ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
763/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 9545 – 4822/2019
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Φωτεινάτου Χαρίκλεια.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η ναυτική εταιρία με την επωνυμία … η οποία εδρεύει στην Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΗΛΙΑΣ ΣΤΕΦΑΣ με ΑΜ … ΔΣΠ, δυνάμει του από 25.2.2020 ειδικού πληρεξουσίου με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ: …, κάτοικος …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΚΑΛΟΔΙΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ με ΑΜ … ΔΣΚ, δυνάμει του από 24.2.2020 ειδικού πληρεξουσίου με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του εναγόμενου και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 23-10-2019 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 9545 – 4822/2019, η συζήτηση της οποίας μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 30-9-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,2,6,8,12,13 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2391/1996 και τέθηκε σε ισχύ στις 3-6-1997, προκύπτει ότι κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, που βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο πραγματικό, άμεσο ή έστω πιθανολογούμενο που προϋπάρχει των σωστικών υπηρεσιών σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, παρέχει δικαίωμα αμοιβής, εφόσον είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα. Η ως άνω διεθνής σύμβαση εφαρμόζεται και σε επιχειρήσεις αρωγής σε εσωτερικά ύδατα, δεδομένου ότι η χώρα μας δεν διατύπωσε σχετική επιφύλαξη, κατά το άρθρο 30§1 της Σύμβασης αυτής και αναπτύσσει ισχύ και επί πλωτών ναυπηγημάτων, αφού το κείμενο της Σύμβασης εφαρμόζεται σε κάθε κατασκευή που είναι ικανή για ναυσιπλοΐα (“any ship or craft or any structure capable of navigation” – βλ. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο ΙΙΙ, σελ. 356 · Αλαπάντα, Νομικά ζητήματα θαλάσσιας αρωγής, ΠειρΝ 2017, σελ. 300 επ.). Η σύμβαση θαλάσσιας αρωγής είναι άτυπη, συνάπτεται και σιωπηρώς (άρθρο 6§1 Σύμβασης) και κατά το άρθρο 19 της εν λόγω Σύμβασης η κατάρτιση της θεωρείται ότι υπάρχει πλην της ρητής και εύλογης απαγόρευσης του πλοιοκτήτη για παροχή αρωγής (Κοροτζής, ο.π., σελ. 365 – 366 με περαιτέρω παραπομπές). Υποκείμενα της σύμβασης είναι ο πλοιοκτήτης του δεχόμενου την αρωγή πλοίου, ο κύριος του φορτίου που μεταφέρεται, ο δικαιούχος του ναύλου που βρίσκεται σε κίνδυνο και ο κύριος κάθε περιουσιακού στοιχείου κατά την έννοια του άρθρου 1 περ. γ΄ της συμβάσεως και από την άλλη πλευρά, αν πρόκειται για επαγγελματικό ναυαγοσωστικό πλοίο, ενεργητικώς νομιμοποιείται ο πλοιοκτήτης του ναυαγοσωστικού (ΕφΠειρ 322/2007, ΕΝαυτΔ 2007.297 ·Κοροτζής, ο.π., σελ. 366). Τέλος, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία των μερών για την αμοιβή, το ποσό αυτό καθορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει ως βάση για τον σκοπό αυτό, τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 13 § 1 της προαναφερόμενης διεθνούς συμβάσεως και ειδικότερα, άσχετα με τη σειρά τους : (α) τη διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, (β) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν βλάβη του περιβάλλοντος, (γ) το μέγεθος της επιτυχίας, που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, (δ) τη φύση και την έκταση του κινδύνου, (ε) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να