Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

341/ 2021

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών

(Α΄ 6451/3034/2020)

(Β΄ 6613/3110/2020)

(Γ΄ 6614/3111/2020)

(Δ΄ 6869/3235/2020)

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης  και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 01.12.2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Χρήστου Πλέγκα (Α.Μ. 003150 Δ.Σ. Πειραιά).

      ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1. … του …, κατοίκου … οδός …, 2. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου … οδός …, …, 3. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 4. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 5. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 6. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 7. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 8. …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 9. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 10. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 11. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός … … αρ. Α9, 12. … του …, ναυτικού Ε.Ν. κατοίκου …, 13. …, το γένος …, ενεργούσας ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της … του …, κατοίκου …, 14. … του  …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … Κοντοσέα (ΑΜ 009235 Δ.Σ. Αθηνών), 15. … του …, κατοίκου …, οδός …, 16. … του  …, κατοίκου …, 17. … του …, κατοίκου …, 18. … του …, κατοίκου …, οδός … και 19. … του …, κατοίκου ………, οδός Αριστοτέλους αρ. 66, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … … (Α.Μ. 004182 Δ.Σ. Πειραιώς).

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η, από 04.09.2020, ανακοπή της κατά του υπ’ αριθ. …/20.07.2020 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης … Τσούμα, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 6451/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3034/2020, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

      Β. ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: … … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου Πειραιά, οδός Εμμ. Ξάνθου 51-53, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου (Α.Μ. 015196 Δ.Σ. Αθηνών).

      ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1. … του …, κατοίκου … οδός …, 2. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου … οδός …, …, 3. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 4. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 5. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 6. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 7. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 8. …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 9. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 10. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 11. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός … … αρ. Α9, 12. … του …, ναυτικού Ε.Ν. κατοίκου …, 13. …, το γένος …, κατοίκου …, 14. …, το γένος …, κατοίκου …, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της … του …, γεννηθέντος την …, κατοίκου …, 15. … του …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … Κοντοσέα (ΑΜ 009235 Δ.Σ. Αθηνών), 16. … του …, κατοίκου …, οδός …, 17. … του  …, κατοίκου …, 18. … του …, κατοίκου …, 19. … του …, κατοίκου …, οδός … και 20. … του …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … … (Α.Μ. 004182 Δ.Σ. Πειραιώς).

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 09.09.2020, ανακοπή του κατά του υπ’ αριθ. …/20.07.2020 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης … Τσούμα, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 6613/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3110/2020, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

      Γ. ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: … του Νικολάου, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου (Α.Μ. 015196 Δ.Σ. Αθηνών).

      ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1. … του …, κατοίκου … οδός …, 2. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου … οδός …, …, 3…. του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 4. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 5. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 6. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 7. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 8. …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 9. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 10. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 11. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός … … αρ. Α9, 12. … του …, ναυτικού Ε.Ν. κατοίκου …, 13. …, το γένος …, κατοίκου …, 14. …, το γένος …, κατοίκου …, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της … του …, γεννηθέντος την …, κατοίκου …, 15. … του …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … Κοντοσέα (ΑΜ 009235 Δ.Σ. Αθηνών), 16. … του …, κατοίκου …, οδός …, 17. … του  …, κατοίκου …, 18. … του …, κατοίκου …, 19. … του …, κατοίκου …, οδός … και 20. … του …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … … (Α.Μ. 004182 Δ.Σ. Πειραιώς).

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 09.09.2020, ανακοπή του κατά του υπ’ αριθ. …/20.07.2020 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης … Τσούμα, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 6614/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3111/2020, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

      Δ. ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Α.Φ.Μ. …) και ήδη από 01.01.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Α.Φ.Μ. …), που παραστάθηκε δια της Δικαστικής Πληρεξουσίας του Ν.Σ.Κ. Παναγιώτας Φραντζή (Α.Μ. 000567).

      ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1…. του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου … οδός …, …, με τη (διπλή) ιδιότητά του ως επισπεύδοντος και ως αναγγελθέντος ναυτικού, 2. …, Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, κατοίκου ….., οδός …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … Κοντοσέα (Α.Μ. 009235 Δ.Σ. Αθηνμών), 3. Του νόμιμα εκπροσωπούμενου συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα …, οδός  …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, 4. … του …, κατοίκου … οδός …, 2, 5. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 6. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 7. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 8. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 9. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 10. …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 11. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός …, 12. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, 13. … του …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου …, οδός … … αρ. Α9, 14. … του …, ναυτικού Ε.Ν. κατοίκου …, 15. …, το γένος …, κατοίκου …, ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της … του …, γεννηθέντος την …, κατοίκου …, 16. … του …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … Κοντοσέα (ΑΜ 009235 Δ.Σ. Αθηνών), 17. … του …, κατοίκου …, οδός …, 18. … του  …, κατοίκου …, 19. … του …, κατοίκου …, 20. … του …, κατοίκου …, οδός … και 21. … του …, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου … … (Α.Μ. 004182 Δ.Σ. Πειραιώς).

Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί να γίνει δεκτή η, από 17.09.2020, ανακοπή του κατά του υπ’ αριθ. …/20.07.2020 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης … Τσούμα, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 6869/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3235/2020, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των ως άνω ανακοπών, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν εξαιτίας της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Οι ένδικες ανακοπές, που βάλλουν κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, δοθέντος ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται συγχρόνως μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 246, 933 παρ. 1 εδ. β, 979 παρ. 2 εδ. α ΚΠολΔ).

Από την υπ’ αριθ. …/21.09.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, που προσκομίζει και επικαλείται το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό στοιχείο Δ΄ ανακοπής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου η ανακοπή συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…». Της συζήτησης των υπό κρίση ανακοπών προηγήθηκε κοινή δήλωση των πληρεξούσιων Δικηγόρων  όλων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 1παρ. 1 περ. 4 (5βγ) της υπ’ αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ 71342 (ΦΕΚ 4899/Β/06.11.2020) ΚΥΑ, όπως αυτές εκδικαστούν χωρίς την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ειδικότερα δε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του ανωτέρω Συνεταιρισμού, …ς Παγώνας, δήλωσε ότι συναινεί να εκδικαστεί η υπόθεση ερήμην του. Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία αυτές εκφωνήθηκαν από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο, ο προαναφερόμενος Συνεταιρισμός ΠΕ, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνεπώς  πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 ΚΠολΔ, 979, παρ. 2 εδ. α, 937 παρ.3, 591 παρ.1 ΚΠολΔ όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015).

