ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
648/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 05-10-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου … (οδός …) με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικόλαου Κουντούρη με Α.Μ. 30001 του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Σταμούλη με Α.Μ. 2138 του Δ.Σ. Πειραιώς.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-12-2019 και με αριθμό κατάθεσης 11954/6042/2019 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε, κατόπιν αναβολής, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, κατά τους χρόνους που ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή του, μεταξύ αυτού και της εναγομένης – πλοιοκτήτριας εταιρίας του υπό ελληνικής σημαίας πλοίου με την ονομασία «…», Νηολογίου ….. με αριθμό …, κοχ 16.391,, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., προσέφερε δε την εργασία του κατά τα χρονικά διαστήματα από 9-1-2018 έως 25-2-2018, από 1-4-2018 έως 2-11-2018, από 30-11-2018 έως 31-1-2019, από 2-4-2019 έως και 6-10-2019 και από 6-10-2019 έως και 14-11-2019 οπότε απολύθηκε. Περαιτέρω, αναφέρει ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του επί του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα ειδικά στην αγωγή ακτοπλοϊκά δρομολόγια, διάρκειας άνω των 12 ωρών ημερησίως, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, μεταξύ των οποίων και της πραγματοποίησης δρομολογίων «εξπρές», ότι απασχολήθηκε όλες τις ημέρες της εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των Κυριακών, επί 14 ώρες ως διαμεριστής θαλαμηπόλος και επί 12 ώρες με ως θαλαμηπόλος αξιωματικών, όπως ειδικότερα αναλύει στην αγωγή του, εντός των πλαισίων των ειδικώς καθοριζομένων καθηκόντων της ειδικότητάς του. Ότι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις: α) για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης ποσού 26.535,38 ευρώ, β) για διαφορά επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές ποσού 5.862,81 ευρώ, γ) για διαφορά δώρων εορτών ποσού 7.678,17 ευρώ, δ) για αποζημίωση απόλυσης ποσού 2.626,60 ευρώ. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων, με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του (άρθρο 223 ΚΠολΔ) που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του, μετέτρεψε σε αναγνωριστικό το αίτημα που αφορά το κονδύλιο της υπερωριακής απασχόλησης και διατήρησε καταψηφιστικό το αίτημα της αγωγής για τα λοιπά κονδύλια. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής (άρθρα 223, 224, 295, 297 ΚΠολΔ), με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 16.167,58 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 26.535,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Επικουρικά δε, στη περίπτωση που απασχολήθηκε δυνάμει άκυρης σύμβασης εργασίας, ζητεί την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, δεδομένου ότι η εναγομένη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του με την αποδοχή των παρεχόμενων υπηρεσιών του και τη μη καταβολή των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός της σώζεται έως σήμερα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, δεδομένου ότι προσκομίσθηκε το κατ’ άρθρο 3 παρ.2 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 του ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη, αφού διευκρινίζεται ποιων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποιων η καταψήφιση, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές (ούτε δρομολόγια του πλοίου, ο προορισμός του, τα ενδιάμεσα λιμάνια και η ώρα απασχόλησης του), αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής, αλλά και της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’, 904 επ. ΑΚ, 53, 54, 60 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», στις διατάξεις των Σ.Σ.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2017, 2018 και 2019, των ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2018 και 2019 , καθώς επίσης και στα άρθρα 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, μη νόμιμο κρίνεται το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατά το μέρος, που τα αγωγικά αιτήματα τράπηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, διότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν παράγουν εκτελεστότητα αλλά οι συνέπειές τους εξαντλούνται στο ουσιαστικό δεδικασμένο. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι το αιτούμενο προς καταψήφιση ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 2 του Ν. 3994/2011.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. V της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.). Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η άσκηση της αγωγής είναι καταχρηστική, καθόσον ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του.
Ι. Ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή, το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση 6ωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 1 του π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Σύμφωνα με το άρθρο 33 των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018, το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., και καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο).
ΙΙ. Από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολογήσεως κάθε μέλους αυτού για λογαριασμό του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνον την αποζημίωση που ορίζεται στα άρθρα 75 παρ. 3 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού (βλ. ΕφΘεσ 1115/2009 Αρμ 2009 1217, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝαυτΔ 2005 92, ΕφΠειρ 246/2005 ΕΝαυτΔ 2005 452). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 76 εδ. α΄ του ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, σε
περίπτωση που η σύμβαση του ναυτικού λυθεί λόγω παροπλισμού του πλοίου, που είχε διαρκέσει τουλάχιστον επί δεκαπενθήμερο, τότε αυτός δικαιούται αποζημίωσης, κατ’ άρθρον 75 του ΚΙΝΔ, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη του μισθού 15 ημερών. Παροπλισμένο θεωρείται το πλοίο που παραμένει αργό στο λιμάνι, είτε γιατί δεν υπάρχει συμφέρων ναύλος είτε γιατί εκτελούνται επισκευές για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (βλ. ΕφΠειρ 346/2011 ΕΝαυτΔ 2011 271, ΕφΠειρ 440/2006 ΕΝαυτΔ 2006 367, ΕφΠειρ 929/2001 ΠειρΝομ 2002 36). Ακόμη, η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου διενεργείται για ανανέωση των πιστοποιητικών του και διατήρηση της
κλάσης του και η διακοπή των πλόων για το λόγο αυτό υπάγεται στις περιπτώσεις παροπλισμού κατά την ως άνω έννοια του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 440/2006 ο.π.). Εξάλλου, στο άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΔΝΔ ορίζεται: «Διακοπή εκτελέσεως των κατά τας διατάξεις των άρθρων 171 και 172 εγκρινομένων δρομολογίων επιτρέπεται εις τας κατωτέρω περιπτώσεις: α) δι’ ετησίαν επιθεώρησιν του πλοίου και επί χρονικόν διάστημα μέχρις εξήκοντα (60) ημερών …», και στο άρθρο 174 παρ. 3 ιδίου Κώδικος ορίζεται: «Οι κατά την παράγραφον 1 περιπτ. α’ και 3 του προηγουμένου άρθρου απολυόμενοι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ αποζημιώσεως, εάν εντός τεσσαράκοντα (40) ή ενενήκοντα (90) ημερών, αντιστοίχως από της απολύσεώς των ναυτολογηθούν επί του αυτού πλοίου ή δεν αποδεχθούν την επαναναυτολόγησίν των, προσφερομένην υπό τους αυτούς ως πρότερον όρους». Ωστόσο, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 περ. α` και 174 παρ. 1 του ΚΔΝΔ, όπως ρητώς αναφέρεται σ’ αυτές, εφαρμόζονται μόνον στην περίπτωση που το πλοίο διακόπτει την εκτέλεση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί κατά τις διατάξεις περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών (άρθρα 170, 171, 172 του ΚΔΝΔ, ν. 2932/2001, ΠΔ 684/1976, ΠΔ 814/1974), δηλαδή αυτών που αφορούν τη μεταφορά προσώπων και πραγμάτων μεταξύ των ελληνικών λιμένων, τα οποία διακόπτονται κατόπιν αιτήσεως του εφοπλιστή, γνωματεύσεως της Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων και εγκρίσεως του αρμοδίου Υπουργείου (βλ. ΕφΠειρ 933/2005 ΕΝαυτΔ 2005 437, Δ. Μυλωνόπουλο «Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο» εκδ. 2η σελ. 243 επ.). Τέλος, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.).
ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 14 των ΣΣΝΕ που αναφέρθηκαν, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε αυτής συγκαταλέγονται και οι θαλαμηπόλοι, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …), την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης … ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου Γεωργίας Ροδίτη, που λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …), καθώς και από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 9-1-2018 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων, που είναι απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθ. … ναυτικού φυλλαδίου, ναυτολογήθηκε αυθημερόν ως θαλαμηπόλος, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς …, αριθ. ΙΜΟ 9197105, κοχ 16.391), πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας και εργάσθηκε μέχρι 25/2/2018 οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Ακολούθως, με την από 4-1-2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε έως τις 28-5-2018 οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο”, και επαναυτολογήθηκε σ’ αυτό στον Πειραιά αυθημερόν, εργάσθηκε δε μέχρι την 2α/11/2018 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Με την από 30-11-2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε στον Πειραιά ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ως άνω πλοίο με την ίδια ειδικότητα και εργάσθηκε μέχρι 31-1-2019 οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, επαναυτολογήθηκε δε στις 2-4-2019 και εργάσθηκε μέχρι 6-10-2019 οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Εν συνεχεία, σε εκτέλεση της από 6-10-2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο και εργάσθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου μέχρι 14-11-2019 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» των μερών. Ο μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε κλειστός ανερχόμενος μηνιαίως σε 2.825,41 μεικτά ευρώ για το χρονικό διάστημα από 9-1-2018 έως 25-2-2018, σε 2.721,87 ευρώ μεικτά για το χρονικό διάστημα από 1-4-2018 έως 2-11-2018, σε 2.857,59 ευρώ μεικτά για το χρονικό διάστημα από 30-11-2018 έως 31-1-2019, σε 2.881,89 ευρώ μεικτά για το χρονικό διάστημα από 2-4-2019 έως 6-10-2019 και σε 2.973,00 ευρώ μεικτά από 6-10-2019 έως 14-11-2019, ενώ ο βασικός μισθός συμφωνήθηκε ότι θα ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων. H ΣΣΝΕ ακτοπλοϊας του έτους 2017 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5.1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017 είχε λήξει ήδη από 31.12.2017, χωρίς να παραταθεί η ισχύς της και χωρίς να συναφθεί νέα για το έτος 2018 [τέτοια συνήφθη στις 4.9.2018, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14.11.2018 (ΦΕΚ, τεύχος δεύτερο με αριθμό 5084), ήτοι συνήφθη και κυρώθηκε μετά τις πρώτες δύο επίδικες αποναυτολογήσεις του ενάγοντος και συνεπώς δε τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω για την εργασία που παρείχε μέχρι 2-11-2018, βλ. σχετ. ΑΠ 1267/1987, ΕΕΔ 1988/1128 = ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ. 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/429,]. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, η βούληση των μερών, όπως χωρίς αμφιβολία αποδεικνύεται από το κείμενο της ανωτέρω σύμβασης εργασίας, όπου δε γίνεται ρητή παραπομπή σε συγκεκριμένη ΣΣΕ, αλλά η εκάστοτε εφαρμοστέα ΣΣΕ προσδιορίζεται με βάση τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, που αφορούν τους ένδικους χρόνους, ήταν να ρυθμίζεται ο μισθός του σύμφωνα με τους όρους της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, και σε περίπτωση σύναψης νέας ΣΣΝΕ η εφαρμογή αυτής, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι στις από 9-1-2018 και 1-4-2018 έγγραφες συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, περιλήφθηκε όρος, σύμφωνα με τον οποίο “ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές (εννοείται του ενάγοντος) νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα ΣΣΕ ”, ενώ ο προβληθείς ισχυρισμός της εναγομένης περί συμφωνίας τους στην σύμβαση εργασίας του για “κλειστό” μηνιαίο μισθό, και συνακόλουθα περί της βούλησής τους κατά την ναυτολόγησή του, όπως αποτυπώθηκε στο συμβατικό κείμενο, να εφαρμόζεται στην εργασιακή του σύμβαση η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ της κατηγορίας του συγκεκριμένου πλοίου, και ελλείψει τέτοιας ΣΣΝΕ εν ισχύ (να εφαρμόζεται) ο συμφωνηθείς “κλειστός” μισθός και όχι η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ, ουδόλως αποδείχθηκε. Ειδικότερα στη σύμβαση προβλέφθηκε ως μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ο υπολογιζόμενος σύμφωνα με τα οριζόμενα στη Συλλογική Σύμβαση Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2017 (βλ. τις αποδείξεις πληρωμής που εκδόθηκαν από 1-2-2018 έως 2/11/2018 όπου αναγράφεται ως μισθός ενεργείας το ποσό των 1.157,99 ευρώ και επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ) για τη συγκεκριμένη ειδικότητα ναυτικών, όπερ σημαίνει ότι ουσιαστικά ορίσθηκαν εφαρμοστέες στη σύμβαση οι ρυθμίσεις της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, παρά την ήδη κατά την κατάρτισή της επελθούσα λήξη της, με τις περαιτέρω επισημάνσεις ότι, σύμφωνα με το ναυτικό του φυλλάδιο, παραπλεύρως της λέξης «μισθός» στη ναυτολόγησή του αναγράφονται τα κεφαλαία γράμματα «Σ.Σ.», δηλαδή «Συλλογική Σύμβαση». Και ναι μεν στην ΣΣΝΕ των μελών των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018 αναφέρεται ότι ισχύει αναδρομικά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018, πλην όμως δεν θα εφαρμοσθεί εν προκειμένω για το χρονικό διάστημα πριν την δημοσίευση της κύρωσης της, δεδομένου ότι οι κυρούμενες ΣΣΝΕ, η ισχύς των οποίων επεκτείνεται και σε μη συμβληθέντες τρίτους (όπως εδώ η εναγόμενη, για την οποία δεν προκύπτει, ούτε ο ενάγων επικαλείται, ότι ήταν μέλος της συνδικαλιστικής εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψή της), δεν έχουν δεσμευτική ισχύ πριν την διά της κύρωσής τους επέκτασή τους και δεν εφαρμόζονται σε ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που είχαν λυθεί πριν την έναρξη της ισχύος τους, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση (ΑΠ 1905/1987 ΕλλΔνη 1988.1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΕΔ 1989/275 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1267/1987 ο.π., Εφ.Πειρ. 368/2019, Εφ.Πειρ. 122/2019, Εφ.Πειρ. 494/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 740/2015, T.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη ναυτολόγηση του ενάγοντος που διήρκησε από 30-11-2018 έως 31-1-2019 οι αποδοχές και οι όροι της εργασίας του καθορίζονταν από την από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.10/81307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’5124/15-11-2018), ενώ για τις ναυτολογήσεις που επακολούθησαν (από 2-4-2019 έως 6-10-2019 και από 6-10-2019 έως 14-11-2019) οι όροι εργασίας του καθορίζονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019) και τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.10/56166/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄3097/1-8-2019). Κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο «…» διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό κυρίως τη Νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, το πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα κυκλικά: α) στις 9-1-2018 το πλοίο αναχώρησε την Τρίτη από τον Πειραιά στις 9:00, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Κω, Ρόδο, Κω, Λέρο, Πάτμο και επέστρεφε στον Πειραιά την Τετάρτη στις 12.20, εν συνεχεία αναχώρησε την ίδια ημέρα στις 19:00 με προορισμό τη Ρόδο και ενδιάμεσους σταθμούς τη Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, και επέστρεψε στον Πειραιά στις 8:05 της Παρασκευής, αναχωρώντας την ίδια ημέρα στις 19:00 με προορισμό τη Ρόδο όπου αφίχθη το Σάββατο στις 10:20 επιστρέφοντας στον Πειραιά στις 5:30 π.μ. την Κυριακή 14/1/2018, β) κατά το χρονικό διάστημα από 15-1-2018 έως και 25-2-2018 και από 25-2-2018 έως και 17-5-2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από το λιμένα Πειραιώς στις 20:00 μ.μ. με ενδιάμεσο σταθμό το λιμένα Χίου και προορισμό τη Μυτιλήνη όπου έφθανε στις 07:55 της επόμενης ημέρας, παρέμενε δε στη Μυτιλήνη μέχρι 20:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά, με ενδιάμεσο λιμάνι τη Χίο, στις 6:55 της μεθεπόμενης ημέρας, γ) κατά τα χρονικά διαστήματα από 18-5-2018 έως και 10-6-2018 και από 1-10-2018 έως και 2-11-2018 το πλοίο εκτελούσε εκ περιτροπής και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος, Πάτμος, Λέρος, Κάλυμνος, Κως, Ρόδος και αντίστροφα αναχωρώντας από το λιμένα Πειραιώς στις 19:00 μ.μ. κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή, με προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε στις 17:00 μ.μ. την επομένη της αναχώρησης, ενώ τη δεύτερη εβδομάδα αναχωρούσε τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από το λιμένα Πειραιά στις 18:00 μ.μ. με προορισμό Ρόδο όπου έφθανε στις 09:00 π.