Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης   903/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11693/5868/2019)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1428/768/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

 

ΣYΓKPOTHΘHKE από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του την 3η Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.         ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … 2) …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Μάρκος Δάρας του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΑ 11476), κάτοικος ……. (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στους …), με ΑΦΜ …, και εκπροσωπείται νόμιμα από τη Μ. Κ.  Μ., κάτοικο…….., …, 2) …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Ευδοκία Κατέχη του Σπυρίδωνος (ΑΜ/ΔΣΚέρκυρας 335), κάτοικος Κέρκυρας (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.7.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΚερκ, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον δήμο …, με ΑΦΜ …, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον …, κάτοικο …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Κούτη του Αγαμέμνονος (ΑΜ/ΔΣΑ 12930), κάτοικος Αθήνας …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.7.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β.         ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Ευδοκία Κατέχη του Σπυρίδωνος (ΑΜ/ΔΣΚέρκυρας 335), κάτοικος ……. (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΚερκ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στην ………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Γεωργία Γεωργίου του Γεράσιμου (ΑΜ/ΔΣΑ …, κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11693/5868/19.12.2019 αγωγή τους, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 23.10.2020 Πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.1.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1428/768/14.2.2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 23.10.2020 Πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και γράφηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Φέρονται προς συζήτηση: Α) η από 19.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11693/5868/19.12.2019 αγωγή και Β) η από 15.1.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1428/768/14.2.2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, δεδομένου ότι έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου (άρθρα 31 παρ. 1, 285 ΚΠολΔ), είναι συναφείς μεταξύ τους, αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους και αναφέρονται στο ίδιο ιστορικό γεγονός και με τη συνεκδίκασή τους αφενός μεν διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου δε επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Α) Η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 19.12.2019, ενώ ακριβές αντίγραφο αυτής με έκθεση κατάθεσης επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, και συγκεκριμένα στην πρώτη και τον δεύτερο εξ αυτών την 23.12.2019 και στην τρίτη την 27.12.2019, όπως αποδεικνύεται αντίστοιχα από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Κέρκυρας Τ. Α. και από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Θ. Λ.. Περαιτέρω οι ενάγοντες, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μάρκου Δάρα (ΑΜ/ΔΣΑ 11476), τον οποίο εξουσιοδότησαν με την από 27.03.2020 εξουσιοδότησή τους, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και προσκομίζεται με επίκληση σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, όπως και οι εναγόμενοι διά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, Ευδοκίας Κατέχη ως προς την πρώτη και τον δεύτερο εξ αυτών (…), την οποία εξουσιοδότησαν αντίστοιχα με το από 11.3.2020 πρακτικό Δ.Σ. της πρώτης ναυτικής εταιρείας, σε συνδυασμό με την από 10.1.2020 Α.Π. … βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών, και με την από 15.7.2020 εξουσιοδότηση με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής, και Μαρίας Κούτη (ΑΜ/ΔΣΑ 12930) ως προς την τρίτη εξ αυτών, την οποία εξουσιοδότησε ο νόμιμος εκπρόσωπός της Εμμανουήλ Γαλανός με την από 25.6.2020 εξουσιοδότηση με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής, κατέθεσαν προτάσεις την 16.7.2020, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των 100 ημερών, όπως αυτή παρατάθηκε δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ …). Περαιτέρω, οι ενάγοντες και η τρίτη εναγόμενη κατέθεσαν προσθήκη επί των προτάσεών τους την 31.7.2020 και την 30.7.2020 αντίστοιχα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 15 ημερών. Β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ, «παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις, ανακοινώσεις και ανταγωγές στην τακτική διαδικασία κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της αγωγής. Παρεμβάσεις μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε ενενήντα ημέρες από την επίδοση της αγωγής». Έτσι τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα ασκούνται μόνο σε πρώτο βαθμό και μόνο με αυτοτελές δικόγραφο στις οριζόμενες από το 238 ΚΠολΔ προθεσμίες, άλλως θεωρούνται ανυπόστατα, ενώ για την παράταση της επίδοσης των ενδίκων βοηθημάτων λαμβάνεται υπόψη η διαμονή στο εξωτερικό του αρχικού εναγόμενου ή κάποιου ομόδικού του και όχι η τυχόν διαμονή στο εξωτερικό ή η άγνωστη διαμονή του προσεπικαλούμενου ή καθ’ ου η ανακοίνωση τρίτου. Από τη διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ η πρόθεση του νομοθέτη είναι σαφής: Οι διάφορες παρεμπίπτουσες δίκες, οι οποίες στο προϊσχύσαν δίκαιο άνοιγαν παράλληλα με την κύρια δίκη, είχαν αποτελέσει πρωτίστως μηχανισμό καθυστέρησης της κύριας δίκης, αφού οι περισσότερες προσδιορίζονταν να συζητηθούν σε χρόνο μεταγενέστερο της ορισμένης για την κύρια υπόθεση συζήτησης. Το άρθρο 238 ΚΠολΔ προβλέπει ότι τα δικόγραφα επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους και το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιοι θεωρούνται διάδικοι, ιδίως στην περίπτωση της προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή, της παρεμπίπτουσας αγωγής, της ανακοίνωσης δίκης και της ανταγωγής. Σύμφωνα με μία πρώτη προσέγγιση με δεδομένη τη συγκεντρωτική διαδικασία που καθορίστηκε με το ν. 4335/2015 τα ένδικα βοηθήματα πρέπει να επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους έστω και αν δεν στρέφονται κατ’ αυτών προς αποτροπή αιφνιδιασμού τους, υπογραμμίζοντας ότι η διάταξη του 238 ΚΠολΔ, ως ειδικότερη, εκτοπίζει τις γενικές διατάξεις για την άσκησή τους (βλ. Κουκουράκη, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δίκη o v. 4335/2015, ΕλλΔνη 2017.1015 επ.). Κατά την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που υιοθετεί και το παρόν δικαστήριο, υποστηρίζεται ότι η διατύπωση του άρθρου 238 ΚΠολΔ υπερακοντίζει τη βούληση του νομοθέτη. Έτσι, κατά συσταλτική ερμηνεία και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της οικονομίας της δίκης, τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα επιδίδονται μόνο στον διάδικο της σχετικής δίκης, όπως προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για κάθε ένδικο βοήθημα, καθώς καμία σκοπιμότητα δεν υφίσταται αιτήματα παροχής δικαστικής προστασίας να επιδίδονται σε άτομα στα οποία δεν αφορούν (ΠΠρΘεσ 10947/2019 ΕλλΔνη 2020.498, πρβλ. ΜΠρΑθ 10504/2017 ΕΠολΔ 2017.529 με παρατηρήσεις Ι. Δεληκωστόπουλου στην ΕΠολΔ 2017.536· βλ. και Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, άρθρο 238 παρ. 2, σελ. 130). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 14.2.2020, ενώ ακριβές αντίγραφο αυτής με έκθεση κατάθεσης επιδόθηκε νομότυπα στην καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη την 17.2.2020, όπως αποδεικνύεται από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθήνας Ουρανίας Δημητρακοπούλου στο ακριβές αντίγραφο που επιδόθηκε και το οποίο προσκομίζει με επίκληση η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, δηλαδή εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 238 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, χωρίς ν’ απαιτείται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ν’ αποδεικνύεται η επίδοση του σχετικού δικογράφου και στους λοιπούς διαδίκους της κύριας δίκης. Ωστόσο, η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ευδοκίας Κατέχη (…), την οποία εξουσιοδότησε με το από 11.3.2020 πρακτικό Δ.Σ., σε συνδυασμό με την από 10.1.2020 Α.Π. … βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών, δεν κατέθεσε ούτε νόμιμα ούτε εμπρόθεσμα προτάσεις. Συγκεκριμένα, αν και η κατ’ άρθρο 238 παρ. 1 τελ. εδ. προθεσμία των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, όπως αυτή παρατάθηκε δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ …), έληγε την 16.7.2020, η προσεπικαλούσα κατέθεσε τις από 16.7.2020 προτάσεις της την 17.7.2020, όπως προκύπτει από την επισημείωση της αρμόδιας γραμματέως επ’ αυτών. Περαιτέρω, οι προτάσεις αυτές δεν στρέφονται κατά της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας ούτε αφορούν στο υπό κρίση ένδικο βοήθημα, αλλά στρέφονται κατά των εναγόντων της κύριας αγωγής (…) και αφορούν σε αντίκρουση αυτής, όπως προκύπτει τόσο από το εισαγωγικό τους μέρος, όπου γίνεται ρητή αναφορά στην ως άνω υπό στοιχ. Α αγωγή, όσο και από το όλο περιεχόμενο, τις θέσεις, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που διαλαμβάνονται σ’ αυτές, αλλά και τα αποδεικτικά μέσα των οποίων γίνεται επίκληση, τα οποία στηρίζουν τη δικονομική παρουσία της ναυτικής εταιρείας «…» ως εναγόμενης της κύριας αγωγής και όχι ως προσεπικαλούσας και παρεμπιπτόντως ενάγουσας. Συνεπεία τούτων, το σχετικό δικόγραφο προτάσεων τυγχάνει άκυρο. Αντίθετα, η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Γεωργίας Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ …, την οποία εξουσιοδότησε με την από 20.7.2020 εξουσιοδότηση της νομίμου εκπροσώπου της, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γαβριέλη, σε συνδυασμό με τα από 10.7.2020 υπ’ αριθ. Πρωτ. … αντίστοιχα Γενικό Πιστοποιητικό και Πιστοποιητικό Ισχύουσας Εκπροσώπησης, καθώς και την από 27.5.2019 υπ’ αριθ. Πρωτ. … Ανακοίνωση, κατέθεσε προτάσεις την 16.7.2020, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των 100 ημερών. Κατόπιν τούτων, παραδεκτά έχουν ασκηθεί και συζητούνται κατά την παρούσα δικάσιμο η υπό κρίση αγωγή και η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, ερήμην, ωστόσο, της ανακοινώνουσας τη δίκη – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, λόγω της μη προσήκουσας παράστασής της (βλ. σχετ. Κ. Μακρίδου, ό.π., άρθρο 237 παρ. 2 σελ. 122 και άρθρο 238 παρ. 6 σελ. 131).

