ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
609 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Φωτεινή Αναστασάκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα, Κούλα Κουντούρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 3.11.2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… η οποία εδρεύει στον Πειραιά, … εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεώργιο Παπανικολάου (ΑΜ ΔΣΠ 2669), κάτοικο Πειραιά, οδ. Νοταρά, αρ. 117, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, 2) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, που εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Χρύσα Μπίτσικα (ΑΜ ΔΣΑ 12025), κάτοικο Αθηνών, οδ. Βουκουρεστίου, αρ. 25α, 3) της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 4) …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, που εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Παναγιώτα Σπυροπούλου (ΑΜ ΔΣΑ 38820), κάτοικο Ψυχικού, οδ. Καμελίων, αρ. 67, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.12.2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11131/5592/2019 και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το ά. 237 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί». Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, η οποία αναφέρεται σε αναβολή της συζητήσεως, πρόκειται ενταύθα περί αναστολής της δίκης (ΑΠ 726/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, που έχει θεσπιστεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξιώσεως που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλως κρινόμενη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά αυτή και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων. Άλλωστε, η ευχέρεια του δικαστηρίου υπάρχει και όταν η διάγνωση της διαφοράς, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του, εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την επίλυση ζητήματος το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα πρέπει να αναβληθεί (ΑΠ 1627/2017, 197/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1147/2012 ΕλλΔνη 2013.1092). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, εκθέτει στην αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι οι εναγόμενοι, με τους οποίους συναλλάχθηκε, λόγω της ιδιότητάς της ως παραγγελιοδόχου μεταφοράς, την ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια, καθόσον την ενέπλεξαν σε υπόθεση λαθρεμπορίας (υπεξαίρεση εμπορευμάτων μετά από θαλάσσια μεταφορά τους), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν περιστατικά. Ειδικότερα, εκθέτει ότι στις αρχές Μαρτίου του 2016, ύστερα από άτυπη σύμβαση παραγγελίας, η οποία καταρτίστηκε στον Πειραιά ανάμεσα στην πρώτη εναγόμενη εταιρία ως παραγγελέα (…), της οποίας διαχειριστής και μοναδικός εταίρος είναι ο δεύτερος εναγόμενος (… και στην ίδια, ως παραγγελιοδόχο μεταφοράς/ ενδιάμεσο μεταφορέα, όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα, ανέλαβε να εξεύρει μεταφορέα και να οργανώσει τη μεταφορά ενός έμφορτου εμπορευματοκιβωτίου (container) από την Κίνα και την παράδοσή του στην Ελλάδα και στον λιμένα του Πειραιά, με φορτώτρια την αναφερόμενη στην αγωγή κινεζική εταιρία και τελική παραλήπτρια την πρώτη εναγόμενη εταιρία, αντί συμφωνηθέντος ναύλου, πλέον διαφόρων εξόδων. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας τα εν λόγω εμπορεύματα φορτώθηκαν στην Κίνα στις 11.3.2016 σε αλλοδαπό πλοίο και εκδόθηκε προς τούτο η σχετική θαλάσσια φορτωτική, στη συνέχεια δε αφίχθησαν και εκφορτώθηκαν στην Ελλάδα. Ότι για λόγους ανεξάρτητους από την ίδια, παρουσιάστηκε εμπλοκή στην παράδοση των ως άνω εμπορευμάτων στην (πρώτη) εναγόμενη, διότι ο αλλοδαπός οίκος (πωλήτρια) έδωσε οδηγία να μην παραδοθεί στο φορτίο στην ως άνω εναγομένη (πρώτη), στην οποία, άλλωστε, δεν είχαν αποσταλεί τα πρωτότυπα φορτωτικά έγγραφα, προκειμένου να παραλάβει τα εμπορεύματα και ότι ως εκ τούτου η ως άνω αγοράστρια εταιρία (πρώτη εναγόμενη) δεν μπόρεσε να εκτελωνίσει και να εξάγει το φορτίο από τις τελωνειακές αποθήκες του ΟΛΠ. Ότι στο πλαίσιο αυτό, ο δεύτερος εναγόμενος, με την ανωτέρω ιδιότητά του, προφασιζόμενος την αποφυγή οικονομικής επιβάρυνσης της εταιρίας του με αποθηκευτικά δικαιώματα λιμένος και σταλίες εμπορευματοκιβωτίου, ζήτησε από την ως άνω αντισυμβαλλόμενή του (ενάγουσα) τη μεταφορά του φορτίου σε ιδιωτική τελωνειακή αποθήκη με δικό του μεταφορικό μέσο και εκτελωνιστή της επιλογής του, ήτοι την τρίτη εναγόμενη εταιρία, μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της οποίας είναι ο τέταρτος εναγόμενος. Ότι η ενάγουσα διά του νομίμου εκπροσώπου της, πείσθηκε στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου και ανέθεσε προφορικά στην ως άνω παραλήπτρια εταιρία την εντολή να προβεί, χωρίς τη μεσολάβηση της ίδιας (ενάγουσας), σε όλες τις απαραίτητες διατυπώσεις και ενδεδειγμένες ενέργειες για τη μεταφορά του