μ. τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή και στις 10:00 την ημέρα Δευτέρα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Θήρα και Κω, πλην της Κυριακής κατά την οποία συμπεριλαμβανόταν στο δρομολόγιο και η Σύμη, δ) κατά τη θερινή περίοδο από 11-6-2018 έως και 30-9-2018 το πλοίο εκτελούσε με εναλλαγή ανά εβδομάδα το δρομολόγιο Πειραιάς- Σύρος – Πάτμος – Λέρος – Κως – Ρόδος και αντίστροφα, αναχωρώντας τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή στις 19:00 και τη Κυριακή αναχωρούσε στις 18:00 από Πειραιά με προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε στις 10:00 π.μ. και ενδιάμεσους σταθμούς τη Θήρα – Κω – Σύμη, αναχωρώντας τις λοιπές ημέρες εβδομάδας, ήτοι τη Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο από Πειραιά στις 18:00 και έφθανε στη Ρόδο στις 09:00 π.μ., ε) κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2018 έως και 30-9-2018 και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το πλοίο αναχωρούσε από το λιμένα Πειραιά τις ημέρες Δευτέρα, και Τετάρτη στις 19:00 μ.μ. και την ημέρα Πέμπτη στις 23:55 μ.μ., με ενδιάμεσους σταθμούς τη Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε την Τρίτη στις 10:10 π.μ., την Πέμπτη στις 8:30 π.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά την Τετάρτη στις 8:05 π.μ., την Πέμπτη στις 21:30 μ.μ. και το Σάββατο στις 07:00 όπου παρέμενε μέχρι τις 18:00 μ.μ. της Κυριακής, οπότε αναχωρούσε και πάλι με προορισμό τη Ρόδο όπου έφθανε στις 10:00 π.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06:00 π.μ. της Τρίτης. Κάθε δεύτερη βδομάδα της περιόδου αυτής και κάθε Τρίτη το πλοίο έφτανε, όπως εκτέθηκε, στον Πειραιά στις 6.00 και αναχωρούσε ξανά στις 07.30 από Πειραιά ως λιμάνι αφετηρίας για Σύρο Μύκονο, Σύρο, Πειραιά όπου έφτανε στις 18.30 ως λιμάνι αφετηρίας και αναχωρούσε πάλι στις 21.30 για Θήρα, Κω, Ρόδο, Κω, Θήρα. Κάθε Πέμπτη το πλοίο έφτανε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε ξανά για το επόμενο το δρομολόγιο στις 9.00 από Πειραιά ως λιμάνι αφετηρίας για Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο, Πειραιά, Σύρο. Κάθε Σάββατο το πλοίο έφτανε στον Πειραιά στις 21.10 και αναχωρούσε ξανά για το επόμενο δρομολόγιο στις 23.55 από Πειραιά ως λιμάνι αφετηρίας για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, ε) για το χρονικό διάστημα από 2-4-2019 έως και 9-6-2019 και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το πλοίο αναχωρούσε τη Δευτέρα στις 19:00 για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε τη Τρίτη στις 10:10 π.μ., αναχωρούσε στις 17:00 μ.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά στις 8:05 π.μ. της Τετάρτης, στη συνέχεια αναχωρούσε στις 19:00 μ.μ. και εκτελούσε το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, ενώ την Παρασκευή αναχωρούσε στις 19:00 μ.μ. για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 10:20 π.μ. του Σαββάτου και επέστεφε στον Πειραιά στις 06:30 π.μ. την Κυριακή. Την δεύτερη εβδομάδα αναχωρούσε στις 18:00 μ.μ. την Κυριακή για Θήρα, Κω, Σύμη, Ρόδο όπου έφθανε στις 10:00 π.μ. και επέστρεφε την Τρίτη στις 07:45 στον Πειραιά, αναχωρούσε εκ νέου στις 18:00 .μ. πραγματοποιώντας το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, ενώ την Πέμπτη αναχωρούσε στις 18:00 μ.μ. για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθανε την Παρασκευή στις 09:00 π.μ. και επέστεφε στον Πειραιά το Σάββατο στις 06:40 π.μ. αναχωρώντας στις 19:00 μ.μ. για Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμπ όπου έφθανε την Κυριακή στις 23:40 μ.μ., ζ) για το χρονικό διάστημα από 10-6-2019 έως και 14-7-2019 και με εναλλαγή ανά εβδομάδα το πλοίο αναχωρούσε τη Δευτέρα στις 18:00 για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε τη Τρίτη στις 09:10 π.μ. και επέστρεφε στον Πειραιά τη Τετάρτη στις 8:05 π.μ., αναχωρώντας στις 18:00 της ίδιας ημέρας με προορισμό το λιμάνι αφετηρίας όπου έφθανε στις 21:00 την Πέμπτη, αναχωρούσε στη συνέχεια στις 23:59 για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθανε την Παρασκευή στις 14:30 και επέστεφε στον Πειραιά το Σάββατο στις 08:00 π.μ., όπου παρέμενε μέχρι τις 21:30 της Κυριακής οπότε και αναχωρούσε για Θήρα, Κω, Σύμη, Ρόδο όπου έφθανε στις 12:00 της Κυριακής και επέστεφε τη Τρίτη στις 06:00 στον Πειραιά. Την δεύτερη εβδομάδα αναχωρούσε στις 8:00 π.μ. της Τρίτης για Σύρο, Μύκονο όπου έφθανε στις 12:40 και επέστρεφε στον Πειραιά την ίδια ημέρα στις 18:30, αναχωρώντας στις 21:30 για Θήρα, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 11:10 τη Τετάρτη και επέστεφε τη Πέμπτη στις 05:30, στη συνέχεια αναχωρούσε στις 09:00 π.μ. για Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 20:15 και αναχωρούσε στις 23:50 για Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και Πειραιά όπου επέστρεφε την Παρασκευή στις 12:55. Στις 18:00 της Παρασκευής αναχωρούσε για Σύρο, Κάλυμνο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 07:10 του Σαββάτου και αναχωρούσε στις 09:00 για Κω, Κατάπολα και Πειραιά όπου έφθανε στις 20:40 , αναχωρώντας εκ νέου στις 23:55 του Σαββάτου για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθανε στις 14:30 της Κυριακής, ι) κατά το χρονικό διάστημα από 15-7-2019 έως και 8-9-2019 το πλοίο αναχώρησε τη Τρίτη στις 08:00 για Σύρο, Μύκονο και επέστεψε στον Πειραιά στις 18:30, αναχώρησε στην ίδια ημέρα στις 21:30 για Θήρα, Κω, Ρόδο, όπου έφθασε στις 11:10 τη Τετάρτη και επέστρεψε στον Πειραιά την Πέμπτη στις 05:30, αναχώρησε στη συνέχεια στις 23:59 για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθασε την Παρασκευή στις 14:30 και επέστρεψε στον Πειραιά το Σάββατο στις 08:00, αναχωρώντας την ίδια ημέρα στις 12:00 για Πάρο, Νάξο, Πάτμο, Λέρο και Κω όπου έφθανε στις 23:40 και επέστεφε την Κυριακή στον Πειραιά στις 9:15, ιη) κατά το χρονικό διάστημα από 9-9-2019 έως 4-10-2019 το πλοίο αναχωρούσε τη Τρίτη στις 06:00 από Πειραιά για Σύρο, Μύκονο και επέστρεφε στον Πειραιά στις 18:30, εν συνεχεία αναχωρούσε στις 21:30 για Θήρα, Κω, Ρόδο όπου έφθανε τη Τετάρτη στις 11:10 και επέστρεφε στον Πειραιά τη Πέμπτη στις 07:45, στις 18:00 την ίδια ημέρα αναχωρούσε για Βαθύ, Κω, Ρόδο όπου έφθανε την Παρασκευή στις 09:00 και επέστεφε στον Πειραιά το Σάββατο στις 06:40 όπου παρέμενε μέχρι τις 18:00 της Κυριακής.
Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν ανέρχονταν σε 12 ή 14 ώρες ημερησίως, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα των θαλαμηπόλων. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση εκάστης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανά λιμένα προσεγγίσεως. Αποδεικνύεται, όμως, περαιτέρω ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του ο ενάγων εργαζόταν, κατ’ εντολή του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ότι του κατέβαλε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας του είκοσι οκτώ (28) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Τις αποδοχές αυτές, που αντιστοιχούν σε υπερωριακή απασχόληση πενήντα έξι [56] περίπου λεπτών της ώρας ημερησίως, η εναγομένη υπολόγιζε με βάση το ωρομίσθιο του ενάγοντος προσαυξημένο κατά ποσοστό 25% (234,17 € ÷ 28 ώρες = 8,36 €/ώρα). Την αμοιβή αυτή μάλιστα η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε ακόμη και τους μήνες που ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά ή τους μήνες κατά τους οποίους πραγματοποίησε λιγότερες ώρες υπερωριών. Εξάλλου, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο ενάγων κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο «…» απασχολήθηκε κυρίως σε κάποιο από τα κυλικεία του πλοίου, επιφορτισμένος με το σερβίρισμα των επιβατών και την καθαριότητα του αντίστοιχου χώρου, εκ περιτροπής εκτελούσε νυκτερινή υπηρεσία στο μοναδικό διανυκτερεύον κυλικείο του πλοίου από τις 22:00 έως 07:00 και στη συνέχεια από τη λήξη της βάρδιάς του, ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση εργασιών καθαριότητας στις καμπίνες των επιβατών, απασχολούμενος πλέον ως «διαμεριστής», καθώς, κάθε ημέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, χρεωνόταν 17 κοιτώνες, τους οποίους έπρεπε να ευπρεπίζει, μεριμνώντας για την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων και τον καθαρισμό τους, πάντοτε στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου (Πειραιά και Ρόδο αντίστοιχα) αλλά ακόμα και ενδιάμεσα, αν κατά τη διάρκεια του δρομολογίου συνέβαινε κάποια καμπίνα να κενωθεί, προκειμένου να παραδοθεί σε επόμενο επιβάτη. Κατά το υπόλοιπο του επιδίκου χρονικό διάστημα ο ενάγων εκτελούσε πρωινή εργασία σε κάποιο από τα εσωτερικά κυλικεία του πλοίου απασχολούμενος εκεί σε δύο [2] βάρδιες και, συγκεκριμένα, από 06:00 έως 11:30 και από 16:30 έως 23:30. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την ένορκη βεβαίωση του … και δεν ανατρέπονται από την ένορκη κατάθεση του …, ο οποίος ανέφερε ότι μετά τη λήξη της βραδινής υπηρεσίας του ο ενάγων δε χρειαζόταν να απασχοληθεί σε άλλα πόστα γιατί ήταν ώρες ξεκούρασης και συνέχιζαν οι άλλες βάρδιες των θαλαμηπόλων, ιδίως ενόψει του μη αμφισβητούμενης γνησιότητας ως εκδοθέντος από αυτόν «πλάνου καθαρισμού καμπινών» που προσκομίζει ο ενάγων, όπου εμφανίζεται αυτός ως επιφορτιζόμενος με την υποχρέωση καθαρισμού συγκεκριμένου κάθε φορά αριθμού καμπινών επιβατών. Επιπλέον, σύμφωνα με την υποχρεωτική Οργανική Σύνθεση του εν λόγω πλοίου, απασχολούνταν κατά την ένδικη περίοδο ως «προσωπικό γενικών υπηρεσιών», ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος (1), ένας (1) Αρχιθαλαμηπόλος, είκοσι δύο (22) θαλαμηπόλοι, αυξανόμενοι κατά δύο (2) τη χρονική περίοδο 1.4 έως 30.9 και δεκαπέντε (15) επίκουροι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες συχνές προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, που είχαν ως αποτέλεσμα περισσότερες εντός του ιδίου δρομολογίου εναλλαγές των επιβατών που χρησιμοποιούσαν τους κοιτώνες του, οι οποίοι έπρεπε να ευπρεπιστούν πριν παραδοθούν στον επόμενο χρήστη τους, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητας του ενάγοντος και εντεύθεν της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της αυξημένης επιβατικής κίνησης ιδίως κατά τις θερινές περιόδους, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου “…” και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος, πολύ δε περισσότερο καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος δεν ήταν και κατά την κοινή λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του ωραρίου απασχόλησής του στα κυλικεία του πλοίου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι αυτό κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων το έτος 2018 εργάσθηκε ως διαμεριστής θαλαμηπόλος τις ακόλουθες ημέρες: α) το έτος 2018 εργάσθηκε 15 Σάββατα (ήτοι, τις 21/4, 5, 79 και 26/5, 2, 9, 23/6, 7, 14, 21 και 28/7, 6, 13, 20 και 27/10) και 5 αργίες [ήτοι, τις 9/4 (Δευτέρα του Πάσχα), 23/4 (Αγίου Γ εωργίου), 1/5 (Πρωτοµαγιά), 17/5 (της Αναλήψεως) και 28/10 (εθνική εορτή)] και συνολικά επί 20 ηµέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 12 ώρες καθ’ εκάστη και πραγµατοποίησε συνολικά 240 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενες προς € 10,04 την ώρα με βάση τη ΣΣΕ έτους 2017, για τις οποίες έπρεπε να λάβει € 2.409,6 ευρώ. Επί 107 καθημερινές και 10 Κυριακές και συνολικά επί 117 ημέρες, κατά τις οποίες παρείχε 4 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινά και συνολικά 468 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενες προς € 8,37 έκαστη, για τις οποίες έπρεπε να λάβει € 3.917,16 ευρώ. Τις ημέρες που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και παρέμενε στο λιμάνι, ο ενάγων δεν παρείχε υπερωριακή εργασία, καθώς δεν υπήρχε ανάγκη προς τούτο, λόγω της μη διενέργειας του πλου και της ελλείψεως επιβατών στο πλοίο, τις δε αργίες ή τις ημέρες που είχε απαγορευτικό ή στις απεργίες της Π.Ν.Ο., αυτός δεν απασχολείτο στο πλοίο. Κατά τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα και µη προγραμματισμένα δρομολόγια, πέραν του καθορισμένου προγράμματος των δρομολογίων του, αλλά και κατά τις ημέρες που το πλοίο σύμφωνα µε το πρόγραμμά του εκτελούσε εξπρές δρομολόγια, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, λαμβανομένου υπόψη και του μέσου όρου των υπερωριών που πραγματοποίησε ο εργαζόμενος. Συνεπώς, δεδομένου ότι έχει συμπεριληφθεί στην αγωγή σχετικό κονδύλιο για τα έκτακτα δρομολόγια, δεν είναι δυνατόν να επιδικασθεί αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση διότι κατά ένα μέρος τα δύο κονδύλια συμπίπτουν. Περαιτέρω, κατά τις ημέρες που ο ενάγων εργάσθηκε ως θαλαμηπόλος αξιωματικών, δηλαδή από 9-1-2018 έως και 25-2-2018 και από 1-8-2018 έως και 30-9-2018, παρείχε τις υπηρεσίες του από τις 7:00 έως τις 13:30 και ακολούθως από τις 18:30 έως τις 22:00. Συνεπώς, επί 16 Σάββατα και 3 αργίες [19/2 (Καθαρά Δευτέρα), 15/8 (Κοίμηση της Θεοτόκου) και 14/9 (του Σταυρού)] και συνολικά επί 19 ημέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποίησε συνολικά 190 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενες προς € 10,04 την ώρα, για τις οποίες έπρεπε να λάβει € 1.907,6. Επίσης, εργάσθηκε ως θαλαμηπόλος αξιωματικών επί 74 καθημερινές και 16 Κυριακές και συνολικά επί 90 ημέρες, παρέχοντας 2 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινά και συνολικά 180 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενες προς € 8,37 έκαστη, για τις οποίες έπρεπε να λάβει € 1.506,6. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εκτελούσε, επιπροσθέτως, υπηρεσία προσωπικού ασφάλειας λιμένα (πυρασφάλεια). Η παροχή των υπηρεσιών του ενάγοντος στις βάρδιες λιμένος, υπό τις αναφερόμενες εις αυτές συνθήκες, δηλαδή παραμονή στη ρεσεψιόν, αποτελεί τη λεγόμενη “γνήσια ετοιμότητα για εργασία”, στην οποία έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και στην οποία ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής από όπου καλούμενος να έχει την δυνατότητα να προσέλθει στον τόπο εργασίας) και χρόνο, διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, οπότε σε αυτήν τη μορφή ετοιμότητας θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα αν θα παρουσιασθούν περιστατικά για την παροχή εργασίας και έτσι η ετοιμότητα εξομοιώνεται ολότελα με την κανονική εργασία, γιατί, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού (ΑΠ 10/2009 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή άλλης εργασίας κατά Κυριακές και αργίες, στις οποίες θεμελιώνεται η φερόμενη προς διάγνωση αξίωση του ενάγοντος. Ο ενάγων, πλέον των τακτικών καθηκόντων του, απασχολούνταν σε 6 ημερήσιες βάρδιες πυρασφαλείας ανά μήνα, παρέχοντας 104 ώρες υπερωριακής εργασίας (2 ώρες ανά βάρδια, επί 6 βάρδιες, επί 8,67 μήνες Χ 8,37 ευρώ έκαστη), για τις οποίες έπρεπε να λάβει € 870,48, καθώς επίσης και σε 1 νυχτερινή βάρδια ανά μήνα, παρέχοντας 30 ώρες υπερωριακής εργασίας (3,5 ώρες ανά βάρδια, επί 8,67 μήνες Χ 8,37 ευρώ έκαστη), για τις οποίες έπρεπε να λάβει 251 ευρώ.
Κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, από 2.4.2019 έως και 30.4.2019 από 2.6.2019 έως και 30.7.2019 και από 1.9.2019 έως και 5.10.2019 ο ενάγων εργάσθηκε: α) 10 Σάββατα (6, 13 και 20/4, 8 και 22/6, 6, 13, 20 και 27/7 και 7/9) και 3 αργίες [26/4 (Μεγάλη Παρασκευή), 29/4 (Δευτέρα του Πάσχα) και 6/6 (της Αναλήψεως)] και συνολικά επί 13 ημέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως και παρείχε συνολικά 156 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες έπρεπε να λάβει € 1.628,64 (156 Χ 10,44 ευρώ/ώρα με βάση τη ΣΣΕ Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019), β) 85 καθημερινές εργάσιμες ημέρες και 12 Κυριακές (7, 14 και 21/4, 2, 9 και 23/6, 7, 14, 21 και 28/7, 1 και 8/9) και συνολικά επί 97 ημέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας 4 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινά και συνολικά 388 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες έπρεπε να λάβει 3.313,52 ευρώ (388 Χ 8,70 ευρώ/ώρα). Αντιθέτως, τις ημέρες που το πλοίο δεν είχε προγραμματισμένη αναχώρηση και παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά ή τα δρομολόγια του παρέμειναν ανεκτέλεστα (ήτοι, τις 27/4, 15 και 29/6, 14, 27 και 28/9 και 5/10, 28/4, 16 και 30/6, 15, 22 και 29/9), καθώς δεν υπήρχε ανάγκη προς τούτο, λόγω της μη διενέργειας του πλου και της ελλείψεως επιβατών στο πλοίο, τις δε αργίες ή τις ημέρες που είχε απαγορευτικό ή στις απεργίες της Π.Ν.Ο., αυτός δεν απασχολείτο στο πλοίο. Κατά τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα και µη προγραμματισμένα δρομολόγια, πέραν του καθορισμένου προγράμματος των δρομολογίων του, αλλά και κατά τις ημέρες που το πλοίο σύμφωνα µε το πρόγραμμά του εκτελούσε εξπρές δρομολόγια, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, λαμβανομένου υπόψη και του μέσου όρου των υπερωριών που πραγματοποίησε ο εργαζόμενος. Συνεπώς, δεδομένου ότι έχει συμπεριληφθεί στην αγωγή σχετικό κονδύλιο για τα έκτακτα δρομολόγια, δεν είναι δυνατόν να επιδικασθεί αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση διότι κατά ένα μέρος τα δύο κονδύλια συμπίπτουν. Κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών κατά τα οποία ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του ως θαλαμηπόλος αξιωματικών και δη, από 1.5.2019 έως και 1.6.2019 και από 31.7.2019 έως και 31.8.2019, εργάσθηκε: α) Επί 10 Σάββατα (ήτοι τις 4, 11, 18 και 25/5, 1/6, 3, 10, 17, 24 και 31/8) και 2 αργίες [ήτοι τις 1/5 (Πρωτομαγιά) και 15/8 (Κοίμηση της Θεοτόκου” και συνολικά επί 12 ημέρες, κατά τις οποίες απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε συνολικά 120 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες έπρεπε να λάβει 1.252,8 ευρώ (αμείβονται προς 10,44 ευρώ/ανά ώρα σύμφωνα με τη ΣΣΕ του έτους 2019), β) Επί 44 καθημερινές εργάσιμες ημέρες (ήτοι, 22 ημέρες τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούλιο και 21 ημέρες τον Αύγουστο) και 8 Κυριακές (ήτοι, τις 5, 12, 19 και 26/5, 4, 11, 18 και 25/8) και συνολικά επί 52 ημέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκα κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας 2 ώρες υπερωριακής εργασίας καθηµερινά και συνολικά 104 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες έπρεπε να λάβει 904,8 ευρώ, (104 Χ 8,70). Περαιτέρω, τις ημέρες που απασχολήθηκε στις βάρδιες λιμένος (πυρασφάλεια) δηλαδή 6 ημερήσιες βάρδιες ανά μήνα παρείχε 74 ώρες υπερωριακής εργασίας (2 ώρες ανά βάρδια, επί 6 βάρδιες, επί 6,23 µήνες), για τις οποίες έπρεπε να λάβει 631,96 ευρώ, ενώ απασχολήθηκε και σε νυχτερινές βάρδιες λιμένος (1 βάρδια ανά μήνα), παρέχοντας 21 ώρες υπερωριακής εργασίας (3,5 ώρες ανά βάρδια, επί 6,23 μήνες), για τις οποίες έπρεπε να λάβω € 179,34, σημειώνοντας και ως προς τα κονδύλια αυτά ότι ο υπολογισμός της αμοιβής ανά ώρα για τον μήνα Αύγουστο και εντεύθεν πραγματοποιείται με βάση τη ΣΣΕ του έτους 2018, περιοριζόμενο το Δικαστήριο από το αίτημα της αγωγής (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 30-11-2018 έως και 3.1.2019 και από 6.10.2019 έως και 14.1.2019 το επίδικο πλοίο εκτελούσε δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι της Πάτρας προς την Αγκόνα Ιταλίας με ενδιάμεσο κατάπλου στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Το πλοίο αναχωρούσε στις 17:00 από Πάτρα, έφτανε στην Ηγουμενίτσα στις 23:30 και στην Αγκόνα στις 16:00 της επομένης ημέρας, όπου παρέμενε για μια ημέρα και αναχωρούσε εκ νέου στις 14:00 μ.