Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

 722 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ κλήσης: 4768-2265/2020

ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 12468-5605/2018

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Φωτεινάτου Χαρίκλεια.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η εταιρεία με την επωνυμία “…” (…), η οποία εδρεύει στην … (…), νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Χρήστος Ρογκάτσιος (ΑΜ ΔΣΑ 22848), δυνάμει του από 11.1.2019 πληρεξουσίου εγγράφου του εκπροσώπου της ενάγουσας …, κατόπιν πιστοποίησης αυτού από τον Συμβολαιογράφο Mehmet Balci με βεβαίωση κατά τη Σύμβαση της Χάγης, προσκομισθέν σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική γλώσσα, που παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του ίδιου πληρεξούσιου δικηγόρου.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ : 1) Η εταιρεία με την επωνυμία “…), η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στα …, εγκατεστημένη νομίμως δυνάμει του A.N. 89/1967 στην Ελλάδα, και δη στον …… νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Ντέγκας, δυνάμει του από 5-3-2019 πληρεξουσίου εγγράφου νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, …, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, και

2) Η εταιρεία με την επωνυμία “…), εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στην αλλοδαπή, πράγματι δε στην Ελλάδα και δη στον ……., νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος, ούτε παραστάθηκε ή εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 30-11-2018 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.A.K./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 12468/5605/30-11-2018, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 919/2020 απόφασης του Δικαστηρίου που διέταξε την επανάληψη της προκειμένου να προσκομιστεί γνωμοδότηση για το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, επανήλθε προς συζήτηση με την από 8-7-2020 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4768-2265/8-7-2020 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε με την από 8-7-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 8-7-2020 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4768-2265/8-7-2020 κλήση της ενάγουσας, νόμιμα επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 30-11-2018 αγωγή με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 12468-5605/30-11-2018, όπως αυτή περιορίστηκε με τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 919/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου, που εκδικάζοντας την αγωγή, αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία διέταξε κατά τα λοιπά την επανάληψη της συζήτησης σύμφωνα με τα άρθρα 254, 337 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθούν κατά τη νέα δικάσιμο οι νομικές πληροφορίες που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτήν (την απόφαση) βάσει γνωμοδοτήσεως του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή άλλου νομομαθούς. Επισημαίνεται ότι βάσει των ρητών διατάξεων του άρθρου 254 §§1 και 3 ΚΠολΔ η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση, αφού αυτό εν προκειμένω είναι δυνατό (ΑΠ 1126/2019, Νομος). Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από την νόμιμα προσκομισθείσα μετ’ επίκλησης από την ενάγουσα υπ’ αρίθμ. 