Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

720/2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. αγωγής: 8461/4251/2019)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ανταγωγής: 9394/4726/2019)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου,  Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντιγόνη Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη -Εισηγήτρια, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, στις 6 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

 

Α. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Ιωάννης Γιαννάτος, με ΑΜ 24164 ΔΣΑ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

  ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Ιωάννης Κυριακίδης, με ΑΜ 23785 ΔΣΑ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η, από 27.09.2019 αγωγή της κατά της εναγομένης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης 8461/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 4251/2019, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Β. ΤΗΣ ΑΝΤΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Ιωάννης Κυριακίδης, με ΑΜ 23785 ΔΣΑ και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Παναγιώτας Σταματίου, με ΑΜ 037998 ΔΣΑ.

   ΤΗΣ ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις, ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο. ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ.

Η αντενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η ανταγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό 9394/2019 και ειδικό αριθμό 4726/2019, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής και ανταγωγής, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν εξαιτίας της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι, με αριθμό κατάθεσης 8461/4251/2019 αγωγή και με αριθμό κατάθεσης 9394/4726/2019 ανταγωγή, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, δοθέντος ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και υπάγονται στην ίδια διαδικασία (άρθ. 268 ΚΠολΔ).

Α. Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 του ΑΚ, όπως τα τέσσερα τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν. 3034/2002, προκύπτουν τα ακόλουθα: ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, ήτοι κατά το χρόνο παραδόσεώς του σ` αυτόν, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες. Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Ο αγοραστής στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται, κατ` επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 543 του ΑΚ: “Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής, ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή”. Από τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι εφόσον η προβλεπόμενη από αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος, που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει τη συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 1381/2013, 575/2013, 654/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990 ΕΕΝ 1990. 445, ΑΠ 1544/2008, ΝοΒ 2009. 434, ΕφΑθ 6910/2007, ΕλλΔνη 2008. 618, ΕφΑθ 2464/2005, ΔΕΕ 2005. 1321, Κορνηλάκης, ο.π. σελ. 226 και 243). Πότε ο πωλητής δεν εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρ. 534 ΑΚ υποχρέωσή του, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 535 του Α.Κ., κατά την οποία αυτό συμβαίνει, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, ενώ ακολούθως απαριθμούνται στην ίδια διάταξη ενδεικτικά μόνον ορισμένα κριτήρια, που συνιστούν κριτήρια εννοιολογικού προσδιορισμού της ελαττωματικότητας του πράγματος. Η παροχή λοιπόν πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή με πραγματικά ελαττώματα ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες, είναι θεμελιωτική της ευθύνης του λόγω μη εκπλήρωσης, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 του Α.Κ., που βασικά αναφέρεται σε γνήσια αντικειμενική ευθύνη και παρέχει στον αγοραστή, είτε πρόκειται για πώληση γένους είτε για πώληση είδους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, κατά τη διάταξη του άρθρου 540 παρ. 1 περ. 3 του ΑΚ, όπως αυτή ισχύει από 21-8-2002 μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3043/2002. Το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι διαπλαστικό και ασκείται είτε με άτυπη δήλωση του αγοραστή προς τον πωλητή είτε με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1730/2001). Κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 534 – 535 του ΑΚ είναι να υπάρχει το πραγματικό ελάττωμα ή η έλλειψη της ιδιότητας, κατά τον χρόνο που μεταβαίνει ο κίνδυνος από τον πωλητή στον αγοραστή. Τούτο όμως δεν σημαίνει, ότι ο αγοραστής θα πρέπει να δεχθεί το ελαττωματικό πράγμα, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του, ούτε σημαίνει, ότι είναι υποχρεωμένος να αναμείνει το χρόνο παράδοσης του πράγματος, σύμφωνα με τη σύμβαση, για να ασκήσει τα δικαιώματά του από τις διατάξεις των άρθρων 534 και επ. του ΑΚ, όταν είναι βέβαιο, ότι το ελάττωμα, που διαπίστωσε, δεν μπορεί να αρθεί ή η έλλειψη δεν μπορεί να συμπληρωθεί, καθόσον ο νόμος δεν του επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση. Αντίθετα ο σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης των άρθρων 534 και επ. του ΑΚ συνέχεται με την ικανοποίηση του συμφέροντος του αγοραστή να μην αποκτήσει κάτι που, λόγω του ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, δεν αντιστοιχεί πλέον στην αντιπαροχή του (ΑΠ 708/2016, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, οι αξιώσεις που απορρέουν για τα μέρη σε περίπτωση υπαναχώρησης από την πώληση ρυθμίζονται από το άρθρ. 547 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, ο μεν αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που αυτός πρόσθεσε, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε από το πράγμα, ο δε πωλητής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το τίμημα, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Το δικαίωμα υπαναχώρησης της πώλησης ενδέχεται να έχει ασκηθεί εξώδικα και αρκεί προς τούτο η άτυπη δήλωση του αγοραστή από την περιέλευση της οποίας στον πωλητή ανατρέπεται αμέσως και αναδρομικά η σύμβαση της πώλησης. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή, η οποία έχει στην περίπτωση αυτή διαπλαστικό χαρακτήρα, και παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σ` αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση της πώλησης (ΑΠ 663/2016, 1596/2014, 733/2001).