μ., με ενδιάμεσο σταθμό στην Ηγουμενίτσα στις 6:30 και κατέπλεε στην Πάτρα στις 15:00 μ.μ. Σύμφωνα, με την ένορκη κατάθεση του …, ο ενάγων απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος αξιωματικών. Ωστόσο, η κατάθεση του κρίνεται μη αξιόπιστη διότι εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο μέχρι 1.6.2018 και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το ωράριο εργασίας του ενάγοντος μετά την απαναυτολόγηση του. Αντιθέτως, ο …, ο οποίος παρέμεινε ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκεια του επίδικου εργασιακού διαστήματος βεβαιώνει ενόρκως ότι ο ενάγων κατά την περίοδο που του πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, εργαζόταν ως σαλονιέρης με ωράριο από τις 7:00 μέχρι τις 10:30 και στη συνέχεια από 13:30 μέχρι τις 22:00 και ενδιάμεσα τον αντικαθιστούσε άλλος θαλαμηπόλος για 2-3 ώρες. Λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που απαιτείται για τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων (2 ώρες) του σαλονιού (καθαριότητα σε μοκέτες, εσωτερικές επιφάνειες, ταβάνια, κλιμακοστάσια, διαδρόμους, κοινόχρηστες τουαλέτες και εν γένει χώρους, μπαρ, σαλόνια) και της μη ενασχόλησης του με το καθαρισμό των καμπινών, ο ενάγων παρείχε 2 ώρες υπερωριακής εργασίας. Ειδικότερα, ο ενάγων εργάσθηκε: α) το έτος 2018 επί 5 Σάββατα (1, 8, 15, 22 και 29/72) και 3 αργίες [6/12, 25/12 (Χριστούγεννα) και 26/12 (Δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων] και συνολικά επί 8 ημέρες, κατά τις οποίες εργαζόταν 10 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε συνολικά 80 ώρες υπερωριακής εργασίας, (80 Χ 9,26/ώρα σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018), για τις οποίες έπρεπε να λάβει 740,8 ευρώ, β) επί 19 καθημερινές εργάσιμες ημέρες και 5 Κυριακές (2, 9, 7 6, 23 και 30/12) και συνολικά επί 24 ημέρες, κατά τις οποίες εργάσθηκε 10 ώρες ημερησίως, παρέχοντας 2 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινά και συνολικά 48 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες έπρεπε να λάβει 370,08 ευρώ (48 Χ 7,71/ώρα). Tο έτος 2019 και δη από 6.10.2019 έως και 14.11.2019 εργάσθηκε: α) επί 5 Σάββατα (12, 19 και 26/10, 2 και 9/11) και 1 αργία [28/10 (εθνική εορτή)] και συνολικά επί 6 ημέρες, κατά τις οποίες παρείχε 60 ώρες υπερωριακής εργασίας (6 Χ 10), για τις οποίες έπρεπε να λάβει 567 ευρώ (60 Χ 9,45/ώρα), β) επί 21 καθημερινές εργάσιμες ημέρες και 6 Κυριακές (6, 13, 20 και 27/10, 3 και 10/11) και συνολικά επί 27 ημέρες, κατά τις οποίες παρείχε 54 ώρες υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες έπρεπε να λάβει 425,52 ευρώ (54 Χ 7,88/ώρα). Επομένως, για το σύνολο της υπερωριακής του απασχόλησης ο ενάγων δικαιούνταν το ποσό των 20.938,94 ευρώ. Η εναγόμενη προέβαλε, κατ’ ένσταση ότι κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα είχε καταβάλει στον ενάγοντα πρόσθετες χρηματικές παροχές πέραν των νόμιμων αποδοχών και συγκεκριμένα ότι του είχε καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.812,81 ευρώ και ζήτησε τα εν λόγω ποσά να συμψηφισθούν με τις απαιτήσεις του για υπερωριακή αμοιβή, με βάση ειδική μεταξύ τους συμφωνία περιεχόμενη στις μεταξύ τους συμβάσεις ναυτικής εργασίας ότι κάθε ποσό που θα καταβαλλόταν από την εταιρία στο ναυτικό πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών που προβλέπονταν από την εκάστοτε εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. θα μπορούσε να συμψηφισθεί με αξιώσεις από τυχόν υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε ο ναυτικός ή με άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας από τη σύμβαση. Επί του ζητήματος αυτού προκύπτει ότι πράγματι στις μεταξύ των διαδίκων υπογραφείσες συμβάσεις ναυτικής εργασίας περιέχεται ο υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικός όρος σύμφωνα με τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμφωνηθείς αυτός όρος περί συμβατικού συμψηφισμού, ακριβέστερα καταλογισμού των υπέρτερων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. καταβαλλόμενων στο ναυτικό ποσών με τις απαιτήσεις του για αμοιβή υπερωριών είναι έγκυρος. Κατά την έννοια των άρθρων 680 παρ.3 ΑΚ και 7 του ν. 1876/1990, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ενώ οι αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό από τους περιεχόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009, σελ. 993). Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 απρ.4 του ν.δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελάχιστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 592/2019 και 433/2019 δημ. στη βάση δεδομένων του Εφετείου Πειραιώς). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2013, ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44, σελ. 160, ΜονΕφΠειρ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 208). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009, σελ. 267). Επομένως, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ναυτικού (βλ. ΑΠ 1013/2003, ό.π., 225/2002, ό.π. ΜονΕφΠειρ 592/2019, 433/2019, ό.π., ΜονΕφΠειρ 213/2016, 50/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικά, κάθε μήνα, ως μέρος των αποδοχών μισθοδοσίας αφενός ορισμένο ποσό υπό την ονομασία «έκτακτες αποδοχές», αφετέρου ποσό υπό την ονομασία «υπερωρίες μισθοδοσίας» και «Σάββατα και αργίες». Δεν αποδείχθηκε ότι οι «έκτακτες αποδοχές» καταβάλλονταν στους ναύτες ως αμοιβή για εργασία που δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντά τους, αλλά είχε τον χαρακτήρα «επιμίσθιου» κατά τα ανωτέρω δηλαδή δινόταν ως ανταμοιβή για τον ζήλο και τη δραστηριότητα του ναυτικού, η δε αμοιβή που δινόταν για «υπερωρία μισθοδοσίας» και «Σάββατα και αργίες» αφορούσε την καταβολή παγίως κάθε μήνα ενός ποσού για την υπερωριακή εργασία που θα παρείχε. Επίσης, όπως προκύπτει από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος, περιέχεται σ’ αυτές όρος υπ’ αριθ. 4 που έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η εταιρία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας». Έτσι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, συντρέχουν οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θεμελιώνεται η δυνατότητα σχετικού συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες συμβάσεις, με την ως άνω διατύπωση του υπ’ αρ. 4 όρου τους, ότι οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα μπορούσαν να καταλογίζονται (συμψηφίζονται) με την οφειλόμενη από την εναγομένη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Επιπλέον, από το περιεχόμενο της ειδικής αυτής συμφωνίας, που ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 του Α.Κ.), προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον ενάγοντα το οποίο να υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με την αμοιβή των υπερωριών που αυτός θα πραγματοποιούσε. Σημειωτέον ότι η ως άνω κρίση δεν αναιρείται από το ότι οι ως άνω «έκτακτες αμοιβές», αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των εκάστοτε μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων (μπαρ) και των εστιατορίων του πλοίου, οι οποίες καταβάλλονταν από την εναγομένη και όχι από τρίτο, στα μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, ενόψει του ότι αυτές είχαν παρασχεθεί σε όλα τα μέλη αυτά, ανεξαρτήτως της απασχόλησης τους στα κυλικεία (μπαρ) και τα εστιατόρια του πλοίου. Μάλιστα, οι ως άνω χρηματικές παροχές (έκτακτες αμοιβές) δεν προέκυψε ότι συνδέονται με κάποια ειδικότερη εργασία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων (ΕφΠειρ 48/2021 δημ. στη βάση δεδομένων του Δικαστηρίου). Επομένως, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης, πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό που δικαιούται συνολικά για την προαναφερθείσα υπερωριακή εργασία του, το άνω ποσό των 19.812,81 ευρώ που η εναγόμενη του κατέβαλε ως έκτακτες αμοιβές, απομένοντος συνολικού οφειλόμενου υπολοίπου ύψους 1.126,13 ευρώ (20.938,94-19.812,81)