ΙΙΙ. Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με τον ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’ αυτήν αργότερα (βλ. τη διάταξη του άρθρου 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη ή, όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, το άρθρο 26 ΑΚ και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)». Από τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που αναφέρονται στην ευθύνη των πλοίων προκειμένου περί συγκρούσεως αυτών, προκύπτει ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί συγκρούσεως πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντιθέτως, τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΕφΠειρ 1022/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της από 23.9.1910 προαναφερθείσας Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών προκύπτει ότι επί συγκρούσεως πλοίων η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση ρυθμίζεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου πλοίου. Στη ρύθμιση των πιο πάνω διατάξεων υπάγεται και η περίπτωση κατά την οποία τα συγκρουσθέντα πλοία είναι αγκυροβολημένα (άρθρο 2 παρ. 2 Σύμβασης – πρβλ. άρθρο 245 ΚΙΝΔ, που περιλαμβάνει όμοιες κατά το περιεχόμενο ρυθμίσεις με την ως άνω Διεθνή Σύμβαση). Επίσης, η εμπλοκή των αγκυρών, κατά την πόντιση των αγκυρών του ετέρου παραπλεύρως αγκυροβολήσαντος πλοίου, η άγκυρα του οποίου επικάθησε επί της τοιαύτης του πρώτου πλοίου (αγκυροβολημένου ήδη), εκ της οποίας προέκυψαν θετικές και αποθετικές ζημίες, αποτελεί σύγκρουση των πλοίων (βλ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, σελ. 621). Ενόψει των ανωτέρω, στην αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη ένα πλοίο, κατά τη σύγκρουσή του με άλλο πλοίο, πρέπει να γίνεται επίκληση και αναφορά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, καθώς και των συγκεκριμένων περιστατικών υπαιτιότητας του πλοίου του εναγόμενου και επιπλέον να προσδιορίζεται με επάρκεια η οφειλόμενη στη σύγκρουση ζημία του πλοίου του ενάγοντος (ΑΠ 106/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας κάθε πλοίο ευθύνεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας που το βαρύνει, ενώ εάν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα ενός των πλοίων, τότε ο πλοιοκτήτης του καθίσταται υπόχρεος ν’ αποκαταστήσει τις ζημίες του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων (βλ. ΑΠ 58/2003 ΕΝαυτΔ 2003.43, ΕφΠειρ 682/2004, ΕφΠειρ 335/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Υπαίτιο είναι το πλοίο, αν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη και/ή των προστηθέντων του, είτε ως προς τον εξοπλισμό ή την κατάσταση του πλοίου είτε ως προς τους χειρισμούς του ή την κίνησή του και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (ΠΠρΠειρ 3658/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.669). Εξάλλου, σημασία στον καθορισμό του υπαιτίου, όταν υπόκειται σύγκρουση πλοίων, έχει το αν πριν ή κατά την επέλευσή της είχαν τηρηθεί οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου «Περί των Διεθνών Κανονισμών προς Αποφυγή Συγκρούσεων εν θαλάσση, 1972», η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 93/1974 και τέθηκε σε ισχύ με το π.δ. 94/1977 (ΦΕΚ Α΄ 293), εκδοθέντος δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσας διά του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω ν.δ., έχει δε υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εφαρμόζεται επί πάσης κατηγορίας πλοίων πλεόντων εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων δυνάμει του π.δ. 403/1980 (ΦΕΚ Α΄ 111). Οι κανονισμοί αυτοί έχουν εισαχθεί στις νομοθεσίες όλων των ναυτικών κρατών. Η παραβίαση του κανονισμού θα πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς τη σύγκρουση και το συνακόλουθο ζημιογόνο αποτέλεσμα, επιπλέον δε, πρέπει να οφείλεται σε πταίσμα του υπευθύνου στο πλοίο (ΕφΠειρ 102/2014 ΕλλΔνη 2015.528, ΜΠρΠειρ 81/2002 ΕΝαυτΔ 2002.62). Εάν η παραβίαση του κανόνα τελέστηκε επειδή ο πλοίαρχος δεν είχε το χρόνο ή τη δυνατότητα να εκτελέσει τον επιβαλλόμενο χειρισμό, δεν θεωρείται υπαίτιος της σύγκρουσης που επήλθε. Ομοίως, εάν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η εφαρμογή των Κανόνων επάγεται διακινδύνευση του πλοίου ή άλλων πλοίων, η υπαιτιότητα πρέπει να ερευνηθεί ανεξάρτητα από τους ορισμούς των κανόνων, κατά τους πρακτικούς κανόνες της ναυτικής τέχνης. Η παραβίαση, ωστόσο, του κανόνα δεν είναι επιτρεπτή, έστω και αν ο κίνδυνος φαίνεται αμφίβολος ή μακρινός. Ειδικότερα, οι ανωτέρω Κανονισμοί περιέχουν ρυθμίσεις σχετικές με την ασφαλή ταχύτητα, τη χρήση των φώτων και των ηχητικών σημάτων, τη διαγωγή των πλοίων ενόψει αλλήλων, την πλεύση υπό περιορισμένη ορατότητα, τα σήματα κινδύνου και ρυθμίσεις για ειδικές κατηγορίες πλοίων (ΜΠρΠειρ 1378/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις της από 20ής Οκτωβρίου 1972 ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, «ΚΑΝΩΝ 1. α) Οι Κανόνες ούτοι θα εφαρμόζωνται εφ’ όλων των πλοίων τόσον εις την ανοικτήν θάλασσαν, όσον και εις άπαντα τα μετ’ αυτής συγκοινωνούντα ύδατα, τα διαπλεύσιμα υπό ποντοπόρων πλοίων (…)»,«ΚΑΝΩΝ 2. α) Ουδεμία διάταξις των παρόντων Κανόνων απαλλάσσει οιονδήποτε πλοίον ή τον πλοιοκτήτην, τον πλοίαρχον ή το πλήρωμα αυτού, εκ των συνεπειών οιασδήποτε αμελείας ως προς την συμμόρφωσιν προς τους παρόντας Κανόνας ή αμελείας αφορούσης εις την λήψιν οιωνδήποτε προληπτικών μέτρων υπαγορευομένων υπό της κοινής εμπειρίας ή των ειδικών συνθηκών της περιστάσεως», «Μέρος Β΄, Κανόνες χειρισμού και πλεύσεως. Τμήμα Ι. Διαγωγή πλοίων υπό οιανδήποτε κατάστασιν ορατότητος. ΚΑΝΩΝ 5. Επιτήρησις (look – out). Παν πλοίον θα τηρή εν παντί χρόνω την πρέπουσα οπτικήν και ακουστικήν επιτήρησιν (look – out) ως και επιτήρησιν διά παντός διαθεσίμου πρόσφορου μέσου κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, ούτως ώστε να έχη εκτίμησιν της καταστάσεως και του κινδύνου συγκρούσεως. ΚΑΝΩΝ 6. Ασφαλής ταχύτης. Παν πλοίον θα πλέη εν παντί χρόνω μετ’ ασφαλούς ταχύτητος, ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη όλα τα αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγήν συγκρούσεως και να ακινητή εντός της ενδεδειγμένης διά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας αποστάσεως. Προς καθορισμόν της ασφαλούς ταχύτητος, οι κάτωθι παράγοντες θα είναι μεταξύ εκείνων οίτινες θα λαμβάνωνται υπ’ όψιν : α) Υφ’ απάντων των πλοίων, (i) Η κατάστασις ορατότητος, (ii) η πυκνότης κυκλοφορίας περιλαμβάνουσα και συγκεντρώσεις αλιευτικών πλοίων ή οιωνδήποτε ετέρων πλοίων, (iii) η ικανότης χειρισμού του πλοίου, ειδικώτερον δε η απόστασις ακινητοποιήσεως και η ικανότης στροφής υπό τας κρατούσας συνθήκας, (iν) η κατά την νύκτα ύπαρξις προβαλλομένου φωτός (ανταύγειας), ως το τοιούτον εκ φώτων ξηράς ή εκ της ανακλάσεως των ιδίων των φώτων, (ν) η κατάστασις του ανέμου, της θαλάσσης και του ρεύματος, ως και η ύπαρξις πλησίων ναυτιλιακών κινδύνων, (vi) το βύθισμα του πλοίου εν σχέσει προς το διατιθέμενον βάθος του ύδατος, β) Επιπροσθέτως, υπό πλοίων μετά συσκευής radar εν λειτουργία : (i) τα χαρακτηριστικά, η απόδοσις και οι περιορισμοί (αποδόσεως) της συσκευής radar, (ii) οιοσδήποτε περιορισμός οφειλόμενος εις την εν χρήσει κλίμακα αποστάσεως του radar, (iii) η επίδρασις της καταστάσεως της θαλάσσης, του καιρού και λοιπών πηγών παρεμβολών επί του δια radar εντοπισμού, (iν) κατά πόσον είναι δυνατόν να εντοπισθούν διά του radar μικρά πλοία, πάγοι και έτερα επιπλέοντα αντικείμενα εις επαρκή απόστασιν, (ν) ο αριθμός, αι θέσεις και κινήσεις των εντοπιζομένων διά του radar πλοίων, (vi) η πλέον ακριβής εκτίμησις της ορατότητος, ήτις είναι δυνατή όταν διά τον καθορισμόν της αποστάσεως των πέριξ πλοίων ή λοιπών αντικειμένων χρησιμοποιήται το radar. ΚΑΝΩΝ 7. Κίνδυνοι Συγκρούσεως, α) Παν πλοίον θα χρησιμοποιή παν διαθέσιμον και κατάλληλον, κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, μέσον ίνα εκτίμηση εάν υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως. Υπαρχούσης οιασδήποτε αμφιβολίας, ο τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υπάρχει, β) Δέον όπως γίνεται η πρέπουσα χρήσις της συσκευής radar, εφ’ όσον είναι εγκατεστημένη και εν λειτουργία, περιλαμβανομένης και της δι’ αυτής ανιχνεύσεως εις μακράς αποστάσεις προς έγκαιρον προειδοποίησιν κινδύνου συγκρούσεως και της υποτυπώσεως radar ή ισοδυνάμου συστηματικής παρατηρήσεως των ανιχνευομένων αντικειμένων, γ) Συμπεράσματα βασιζόμενα εις ανεπαρκείς πληροφορίας, ιδία πληροφορίας ληφθείσας μέσω του radar, δέον να αποφεύγωνται. δ) Προς εκτίμησιν του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως, μεταξύ εκείνων, τα οποία δέον να λαμβάνωνται υπ’ όψιν, θα είναι και τα κάτωθι: (i) τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υφίσταται εάν η διόπτευσις πυξίδος προσεγγίζοντος τινός πλοίου δεν μεταβάλλεται αισθητώς, (ii) τοιούτος κίνδυνος δύναται να υφίσταται ενίοτε, ακόμη και όταν αισθητή αλλαγή της διοπτεύσεως είναι προφανής, ιδιαιτέρως κατά την προσέγγισιν πολύ μεγάλου πλοίου ή ρυμουλκούμενου αντικειμένου ή κατά την προσέγγισιν πλοίου εις μικράν απόστασιν. ΚΑΝΩΝ 8. Χειρισμοί προς αποφυγήν συγκρούσεως, α) Οιοσδήποτε χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως, δέον, εφ’ όσον αι συνθήκαι της περιπτώσεως επιτρέπουν, να είναι σαφής και έκδηλος, να γίνεται εγκαίρως και συμφώνως προς τας υπαγορεύσεις της καλής ναυτικής τέχνης, β) Οιαδήποτε μεταβολή πορείας ή και ταχύτητος προς αποφυγήν συγκρούσεως δέον, εφ’ όσον αι συνθήκαι της περιστάσεως επιτρέπουν, να είναι αρκούντως μεγάλη, ώστε να γίνεται αμέσως αντιληπτή παρά του ετέρου πλοίου παρατηρούντος οπτικώς ή μέσω radar. Διαδοχικοί μικραί μεταβολαί πορείας ή και ταχύτητος δέον ν’ αποφεύγωνται. γ) Εφ’ όσον υφίσταται επαρκής θαλάσσιος χώρος, μεταβολή της πορείας μόνης δυνατόν ν’ αποβή η πλέον αποτελεσματική ενέργεια προς αποφυγήν προσεγγίσεως εις επικίνδυνον απόστασιν, προϋποτιθεμένου ότι εξετελέσθη εγκαίρως, είναι ουσιαστική και δεν απολήγει εις επικίνδυνον προσέγγισιν μεθ’ ετέρου πλοίου, δ) Χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως μεθ’ ετέρου πλοίου δέον όπως είναι τοιούτος, ώστε να απολήγη εις διέλευσιν απ’ αυτού εις ασφαλή απόστασιν. Η αποτελεσματικότης του χειρισμού θα ελέγχεται προσεκτικώς, μέχρις ότου το έτερον πλοίον αντιπαρέλθη οριστικώς, ε) Εάν είναι απαραίτητον, προς αποφυγήν συγκρούσεως ή προς παροχήν ευχέρειας χρόνου προς εκτίμησιν της καταστάσεως, εν πλοίον δέον όπως ελαττώνη την ταχύτητά του ή ακινητή τελείως δια κρατήσεως ή αναποδώσεως των μέσων προώσεώς του. (στ) (i). Παν πλοίο που είναι υποχρεωμένο από οποιονδήποτε από τους παρόντες κανόνες να μην παρεμποδίζει τη διέλευση ή την ασφαλή διέλευση άλλου πλοίου θα χειρίζει έγκαιρα, όταν απαιτείται από τις συνθήκες της περίπτωσης, για να παρέχει επαρκή χώρο για την ασφαλή διέλευση του άλλου πλοίου, (ii). Παν πλοίο που είναι υποχρεωμένο να μην παρεμποδίζει τη διέλευση ή την ασφαλή διέλευση άλλου πλοίου, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή αν προσεγγίζει το άλλο πλοίο κατά τρόπο που να ενέχει κίνδυνο σύγκρουσης και θα έχει όταν χειρίζει πλήρη ευθύνη στον χειρισμό, που μπορεί να απαιτείται από τους κανόνες αυτού του μέρους, (iii). Παν πλοίο του οποίου η διέλευση δεν πρέπει να παρεμποδίζεται είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται με τους κανόνες αυτού του μέρους όταν τα πλοία προσεγγίζουν το ένα το άλλο κατά τρόπο που να ενέχει κίνδυνο σύγκρουσης». Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Εκτός από τις αρμοδιότητες και εξουσίες του πλοιάρχου, ο νόμος του επιβάλλει και ορισμένα ειδικά καθήκοντα, ανάμεσα στα οποία και τα καθήκοντα που αφορούν στην καθεαυτή κυβέρνηση του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υποχρέωση του πλοιάρχου να κυβερνά το πλοίο με κάθε επιμέλεια, να τηρεί τις διατάξεις και τους κανονισμούς που αναφέρονται στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο σε κάθε περίπτωση δυσχερούς πλου (άρθρο 113 ΚΔΝΔ). Ωστόσο, ο πλοίαρχος υπέχει και ευθύνες, τόσο απέναντι στον πλοιοκτήτη ή στον εφοπλιστή από τη μεταξύ τους σχέση, όσο και απέναντι στους τρίτους (άρθρο 40 ΚΙΝΔ). Ειδικότερα ως προς την ευθύνη απέναντι στους τρίτους, αυτή εξαρτάται από το αν προέρχεται: αα) από δικαιοπραξία, οπότε ο πλοίαρχος δεν ευθύνεται καταρχήν, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση ή ββ) από αδικοπραξία κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οπότε προκύπτει κατά κανόνα προσωπική του ευθύνη, με τις προϋποθέσεις και τους όρους των άρθρων 914 ΑΚ επ., μπορεί δε να αφορά αποκλειστικά τον πλοίαρχο ή να συντρέχει παράλληλα με την ευθύνη του αντιπροσωπευόμενου πλοιοκτήτη (ΕφΠειρ 461/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007.26). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ του άρθρου 479 ΑΚ, που ορίζουν ότι: «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει», εισάγεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, δηλαδή ευθύνεται όχι απεριορίστως, αλλά μέχρι της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων (ευθύνη pro viribus, ήτοι ευθύνη διά της όλης ιδίας περιουσίας του αποκτώντος, αφού πρόκειται για σωρευτική ex lege αναδοχή χρέους – βλ. ΕφΠειρ 682/2004 ό.π., ΕφΠειρ 702/1994 ΕλλΔνη 1995.677). Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ένστασης αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (βλ. ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Συνέπεια όλων των προαναφερθέντων είναι ότι, εφόσον ο αποκτών περιουσία ή επιχείρηση προσλαμβάνει τη θέση εις ολόκληρον υπόχρεου, δύναται, κατ’ επιλογή του ενάγοντος δανειστού, να εναχθεί είτε αυτοτελώς είτε συγχρόνως με τον μεταβιβάζοντα είτε διαδοχικώς (βλ. Βαρελά σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 479 αριθ. 14) και δεν δύναται να προβάλει ενστάσεις κατά του αποκτώντος που αφορούν τη σχέση του με αυτόν που μεταβίβασε (ΕφΠειρ 618/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (βλ. ΑΠ 451/2012, ΑΠ 910/2010, 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 545/2015, ΕφΠειρ 94/2011, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει απ’ αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (βλ. ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 726/2010, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ NOMOΣ). Ως «επιχείρηση» η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (βλ. ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 1984.667, ΕφΠειρ 545/2015 ό.π., ΕφΠειρ 372/2014, ΕφΠειρ 207/2011, ΕφΠειρ 726/2010, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ NOMOΣ), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (βλ. ΕφΠειρ 726/2010 ό.π., όπου περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Εξάλλου, τα χρέη στα οποία αναφέρεται η ΑΚ 479 μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσεως. Αυτά μπορούν να πηγάζουν από σύμβαση, από αδικοπραξία, από το νόμο, πρέπει δε να υπήρχαν κατά το χρόνο μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μη γεννήθηκαν αργότερα (Κρητικός σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, 479 αριθ. 21, 22). Τέλος, από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β΄ ΑΚ και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- σε συμβάσεις που συνάπτονται από την 17.12.2009 (άρθρο 28) και με βάση το άρθρο 2 έχει οικουμενική εφαρμογή κατά την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι το εάν ο αποκτών από άλλον περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο καθίσταται συνυπόχρεος με τον μεταβιβάζοντα για χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης διέπεται, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα και αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα προς την έννομη σχέση. Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται o τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων και προκειμένου νομικών προσώπων η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι καταρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού, το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΠΠρΠειρ 3658/2019 ό.π. Πρβλ. υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης Ρώμης 1980: ΕφΠειρ 676/2013 ΕΝαυτΔ 2013.409, ΕφΠειρ 23/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.715). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου, από 1.1.2016), «Ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής». Έτσι, δυνάμει του άρθρου αυτού, δόθηκε πλέον, από 1.1.2016, η δυνατότητα στο δανειστή να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, καθώς και συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου, και με βάση οριστική απόφαση και όχι μόνο με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, όπως ίσχυε έως την τροποποίηση του νόμου. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, αρκεί, κατά το γράμμα της, αλλά και την τελολογία της, η έκδοση μίας απλώς οριστικής δικαστικής απόφασης, και ως τέτοια νοείται, κατά μία άποψη, μόνο η καταψηφιστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως η τελευταία να έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Ειδικότερα, σκοπός της διάταξης του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία συνεπάγεται ως παρεπόμενη συνέπεια για την οριστική απόφαση που δεν έχει καταστεί ακόμη τελεσίδικη, επερχόμενη απευθείας από το νόμο, μετά τη θέση σε ισχύ (την 1.1.2016) του ως άνω νέου άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, τη χορήγηση δυνατότητας επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης ή εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης, είναι η αποτελεσματική διασφάλιση των απαιτήσεων του δανειστή, ο οποίος, έπειτα από τη διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης, στην οποία μάλιστα κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του οφειλέτη, σε αντίθεση με τη διαταγή πληρωμής (που δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή), επιτυγχάνει την έκδοση οριστικής απόφασης που επιδικάζει τις απαιτήσεις του (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, υπό στοιχ. VI, αριθμ. 11). Τέλος, με το άρθρο 709 ΚΠολΔ ορίστηκε ότι η συντηρητική κατάσχεση πλοίου μπορεί να γίνει μόνο αν στην απόφαση αναφέρεται ειδικά το πλοίο επί του οποίου πρόκειται να επιβληθεί. Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία διατάσσεται συντηρητική κατάσχεση πλοίου, με τη νομική έννοια του όρου, την οποία δίδει το άρθρο 1 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, πρέπει να αναφέρεται ρητά και ειδικά το κατασχετέο πλοίο, όχι δε να ορίζεται γενικά ότι επιτρέπεται η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Η παραπάνω εξειδίκευση απαιτείται και όταν η κατάσχεση αφορά την ψιλή κυριότητα, ιδανικό μερίδιο ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω στο πλοίο. Κατ’ ακολουθίαν του πιο πάνω κανόνα η συντηρητική κατάσχεση πλοίου ή εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε στα χέρια τρίτου δεν συγχωρείται να επιβληθεί με βάση την κατά το άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ οριστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, ενόψει του ότι δεν εξατομικεύεται εκεί το πλοίο στο οποίο μπορεί να επιβληθεί συντηρητική κατάσχεση [βλ. Ιω. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα (ερμηνεία – νομολογία – υποδείγματα), 2η έκδ., σελ. 218 παρ. 155-156, σελ. 226 παρ. 178, σελ. 240 παρ. 217. Πρβλ. ΜΠρΠειρ 20/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν (άρθρο 224 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες Άγγλοι υπήκοοι εκθέτουν ότι είναι συγκύριοι, σε ποσοστό 50% έκαστος, του υπό σημαία Μεγάλης Βρετανίας ιστιοπλοϊκού σκάφους με το όνομα «…», που περιγράφεται ειδικότερα σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι η πρώτη εναγόμενη ελληνική ναυτική εταιρεία ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πλοιοκτήτρια του επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου με το όνομα «…», υπ’ αριθ. νηολ. Κέρκυρας 33, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, το οποίο στις 27.8.2018 περιήλθε διά μεταβιβάσεως λόγω πωλήσεως στην πλοιοκτησία της τρίτης εναγόμενης εταιρείας. Ότι στις 3.7.2018 περί ώρα 11.00 π.