Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός Απόφασης  1011/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 7801/3652/2020)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 19 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Κλεοπάτρας Μαδημένου του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 3707), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/22.1.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ανδρέα Τσάκου του Θεοδώρου (ΑΜ/ΔΣΠ 4182), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/22.1.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε την από 14.12.2018 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 12738/118/14.12.2018 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας – εναγόμενης και ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας ερήμην της εναγόμενης εξέδωσε τη με αριθμό 48/2019 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 11.11.2019 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11269/279/14.11.2019 έφεσή της προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 10379/14.11.2019 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 5224/14.11.2019, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τις 4.2.2020. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 22.9.2020, οπότε ματαιώθηκε. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 22.9.2020 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 7801/3652/13.10.2020 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 22.9.2020 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 7801/3652/13.10.2020 κλήση η κρινόμενη από 11.11.2019 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 11269/279/14.11.2019 έφεση, λόγω ματαιώσεως της συζήτησης αυτής κατά την προηγουμένως ορισθείσα δικάσιμο της 22.9.2020.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της ερήμην του εκκαλούντος εκδοθείσας απόφασης, προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουστεί και να προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ [βλ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. ΣΤ΄ (2009), παρ. 228δ-ε, σελ. 104-107, παρ. 540α, σελ. 227 και παρ. 1146, σελ. 448-450]. Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος της έφεσης είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος (βλ. ΑΠ 1140/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005.1100), έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση [βλ. ΑΠ 1040/2013 ΧρΙΔ 2014.128, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 1906/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1140/2008 ό.π.· Σαμουήλ, ό.π, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΣυμπλΚΠολΔ (2003) 528]. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει ασχέτως αν η ερήμην απόφαση, στον πρώτο βαθμό, εκδόθηκε κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία (βλ. ΑΠ 884/2007 ό.π., ΑΠ 446/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 11.11.2019 έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης κατά της 48/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ), ερήμην της, ως προς την οποία η διαδικασία προχώρησε σαν να ήταν και η ίδια παρούσα (άρθρο 621 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ), και έκανε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσίαν την αγωγή που άσκησε ο εφεσίβλητος σε βάρος της, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον κανείς από τους διαδίκους δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε πριν από την άσκηση της έφεσης που έγινε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14.11.2019 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον η έφεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις από διάδικο ο οποίος, όπως εκτέθηκε, δικάστηκε ερήμην, αλλά σαν να ήταν παρών, πρέπει, επειδή η εναγόμενη παραπονείται για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση (άρθρα 528 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 γ, 3 Α – Β Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς) και να ερευνηθεί η αγωγή, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 591 παρ. 7 εδ. α ΚΠολΔ).

Με το άρθρο 1 παρ. 1 ν.3276/1944, που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη ΣΠ 21/1945 (η οποία κυρώθηκε με το ν.32/1945, και εξακολουθεί να ισχύει, ως συνάγεται έμμεσα από τη μη ρητή κατάργησή του με τον ως άνω ν.32/1945), ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Πρέπει να επισημανθεί ότι επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων (ΣΣΝΕ) δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις κ.