σώσουν το πλοίο, τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία και ζωές, (στ) τον χρόνο που διατέθηκε, τις δαπάνες και τις απώλειες που είχαν οι αρωγοί, (ζ) τον κίνδυνο ευθύνης και άλλους κινδύνους, τους οποίους διέτρεξαν οι αρωγοί ή ο εξοπλισμός τους, (η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, (θ) τη δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής, (ι) τον βαθμό ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και την αξία τούτου (ΕφΠειρ 751/2007, ΕΝΔ 2008.52 ·ΕφΠειρ 322/2007, ΕΝαυτΔ 2007.297 ·ΕφΠειρ 1013/2006, ΕΝαυτΔ 2007.131). Περαιτέρω, είναι δυνατό να υπάρξει μερική συμβολή στη διατήρηση του πράγματος, όταν οι σωστικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν από περισσότερους από έναν αρωγούς και συνέβαλαν στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, έστω και αν καθεμία από αυτές δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό (ΕφΠειρ 625/1999, ΕΝαυτΔ 27.176), κατανεμόμενη μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή καθενός από αυτούς στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου (ΕφΛαρ 570/2002 Νομος· ΕφΠειρ 1083/1999 ΝαυτΔικ 1.133 ·ΕφΠειρ 1171/1997 ΕΝαυτΔ 26.39). Τέλος, η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται στο ότι η πρώτη προϋποθέτει την συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στη δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δύναμης) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (ΕφΠειρ 893/2011, ΕΝαυτΔ 2013.311 ·ΕφΠειρ 24/2011, ΕΕμπΔ 2011.654).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 7.5.2019 στις 13.40 ειδοποιήθηκε ότι είχε προσαράξει ιστιοπλοϊκό σκάφος, αξίας 100.000 ευρώ, με τέσσερις επιβαίνοντες σε αβαθή ύδατα στην θαλάσσια περιοχή Λ. Κ.ς κι ότι, αφού ενημέρωσε καταδυτικό συνεργείο, απέπλευσε αμέσως για το σημείο προσάραξης με το ειδικά διαμορφωμένο ρυμουλκό ναυαγοσωστικό πλοίο «… αξίας 450.000 ευρώ. Ότι, όταν κατέφθασε στο σημείο προσάραξης του σκάφους πλοιοκτησίας του εναγόμενου μαζί με φουσκωτό σκάφος καταδυτικού συνεργείου, διαπίστωσε πως το σκάφος του εναγόμενου είχε προσαράξει καθ’ όλο το μήκος του σε αβαθή ύδατα σε σημείο που ο βυθός σε κοντινή απόσταση είχε βράχια και κροκάλες και ενώ επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες (6-7 μποφορ με έντονο κυματισμό) που καθιστούσαν επιτακτική την άμεση αποκόλληση του σκάφους, ώστε να μην διαρραγούν τα ύφαλα του στον βυθό με κίνδυνο εισροής υδάτων σε αυτό και ολικής καταστροφής του, καθώς και πρόκλησης θαλάσσιας ρύπανσης. Ότι με την χρήση του περιγραφόμενου στην αγωγή εξοπλισμού και με τη συνεργασία δύο δυτών πέτυχε την αποκόλληση του σκάφους και την ασφαλή ρυμούλκηση και πρόσδεση του σκάφους στην μαρίνα ΝΑΟΚ στην Κ., απασχολούμενος επί 5 ώρες και 50 λεπτά και επιβαρυνόμενος με τις δαπάνες που λεπτομερώς περιγράφει αξίας 7.400 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για την προοεκτεθείσα αιτία (αμοιβή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής) το ποσό των 25.