Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

 

Αριθμός αποφάσεως   846/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11833/5960/2019) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση με τον διακριτικό τίτλο «…», κατοίκου …, επί της οδού …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 17.7.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τη δικηγόρο Γεωργία Εξαδάκτυλου (ΑΜ/ΔΣΑ 39574), κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Μιχάλης Νταλάκος του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΠ 1822), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/20.7.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία δεν κατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.             Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.12.2019 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 11833/5960/23.12.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 23.10.2020 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθήνας, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, με την παραπόδας αυτής από 23.12.2019 έκθεση εγχείρισης του θυροκολληθέντος εγγράφου στον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου και την ταυθήμερη βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής έγγραφης ειδοποίησης, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την κάτω από αυτή υπ’ αριθ. 11833/5960/2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και σημείωση για την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 129, 128 παρ. 4 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Ωστόσο, η εναγόμενη δεν κατέθεσε, και δη εντός της υπό του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015, προθεσμίας, όπως αυτή παρατάθηκε δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30.5.2020), προτάσεις. Συνεπώς, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη δίκη, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015).

Στα δικαστικά έξοδα που αποδίδονται στον διάδικο που νίκησε, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 παρ. 1 ΚΠολΔ: α) τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των δικογράφων και τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, β) το τέλος δικαστικού ενσήμου, γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες για έξοδα και αποζημίωση, καθώς και στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη. Αντιθέτως, δεν αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν: α) από απείθεια, απροσεξία ή σφάλμα του ίδιου του διαδίκου και β) από υπερβολική πρόνοιά του. Ειδικότερη μορφή δικαστικών εξόδων αποτελούν τα έξοδα εκτέλεσης, τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, υποχρεούται έναντι του επισπεύδοντος δανειστή να τα καταβάλει ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης (βλ. ΕφΠειρ 421/2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, www.efeteio-peir.gr). Η περίπτωση των εξόδων που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 173 επ. ΚΠολΔ, που προϋποθέτουν εκκρεμή δίκη και, επομένως, η επιδίκασή τους δεν αποκλείεται να επιδιωχθεί με αγωγή του δικαιούχου έναντι του υπόχρεου (ΑΠ 1495/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, είναι επιτρεπτή η άσκηση αυτοτελούς αγωγής για την επιδίκαση των συναφών με την εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή εξόδων, όπως είναι η δαπάνη πρόσληψης φύλακα συντηρητικώς κατασχεμένου πλοίου του οποίου έχει απαγορευθεί ο απόπλους, με την οποία βαρύνεται ο δανειστής προς εξασφάλιση της απαίτησης του οποίου κατασχέθηκε συντηρητικώς το πλοίο (ΠΠρΠειρ 3707/2013 ΕλλΔνη 2014.1502). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα (ΑΠ 658/2014 ΧρΙΔ 2014.681, ΑΠ 300/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 142/2004 ΝοΒ 2004.1560). Ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις παραπάνω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της, δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών (ΑΠ 300/2013 ο.π., ΜονΕφΠειρ 191/2017 ΕΕμπΔ 2019.159). Τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι έχει χωρήσει έγκυρη διαδικασία εκτέλεσης (ΕφΑθ 24/1996 ΕλλΔνη 1998.159). Σε αυτά, εμπίπτουν όλες οι δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και αφορούν τόσο την εκτέλεση καθεαυτή όσο και την όλη διαδικασία της, από την έναρξη μέχρι την περάτωσή της, ήτοι τα αναγκαία έξοδα για την έναρξη, κίνηση και γενικά τη διαδικασία της εκτέλεσης. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκείνα που έγιναν από υπερβολική πρόνοια, όπως εκείνα που δημιουργήθηκαν προς το αποκλειστικό συμφέρον του επισπεύδοντος ή των αναγγελθέντων δανειστών (όπως π.χ. τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, για την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου, τα έξοδα αναγγελίας και εκδόσεως περιλήψεως της κατακυρωτικής έκθεσης) ή από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, διότι τα έξοδα αυτά δεν ήταν απαραίτητα για τη συνέχιση της εκτέλεσης (ΕφΔωδ 272/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το άρθρο 932 ΚΠολΔ στηρίζεται στην αρχή της υπαιτιότητας, καθόσον ο μη εκπληρώσας εκουσίως την υποχρέωσή του οφειλέτης κατέστη υπαίτιος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά συνέπεια, εάν ο οφειλέτης προβεί στην ικανοποίηση του δανειστή, διαρκούσης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι υπόχρεος προς καταβολή των μέχρι τότε εξόδων (πρβλ. άρθρα 965 παρ.5, 969 παρ.2). Επίσης, όταν αναστέλλεται η διαδικασία εξ οιουδήποτε λόγου (π.χ. πτώχευση οφειλέτη), ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τα έξοδα εκτελέσεως. Εάν όμως ο δανειστής ματαίωσε χωρίς λόγο τη διαδικασία, δε δικαιούται σε αναζήτηση εξόδων, εκτός εάν η έτσι ματαιωθείσα διαδικασία επιστηρίζει περαιτέρω υποκατάσταση. Εξάλλου, εάν οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη ακυρωθεί, τα έξοδα αυτής φέρει ο επισπεύδων ή κατά τις περιστάσεις το υπαίτιο όργανο της εκτέλεσης (I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», β΄ έκδ. 1978, τόμος πρώτος, άρθρο 932 ΚΠολΔ, παρ. 147, σελ. 389). Τέλος, στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται και τα έξοδα προς διατήρηση και διασφάλιση των κατασχεθέντων και η αμοιβή των διορισθέντων φυλάκων και μεσεγγυούχων (βλ. ΠΠρΗρακλ 19/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· I. Μπρίνια, ό.π, παρ. 146, σελ. 383, καθώς και Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα (-Νικολόπουλο), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 975 αριθ. 4). Περαιτέρω, στο άρθρο 15 παρ.11 του Ν. 2743/1999 ορίζεται ότι: «… 11. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, μπορεί να ρυθμίζονται τα θέματα που έχουν σχέση με τους όρους, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τον έλεγχο για: … η) την υποχρέωση πρόσληψης φυλάκων στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των δικαστηρίων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με τα παραπάνω θέματα. Στους παραβάτες των προεδρικών διαταγμάτων, που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, επιβάλλονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται, οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, εκδόθηκε το Π.Δ. 280/2000, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του οποίου, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο. …». Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά καθιστά την αγωγή αόριστη, η αοριστία δε αυτή, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη, καθόσον συνιστά έλλειψη προδικασίας που ανάγεται στη δημόσια τάξη, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων, που διατηρεί ατομική επιχείρηση με τον διακριτικό τίτλο «…», εκθέτει ότι η εναγόμενη ναυτική εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου Δ/Ξ με την ονομασία «…», υπ’ αριθ. Νηολογίου …, ολικής χωρητικότητας 998 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 453 κόρων, του ανέθεσε τον Απρίλιο 2008 την εκτέλεση ηλεκτρολογικών εργασιών και την εγκατάσταση συστημάτων αυτοματισμών στο άνω πλοίο, έναντι συμφωνημένης κατ’ αποκοπήν ορισθείσας εργολαβικής αμοιβής, για αρχικές και πρόσθετες εργασίες, συνολικού ύψους 714.000 ευρώ, καταρτίσθηκε δε σχετικά μεταξύ τους το από 23.11.2009 συμφωνητικό. Ότι, επειδή η εναγόμενη δεν υπήρξε συνεπής στην υποχρέωσή της για (τμηματική) αποπληρωμή του εργολαβικού τιμήματος, ο ενάγων προέβη στην έκδοση διαταγών πληρωμής εναντίον της και, στη συνέχεια, με επίσπευσή του κατασχέθηκε αναγκαστικά το ανωτέρω πλοίο, δυνάμει της υπ’ αριθ… έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …. Ότι αυτό εκπλειστηριάσθηκε εν τέλει στις 28.2.2018, αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος 1.350.010 ευρώ, και κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία «…», συνταγείσας συναφώς της υπ’ αριθ. … Έκθεσης Δημόσιου Αναγκαστικού Ηλεκτρονικού Πλειστηριασμού Πλοίου του συμβολαιογράφου Πειραιά …, ο ίδιος δε ανακοίνωσε σ’ αυτόν, συμπληρωματικά προς προηγούμενες αναγγελίες του, απαίτησή του για τις δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί κατά τη διαδικασία της εκτελέσεως, οι οποίες και αφορούσαν στο συμφέρον όλων των δανειστών. Ειδικότερα, ότι υπό την ιδιότητά του ως επισπεύδοντος δανειστή προέβη στη φύλαξη και συντήρηση του κατασχεθέντος πλοίου, σε συμμόρφωση με την οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1 π.