      Α. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….» και με το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», και δη σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφελείας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. παρ. 1 και 2 περ. δ’ του α.ν. 1559/1950, που, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του δεύτερου άρθρου του ως άνω ν. 2688/1999, εφαρμόζονται στην εταιρία «ΟΛΠ Α.Ε.», η τελευταία απολαύει όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του και εφαρμόζονται εν γένει επ’ αυτής όλες οι σχετικές διατάξεις εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 4 παρ. 7 και 13 του Α.Ν. 1559/1950 «Περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς», που επικυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, ο Οργανισμός καθορίζει τα τιμολόγια και τους εν γένει όρους εργασίας εκάστης των υπηρεσιών του, καθώς και κάθε εργασίας που εκτελείται στο λιμένα, δύναται δε να καθορίζει επίσης και τη διαδικασία είσπραξης και πληρωμών των ως άνω εργασιών, ενώ, κατόπιν κοινής απόφασης των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας, επιβάλλει δικαιώματα επί των πλοίων και πλωτών μέσων εν γένει διά την προσόρμιση, την παραβολή και την παραμονή τους στην περιοχή του λιμένα. Σε εκτέλεση της παρεχομένης από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ.2 του νόμου αυτού εξουσιοδότησης, εκδόθηκαν μέσα στα όρια αυτής, ειδικοί κανονισμοί, με τους οποίους καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Ο.Λ.Π.. Με τον εγκριθέντα με την υπ’ αριθ. 16040/1961 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. Β’, 162) ειδικό κανονισμό του Ο.Λ.Π. καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Οργανισμού για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λ.π. των πλοίων, τα οποία (δικαιώματα), κατά το άρθρο 11, βαρύνουν και παρακολουθούν το πλοίο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.6 του Κ.Ο.Δ./Ο.Λ.Π. [Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/1972 κοινή απόφαση Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 57/18-1-1973)] ορίσθηκε ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας …εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο Ο.Λ.Π. κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι τα δικαιώματα του Ο.Λ.Π. για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λ.π. βαρύνουν το πλοίο και κατά συνέπεια αποτελούν απαιτήσεις, οι οποίες απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 στοιχ. α` του Κ.Ι.Ν.Δ. (Α.Π. 1783/2001, Ε.Ν.Δ. 2001, 310). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία ««Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία», όπως προεκτέθηκε. Με το άρθρο 2 παρ. 1 α’ του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 3 του Α.Ν. 1559/1950 εφαρμόζονται στην εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε.. Συνεπώς, η εταιρία αυτή απολάμβανε όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών, που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές του (Α.Π. 1247/2001, ΕλλΔνη 43, 167, Εφ.Πειρ. 934/2006, Ε.Ν.Δ. 2007, 44). Εξάλλου, στις 8 Ιουλίου του 2016 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν. 4404/2016 (Α’ 126) «Για την κύρωση της από 24 Ιουνίου 2016 τροποποίησης και κωδικοποίησης σε ενιαίο κείμενο της από 13 Φεβρουάριου 2002 Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και της …. και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Α. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ τυπικού νόμου από κοινού με τα προσαρτήματα αυτής, η από 24 Ιουνίου 2016 σύμβαση, που τιτλοφορείται «Σύμβαση Παραχώρησης σχετικά με τη Χρήση και την Εκμετάλλευση Ορισμένων Χώρων και Περιουσιακών Στοιχείων εντός του Λιμένος Πειραιώς» και η οποία συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «….», η οποία κρίνεται συμφέρουσα και επωφελής για το Ελληνικό Δημόσιο. Η Σύμβαση Παραχώρησης παρατίθεται στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο κατά λέξη ολόκληρο το περιεχόμενο της Σύμβασης. Σύμφωνα με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις, που περιέχονται στο άρθρο 35 του ν. 2932/2001 (Φ.Ε.Κ. Α’ 145/27-7-2001), το Ελληνικό Δημόσιο και ο Ο.Λ.Π. συνήψαν στις 13 Φεβρουάριου του έτους 2002 σύμβαση παραχώρησης, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε στον Ο.Λ.Π. το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων, εγκαταστάσεων και υποδομών της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Πειραιώς για αρχική διάρκεια σαράντα (40) ετών και προσδιορίσθηκαν οι ειδικότεροι όροι της παραχώρησης αυτής και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των μερών. Τροποποιήσεις της Σύμβασης του 2002, «συμπεριλαμβανομένης της παράτασης της διάρκειας της παραχώρησης κατά δέκα (10) έτη, εγκρίθηκαν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει κοινής υπουργικής απόφασης στις 19-11- 2008 (Φ.Ε.Κ. Β’ 2372/21-11-2008). Οι συμφωνηθείσες τροποποιήσεις περιλήφθηκαν σε πρόσθετη στη Σύμβαση του έτους 2002 πράξη, που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Λ.Π. στις 18-11-2008. Στη συνέχεια η Σύμβαση του 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Προσθήκη του 2008, κυρώθηκε με τα άρθρα 1 και 3 του ν. 3654/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 57/3-4-2008). Με βάση τα ανωτέρω, στον Λιμένα Πειραιώς φορέας διοίκησης και εκμετάλλευσης ήταν η εν λόγω ανώνυμη εταιρία, η οποία δε διαχειριζόταν την ιδιωτική της περιουσία, αλλά ενεργούσε ως δημόσιο όργανο, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου ειδικότερα στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών και στην εν γένει εξυπηρέτηση του εμπορίου. Σύμφωνα με το ν. 3986/2011· (Φ.Ε.Κ. Α’ 152/1-7-2011), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, το ιδρυθέν με το νόμο αυτό Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.) υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο συμμετοχής στον Ο.Λ.Π., που αντιστοιχεί σε συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιό του κατά ποσοστό 74,14%. Δυνάμει απόφασης, που ελήφθη στις 5-3-2014, το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. αποφάσισε και ενέκρινε την προτεινόμενη πώληση μετοχών του Ο.Λ.Π. (που αντιστοιχούν συνολικά σε ποσοστό 67% του υφιστάμενου μετοχικού του κεφαλαίου), μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας, διαρθρωμένης σε δύο φάσεις (Διαδικασία Αξιοποίησης), μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της προσυμβατικής νομιμότητας της οποίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, το τελευταίο εξέδωσε απόφαση, με την οποία αποφάνθηκε υπέρ της νομιμότητας και επέτρεψε στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. τη σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών για την πώληση συνολικά 16.750.000 μετοχών του Ο.Λ.Π. σε δύο δόσεις στην ορισθείσα ως Προτιμώμενο Επενδυτή κινεζική εταιρία COSCO GROUP LIMITED, ή σε θυγατρική του Προτιμώμενου Επενδυτή. Ορίσθηκε επίσης ότι η ολοκλήρωση των συναλλαγών, που προβλέπονται στην ανωτέρω Σύμβαση Αγοραπωλησίας Μετοχών, εξαρτάται μεταξύ άλλων, από τη σύναψη τροποποιητικής Σύμβασης Παραχώρησης και από την προσήκουσα κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων. Στο πλαίσιο της Διαδικασίας Αξιοποίησης το Ελληνικό Δημόσιο προσκάλεσε τον O.Λ.Π. σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να συνομολογηθούν κατάλληλες τροποποιήσεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης, με σκοπό το περιεχόμενό της να εναρμονισθεί προς τη σκοπούμενη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικής συμμετοχής στον Ο.Λ.