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του Κ.Πολ.Δ. δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον. Το συμφέρον αυτό, όπως έχει κριθεί κατά την ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, πρέπει εκτός από έννομο, να είναι ατομικό του αιτούντος και άμεσο, δηλαδή το απειλούμενο με την αίτηση δικαίωμα του αιτούντος πρέπει να είναι υπαρκτό κατά την άσκηση της αίτησης (βλ. ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 1877/2014, ΑΠ 205/2014 και ΑΠ 1915/2014, όλες στην ΤΝΠ Νόμος). Ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο είναι το έννομο συμφέρον, όταν η ανάγκη παροχής της έννομης προστασίας  είναι  ενεστώσα,  υφίσταται  δηλαδή  κατά  την  έναρξη της δίκης και θεωρείται ότι γεννιέται τούτο ευθύς ως προσβληθεί  ή  αμφισβητηθεί  το δικαίωμα ή η έννομη σχέση κ.λπ., γιατί από τότε η      αναγκαιότητα της προστασίας ανακύπτει και είναι άμεση. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες, και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες. Συνέπεια δε της ανάγκης ύπαρξης άμεσου εννόμου συμφέροντος είναι το δικαίωμα του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας να είναι  απαιτητό στον χρόνο της πρώτης επ` ακροατηρίου συζήτησης της αγωγής (βλ. Μπέης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 69 ΙΙ 1, σελ. 375, Ράμμος, Στοιχεία ΕλΠολ, τ.1ος, παρ. 88 ΙΙΙ, σελ. 189 και παρ. 90 ΙΙ, σελ. 198). Απαιτητό του δικαιώματος σημαίνει να μην εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία (βλ. Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρ. 340, ν.7, Μπαλής, ΕνοχΔ παρ. 53, Ζέπος, ΕνοχΔ, Γεν.Μέρος, κεφ.ΣΤ, παρ. 31 12, σελ.570, Αποστολίδη, ΕνοχΔ, Γεν Μέρος, άρθρο 340, παρ.3 (β), σελ. 500, Απ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ, Γεν.Μέρος παρ. 21 IV 2 (β) σελ.77/8, Ράμμος, ο.π. παρ. 88 ΙΙΙ, σελ. 189, Γαζής, ΕρμΑΚ, άρθρ.340). Εξάλλου, κάμψη των ανωτέρω παραδοχών εισάγει, κατ` εξαίρεση, η διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα να παρασχεθεί η έννομη προστασία και όταν το δικαίωμα δεν είναι απαιτητό. Προϋποτίθεται όμως ότι ο γενεσιουργός λόγος του έχει ήδη υπάρξει και απλώς αναβάλλεται η ενεργοποίησή του (βλ. Δεληκωστόπουλος – Σινανιώτης, ο.π., άρθρο 70 Ι, σελ. 197, Μιχελάκης, Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής, σελ. 64, Μπέης, ο.π., άρθρο 69 ΙΙ, σελ. 375, ΑΠ 829/1980 ΝοΒ 29.83, ΑΠ 4/1992 ο.π., ΕφΑθ 6229/1979 Αρμ.ΛΔ.125, ΕφΑθ 648/1997 ΝοΒ 26.58, ΕφΘεσ 769/1975 Αρ.Λ.68). Εξάλλου νομιμοποίηση των διαδίκων ως διακριτή, μη ταυτιζόμενη με το έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΑΠ 875/2015, ΑΠ 772/2014).

Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει ναυτική εταιρεία συσταθείσα με σκοπό την εκμετάλλευση του υπό ναυπήγηση επιβατηγού πλοίου «…», πλοιοκτησίας της, το οποίο και σκόπευε να δρομολογήσει στην πορθμειακή γραμμή Αλεξανδρούπολης – Σαμοθράκης. Ότι το νομίμως προς τούτο εξουσιοδοτηθέν μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, …, περί τα μέσα Οκτωβρίου του 2016, επικοινώνησε με εκπρόσωπο της εναγομένης, η οποία είναι αποκλειστικός εισαγωγέας-διανομέας στην Ελλάδα των προϊόντων της …, προκειμένου να λάβει προσφορά για τους κινητήρες και τον λοιπό εξοπλισμό του συστήματος πρόωσης του ως άνω πλοίου, αλλά και έτερου ναυπηγούμενου τότε πλοίου, με την ονομασία «…», που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία συστάθηκε την ίδια ημέρα με την ενάγουσα, από τους ίδιους μετόχους, με την ίδια νομική μορφή, έχει  έδρα στην ίδια περιοχή και το ίδιο μετοχικό κεφάλαιο. Ότι κατά το προσυμβατικό στάδιο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων με τον  εκπρόσωπο της εναγομένης, ο οποίος είχε την ιδιότητα του Διευθυντή Πωλήσεων των προϊόντων της σειράς …, επισημάνθηκε από το ως άνω μέλος της διοίκησης αμφοτέρων των «αδελφών» εταιρειών (… και …), ότι τα υπό ναυπήγηση πλοία θα έπρεπε να εξοπλιστούν με κινητήρες και μηχανήματα που θα διασφάλιζαν τη δυνατότητά τους να αναπτύσσουν υπηρεσιακή ταχύτητα μεγαλύτερη των τριάντα (30) κόμβων και μέγιστη ταχύτητα ανώτερη των τριάντα τεσσάρων (34) κόμβων, ώστε να εμφανίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, έναντι του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου που ήταν ήδη δρομολογημένο στην πορθμειακή γραμμή Αλεξανδρούπολης – Σαμοθράκης, το οποίο ανέπτυσσε υπηρεσιακή ταχύτητα από 15 έως 18 κόμβους. Ότι για τον σκοπό αυτόν, ήτοι την εκ μέρους της εναγομένης επιλογή του κατάλληλου συστήματος πρόωσης και την υποβολή σχετικής προσφοράς προς πώληση, γνωστοποιήθηκαν στην τελευταία τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ναυπηγούμενου τότε στο ναυπηγείο “…” πλοίου …, τα οποία ήταν όμοια με αυτά του πλοίου …, προσέτι δε υπεδείχθη σε αυτήν το πλοίο …, το οποίο είχε κατασκευαστεί στο ίδιο ναυπηγείο και η γάστρα του είχε τις ίδιες γραμμές, αλλά διαφορετικές διαστάσεις, με αυτή των ανωτέρω πλοίων. Ότι, αφού εκπονήθηκε από εκπροσώπους της εταιρείας … τεχνική μελέτη, αρχικά για το σκάφος …, με βάση τις χορηγηθείσες προδιαγραφές αυτού, κατόπιν δε και για το ένδικο σκάφος …, η εναγομένη της απέστειλε δύο τεχνικά σχέδια που αφορούσαν στην εγκατάσταση των προτεινόμενων προς πώληση μηχανών, καθώς και μία τεχνική μελέτη του εργοστασίου της …, σύμφωνα με την οποία η μέγιστη ταχύτητα του σκάφους …, με το προτεινόμενο σύστημα προώθησης, θα ανερχόταν σε 33 και 38 κόμβους, για πλήρη και μισή κατάσταση φόρτωσης, αντίστοιχα. Κατόπιν των ανωτέρω διαβεβαιώσεων της κατασκευάστριας εταιρείας, οι οποίες παρασχέθηκαν προφορικά και από την ίδια την εναγομένη και αφού o … αιτήθηκε τη χορήγηση έγγραφων προσφορών, για αμφότερα τα σκάφη, συνετάγη η, από 21.11.2016, έγγραφη προσφορά της εναγομένης για το σκάφος … και η, από 20.02.2017, έγγραφη προσφορά της για το σκάφος …, οι οποίες είχαν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο και ενσωματώνονται αυτούσιες στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, συγκεκριμένα, προτάθηκε για αμφότερα τα σκάφη, η πώληση και εγκατάσταση του συστήματος πρόωσης IPS900 (τριπλής εγκατάστασης) και δη ο αναλυτικά αναφερόμενος στις έγγραφες προσφορές μηχανολογικός εξοπλισμός, αντί συνολικού τιμήματος 