ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
649/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Ευδοκία Καραμουζαρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 08-10-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ \… ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα με Α.Μ. 002852 του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παρασκευά Ζουρντού με Α.Μ. 028130 του Δ.Σ. Αθηνών.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-12-2019 και με αριθμό κατάθεσης 11580/5809/2019 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε, κατόπιν αναβολής, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, κατά τους χρόνους που ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή του, μεταξύ αυτού και της εναγομένης – πλοιοκτήτριας εταιρίας του υπό ελληνικής σημαίας πλοίου με την ονομασία «…», Νηολογίου με αριθμό … κοχ 10755, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., προσέφερε δε την εργασία του μέχρι τις 2-4-2019 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας χωρίς να επαναπροσληφθεί. Περαιτέρω, αναφέρει ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του επί του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα ειδικά στην αγωγή ακτοπλοϊκά δρομολόγια, διάρκειας άνω των 12 ωρών ημερησίως, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, μεταξύ των οποίων και της πραγματοποίησης δρομολογίων «εξπρές», ότι απασχολήθηκε όλες τις ημέρες της εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των Κυριακών, επί 14 ώρες, όπως ειδικότερα αναλύει στην αγωγή του, εντός των πλαισίων των ειδικώς καθοριζομένων καθηκόντων της ειδικότητάς του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων, με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του (άρθρο 223 ΚΠολΔ) που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του, μετέτρεψε σε αναγνωριστικό το αίτημα που αφορά το κονδύλιο της υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και Κυριακές του έτους 2018 ύψους 7.161,71 ευρώ, καθώς και το κονδύλιο για το δώρο Πάσχα έτους 2019 ύψους 920,91 ευρώ και διατήρησε καταψηφιστικό το αίτημα της αγωγής για τα λοιπά κονδύλια. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής (άρθρα 223, 224, 295, 297 ΚΠολΔ), με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 19.582,64 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 8.082,62 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, δεδομένου ότι προσκομίσθηκε το κατ’ άρθρο 3 παρ.2 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 του ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη, αφού διευκρινίζεται ποιων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποιων η καταψήφιση, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές (ούτε δρομολόγια του πλοίου, ο προορισμός του, τα ενδιάμεσα λιμάνια και η ώρα απασχόλησης του), αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής, αλλά και της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’, 904 επ. ΑΚ, 53, 54, 60 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», στις διατάξεις των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018, καθώς επίσης και στα άρθρα 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, μη νόμιμο κρίνεται το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατά το μέρος, που τα αγωγικά αιτήματα τράπηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, διότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν παράγουν εκτελεστότητα αλλά οι συνέπειές τους εξαντλούνται στο ουσιαστικό δεδικασμένο. Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι το αιτούμενο προς καταψήφιση ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 2 του Ν. 3994/2011.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. V της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.). Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η άσκηση της αγωγής είναι καταχρηστική, καθόσον ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του.
Ι. Κατά την έννοια των άρθρων 680 παρ.3 ΑΚ και 7 του ν. 1876/1990, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ενώ οι αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό από τους περιεχόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009, σελ. 993). Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 απρ.4 του ν.δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελάχιστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 592/2019 και 433/2019 δημ. στη βάση δεδομένων του Εφετείου Πειραιώς). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2013, ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44, σελ. 160, ΜονΕφΠειρ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 208). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009, σελ. 267). Επομένως, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ναυτικού (βλ. ΑΠ 1013/2003, ό.π., 225/2002, ό.π. ΜονΕφΠειρ 592/2019, 433/2019, ό.π., ΜονΕφΠειρ 213/2016, 50/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326).
ΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 14 των ΣΣΝΕ που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε αυτής συγκαταλέγονται και οι θαλαμηπόλοι, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
ΙΙΙ. Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.).