μ. και ενώ το ως άνω σκάφος των εναγόντων ήταν αγκυροβολημένο στον όρμο Άμμου, στο νησί των Οθωνών, το πλοίο «…», το οποίο εκτελούσε προγραμματισμένο δρομολόγιο στην άγονη γραμμή Κέρκυρα – Διαπόντιοι Νήσοι, κατά τη διάρκεια χειρισμών που εκτελούνταν προκειμένου να προσεγγίσει με την πρύμνη του στην προβλήτα, από υπαιτιότητα του προστηθέντος της πρώτης εναγόμενης Πλοιάρχου του – δεύτερου εναγόμενου, που δεν τηρούσε καμία οπτική και ακουστική επιτήρηση και δεν αντιλήφθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος σύγκρουσης ούτε επιχείρησε αποφευκτικό ελιγμό, κινήθηκε με προωθητική ταχύτητα πρόσω, προς το σκάφος των εναγόντων, και επέπεσε με την πλώρη του στο πρωραίο κατάστρωμα του σκάφους «…», υπό τις ειδικότερα περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, με συνέπεια αυτό να κινηθεί προς τ’ αβαθή, στη συνέχεια δε το ζημιογόνο πλοίο απομακρύνθηκε χωρίς να παράσχει οποιαδήποτε συνδρομή. Ότι για την αποκατάσταση των αναφερόμενων υλικών ζημιών του σκάφους των εναγόντων απαιτήθηκε το συνολικό ποσό των 31.822,65 ευρώ, το οποίο καλύφθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία «…», στην οποία ήταν ασφαλισμένο. Επίσης, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, συνεπεία της ένδικης σύγκρουσης, υποβλήθηκαν σε δαπάνες διαμονής στην Κέρκυρα, έξοδα μετακινήσεων, νομικά, ιατρικά και φαρμακευτικά έξοδα, όπως αναλυτικά παρατίθενται στην αγωγή, πλέον του καταβληθέντος από τους ίδιους ποσού αφαιρετέας απαλλαγής τους ως πλοιοκτητών από την ασφαλιστική αποζημίωση, υπέστησαν δε έντονη ψυχική ταλαιπωρία, ενώ ο πρώτος εξ αυτών υπέστη επιπλέον τραυματισμό και υποφέρει από μετατραυματικό στρες. Εκθέτουν, περαιτέρω, ότι η τρίτη εναγόμενη αγόρασε το ζημιογόνο πλοίο στις 27.8.2018, γνωρίζοντας ότι αποτελούσε σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγόμενης, στην οποία δεν καταλείπονταν άλλα εμφανή και άξια λόγου εμφανή περιουσιακά στοιχεία, το μετονόμασε δε σε «…» και το ενέγραψε στο νηολόγιο ……… Επικαλούμενοι, τέλος, τη διάταξη του άρθρου 724 ΚΠολΔ, που επιτρέπει τη συντηρητική κατάσχεση δυνάμει οριστικής απόφασης, καθώς και την εκ του νόμου (άρθρο 1 π.δ. 280/2000) υποχρέωση του επισπεύδοντος δανειστή να προσλάβει και να εγκαταστήσει επί του κατασχεθέντος πλοίου φύλακα σε 24ωρη βάση, ζητούν, με βάση το ανωτέρω ιστορικό, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε (έντοκο) αναγνωριστικό με τις προτάσεις τους (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ) και παραιτήσεώς τους από το (μη νόμιμο μετά ταύτα, καθώς οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστό τίτλο, κατ’ άρθρο 904 ΚΠολΔ) αίτημα κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, ως συνάγεται από τις προτάσεις τους, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων, ευθυνόμενων της μεν πρώτης κατά τις διατάξεις των άρθρων 236 και 239 ΚΙΝΔ, άλλως και επικουρικώς των άρθρων 84 παρ. 2 ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ, του δε δεύτερου κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με τους Κανόνες επί συγκρούσεως πλοίων της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών (1910), και της τρίτης σύμφωνα με το άρθρο 479 ΑΚ, μέχρι της από 530.000 ευρώ αξίας του πιο πάνω πλοίου, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 40.166,91 ευρώ, καθώς και το ισόποσο σε ευρώ των 135,36 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως και επικουρικά το ποσό των 154,08 ευρώ, άλλως και επικουρικότερα το ισόποσο σε ευρώ των 135,36 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημερομηνία συζήτησης, β) στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 24.920,54 ευρώ, καθώς και το ισόποσο σε ευρώ των 135,36 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως και επικουρικά το ποσό των 154,08 ευρώ, άλλως και επικουρικότερα το ισόποσο σε ευρώ των 135,36 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημερομηνία συζήτησης, άπαντα τα κονδύλια νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούν να διαταχθεί κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ η συντηρητική κατάσχεση του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», υπ’ αριθ. νηολογίου ……. ……, πλοιοκτησίας της τρίτης εναγόμενης, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς, κατόπιν ενημέρωσης των εναγόντων από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 3 και 44 περ. β΄ του ν. 4640/2019, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά ενημερωτικά έγγραφα που προσκομίζονται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική και κατατέθηκαν με τις προτάσεις, εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, αρμόδιο (άρθρα 9, 10, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β δ, ιστ ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς [άρθρα 4 παρ. 1, 7 παρ. 2, 8 παρ. 1, 62, 63 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012 (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, βλ. και άρθρο 242 περ. α, β και γ ΚΙΝΔ, άρθρο 1 περ. α΄ και 8 της από 10.5.1952 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων εις τα αρμόδια διά την επίλυσιν ιδιωτικών διαφορών εκ συγκρούσεως πλοίων δικαστήρια», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν.δ. 4407 της 4/11.11.1964 και ισχύει στην ημεδαπή από 15.3.1965, έχει δε κυρωθεί και ισχύει στη Μεγάλη Βρετανία, από 18.9.1959 (βλ. τον διαδικτυακό ιστότοπο comitemaritime.org)]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση και συγκεκριμένα από σύγκρουση πλοίων διαφορετικής εθνικότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ. Γεν. Μερ., παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στην περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφόρου εθνικότητας παράγεται ενοχή από αδίκημα, η οποία -εφόσον όλες οι χώρες των οποίων τη σημαία έχουν τα συγκρουσθέντα πλοία έχουν κυρώσει την από 23.9.1910 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», όπως εν προκειμένω- διέπεται από την ως άνω Σύμβαση και συμπληρωματικά εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η άμεση και ευθεία ζημία (lex loci damni) εξαιτίας της σύγκρουσης, άρα το δίκαιο της χώρας στην οποία συνέβη η σύγκρουση (Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, παρ. 37 αριθ. 1734, Ι. Κοροτζή, Ο Κανονισμός 864/2007 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές και η επίδρασή του στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο, ΝοΒ 2009.278, βλ. και Μεταλληνό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 26 αριθ. 15). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις της ως άνω Σύμβασης καθώς και με βάση το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή των εναγόντων σε βάρος της πρώτης εναγόμενης κατά την κύρια βάση της και σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 6, 12 της προαναφερθείσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, 1 επ. του ν.δ. 93/1974 “Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εν Λονδίνω Συμβάσεως «περί Διεθνών Κανονισμών προς Αποφυγήν Συγκρούσεων εν Θαλάσση 1972»” (Α’ 293), καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 481, 914, 932, 345, 346 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι οι διατάξεις του ΑΚ εφαρμόζονται συμπληρωματικά ως lex fori, καθόσον η ανωτέρω Σύμβαση δεν περιέχει ρυθμίσεις αναφορικά με το είδος και την έκταση της αποζημιώσεως. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι το επιμέρους αγωγικό αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι νόμω αβάσιμο, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι από την ευρεία διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 της προναφερόμενης από 23ης.9.1910 Διεθνούς Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία επιβάτη πλοίου σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων, η οποία (ζημία) στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «damages caused to persons on board», συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «damages» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη εξαιτίας της σύγκρουσης. Άρα, ο όρος ζημία (damages) εκτείνεται και σε αυτήν που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης, είτε συναρτάται με τυχόν σωματική βλάβη του επιβάτη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα από αυτήν (βλ. σε αντιπαραβολή τη Διεθνή Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης Μαΐου 1999 «για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 3006/2002, η οποία με τη διάταξη του άρθρου 17 προβλέπει μόνο αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «damage sustained in case of bodily injury of a passenger») (ΜΠρΠειρ 3047/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) (Ως προς τη συμπληρωματική εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων του Αστικού Κώδικα -μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 932 εδ. α΄ ΑΚ- πρβλ. ΕφΠειρ 461/2014, ΕφΠειρ 594/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ, ΜονΕφΠειρ 566/2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω, το αίτημα καταβολής σε έκαστο των εναγόντων του ισόποσου σε ευρώ των 135,36 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως και επικουρικά του ποσού των 154,08 ευρώ, άλλως και επικουρικότερα του ισόποσου σε ευρώ των 135,36 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημερομηνία συζήτησης, τυγχάνει νόμιμο μόνο ως προς το επικουρικό αίτημα καταβολής του ποσού των 154,08 ευρώ, όπως αυτό έχει προκύψει από το άθροισμα των επιμέρους ποσών των 110,52 και 43,56 ευρώ, που ισοδυναμούν με το ισόποσο σε ευρώ των καταβληθεισών σε λίρες Αγγλίας ποσών ως έξοδα μετακίνησης και έξοδα αποστολής αντίστοιχα, με βάση την ισοτιμία ευρώ – λίρας Αγγλίας που ίσχυε κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή ειδικότερους χρόνους καταβολής των ποσών αυτών, καθόσον ο υπολογισμός της ζημίας και της εντεύθεν οφειλομένης αποζημιώσεως γίνεται βάσει του εθνικού νομίσματος, έστω και εάν η αποκατάσταση ή η επέλευση της ζημίας έγινε εκτός Ελλάδος, οπότε, όμως, λαμβάνεται υπόψη το δαπανηθέν ή απολεσθέν ποσό του αλλοδαπού νομίσματος, προκειμένου μέσω της ισοτιμίας ημεδαπού – αλλοδαπού νομίσματος κατά τον χρόνο της δαπάνης ή της απώλειας να εξευρεθεί το ποσό του ημεδαπού νομίσματος, το οποίο παριστά τη ζημία (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997.1036, ΑΠ 1232/2002 ΕλλΔνη 2004.398, ΕφΠειρ 103/2012 ΕΝαυτΔ 2012.277, ΠΠρΠειρ 684/1995 ΕΝαυτΔ 1996.154). Ωστόσο, το συνολικό ποσό των 600,58 ευρώ πλέον 196,20 λιρών Αγγλίας, όπως το τελευταίο κρίθηκε νόμιμο κατά τα ανωτέρω, με βάση την ισοτιμία ευρώ – λίρας Αγγλίας που ίσχυε κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή ειδικότερους χρόνους καταβολής των επιμέρους ποσών που το απαρτίζουν, το οποίο ζητούν οι ενάγοντες ως έξοδα μετακίνησης, δεν συνιστά ζημία τους που να συνδέεται αιτιωδώς με την επίδικη σύγκρουση, δεδομένου ότι θα υποβάλλονταν σε σχετική δαπάνη για την επιστροφή στην οικία τους ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει το επίδικο ζημιογόνο συμβάν, δεν ζητείται δε με την αγωγή (ούτε, άλλωστε, προσδιορίζεται σ’ αυτή) το συγκεκριμένο ποσό κατά το οποίο (ισχυρίζονται ότι) επιβαρύνθηκαν από την κράτηση των σχετικών εισιτηρίων τη δεδομένη χρονική στιγμή, εν μέσω θέρους. Το σχετικό κονδύλι τυγχάνει, συνεπώς, νόμω αβάσιμο και πρέπει ν’ απορριφθεί. Το αίτημα, περαιτέρω, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του κατονομαζόμενου πλοίου, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον η διάταξη αυτή, όπως τροποποιηθείσα ισχύει, επιτρέπει τη δυνάμει οριστικής καταψηφιστικής απόφασης, όπως και διαταγής πληρωμής, επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης για το ποσό που επιδικάζεται με αυτήν, χωρίς την υποβολή με την κρινόμενη εκάστοτε αγωγή συγκεκριμένου τέτοιου αιτήματος από τον ενάγοντα. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δεν επιτρέπεται η δυνάμει της διάταξης αυτής επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επί πλοίου, καθόσον δεν παρέχεται δυνατότητα εξατομίκευσης αυτού στην οριστική απόφαση, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 709 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Η, προς τον σκοπό εφαρμογής και στην κρινόμενη περίπτωση του άρθρου 724 ΚΠολΔ, ρητή αναφορά στο ένδικο πλοίο και στην επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επ’ αυτού με ειδική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο. Η αίτηση επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, άλλωστε, εισάγεται αυτοτελώς κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682 επ., 707 επ. ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, απορριπτέο καθίσταται ως άνευ αντικειμένου το αίτημα αναγνώρισης της οφειλής των εναγόμενων για την αμοιβή του προσληφθησόμενου από τους ενάγοντες φύλακα του πλοίου, μετά την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επ’ αυτού (άρθρα 1 π.δ. 280/2000, 69 παρ. 1 δ ΚΠολΔ). Επίσης, η επικουρική βάση της αγωγής σε βάρος της πρώτης εναγόμενης τυγχάνει νόμω αβάσιμη και απορριπτέα, διότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 84 εδ. β΄ ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ (βλ. ΕφΠειρ 226/1995 ΕΝαυτΔ 1996.148, ΜΠρΠειρ 1826/2000 ΠειρΝομολ 2000.218). Περαιτέρω, η αξίωση των εναγόντων κατά της τρίτης εναγόμενης διέπεται, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο που, εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών, συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση και εντεύθεν αρμόζει σ’ αυτή με βάση την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι). Επομένως, η τρίτη εναγόμενη ευθύνεται σωρευτικά με τη μεταβιβάσασα εταιρεία – πρώτη εναγόμενη για την ένδικη οφειλή της τελευταίας προς τους ενάγοντες και μέχρι της ως άνω αξίας του μεταβιβασθέντος πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, αφού το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση λόγω των αναφερομένων παρακάτω ειδικότερων συντρεχουσών συνθηκών. Συγκεκριμένα, μεταξύ της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, που εδρεύει στους Ο. Κ., και της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, που εδρεύει στον δήμο Β.-Β.-Β. Α., συνήφθη στις 27.8.2018 στον Πειραιά σύμβαση μεταβίβασης, λόγω πώλησης του ενδίκου, υπό σημαία ελληνική, πλοίου. Από την προαναφερθείσα έδρα των ως άνω εταιρειών στην Ελλάδα, τον τόπο κατάρτισης της σύμβασης πώλησης, καθώς και την ελληνική σημαία του μεταβιβασθέντος πλοίου, το οποίο ήδη έχει εγγραφεί στα νηολόγια……. , το δίκαιο που αρμόζει και πρέπει να εφαρμοσθεί, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το ελληνικό, το οποίο συνδέεται στενότερα με την ένδικη ενοχή. Με βάση αυτό, η υπό κρίση αγωγή σε βάρος της τρίτης εναγόμενης είναι ορισμένη και νόμιμη, κατά τα επιμέρους αιτήματα αυτής όπως κρίθηκαν ανωτέρω, στηριζόμενη, πέραν των προαναφερθεισών, στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, στον βαθμό που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι, μετά την τροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3 ν.δ. 1544/1942, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 42 ν. 4640/2019).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 13 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23ης.9.1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που εισάγουν όμοιου περιεχομένου ρυθμίσεις με εκείνες των άρθρων 236 παρ. 2 και 241 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι εάν η σύγκρουση πλοίων οφείλεται σε κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει και μόνο εάν δεν μπορεί να καθορισθεί η αναλογία ή σε περίπτωση ίσης υπαιτιότητας, η ευθύνη μερίζεται κατά ίσα μέρη. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, που εισάγει το άρθρο 300 ΑΚ. Επομένως, η επίκληση από τον εναγόμενο προς αποζημίωση από σύγκρουση πλοίων, πραγματικών περιστατικών που καταφάσκουν την εφαρμογή της, συνιστά διακωλυτική, καταχρηστική ένσταση συντρέχοντος πταίσματος. Με βάση την εν λόγω διάταξη ο δικαστής δεν αφήνεται ελεύθερος να καθορίσει κατά την κρίση του το ποσοστό της ευθύνης του ζημιωθέντος, αλλά οφείλει να την επιμερίσει ανάλογα προς τη βαρύτητα του πταίσματός του. Μόνο όταν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ο λόγος των αμοιβαίων πταισμάτων, η ευθύνη επιμερίζεται κατά ίσα μέρη (βλ. ΑΠ 58/2003 ΕΝαυτΔ 2003.43, ΕφΠειρ 76/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους -όπως το σύνολο των διαλαμβανομένων σ’ αυτές ισχυρισμών τους εκτιμώνται προσηκόντως υπό του Δικαστηρίου τούτου- αρνούνται αιτιολογημένα τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι το ένδικο συμβάν περιορίστηκε στην εμπλοκή της καδένας του σκάφους των εναγόντων με την άγκυρα του πλοίου «…», οφειλόταν δε αυτό στην αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγόντων, οι οποίοι αγκυροβόλησαν «αρόδο» χωρίς να τοποθετήσουν την ειδική σήμανση αγκυροβολίας και σημαντήρα άγκυρας και χωρίς να ασκούν οπτική και ακουστική επιτήρηση (“look out”) της περιοχής όπου είχαν αγκυροβολήσει. Επικουρικά, προβάλλουν τον ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων σε ποσοστό 95%, για τους ανωτέρω λόγους. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, που συνιστά ένσταση, τυγχάνει ορισμένος, κατ’ άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, και νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4, 13 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1910 «Περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», κυρωθείσης δια του νόμου ΓΩΠΣΤ΄/1911, και του άρθρου 300 ΑΚ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

  1. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αριθ. 4 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για το ποσό, που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και ο προσεπικληθείς προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν άσκησε παρέμβαση, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπίκλησης και την άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου (ΑΠ 1353/2008 ΝοΒ 2009.554, ΑΠ 1430/2007, ΑΠ 1365/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 165/2004 ΧρΙΔ 2004.523). Η προσεπίκληση, που είναι διαδικαστική πράξη, με την οποία εξαιρετικώς επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης έναντι τρίτων, δεν είναι γενικώς δυνατή, αλλά αντιθέτως επιτρέπεται μόνο σε τρεις περιπτώσεις, δηλαδή: α) όταν προσεπικαλούνται οι αναγκαίοι ομόδικοι, β) όταν προσεπικαλείται, επί εμπραγμάτου αγωγής, ο αληθής κύριος ή νομέας του πράγματος και γ) όταν προσεπικαλείται ο λεγόμενος δικονομικός εγγυητής. Ειδικά στην τελευταία αυτή περίπτωση, από τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι βάση της κατά το άρθρο αυτό ασκούμενης υπό του εναγομένου προσεπίκλησης και της τυχόν ενωμένης σ’ αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής κατά του προσεπικαλούμενου τρίτου, περί καταβολής στον προσεπικαλούντα κάθε ποσού, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης κατ’ αυτού της κύριας αγωγής, ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, μπορεί να είναι μόνο η τυχόν συνδέουσα τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο έννομη ειδική σχέση, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να καταβάλει στον πρώτο την αποζημίωση που αξιώνει από αυτόν (προσεπικαλούντα) ο κυρίως ενάγων. Επομένως, στοιχείο απαραίτητο του νόμω βάσιμου της προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής είναι η ύπαρξη της άνω έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλούντος και προσεπικαλούμενου, η οποία πρέπει να προϋπάρχει της κύριας δίκης και να δικαιολογεί τη μετακύλιση στον προσεπικαλούμενο των συνεπειών της ήττας του προσεπικαλούντος κατά την κύρια δίκη. Σε περίπτωση που η ιστορική βάση της προσεπίκλησης περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος και υπόχρεος αποζημίωσής του είναι ο προσεπικαλούμενος τρίτος και όχι ο προσεπικαλών, τότε η προσεπίκληση (με την παρεμπίπτουσα αγωγή) είναι νόμω αβάσιμη, αφού ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της κύριας αγωγής και της δικής του υποχρέωσης, η οποία συγχρόνως υποδηλώνει ανυπαρξία προϋφισταμένης έννομης σχέσης δικονομικής εγγύησης, ενώ η αλήθεια αυτού συνεπάγεται την απόρριψη της κύριας αγωγής και αίρει ταυτόχρονα και τον νομικό λόγο της κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής [ΑΠ 796/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 415/2010 ΧρΙΔ 2011.200, βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/(-Νίκα), ΚΠολΔ Ι (2000) 88 αρ. 4]. Στην περίπτωση δε που η προσεπίκληση κριθεί απαράδεκτη, ισχύει κατά μετατροπή σε ανακοίνωση δίκης (ΠΠρΑθ 169/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου ο καθ’ ου πρέπει να ασκήσει παρέμβαση κατά το άρθρο 81 ΚΠολΔ, διαφορετικά δεν ασχολείται το Δικαστήριο με αυτή, δεδομένου ότι οι δυσμενείς συνέπειες από την ανακοίνωση για τον τρίτο επέρχονται από το νόμο (άρθρα 91, 92 ΚΠολΔ) (ΕφΑθ 3129/1988 ΝοΒ 1988.1243).