φορτίου από τις αποθήκες του τελωνείου στην αναφερόμενη ιδιωτική τελωνειακή αποθήκη στη Μαγούλα Αττικής. Προς τούτο η ενάγουσα εξουσιοδότησε σχετικά τον τέταρτο των εναγομένων, εκτελωνιστή της επιλογής του δεύτερου εναγόμενου, παραδίδοντάς του συγχρόνως, όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα που είχε στην κατοχή της και τα οποία ήταν αναγκαία για την έκδοση της διασάφησης αποταμίευσης, ώστε τα εμπορεύματα να φορτωθούν και στη συνέχεια αυτά να αφιχθούν στον αποθηκευτικό τελωνειακό χώρο προς ολοκλήρωση της διαδικασίας. Στη συνέχεια, όμως, κατέστη σαφές ότι οι εναγόμενοι δολίως παρέστησαν όλα τα ανωτέρω σε βάρος της ενάγουσας, καθόσον τα εμπορεύματα τελικά φορτώθηκαν επί οχήματος ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου και οδηγήθηκαν από αυτόν, με προφανή σκοπό ιδιοποιήσεως του φορτίου, εκτός εγκεκριμένου τελωνειακού χώρου, σε δική του αποθήκη στον Αυλώνα Αττικής, χωρίς να έχουν καταβληθεί οι αναλογούντες δασμοί και τέλη, εν γνώσει του τέταρτου εναγόμενου, ενώ ήταν βέβαιο ότι εάν η ενάγουσα γνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα συναινούσε σε παράδοση του φορτίου στους εναγόμενους. Μάλιστα, κατόπιν των ανωτέρω, επιλήφθηκαν οι τελωνειακές αρχές, οι οποίες με σχετική καταλογιστική τους πράξη χαρακτήρισαν την υπό κρίση πράξη ως τελωνειακή παράβαση και υπαίτιο αυτής τον δεύτερο εναγόμενο, κηρύσσοντας αστικά συνυπεύθυνους για την καταβολή πολλαπλού τέλους ύψους 17.593,83 €, τόσο την πρώτη εναγόμενη όσο και την ίδια την ενάγουσα. Σε εκτέλεση δε της ως άνω καταλογιστικής πράξης σε βάρος της, η ενάγουσα υποχρεώθηκε προς άσκηση της κατά νόμο προσφυγής, καταβάλλοντας ήδη την 17.9.2018 το ποσό των 5.486,74 € (30% του ανωτέρω ποσού). Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητεί 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν ευθυνόμενοι σε ολόκληρο α) το ανωτέρω ποσό των 5.486,74 €, ως αποζημίωση, λόγω της ζημίας που υπέστη αναίτια από την εκτέλεση της παραγγελίας και που εν γνώσει τους της προκάλεσαν οι εναγόμενοι, αθετώντας τις υποχρεώσεις τους, από τις συμβάσεις παραγγελίας και εντολής, αντίστοιχα, άλλως από αδικοπραξία και β) το ποσό των 10.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω αδικοπραξία, μετ’ αφαίρεση ποσού 44 €, το οποίο επιφυλάχθηκε να ζητήσει ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, με το νόμιμο τόκο από την 17.9.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής και 2) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο, το σύνολο του καταλογισθέντος σε βάρος της με την ως άνω καταλογιστική πράξη ποσού των 17.665,04 €, άλλως το ποσό των 12.178,30 € (ήτοι 17.665,04 € μείον του ανωτέρω υπό στοιχείο α΄ ποσού των 5.486,74 € που έχει ήδη καταβάλει), άλλως οιοδήποτε ποσό κριθεί υπόχρεη να καταβάλει, δυνάμει της τελεσίδικης αποφάσεως που θα εκδοθεί επί σχετικής προσφυγής της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης, πλέον τόκων και εξόδων. Εν προκειμένω, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει ήδη ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά την από 19.9.2018 (αρ. κατ. ΠΡ1690/2018) προσφυγή της κατά της ανωτέρω ΠΤΠ … καταλογιστικής πράξης του Προϊσταμένου του Γ΄ Τελωνείου Εισαγωγής Πειραιά, διά της οποίας κηρύχθηκε συνυπεύθυνη για την καταβολή του δι’ αυτής επιβληθέντος συνολικά ποσού των 17.665,04 €, κατέβαλε δε ήδη το ποσό των 5.486,74 €, απομένοντος υπολοίπου 12.178,34 €, από το συνολικά επιβληθέν ποσό. Επί της ως άνω προσφυγής της ενάγουσας, η οποία έχει ήδη συζητηθεί, δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της εννόμου σχέσεως, που αποτελεί αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δίκης και άπτεται της ακυρότητας ή μη της επίμαχης καταλογιστικής πράξης και της εξ αυτής οικονομικής επιβάρυνσης της ενάγουσας με το συνολικό ποσό των 17.665,04 €, εκ του οποίου έχει ήδη καταβάλει το ποσό των 5.486,74 € και τα οποία ποσά, μεταξύ άλλων, αυτή αναζητεί από τους εναγόμενους με την παρούσα αγωγή αποζημίωσης. Και τούτο γιατί σε περίπτωση αμετάκλητης παραδοχής της εν λόγω προσφυγής, η ενάγουσα θα απαλλαχθεί από το ανωτέρω πολλαπλό τέλος συνολικά, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο θα της επιστρέψει και το ήδη καταβληθέν από αυτήν μέρος των 5.486,74 €. Συνεπώς, επιβάλλεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου η αναστολή εκδίκασης της υπό κρίση αγωγής, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η προαναφερόμενη δίκη που εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (ΚΠολΔ 249), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Αναβάλλει τη συζήτηση της ένδικης από 4.12.2019 (αρ. εκθ. καταθ. 11131/5592/2019) αγωγής έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 19.9.2018 (αρ. έκθ. κατ. ΠΡ1690/2018) προσφυγής της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις ………………………
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