Από την εκτίμηση της από 6-10-2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος Αλέξανδρου Κάκκου ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς Ανδρέα Τσάκου που λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθμ. 9290Δ/30-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Κωνσταντίνου Καλύβα), την υπ’ αριθμ. 555/6-10-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης Ιωάννη Κοτζιά ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζωή Βενίτη, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθμ. 10775/30-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Ιωάννη Τσιμιδάκη), καθώς και από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατά τους κατωτέρω χρόνους, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας του υπό ελληνικής σημαίας (Ν.Π. 12119) επιβατηγού(Ε/Γ)-οχηματαγωγού(Ο/Γ) πλοίου με το όνομα «…», κ.ο.χ. 10755 , ο ενάγων προσλήφθηκε, για να ναυτολογηθεί στο πλοίο αυτό, ως θαλαμηπόλος, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, ο ενάγων επιβιβάσθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν επί του πλοίου αυτού, στο οποίο υπηρέτησε, με την ανωτέρω ειδικότητα: 1) από 2-2-2018 μέχρι 5-6-2018, οπότε απολύθηκε και αποναυτολογήθηκε, λόγω αδείας, 2) από 10-7-2018 μέχρι 17-7-2018, οπότε απολύθηκε και αποναυτολογήθηκε, λόγω τραυματισμού, 3) από 8-9-2018 μέχρι 1-11-2018, οπότε απολύθηκε και αποναυτολογήθηκε, αμοιβαία συναινέσει, 4) από 7-2-2019 μέχρι 2-4-2019, όταν απολύθηκε και αποναυτολογήθηκε, λόγω αδείας (βλ. σχετικές σημειώσεις στο φυλλάδιο ναυτικού του ενάγοντος). Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο παραπάνω πλοίο, αυτό εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Ειδικότερα, το έτος 2018 πραγματοποιούσε κυκλικά δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά από όπου αναχωρούσε την Τρίτη στις 15:00 μ.μ., προς Πάτμο – Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Σύμη – Ρόδο – Κάρπαθο όπου έφθανε στις 11:25 π.μ. της Τετάρτης. Το πλοίο ναχωρούσε εκ νέου στις 11:45 π.μ. για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 11:10 π.μ. της Πέμπτης, αποπλέοντας την ίδια ημέρα στις 15:00 μ.μ. για Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Σύμη – Ρόδο – Καστελόριζο όπου έφθανε στις 13:40 μ.μ. της Παρασκευής, αναχωρούσε δε στις 14:00 μ.μ. για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 13:10 μ.μ του Σαββάτου και παρέμενε μέχρι τις 17:00 μ.μ. αναχωρώντας εκ νέου με προορισμό την Αστυπάλαια – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Ρόδο – Καστελόριζο όπου κατέπλεε στις 10:40 π.μ. της Δευτέρας και αναχωρούσε για Πειραιά όπου έφθανε στις 10:20 π.μ. της Τρίτης εκτελώντας νέο κυκλικό δρομολόγιο στις 15:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Το έτος 2019 το ως άνω πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα κυκλικά δρομολόγια: Tην Τρίτη απέπλεε από τον Πειραιά στις 15:00 μ.μ. με προορισμό την Πάτμο – Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Σύμη – Ρόδο – Κάρπαθο – Κάσο όπου έφθανε στις 12:55 μ.μ. της Τετάρτης και αναχωρούσε στις 13:10 μ.μ. με προορισμό τον Πειραιά όπου έφθανε στις 11:10 π.μ. της Πέμπτης, εν συνεχεία αναχωρούσε στις 15:00 για Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Σύμη – Ρόδο – Καστελόριζο όπου έφθανε στις 13:40 μ.μ. της Παρασκευής αναχωρώντας για Πειραιά στις 14:00 μ.μ. όπου κατέπλεε στις 13:00 μ.μ. του Σαββάτου. Το Σάββατο απέπλεε εκ νέου στις 17:00 μ.μ. με προορισμό την Αστυπάλαια – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Ρόδο όπου έφθανε στις 11:15 π.μ. της Κυριακής και αναχωρούσε στις 07:00 π.μ. της Δευτέρας για Πειραιά όπου έφθανε στις 10:20 της Τρίτης αρχίζοντας νέο κυκλικό δρομολόγιο. Ο ενάγων, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, παρείχε εργασία όλες τις ημέρες της εβδομάδας, εκτελώντας πρωινή και απογευματινή βάρδια, απασχολούμενος στο εστιατόριο «σελφ σέρβις» στην υποδοχή και στην καθαριότητα των καμπινών. Ειδικότερα, κάθε Δευτέρα που το πλοίο απέπλεε από τη Ρόδο στις 07:00, ο ενάγων βρισκόταν στην είσοδο του πλοίου από τις 06:00 μέχρι 7:30 π.μ. προκειμένου να υποδεχθεί και να βοηθήσει τους εισερχόμενους επιβάτες. Στη συνέχεια απασχολούνταν μέχρι τις 11:00 π.