιρικές συνθήκες (θερμοκρασία άνω των 38ο C),  έκθεση του σκάφους  σε θαλασσινό νερό και σε δυνατό αέρα εντός 24 ωρών από την ολοκλήρωση της βαφής ή β) αν είναι απότοκες συνηθισμένης χρήσης , μη ενδεδειγμένης χρήσης του σκάφους ή/και κακής συντήρησης του σκάφους

6) αν στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουν γίνει εργασίες βαφής σε συνθήκες θερμοκρασίας πάνω από τα επιτρεπτά όρια και τις οδηγίες της κατασκευάστριας εταιρείας όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές των χρησιμοποιηθέντων υλικών και αντίθετα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης αν θα μπορούσαν να ληφθούν από τον εργολάβο ενδεδειγμένα μέτρα και ποια προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση των ελαττωμάτων στην βαφή του σκάφους που τυχόν διαπιστωθούν

7) αν τα διαπιστωθέντα ελαττώματα των εργασιών βαφής θα μπορούσαν να διορθωθούν. Σε καταφατική απάντηση :α) εντός ποιας προθεσμίας, β) ποιες οι ενδεδειγμένες κατά είδος, αξία και χρόνο εκτέλεσης εργασίες αποκατάστασης των διαπιστωθέντων ελαττωμάτων και γ) αν λόγω του είδους και της έκτασής τους καθίστατο αναγκαία την εξαρχής βαφή του σκάφους μετά από ολική απόξεση των βαμμένων επιφανειών ή θα μπορούσε να γίνει διόρθωσή τους -μερική αποκατάστασή τους χωρίς να απαιτείται εξαρχής νέα βαφή και επισκευή

8) αν μετά τις 31-7-2017 (προσδιορίζοντας συγκεκριμένα πότε) ο ενάγων-αντεναγόμενος έχει προβεί σε συντήρηση των εξάλων και της υπερκατασκευής ή αν έγιναν  επισκευές της βαφής με διαφορετικά υλικά ή /και από συνεργείο μη εγκεκριμένο από τον εναγόμενο-αντενάγοντα.

9) α)αν τα διαπιστωθέντα ελαττώματα των εργασιών βαφής έχουν αποκατασταθεί , β) πότε αποκαταστάθηκαν και γ) αν οι εργασίες αποκατάστασής τους είναι οι ενδεδειγμένες

10) με βάση τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ενδίκου σκάφους α) ποιος ο αναγκαίος χρόνος εργασίες βαφής των ξύλινων κουπαστών και της στεγανοποίησης των 20 φινιστρινιών και β) αν θα μπορούσαν οι εργασίες αυτές να γίνουν παράλληλα με τις λοιπές εργασίες που ολοκληρώθηκαν μέχρι τις 31-7-2017.

Οι διάδικοι οφείλουν να παράσχουν κάθε συνδρομή που θα τους ζητηθεί από τους πραγματογνώμονες και ιδίως, όσον αφορά τον ενάγοντα-αντεναγόμενο, να επιτρέψει την αυτοψία επί του σκάφους καθώς και να θέσουν υπόψη των πραγματογνωμόνων όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν (οι διάδικοι) στην παρούσα υπόθεση, καθώς και όσα άλλα βρίσκονται εις χείρας τους και θα είναι, κατά τη γνώμη των πραγματογνωμόνων, χρήσιμα για τη σύνταξη της έκθεσής τους. Οι πραγματογνώμονες διατηρούν τη δυνατότητα, αφού λάβουν υπόψη τους το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, να διατυπώσουν πλην των απαντήσεων επί των ανωτέρω ερωτημάτων, αιτιολογημένη άποψη επί οποιουδήποτε άλλου ζητήματος κρίνουν χρήσιμο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την με επιμέλεια της Γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου κοινοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στους διαδίκους και σε αμφότερους τους  ανωτέρω πραγματογνώμονες.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις   25-2-2021  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