355.000,00€ χωρίς ΦΠΑ, ενώ περιελήφθη σε αυτές ρητός όρος ότι στο τίμημα αυτό συμπεριλαμβάνεται και η εγκατάσταση των κινητήρων στα σκάφη, στην περιοχή της Αττικής, εξαιρουμένων των εξόδων γερανού. Ο χρόνος παράδοσης του πωληθέντος εξοπλισμού ορίστηκε σε 10 – 12 εβδομάδες, ενώ συμφωνήθηκε προκαταβλητέο τίμημα ποσού 50.000,00€. Ότι η ίδια αποδέχθηκε την ως άνω προσφορά της εναγομένης, κυρίως λόγω της αξιοπιστίας και της φήμης της κατασκευάστριας εταιρείας Volvo, της απαλλαγής της από το βάρος εκπόνησης ειδικής μηχανολογικής μελέτης για την επιλογή του κατάλληλου κινητήρα, την οποία ανέλαβε η εναγομένη, καθώς και του ότι, με την επιλογή ίδιων μηχανών και για τα δύο σκάφη, που ανήκαν σε εταιρείες ιδίων οικονομικών συμφερόντων, θα υπήρχε διευκόλυνση στο service τους, καθώς και ευχέρεια προμήθειας ενιαίας σειράς ανταλλακτικών, αλλά και λόγω της ρητής διαβεβαίωσης της εναγομένης, βασιζόμενης στις τεχνικές μελέτες που εκπονήθηκαν από τους εμπειρογνώμονες του εργοστασίου κατασκευής της Volvo, για την ταχύτητα που θα ανέπτυσσαν τα πλοία, η οποία είχε τεθεί ως αποφασιστικό κριτήριο για τη σύναψη της επίδικης σύμβασης πώλησης. Ότι η ίδια προκατέβαλε το συμφωνηθέν μέρος του τιμήματος, ποσού 50.000,00€, στη συνέχεια όμως, λόγω των πραγματικών ελλείψεων που  παρουσιάστηκαν κατά την εγκατάσταση του πωληθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού στο πλοίο …, το οποίο και ναυπηγήθηκε πρώτο, δήλωσε εξωδίκως στην εναγομένη, στις 20.09.2017, ότι υπαναχωρεί από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, καθώς οι εν λόγω ελλείψεις με βεβαιότητα θα υπήρχαν και στο σύστημα πρόωσης που αγοράστηκε προς εγκατάσταση στο σκάφος … κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου σε αυτήν, αφού ο αγορασθείς εξοπλισμός ήταν ακριβώς ο ίδιος και για τα δύο πλοία, οι τεχνικές προδιαγραφές των πλοίων είναι όμοιες,  η επιλογή,  σχεδίαση και εγκατάσταση του επίδικου αγορασθέντος εξοπλισμού γίνονται από συνεργάτες και συνεργεία της εναγομένης που ήδη απέτυχαν στον ορθό σχεδιασμό, την επιλογή κινητήρων και την εγκατάστασή τους όσον αφορά το σκάφος …, επιπλέον δε και επειδή οι προστηθέντες της εναγομένης, αν και κλήθηκαν επανειλημμένως προς διόρθωση των πραγματικών ελαττωμάτων και αποκατάσταση της ελλείπουσας συνομολογημένης ιδιότητας στον εξοπλισμό του πλοίου …, ήδη από τον Ιούλιο του 2017 έως και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεν ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους αυτή. Ότι, ειδικότερα, οι ελλείψεις και τα πραγματικά ελαττώματα που παρουσιάστηκαν στο πλοίο … ήταν τα εξής: α) λόγω εσφαλμένου υπολογισμού των απωλειών ισχύος που συνεπάγετο το σύστημα τριών κινητήρων, η ισχύς που μετέδιδαν οι μηχανές στις έλικες και κατ’ επέκταση η ώση την οποία έδιδαν οι έλικες στο πλοίο ήταν σημαντικά μικρότερη από αυτήν που είχε υπολογιστεί από την εναγομένη, με αποτέλεσμα η υπηρεσιακή ταχύτητα που ήταν σε θέση να αναπτύσσει το σκάφος με φορτίο ελάχιστου αριθμού επιβατών ήταν μόλις 19-21 κόμβων, αντί της υπεσχημένης υπηρεσιακής ταχύτητας άνω των 30 κόμβων, η οποία αποτελούσε συνομολογημένη ιδιότητα του πωληθέντος εξοπλισμού, β) αποκλείστηκε η δυνατότητα της αυτόματης λειτουργίας των πτερυγίων (flaps), καθώς όταν αυτά τίθεντο σε αυτόματο τρόπο λειτουργίας, με σκοπό τη διόρθωση της διαγωγής πλεύσης του σκάφους, η ταχύτητα αυτού μειωνόταν κατά περίπου δύο κόμβους, γ) το ελικοπηδάλιο των κινητήρων ερχόταν σε επαφή με τη γάστρα του πλοίου, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να γίνει επανειλημμένως  