Η πρώτη των εναγομένων της υπό στοιχείο Α (κύριας) αγωγής ιστορεί διά της υπό στοιχείο Β ανακοινώσεως δίκης-προσεπικλήσεως-παρεμπίπτουσας αγωγής, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, την οποία στρέφει εναντίον της ασφαλίζουσας το ανωτέρω πλοίο «…» ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, ότι έχει ασκηθεί σε βάρος της, μεταξύ άλλων συνεναγόμενων, η προπαρατεθείσα κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνεται στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοινώσεως δίκης-προσεπικλήσεως-παρεμπίπτουσας αγωγής, προσεπικαλώντας την προμνημονευθείσα ασφαλιστική εταιρεία ως δικονομική της εγγυήτρια για το ένδικο ναυτικό ατύχημα, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, που παρείχε ασφαλιστική κάλυψη, ισχύουσα κατά τον προειρημένο χρόνο της επελεύσεως του υπό κρίση ναυτικού ατυχήματος και έχουσα ως περιεχόμενο τη θαλάσσια ασφάλιση της αστικής ευθύνης για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται σε τρίτους από το προδιαληφθέν πλοίο, να παρέμβει προσθέτως υπέρ της στην (κύρια) δίκη επί της υπό στοιχείο Α αγωγής και να την υποστηρίξει, αιτούμενη περαιτέρω όπως, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, η προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεωθεί να της καταβάλει, στην περίπτωση που γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Α αγωγή, το ποσό, το οποίο θα υποχρεωθεί η προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα να καταβάλει στους φερόμενους ως ζημιωθέντες εκ του υπό κρίση ναυτικού ατυχήματος ενάγοντες της κύριας αγωγής, πλέον νομίμων τόκων και δικαστικών εξόδων. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση με την ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 31 παρ. 1, 69 παρ. 1 περ. ε΄, 89, 91 και 283 του ΚΠολΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση διαφορά δεν προέρχεται μεν από διεθνή έννομη σχέση, αναφέρεται, όμως, εκ του αντικειμένου της σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, με συνέπεια να πρέπει να ερευνηθεί το εφαρμοστέο δίκαιο που τη διέπει. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 1988.1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝαυτΔ 2012.418, ΠΠρΠειρ 2102/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και β) ως προς το ουσιαστικό δίκαιο, είναι εφαρμοστέο το αγγλικό, αφού σε αυτό επέλεξαν να υποβληθούν τα μέρη, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), με ρητό όρο που συμπεριέλαβαν στο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (βλ. σελ. 3/7 του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου – κλάδος πλοίων, όπου αναγράφεται “subject to english law & practice”). Ειδικότερα, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο περί θαλασσίας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (MIA 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, που ψηφίστηκε και έλαβε τη βασιλική κύρωση (Royal Assent) στις 12.2.2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινοδίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο ΜΙΑ 1906, ο οποίος πάντως εξακολουθεί να ισχύει (Clarke Malcolm/Soyer Baris, The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, Ship safety, policy terms and the Insurance Act 2015, σε Θαλάσσια Ασφάλεια. Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση ΔΣΠ 2016, σελ. 139 επομ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν δε παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Στο s. 1 του ΜΙΑ 1906 ορίζεται ότι «Συμβόλαιο ναυτικής ασφαλίσεως είναι η γραπτή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο κατά τρόπο και στην έκταση που με αυτή συμφωνούνται εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή των συναφών προς τη θαλάσσια περιπέτεια κινδύνων». Από το νομοθετικό αυτό ορισμό προκύπτει ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής καλύψεως είναι η ύπαρξη θαλάσσιων κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται το ασφαλισμένο σκάφος και ότι κύριος σκοπός της ναυτασφαλιστικής συμβάσεως είναι η παροχή εκ μέρους του αναλαμβάνοντος τον κίνδυνο ασφαλιστή αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο για ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας των κινδύνων αυτών υπό τους όρους και κατά την έκταση που έχουν συμφωνηθεί (ΤριμΕφΠειρ 204/2015, ΜονΕφΠειρ 858/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, στο οποίο ενσωματώνεται η ασφαλιστική συμφωνία, καθώς και από τα παραρτήματά του (Φ. Χ. Χριστοδούλου, Αγγλικό δίκαιο της θαλασσίας ασφαλίσεως, σε ΕΕμπΔ 1988.154 επομ. [156]), όμως, στον ως άνω ορισμό της έννοιας της ασφαλιστικής συμβάσεως περιγράφονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, από τα οποία προκύπτει η νομική της φύση κατά το αγγλικό δίκαιο. Πρόκειται λοιπόν για σύμβαση ενοχική και συναινετική, αφού δημιουργεί έννομη σχέση μεταξύ προσώπων, που με τη συμφωνία τους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις υποσχετικού χαρακτήρα, αμφοτεροβαρή, μιας και οι υποχρεώσεις αυτές είναι αμφίπλευρες και διαρκή, επειδή η μεν παροχή του ασφαλιστή (ανάληψη του κινδύνου) εκτείνεται χρονικώς σε όλη τη διάρκεια της ασφαλίσεως, η δε παροχή του ασφαλισμένου (καταβολή ασφαλίστρου) αφορά ολόκληρη τη διάρκεια της ασφαλίσεως, ακόμα και αν το ασφάλιστρο καταβάλλεται εφάπαξ. Περαιτέρω, κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, εφόσον η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει καθ’ ον χρόνο είναι ενεργός η ασφαλιστική κάλυψη, ο ασφαλιστής ευθύνεται να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημία συνδέεται αιτιωδώς με τον ασφαλισμένο κίνδυνο [s. 55 ΜΙΑ 1906: … the insurer is liable for any loss proximately caused by a peril insured against…] (βλ. ΠΠρΠειρ 1053/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Η ένδικη ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή είναι κατ’ επέκταση ορισμένη, καθόσον περιέχονται όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, και νόμιμη, στηριζόμενη στο αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο και πρακτική που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους, όπως αυτό ρυθμίζεται από τον Insurance Act 2015, λόγω του χρόνου κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης, σε συνδυασμό με τις ως άνω διατάξεις του ΜΙΑ 1906, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, εξακολουθεί να ισχύει, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με τις ρήτρες “Institute Time Clauses Hulls Port Risks Incl. Limited Navigation (cl. 312) 20/7/87”, τα συναλλακτικά ήθη και τους Γενικούς Όρους ασφάλισης του κλάδου πλοίων της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 88, 89, 176 ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori. Δεδομένης όμως της ερημοδικίας της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση με τη σωρευμένη παρεμπίπτουσα αγωγή της δεύτερης εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, κατ’ άρθρο 272 παρ. 1 ΚΠολΔ.

  1. V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 421 έως 424 ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και ισχύουν από 1.1.2016, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου ένατου του ίδιου νόμου, συνάγεται ότι η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία περίπτωση η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται. Αν στις παραπάνω προτάσεις δεν μνημονεύεται η ένορκη βεβαίωση με τα προαναφερόμενα στοιχεία, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη. Δεν αρκεί δε η μνεία των στοιχείων της κλήτευσης του αντιδίκου στην ένορκη βεβαίωση (ΑΠ 887/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 17/2011 ΕλλΔνη 2011.791, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 963/2007, ΑΠ 436/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1076/2000 ΕλλΔνη 2001.393 επ., ΜονΕφΔωδ 318/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ, ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [σημειώνεται ότι τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους ξενόγλωσσα έγγραφα -ανεξαρτήτως του αν μεταφράστηκαν αποσπάσματα ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 454 ΚΠολΔ και 36 παρ. 2 γ΄ του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)- λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της τρίτης εναγόμενης, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (βλ. ΑΠ 1/2011 ΕλλΔνη 2011.730 επ., ΜΠρΚαρδ 4/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)], από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος … που λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κέρκυρας Αθανάσιου Πετσαλή, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Κέρκυρας