7.724Γ΄/4-9-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, Άννας-Μαρίας Αντωνελάκη, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης επιδόθηκε με θυροκόλληση στην έδρα της δεύτερης εναγόμενης, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 110, 122, 123, 124, 125, 126§1 στοιχείο γ΄, 128§4, 215§2 του ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν, η δεύτερη εναγόμενη, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε στην προηγούμενη δίκη, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§1,2 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η πρώτη εναγόμενη – η οποία, όπως προεκτέθηκε, παραστάθηκε στην προηγούμενη συζήτηση, αλλά και στην δεύτερη συζήτηση της υπόθεσης – αλυσιτελώς προβάλλει ένσταση ακυρότητας της επίδοσης της κλήσης με την οποία επανήλθε η υπόθεση προς συζήτηση, επικαλούμενη άκυρη θυροκόλληση της κλήσης στην – κατά τους ισχυρισμούς της – προηγούμενη έδρα της, χωρίς να επικαλείται δικονομική βλάβη  (ΟλΑΠ 12/2000, ΕΕΝ 2000, σ. 360 ·ΑΠ 1521/2013, ΕΠολΔ 2014, σ. 715 με σημείωμα Κλαμαρή) και, επομένως, παρέλκει η εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί στην υπόθεση αυτή είναι το τούρκικο ως προς το ορισμένο και το νόμιμο της κύριας εκ της πρακτορείας αξίωσης, της επικουρικής αξίωσης εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, των τόκων υπερημερίας, της ένστασης συμψηφισμού, ενώ ως προς τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και δη ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας από την πρώτη εναγόμενη εταιρία κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης και της επικαλούμενης από την πρώτη εναγόμενη μη δέσμευσής της τελευταίας έναντι της ενάγουσας εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Εν προκειμένω, το Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου αδυνατεί να αποφανθεί με ασφάλεια στα ζητήματα που το Δικαστήριο έθεσε (βλ. υπ’ αριθμ. 174/5.5.2020 απάντηση στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ενάγουσας). Εντούτοις, η προσκομιζόμενη από 8.7.2020 γνωμοδότηση της δικηγόρου Κωνσταντινούπολης Τουρκίας, Tugce Topcu παρέχει επαρκείς πληροφορίες ως προς το εφαρμοστέο τουρκικό δίκαιο στα ζητήματα που έθεσε το Δικαστήριο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της πρώτης εναγόμενης ως ουσία αβάσιμων, καθώς το νεαρό του επιστήμονα που γνωμάτευσε δεν συνεπάγεται και ανεπάρκεια αυτού. Οι συμβάσεις πρακτορείας διέπονται από τα άρθρα 102 – 122 του Τουρκικού Εμπορικού Κώδικα (ΤΕΚ) αριθμ. 6102 που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2012. Σύμφωνα με το άρθρο 102 ΤΕΚ, ως πράκτορας ορίζεται «αυτός που αναλαμβάνει κατ’ επάγγελμα τη μόνιμη διεξαγωγή διαπραγματευτικών δραστηριοτήτων (δηλαδή δραστηριότητες διαμεσολάβησης) για συμβάσεις που σχετίζονται με μια εμπορική επιχείρηση ή τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων εκ μέρους μιας τέτοιας εμπορικής επιχείρησης εντός συγκεκριμένου τόπου ή περιοχής, χωρίς βοηθητικό ρόλο όπως ένας εμπορικός διαμεσολαβητής, εμπορικός πράκτορας, υπάλληλος πωλήσεων ή υπάλληλος». Επομένως, στοιχεία της πρακτορείας είναι η ύπαρξη υποκείμενης συμφωνίας που αποτελεί τη βάση των διαπραγματευτικών ή συμβαλλομένων δραστηριοτήτων του πράκτορα εντός συγκεκριμένης περιοχής και η μονιμότητα αυτών των δραστηριοτήτων, η διαπραγμάτευση και/ή η σύναψη συμβάσεων που σχετίζονται με μια εμπορική επιχείρηση και η κατ’  επάγγελμα και όχι παρεπόμενα άσκηση της σχετικής δραστηριότητας. Η σχέση μεταξύ πράκτορα και εντολέα θεωρείται ως μια μορφή «ειδικής εκπροσώπησης» με την οποία ο πράκτορας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υποχρεούται εκ του νόμου να διεξάγει τη λειτουργία της πρακτορείας σύμφωνα με τις οδηγίες του εντολέα και κατά τρόπο συνεπή με τα συμφέροντα του εντολέα. Περαιτέρω, αναπτύσσει ισχύ η Οδηγία για τους Ναυτικούς Πράκτορες με περισσότερο κανονιστικό χαρακτήρα που ρυθμίζει διοικητικά – αδειοδοτικά θέματα των ναυτικών πρακτόρων, ενώ, συμπληρωματικώς, εφαρμόζεται ο Τουρκικός Κώδικας Υποχρεώσεων («ΤΚΥ») με αριθμό 6098, ο οποίος έχει επίσης τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2012 και ασχολείται με διάφορα θέματα αστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών συμβάσεων και σχέσεων ιδιοκτητών/μισθωτών. Η σύμβαση πρακτορείας είναι άτυπη σύμβαση και μπορεί να καταρτιστεί κατ’ αρχήν άτυπα, πλην όμως για ορισμένα ζητήματα προβλέπεται ο έγγραφος τύπος, ο οποίος πληρούται και με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών επιστολών. Τα ζητήματα αυτά είναι η αποκλειστικότητα (μονοπώλιο) του πράκτορα σύμφωνα με το άρθρο 104 ΤΕΚ, η καταβολή στον πράκτορα για αγαθά, τα οποία δεν έχουν παραδοθεί προσωπικά από τον πράκτορα, και/ή παραλαβή αγαθών/προϊόντων, τα οποία δεν έχουν πληρωθεί προσωπικά από τον πράκτορα σύμφωνα με το άρθρο 106 ΤΕΚ, η σύναψη σύμβασης για λογαριασμό του εντολέα σύμφωνα με το άρθρο 107 ΤΕΚ, το ποσό/ποσοστό αμοιβής ενός πράκτορα βάσει του άρθρου 115 ΤΕΚ το οποίο προβλέπεται για τους ναυτικούς πράκτορες ειδικά στο άρθρο 24 της προειρημένης τουρκικής Οδηγίας για τα Ναυτικά Πρακτορεία (ανά διέλευση των Τουρκικών Στενών ή πλου σε ανοικτή θάλασσα με βάση την χωρητικότητα σε κόρους του πρακτορευόμενου πλοίου που παρατίθεται σε πίνακα στην προεκτεθείσα γνωμοδότηση) και το ληξιπρόθεσμο των απαιτήσεων των πρακτόρων σύμφωνα με το άρθρο 116 ΤΕΚ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό (116 ΤΕΚ), η αμοιβή του πράκτορα πρέπει να καταβάλλεται εντός 3 μηνών από την προθεσμία που η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη ή το αργότερο, την ημερομηνία κατά την οποία η σύμβαση πρακτορείας λήγει. Κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν δήλη ημέρα όχι όμως πέραν των 3 μηνών, ενώ η αξίωση του ναυτικού πράκτορα παραγράφεται εντός 5 ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Κατ’ αρχήν, ο ναυτικός πράκτορας δεν μπορεί να απαιτήσει δαπάνες για τα συνήθη έξοδα, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως · ως συνήθη έξοδα δε λογίζονται αυτά που γίνονται κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του πράκτορα, όπως τα έξοδα γραφείου, τα έξοδα επικοινωνίας εάν έγιναν τηλεφωνήματα, έξοδα μεταφορικά από το γραφείο στο λιμάνι κ.λπ. Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 117 ΤΕΚ, ο πράκτορας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τα έκτακτα έξοδά του · ως τέτοια δε λογίζονται τα έξοδα που προέκυψαν από την εκτέλεση της συγκεκριμένης εντολής/οδηγίας του εντολέα ή αυτά που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της πράξης συνετούς διαχείρισης του πράκτορα για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εντολέα, όπως τα λιμενικά τέλη, τα έξοδα πρόσδεσης, τα έξοδα πλοηγών, τα τέλη του πλοιάρχου λιμένος, τα έξοδα απόδεσης, οι υπερωρίες του τελωνείου, τα υγειονομικά τέλη, τα έξοδα αγκυροβόλησης κλπ, τα οποία δεν θεωρούνται συνήθη, για την αναζήτηση των οποίων ισχύουν οι προεκτεθείσες διατάξεις για την αμοιβή του πράκτορα. Ως προς την αξίωση για τόκους ισχύει ο νόμος περί καθορισμού του νομικού και εμπορικού επιτοκίου με αριθμό 3095 που ρυθμίζει τα επιτόκια που ισχύουν για τις διαφορές στις οποίες οι τόκοι προκύπτουν βάσει του ΤΕΚ και του ΤΥΚ, εκτός εάν το ποσό συμφωνηθεί αμοιβαία βάσει σύμβασης. Τα ποσοστά δηλώνονται ετησίως. Για το 2020, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, το επιτόκιο που εφαρμόζεται στις συμβατικές σχέσεις είναι 9%. Για εμπορικές συναλλαγές, το ισχύον επιτόκιο είναι 15%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σχέση από ναυτική πρακτορεία είναι εμπορική επιχείρηση, το επιτόκιο είναι 15%, εκτός εάν τα μέρη έχουν καθορίσει άλλο ποσό. Επίσης, κατά το άρθρο 4 του ίδιου νόμου, που ρυθμίζει το επιτόκιο ως προς απαιτήσεις σε ξένο νόμισμα, εάν η αξίωση είναι σε ξένο νόμισμα, ως επιτόκιο ορίζεται το υψηλότερο επιτόκιο που ισχύει για λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων για ένα έτος των Κρατικών Τραπεζών. Ακόμη, η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό αποκαθίσταται κατά τους κανόνες της καλής πίστης και της δικαιοσύνης, ενώ γεννάται, εφόσον ελλείπει η σύμβαση ή η τελευταία είναι άκυρη συνολικά ή ως προς κάποιον επί μέρους όρο της, οπότε η αμοιβή ή οι συγκεκριμένες δαπάνες μπορούν να αναζητηθούν με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Με βάση τις προεκτεθείσες διατάξεις του τουρκικού δικαίου η αγωγή είναι ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, είναι μη νόμιμη ως προς το αίτημα της περί καταβολής της παροχής απευθείας σε αλλοδαπό νόμισμα, ζήτημα στο οποίο (συνάλλαγμα) εφαρμοστέο είναι πάντοτε το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου κατά το άρθρο 3§3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη Ι» (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, ΙΔΔ, στ΄ έκδ., σ. 309), καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 5422/1932, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα άρθρα 3 του από 14.7.1932 ν.δ/τος το οποίο κυρώθηκε με το ν. 5665/1932, 2 του ν. 39/1936, 3 του ν. 300/1937, 4 του α.ν. 362/1945, ν. 994/1946 και ν. 2415/1953, σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, Νομος · ΑΠ 698/2006, Νομος · ΑΠ 1349/1997, Νομος · ΕφΠειρ 287/2011, Νομος · ΕφΠειρ 35/2014, Νομος). Αντίθετα, η αγωγή είναι νόμιμη κατά το επικουρικό της αίτημα ως προς το νόμισμα στο οποίο αιτείται την αναγνώριση της οφειλής (το ισόποσο αυτών σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξοφλήσεως). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της από σύμβαση πρακτορείας, ενόψει των προειρημένων διατάξεων του τουρκικού δικαίου, καθώς και ως προς αίτημα της για επιδίκαση τόκων ως προς το ποσό των 23.024,61 δολαρίων ΗΠΑ από τις 31.07.2017 και ως προς το ποσό των 3.503,42 δολαρίων ΗΠΑ από τις 1.8.2017 με το επιτόκιο που προαναφέρθηκε για εμπορικές συναλλαγές (15%), ενώ είναι μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται εν όλω ή εν μέρει ακυρότητα της σύμβασης πρακτορείας. Τέλος, ως προς την δεύτερη εναγόμενη, η οποία ενάγεται ως πλοιοκτήτρια από σύμβαση εφοπλισμού, δεδομένου ότι η υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, η ευθύνη της θα κριθεί με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 25 εδάφ. β΄ ΑΚ, το οποίο θέτει βασικό κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου επί ενοχών από σύμβαση και, καθώς δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών εφαρμοστέο δίκαιο κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη απόφαση, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες, καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε η σύμβαση, οι οποίες προτείνονται και αποδεικνύονται από τους διαδίκους, ήτοι εν προκειμένω το ελληνικό, λαμβανομένου υπόψη ότι οι ουσιώδεις όροι της σύμβασης καταρτίστηκαν είτε με ηλεκτρονικές επιστολές αποσταλείσας της αποδοχής της πρότασης από την πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα και με την σύμπραξη του αντίστοιχου κλάδου της μητρικής εταιρίας με την ενάγουσα (που είναι ο κλάδος της στην Τουρκία) και επιπλέον για τον λόγο ότι το πλοίο ανήκει σε εταιρία έχουσα την πραγματική έδρα της στον Πειραιά (ΑΠ 581/1996, ΕλλΔνη 1998.573 ·Κοροτζής, ΝαυτΔ ΙΙ, σ. 83, υποσημ. 