Π., οι οποίες και τελικά κατέληξαν στην οριστικοποίηση και σύναψη της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης Ιουνίου 2016 μετά των Παραρτημάτων της. Κατά τη διαπραγμάτευση της ανωτέρω σύμβασης τα μέρη αναγνώρισαν ότι οι διατάξεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης πρέπει να επικαιροποιηθούν, να διευκρινισθούν και να συμπληρωθούν, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών σε σχέση με τη λειτουργία του Λιμένα Πειραιώς μεταξύ του Ο.Λ.Π. και του Ελληνικού Δημοσίου και την κατάργηση ορισμένων προνομίων του Ο.Λ.Π. αναφορικά με τη θέσπιση κανόνων, ώστε να επιτευχθεί εναρμόνιση της Υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης με την ανάληψη ελέγχου του Ο.Λ.Π. από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω στο προοίμιο της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης-6-2016, που έχει περιληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4404/2016, στοιχεία Ε και Ζ, στο στοιχείο I της οποίας επίσης αναφέρεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει «το δικαίωμα του Ο.Λ.Π. να λειτουργεί κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του ως εμπορική κερδοσκοπική εταιρία, με την επιφύλαξη των όρων, που παρατίθενται πληρέστερα στην παρούσα Σύμβαση»). Επισημαίνεται ότι με τις παραγράφους 15 και 16 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4404/2016 έχει καταστεί σαφές ότι η μεταβίβαση του ελέγχου της Ο.Λ.Π. σε ιδιώτη επενδυτή είναι νοητή μόνον σε χρόνο κατά τον οποίο η Ο.Λ.Π. θα έχει απολέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα και θα έχει μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δίκαιου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης. Η μετάταξη αυτή προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την Ο.Λ.Π. αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο σε δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων εξουσιών αποτελούν ορισμένες ρυθμίσεις, ιδίως του Α.Ν. 1559/1950, με τα οποία είχε εξουσιοδοτηθεί ο Ο.Λ.Π. (τότε υπό τη μορφή του Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του. Δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ του συνόλου των διατάξεων του Σχεδίου Κυρωτικού Νόμου αποτελεί αναβλητική αίρεση για τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης, από το συνδυασμό των όρων της τελευταίας και της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών προκύπτει ότι ο υφιστάμενος μηχανισμός διασφαλίζει τη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικού πακέτου συμμετοχής στην Ο.Λ.Π. σε χρόνο, κατά τον οποίο η ανωτέρω θα έχει τραπεί σε μία συνήθη ανώνυμη εταιρία με αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, στην ίδια την ανωτέρω Σύμβαση, που έχει συμπεριληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4404/2016, ορίσθηκε ότι θα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία πλήρωσης όλων των σ’ αυτήν ειδικότερα αναφερομένων αναβλητικών αιρέσεων. Εξάλλου, στον όρο 1.7 του άρθρου 1 της Σύμβασης αυτής ορίζεται ότι: «Κατά την Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος: α)…β) με την επιφύλαξη του άρθρου 1.7 (γ), οποιεσδήποτε διατάξεις νόμων ή κανονισμών, που εφαρμόζονται ειδικά για τον … και παρέχουν στον … το δικαίωμα θέσπισης, έκδοσης, εφαρμογής, ή τροποποίησης κανόνων ή κανονισμών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των διατάξεων του Αναγκαστικού Νόμου 1559/1950, όπως εκάστοτε ισχύει, θα θεωρούνται ως ανακληθείσες, καταργηθείσες ή ακυρωθείσες, είτε η εν λόγω ακύρωση επιβεβαιώνεται ρητά από τον Κυρωτικό Νόμο που προβλέπεται στο άρθρο 1.1 (α) είτε όχι, και γ) έως ότου εκδοθούν αναθεωρημένοι κανονισμοί (συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά κανονισμών τιμολογιακής πολιτικής) σε σχέση με το Λιμένα Πειραιά, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μόνο οι ειδικοί κανονισμοί λιμένων, οι κανονισμοί λειτουργίας και οι κανονισμοί τιμολογιακής πολιτικής, που ισχύουν επί του παρόντος και παρατίθενται στο Μέρος II (Διατηρούμενοι Κανονισμοί) του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. (οι Υφιστάμενοι Κανονισμοί Ο.Λ.Π.) θα συνεχίσουν να ισχύουν και θα παραμείνουν σε πλήρη και απόλυτη ισχύ». Επομένως, καθώς ήδη η Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης έχει τεθεί σε ισχύ και ολοκληρωθεί η πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της Ο.Λ.Π. Α.Ε. σε ιδιώτη, η ανωτέρω εταιρία αποτελεί πλέον αποκλειστικά και μόνο Ν.Π.Ι.Δ. και δη ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία και σε καμία περίπτωση δημόσιο όργανο ή δημόσια αρχή, με αποτέλεσμα η άσκηση απ’ αυτήν οποιασδήποτε διοικητικής αρμοδιότητας να μην είναι συνταγματικά ανεκτή. Για τοΝ ίδιο επίσης λόγο οι διατάξεις του Α.Ν. 1599/1950, με τις οποίες είχε εξουσιοδοτηθεί ο Ο.Λ.Π. (τότε Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του, θεωρούνται πλέον καταργηθείσες, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση Παραχώρησης, μετά την έναρξη ισχύος της, και εκτέθηκε ανωτέρω, αλλά, επιπροσθέτως, και στη διάταξη της παραγράφου 2α του άρθρου 20 του Κυρωτικού αυτής Νόμου υπ’ αριθμ. 4404/2016, σύμφωνα με την οποία: «Από την έκδοση του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη διαφορετικής ειδικής ρύθμισής του, ανακαλούνται, καταργούνται ή στερούνται ισχύος: (α) διατάξεις νόμων με ειδική εφαρμογή στην «….» και/ή στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, υπό τη μορφή της προκατόχου νομικής οντότητας δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), στο βαθμό που απονέμουν αρμοδιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο του/της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» να υιοθετεί, να εισάγει, να θεσπίζει, να εκδίδει, να καθιερώνει ή να τροποποιεί κανονιστικές διατάξεις και κανονισμούς λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 21 παρ. 2 του Α.Ν.1559/1950, όπως ισχύει,…», όπερ επίσης επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 5 παρ.1 α του Παραρτήματος I, 1.1. (α) της Σύμβασης αυτής. Συνεπώς, πέραν των κανονισμών, που παρατίθενται στο Μέρος II του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. της ανωτέρω Σύμβασης Παραχώρησης, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρι την έκδοση αναθεωρημένων κανονισμών σε σχέση με τον Λιμένα του Πειραιώς, κάθε άλλος κανονισμός, που εκδόθηκε από τον Ο.Λ.Π. κατά το παρελθόν, σε εκτέλεση της παρασχεθείσας προς αυτόν νομοθετικής εξουσιοδότησης από τον επίσης καταργηθέντα Α.Ν. 1559/1950, παύει να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω Σύμβασης. Επομένως, από τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης θεωρείται ότι καταργήθηκε και ο εγκριθείς με την υπ’ αριθ. 45057/11/72 κοινή Υπουργική Απόφαση Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π., όπως ίσχυε κατά το χρόνο της κατάργησής του, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ειδικά αναφερομένους στο Παράρτημα της ανωτέρω Σύμβασης κανονισμούς, οι οποίοι ορίζεται ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της, στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του οποίου προβλεπόταν ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας… εάν το πλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο Ο.Λ.Π. κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο», με αποτέλεσμα τα δικαιώματα της ήδη Ο.Λ.Π. Α.Ε. για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λ.π. που βαρύνουν το πλοίο, να αποτελούν απαιτήσεις της οι οποίες δεν απολαύουν πλέον του προνομίου κατάταξης του άρθρου 205 στοιχ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου (Εφ.Πειρ. 248/2020, σε ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Πειρ. 711/2019, δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr).