Χ. Κ. ως προς τους δύο πρώτους και … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Θ. Λ. ως προς την τρίτη, μη λαμβανομένων, ωστόσο, υπόψη των προσκομιζόμενων από τους εναγόμενους από 15.7.2020 υπ’ αριθ. Πρωτ. … ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων Κ. Μ. Χ. Κ. αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της δικηγόρου Κέρκυρας (ΑΜ 514) Ελεονώρας-Σπυριδούλας Ζηνιάτη κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 Ν. 4690/2020, καθόσον δεν γίνεται ειδική επίκλησή τους με τις προτάσεις, όπως επιβάλλεται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σκέψεις, ήτοι δεν αναφέρονται σ’ αυτές οι εκθέσεις επίδοσης από τις οποίες αποδεικνύεται η κλήτευση των εναγόντων για να παραστούν κατά τη σύνταξή τους, σε κάθε δε περίπτωση διότι από τις ευρισκόμενες εντός του φακέλου της δικογραφίας υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Β. Κ., στις οποίες μνημονεύεται η από 8.7.2020 κλήση των εναγόντων, δεν προκύπτει ότι η κλήση αυτή περιείχε τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, καθόσον αυτή (κλήση) ουδόλως προσκομίζεται, αυτοτελώς ή συνημμένη στις ως άνω εκθέσεις επίδοσης, με συνέπεια να συνιστούν ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, Άγγλοι υπήκοοι, είναι συμπλοιοκτήτες εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 50% έκαστος του υπό σημαία Ηνωμένου Βασιλείου πλέοντος ιστιοφόρου σκάφους αναψυχής τύπου Hanse 400, έτους κατασκευής 2011, με το όνομα «…», μήκους 11,99 μέτρων, το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατά την επίδικη περίοδο στην ασφαλιστική εταιρεία «… UK Ltd.». Το πλοίο αυτό, με επιβαίνοντες τους ενάγοντες, στις 3 Ιουλίου 2018 το πρωί ήταν αγκυροβολημένο εντός του λιμένα Άμμου Οθωνών, σε θέση που υποδεικνυόταν στον χάρτη του λιμανιού (στίγμα 39 50.420Ν 19 24.151Ε), σύμφωνα με τα βιβλία πλοήγησης, με την πλώρη του στραμμένη προς τη θάλασσα και την πρύμνη προς τη στεριά. Κατά τον ίδιο χρόνο, το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ επιβατηγό πλοίο με το όνομα «…», νηολογίου ……..υπ’ αριθ. 33, ΔΔΣ SW3793, χωρητικότητας ολικής 209,62 κοχ και καθαρής 106,03 κκχ, ολικού μήκους 40,80 μ., του οποίου πλοιοκτήτρια κατά το χρόνο εκείνο ήταν η πρώτη εναγόμενη και Πλοίαρχος ο δεύτερος εναγόμενος, εκτελούσε προγραμματισμένο δρομολόγιο στην άγονη γραμμή Κέρκυρα – Διαπόντιοι Νήσοι. Ο καιρός ήταν αίθριος, οι άνεμοι έπνεαν νότιοι – νοτιοανατολικοί ασθενείς έως σχεδόν μέτριοι (3-4) με ριπές μέτριοι (5 Μποφόρ) και η ορατότητα ήταν καλή. Περί ώρα 11.00 π.μ. το πλοίο «…» εισήλθε στον όρμο Άμμου Οθωνών, προσέγγισε την προβλήτα με την πλώρη εκπέμποντας τρεις (3) βραχείς συριγμούς, που συνιστά το ηχητικό σήμα ότι θα ακολουθούσε ανάποδη πορεία, και στη συνέχεια εκτέλεσε χειρισμό περιστροφής προς τη δεξιά πλευρά του κινούμενο παράλληλα προς την προβλήτα, μετά την ολοκλήρωση της οποίας έλαβε θέση με την πλώρη του προς την ανοικτή θάλασσα, στο αριστερό μέρος του όρμου, ποντίζοντας την άγκυρά του από την αριστερή πλευρά της πλώρης του, πίσω και αριστερά από το ιστιοπλοϊκό σκάφος των εναγόντων. Ακολούθως, το πλοίο «…» κινήθηκε προς τα πίσω και δεξιά του, προκειμένου να προσεγγίσει με την πρύμνη του την προβλήτα, όπου ανέμεναν επιβάτες προς επιβίβαση. Ωστόσο, εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, το πλοίο άλλαξε κατεύθυνση και άρχισε να κινείται προς τα εμπρός, με προωθητική ταχύτητα, κατευθυνόμενο προς το σκάφος των εναγόντων, χωρίς να προβεί σε κάποιο οπτικό ή ηχητικό σήμα προς αυτό. Η δεύτερη ενάγουσα, που ήταν και Κυβερνήτης του σκάφους της, προσπάθησε να μαζέψει την άγκυρα του σκάφους της προκειμένου ν’ απομακρυνθεί, τούτο, όμως, κατέστη αδύνατο, διότι οι άγκυρες των δύο πλοίων είχαν στο μεταξύ εμπλακεί. Το πλοίο «…» συνέχισε να προσεγγίζει το σκάφος «…» και εν τέλει προσέκρουσε σ’ αυτό, καθώς επέπεσε με την πλώρη του στο πρωραίο κατάστρωμα του σκάφους «…», από την αριστερή πλευρά του, μεταξύ του εμπρόσθιου ιστίου (τζένοας) και του ιστού (καταρτιού), σπρώχνοντάς το προς τ’ αβαθή. Ακολούθως, το «…» έθεσε τις μηχανές του σε θέση «ανάποδα», προκειμένου να κινηθεί προς τα πίσω. Λόγω της εμπλοκής των αγκυρών, το σκάφος των εναγόντων παρασύρθηκε από το επιβατηγό πλοίο εκτός των ρηχών νερών και προς το «…», προτού δε ο πρώτος ενάγων αποκόψει την καδένα της άγκυρας του σκάφους του, είχε επισυμβεί νέα πρόσκρουση των πλοίων. Τελικά, μετά την απεμπλοκή των αγκυρών, το σκάφος «…» μπόρεσε να εξέλθει του όρμου Άμμου και να μεταβεί σε ασφαλή ύδατα, χωρίς το επιβατηγό πλοίο να επιδιώξει προηγουμένως οποιαδήποτε επικοινωνία με το ιστιοφόρο. Συνεπεία της σύγκρουσης, το σκάφος των εναγόντων υπέστη υλικές ζημίες. Συγκεκριμένα, κατόπιν επιθεώρησής του την 4η Ιουλίου 2018 στη μαρίνα Γουβιών, στην Κέρκυρα, όπου κατέπλευσε μετά την ένδικη πρόσκρουση κατόπιν υπόδειξης των ασφαλιστών του πλοίου, ο ναυπηγός μηχανικός Κ. Κ. διαπίστωσε ότι το πηδάλιο είχε εμφανή σημεία βλάβης στο οπίσθιο άκρο του, υπήρχαν αποξέσεις στην αριστερή πλευρά του σκάφους κάτωθεν της ίσαλου γραμμής αυτού, στην κουπαστή της αριστερής πλευράς του δύο στύλοι και η βάση τους είχαν παραμορφωθεί, ο ιστός (το κατάρτι) έφερε βαθιά σκαψίματα και αποξέσεις, ο ατέρμων (φλόκος) έφερε βαθιές αποξέσεις και τρύπες, ο σάκος του κυρίου ιστίου (μαΐστρας) επίσης έφερε ζημιές συνεπεία της άσκησης πίεσης από την πλώρη του επιβατηγού πλοίου, η άγκυρα και η αλυσίδα του σκάφους είχαν αποκοπεί κατά το συμβάν και, τέλος, ο εργάτης της άγκυρας και η μηχανή του σκάφους έφεραν εμφανή σημεία καταπόνησης / υπερφόρτισης (βλ. την από … έκθεση επιθεώρησης). Τη δαπάνη για την αποκατάσταση των ζημιών αυτών κάλυψε η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, καταβάλλοντας, κατά τους περιλαμβανόμενους στην από 20.12.2019 αγωγή της (ΓΑΚ/ΕΑΚ 11759/5908/2019) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ισχυρισμούς, το συνολικό ποσό των 31.822,65 ευρώ. Από τα ανωτέρω αποδεινύεται ότι η ένδικη σύγκρουση πλοίων οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοίου «…», του οποίου ο πλοίαρχος, προστηθείς της πρώτης εναγόμενης, ενήργησε κατά παράβαση των κάτωθι διαλαμβανόμενων ΔΚΑΣ (ΝΔ 93/1974), που ρυθμίζουν την ασφαλή ναυσιπλοΐα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Κανόνα 5, κάθε πλοίο θα πρέπει να εξασφαλίζει σε μόνιμη βάση την πρέπουσα οπτική και ακουστική επιτήρηση (look – out) του περιβάλλοντος χώρου, ώστε να έχει εκτίμηση της κατάστασης και του κινδύνου συγκρούσεως. Στην προκείμενη περίπτωση ο πλοίαρχος του υπαίτιου πλοίου, από έλλειψη της προσοχής και της απαιτουμένης επιμελείας τις οποίες μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση και όφειλε, σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης να επιδείξει, δεν είχε διασφαλίσει τη δυνατότητα πλήρους αντίληψης, κατά τη διάρκεια των εκτελούμενων χειρισμών, των υπαρχόντων ναυτιλιακών κινδύνων συνεπεία και των υφιστάμενων στην περιοχή αγκυροβολημένων πλοίων, ώστε να καταστεί δυνατή η εκτίμηση ανά πάσα στιγμή του κινδύνου συγκρούσεως. Και τούτο διότι ο πλοίαρχος ευρισκόταν στη γέφυρα μαζί με τον ναυτολογημένο ως Μηχανικό Α΄ Γ. Ρ., ο οποίος είχε αναλάβει να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς πρόσδεσης στο λιμάνι, χωρίς, ωστόσο, να διασφαλίσει παράλληλα ότι οπτήρας ή άλλο μέλος του πληρώματος θα αναλάμβανε την πλήρη και συνεχή, είτε οπτική είτε δια των ηλεκτρονικών συστημάτων και οργάνων του πλοίου, επίβλεψη της περιοχής στην οποία πραγματοποιούνταν οι προπεριγραφόμενοι ελιγμοί για την πρόσδεση του πλοίου με την πρύμνη στην προβλήτα. Χαρακτηριστικές, εξάλλου, της επικινδυνότητας των ελιγμών προσέγγισης του λιμένα και, συνεπώς, της ανάγκης αυξημένης οπτικής επιτήρησης του περιβάλλοντος χώρου είναι οι προανακριτικές καταθέσεις των λιμενικών Π. Κ. Α. Α., σύμφωνα με τις οποίες (κατά την προσέγγιση του λιμένα με την πρύμνη) δεν υφίσταται «οπτική επαφή της δυτικής πλευράς του όρμου για τον οπτήρα που βρίσκεται εντός του κιγκλιδώματος». Όφειλε, συνεπώς, ο Πλοίαρχος, καθ’ όλη τη διάρκεια των ελιγμών, να έχει διασφαλίσει την από κατάλληλο σημείο επίβλεψη του περιβάλλοντος χώρου, στον οποίο, άλλωστε, πέραν του σκάφους των εναγόντων, ήταν επίσης αγκυροβολημένο ένα ακόμη σκάφος αναψυχής, υπό ιταλική σημαία, περίπου 30 μ. βόρεια του «…». Περαιτέρω, ο πλοίαρχος ενήργησε κατά παράβαση του Κανόνα 6 των ΔΚΑΣ, που προβλέπει την υποχρέωση τήρησης ασφαλούς ταχύτητας. Ο Κανόνας αυτός, πέραν του αντικειμένου, επεξηγεί και τον σκοπό που υπηρετεί αυτή η υποχρέωση. Ο σκοπός συνίσταται στη διατήρηση εκ μέρους του πλοίου της δυνατότητας να λάβει έγκαιρα τα πρέποντα και αποτελεσματικά μέτρα για την αποφυγή της σύγκρουσης. Και