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω πλοίο, κατά τις ως άνω χρονικές περιόδους συνολικής απασχόλησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα. Συγκεκριμένα , το ως άνω πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα εξπρές δρομολόγια: στις 7-1-2018 αναχώρησε από Πειραιά της Κυριακή στις 13:00 με ενδιάμεσο σταθμό τη Χίο και προορισμό τη Μυτιλήνη όπου κατέπλευσε στις 22:30, αναχώρησε δε εκ νέου από τη Μυτιλήνη στις 20:00 της Δευτέρας και κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:30 της Τρίτης, αναχωρώντας στις 09:00 για Κω, Ρόδο, Κω, Λέρο, Πάτμο και επέστρεψε στον Πειραιά στις 12:20 της Τετάρτης (10-1-2018). Συνεπώς, την εβδομάδα από 8-1-2018 έως 14-1-2018 πραγματοποίησε λιγότερα από 5 δρομολόγια και οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν στις 9-1-2018 σε 3,5 ώρες, χωρίς το πλοίο να παραμείνει τουλάχιστον 6 ώρες στο λιμάνι προορισμού δηλαδή στη Ρόδο. Στις 3-2-2018 και 17-2-2018 ημέρα Σάββατο το πλοίο ολοκληρώνοντας το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06:55 όπου θα παρέμενε έως τις 20:00 της Κυριακής, ωστόσο δυνάμει των υπ’ αριθ. 021107/02-2018 και 161431/2-18 σημάτων έγκρισης των Λιμενικών Αρχών Πειραιά, πραγματοποίησε έκτακτο δρομολόγιο με προορισμό τη Ρόδο, αναχωρώντας πρόωρα στις 09:00, συνεπώς οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανά δρομολόγιο ανήλθαν σε 3,92 ώρες (360 λ.- 125 λ.=235 λ./60) και συνολικά σε 7,84 ώρες. Στις 5-4-2018 το πλοίο αφού ολοκλήρωσε το δρομολόγιο Χίος – Μυτιλήνη και κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:55 όπου θα παρέμενε έως τις 20:00 της ίδιας ημέρας, ωστόσο δυνάμει του υπ’ αριθ. 031153/4-18 σήματος έγκρισης των Λιμενικών Αρχών Πειραιά αναχώρησε στις 08:00 για Σύρο – Νάξο και επέστρεψε στον Πειραιά την ίδια ημέρα στις 18:20 αναχωρώντας εκ νέου στις 21:00 προκειμένου να πραγματοποιήσει το εγκεκριμένο αρχικά δρομολόγιο (Χίος – Μυτιλήνη) όπου έφθασε στις 07:55 χωρίς να πραγματοποιηθεί κυκλικό δρομολόγιο διότι από Μυτιλήνη προς Χίο και Πειραιά παρέμεινε ανεκτέλεστο. Επομένως, οι προϋποθέσεις πρόωρης αναχώρησης πληρούνται μόνο για το πρώτο κυκλικό δρομολόγιο προς Σύρο και Νάξο, οι δε ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν σε 4,5 ώρες (360 λ.-90=270λ/60). Στις 10-4-2018 ημέρα Τρίτη το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 7:55 και αναχώρησε εκτάκτως στις 09:00 για Νάξο, Πάρο, Σύρο, επιστρέφοντας στον Πειραιά στις 19:30, αναχωρώντας εκ νέου στις 21:00 για Χίο και Μυτιλήνη όπου έφθασε στις 07:55 της επομένης ημέρας όπου παρέμεινε μέχρι τις 20:00 μ.μ. της Τετάρτης. Συνεπώς, θα προσμετρηθούν ως ώρες πρόωρης αναχώρησης εκείνες του πρώτου δρομολογίου (Νάξο, Πάρο κλπ) και όχι του δεύτερου (Χίος – Μυτιλήνη), διότι το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι προορισμού περισσότερες από έξι ώρες πληρώντας κατά τον τρόπο αυτό τις απαιτήσεις του άρθρου 33 της ΣΣΕ, οι δε ώρες πρόωρης αναχώρησης για το πρώτο δρομολόγιο ανήλθαν σε 4,92 (360λ-65λ=295/60). Στις 21-4-2018 ημέρα Σάββατο το πλοίο αφού κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06:55 π.μ. αναχώρησε εκτάκτως, δυνάμει του υπ’ αριθ. 201349/4-2018 σήματος των Λιμενικών Αρχών Πειραιά, στις 09:00 για Κω, Ρόδο όπου έφθασε στις 21:45 και αναχώρησε εκ νέου στις 23:59 με προορισμό τον Πειραιά όπου κατέπλευσε στις 12:00 την Κυριακή. Επομένως, οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν σε 3,92 (360 λ-125λ=235λ/60). Στις 21-4-2018 ημέρα Σάββατο το πλοίο αφού κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06:55 π.μ. αναχώρησε εκτάκτως στις 09:00 π.μ., δυνάμει του υπ’ αριθ. 041202/5-2018 σήματος των Λιμενικών Αρχών Πειραιά, για Κω και Ρόδο όπου έφθασε στις 21:15 και αναχώρησε εκ νέου στις 23:00 με προορισμό τον Πειραιά όπου κατέπλευσε στις 12:30 την Κυριακή. Επομένως, οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν σε 3,92 (360 λ-125λ=235λ/60). Την Πέμπτη στις 17-5-2018 το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 6:55 π.μ. και αναχώρησε εκτάκτως στις 10:00 π.μ. για Κω, Ρόδο όπου έφθασε στις 22:15, αναχωρώντας εκ νέου στις 23:59 για Πειραιά όπου κατέπλευσε στις 13:30 μ.μ. της Παρασκευής. Συνεπώς, οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν σε 2,92 (360λ-185λ=175/60). Tην Κυριακή 27-5-2018 το πλοίο έφθασε στη Ρόδο στις 8:30 π.μ., ωστόσο το δρομολόγιο της επιστροφής της Κυριακής προς Πειραιά παρέμεινε ανεκτέλεστο και αναχώρησε εκ νέου από τη Ρόδο τη Δευτέρα στις 28-5-2018 στις 07:00 με προορισμό τον Πειραιά όπου κατέπλευσε στις 20:30 αναχωρώντας εκ νέου στις 23:30 μ.μ. για Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο όπου έφθασε στις 12:15 της Τρίτης αναχωρώντας για Πειραιά στις 17:00 μ.μ. Συνεπώς, οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν σε 3. Την Πέμπτη 14-6-2018 το πλοίο έφθασε στον Πειραιά στις 21:30 και αναχώρησε με προορισμό τη Ρόδο στις 23:55 όπου έφθασε στις 14:00 μ.μ. αναχωρώντας εκ νέου στις 17:00 μ.μ., δηλαδή χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού 6 ώρες. Συνεπώς, οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ανήλθαν σε 3,58 (360λ-145λ=215/60). Στις 19-6-2018 ημέρα Τρίτη, με βάση το προγραμματισμένο τακτικό δρομολόγιο το πλοίο κατέπλευσε στις 06:00 στον Πειραιά και απέπλευσε στις 07:30 με προορισμό τη Μύκονο, επέστρεψε στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε εκ νέου για Ρόδο στις 21:30, οπότε πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και αναλογούν 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Στις 21-6-2018 ημέρα Πέμπτη το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 05:30 και απέπλευσε στις 09:00, οπότε αναλογούν 2,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ενώ στις 23-6-2018 κατέπλευσε στον Πειραιά στις 21:10 και απέπλευσε εκ νέου στις 23:55 πραγματοποιώντας 3,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-165λ=195/60). Την Πέμπτη 28-6-2018 κατέπλευσε στον Πειραιά στις 21:30 και απέπλευσε στις 23:55, οπότε αναλογούν 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης (360λ-145λ=215/60). Επίσης, στις 3-7-2018 πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και συγκεκριμένα κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:00 και απέπλευσε στις 07:30, κατέπλευσε εκ νέου στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε στις 21:30, οπότε αναλογούν 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Με βάση τα προγραμματισμένα δρομολόγια, όπως αυτά εκτέθηκαν, αναλογούν οι ακόλουθες ώρες πρόωρης αναχώρησης: Στις 5-7-2018 αναλογούν 2,50 ώρες (5:30-09:00), στις 7-7-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195/60), στις 12-7-2018 (21:30-23:55) αναλογούν 3,58 ώρες (360λ-145λ=215/60), στις 14-7-2018 αναλογούν 3 ώρες (07:00-10:00), στις 17-7-2018 εκτέλεσε δύο δρομολόγια με πρόωρη αναχώρηση και αναλογούν συνολικά 7,5 ώρες (06:00-07:30 + 18:30-21:30), στις 19-7-2018 αναλογούν 2,5 ώρες (05:30-09:00), στις 21-7-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195λ/60), στις 26-7-2018 (21:30-23:55) αναλογούν 3,58 ώρες (360λ-145λ=215/60), στις 28-7-2018 (07:00-10:00) αναλογούν 3 ώρες, στις 31-7-2018 πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και συγκεκριμένα κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:00 και απέπλευσε στις 07:30, κατέπλευσε εκ νέου στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε στις 21:30, οπότε αναλογούν 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 2-8-2018 (05:30-09:00) αναλογούν 2,5 ώρες, στις 4-8-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195λ/60), στις 9-8-2018 (21:30-23:55) αναλογούν 3,58 ώρες (360λ-145λ=215/60), στις 11-8-2018 (07:00-10:00) αναλογούν 3 ώρες, στις 14-8-2018 πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και συγκεκριμένα κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:00 και απέπλευσε στις 07:30, κατέπλευσε εκ νέου στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε στις 21:30, οπότε αναλογούν 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 16-8-2019 (05:30-09:00) αναλογούν 2,5 ώρες, στις 18-8-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195λ/60), στις 23-8-2018 (21:30-23:55) αναλογούν 3,58 ώρες (360λ-145λ=215/60), στις 25-8-2018 (07:00-10:00) αναλογούν 3 ώρες, στις 28-8-2018 πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και συγκεκριμένα κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:00 και απέπλευσε στις 07:30, κατέπλευσε εκ νέου στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε στις 21:30, οπότε αναλογούν 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 30-8-2018 (05:30-09:00) αναλογούν 2,5 ώρες, στις 1-9-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195λ/60), στις 6-9-2018 (21:30-23:55) αναλογούν 3,58 ώρες (360λ-145λ=215/60), στις 11-9-2018 πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και συγκεκριμένα κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:00 και απέπλευσε στις 07:30, κατέπλευσε εκ νέου στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε στις 21:30, οπότε αναλογούν 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 13-9-2018 (05:30-09:00) αναλογούν 2,5 ώρες, στις 15-9-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195λ/60), στις 15-9-2018 (21:30-23:55) αναλογούν 3,58 ώρες (360λ-145λ=215/60), στις 25-9-2018 πραγματοποίησε δύο πρόωρες αναχωρήσεις και συγκεκριμένα κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:00 και απέπλευσε στις 07:30, κατέπλευσε εκ νέου στον Πειραιά στις 18:30 και απέπλευσε στις 21:30, οπότε αναλογούν 7,5 ώρες, στις 27-9-2018 (05:30-09:00) αναλογούν 2,5 ώρες, στις 29-9-2018 (21:10-23:55) αναλογούν 3,25 ώρες (360λ-165λ=195λ/60). Ο υπολογισμός αυτός αφορά περιόδους κατά τις οποίες το πλοίο πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ώρες της πρόωρης αναχώρησής του να ανέλθουν σε 177,91 ώρες, εκ των οποίων 60 ώρες αφορούν τα διπλά δρομολόγια που διήρκησαν λιγότερο από 12 ώρες έκαστο. Συνεπώς, οι 117,91 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αντιστοιχούν σε 14,74 δρομολόγια εξπρές (117,91 ÷ συντελεστή 8 = 14,74), αφορούν λιγότερα των πέντε [5] κυκλικά ταξίδια ανά εβδομάδα που ξεπερνούσαν σε διάρκεια τις 12 ώρες, ενώ οι 60 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αντιστοιχούν σε 7,5 δρομολόγια εξπρές (60/8) αφορούν έως πέντε [5] κυκλικά ταξίδια ανά εβδομάδα που υπολείπονταν σε διάρκεια τις 12 ώρες. Στο ύψος των αποδοχών του με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων «εξπρές» συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (βλ. ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004, σελ. 214, ΕφΠειρ 740/2015 και ΕφΠειρ 739/2015 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝΔ 2012, σελ. 19, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΔ 2011, σελ. 262). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (βλ. ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝΔ 2013, σελ. 220, ΕφΠειρ 377/2011, ό.π.), ενώ το επίδομα ιματισμού δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, η οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αποζημίωση, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕργΔ 2005, σελ. 237, ΑΠ 226/2003, ΕΕργΔ 2004, σελ. 790, ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΔ 2013, σελ. 24, ΕφΠειρ 377/2011, ό.π.), χωρίς επίσης να συνυπολογίζεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ο μέσος όρος ανά μήνα των έκτακτων αμοιβών, καθώς οι αμοιβές αυτές δεν δημιουργούσαν σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικό όρο που περιλαμβάνεται στις ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, αξίωση προς τακτική καταβολή τους, αφού σύμφωνα με τη βούληση της συμβαλλόμενης εναγόμενης, η εν λόγω παροχή δεν αποτελούσε επαύξηση του μισθού που συμφωνήθηκε, υφισταμένης απλά δυνατότητας και όχι υποχρέωσης της εταιρείας προς καταβολή της, ενώ περαιτέρω δια της καταβολής της μπορούσαν να εξοφλούνται διάφορες υποχρεώσεις της εταιρίας, όπως η αξίωση προς καταβολή υπερωριών. Συνεπώς, ποσά που καταβάλλονταν προς απόσβεση απαίτησης δεν είναι ορθό να δημιουργούν υποχρέωση προς τακτική καταβολή τους, διότι ο σκοπός καταβολής τους τυγχάνει διάφορος της παροχής ανταλλάγματος της εργασίας του μισθωτού και για το λόγο αυτό η καταβολή τους σκοπό είχε να μειώσει το χρέος του εργοδότη και όχι να το αυξήσει, συνυπολογίζοντας αυτές ως μέρος των οφειλόμενων στον εργαζόμενο τακτικών αποδοχών. Ομοίως δεν συνυπολογίζονται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τα δώρα εορτών, έστω κι αν ο εργοδότης επιλέγει αντί να τα καταβάλει άπαξ ως σύνολο στον μισθωτό κατά τον χρόνο στον οποίο αντιστοιχούν, να τα καταβάλλει ως αναλογία στον μισθό του κάθε μήνα, καθώς ο χαρακτήρας των δώρων εορτών, όπως ορίζεται κατά τα ανωτέρω στις σχετικές διατάξεις, είναι να καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία» των εορτών, προκειμένου να ενισχυθεί ο μισθωτός τα Χριστούγεννα και το Πάσχα όταν οι δαπάνες του κατά τεκμήριο αυξάνονται και όχι σαν τακτική μηνιαία αποδοχή και δη ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρει κάθε μήνα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση από 9.1.2018 έως 2.11.2018 οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (με βάση την ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών του έτους 2017) ανέρχονταν συνολικά σε 3.701,58 ευρώ: βασικός μισθός 1157,99 + επ. κυρ. 254,76 + 576,3 αντίτιμο τροφής, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος (άρθρο 18 παρ. 2 της ΣΣΝΕ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως] + βαρ και ανθυγ. 35,22 ευρώ + 452,05 ευρώ [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,3 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 1.989,05 ευρώ Χ 1/22 = 90,41 ευρώ Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρώ)] για το επίδομα άδειας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 81,06 ευρώ (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) + 1.144,2 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του [(20.938,94 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 549 Χ 30). Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται αυτός για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές που αφορούν δρομολόγια που υπερέβαιναν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 1.818,70 ευρώ (3.701,58 € Χ 1/30 Χ 14,74), ενώ για εκείνα που δεν ξεπερνούσαν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο ποσό των 462,70 ευρώ (3.701,58 € Χ 1/60 Χ 7,5). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 2019 και συγκεκριμένα από 2.4.2019 έως και 5.10.2019 το πλοίο της εναγομένης κατά την εκτέλεση των προγραμματισμένων κυκλικών δρομολογίων, που δεν υπερέβαιναν τα 5 κάθε εβδομάδα, αναχώρησε πριν τη συμπλήρωση εξάωρης παραμονής στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, όπως εκτέθηκε προηγουμένως κατά την παράθεση των δρομολογίων, και ως εκ τούτου εκτέλεσε τα ακόλουθα εξπρές δρομολόγια: στις 13-6-2019 (21:00-23:59) αναλογούν 3,01 ώρες, στις 18-6-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 20-6-2019 (05:30-09:00) αναλογούν 3,5 ώρες, στις 21-6-2019 (12:55-18:00) αναλογούν 0,92 ώρες (360λ-305=55/60), στις 22-6-2019 (20:40-23:55) αναλογούν 2,75 ώρες (360λ-195λ=165/60), στις 27-6-2019 (21:00-23:59) αναλογούν 3,01 ώρες (360λ-179λ=181/60), στις 2-7-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 4-7-2019 (05:30-09:00) αναλογούν 3,5 ώρες, στις 5-7-2019 (12:55-18:00) αναλογούν 0,92 ώρες (360λ-305=55/60), στις 6-7-2019 (20:40-23:55) αναλογούν 2,75 ώρες (360λ-195λ=165/60), στις 11-7-2019 (21:00-23:59) αναλογούν 3,01 ώρες (360λ-179λ=181/60), στις 13-7-2019 αναλογούν 2 ώρες, στις 16-7-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 20-7-2019 (08:00-12:00) αναλογούν 2 ώρες, στις 23-7-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 27-7-2019 αναλογούν 2 ώρες, στις 30-7-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 3-8-2019 αναλογούν 2 ώρες, στις 6-8-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 10-8-2019 αναλογούν 2 ώρες, στις 13-8-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 17-8-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (08:00-12:00 και 22:30-23:59) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 6,52 ώρες [2ώρες + 4,52 ώρες (360λ-89λ=271/60)] πρόωρης αναχώρησης, στις 18-8-2019 (18:30-21:30) αναλογούν 3 ώρες, στις 20-8-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 24-8-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (08:00-12:00 και 22:30-23:59) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 6,52 ώρες [2ώρες + 4,52 ώρες (360λ-89λ=271/60)] πρόωρης αναχώρησης, στις 25-8-2019 (18:30-21:30) αναλογούν 3 ώρες, στις 27-8-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 31-8-2019 (08:00-12:00) αναλογούν 3 ώρες, στις 3-9-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 7-9-2019 (08:00-12:00) αναλογούν 2 ώρες, στις 10-10-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 17-9-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 24-9-2019 πραγματοποίησε δύο δρομολόγια (06:00-08:00 και 18:30-21:30) των οποίων η διάρκεια υπολειπόταν των 12 ωρών έκαστο και αναλογούν 7 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Συνεπώς, το πλοίο της εναγομένης πραγματοποίησε 44,37 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά την εκτέλεση δρομολογίων που δεν ξεπερνούσαν τα πέντε την εβδομάδα και η διάρκεια τους υπερέβαινε τις 12 ώρες, καθώς και 104,4 ώρες κατά την εκτέλεση διπλών δρομολογίων που δεν ξεπερνούσαν τα πέντε ανά εβδομάδα και η διάρκεια τους δεν ξεπερνούσε τις 12 ώρες. Συνεπώς, οι 44,37 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αντιστοιχούν σε 5,55 δρομολόγια εξπρές (44,37 ÷ συντελεστή 8 = 5,55), αφορούν λιγότερα των πέντε [5] κυκλικά ταξίδια ανά εβδομάδα που ξεπερνούσαν σε διάρκεια τις 12 ώρες, ενώ οι 104,04 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αντιστοιχούν σε 13 δρομολόγια εξπρές (104,4/8) αφορούν έως πέντε [5] κυκλικά ταξίδια ανά εβδομάδα που δεν ξεπερνούσαν σε διάρκεια τις 12 ώρες. Κατά την ως άνω χρονική περίοδο ο κλειστός μισθός του ενάγοντος (δεδομένου ότι στις ατομικές συμβάσεις εργασίας γινόταν παραπομπή αορίστως στην ΣΣΝΕ) και οι αποδοχές του υπολογίζονταν με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019 (ΦΕΚ Β/12 Αυγούστου 2019),