λείανση της γάστρας του προκειμένου να μειωθεί το πάχος της και να αποφευχθεί η τριβή της με το ελικοπηδάλιο, κατά την πλεύση του πλοίου ενεργοποιείτο από τον δεξιό κινητήρα ο συναγερμός χωρίς πραγματική αιτία (ψευδής συναγερμός), ενώ η καλωδίωση των κινητήρων ήταν εσφαλμένως και ατάκτως εγκατασταθείσα, οι πλημμέλειες ωστόσο αυτές στην εγκατάσταση των κινητήρων αποκαταστάθηκαν και δ) δεν λειτουργούσε ο αυτόματος πιλότος και δεν λειτουργούσε σωστά το δορυφορικό σύστημα GPS, σύμφωνα με τα εκτενώς αναφερόμενα στο υπό κρίση δικόγραφο. Ότι, αν και η ίδια άσκησε νομίμως, κατά τα ανωτέρω, το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, το οποίο επικουρικά ασκεί και με την κρινόμενη αγωγή, η εναγομένη δεν της απέδωσε, ως όφειλε, την εισπραχθείσα προκαταβολή του τιμήματος, ποσού 50.000,00€, επιπλέον δε ευθύνεται η τελευταία και προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη μη εκπλήρωση της μεταξύ τους σύμβασης και δη για τα διαφυγόντα εισοδήματα αυτής κατά τη χρονική περίοδο από 01.04.2018 έως 31.10.2018, ήτοι τα καθαρά έσοδα από την εκτέλεση πλόων του πλοίου … στην πορθμειακή γραμμή Αλεξανδρούπολης – Σαμοθράκης κατά το ανωτέρω διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο θα εκτελούσε ένα κυκλικό δρομολόγιο ημερησίως και τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 332.209,16€. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής της, με τις έγγραφες προτάσεις της  (άρθ. 223 εδ.β, 295§1, 297 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015,) με την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό: να αναγνωριστεί ότι η ασκηθείσα με την, από 20.09.2017, εξώδικη δήλωσή της, υπαναχώρηση από την ένδικη σύμβαση πώλησης επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της από την επίδοσή της στην εναγομένη, ήτοι την απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων των συμβαλλομένων – διαδίκων από τη σύμβαση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της αποδώσει, για αιτία που δεν επακολούθησε, το σύνολο της ωφέλειας που αποκόμισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ήτοι το ποσό των 50.000,00€, νομιμότοκα από την ημερομηνία είσπραξης αυτού, ήτοι από 01.02.2017, άλλως από τον χρόνο της εκ μέρους της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης, την 20.09.2017 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, προσέτι δε η υποχρέωσή της να της καταβάλει, ως αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα το χρηματικό ποσό των 332.209,16€, νομιμότοκα από την επέλευση της ζημίας, ήτοι από την 31.10.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Ζητεί, τέλος, η ενάγουσα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Σημειώνεται δε ότι η ενάγουσα παραδεκτά με την προσθήκη των προτάσεών της ζητεί να μη ληφθεί υπόψην το εκ παραδρομής περιεχόμενο στις προτάσεις της αίτημα να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της αποδώσει το ποσό των 145.000,00€, ως διαφορά μεταξύ της αξίας αγοράς του επίδικου εξοπλισμού και της πραγματικής του αξίας με τα επίδικα ελαττώματα (παραδεκτός περιορισμός με την προσθήκη των προτάσεων – ΑΠ 315/2010, σε ΤΝΠ Νόμος), το οποίο εξάλλου τυγχάνει απαράδεκτο, κατ’ άρθρο 223εδ.α του Κ.Πολ.Δ., καθώς συνιστά απαράδεκτη διεύρυνση του αγωγικού αιτήματος. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον (άρθρο 42 Κ.Πολ.Δ. και 51§2 εδ.