15 όπου περαιτέρω παραπομπές). Σημειώνεται ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη επί εφοπλισμού συνιστά περίπτωση ευθύνης εκ του νόμου που δεν έχει ρυθμιστεί από τους Κανονισμούς «Ρώμη Ι» και «Ρώμη ΙΙ». Κατά συνέπεια, ως προς την δεύτερη εναγόμενη η αγωγή είναι νόμιμη με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 106 εδάφ. β΄ του ΚΙΝΔ. Συνεπώς, καθώς κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία, πρέπει, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει το ισόποσο των (23.024,61 +  3.503,42 =) 26.528,03 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξοφλήσεως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επικαλούμενης στην αγωγή ως δήλης ημέρας μέχρι την εξόφληση (15% ετήσιο επιτόκιο κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του τουρκικού δικαίου), ήτοι ως προς το ποσό των 23.024,61 δολαρίων ΗΠΑ από τις 31.07.2017 και ως προς το ποσό των 3.503,42 δολαρίων ΗΠΑ από τις 1.8.2017 και από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με τον νόμιμο τόκο επιδικίας, κατ’ εφαρμογή του ελληνικού δικαίου (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 626/2004 νομος ·ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝαυτΔ 1999.370 ·ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝαυτΔ 1991.6), διότι, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ. Ως προς την πρώτη εναγόμενη, η αγωγή πρέπει να κριθεί, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι η πρώτη εναγόμενη αρνείται την αγωγή επικαλούμενη σχέση αντιπροσώπευσης της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης. Τέλος, η πρώτη εναγόμενη δεν προσκόμισε αντίστοιχη νομική πληροφορία ως προς την ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε ήδη κατά την προηγούμενη συζήτηση της υπόθεσης, μη συμμορφωθείσα με το διατακτικό της προηγούμενης (μη οριστικής) απόφασης του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, δεδομένης της αδυναμίας του Δικαστηρίου να ανεύρει το τουρκικό δίκαιο επί της εν λόγω ενστάσεως, θα εφαρμοστεί προς αποφυγή αρνησιδικίας το ημεδαπό (ελληνικό) δίκαιο (ΕφΠειρ 275/2012, ΕΝαυτΔ 2012.208 ·ΕφΙωαν 183/1985, ΕλλΔνη 1986.165 ·Τέντες σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 337, αριθμ. 3). Η εν λόγω ένσταση, δεδομένου ότι προβάλλεται μαζί με την άρνηση της αγωγής προβάλλεται επικουρικώς (Μπαλής, ΕνοχΔ §140, αριθμ. 3 στ΄·Πολυζωγόπουλος σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρο 444, αριθμ. 9), είναι δε νόμιμη κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρα 441, 442, 444 εδ β΄ΑΚ) και είναι εξεταστέα, υπό την αίρεση της απόρριψης των ισχυρισμών της πρώτης εναγομένης ότι η ίδια ενήργησε ως διαχειρίστρια της ναυλώτριας του πλοίου.

Από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά ληφθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως (βλ. υπ’ αριθμ. …/25.2.2019 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Πειραιώς …) με επιμέλεια της εναγόμενης που προσκομίστηκε και κατά την προηγούμενη συζήτηση της υπόθεσης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο, εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, καθώς και των ηλεκτρονικών επιστολών, διότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον χρήστη συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως προκύπτει και από την επικράτηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ως μέσου επικοινωνίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με μεγάλο αντικείμενο (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204 ∙Μανιώτης, Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998, σελ. 32 επ. ∙ Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 138 επ.),  λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα εξής : Η ενάγουσα είναι επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πρακτόρευσης πλοίων και ναυτιλιακών lοgistics (μεταφορά και αποθήκευση ναυτιλιακών υλικών) παρέχουσα τις υπηρεσίες τις σε λιμένες της Κωνσταντινούπολης και των Δαρδανελλίων στην Τουρκία και αποτελούσα κλάδο της μητρικής εταιρίας που δραστηριοποιείται παγκοσμίως δια των κατά τόπους εταιριών – γραφείων της, όπως η ενάγουσα στην Τουρκία. Η εναγόμενη, εδρεύει κατά το καταστατικό της στα … και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα και ήταν εγκατεστημένη εταιρία στην Ελλάδα δυνάμει του A.N. 89/1967 έως τις 20.11.2019, οπότε ανακλήθηκε η άδεια εγκατάστασης της (βλ. υπ’ αριθμ. 