Εν προκειμένω, με την υπ’ αριθ. καταθ. 6451/3034/2020 ανακοπή της, η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «….» ισχυρίζεται ότι, με επίσπευση του δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή πλειστηριάσθηκε το υπό ελληνική σημαία Ε-Γ/Ο-Γ πλοίο με το όνομα «…», … …, με αριθμό νηλόγησης …, πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «…». Ότι η ίδια διατηρεί κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση άνω οφειλέτριας εταιρίας  ληξιπρόθεσμη απαίτηση, που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 110.588,62 ευρώ προερχόμενη από τέλη ελλιμενισμού του ως άνω πλοίου σε ιδιωτικά ναυπηγεία εντός της λιμενικής ζώνης Πειραιά, κατά τη χρονική περίοδο από 01.10.2017 έως και 30.09.2019. Ότι μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου, λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …/20.07.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίον, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, κατέταξε προνομιακά τους καθ’ ων στο εναπομείναν εκπλειστηρίασμα ποσού 264.678,88€, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο υπό κρίση δικόγραφο, αποκλείοντας την ίδια, ενώ όφειλε να κατατάξει προνομιακά τη δική της απαίτηση, την οποία είχε αναγγείλει νομότυπα και εμπρόθεσμα, καταθέτοντας και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, η οποία, ως προερχόμενη από τέλη που βαρύνουν το πλοίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205 εδ.α του ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 19παρ. 6 εδαφ. β του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ και του άρθρου 9 του «Κανονισμού και Τιμολόγια Δικαιωμάτων επί Πλοίων/Πλωτών Ναυπηγημάτων εις την Λιμενικήν Περιοχήν του ΟΛΠ», έπρεπε να καταταγεί στον πίνακα πριν από τις απαιτήσεις των καθ’ων. Με βάση τους ως άνω ιστορούμενους λόγους, η ανακόπτουσα ζητεί να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Τσούμα, ώστε να αποβληθούν οι καθ’ων και στη θέση τους, στην πρώτη προνομιακή τάξη, κατ’ άρθρο 205 α΄ΚΙΝΔ, να καταταγεί οριστικά η ίδια, για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της, ποσού 110.588,62€, καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη. Η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 979 παρ. 2, 144, 147§2 ΚΠολΔ), εντός των 12 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της γραπτής πρόσκλησης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην ανακόπτουσα, καθώς η πρόσκληση της επιδόθηκε στις 24.07.2020 (βλ. τη σημείωση επίδοσης επί του αντιγράφου της ως άνω πρόσκλησης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …) και αυτή άσκησε την κρινόμενη ανακοπή στις 04.09.2020, με κατάθεση και επίδοση αντιγράφου αυτής στους καθ’ ων (βλ. τις  εκθέσεις επίδοσης της ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας, υπ’ αριθ. …/07.09.2020 προς τους δεκαπέντε πρώτους των καθ’ων, υπ’ αριθ. …/07.09.2020 προς τους υπολοίπους των καθ’ων),  ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/07.09.2020 έκθεση επίδοσης της ίδιας Δικαστικής Επιμελήτριας), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