α, §3Α, Β περ. β,ι του  Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) εισάγεται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, για το παραδεκτό δε της συζήτησής της έχει κατατεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, το από 31.12.2019 έγγραφο ενημέρωσης της ενάγουσας για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται από την τελευταία και από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της, …. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας. Ειδικότερα, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…» εκθέτει ότι άσκησε εξωδίκως το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της εναγομένης τον Φεβρουάριο του 2017, λόγω των πραγματικών ελλείψεων και δη των ουσιωδών πραγματικών ελαττωμάτων και της ελλείπουσας συνομολογημένης ιδιότητας, που ανωτέρω αναπτύχθηκαν, τα οποία παρουσιάστηκαν κατά την εγκατάσταση του πωληθέντος από την εναγομένη συστήματος πρόωσης στο σκάφος …, το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στην «αδελφή» αυτής εταιρεία «….» και τα οποία, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με βεβαιότητα θα υπάρχουν και στο -ίδιο- σύστημα πρόωσης που αγοράστηκε για το σκάφος …, πλοιοκτησίας της, ώστε να μην υποχρεούται η ίδια να αναμείνει τον χρόνο παράδοσης αυτού για να ασκήσει τις επίδικες αξιώσεις της, ήτοι την αξίωση επιστροφής του προκαταβληθέντος τιμήματος και αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων εισοδημάτων, τις οποίες ασκεί με την κρινόμενη αγωγή, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 534, 535, 536, 540, 543 και 547 του ΑΚ. Ωστόσο, η ενάγουσα απαραδέκτως ασκεί τις επίδικες αξιώσεις πριν την παράδοση του επίδικου εξοπλισμού, καθώς τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον εξοπλισμό  αυτόν των ίδιων πραγματικών ελλείψεων, οι οποίες διαπιστώθηκαν στο σύστημα πρόωσης που πωλήθηκε, με άλλη -αυτοτελή- σύμβαση πώλησης, για το σκάφος …, πλοιοκτησίας εταιρείας ιδίων συμφερόντων και οι οποίες μάλιστα κατά την αγωγή οφείλονται πιθανότατα σε αστοχίες και τεχνικά σφάλματα κατά την εγκατάστασή του στο σκάφος αυτό, κατά πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης εγκατάστασης που είχε αναλάβει η εναγομένη σε αμφότερες τις συμβάσεις πώλησης, καθώς πρόκειται μεν για σκάφη με όμοια τεχνικά χαρακτηριστικά, πλην όμως αυτά έχουν διαφορετικές διαστάσεις και για καθένα εξ αυτών εκπονήθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία διαφορετική τεχνική μελέτη, με διαφορετική εκτίμηση ως προς τη μέγιστη ταχύτητα που δύναται να αναπτύξει έκαστο σκάφος, η εμφάνιση δε των επικαλούμενων στην αγωγή πραγματικών ελλείψεων εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, όπως άλλωστε αναφέρεται και σε αυτήν (εσφαλμένοι υπολογισμοί στη μελέτη για την επιλογή και την τοποθέτηση των κινητήρων, πλημμέλειες κατά την εγκατάσταση του εξοπλισμού στο σκάφος κ.α.), ενώ συναρτάται και με τη γεωμετρία της γάστρας εκάστου σκάφους και τη lege artis κατασκευή της, ώστε, υπό τα δεδομένα αυτά, πριν την τοποθέτηση του επίδικου εξοπλισμού και την αναγκαία θαλάσσια δοκιμή του σκάφους, να μη θεωρείται εκ των προτέρων βέβαιη η εμφάνισή τους και στο σκάφος …. Όσον αφορά δε ειδικότερα την επικαλούμενη από την ενάγουσα μη λειτουργία του αυτόματου πιλότου και τη μη ορθή λειτουργία του δορυφορικού συστήματος GPS (η οποία σε κάθε περίπτωση αορίστως προβάλλεται, καθώς δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η πλημμέλεια κατά τη λειτουργία της) ουδόλως αιτιολογείται στο αγωγικό δικόγραφο η βεβαιότητα εμφάνισης των ίδιων δυσλειτουργιών – ελαττωμάτων στα αντίστοιχα όργανα που πωλήθηκαν ως μέρος του εξοπλισμού για το σκάφος …. Επομένως, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν υπάρχει ενεστώς έννομο συμφέρον της ενάγουσας προς άσκηση αυτής, αφού δεν υφίστανται οι όροι γένεσης των επίδικων αξιώσεων και συγκεκριμένα του διαπλαστικού δικαιώματος υπαναχώρησης και της αξίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα λόγω παροχής ελαττωματικού πράγματος, ούτε εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον αυτής, διότι, όπως έχει αναπτυχθεί στην ανωτέρω μείζονα σκέψη (ΙΙ), δεν παρέχεται, κατά τη διάταξη αυτή, δικαστική προστασία, όταν κατά τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής δεν έχουν συντελεσθεί οι παραγωγικοί όροι της αξίωσης, μη αρκούσης της ύπαρξης απλής πιθανότητας κτήσεως δικαιώματος στο μέλλον. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και η δικαστική δαπάνη της εναγομένης να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (176εδ.α, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Β. Η αντενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης 9394/4726/21.10.2019 ανταγωγή της, η συζήτηση της οποίας, μετά το πέρας των προθεσμιών εκ των διατάξεων των άρθρων 237 και 238 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε, με την από 28.09.2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. Όπως αποδεικνύεται από τη νόμιμα προσκομισθείσα, με επίκληση, από την αντενάγουσα, υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Θράκης …, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση ανταγωγής επιδόθηκε στην αντεναγομένη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας του άρθρου 238 του Κ.Πολ.Δ., ήτοι εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της κύριας αγωγής, η οποία έλαβε χώρα στις 27.09.2019, κατά τις διατάξεις των άρθρων 122, 123, 124, 126§1 στοιχείο γ΄, 129, 128§4 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι η υπό κρίση ανταγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αντεναγομένη, η τελευταία δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων, ούτε και παραστάθηκε στο ακροατήριο και, επομένως, πρέπει η τελευταία, να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 του ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη ανταγωγή η αντενάγουσα ιστορεί ότι τυγχάνει αποκλειστική εισαγωγέας – διανομέας στην Ελλάδα της σειράς προϊόντων της … και ότι η  αντεναγομένη, κατόπιν προφορικής επικοινωνίας που είχε με εκπρόσωπό της, παρήγγειλε τρεις καινούριους και αμεταχείριστους πετρελαιοκινητήρες … IPS 700hp/2250rpm με εξοπλισμό, προκειμένου να τους εγκαταστήσει σε ταχύπλοο σκάφος με την ονομασία «…». Ότι, ειδικότερα, συμφωνήθηκε η πώληση του εξοπλισμού που αναγράφεται στην από 20.02.2017 προσφορά που υπέβαλε στην αντεναγομένη, αντί συνολικού τιμήματος 355.000,00€, χωρίς ΦΠΑ, ενώ ορίστηκε προκαταβλητέο, έως την 01.02.2017, το ποσό των 50.000,00€, το οποίο και καταβλήθηκε, ενώ το υπόλοιπο τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την ειδοποίηση άφιξης των κινητήρων στις αποθήκες της. Ότι, παρά το γεγονός ότι εκπρόσωποί της κάλεσαν την αντεναγομένη να παραλάβει τον επίδικο εξοπλισμό, ήδη από τον Μάιο του 2017, η τελευταία δεν έχει παραλάβει ακόμη αυτόν, ούτε έχει καταβάλει το συνομολογηθέν τίμημα, επικαλούμενη αβασίμως ελαττώματα σε άλλους κινητήρες, που παραγγέλθηκαν από διαφορετική εταιρεία καθιστάμενη υπερήμερη ως προς την υποχρέωσή της να καταβάλει το υπόλοιπο τίμημα. Με βάση το  ιστορικό αυτό, η αντενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η αντεναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 305.000,00€ πλέον ΦΠΑ, νομιμοτόκως από την 07.10.2017, επομένη της ημερομηνίας που έταξε στην αντεναγομένη για να παραλάβει τους κινητήρες και να καταβάλει την αντιπαροχή της, άλλως από την επίδοση της ανταγωγής μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η αντεναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ανταγωγή, παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 Κ.