λπ.», όπως προκύπτει από το όλο πνεύμα αυτού, αν και δεν περιέχει ρητή διάταξη, όπως ο προϊσχύσας ν.3239/1955 στο άρθρο 41 παρ. 3 αυτού (ΑΠ 87/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και επομένως ούτε, ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 4 και 5 ν. 1876/1990 για τη διάρκεια της ισχύος και τη μετενέργεια των ΣΣΕ (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το άρθρο μόνο της ΥΑ 3525.1.4/01/2011 ΥΑ του ΥΘΥΝΑΛ (ΦΕΚ Β΄ 127), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω άρθρων 1 παρ. 1 και 5 ν.3276/1944, κυρώθηκε η από 24.12.2010 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501-3.000 κοχ ή 801-4.500 TDW, ρητά δε ορίσθηκε με την ως άνω ΥΑ, σύμφωνα και με το άρθρο 25 παρ. 1 της ΣΣΕ, ότι η ισχύς αυτής αρχίζει την 1.1.2010 και λήγει την 31.12.2010.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την προαναφερθείσα αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στον Πειραιά την 5.3.2018 με την εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου «…», ναυτολογήθηκε, την ίδια ημέρα, ως ναύτης, επί του παραπάνω πλοίου (αριθ. …, ολικής χωρητικότητας 992,29 κόρων). Επίσης, ότι εργάστηκε σ’ αυτό (πλοίο), με αποδοχές τις αναφερόμενες στην αγωγή σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα των Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων χωρητικότητας από 501 έως 3.000 κ.ο.χ., έτους 2010, μέχρι την 28.5.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω λύσης της ως άνω σύμβασης ναυτολόγησής του, εικονικώς, με αμοιβαία συναίνεση, ενώ πραγματικώς μετά από μονομερή αιτιολογημένη καταγγελία της σύμβασης από τον Πλοίαρχο, χωρίς όμως να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 3.940,83 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οφειλόμενο υπόλοιπο της υπερωριακής εργασίας του κατά τα Σάββατα, τις αργίες, τις καθημερινές και τις Κυριακές, καθώς και της ιδιαίτερης αμοιβής του για την εργασία καθαρισμού των κυτών του πλοίου, όπως κάθε επιμέρους αξίωση ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή. Ακόμη, με την ως άνω αγωγή, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του προαναφερθέντος πλοίου, να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 3.940,83 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλει σ’ αυτόν, κυρίως λόγω της σχετικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας, επικουρικώς δε λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την αποναυτολόγησή του (28.5.2018), άλλως και επικουρικώς από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής. Η αγωγή αυτή αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση (άρθρα 9, 14 παρ. 1 α, 25 παρ. 2, 33 του ΚΠολΔ και 51 ν. 2172/1993), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 60, 72, 74, 84 του ΚΙΝΔ, 361, 648, 649, 653, 655, 659, 340, 341, 345, 346 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της (επικαλούμενης από τον ενάγοντα) από 24.12.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501-3.000 κοχ ή 801-4.500 TDW, έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.4/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 127/27.2.2011). Η κρινόμενη, όμως, αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ), διότι ο ενάγων δεν επικαλείται ειδικά ακυρότητα της συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, από την οποία απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004.475, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.983). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα – εναγόμενη, η οποία λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ κλήτευσης του εφεσιβλήτου – ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …/22.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), καθώς και από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. 135/7.3.2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που προσκομίζει με επίκληση ο εφεσίβλητος – ενάγων, η οποία λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης Μαριλένας Παπαδάκη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ της εκκαλούσας – εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. 6876Δ/4.3.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κωνσταντίνου Καλύβα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα εναγόμενη ναυτική εταιρεία, που εδρεύει στον ….., είναι πλοιοκτήτρια του με ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου «…», ολικής χωρητικότητας 992,29 κόρων και TDW 3.450, που είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο του λιμένα Πειραιά υπ’ αριθ. 11971. Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε, μεταξύ της εναγόμενης εταιρείας και του ενάγοντος ναυτικού, στον Πειραιά, ο τελευταίος προσλήφθηκε και στη συνέχεια ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, επί του παραπάνω πλοίου. Ειδικότερα, βάσει της ως άνω συμβάσεως, ο ενάγων επιβιβάσθηκε και απασχολήθηκε επί του προαναφερθέντος πλοίου υπό την ως άνω ναυτική ειδικότητά του, κατά το χρονικό διάστημα από 5.3.2018 έως 28.5.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Μυκόνου, λόγω λύσεως της ως άνω συμβάσεως, κατά τα αναγραφέντα στο ναυτικό του φυλλάδιο «αμοιβαία συναινέσει». Σημειώνεται ότι ο ενάγων αρνείται ότι υπήρξε συναίνεση εκ μέρους του, με βάση δε το αποδεικτικό υλικό δεν αποδεικνύεται παράπτωμα ούτε, όμως, συναίνεσή του. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα υπηρετούσαν στο ανωτέρω πλοίο ένας ακόμη ναύτης και ο ναύκληρος. Επίσης, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, της ναυτολόγησης του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το τελευταίο εκτελούσε, κυρίως, μεταφορές χύδην φορτίων (αμμοχάλικα, χώμα, ελαφρόπετρα κ.λπ.), από τον Βόλο, τον Ασπρόπυργο και την Ψυττάλεια σε διάφορους λιμένες του Αιγαίου (Σαντορίνη, Μύκονο, Σέριφο). Κατά την πρόσληψή του συμφωνήθηκε προφορικά και αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι θα αμειβόταν με βάση την ισχύουσα συλλογική σύμβαση, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό της εφαρμοστέας. Επομένως, οι αποδοχές του ενάγοντος πρέπει να υπολογισθούν με βάση την από 24.12.2010 ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 έως 3.000 κοχ, έτους 2010, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.4/1/2011 (ΦΕΚ Β 127), καθόσον το πλοίο αυτό συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κατηγορίας των Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων. Είναι βέβαια αληθές ότι η ισχύς της εν λόγω συμβάσεως είχε λήξει την 31.12.2010, καθώς και ότι στις ΣΣΝΕ δεν ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 9 ν. 1876/1990 για τη διάρκεια και τη μετενέργεια των λοιπών ΣΣΕ, μη νοουμένης σιωπηρής παράτασης αυτών, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Ωστόσο, η ως άνω ΣΣΝΕ αποτελούσε συγχρόνως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, τον «συνηθισμένο» (ειθισμένο) μισθό για την ίδια εργασία, υπό τις ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες, τη δε εφαρμογή της είχαν συμφωνήσει αμφότερα τα διάδικα μέρη, όπως αυτό συνάγεται από το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (βλ. σχετ. ΑΠ 1107/2017 ο.π.). Αντίθετα, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας εναγόμενης ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ν’ αμείβεται ο ενάγων με πάγιο «κλειστό» μηνιαίο μισθό συνολικού ποσού 1.500 ευρώ, στον οποίο συμπεριλαμβανόταν η αμοιβή του για την υπερωριακή και οποιαδήποτε πρόσθετη εργασία, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, ενόψει και του ότι δεν προσκομίζονται καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος ναυτικού, τα όσα δε σχετικά ενόρκως βεβαίωσε ο …, συνταξιούχος Πλοίαρχος Ε.Ν. και άμισθος σύμβουλος της εκκαλούσας, δεν κρίνονται πειστικά σε βαθμό σχηματισμού εδραίας και σαφούς δικανικής πεποίθησης, μη ενισχυόμενα άλλωστε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 376/2015, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι αποδοχές και όροι εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου διέπονταν από τη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων χωρητικότητας από 501 έως 3.000 κοχ, την οποία αυτός επικαλείται και η οποία κυρώθηκε, όπως προεκτέθηκε, με τη με αριθμό 3525.1.4/1/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων Νήσων και Αλιείας. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε. οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς (προσωπικού καταστρώματος) εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Στην προκείμενη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ιδίως δε την ένορκη βεβαίωση του επίσης ναύτη, συνυπηρετούντος κατά το ένδικο χρονικό διάστημα στο ίδιο πλοίο, μάρτυρα απόδειξης …, που δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα από τον μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος δεν είχε ιδία αντίληψη των εργασιών επί του πλοίου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν και πέραν του νόμιμου ωραρίου του, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω δρομολογίων του, του απόπλου και κατάπλου του στους προαναφερθέντες λιμένες, καθώς και των φορτώσεων και εκφορτώσεων που διενεργούσε. Συγκεκριμένα, η φόρτωση και η εκφόρτωση του πλοίου γινόταν με γερανό του πλοίου, διαρκούσαν δε η φόρτωση από δέκα (10) έως δεκαπέντε (15) ώρες, ανάλογα με το λιμάνι, και η εκφόρτωση από δεκαπέντε (15) έως δεκαεπτά (17). Δεδομένου ότι δεν υπήρχε τρίτος ναύτης στο πλοίο, υπήρχε ανάγκη για πρόσθετη εργασία από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, ο ενάγων, όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω ή ελλιμενισμένο χωρίς να διενεργούνται εργασίες φορτοεκφόρτωσης, απασχολούνταν σε εργασίες συντήρησης και σε επισκευές, καθαρισμούς, χρωματισμούς, προετοιμασία και καθαρισμό των αμπαριών του πλοίου για τη φόρτωση και την εκφόρτωση, τοποθέτηση εργαλείων, υλικών και άλλων αντικειμένων (μπογιές, σκούπες κ.λπ.), καθώς και με τη διάθεση και φύλαξη αυτών στην αποθήκη του πλοίου και με το δέσιμο και το λύσιμο των κάβων. Όταν το πλοίο κατέπλεε σε λιμάνι για φόρτωση, ο ενάγων, όπως και ο άλλος ναύτης, εργαζόταν για την προετοιμασία της φορτώσεως (άνοιγμα αμπαριού, αφερματισμός του πλοίου κ.