μ. με καθαρισμούς στους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου και τον καθαρισμό των καμπινών, καθώς και με την υποδοχή των επιβατών στο λιμένα του Καστελόριζου. Από τις 12:00 μέχρι τις 16:00 απασχολούνταν στο εστιατόριο «σελφ σερβις» και κατόπιν στην υποδοχή των επιβατών στη Ρόδο. Από τις 18:00 μέχρι 23:00 εργαζόταν στο εστιατόριο «σελφ σερβις» του πλοίου. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη από τις 07:00 π.μ. μέχρι τις 10:20, οπότε το πλοίο κατέπλεε στον Πειραιά, απασχολούνταν με τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, εν συνεχεία ασχολούνταν με τον καθαρισμό των καμπινών μέχρι τις 13:00. Στις 14:00 έως τις 15:00 μ.μ. υποδεχόταν τους επιβάτες και ακολούθως από τις 19:00 μέχρι τις 23:00 μ.μ. εργαζόταν στο εστιατόριο «σελφ σερβις» του πλοίου. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ο ενάγων από τις 07:00 π.μ. μέχρι τις 12:00 απασχολούνταν στην υποδοχή των επιβατών στη Ρόδο και τη Σύμη ή την Κάρπαθο, με τον καθαρισμό των καμπινών και των κοινόχρηστων χώρων. Στη συνέχεια από τις 12:00 μέχρι τις 15:00 εργαζόταν στο εστιατόριο «σελφ σέρβις» του πλοίου, όπως επίσης και από τις 19:00 έως τις 23:00. Κάθε Σάββατο από τις 07:00 έως τις 13:00 οπότε το πλοίο προσέγγιζε το λιμάνι του Πειραιά, απασχολούνταν με τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, από 13:00 μέχρι 14:00 με τον καθαρισμό των καμπινών, από τις 16:00 μέχρι 17:30 εργαζόταν στην υποδοχή του πλοίου και από τις 19:00 μέχρι 23:00 στο εστιατόριο «σελφ σέρβις». Τις Κυριακές οπότε το πλοίο διανυκτέρευε στη Ρόδο, από τις 07:00 έως τις 11:30 απασχολούνταν με την υποδοχή των επιβατών στα λιμάνια της Νισύρου, Τήλου και Ρόδου. Ακολούθως, από τις 13:00 έως τις 18:00 καθάριζε τους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και της παρουσιαζόμενης κίνησης των επιβατών, ανάλογα με τη χρονική περίοδο. Προς κάλυψη, λοιπόν, των αυξημένων αναγκών του πλοίου, ο ενάγων, κατ΄ εντολή του προϊσταμένου του αρχιθαλαμηπόλου και με την έγκριση του πλοίαρχου, κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεών του επί του ανωτέρω πλοίου, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), είτε το πλοίο έπλεε στη θάλασσα είτε ήταν σε λιμάνι. Ισχυρή απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος αποτελεί το γεγονός ότι σ΄ αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους με επίκληση λογαριασμούς μισθοδοσίας, ενώ το γεγονός της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος βεβαίωσε ενόρκως και ο μάρτυρας του ενάγοντος. Επιπλέον, σύμφωνα με την υποχρεωτική Οργανική Σύνθεση του εν λόγω πλοίου, απασχολούνταν κατά την ένδικη περίοδο ως «προσωπικό γενικών υπηρεσιών», ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος (1), ένας (1) Αρχιθαλαμηπόλος, δέκα τρείς (13) θαλαμηπόλοι, αυξανόμενοι κατά δύο (2) τη χρονική περίοδο 1.4 έως 30.9 και πέντε (5) επίκουροι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην προαναφερθείσα ακτοπλοϊκή γραμμή, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως θαλαμηπόλου, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούνταν κατά μέσο όρο 12 ώρες. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος, πολύ δε περισσότερο καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος δεν ήταν και κατά την κοινή λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του ωραρίου απασχόλησής του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης. Κατά συνέπεια, με βάση τις ρυθμίσεις των οικείων Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων ετών 2017 και 2018, οι οποίες, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τον ενάγοντα, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακώς (πέραν του οχταώρου, τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη της διάρκεια της εργασίας του, κατά τα Σάββατα και τις αργίες), κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ήτοι κατά το έτος 2018, 122 ημέρες καθημερινές και 24 Κυριακές, 26 Σάββατα και 9 αργίες, και κατά το έτος 2019, 37 ημέρες καθημερινές και 8 Κυριακές, 8 Σάββατα και 2 αργίες. Ειδικότερα, κατά το έτος 2018, ο ενάγων πραγματοποίησε: α) τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές (146 ημέρες Χ 4 ώρες =) 584 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (8,37 Χ 584=) 4.888,08 €, β) τα Σάββατα και Αργίες (37 ημέρες Χ 12 ώρες=) 444 υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 4.457,76 ευρώ (10,04 Χ 444). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη: α) το ποσό των 1.449,36 ευρώ ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, β) το ποσό των 2.868,1 ευρώ για παροχής εργασίας Σάββατα και Αργίες, και γ) το ποσό των 2.085,07 ευρώ για έκτακτες αμοιβές. Κατά το έτος 2019, ο ενάγων πραγματοποίησε: α) τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές (45 ημέρες Χ 4 ώρες =) 180 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (8,54 € Χ 180=) 1.537,2 €, β) τα Σάββατα και Αργίες (10 ημέρες Χ 12 ώρες) 120 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 1.230 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 438,73 ευρώ ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, καθώς και το ποσό των 858,53 ευρώ για την εργασία που παρείχε Σάββατα και Αργίες. Επομένως, η εναγομένη, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 8.155,59 ευρώ που κατέβαλε για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, εξακολουθεί να οφείλει στον τελευταίο το ποσό των 3.957,45 ευρώ (12.113,04-8.155,59). Η εναγόμενη ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι τα ποσά που κατέβαλε ως «έκτακτες αμοιβές» πρέπει να συμψηφισθούν με τις απαιτήσεις του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή, με βάση ειδική μεταξύ τους συμφωνία, περιεχόμενη στις μεταξύ τους συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ότι κάθε ποσό που θα καταβαλλόταν από την εταιρία στο ναυτικό πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών που προβλέπονταν από την εκάστοτε εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. θα μπορούσε να συμψηφισθεί με αξιώσεις από τυχόν υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε ο ναυτικός ή με άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας από τη σύμβαση. Επί του ζητήματος αυτού προκύπτει ότι πράγματι στις μεταξύ των διαδίκων υπογραφείσες συμβάσεις ναυτικής εργασίας περιέχεται ο υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικός όρος σύμφωνα με τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμφωνηθείς αυτός όρος περί συμβατικού συμψηφισμού, ακριβέστερα καταλογισμού των υπέρτερων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. καταβαλλόμενων στο ναυτικό ποσών με τις απαιτήσεις του για αμοιβή υπερωριών είναι έγκυρος. Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικά, κάθε μήνα, ως μέρος των αποδοχών μισθοδοσίας αφενός ορισμένο ποσό υπό την ονομασία «έκτακτες αποδοχές», αφετέρου ποσό υπό την ονομασία «υπερωρίες μισθοδοσίας» και «Σάββατα και αργίες». Δεν αποδείχθηκε ότι οι «έκτακτες αποδοχές» καταβάλλονταν στους ναύτες ως αμοιβή για εργασία που δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντά τους, αλλά είχε τον χαρακτήρα «επιμίσθιου» κατά τα ανωτέρω δηλαδή δινόταν ως ανταμοιβή για τον ζήλο και τη δραστηριότητα του ναυτικού, η δε αμοιβή που δινόταν για «υπερωρία μισθοδοσίας» και «Σάββατα και αργίες» αφορούσε την καταβολή παγίως κάθε μήνα ενός ποσού για την υπερωριακή εργασία που θα παρείχε. Επίσης, όπως προκύπτει από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος, περιέχεται σ’ αυτές όρος υπ’ αριθ. 4 που έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η εταιρία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας». Έτσι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, συντρέχουν οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θεμελιώνεται η δυνατότητα σχετικού συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες συμβάσεις, με την ως άνω διατύπωση του υπ’ αρ. 4 όρου τους, ότι οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα μπορούσαν να καταλογίζονται (συμψηφίζονται) με την οφειλόμενη από την εναγομένη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Επιπλέον, από το περιεχόμενο της ειδικής αυτής συμφωνίας, που ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 του Α.