δ. 280/2000 υποχρέωσή του, τοποθετώντας ως φύλακες εργαζόμενους της επιχείρησής του, με επικεφαλής τον …, για το χρονικό διάστημα από 4.9.2013 έως 28.2.2018, επί 24ώρου βάσεως, έναντι μηνιαίας αμοιβής 3.000 ευρώ. Βάσει των ανωτέρω, ο ενάγων ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β, 297 ΚΠολΔ) και παραιτήσεώς του από το (μη νόμιμο μετά ταύτα, καθώς οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστό τίτλο, κατ’ άρθρο 904 ΚΠολΔ) αίτημα κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, ως συνάγεται από τις προτάσεις του, ν’ αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη, ως υπαίτια της αναγκαστικής εκτέλεσης, οφείλει να του καταβάλει, ως έξοδα εκτέλεσης, το συνολικό ποσό των (53 μήνες × 3.000 ευρώ =) 159.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης, και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται με τις προτάσεις του ενάγοντος το από 20.12.2019 ενημερωτικό έγγραφο, υπογεγραμμένο από τον ίδιο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, για τη δυνατότητα διευθέτησης της διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρα 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019, και 44 περ. β΄ του Ν. 4640/2019, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α, 2 εδ. α και 3 του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ωστόσο, είναι απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της και πρέπει ν’ απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα έξοδα φύλαξης κατασχεμένου πλοίου, του οποίου έχει απαγορευθεί ο απόπλους, συνιστούν έξοδα εκτέλεσης που προαφαιρούνται από το πλειστηρίασμα. Εν προκειμένω, ενώ ιστορείται ότι χώρησε έγκυρη διαδικασία εκτέλεσης που κατέληξε στον πλειστηριασμό του αναγκαστικά κατασχεθέντος πλοίου ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά …, στον οποίο ο ενάγων ανακοίνωσε (συμπληρωματικά) την επίδικη απαίτησή του, ως επισπεύδων δανειστής, σχετικά με την αμοιβή των φυλάκων που είχε εγκαταστήσει σ’ αυτό από την ημέρα της κατάσχεσης έως την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού, δεν αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο το εάν και κατά πόσον τα σχετικά έξοδα αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα. Η σχετική εκκαθαριστική πράξη των εξόδων, ωστόσο, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, θα είχε ως αποτέλεσμα να έχει ήδη ικανοποιηθεί ο ενάγων για την αγωγική του αξίωση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση στο στάδιο αυτό της από 14.3.2018 «συμπληρωματικής αναγγελίας απαιτήσεως» του ήδη ενάγοντος προς τον προαναφερθέντα συμβολαιογράφο, αυτή αφορούσε, μεταξύ άλλων, στην επίδικη από 159.000 ευρώ απαίτησή του για έξοδα φύλαξης πλοίου. Κρίνεται, επομένως, αναγκαία η αναφορά της εξέλιξης των συγκεκριμένων εξόδων εκτέλεσης στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας, τα οποία ο ενάγων γνωστοποίησε, καταθέτοντας συγχρόνως αποδεικτικά έγγραφα, στον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού. Σημειώνεται, τέλος, ότι η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού, ενώ η σχετική εκκαθαριστική πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, αν και εξώδικη, αποτελεί διανομή πλειστηριάσματος και προσβάλλεται με ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στο πλαίσιο δε της δίκης επί της ανακοπής υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο και διαγιγνώσκεται δεσμευτικά η σχετική απαίτηση.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Ο ηττηθείς ενάγων δεν θα καταδικαστεί σε δικαστικά έξοδα, ελλείψει σχετικού αιτήματος, ενόψει της ερημοδικίας της εναγόμενης (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, επειδή μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της εναγόμενης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας σε διακόσια (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