2212.2-1/4515/83894/2019 Απόφαση Υπουργού Ναυτιλίας). Από τις 27/3/2012 η πρώτη εναγόμενη ήταν διαχειρίστρια του πλοίου “…”, πλοιοκτησίας από το έτος 2012 της εταιρίας “…” και από τις 18/12/2014 της δεύτερης εναγόμενης έως τις 1-9-2017 (βλ. και προσκομιζόμενη από 27 Ιουνίου 2016 βεβαίωση Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών Υπουργείου Ναυτιλίας). Η δεύτερη εναγόμενη δια της από 18/12/2014 συμβάσεως γυμνής ναύλωσης είχε εκναυλώσει για τρία έτη το εν λόγω πλοίο στην εταιρία “…”. Η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου είναι είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης στην οποία ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο διά του πλοίου, κατ’ άρθρο 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 436/2018, ΕΕμπΔ 2019.907), που εφαρμόζεται εν προκειμένω κατά τα προεκτεθέντα περί του εφαρμοστέου δικαίου στην σύμβαση εφοπλισμού ως προς την ευθύνη του πλοιοκτήτη. Στις 3/3/2017 η εναγόμενη απευθύνθηκε στην ενάγουσα ενημερώνοντας ότι είναι διαχειρίστρια (“manager”) του πλοίου “…” ζητώντας την παροχή υπηρεσιών της, κατά τον δεξαμενισμό του τελευταίου στο ναυπηγείο “…” . Σε απάντηση του προηγούμενου μηνύματος και τηλεφωνικής επικοινωνίας, στις 1/3/2017, η ενάγουσα, δια του υπαλλήλου της …, έστειλε την προσφορά της προς την πρώτη εναγόμενη και ενημέρωσε ότι η υποβολή των εξόδων θα γίνει από την αντίστοιχη δραστηριοποιούμενη στην Ελλάδα θυγατρική εταιρία (“….”). Εν συνεχεία, στις 3 Μαρτίου 2017 η πρώτη εναγόμενη διευκρινίζοντας και πάλι ότι ενεργεί ως διαχειρίστρια του πλοίου και ότι πλοιοκτήτρια είναι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία (“as agents of vsls registered owners : Conqueror Limited”) γνωστοποίησε στον παραπάνω υπάλληλο της ενάγουσας τον οριστικό δεξαμενισμό του πλοίου στο παραπάνω ναυπηγείο και τις εκτιμώμενες ημέρες άφιξης του πλοίου και ζήτησε από την (τούρκικη εταιρία) να εκδώσει τα τιμολόγια της στο όνομα της εταιρίας “…” (ναυλώτριας του πλοίου), μήνυμα που η αποδέκτης του μηνύματος (τούρκικη εταιρία) επιβεβαίωσε την λήψη του, κοινοποιώντας αυτό και στην αντίστοιχη εταιρία (επίσης κλάδο της μητρικής εταιρίας) στην Ελλάδα “….” Στο πλαίσιο αυτής της σύμβασης πρακτορείας του πλοίου, η τελευταία (“….”) δια της υπαλλήλου της, …, απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη αναλυτικό κατάλογο των εξόδων ποσού 5.810 δολαρίων ΗΠΑ, που έγινε δεκτός από την πρώτη εναγόμενη με απαντητική ηλεκτρονική επιστολή της ίδιας ημέρας δια του υπαλλήλου της …. Σε εξόφληση της εν γένει σύμβασης πρακτόρευσης του πλοίου «…», για την οποία η συνολική οφειλή ήταν μεγαλύτερη της επίδικης, η αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας και ναυλώτρια του πλοίου “…” προκατέβαλε στην ενάγουσα ποσό 100.000 δολαρίων ΗΠΑ, όπως προκύπτει και από το προσκομιζόμενο σχετικό έμβασμα. Ακολούθως, το πλοίο στις 20.4.2017 διήλθε των στενών των Δαρδανελίων και κατέπλευσε στο ναυπηγείο … της Κωνσταντινούπολης, όπου και παρέμεινε έως τις 23.5.2017, απ’ όπου απέπλευσε στις 24.5.2017 διερχόμενο των στενών των Δαρδανελίων. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η ενάγουσα μεταξύ άλλων κατέβαλε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης και τα έξοδα ρυμούλκησης, πλεύρισης, πρόσδεσης, αμοιβές πλοηγών, χρέωση αγκυροβόλησης τέλη, έξοδα κατά τον χρόνο παραμονής του πλοίου στο ανωτέρω ναυπηγείο, που μαζί με την αμοιβή της ανέρχονται σε (αμοιβή πλοηγών για πέρασμα Yelkenkaya – τιμολόγιο 2129 ποσό 3.852,50 δολ. + αμοιβή πλοηγών για πλεύριση λιμένος – τιμολόγιο 2129 ποσό 2.850 δολ. + έξοδα πρώτης πρόσδεσης και απόδεσης στο λιμάνι – τιμολόγιο 3729 ποσό 1.215 δολ. + έξοδα ρυμούλκησης για πλεύριση λιμένα – τιμολόγιο 3729 ποσό 6.546 δολ. + αμοιβή πλοηγών για πλεύριση και απομάκρυνση λιμένα – τιμολόγιο 2412 ποσό 5.700 δολ. +  έξοδα ρυμούλκησης για πλεύριση και απομάκρυνση λιμένα – τιμολόγιο 4233 ποσό 40.148,80 δολ. +  αμοιβή πλοηγών για απομάκρυνση λιμένος – τιμολόγιο 2523 ποσό 2.850 δολ. + αμοιβή πλοηγών για πέρασμα Yelkenkaya – τιμολόγιο 4489 ποσό 3.852,50 δολ. +  χρέωση αγκυροβόλησης – τιμολόγιο 99594771 ποσό 4.000 δολ. + έξοδα μηχανακάτου – ποσό 250 δολ. +  υγειονομικά τέλη – τιμολόγιο 465284 ποσό 13.573,95 δολ. +  έξοδα Ναυτικού Επιμελητηρίου – τιμολόγιο 17-KMMR-9354 ποσό 182,52 δολ. +  υπερωρίες τελωνείου – τιμολόγιο 505/504 ποσό 238,68 δολ. +  υπερωρίες τελωνείου – τιμολόγιο 505/504 ποσό 238,68 δολ. + τέλη λιμεναρχείου – τιμολόγιο NR70234718 ποσό 9,32 δολ. +  τέλος τοπικής ναυτιλιακής ένωσης – τιμολόγιο 95691 ποσό 21,90 δολ. +  αμοιβή πράκτορα –ποσό 4.000 δολ.=) 97.052,17 δολάρια ΗΠΑ, για την οποία (οφειλή) η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. GAC.YAL.095.17 τιμολόγιο στο οποίο, ως οφειλέτη η ενάγουσα αναφέρει την (ναυλώτρια) εταιρία “…”. Στο ανωτέρω ποσό η ενάγουσα καταλογίζει εκ της ανωτέρω προκαταβολής (της ναυλώτριας) το ποσό των 74.027,56 δολαρίων ΗΠΑ, για το οποίο εξέδωσε τα σχετικά τιμολόγια στις 21.07.2017, τα οποία και απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη και απομένει οφειλή ύψους (97.052,17 – 74.027,56=) 23.024,61 δολάρια ΗΠΑ. Επιπλέον, η ενάγουσα κατέβαλε για έξοδα του ίδιου πλοίου και αμοιβή της (αμοιβή πλοηγών για διέλευση από Δαρδανέλια προς βορρά – τιμολόγιο 85277 ποσό 4.299,20 δολ. +  φαρικά τέλη για διέλευση από Δαρδανέλια προς βορρά – τιμολόγιο 88566 ποσό 5.700,02 δολ. + έξοδα αποκομιδής ελαιωδών αποβλήτων – τιμολόγιο 443 ποσό 8.877,42 δολ. + αμοιβή πράκτορα ποσό 300 δολ. + αμοιβή   πλοηγών για διέλευση από Δαρδανέλια προς νότο – τιμολόγιο 96066 ποσό 4.299,20 δολ. + φαρικά τέλη για διέλευση από Δαρδανέλια προς νότο – τιμολόγιο 100254 ποσό 5.700,02 δολ. + αμοιβή πράκτορα ποσό 300 δολ.=) ποσό 29.475.86 δολαρίων ΗΠΑ. Για την οφειλή αυτή εξέδωσε τα υπ’ αριθμ. 253/17 και 334/17 τιμολόγια στα οποία, ως οφειλέτης αναφέρεται και πάλι η (ναυλώτρια) εταιρία “…”. Στο ανωτέρω ποσό η ενάγουσα καταλογίζει εκ της ανωτέρω προκαταβολής το ποσό των  25.972,44 δολαρίων ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να της οφείλεται για την ανωτέρω αιτία, επιπλέον, το ποσό των (29.475.86 – 25.972,44 =) 3.503,42 δολαρίων ΗΠΑ. Επομένως, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε εφοπλισμός του πλοίου ως προς την πρώτη εναγόμενη, αλλά διαχείριση αυτού για λογαριασμό της εκμεταλλευόμενης το πλοίο (ναυλώτριας) εταιρίας “…” με σύμβαση γυμνής ναύλωσης από την πλοιοκτήτρια δεύτερη εναγόμενη, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς την πρώτη εναγόμενη ως ουσία αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 178 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της δεύτερης εναγομένης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την δεύτερη εναγομένη (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.-

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την δεύτερη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-

Απορρίπτει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.-

Δέχεται την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη.-

Αναγνωρίζει ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα το ισόποσο των είκοσι έξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ δολαρίων ΗΠΑ και τριών σεντς (26.528,03$) σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξοφλήσεως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας μέχρι την εξόφληση.-

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 30 Μαρτίου 2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