Πολ.Δ.)  και κατά τόπον (άρθρο 34,  42 Κ.Πολ.Δ. και 51§2 εδ.α, §3Α, Β περ. β,ι του  Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η ανταγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 238 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών από την κατάθεση της αγωγής, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου την 27.09.2019, όπως προαναφέρθηκε, ενώ η ανταγωγή κατατέθηκε την 21.10.2019, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην αντεναγόμενη την 25.10.2019, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.  Περαιτέρω η ανταγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 513 ΑΚ, 176, 907, 908  ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων κατά το μέρος που αφορά στον αναλογούντα ΦΠΑ, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αφού η αξίωση για καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ καθίσταται απαιτητή από την είσπραξη του τυχόν επιδικαζόμενου ποσού και την έκδοση του αντίστοιχου φορολογικού παραστατικού, οπότε από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινάει και η τοκοφορία. Πρέπει, επομένως, η ανταγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. 3… e – παράβολο, σε συνδυασμό με το, από 29.09.2020, παράβολο πληρωμής).

Κατά της κρινόμενης ανταγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η αντεναγόμενη να καταβάλει στην αντενάγουσα το ποσό των τριακοσίων πέντε χιλιάδων ευρώ (305.000,00€), νομιμοτόκως από την 07.10.2017, έως την πλήρη εξόφληση, πλέον του ισχύοντος κατά τον χρόνο της καταβολής και έκδοσης των οικείων παραστατικών ΦΠΑ, διότι, εφόσον η αντεναγομένη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της ανταγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της αντεναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, δεν κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, απορριπτομένου κατ΄ουσίαν του σχετικού αιτήματος της αντενάγουσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αντεναγομένης λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ λόγω της ερημοδικίας της αντεναγομένης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης εκ μέρους της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό κατάθεσης 8461/4251/2019 αγωγή αντιμωλία των διαδίκων και τη με αριθμό κατάθεσης  9394/4726/2019 ανταγωγή ερήμην της αντεναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την αντεναγομένη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια αγωγή ως απαράδεκτη.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων τριάντα ευρώ (5.730,00€).

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανταγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αντεναγομένη να καταβάλει στην αντενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων πέντε χιλιάδων ευρώ (305.000,00€), πλέον ΦΠΑ, νομιμοτόκως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της αντεναγομένης τη δικαστική δαπάνη της αντενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ (6.870,00€).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις             2021 και δημοσιεύθηκε στις      …………….., σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