Κ.), προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον ενάγοντα το οποίο να υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με την αμοιβή των υπερωριών που αυτός θα πραγματοποιούσε. Σημειωτέον ότι η ως άνω κρίση δεν αναιρείται από το ότι οι ως άνω «έκτακτες αμοιβές», αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των εκάστοτε μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων (μπαρ) και των εστιατορίων του πλοίου, οι οποίες καταβάλλονταν από την εναγομένη και όχι από τρίτο, στα μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, ενόψει του ότι αυτές είχαν παρασχεθεί σε όλα τα μέλη αυτά, ανεξαρτήτως της απασχόλησης τους στα κυλικεία (μπαρ) και τα εστιατόρια του πλοίου. Μάλιστα, οι ως άνω χρηματικές παροχές (έκτακτες αμοιβές) δεν προέκυψε ότι συνδέονται με κάποια ειδικότερη εργασία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων (ΕφΠειρ 48/2021 δημ. στη βάση δεδομένων του Δικαστηρίου). Επομένως, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης, πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό που δικαιούται συνολικά για την προαναφερθείσα υπερωριακή εργασία του, το άνω ποσό των 2.540,87 ευρώ που η εναγόμενη του κατέβαλε ως έκτακτες αμοιβές, απομένοντος συνολικού οφειλόμενου υπολοίπου ύψους 1.416,58 ευρώ (3.957,45 – 2.540,87).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω πλοίο, κατά τις ως άνω χρονικές περιόδους συνολικής απασχόλησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα. Συγκεκριμένα, κάθε Τρίτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι αφετηρίας (Πειραιάς) στις 10:20 π.μ. και αναχωρούσε στις 15:00 μ.μ., πραγματοποιώντας 1,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-280λ=80λ/60), κάθε Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά στις 11:10 π.μ. και αναχωρούσε στις 15:00 μ.μ., πραγματοποιώντας 2,17 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-230λ=130λ/60), κάθε Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 13:10 μ.μ. και απέπλεε στις 17:00 μ.μ. πραγματοποιώντας 2,17 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-230λ=130λ/60) και συνολικά πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως 5,67 ώρες πρόωρης αναχώρησης, εκτελώντας 0,71 δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα (5,67/8). Συνεπώς, εκτέλεσε συνολικά 18,55 δρομολόγια εξπρές (26,14 εβδομάδες Χ 0,71 δρομολόγια εξπρές) για τα οποία δικαιούται πρόσθετη αμοιβή. Στο ύψος των αποδοχών του με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων «εξπρές» συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (βλ. ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004, σελ. 214, ΕφΠειρ 740/2015 και ΕφΠειρ 739/2015 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝΔ 2012, σελ. 19, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΔ 2011, σελ. 262). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (βλ. ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝΔ 2013, σελ. 220, ΕφΠειρ 377/2011, ό.π.), ενώ το επίδομα ιματισμού δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, η οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αποζημίωση, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕργΔ 2005, σελ. 237, ΑΠ 226/2003, ΕΕργΔ 2004, σελ. 790, ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΔ 2013, σελ. 24, ΕφΠειρ 377/2011, ό.π.), χωρίς επίσης να συνυπολογίζεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ο μέσος όρος ανά μήνα των έκτακτων αμοιβών, καθώς οι αμοιβές αυτές δεν δημιουργούσαν σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικό όρο που περιλαμβάνεται στις ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, αξίωση προς τακτική καταβολή τους, αφού σύμφωνα με τη βούληση της συμβαλλόμενης εναγόμενης, η εν λόγω παροχή δεν αποτελούσε επαύξηση του μισθού που συμφωνήθηκε, υφισταμένης απλά δυνατότητας και όχι υποχρέωσης της εταιρείας προς καταβολή της, ενώ περαιτέρω δια της καταβολής της μπορούσαν να εξοφλούνται διάφορες υποχρεώσεις της εταιρίας, όπως η αξίωση προς καταβολή υπερωριών. Συνεπώς, ποσά που καταβάλλονταν προς απόσβεση απαίτησης δεν είναι ορθό να δημιουργούν υποχρέωση προς τακτική καταβολή τους, διότι ο σκοπός καταβολής τους τυγχάνει διάφορος της παροχής ανταλλάγματος της εργασίας του μισθωτού και για το λόγο αυτό η καταβολή τους σκοπό είχε να μειώσει το χρέος του εργοδότη και όχι να το αυξήσει, συνυπολογίζοντας αυτές ως μέρος των οφειλόμενων στον εργαζόμενο τακτικών αποδοχών. Ομοίως δεν συνυπολογίζονται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τα δώρα εορτών, έστω κι αν ο εργοδότης επιλέγει αντί να τα καταβάλει άπαξ ως σύνολο στον μισθωτό κατά τον χρόνο στον οποίο αντιστοιχούν, να τα καταβάλλει ως αναλογία στον μισθό του κάθε μήνα, καθώς ο χαρακτήρας των δώρων εορτών, όπως ορίζεται