Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός Απόφασης: 730/2021

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

τακτική διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … 2) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, 3) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει αντιστοίχως των από … και … πληρεξουσίων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Σωτήριος Λίβας του Σταύρου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ.  … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …), με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 20.2.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Σπυρίδων Πιτσίνης του Διονυσίου (ΑΜ/…), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 25.7.2018 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 9685/4338/19.9.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 28.3.2019 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2467/2019 απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία το δικάσαν Τμήμα κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά. Ήδη η αγωγή εισάγεται προς συζήτηση με την από 25.11.2019 κλήση των εναγουσών, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 11016/2.12.2019 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 5541/2.12.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 30.9.2020 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 25.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11016/5541/2.12.2019 κλήση των καλουσών – εναγουσών, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η από 25.7.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 9685/4338/19.9.2018 αγωγή, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στη δικάσιμο της 28.3.2019 κατά την τακτική διαδικασία και εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθμό 2467/2019 απόφαση, με την οποία το δικάσαν Τμήμα του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8, 9, 10, 14 και 18 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου για εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, την οποία αυτό είχε κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής (άρθρα 10 και 221 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 ΚΠολΔ, για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Σε περίπτωση ομοδικίας, εφόσον πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, όπως είναι η χρηματική παροχή, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο και, αν οι απαιτήσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα διαφόρων δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το ανώτερο απ’ αυτά (ΠΠρΑρτ 19/1995 ΑρχΝ 1996.337). Σύμφωνα με την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, επί απλής ομοδικίας, για τον καθορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ζητούμενο από καθένα των εναγόντων, επί ενεργητικής ομοδικίας ή από καθένα των εναγομένων, επί παθητικής ομοδικίας και όχι το άθροισμα αυτών, αδιαφόρως αν αμφισβητείται η ύπαρξη της όλης απαίτησης και αν η από τους περισσότερους ενάγοντες ή κατά των περισσοτέρων εναγόμενων απαίτηση πηγάζει από την ίδια ιστορική ή νομική αιτία, εκτός εάν ενάγονται ή ενάγουν εις ολοκλήρον ή το αντικείμενο της ενοχής είναι αδιαίρετο [ΑΠ 932/2004, ΑΠ 797/2001, ΕφΛαρ 20/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/(-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000) 9 αριθ. 6, Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. Β΄, 2016, σελ. 87). Τέτοια δε περίπτωση διαιρετού δικαιώματος, κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη το ποσό που ζητεί ο κάθε ενάγων επί ενεργητικής ομοδικίας ή αυτό που ζητείται από κάθε εναγόμενο, επί παθητικής ομοδικίας, συνιστά εκτός από την αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΠΠρΑθ 533/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000 ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των 250.000 ευρώ, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της καθ’ ύλην αρμοδιότητας, που προηγείται από την έρευνα οποιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως και από την έρευνα της νομιμότητας του δικογράφου (ΑΠ 51/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 242/2001 ΕπισκΕμπΔ 2001.709, ΠΠρΘεσ 1602/2001 ΕλλΔνη 2002.847). Όταν, λοιπόν, το Δικαστήριο διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του δεν απορρίπτει την αγωγή -όπως συμβαίνει με τις άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις- αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο κατά την κρίση του αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 46 ΚΠολΔ). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 47 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία απόφαση ανώτερου δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου, λειτουργεί μόνον ex post. Επομένως, το δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (βλ. ΜΠρΑθ 585/2013, ΜΠρΤριπ 147/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγουσες εκθέτουν ότι τυγχάνουν μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ήδη αποβιώσαντος …. Ότι ο τελευταίος πώλησε και μεταβίβασε στον εναγόμενο, κατόπιν συμφωνίας τους, ένα αλιευτικό σκάφος, υπ’ αριθ. νηολ. …………, της πλοιοκτησίας του, πλην όμως ο εναγόμενος δεν του κατέβαλε το συμβατικό τίμημα, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο δικόγραφο. Ότι, ειδικότερα, ο εναγόμενος τον εξαπάτησε υπό τις συνθήκες που εκτίθενται στην αγωγή πείθοντάς τον να βεβαιώσει εγγράφως αναληθώς ότι του κατεβλήθη το συμβατικό τίμημα, ύψους 12.000 ευρώ. Ότι εξαιτίας της επικαλούμενης στο ιστορικό της αγωγής αντισυμβατικής και συνάμα απατηλής και αντίθετης στα χρηστά ήθη, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου, ο … αφενός δεν εισέπραξε ποτέ το τίμημα της ως άνω αγοραπωλησίας, αφετέρου υπέστη ζημία και ηθική βλάβη, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο δικόγραφο. Με βάση τα ανωτέρω, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, οι ενάγουσες ζητούν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις τους σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τούς καταβάλει το συνολικό ποσό των 34.350 ευρώ, που αναλύεται στα επιμέρους ποσά των 12.000 ευρώ ως οφειλόμενο τίμημα για την αγοραπωλησία του σκάφους, των 2.350 ευρώ για έξοδα μεταφοράς του σκάφους και των 20.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κατά τα ακόλουθα μερίδια: ¼ ως προς την πρώτη, 3/8 ως προς τη δεύτερη και 3/8 ως προς την τρίτη εξ αυτών, ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους του …. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη τους. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η αγωγή αναρμοδίως λόγω ποσού εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1 εδ α και παρ. 2 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής ο εναγόμενος οφείλει έναντι των εναγουσών διαιρετή παροχή, η οποία απορρέει από κληρονομική τους απαίτηση, που κατανέμεται μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός (1885 ΑΚ) και δεν γεννάται ευθύνη του προς καταβολή εις ολόκληρον, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη. Ως εκ τούτου, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα για την εκδίκαση της αγωγής κρίνεται από το αιτούμενο ποσό από κάθε ενάγουσα (άρθρο 9 εδ. δ΄ ΚΠολΔ), το οποίο προκύπτει μετά από διαίρεση του συνολικά αιτούμενου ποσού και ανάλογα με την προαναφερθείσα μερίδα καθεμιάς, με συνέπεια η πρώτη ενάγουσα να ζητεί (34.350 × ¼=) 8.587,50 ευρώ, η δεύτερη ενάγουσα (34.350 × 3/8=) 12.881,25 ευρώ και η τρίτη ομοίως (34.350 × 3/8=) 12.881,25 ευρώ. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, εφόσον το αιτούμενο της κάθε ενάγουσας από τον εναγόμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, η κρινόμενη διαφορά υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, το οποίο ήταν το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (και εξακολουθεί να είναι και κατά το χρόνο συζήτησης). Το γεγονός, εξάλλου, ότι το παρόν δικαστήριο είναι ιεραρχικά ανώτερο από το καθ’ ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο, δεν σημαίνει ότι μπορεί αυτό να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας, σύμφωνα και με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, και να δικάσει διαφορά υπαγομένη σε κατώτερο δικαστήριο (βλ. ΜΠρΑθ 585/2013 ό.π.). Σημειώνεται, τέλος, δεδομένου ότι το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 για την ίδρυση και λειτουργία ειδικού ναυτικού τμήματος στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιώς δεν καθορίζει την αρμοδιότητά του σε βάρος αυτής των Ειρηνοδικείων, η αποκλειστική αρμοδιότητα ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν ισχύει όταν το αίτημα της αγωγής υπάγεται λόγω ποσού καθ’ ύλην στο Ειρηνοδικείο (ΜΠρΑθ 3568/2012, ΜΠρΠειρ 2743/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ ακολουθία των προαναφερόμενων, πρέπει το Δικαστήριο αυτό να κηρυχθεί αναρμόδιο καθ’ ύλη, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης και σχετικής ένστασης καθ’ ύλην αναρμοδιότητας εκ μέρους του εναγόμενου, και η κρινόμενη αγωγή να παραπεμφθεί στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο, που είναι το Ειρηνοδικείο …, ήτοι το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του εναγόμενου, ο οποίος είναι κάτοικος …, κατ’ άρθρα 22 και 46 εδ. α΄ ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΠΠρΘεσ 13604/1999 Αρμ 1999.1747· Κεραμεύς/Κονδύλης/(-Νίκας), ό.π., 46 αριθ. 4). Τέλος, η απόφαση με την οποία η υπόθεση παραπέμπεται από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο είναι οριστική κατά την έννοια του άρθρου 309 ΚΠολΔ, διότι απεκδύει το Δικαστήριο από κάθε εξουσία από την υπόθεση (ΕφΑθ 2339/1982 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως εκ τούτου πρέπει να περιέχει διάταξη για τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, στην πληρωμή των οποίων καταδικάζονται οι ενάγουσες κατ’ ίσα μέρη (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην για την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον Ειρηνοδικείο ….

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων σαράντα (240) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, την  1-4-2021.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