 Ι. Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ’ αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρ. 118 ΚΠολΔ (ΑΠ 1349/2011δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρ. 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρ. 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σ` αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρ. 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρ. 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 387/2001, 119/2003δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρ. 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι` αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρ. 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1 και 2/2010, ΑΠ 1349/2011 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) στην ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, είτε (β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, είτε (γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά, αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του. Ειδικότερα, η ανακοπή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας ζητείται η κατάταξη, ήτοι να αναφέρονται το είδος, το ποσό αυτής και η συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της, ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της ανακοπής, εφόσον μόνο έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της (ΑΠ 129/2018, ΑΠ 1281/2011, ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΕφΔωδ 21/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, μη δυναμένη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με αναφορά σε άλλα έγγραφα (βλ. ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004, ΑΠ 194/2003 ΕλλΔνη 2003.313, ΑΠ 1700/2002 ΝοΒ 2003.1222, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 2008.424).

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 1012 παρ. 1 και 4 και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατεσχημένου πλοίου, το οποίο εκπλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατατάξεως γίνεται κατά πρώτο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Προηγούνται οι κατ` αρ. 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Κατά ταύτα, κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι κατά το αρ. 205 προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του εκπλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά τα αρ. 975 και 976 ΚΠολΔ προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση, κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται υπό του αρ. 205 του ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, β) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, γ) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι και δ) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι. 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου, προηγούνται της υποθήκης, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, “αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως, επί δε απαιτήσεων εξ επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεροι απαιτήσεις προηγούνται των προγενεστέρων” (βλ. ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/2009, ΕφΠειρ 808/2009, ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40/1326, ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39/347, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 36/424, ΕφΠειρ 587/2007 ΔΕΕ 2008/60, ΕφΠειρ 150/2005 ΕΝΔ 33/206, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31/447, Α. Αντάπαση «Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων», έκδ. 1976, σελ. 11 επ., 28 επ., 69 επ., 133,140,161, 191, 205 επ.). Περαιτέρω, δικαιούχοι των προνομίων αυτών είναι τα (υπό στενή και ευρεία έννοια) μέλη του πληρώματος ανεξάρτητα από την εργασία που παρέχουν στο πλοίο. Εξάλλου, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του ΚΙΝΔ, στη δεύτερη τάξη που εξασφαλίζονται με προνόμιο εντάσσονται κατά πρώτο λόγο οι αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στην έννοια του πληρώματος, που είναι ταυτόσημη με εκείνη της επικεφαλίδας του τετάρτου τίτλου του ΚΙΝΔ (άρθρο 53 επ.) περιλαμβάνονται όλα τα πρόσωπα που παρέχουν την εργασία τους με σύμβαση ναυτολόγησης στο πλοίο και έχουν οργανικώς ενταχθεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ναυτικής αποστολής, αδιάφορα από το εάν έχουν εγγραφεί στο ναυτολόγιο τούτου, από το εάν έχουν ασφαλισθεί στο Ν.Α.Τ. και από το εάν η εργασία που παρέχουν είναι καθαρώς ναυτικής φύσης ή γενικής ή άλλης ειδικής φύσης. Έτσι, την ιδιότητα αυτή δεν αποβάλλει ο ναυτικός και όταν το πλοίο παραμένει στο λιμάνι, αν εξακολουθεί να είναι μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του με επαρκή σύνθεση και έτσι συμβάλλει στην ετοιμότητα του πλοίου για την πραγματοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, του πλου. Αντιθέτως, δεν θεωρείται ναυτικός με την ως άνω έννοια το πρόσωπο που προσλαμβάνεται με ειδική και αποκλειστική αποστολή τη φύλαξη και συντήρηση του πλοίου, για όσο χρόνο αυτό θα βρίσκεται ακινητοποιημένο και παροπλισμένο στο λιμάνι, χωρίς να έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες, η δε σύμβαση με το πρόσωπο αυτό θεωρείται ως σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, γιατί δεν πρόκειται για σύμβαση ναυτικής εργασίας (βλ. ΑΠ 55/2004 ΧρΙΔ 2004 440, ΕφΠειρ 545/2012 ΕΝαυτΔ 2012 388, ΕφΠειρ 177/2012 ΠειρΝομ 2012 354, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003 130, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝομ 2002 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος αρθρ. 53 παρ. 4.2.1 σελ. 299 και τομ. 3ος αρθρ. 205 παρ. 4.1 σελ. 114).