κατά τα ανωτέρω στις σχετικές διατάξεις, είναι να καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία» των εορτών, προκειμένου να ενισχυθεί ο μισθωτός τα Χριστούγεννα και το Πάσχα όταν οι δαπάνες του κατά τεκμήριο αυξάνονται και όχι σαν τακτική μηνιαία αποδοχή και δη ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρει κάθε μήνα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση για το έτος 2018 οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (με βάση την ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών του έτους 2017) ανέρχονταν συνολικά σε 4.089,48 ευρώ (βασικός μισθός 1157,99 + επ. κυρ. 254,76 + 576,3 αντίτιμο τροφής, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος (άρθρο 18 παρ. 2 της ΣΣΝΕ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως] + βαρ και ανθυγ. 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας 452,05 ευρώ [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,3 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 1.989,05 ευρώ Χ 1/22 = 90,41 ευρώ Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρώ) (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)] + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 81,06 ευρώ (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων, βλ. σχετ. 3 που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων) + 1.532,10 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του [(9.345,84 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του το έτος 2018 ÷ 183 Χ 30). Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται αυτός για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 2.528,66 ευρώ (4.089,48 € Χ 1/30 Χ 18,55), έναντι του οποίου η εναγομένη κατέβαλε, όπως προκύπτει από το κωδικό με την ονομασία «διπλά δρομολόγια» στις αποδείξεις πληρωμής, το ποσό των 1.192,11 ευρώ, απόμενοντος υπολοίπου ύψους 1.336,55 ευρώ. Αντίστοιχα, για το έτος 2019 το ως άνω πλοίο, κατά τις χρονικές περιόδους συνολικής απασχόλησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα. Συγκεκριμένα, κάθε Τρίτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι αφετηρίας (Πειραιάς) στις 10:20 π.μ. και αναχωρούσε στις 15:00 μ.μ., πραγματοποιώντας 1,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-280λ=80λ/60), κάθε Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά στις 11:10 π.μ. και αναχωρούσε στις 15:00 μ.μ., πραγματοποιώντας 2,17 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-230λ=130λ/60), κάθε Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 13:10 μ.μ. και απέπλεε στις 17:00 μ.μ. πραγματοποιώντας 2,17 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-230λ=130λ/60) και συνολικά πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως 5,67 ώρες πρόωρης αναχώρησης, εκτελώντας 0,71 δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα (5,67/8). Συνεπώς, εκτέλεσε συνολικά 5,57 δρομολόγια εξπρές (7,85 εβδομάδες Χ 0,71 δρομολόγια εξπρές) για τα οποία δικαιούται πρόσθετη αμοιβή. Στην συγκεκριμένη περίπτωση για το έτος 2019 οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (με βάση την ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών του έτους 2018) ανέρχονταν συνολικά σε 4.117,74 ευρώ (βασικός μισθός 1.181,15 + επίδομα Κυριακών 259,86 + 587,70 αντίτιμο τροφής, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως] + βαρ και ανθυγ. 35,92 ευρώ + επίδομα αδείας 461,05 ευρώ [1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 2.028,71 ευρώ Χ 1/22 = 92,21 ευρώ Χ 5 ημέρες = 461,05 ευρώ) (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)] + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 82,68 ευρώ (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων, βλ. σχετ. 3 που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων) + 1.509,38 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του [(2.767,2 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του για το έτος 2019 ÷ 55 ημέρες Χ 30). Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται αυτός για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 764,52 ευρώ (4.117,74 € Χ 1/30 Χ 5,57 δρομολόγια εξπρές), έναντι του οποίου η εναγομένη κατέβαλε, όπως προκύπτει από το κωδικό με την ονομασία «διπλά δρομολόγια» στις αποδείξεις πληρωμής, το ποσό των 233,03 ευρώ, απόμενοντος υπολοίπου ύψους 531,49 ευρώ.