λπ.), στη συνέχεια παρακολουθούσε το γέμισμα του αμπαριού και έριχνε νερό στο φορτίο. Μετά το πέρας της φορτώσεως τοποθετούσε λινάτσες γύρω από το φορτίο προκειμένου να μην πέφτει στη θάλασσα και, ακολούθως, από κοινού με τον έτερο ναύτη και τον ναύκληρο, καθάριζε την προβλήτα από τα υπολείμματα του φορτίου. Κατά την εκφόρτωση, ο ενάγων βρισκόταν στο αμπάρι, όπου συμμετείχε στην εκφόρτωση, καθάριζε το αμπάρι και το ασφάλιζε. Άλλωστε, πριν και μετά τις εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης εκτελούσε κανονικά και τη βάρδιά του στη γέφυρα του πλοίου. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 61 και 62 του ΒΔ 806/1970 «Κανονισμός περί εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων 800 κόρων και άνω», οι ναύτες βοηθούν τον ναύκληρο, υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του οποίου τελούν, στην εκτέλεση των καθηκόντων του, και ειδικότερα εκτελούν κατά τις φυλακές τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιαφόρου άγκυρας, εκτός δε φυλακής τις γενικές εργασίες συντηρήσεως και καθαρισμού του σκάφους και του εξαρτισμού του. Βάσει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), ο ενάγων εργαζόταν κάθε ημέρα πέραν της προβλεπόμενης οχτάωρης εργασίας και συνολικά, κατά μέσο όρο, επί έντεκα (11) ώρες κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι απασχολείτο επί δώδεκα (12) ώρες καθημερινώς δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών επί πλέον της καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά κανόνα το οκτάωρό του και σε καμία περίπτωση πέραν του δεκαώρου ημερησίως, στο συμφωνηθέν δε και καταβαλλόμενο σ’ αυτόν ποσό περιλαμβανόταν και η αμοιβή του για υπερωρίες καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός, πολύ περισσότερο, αφού ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυρας του ενάγοντος, με σαφήνεια και έχοντας ιδία αντίληψη, κατέθεσε ότι οι ως άνω εργασίες του ενάγοντος δεν ήταν δυνατόν να εκτελούνται μέσα στο νόμιμο οκτάωρο, η εκτέλεση δε υπερωριακής εργασίας ήταν αναγκαία καθημερινώς και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Συνεπώς, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (από 5.3.2018 έως 28.5.2018), ο τελευταίος δικαιούται ως υπερωριακή αμοιβή: Α) Για τα Σάββατα (12) και τις αργίες (6), δηλαδή για συνολικώς (18 ημέρες ×11 ώρες =) 198 ώρες, το ποσό των 1.562,22 ευρώ (198 ώρες × 7,89 ευρώ), Β) για τις καθημερινές (56), δηλαδή για συνολικώς 168 ώρες (56 ημέρες × 3 ώρες), το ποσό των 1.103,76 ευρώ (168 ώρες × 6,57 ευρώ) και Γ) για τις Κυριακές (11), δηλαδή για συνολικώς 33 ώρες ( 11 ημέρες × 3 ώρες), το ποσό των 260,37 ευρώ (33 ώρες × 7,89 ευρώ). Έτσι, για το ως άνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων δικαιούται για την υπερωριακή εργασία του, κατά τα ανωτέρω, το συνολικό ποσό των (1.562,22 + 1.103,76 + 260,37 =) 2.926,35 ευρώ. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα (από 5.3.2018 έως 28.5.2018), ο ενάγων απασχολήθηκε, από κοινού με το ναυτολογημένο ως ναύτη στο ως άνω πλοίο και τον ναύκληρο, με την εργασία καθαρισμού του κύτους (αμπαριού – DEEP TANK) του πλοίου αυτού. Σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε. (άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β), για το ως άνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων δικαιούται ως ιδιαίτερη αμοιβή για πέντε (5) μηνιαίως καθαρισμούς του κύτους του πλοίου, το ποσό των 397,75 ευρώ [(2,83 μήνες υπηρεσίας × 5 καθαρισμούς/μήνα × 84,33 ευρώ) = 1.193,27 : 3 = 397,75]. Έτσι, λόγω της ως άνω ναυτολογήσεως του ενάγοντος και για τις προαναφερθείσες αιτίες, η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.324,10 ευρώ (2.926,35 + 397,75).

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη-εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και δέκα λεπτών (3.324,10 €), νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της αποναυτολόγησής του (28.5.2018), ενόψει του ότι ο χρόνος απόλυσης του ενάγοντος τάσσεται από το νόμο ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α του ΑΚ, τόκους υπερημερίας (βλ. ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, ΜονΕφΠειρ 138/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγόμενης-εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 48/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά την αναφερόμενη στο σκεπτικό από 14.12.2018 (αρ. καταθ. 12738/118/2018) αγωγή.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη-εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και δέκα λεπτών (3.324,10 €), με το νόμιμο τόκο από την 29.5.2018 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη-εκκαλούσα στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος-εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις  17-5-2021.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