Β. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων, με την υπό στοιχ. Β υπ’ αριθ. κατ. 6613/3110/2020 κρινόμενη ανακοπή του, εκθέτει ότι ύστερα από επίσπευση του δεύτερου των καθ’ων, …,  εκπλειστηριάστηκε, στις 20.11.2019, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, μέσω της πλατφόρμας των Ηλεκτρονικών Συστημάτων (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣΤ.), το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», με αριθμό Νηολογίου … … ….. Ότι ο ίδιος αναγγέλθηκε στην ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού εμπρόθεσμα και νομότυπα, για απαίτησή του έναντι της καθ’ ης ο πλειστηριασμός οφειλέτιδας εταιρείας, πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου, συνολικού ποσού 60.652,71€, πλέον νομίμων τόκων, καταθέτοντας και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Ότι, ειδικότερα, η αναγγελθείσα απαίτησή του στηρίζεται στην, από 04.04.2018, βεβαίωση οφειλομένων – αναγνώριση χρέους, με την οποία η πλοιοκτήτρια αναγνώρισε την οφειλή των αποδοχών του, ως Πλοιάρχου του ως άνω πλοίου, για το διάστημα της εργασίας του σε αυτό από 01.09.2017 έως 02.03.2018. Ότι το πλοίο εκπλειστηριάστηκε στο ποσό των 275.000,00€, επειδή δε το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …/20.07.2020 πίνακα κατάταξης, στον οποίο, αφού προηγουμένως αφαιρέθηκαν τα έξοδα εκτέλεσης, ποσού 10.321,12€, κατατάχθηκαν οι καθ’ων προνομιακά, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο υπό κρίση δικόγραφο, ενώ εσφαλμένα δεν κατετάγη συμμέτρως με αυτούς και ο ίδιος, αφού η αναγγελθείσα απαίτησή του, ως προερχόμενη από σύμβαση ναυτικής εργασίας, ήταν επίσης εφοδιασμένη με το σχετικό προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ανακόπτων ζητεί, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή αυτή λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης δανειστών, προκειμένου να καταταχθεί ο ίδιος προνομιακά και συμμέτρως με τους καθ’ων η ανακοπή, σύμφωνα με την αναγγελθείσα απαίτησή του, ποσού 60.652,71€ και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στη δικαστική του δαπάνη. Η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 979 παρ. 2, 144, 147§2 ΚΠολΔ), εντός των 12 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της γραπτής πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στον ανακόπτοντα, καθώς η πρόσκληση του επιδόθηκε στις 27.07.2020 (βλ. τη σημείωση επίδοσης επί του αντιγράφου της ως άνω πρόσκλησης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …) και αυτός άσκησε την κρινόμενη ανακοπή στις 10.09.2020, με κατάθεση και επίδοση αντιγράφου αυτής στους καθ’ ων (βλ. τις  εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … …, υπ’ αριθ. …/10.09.2020 προς τους δεκαπέντε πρώτους των καθ’ων, υπ’ αριθ. …/10.09.2020 προς τους υπολοίπους των καθ’ων),  ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/10.09.2020 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή προς τη Συμβολαιογράφο Πειραιά Ελένη Τσούμα), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των καθ’ ων, αφού διαλαμβάνονται σε αυτήν τα  πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση του ανακόπτοντος, ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της και ειδικότερα αναφέρεται στο υπό κρίση δικόγραφο η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση του ανακόπτοντος, ήτοι η σύμβαση εργασίας του, ως Πλοιάρχου στο εκπλειστηριασθέν πλοίο και δη οι οφειλόμενες σε αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 01.09.2017 έως 02.03.2018, η φύση δε της εργασίας του ως χερσαίας ή ναυτικής είναι ζήτημα που συνάπτεται με την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Γ. Με την υπό στοιχ. Γ υπ’ αριθ. κατ. 6614/3111/2020 κρινόμενη ανακοπή, ο ανακόπτων εκθέτει ότι ύστερα από επίσπευση του δεύτερου των καθ’ων, …, εκπλειστηριάστηκε, στις 20.11.2019, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, μέσω της πλατφόρμας των Ηλεκτρονικών Συστημάτων (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣΤ.), το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», με αριθμό Νηολογίου … … 05. Ότι ο ίδιος αναγγέλθηκε στην ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού εμπρόθεσμα και νομότυπα, για απαίτησή του έναντι της καθ’ ης ο πλειστηριασμός οφειλέτιδας εταιρείας, πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου, συνολικού ποσού 27.285,53€, πλέον νομίμων τόκων, καταθέτοντας και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Ότι, ειδικότερα, η αναγγελθείσα απαίτησή του στηρίζεται στην, από 04.04.2018, βεβαίωση οφειλομένων – αναγνώριση χρέους, με την οποία η πλοιοκτήτρια εταιρεία αναγνώρισε την οφειλή των αποδοχών του, ως Α΄ Μηχανικού, για το διάστημα της εργασίας του στο ως άνω πλοίο από 12.09.2017 έως 02.03.2018. Ότι το πλοίο εκπλειστηριάστηκε στο ποσό των 275.000,00€, επειδή δε το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …/20.07.2020 πίνακα κατάταξης, στον οποίο, αφού προηγουμένως αφαιρέθηκαν τα έξοδα εκτέλεσης, ποσού 10.321,12€, κατατάχθηκαν οι καθ’ων προνομιακά, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο υπό κρίση δικόγραφο, ενώ εσφαλμένα δεν κατετάγη συμμέτρως με αυτούς και ο ίδιος, αφού η αναγγελθείσα απαίτησή του, ως προερχόμενη από σύμβαση ναυτικής εργασίας, ήταν επίσης εφοδιασμένη με το σχετικό προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ανακόπτων ζητεί, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή αυτή λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης δανειστών, προκειμένου να καταταχθεί ο ίδιος προνομιακά και συμμέτρως με τους καθ’ων η ανακοπή, σύμφωνα με την αναγγελθείσα απαίτησή του, ποσού 27.285,53€ και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στη δικαστική του δαπάνη. Η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 979 παρ. 2, 144, 147§2 ΚΠολΔ), εντός των 12 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της γραπτής πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στον ανακόπτοντα, καθώς η πρόσκληση του επιδόθηκε στις 27.07.2020 (βλ. τη σημείωση επίδοσης επί του αντιγράφου της ως άνω πρόσκλησης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …) και αυτός άσκησε την κρινόμενη ανακοπή στις 10.09.2020, με κατάθεση και επίδοση αντιγράφου αυτής στους καθ’ ων (βλ. τις  εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … …, υπ’ αριθ. …/10.09.2020 προς τους δεκαπέντε πρώτους των καθ’ων, υπ’ αριθ. …/10.09.2020 προς τους υπολοίπους των καθ’ων), ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/10.09.2020 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή προς τη Συμβολαιογράφο Πειραιά Ελένη Τσούμα), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των καθ’ ων, αφού διαλαμβάνονται σε αυτήν τα  πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση του ανακόπτοντος, ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της και ειδικότερα αναφέρεται στο υπό κρίση δικόγραφο η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση του ανακόπτοντος, ήτοι η σύμβαση εργασίας του, ως Πλοιάρχου στο εκπλειστηριασθέν πλοίο και δη οι οφειλόμενες σε αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 01.09.2017 έως 02.03.2018, η φύση δε της εργασίας του ως χερσαίας ή ναυτικής είναι ζήτημα που συνάπτεται με την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

      Δ.  Από τη διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολ.Δ προκύπτει ότι στην άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται, με τη συνδρομή στο πρόσωπό τους εννόμου συμφέροντος, μόνο τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, δηλαδή ο επισπεύδων την εκτέλεση, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ` ου η εκτέλεση, στη διαδικασία της οποίας μόνο τα πρόσωπα αυτά μετέχουν, όχι δε και τρίτοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και δανειστές του καθ` ου η εκτέλεση που δεν αναγγέλθηκαν εμπροθέσμως ή καθόλου. Μοναδική εξαίρεση γίνεται δεκτή στην περίπτωση που οι αναγγελθέντες εκπροθέσμως ή και καθόλου στον υπάλληλο του πλειστηριασμού δανειστές του καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη ή οι δανειστές των αναγγελθέντων δανειστών ασκήσουν πλαγιαστικώς τα δικαιώματα του οφειλέτη τους σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 72 ΚΠολΔ (ΕφΠατρ 341/2007 ΑχαΝομ 2008.508, ΕφΠειρ 1161/1998 ΕλλΔνη 40.1410, ΕφΑΘ 2991/1999 ΕλΔικ 41.1681, ΕφΠειρ 1273/1991 ΕΕμπΔ ΜΓ. 626, Ν.Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμος II, εκδ. 2018, σελ. 619-620, Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 979 αρ. 10, σελ. 749, Π.Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμος II, εκδ. 2001, σελ 303, Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμος Β`, εκδ. 1983, υπό το άρθρο 979 παρ. 432 σελ. 1168, 1169). Περαιτέρω ως εμπροθέσμως, εκπροθέσμως ή και καθόλου αναγγελθέντες δανειστές νοούνται αντίστοιχα αυτοί που επέδωσαν το αναγγελτήριο δικόγραφο στο συμβολαιογράφο – υπάλληλο του πλειστηριασμού κατ` άρθρο 972 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ μέσα στην αποκλειστική (δεκαπενθήμερη από τον πλειστηριασμό) προθεσμία του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015) ή μετά από την άπρακτη παρέλευση της ή καθόλου, αφού μόνο η επίδοση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού συνιστά στοιχείο του υποστατού της αναγγελίας και όχι και οι άλλες δύο επιδόσεις του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, ήτοι η επίδοση στον επισπεύδοντα δανειστή και στον καθ` ού η εκτέλεση οφειλέτη, αφού αυτές δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά τίθενται αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον των διαδίκων αυτών της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 655/2015 ΤΝΠ Ισοκράτης). Εξάλλου, στο άρθρο 999 παρ. 3,4 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 1 του ν. 4335/2015) προβλέπεται μεν ότι περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει, με ποινή ακυρότητας του πλειστηριασμού, να επιδοθεί από το δικαστικό επιμελητή στους ενυπόθηκους δανειστές εντός προθεσμίας 20 ημερών από την κατάσχεση, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 54 ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 35 εδ. β` ν. 2298/1995, προκύπτει ότι αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης πρέπει, με ποινή ακυρότητας του πλειστηριασμού, να κοινοποιηθεί και στους Διευθυντές των Δημόσιων Ταμείων της περιφέρειας της κατοικίας και της άσκησης του επαγγέλματος του οφειλέτη, καθώς και στο Διευθυντή του Τελωνείου του τόπου της εκτέλεσης, καθώς και στις Διευθύνσεις Τελωνείου, όπου υφίστανται τέτοιες, δέκα ημέρες πριν τον πλειστηριασμό, αν πρόκειται για κινητά, και είκοσι ημέρες πριν τον πλειστηριασμό, αν πρόκειται για ακίνητα (βλ. Π.Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμος ΙΙα, εκδ. 2017, σελ. 473), πλην όμως, οι διατυπώσεις αυτές συνδέονται με το κύρος του πλειστηριασμού και όχι με το εμπρόθεσμο των αναγγελιών των ενυπόθηκων δανειστών και του Δημοσίου. Εκπρόθεσμη αναγγελία είναι άκυρη, διότι με την πάροδο της προθεσμίας επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα (ΑΠ 541/1996 ΕλλΔνη 1998.348), εκτός αν ο αναγγελθείς δανειστής επιτύχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (βλ. άρθρο 152 ΚΠολΔ επ., ΑΠ 384/1983 ΝοΒ 1983.1585, Μ.Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 972 αρ. 10, σελ. 714). Τέλος, στο άρθρο 55 του ΚΕΔΕ «Αναγγελίαι Δημοσίου» ορίζεται ότι: «1. Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ` ου ο Πλειστηριασμός, δι` αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι` έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας. Εκ της αναβολής ή ματαιώσεως του πλειστηριασμού δεν επηρεάζεται η ισχύς της αναγγελίας. Βεβαιωθέντων νέων χρεών εις το Δημόσιον Ταμείον απαιτείται διά ταύτα νέα αναγγελία. Αι Αναγγελίαι του Δημοσίου ίνα έχουν ισχύν αυτοτελούς κατασχέσεως δέον εν τη περιπτώσει ταύτη να κοινοποιηθούν και εις τον Υποθηκοφύλακα. Η προθεσμία προς αναγγελία του Δημοσίου είναι το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες μετά την ημέρα διενεργείας του πλειστηριασμού. Ως ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά», όπως τα δύο τελευταία εδάφια αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 404 παρ.12 του Ν. 4512/2018, ΦΕΚ Α 5/17.1.2018.

Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, με την υπό στοιχ. Δ, υπ’ αρ. κατ. 6869/3235/2020, ανακοπή του ισχυρίζεται ότι με επίσπευση του πρώτου των καθ’ων  εκπλειστηριάσθηκε, σύμφωνα με τη, με αριθμό …/20.11.2019, έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Τσούμα, το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο με το όνομα «…», … …, με αριθμο νηολόγησης …., το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην οφειλέτιδα εταιρεία με των επωνυμία «…», έναντι της οποίας διατηρούσε απαίτηση συνολικού ποσού 924.393,63€ προερχόμενη από χρεωστικές δηλώσεις ΦΠΑ, αμοιβές πληρωμάτων, φόρο τόκων, τέλη χαρτοσήμου, αμοιβές από επιχειρηματική δραστηριότητα, προσωρινό φόρο μισθωτών υπηρεσιών και πρόστιμο άρθρου 54 ν. 4174/2013, την οποία ανήγγειλε, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χανίων, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …/22.11.2019 αναγγελία. Ότι η ως άνω Συμβολαιογράφος, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, προέβη στη σύνταξη του προσβαλλόμενου με την ανακοπή, με αριθμό …/20.07.2020, Πίνακα Κατάταξης Δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο από το συνολικό εκπλειστηρίασμα των 275.000 ευρώ προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 10.321,12 ευρώ και στο εναπομείναν πλειστηρίασμα ποσού 264.678,88€ κατέταξε τους καθ’ων, πλην της δεύτερης, δικαστικής επιμελήτριας, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο υπό κρίση δικόγραφο, ενώ εσφαλμένως δεν κατέταξε τις απαιτήσεις του ιδίου, οι οποίες προέρχονται από συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόρους και ως εκ τούτου εξοπλίζονται με προνόμιο κατά τα άρθρα 61 ΚΕΔΕ και 205 ΚΙΝΔ.  Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και για τους ιστορούμενους στην ανακοπή του λόγους, το ανακόπτον ζητεί, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, προκειμένου να καταταγεί το ίδιο, δια του  Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χανίων, οριστικώς και προνομιακώς, προς μερική εξόφληση της αναγγελθείσης απαίτησής του, στο ποσό των 266.463,88€, αφού το ποσό των 1.785,00€ εσφαλμένα συνυπολογίστηκε στα έξοδα εκτέλεσης και προαφαιρέθηκε, για τους εκτιθέμενους στην ανακοπή ειδικότερους λόγους, αποβαλλομένων αντίστοιχα των  καθ’ων, άλλως δε να καταταγεί επικουρικά, στη θέση του τρίτου των καθ’ων και, τέλος, να καταδικαστούν οι καθ’ων στη δικαστική του δαπάνη. Η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 979 Κ.Πολ.Δ. και 10 κ.δ. της 26-6/10-7-1944 «Περί Κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου»), δεδομένου ότι για την έναρξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 10 του ως άνω κ.δ. 30ημερης προθεσμίας, απαιτείται επίδοση της πρόσκλησης προς γνώση του πίνακα κατάταξης τόσο στον Προϊστάμενο της αντίστοιχης Δ.Ο.Υ., όσο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε (άρθ. 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., 5§§1, 2 του Δ/τος της 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 «περί Κώδικος των Νόμων περί δικών του Δημοσίου», 1 παρ. 1, 36 του Ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις), δεδομένου και ότι η πρόσκληση των δανειστών αποτελεί δικόγραφο υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 κ.δ. της 26-6/10-7-1944 και 85 παρ. 1 ν.δ. 356/1974 (ΕφΠατρ 204/2008 ΑχαΝομ 2009.298, ΕφΠατρ 1055/2004 ΑχαΝομ 2005.350), εν προκειμένω δε, όπως αποδεικνύεται, έχει λάβει χώρα επίδοση της υπ’ αριθ. …/20.07.2020 πρόσκλησης δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Τσούμα, στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χανίων, στις 20.07.2020, ενώ δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση αυτής και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ήτοι η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε πριν την έναρξη της προθεσμίας των 30 ημερών, παραδεκτά, καθόσον πρόκειται για καταληκτική προθεσμία. Ειδικότερα δε το ανακόπτον κατέθεσε την ανακοπή στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 17.09.2020 και επέδωσε αντίγραφο αυτής στους καθ’ ων (βλ. τις  εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά … προς τους καθ’ων, υπ’ αριθ. …, …, …), ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/21.09.2020 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή). Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, δεδομένου ότι πρόκειται για αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από ιδιώτη κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ για την ικανοποίηση απαίτησης που προέρχεται από ιδιωτική διαφορά, στην οποία απλώς το ανακόπτον επιδιώκει να υπεισέλθει με την αναγγελία των απαιτήσεων του (ΑΠ 679/1996 ΕλλΔνη 1998.551, ΕφΑΘ 10412/1997 ΝοΒ 1999.958, ΕφΠατρ 471/1996 ΔΕΕ 1997.641), και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα, ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ανακόπτοντος, καθόσον από τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν, καθώς και από την παραδεκτή στο σημείο τούτο επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι το ανακόπτον αναγγέλθηκε, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χανίων, εκπρόθεσμα στον ένδικο πλειστηριασμό, ήτοι μετά την παρέλευση 15 ημερών από τη διενέργεια αυτού και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, ο πλειστηριασμός κατά τον οποίον εκπλειστηριάστηκε το ως άνω πλοίο, διενεργήθηκε στις 20.11.2019, ενώ η υπ’ αριθ. …./22.11.2019  αναγγελία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χανίων επιδόθηκε, δια της Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, στην ως άνω Συμβολαιογράφο που διενήργησε τον πλειστηριασμό, στις 11.12.2019, όπως αποδεικνύεται από τη σημείωση επίδοσης στο προσκομιζόμενο από τους καθ’ων αντίγραφο της αναγγελίας του Επιμελητή της Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά ….  Σημειωτέον δε ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει επίσης ότι η Προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. Χανίων απέστειλε στην ως άνω Συμβολαιογράφο το υπ’ αρ. πρωτ. …/13.12.2019 έγγραφό της, με το οποίο απέδιδε την καθυστερημένη επίδοση της αναγγελίας σε αποκλειστική υπαιτιότητα της υπηρεσίας διαμετακόμισης των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛ.ΤΑ.), πλην όμως στην παρούσα δίκη ουδείς σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται εκ μέρους του ανακόπτοντος, το οποίο ούτε και έχει υποβάλει αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, προκειμένου  να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η ως άνω αναγγελία του. Μετά ταύτα, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί το ανακόπτον, λόγω της ήττας του, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των καθ’ων (εκτός του τρίτου, ο οποίος λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε τέτοια), κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένης, όμως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της με αριθμό 134/οικ./8 ΔΕΚ. 1992 – 20 Ιαν. 1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΑΠ 725/2011 ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται για τον τρίτο των καθ’ ων, διότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ. 1 β ΚΠολΔ).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. …../08.10.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά … κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση του …, σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. …./2019 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 443/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά – Ναυτικό Τμήμα, το υπό ελληνική σημαία Ε-Γ/Ο-Γ πλοίο με την ονομασία «…», με αριθμό Νηολογίου … … 05, κ.ο.χ. 6.386,85, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στα … … εταιρείας με την επωνυμία «…. Στις 20.11.2019 διενεργήθηκε ηλεκτρονικά ο πλειστηριασμός του ως άνω πλοίου, ο οποίος αναρτήθηκε στην πλατφόρμα των Ηλεκτρονικών Συστημάτων Πλειστηριασμών (ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ.), το δε πλοίο κατακυρώθηκε σε πλειοδότη αντί του ποσού των 275.000,00 ευρώ. Ακολούθως, επειδή το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο, με αριθμό …/20.07.2020, πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης και δη α) του ποσού των 5.167,20 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές της ίδιας, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, β) του ποσού των 3.718,92 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά … και γ) του ποσού των 1.435,00 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο επισπεύδων, …, προς το συμφέρον όλων των δανειστών, προέβη στην κατάταξη στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205  Κ.Ι.Ν.Δ. οριστικά και προνομιακά των εκ των καθ’ων οι ανακοπές …, …, …, …, …… …, …, οι απαιτήσεις των οποίων έχουν επιδικαστεί με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις και στην τυχαία κατάταξη, υπό τον όρο τελεσιδικίας των απαιτήσεών τους, των εκ των καθ’ων …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, … και …. Σε περίπτωση δε απορρίψεως ολόκληρης ή μέρους της απαίτησης οιουδήποτε εκ των ως άνω τυχαίως καταταγέντων δανειστών, ορίστηκε ότι στη θέση τους θα κατατάσσονται αναλογικά οι υπόλοιποι ναυτικοί, για το ποσό των απαιτήσεών τους που δεν κατατάχθηκε λόγω μη επαρκούς πλειστηριάσματος, μέχρι την πλήρη ικανοποίησή τους, δε περίπτωση δε υπάρξεως και πάλι υπολοίπου, ορίστηκε ότι θα κατατάσσεται ο Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης «…», ενώ οι λοιποί αναγγελθέντες δανειστές δεν κατατάχθηκαν. Ειδικότερα, όσον αφορά τους ανακόπτοντες των υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ ανακοπών, … … και …, αντίστοιχα, η υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε αυτούς καθώς, κατά τα αναφερόμενα στην έκθεσή της, δεν προσδιόριζαν επακριβώς στις αναγγελίες τους την αιτία της απαίτησής τους και δη ποιο ήταν το είδος εργασίας που παρείχαν, ήτοι εάν αυτή ήταν χερσαία ή ναυτική, αλλά ούτε και ζητούσαν την προνομιακή τους κατάταξη. Εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής, …ς …ς, ανήγγειλε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, εμπροθέσμως, στις 03.12.2019, με την από 02.12.2019 αναγγελία του, απαίτησή του συνολικού ποσού 60.652,71 ευρώ, ερειδόμενη στην, από 04.04.2018, βεβαίωση οφειλομένων-αναγνώριση χρέους της οφειλέτιδας εταιρείας, πλοιοκτήτριας του πλειστηριαζόμενου πλοίου, δυνάμει της οποίας η τελευταία αναγνώριζε ότι του οφείλει αποδοχές από 01.09.2017 έως 31.12.2017, ποσού 41.399,49€ και από 01.01.2018 έως 02.03.2018, ποσού 19.253,22€. Παράλληλα, ο ως άνω ανακόπτων κατέθεσε, προς απόδειξη της απαιτήσεώς του, την ανωτέρω επικαλούμενη από αυτόν βεβαίωση, στην οποία γίνεται μνεία από την πλοιοκτήτρια εταιρεία ότι ο ανακόπτων είχε ναυτολογηθεί στο πλοίο «…» με την, από 12.09.2016, σύμβαση ναυτολόγησης, με την ιδιότητα του Πλοιάρχου, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών 12.481,04€, καθώς και καρτέλες μισθοδοσίας των ετών 2017 και 2018. Όσον αφορά τον ανακόπτοντα της υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπής, …, αποδεικνύεται ότι αυτός ανήγγειλε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, εμπροθέσμως, στις 03.12.2019, με την, από 02.12.2019 αναγγελία, απαίτησή του συνολικού ποσού 27.285,53€, ερειδόμενη στην, από 04.04.2018, βεβαίωση οφειλομένων- αναγνώριση χρέους της οφειλέτιδας εταιρείας, πλοιοκτήτριας του πλειστηριαζόμενου πλοίου, δυνάμει της οποίας η τελευταία αναγνώριζε ότι του οφείλει αποδοχές από 12.09.2017 έως 31.12.2017 ποσού 17.569,67€ και από 01.01.2018 έως 02.03.2018, ποσού 9.715,86€. Παράλληλα, ο ως άνω ανακόπτων κατέθεσε, προς απόδειξη της απαιτήσεώς του, την ανωτέρω επικαλούμενη από αυτόν βεβαίωση, στην οποία γίνεται μνεία από την πλοιοκτήτρια εταιρεία ότι ο ανακόπτων είχε ναυτολογηθεί στο πλοίο «…» με την, από 12.09.2017, σύμβαση ναυτολόγησης, με την ιδιότητα του Α΄ Μηχανικού, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών 6.938,40€, καθώς και καρτέλες μισθοδοσίας των ετών 2017 και 2018. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές καταρχήν ότι οι γενόμενες από τους ανακόπτοντες των υπό στοιχ. Β΄ και Γ΄ανακοπών αναγγελίες πάσχουν αοριστίας, καθότι δεν προσδιορίζονται σε αυτές τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να δύνανται ο  οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν αυτές, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρ. 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα των απαιτήσεων και να προβεί στην κατάταξή τους συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις και συγκεκριμένα δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το προνόμιο των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, ήτοι ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους ως Πλοίαρχος και Α΄ Μηχανικός, αντίστοιχα, στο πλαίσιο ναυτικής εργασίας, ούτε και υπήρχε σε αυτές αίτημα προνομιακής κατάταξής τους. Ακόμη όμως και εάν θεωρηθούν ορισμένες οι ως άνω αναγγελίες, ως συμπληρωθείσες με τα προσκομιζόμενα από τους αναγγελθέντες – ανακόπτοντες αποδεικτικά έγγραφα, δεν αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη του προνομίου των απαιτήσεων αυτών. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι το πλοίο είχε υποστεί ήδη από τον Ιούνιο του 2017, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της ναυτολόγησης των ανακοπτόντων (αμφότεροι ναυτολογήθηκαν, όπως αποδεικνύεται από τα ναυτικά τους φυλλάδια, στις 12.09.2017) σοβαρή μηχανική βλάβη και δη θραύση στροφάλου της κυρίας μηχανής του, γεγονός που δεν αμφισβητούν και εμμέσως συνομολογούν οι ως άνω ανακόπτοντες, για τον λόγο δε τούτο βρισκόταν ακινητοποιημένο στην περιοχή Κυνοσσούρα της Σαλαμίνας, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε εκ μέρους της πλοιοκτήτριας σχεδιασμός συνέχισης των πλόων του, καθώς δεν πρόεκυψε ότι το πλοίο υποβλήθηκε σε επισκευή έως και τον εκπλειστηριασμό του, οι δε ανακόπτοντες απολύθηκαν στις 02.03.2018 λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, ως ληξιπρόθεσμου. Ούτε, άλλωστε, από το εισφερθέν στην παρούσα δίκη αποδεικτικό υλικό αποδεικνύεται ότι στο πλοίο, κατά τη χρονική περίοδο στην οποία αφορούν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των ανακοπτόντων, πέραν των ιδίων, είχαν ναυτολογηθεί και άλλα μέλη του πληρώματος, συνεπώς δεν αποδεικνύεται εάν αυτό είχε συγκροτημένο πλήρωμα με επαρκή σύνθεση, ώστε να βρίσκεται σε ετοιμότητα για την πραγματοποίηση πλόων.  Επομένως, οι ανακόπτοντες δεν  ανταποκρίθηκαν στο βάρος απόδειξης των απαιτήσεών τους και δη των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν το επικαλούμενο από αυτούς ναυτικό προνόμιο του άρθρου 205β΄του ΚΙΝΔ, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί είχαν οργανικώς ενταχθεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ναυτικής αποστολής του πλοίου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (ΙΙ). Μετά ταύτα πρέπει οι υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ ανακοπές να απορριφθούν κατ’ ουσίαν και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των καθ’ων η ανακοπή σε βάρος εκάστου των ανακοπτόντων (176, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, όσον αφορά την υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή που ασκεί η εταιρεία ΟΛΠ Α.Ε., αποδείχθηκε ότι αυτή έχει αναγγελθεί εμπρόθεσμα, στην ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού, με την, από 03.12.2019, αναγγελία της, για ληξιπρόθεσμη απαίτησή της κατά της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας του πλοίου «…», συνολικού ποσού 110.588,62€ (κεφάλαιο 105.233,75€ + τόκοι 5.168,79€ + χαρτόσημο 186,06€) προερχόμενη από τέλη εκ της παραβολής του πλοίου σε ιδιωτικά ναυπηγεία της θαλάσσιας ζώνης του λιμένος Πειραιά, κατά τη χρονική περίοδο από 01.10.2017 έως 30.09.2019, με βάση τα εκδοθέντα από αυτήν τιμολόγια, που επισυνάπτονταν στην αναγγελία της. Οι εν λόγω απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν κατατάσσονται προνομιακά κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ., όπως η ίδια ισχυρίζεται με την ανακοπή της, για τους ακόλουθους λόγους: Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (Α) και εφόσον η επίμαχη διαδικασία της επισπευδόμενης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της θέσης σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ο.Λ.Π. της 24ης-6-2016 και της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (υπ’ αριθ. 4404/2016), αλλά και της επακολουθήσασας αυτών ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας της πλειοψηφίας των μετοχών του Ο.Λ.Π. σε ιδιώτη επενδυτή κατά τα προεκτεθέντα – οι απαιτήσεις του Ο.Λ.Π. – που δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης – από την παροχή προς το πλοίο λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και οι άνω αναγγελλόμενες απαιτήσεις, δεν απολαύουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, και δη προνομίου της πρώτης τάξης των ειδικότερα με τη διάταξη αυτή θεσπιζομένων προνομίων, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με το άρθρο 19 παρ.6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π., ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον Ο.Λ.Π., υπό την τότε μορφή του Ν.Π.Δ.Δ., νομοθετικής εξουσιοδότησης με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ. 2 του Α.Ν. 1559/1950 να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου, και εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία 45057/11/1973 Κοινή Υπουργική Απόφαση, διότι ήδη ο ανωτέρω Αναγκαστικός Νόμος και ο εκδοθείς βάσει αυτού Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθούν καταργηθέντες με την Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο (αφού ο συγκεκριμένος Κανονισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που ρητά προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της και αναλυτικά παρατίθενται στο Παράρτημα 1.7 αυτής), καθώς δε συνάδουν με την περιέλευση του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. σε ιδιωτικό οικονομικό φορέα εκμετάλλευσης, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου τούτου δεν αναιρείται από το ότι στην Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και στον Κυρωτικό αυτής Νόμο ρητά προβλέπεται ότι η – πλέον ιδιωτικοποιημένη – Ο.Λ.Π. Α.Ε. δικαιούται να επιβάλει, χρεώνει και εισπράττει για ίδιο λογαριασμό  μεταξύ άλλων και τέλη λιμενικών υπηρεσιών ως αντίτιμο για τις παρεχόμενες απ’ αυτήν υπηρεσίες στα ναυλοχούντα στο Λιμένα του Πειραιά πλοία, διότι αυτό που έγινε εν προκειμένω δεκτό είναι ότι οι εκ της ανωτέρω αιτίας απορρέουσες απαιτήσεις της δεν εξοπλίζονται πλέον με προνόμιο στην κατάταξη και στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ούτε βέβαια από το νομικό καθεστώς της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα του Πειραιά ως κοινόχρηστου πράγματος, ήτοι από τη φύση του ως περιουσιακού στοιχείου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, ευρισκόμενου στην κοινή χρήση, που ουδόλως επηρεάσθηκε από την ανάληψη του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. από ιδιώτη, στην οποία, ακόμη και όταν λειτουργούσε υπό τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. ή ανώνυμης εταιρίας του Δημοσίου, έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ως άνω Λιμένα, και οπωσδήποτε όχι εμπράγματα δικαιώματα. Μετά ταύτα πρέπει και η υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και τα δικαστικά έξοδα των καθ’ων να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (176, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ: α) τη με αριθμό κατάθεσης 6451/3034/2020 αντιμωλία των διαδίκων, β) τη με αριθμό κατάθεσης 6613/3110/2020 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, γ) τη με αριθμό κατάθεσης 6614/3111/2020 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων και δ) τη με αριθμό κατάθεσης 6869/3235/2020 ανακοπή ερήμην του τρίτου των καθ’ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Α, με αριθμό κατάθεσης 6451/3034/2020, ανακοπή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των δεκατεσσάρων πρώτων καθ’ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00) και των λοιπών καθ’ων (δεκάτου πέμπτου έως και δεκάτου εννάτου), τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Β, με αριθμό κατάθεσης 6613/3110/2020, ανακοπή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα των δεκαπέντε πρώτων καθ’ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00) και των λοιπών καθ’ων (δεκάτου έκτου έως και εικοστού), τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Γ, με αριθμό κατάθεσης 6614/3111/2020, ανακοπή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα των δεκαπέντε πρώτων καθ’ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00) και των λοιπών καθ’ων (δεκάτου έκτου έως και εικοστού), τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Δ, με αριθμό κατάθεσης 6869/3235/2020, ανακοπή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το ανακόπτον στα δικαστικά έξοδα των δεκαέξι πρώτων -πλην του τρίτου- των καθ’ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν εβδομήντα ευρώ (170,00) και των λοιπών καθ’ων (δεκάτου εβδόμου έως και εικοστού πρώτου), τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν εβδομήντα ευρώ (170,00).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις    Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

         Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