Επιπροσθέτως, ο ενάγων δικαιούται, για τα χρονικά διαστήματα απασχόλησής του, από 1-5-2018 έως 5-6-2018, από 10-7-2018 έως 17-7-2018 και από 8-9-2018 έως 1-11-2018, ήτοι για 99 ημέρες εργασίας του, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων για το έτος 2018, η οποία ισούται με 2/25 του μηνιαίου μισθού, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του με την εναγομένη εργοδότρια δε διήρκησε καθόλη τη χρονική περίοδο από 1-5 έως 31-12, σύμφωνα με το άρ. μόνο παρ. 3 της Υ.Α. 70.109/8.008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», σε συνδυασμό με το άρ. 14 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται [4.504,01 ευρώ τακτικές αποδοχές (βασικός μισθός 1157,99 + επ. κυρ. 254,76 + 576,3 αντίτιμο τροφής + βαρ και ανθυγ. 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας 452,05 ευρώ [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,3 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 1.989,05 ευρώ Χ 1/22 = 90,41 ευρώ Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρώ) + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 81,06 ευρώ + 1.532,10 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του [(9.345,84 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του το έτος 2018 ÷ 183 Χ 30) + 414,53 ευρώ ο μέσος όρος αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές (2.528,66/183 ημέρες Χ 30)], για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσόν των 1.877,27 ευρώ [4.504,01 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 360,32 € Χ 5,21 δεκαεννεαήμερα=1.877,27 €]. Επίσης, για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του το έτος 2018, ήτοι για 88 ημέρες εργασίας του, δικαιούται ο ενάγων να λάβει αναλογία επιδόματος Πάσχα, το οποίο ισούται με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του με την εναγομένη εργοδότρια δε διήρκησε καθόλη τη χρονική περίοδο από 1-1 έως 30-4, σύμφωνα με το άρ. μόνο παρ. 3 της Υ.Α. 70.109/8.008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», σε συνδυασμό με το άρ. 14 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Και συγκεκριμένα, δικαιούται το ποσό των 1.651,43 ευρώ [4.504,01 πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.252 € ÷ 15 = 150,13 € Χ 11 οκταήμερα=1.151,75 €]. Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε αυτής συγκαταλέγονται και οι θαλαμηπόλοι, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Έναντι του ποσού αυτού συνολικού ύψους 3.528,7 ο ενάγων εισέπραξε το έτος 2018 για δώρα εορτών το ποσό των 1.737,12 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται τη διαφορά ύψους 1.791,58 ευρώ. Αντίστοιχα, για αναλογία επιδόματος δώρου Πάσχα του έτους 2019 δικαιούται (τακτικές αποδοχές 4.534,75 ευρώ (βασικός μισθός 1.181,15 + επίδομα Κυριακών 259,86 + 587,70 αντίτιμο τροφής, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως] + βαρ και ανθυγ. 35,92 ευρώ + επίδομα αδείας 461,05 ευρώ [1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 2.028,71 ευρώ Χ 1/22 = 92,21 ευρώ Χ 5 ημέρες = 461,05 ευρώ) + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 82,68 ευρώ (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων, βλ. σχετ. 3 που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων) + 1.509,38 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του [(2.767,2 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του για το έτος 2019 ÷ 55 ημέρες Χ 30) + 417,01 ευρώ (764,52 συνολική αμοιβή δρομολογίων εξπρές έτους 2019/55 Χ 30) το ποσό των 1.039,21 ευρώ (4.534,75 τακτικές αποδοχές/2 Χ 1/15 Χ 6,875 οκταήμερα). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 501,16 €, όπως προκύπτει από τις νόμιμα προσκομισθείσες από την εναγομένη μηχανογραφημένες αποδείξεις πληρωμής που εξέδιδε το λογιστήριο της. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται τη διαφορά των (1.039,21-501,16=) 538,05 €. Περαιτέρω, όπως ήδη εκτέθηκε, ο ενάγων δικαιούται επίδομα άγονης γραμμής, το οποίο για το έτος 2018 ανερχόταν σε 489,01 ευρώ [1.157,99 Χ 7%=81,05 ευρώ μηνιαίως Χ 6,03 μήνες (181/30)] ενώ για το έτος 2019 σε 151,8 ευρώ [1.181,15 Χ 7%=82,68 Χ 1,83 μήνες (55/30)]. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε συνολικά 246,40 ευρώ. Επομένως, δικαιούται 394,41 ευρώ (640,81-246,40).
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων στις 2.4.2019 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 2α-5-2019, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής ο ενάγων δεν ναυτολογήθηκε εκ νέου παρά μονό στις 25-6-2019 στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «ΝΗΣΟΣ ΡΟΔΟΣ» πλοιοκτησίας εταιρίας που ανήκει στον ίδιο όμιλο (Αttica Group) με την εναγομένη εταιρία. Με τον τρόπο, όμως, αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργος. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 2.5.2019, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια επιλογή, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής. Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Η ως άνω αποζημίωση του ενάγοντος ανέρχεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75,76 και 77 του ΚΙΝΔ, στις τακτικές αποδοχές του 15 ημερών, υπολογιζόμενες κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, και ειδικότερα (ανέρχεται) εν προκειμένω στο ποσό των 2.267,37 [4.534,75 τακτικές αποδοχές Χ 15/30 (βασικός μισθός 1.181,15 + επίδομα Κυριακών 259,86 + 587,70 αντίτιμο τροφής, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως] + βαρ και ανθυγ. 35,92 ευρώ + επίδομα αδείας 461,05 ευρώ [1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 2.028,71 ευρώ Χ 1/22 = 92,21 ευρώ Χ 5 ημέρες = 461,05 ευρώ) + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 82,68 ευρώ + 1.509,38 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του + 417,01 ευρώ ο μέσος όρος αμοιβής δρομολογίων εξπρές (764,52 συνολική αμοιβή δρομολογίων εξπρές έτους 2019/55 Χ 30)].
Κατόπιν όσων εκτέθηκαν πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (7.737,98), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των πεντακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (538,05), που αφορά το κονδύλιο του δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2019. Τα ανωτέρω επιμέρους ποσά πρέπει να καταβληθούν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη απόλυση του ενάγοντος, ήτοι στις 2-4-2019, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα, πλην των κονδυλίων που αφορούν στη διαφορά επιδόματος εορτής Πάσχα, τα οποία οφείλονται νομιμότοκα από 1-5-2018 και 1-5-2019 αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρ. 10 της Υ.Α. 19.040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, λόγω του αντικειμένου της, ως απαιτήσεων από σύμβαση εργασίας (άρ. 907, 908 παρ. 1 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρ. 176, 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (538,05) με το νόμιμο τόκο από 1-5-2019 και μέχρι την εξόφληση του.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (7.737,98), νομιμότοκα από 2-4-2019, πλην του κονδυλίου που αφορά στη διαφορά επιδόματος εορτής του Πάσχα του έτους 2018, το οποίο είναι καταβλητέο με το νόμιμο τόκο από 1-5-2018.
Κηρύσσει την απόφαση, κατά την ανωτέρω διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις
, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.