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της διάσωσης του πλοίου, λόγω του εμπορικού χαρακτήρα της διαφοράς κατ’ άρθρο 111 ΕισΝΑΚ, ισχυριζόμενη ότι ο εναγόμενος εκμεταλλεύεται επαγγελματικά το σκάφος του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου για την επιθαλάσσια αρωγή, δεδομένου ότι διεθνή δικαιοδοσία αποκτά κάθε δικαστήριο κράτους μέλους, στο οποίο το πρώτον εισάγεται διαφορά από επιθαλάσσια αρωγή, όπως εν προκειμένω, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου, καθώς η επιθαλάσσια αρωγή πολλές φορές, λόγω κατεπείγουσας ανάγκης, συμφωνείται μέσω ασυρμάτου στα διεθνή ύδατα μεταξύ του πλοιάρχου του κινδυνεύοντος πλοίου και του πλοιάρχου του αρωγού πλοίου και παρέχεται επίσης στα διεθνή ύδατα (ΕφΠειρ 322/2007, Νομος ·ΠολΠρΡόδου 137/2017, Νομος), διάταξη που αναπτύσσει εν προκειμένω ισχύ δυνάμει του άρθρου 71§1 του Κανονισμού 1215/2012, το οποίο με την τελευταία διάταξη δίνει κατ’ αρχήν το προβάδισμα στις ειδικές διεθνείς συμβάσεις, ιδίως στο ναυτικό δίκαιο, εφόσον περιέχουν κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας και υπό τον όρο ότι οι ειδικοί αυτοί κανόνες δεν θίγουν τις βασικές αρχές δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [Απόφαση ΔΕΕ 28.10.2004, (C-148/03), σκέψη 39· Απόφαση ΔΕΕ 4.5.2010, C-533/08 (TNT Express Nederland BV), σκέψεις 49 – 56 – βλ. Mankowski σε Rauscher, EuZPR/EulPR I, 5η έκδ. (2021), άρθρο 71, αριθμ. 4, 5, 37 επ.· Geimer/Schütze, EuZVR, 4η έκδ. (2020), άρθρο 71, αριθμ. 9, 12 – 14 ·Νίκα/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθρο 71, αριθμ. 5,7]. Περαιτέρω, το δικαστήριο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 8, 9, 10, 12 § 1, 13 και 14§2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον συντρεχόντως (άρθρο 51 § 1, 2 και 3Β περ. ιε΄ Ν. 2172/1993) ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Η αγωγή είναι ορισμένη, περιέχουσα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που η τελευταία διάταξη υποδεικνύει σε συνδυασμό με τις κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις ως προς το νόμιμο της αγωγής, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου, οι οποίοι αφορούν το ουσία βάσιμο της αγωγής (αξία διασωθέντος σκάφους, καύσιμα – λιπαντικά). Είναι δε και νόμιμη, ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού και σε αυτές των άρθρων 111 ΕισΝΑΚ ως προς το κύριο περί τόκων αίτημα σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, κατά την οποία «το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης» (ΕφΠειρ 322/2007, Νομος) και 345 ΑΚ 346, ως προς το επικουρικό περί τόκων αίτημα, καθώς και τα άρθρα 176 και 907 ΚΠολΔ ως προς τα υπόλοιπα αιτήματά της. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο …). Ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε έδωσε εντολή προς την ενάγουσα να επιχειρήσει τις ιστορούμενες στην αγωγή εργασίες, ότι δεν υφίστατο κίνδυνος και ότι επρόκειτο για απλή ρυμούλκηση αμφισβητώντας και τις επικαλούμενες δαπάνες, καθώς και την αξία του σκάφους του ως και του ναυαγοσωστικού – ρυμουλκού πλοίου της εναγομένης. Περαιτέρω, ο εναγόμενος προβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ισχυριζόμενος ότι η αξία του σκάφους του και της ενάγουσας έχει διογκωθεί και ότι καταχρηστικώς ασκήθηκε η αγωγή με αίτημα τόσο μεγάλου ύψους αμοιβής και ότι ήδη προσέφερε ήδη το ποσό των 5.000 ευρώ στην ενάγουσα, που αντιστοιχεί στο 25% της αληθινής αξίας του σκάφους, όπως εκείνος την υπολογίζει. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν καταχρηστική από μόνη της την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι η εναγόμενη δεν επικαλείται ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων να εξέρχεται των επιβαλλομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων (ΟλΑΠ 7/2002 ΕλλΔνη 43.681), αλλά συνιστούν άρνηση της αγωγής.