καθόσον οι πρόωρες αναχωρήσεις αφορούν δρομολόγια που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος της από 2-4-2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας (2-4-2019 έως 5-10-2019), η δε αποναυτολόγηση του ενάγοντος δεν προηγήθηκε της έναρξης ισχύος της ως άνω ΣΣΕ. Επομένως, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 3.783,17 ευρώ: μισθός ενεργείας 1.204,77 + 265,05 επίδομα Κυριακών + + 599,40 αντίτιμο τροφής, [παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως] + βαρ και ανθυγ. 36,64 ευρώ + 452,05 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 470,25 ευρώ για το επίδομα αδείας (το αντίτιμο τροφής προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 2.069,22 ευρώ Χ 1/22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ)] + το επίδομα άγονων γραμμών ύψους 81,06 ευρώ (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) + 1.144,2 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του [(20.938,94 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 549 ημέρες Χ 30 μέρες). Επομένως, η αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές που αφορούν δρομολόγια που υπερέβαιναν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 699,88 ευρώ (3.783,17 € Χ 1/30 Χ 5,55), ενώ για εκείνα που υπολείπονταν σε διάρκεια τις 12 ώρες ανέρχεται στο ποσό των 819,68 ευρώ (3.783,17 € Χ 1/60 Χ 13). Κατόπιν όσων εκτέθηκαν το σύνολο της πρόσθετης αμοιβής που δικαιούται ο ενάγων για τα δρομολόγια εξπρές ανέρχεται στο ποσό των 3.800 ευρώ, έναντι του οποίου, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη αποδείξεις πληρωμής όπου αναγράφεται ο κωδικός «διπλά δρομολόγια», ο ενάγων έλαβε το ποσό των 3.037,44 ευρώ και συνεπώς δικαιούται υπόλοιπο (3.800– 3037,44=) 762,56 ευρώ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η από 30-11-2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη, βάσει της οποίας ναυτολογήθηκε αυθημερόν, λύθηκε στις 31-1-2019 στην Πάτρα, λόγω διακοπής των δρομολογίων για ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Η διακοπή των πλοών για το λόγο αυτό υπάγεται στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου κατά την έννοια του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επίσης, ο παροπλισμός του εν λόγω πλοίου διήρκησε για χρονικό διάστημα άνω του δεκαπενθημέρου, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Έτσι, ο ενάγων έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 77 του ΚΙΝΔ αποζημιώσεως, η οποία ανέρχεται σε ποσό ίσο προς το μισθό δεκαπέντε ημερών και υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Σημειωτέον ότι η ως άνω κρίση περί της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντος δεν αναιρείται από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο εντός χρονικού διαστήματος 60 ημερών από την ως άνω ημέρα αποναυτολόγησής του, αντιστοίχως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Ειδικότερα, οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 περ. α` και 174 παρ. 1 του ΚΔΝΔ, στις οποίες ορίζεται ότι οι επαναυτολογούμενοι εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος ναυτικοί δεν δικαιούνται αποζημίωση απολύσεως, δεν εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση, γιατί, το εν λόγω πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, τα οποία είχαν εγκριθεί κατά τις διατάξεις περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, αφού προσέγγιζε και σε λιμένα του εξωτερικού
(Αγκώνα Ιταλίας), δηλαδή τα ως άνω δρομολόγια αυτού δεν περιλαμβάνονται στο δίκτυο των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Ούτε στην ως άνω οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, του έτους 2018, υπάρχει κάποια ειδική ρύθμιση σχετικώς με την περίπτωση διακοπής των πλοών για την προαναφερθείσα αιτία. Έτσι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποκλείεται το δικαίωμα του ενάγοντος για τη λήψη της ως άνω αποζημιώσεως απολύσεως, που αφορά την αποναυτολόγησή του λόγω διακοπής των πλοών. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη προέβη στην ως άνω απόλυση του ενάγοντος και όχι στην αντίστοιχη χορήγηση αδείας επιλέγοντας την οικονομικώς συμφέρουσα γι’ αυτήν ενέργεια, αφού σε περίπτωση που δεν διενεργείτο η ως άνω απόλυση του ενάγοντος αλλά χορηγείτο σ’ αυτόν η προαναφερθείσας διάρκειας άδεια, αυτός θα είχε δικαίωμα λήψεως πλήρως των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής, δηλαδή των 60 ημερών και όχι μόνον των 15 ημερών που αναλογούν στην αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται την ως άνω προβλεπόμενη αποζημίωση η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.711,20 ευρώ (1.089,40 μισθός ενεργείας + επ. κυρ. 239,67 + 497,4 αντίτιμο τροφής + επίδομα αδείας ποσού 415,1 ευρώ [1.089,40 ευρώ μισθός ενεργείας + 239,67 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.329,07 + 497,4 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας)=1826,47 ευρώ Χ 1/22 = 83,02 ευρώ Χ 5 ημέρες = 415,1 ευρώ) + βαρ και ανθυγ. 36,64 ευρώ + ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς 1.144,2 ευρώ =3.422,41 Χ 15/30 = 1.711,20].
Πέραν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων για τις χρονικές περιόδους που εργάσθηκε δικαιούται την αναλόγια των επιδομάτων εορτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 3 μείζονα σκέψη, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση την ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών του έτους 2017, ανέρχονταν το έτος 2018 σε 3.786,5 ευρώ [βασικός μισθός 1157,99 + επ. κυρ. 254,76 + 576,3 αντίτιμο τροφής, παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος (άρθρο 18 παρ. 2 της ΣΣΝΕ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως + βαρ και ανθυγ. 35,22 ευρώ + 452,05 ευρώ για το επίδομα άδειας [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,3 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 1.989,05 ευρώ Χ 1/22 = 90,41 ευρώ Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρώ, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)] + 1.144,2 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του + 165,98 ευρώ ο μέσος όρος της πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές, τα οποία πραγματοποιούσε τακτικά το πλοίο της εναγομένης (3.037,44 ευρώ/549 ημέρες Χ 30)]. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2018 το ποσόν των 1.151,75 ευρώ [3.786,5 πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 1.893,25 € ÷ 15 = 126,22 € Χ 9,125 οκταήμερα=1.151,75 €], Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσόν των 2.962,55 ευρώ [3.786,5 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 302,92 € Χ 9,78 δεκαεννεαήμερα=2.962,55 €]. Αντίστοιχα, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση την ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών του έτους 2019 η οποία ήταν εφαρμοστέα για την εργασιακή περίοδο από 2-4-2019 έως και 30-4-2019 και από 1-5-2019 έως και 5-10-2019, ανέχονταν σε 3.886,29 ευρώ [βασικός μισθός 1.204,77 + 265,05 επ. Κυρ. + 599,4 μηνιαίο αντίτιμο τροφής, παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος (άρθρο 18 παρ. 2 της ΣΣΝΕ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως + βαρ και ανθυγ. 36,64 ευρώ + 470,25 ευρώ για το επίδομα άδειας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,4 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (το οποίο προσμετράται πάντα για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 ΣΣΕ= 2.069,22 ευρώ Χ 1/22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)] + 1.144,2 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του + 165,98 ευρώ ο μέσος όρος της πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές, τα οποία πραγματοποιούσε τακτικά το πλοίο της εναγομένης (3.037,44 ευρώ/549 ημέρες Χ 30)]. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2019 το ποσόν των 468,94 ευρώ [3.886,29 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 1.943,14 € ÷ 15 = 129,54 € Χ 3,62 οκταήμερα], και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 το ποσόν των 2.583,60 ευρώ [3.886,29 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 310,90 € Χ 8,31 δεκαεννεαήμερα ]. Από τις αποδείξεις πληρωμής προκύπτει ότι η εναγομένη κατέβαλε συνολικά για δώρα εορτών το ποσό των 2.684,08 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 4.482,76 ευρώ (7.166,84-2.684,08€).
Κατόπιν όσων εκτέθηκαν πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (6.956,52), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των χιλίων εκατόν είκοσι έξι ευρώ και δέκα τριών λεπτών (1.126,13), που αφορά το κονδύλιο της αμοιβής για τη παροχή υπερωριακής εργασίας. Τα ανωτέρω επιμέρους ποσά πρέπει να καταβληθούν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη απόλυση του ενάγοντος, ήτοι στις 14-11-2019, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα, πλην των κονδυλίων που αφορούν στη διαφορά επιδόματος εορτής Πάσχα, τα οποία οφείλονται νομιμότοκα από 1-5-2018 και 1-5-2019 αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρ. 10 της Υ.Α. 19.040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, λόγω του αντικειμένου της, ως απαιτήσεων από σύμβαση εργασίας (άρ. 907, 908 παρ. 1 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρ. 176, 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εκατόν είκοσι έξι ευρώ και δέκα τριών λεπτών (1.126,13), με το νόμιμο τόκο από 14-11-2019 και μέχρι την εξόφληση του.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (6.956,52), νομιμότοκα από 14-11-2019, πλην του κονδυλίου που αφορά στη διαφορά επιδόματος εορτής του Πάσχα των ετών 2018 και 2019, το οποίο είναι καταβλητέο με το νόμιμο τόκο από 1-5-2018 και 1-5-2019 αντίστοιχα.
Κηρύσσει την απόφαση, κατά την ανωτέρω διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις
, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.