Από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ληφθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κ.ς Μαρίας Σπανού, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήσης του αντιδίκου στις 23 Ιανουαρίου 2020 (βλ. προσκομιζόμενο πιστοποιητικό άρθρου 10 Κανονισμού 1393/2007 περί πραγματικής επίδοσης της αγωγής στην αναφερόμενη στο πιστοποιητικό σύνοικο με κλήση για παράσταση στην αγωγή, αλλά και στην ένορκη βεβαίωση κατά την ανωτέρω ημερομηνία που ελήφθη), απορριπτομένης της ένστασης εξαίρεσης του μάρτυρος που ο εναγόμενος προέβαλε, επικαλούμενος συμφέρον του μάρτυρα, ως μη νόμιμης μετά την κατάργηση του άρθρου 400§3 ΚΠολΔ με τον Ν. 4335/2015 (βλ. Αιτ. Έκθ. νόμου), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση, εκ των σε ξένη γλώσσα προσκομιζόμενων σε μετάφραση και από όλες τις φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα, αποδεικνύονται τα εξής : H ενάγουσα παρέχει κατ’ επάγγελμα υπηρεσίες ναυαγιαίρεσης – ρυμούλκησης πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων με το ρυμουλκό (ρ/κ) – ναυαγοσωστικό (ν/γ) «…, Νηολογίου ……. με αριθμό 4447, Δ.Δ.Σ. SW 3738, κ.ο.χ. 152,48, κ.κ.χ. 25,60, μήκους 29,36 μ., πλάτους 7,43 μ., βάθους 2,80 μ., το οποίο είναι εξοπλισμένο με ειδικά μέσα ρυμούλκησης (καβους, πιάτα κλπ), αντλίες, λήψεις, μέσα κατάσβεσης και υλικά απορρύπανσης, κοπής μετάλλων και στεγανοποίησης και ηλεκτρονικό εξοπλισμό, η δε αξία του, ενόψει της παλαιότητας του, ανέρχεται σε 200.000 ευρώ. Ο εναγόμενος είναι πλοιοκτήτης του υπό βελγική σημαία ιστιοφόρου σκάφους αναψυχής με το όνομα …», μήκους 9,99 μέτρων και πλάτους 3,30 μέτρων, κατασκευασμένου από ενισχυμένο πλαστικό, με βοηθητικό κινητήρα πρόωσης YANMAR 18 ίππων, καταχωρηθέντος με αριθμό MMSI 205432730 στο νηολόγιο σκαφών αναψυχής Βελγίου, κατασκευασθέν το έτος 1988 στην Γιουγκοσλαβία, διαθέτει δε εσωτερική καμπίνα και είναι εξοπλισμένο με ταχύμετρο/βαθύμετρο, πυξίδα βαρούλκο άγκυρας και VHF. Το σκάφος έχει επισκευαστεί σε αρκετά σημεία (εξάρτια, παράθυρα, στηλόκρανο), η μηχανή του είναι σε καλή κατάσταση, ώστε να είναι αξιόπλοο, εντούτοις λόγω της ηλικίας του στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό του (κατάστρωμα, θαλάσσιοι χώροι) έχει φθορές από την συνήθη χρήση, όπως και στην έλικα και το ηλεκτρικό βαρούλκο, η δε κρυσταλλική καταπακτή στην αρχική πλατεία και στο τόξο είναι σε κακή κατάσταση, ενώ το πανί του φλόκου και η μία δεξαμενή νερού χρήζουν αντικατάστασης (βλ. και προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως τεχνική έκθεση …). Με βάση αυτά, η αξία του σκάφους ανέρχεται σε 22.000 ευρώ. Στις 7 Μαΐου ο ενάγων ξεκίνησε από την μαρίνα Γουβιών Κ.ς με κατεύθυνση τον λιμένα Γαϊών Παξών ταξιδεύοντας για αναψυχή με το ανωτέρω σκάφος του μαζί με άλλα τρία άτομα, οπότε περί ώρα 13:00 και ενώ στην περιοχή έπνεαν άνεμοι 6 της κλίμακας Beaufort προσάραξε από εσφαλμένο χειρισμό του και άγνοια της περιοχής σε αμμώδη αβαθή στην θαλάσσια περιοχή Αλυκών Λ. Κ.ς. Πρόκειται για σημείο που είναι ανοικτό προς την θάλασσα της Κ.ς (ακρωτήριο) και όχι προστατευμένο μέρος προς τον κόλπο της Λ.. Μετά από ενημέρωση των λιμενικών αρχών στο σημείο κατέπλευσε σκάφος των λιμενικών αρχών για παροχή συνδρομής στις 13:40, οπότε διαπιστώνοντας ότι δεν είναι δυνατή η μετακίνηση του σκάφους και ότι η θέση προσάραξης σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες καθιστούσαν επιτακτική την αποκόλληση και – εφόσον ήταν δυνατόν – την ρυμούλκηση ή μεταφορά του σκάφους με άλλο τρόπο, κάλεσαν το ναυαγοσωστικό – ρυμουλκό πλοίο της ενάγουσας, το οποίο ξεκίνησε αμέσως για την περιοχή. Επίσης, μετά από ενημέρωση του πλοιάρχου του ανωτέρω σκάφους της ενάγουσας, κατευθύνθηκε προς το σημείο προσάραξης το καταδυτικό συνεργείο του δύτη Σ. Κ. με το φουσκωτό σκάφος … και επιβαίνοντες τον τελευταίο, καθώς και τους δύτες …, οι οποίοι και κατέφθασαν στο σημείο πρώτοι. Ακολούθως δε το σκάφος της ενάγουσας προσέγγισε το ίδιο σημείο σε απόσταση 200 μέτρων στις 15:20. Αφού επιθεωρήθηκε το σκάφος του εναγόμενου από τους δύτες, διαπιστώθηκε ότι αυτό είχε προσαράξει σε αβαθή ύδατα (0,60 μ) καθ’ όλο τα μήκος του, δεν έφερε ρήγματα και ότι δεν είχαν εισρεύσει ύδατα σε αυτό, ενώ δεν είχε λάβει χώρα διαρροή καυσίμων ή λιπαντελαίων. Αποφασίστηκε δε η αποκόλληση του με έλξη από μεγάλη απόσταση και προσεκτικούς χειρισμούς, αφού το σκάφος του εναγόμενου προσδεθεί από τους δύτες, προκειμένου, αφενός, να μην προσαράξει και το ρυμουλκό σκάφος της ενάγουσας, αφετέρου, να μην προκληθούν ρήγματα στα ύφαλα του σκάφους. Αφού προσδέθηκε με ενέργειες των δυτών το σκάφος του εναγόμενου με ειδικό κάβο 200 μέτρων, ξεκίνησε η αποκόλληση του σκάφους σταδιακά (σε τρεις φάσεις), η οποία και ολοκληρώθηκε σε μία ώρα (16:25). Κατόπιν, το σκάφος του εναγόμενου επιθεωρήθηκε και πάλι από τους δύτες, ώστε να διαπιστωθεί, εάν είναι δυνατή η ασφαλής ρυμούλκηση του. Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι το σκάφος του δεν διέτρεχε κίνδυνο, μετά την ανωτέρω προσάραξη, ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος, λόγω της προσάραξης του σκάφους σε ανοικτό σημείο με δυσμενείς καιρικές συνθήκες και του πιθανού κινδύνου ολικής καταστροφής και εντεύθεν ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τα θραύσματα και ενδεχόμενη διαρροή λιπαντέλαιων και καυσίμων στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ομοίως, ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι, ενώ ο ίδιος δύνατο και επιθυμούσε να πλεύσει αυτοδύναμα μετά την αποκόλληση του σκάφους του, ρυμουλκήθηκε παρά την θέληση του στην μαρίνα ΝΑΟΚ όρμου Γαρίτσας Κ.ς, όπου το σκάφος του κατέπλευσε στις 19:25 της ίδιας ημέρας ασφαλώς ρυμουλκούμενο από εκείνο της ενάγουσας, αφού τα ανωτέρω έγιναν παρουσία και υπό την εποπτεία των λιμενικών αρχών, οι οποίες και απαγόρευσαν τον απόπλου του σκάφους του εναγόμενου μέχρις ότου επιθεωρηθεί από νηογνώμονα (βλ. και αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων ΛΣ Λ. ίδιας ημέρας). Εξάλλου, μεταξύ του εναγόμενου και του κυβερνήτη του σκάφους της ενάγουσας, … καταρτίστηκε και έγγραφη συμφωνία διάσωσης στην αγγλική γλώσσα, συμπληρώνοντας και υπογράφοντας τα μέρη το προτυπωμένο σχετικό έντυπο LLOYD’S που διεθνώς χρησιμοποιείται σε αυτές τις περιπτώσεις για καταβολή αμοιβής για τη διάσωση μόνο εκ του ωφέλιμου αποτελέσματος (no cure – no pay), το οποίο είναι ευρέως γνωστό στους ναυτιλομένους. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι αγνοούσε το περιεχόμενο του εγγράφου, επειδή αγνοεί την αγγλική γλώσσα, ελέγχεται επίσης ως ουσία αβάσιμος. Συνεπώς, ενόψει της ως άνω κατάστασης του σκάφους και του κινδύνου καταστροφής του σε περίπτωση περαιτέρω παράσυρσης του στην ακτή, η ως άνω σύμβαση μεταξύ ενάγουσας – εναγόμενου είχε τον χαρακτήρα της επιθαλάσσιας αρωγής, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τα οποία είναι απορριπτέοι οι αρνητικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος περί μη χορήγησης εντολής αρωγής στην ενάγουσα, αφού ο εναγόμενος πλοιοκτήτης δεν επικαλείται, ούτε προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό μέσο, εναντίωση του στις εργασίες αρωγής που παρείχε η ενάγουσα με το καταδυτικό συνεργείο που συνεργάστηκε για την επιτυχή διάσωση του σκάφους. Τα έξοδα όμως που επικαλείται η ενάγουσα είναι εμφανώς διογκωμένα, επιπλέον δε οι επικαλούμενες δαπάνες δεν αποδείχθηκαν από παραστατικά έγγραφα, καίτοι πρόκειται για κατ’ επάγγελμα διασωστικό συνεργείο. Επομένως, εν όψει του κινδύνου που υπήρξε για το ως άνω σκάφος του εναγόμενου, του ωφέλιμου αποτελέσματος που επιτεύχθηκε, των προσπαθειών του πληρώματος και των δυτών που η ενάγουσα προσέλαβε (συνυπολογιζόμενης και της μετάβασης αυτών προς επιθεώρηση του πλοίου για τη διαπίστωση της κατάστασης του και παροχή βοήθειας), του σχετικώς μικρού κινδύνου που διέτρεξαν οι διασώστες ως εκ της εργασίας τους σε μικρό βάθος, του χρόνου που διήρκεσε η παροχή της αρωγής, της αποτροπής του κινδύνου περαιτέρω σοβαρών ζημιών για το σκάφος του εναγομένου, του απομακρυσμένου, αλλά πάντως πιθανού, κινδύνου μόλυνσης του περιβάλλοντος από διαρροή λιπαντελαίων και του πιο απομακρυσμένου κινδύνου πετρελαιοειδών, καθώς τα τελευταία σε τέτοια σκάφη ευρίσκονται, κατά δίδαγμα κοινής πείρας, σε ανθεκτική ειδική δεξαμενή, καθώς και των εξόδων της εναγομένης (για καύσιμα μετάβασης σκάφους ενάγουσας και φουσκωτού σκάφους δυτών, εξοπλισμού – αμοιβή δυτών, δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας εξοπλισμού) που ανέρχονται σε 1.800 ευρώ, η εύλογη αμοιβή για την επιθαλάσσια αρωγή που παρείχε ανέρχεται στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (7.500 €), τα οποία οφείλει ο εναγόμενος πλοιοκτήτης να καταβάλει εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εκμεταλλεύεται επαγγελματικά το σκάφος του, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της διάσωσης του σκάφους λόγω εμπορικότητας του χρέους (111 ΕισΝΑΚ). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (7.500 €), τα οποία οφείλει να καταβάλει εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή μέχρι του ποσού των 5.000 ευρώ που ο εναγόμενος ήδη προσέφερε στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η ενάγουσα στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου (λόγω της μερικής ήττας της ενόψει του αιτηθέντος ποσού), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-
Απορρίπτει τα ως απορριπτέα κριθέντα.-
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.-
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (7.500 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.-
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000 €).-
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 6 Απριλίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