είναι γεγονός ότι οι ΔΚΑΣ δεν προχωρούν στη θέσπιση συγκεκριμένων ορίων ταχύτητας (ΜονΕφΑιγαίου 87/2017 ΠειρΝομ 2019.78), πλην όμως οι ανωτέρω Κανόνες προσδιορίζουν τους παράγοντες δυνάμει των οποίων θα καθορίζεται η ασφαλής ταχύτητα (κατάσταση ορατότητας, πυκνότητα κυκλοφορίας, απόσταση ακινητοποίησης, ύπαρξη ανταύγειας, οι καιρικές συνθήκες, το βύθισμα του πλοίου). Στην προκείμενη περίπτωση, ο πλοίαρχος του υπαίτιου πλοίου δεν ανέπτυξε μεν μεγάλη ταχύτητα κινούμενος «πρόσω», προς το σκάφος των εναγόντων, ανέπτυξε, όμως, ταχύτητα τέτοια που δεν ήταν ασφαλής, καθώς, δεδομένης και της προαναφερθείσας έλλειψης επιτήρησης και επίβλεψης της περιοχής είτε οπτικής (μέσω οπτήρος) είτε δια των οργάνων του πλοίου, αποδείχθηκε αρκετή για να προκαλέσει την ένδικη σύγκρουση. Ο πλοίαρχος όφειλε και μπορούσε ν’ ακινητοποιήσει το ένδικο πλοίο, προκειμένου να την αποτρέψει, αφού γνώριζε ότι η κίνηση του πλοίου του πρόσω θα κατέληγε στην πρόσκρουσή του με το ιστιοφόρο. Η ανωτέρω, επομένως, μη τήρηση ασφαλούς ταχύτητας επέτεινε τον κίνδυνο πρόσκρουσης, συντόμευσε χρονικά την επέλευση αυτής και συνακόλουθα συνδέεται αιτιωδώς με την ένδικη σύγκρουση. Εξάλλου, τόσο ο Κανόνας 5 όσο και ο Κανόνας 6 θα πρέπει να εκτιμηθούν σε συνδυασμό και με τον Κανόνα 7, ο οποίος επιγράφεται ως «κίνδυνοι συγκρούσεως» και εισάγει την υποχρέωση χρησιμοποίησης όλων των διαθέσιμων και κατάλληλων, σύμφωνα με τις περιστάσεις και τις συνθήκες, μέσων για την εκτίμηση ύπαρξης κινδύνου σύγκρουσης. Ως εκ τούτου, η επιτήρηση λ.χ. δεν περιορίζεται μόνο σε οπτική και ακουστική, αλλά επεκτείνεται και σε επιτήρηση με οποιαδήποτε ναυτιλιακή συσκευή – όργανο υπάρχει στο πλοίο, όπως το ραντάρ, το Αυτόματο Σύστημα Αναγνωρίσεως Πλοίων (Automatic Identification System – AIS), οι συσκευές ραδιοτηλεφωνίας στη ζώνη συχνοτήτων υπερβραχέων κυμάτων (Very High Frequency – VHF), ο αυτόματος πιλότος κ.ά. Τούτο σημαίνει ότι η μη (ορθή) χρησιμοποίηση λ.χ. του ραντάρ, εφόσον συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της σύγκρουσης, επισύρει την ευθύνη του πλοίου που δεν το χρησιμοποίησε, ακόμα και στην περίπτωση τήρησης της οπτικής και ακουστικής επιτήρησης εκ μέρους των μελών του πληρώματος του πλοίου. Στην προκείμενη δε περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ουδείς εκ του πληρώματος του υπαίτιου πλοίου επόπτευε τα ηλεκτρονικά μέσα αυτού κατά τη διάρκεια των διενεργούμενων ελιγμών. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προβλεπόμενες στους ως άνω Κανόνες υποχρεώσεις του Πλοιάρχου δεν αναιρούνται ούτε περιορίζονται από τους επανειλημμένους συριγμούς, που εξέπεμψε το πλοίο «…» πριν επιχειρήσει ανάποδη κίνηση κατά την προσέγγισή του στην προβλήτα. Άλλωστε, κατόπιν του ανωτέρω συμβάντος, για το οποίο ο δεύτερος εναγόμενος δεν ενημέρωσε την οικεία λιμενική αρχή ούτε πραγματοποίησε σχετική ημερολογιακή εγγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας, συνελήφθη αυτός την 4.7.2018 για παράβαση των άρθρων 273, 274 ΠΚ και 225, 235 θ ΚΔΝΔ και αφέθηκε ελεύθερος την ίδια ημέρα, περαιτέρω δε, δυνάμει της από 3.10.2018 ειδικής έκθεσης παραπομπής του Κεντρικού Λιμενάρχη Κέρκυρας, προτάθηκε η παραπομπή του παραπάνω ναυτικού στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ε.Ν. για παράβαση των άρθρων 273, 274 σε συνδυασμό με το άρθρο 28 ΠΚ και 43, 225, 235 θ και 245 του ΚΔΝΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 248 παρ. γ και 249 παρ. β του ίδιου νομοθετήματος. Περαιτέρω, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε κάποια συνυπαιτιότητα από την πλευρά των εναγόντων. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι το σκάφος τους ήταν αγκυροβολημένο σε σημείο μη προβλεπόμενο από τον χάρτη του λιμένος ή/ και ότι εμπόδιζε τους ελιγμούς πρόσδεσης του πλοίου, δεδομένου ότι ήταν αγκυροβολημένο στο σημείο εκείνο από την προηγούμενη του επίδικου συμβάντος ημέρα (2 Ιουλίου 2018), χωρίς να του ζητηθεί από τα αρμόδια όργανα του Λιμενικού που εκτελούσαν υπηρεσία στις 2 και τις 3 Ιουλίου 2018 ν’ απομακρυνθεί (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 4.7.2018 εκθέσεις ένορκης εξέτασης των λιμενικών Π. Κ.  Α. Α.). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το σκάφος «…» από τη στιγμή της αγκυροβολίας του επεδείκνυε μαύρη σφαίρα αγκυροβολίας, ήτοι το προβλεπόμενο για την αγκυροβολία σήμα ημέρας (βλ. Κανόνα 30 ΔΚΑΣ), την οποία είχε υψώσει πάνω από το πρωραίο κατάστρωμα, σύμφωνα με την προανακριτική κατάθεση και την αναφορά περιστατικού της δεύτερης ενάγουσας – Κυβερνήτη του, σε κάθε δε περίπτωση ουδέποτε δημιουργήθηκε οποιαδήποτε αμφιβολία στον Πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος του ζημιογόνου πλοίου για την κατάσταση του σκάφους «…» ως αγκυροβολημένου, όπως προκύπτει από την από 4.7.2018 έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου και τις από 4.7.2018 εκθέσεις εξέτασης των Γ. Ρ.  Μ.-Σ. Κ., ως μαρτύρων. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι δεν απαιτείτο να τοποθετηθεί σημαντήρας άγκυρας, καθόσον το σκάφος των εναγόντων είχε αγκυροβολήσει σε ασφαλή θέση και σε ικανή απόσταση από τα λοιπά αγκυροβολημένα σκάφη, ενώ από την κατεύθυνση της αλυσίδας της άγκυρας από το όκιο του καταστρώματος μέχρι τη θάλασσα ήταν ευχερώς αντιληπτή η ακριβής θέση πόντισης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο πλοίαρχος του «…» διατηρούσε αμφιβολία για την ακριβή θέση πόντισης της άγκυρας του ιστιοφόρου, όφειλε να επικοινωνήσει με την Κυβερνήτη του ή με τον Λιμενικό Σταθμό Οθωνών προτού προβεί στην πόντιση της δικής του άγκυρας. Τέλος, οι ενάγοντες καθ’ όλη τη διάρκεια του περιστατικού τηρούσαν την πρέπουσα οπτική και ακουστική επιτήρηση του περιβάλλοντος χώρου, προέβησαν δε εξαρχής, αμέσως μόλις αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο, στις δέουσες ενέργειες για την αποτροπή της σύγκρουσης. Κατόπιν των ανωτέρω, η προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπεία του παραπάνω ατυχήματος, για το οποίο ήταν αποκλειστικά υπαίτιος ο, προστηθείς από την πρώτη εναγόμενη, πλοίαρχος του πλοίου πλοιοκτησίας της τελευταίας, κατά τον επίδικο χρόνο, οι ενάγοντες ζημιώθηκαν κατά τα ακόλουθα ποσά: α) 1.918,3 ευρώ ως έξοδα διαμονής τους στο ξενοδοχείο “… στην πόλη της Κέρκυρας την 3η.7.2018 και στο διαμέρισμα “…”, στα Γουβιά, κατά το χρονικό διάστημα από 4.7 έως και 21.7.2018, το οποίο κατέβαλαν εξ ημισείας, ήτοι έκαστος των εναγόντων ζημιώθηκε κατά το ποσό των 959,19 ευρώ, β) 6,80 ευρώ για έξοδα μετακίνησης της δεύτερης των εναγόντων από τα Γουβιά στην πόλη της Κέρκυρας και αντιστρόφως την 10η και την 11η Ιουλίου 2018, γ) 320,00 ευρώ για τη μίσθωση αυτοκινήτου από τον πρώτο ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από 13.7 έως 22.7.2018, δ) 191,33 ευρώ για ναύλους που είχε καταβάλει η δεύτερη ενάγουσα στην αεροπορική εταιρεία «Ryanair», ε) 636,00 ευρώ για αμοιβή των δικηγόρων Κέρκυρας Ευδοκίας Βραδή και Σπυρίδωνα Δεσεγγρίνη για επιμέρους νομικές ενέργειες (μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα εγγράφου και παράσταση ενώπιον της λιμενικής αρχής, λήψη αντιγράφων δικογραφίας από το λιμεναρχείο, έρευνα σχετικά με τη μεταβίβαση του ζημιογόνου πλοίου), το οποίο κατέβαλαν εξ ημισείας, ήτοι έκαστος των εναγόντων ζημιώθηκε κατά το ποσό των 318,00 ευρώ, στ) 250,00 ευρώ ως αφαιρετέα απαλλαγή του πλοιοκτήτη δυνάμει του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου της «… UK Ltd.», το οποίο κατέβαλαν οι ενάγοντες εξ ιδίων χρημάτων σε ποσοστό 50% ο καθένας, ήτοι έκαστος ζημιώθηκε κατά το ποσό των 125,00 ευρώ, στ) 15,05 ευρώ που κατέβαλε έκαστος των εναγόντων ως έξοδα αποστολής από την οικία τους στον Πειραιά, στο γραφείο του δικηγόρου τους Παντελή Κοκκινάκη, του επίσης αιτούμενου για την ίδια αιτία κονδυλίου των 28,51 ευρώ από έκαστο των εναγόντων απορριπτομένου κατ’ ουσίαν, καθόσον από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως απόδειξη της εταιρείας ταχυμεταφορών δεν αποδεικνύεται ο παραλήπτης του αποστελλόμενου δέματος. Το αιτούμενο κονδύλι 40,00 ευρώ για έξοδα μετακίνησης των εναγόντων με ταξί την 4.7.2018 δεν αποδείχθηκε και πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων τραυματίσθηκε κατά το ένδικο ναυτικό συμβάν, καθόσον η ίδια η δεύτερη ενάγουσα στην από 4.7.2018 έκθεση εξέτασής της κατέθεσε ότι από το ανωτέρω περιστατικό δεν είχε τραυματιστεί κανείς από τους επιβαίνοντες στο σκάφος της, ενώ και στην από 11.7.2018 αναφορά της για το περιστατικό αναγράφεται μόνο ότι ήταν «σε κατάσταση σοκ, ταραγμένοι και συγχυσμένοι εξαιτίας του ατυχήματος», χωρίς να γίνεται λόγος για τραυματισμό του συζύγου της. Για μη τραυματισμό των επιβαινόντων στο ιστιοφόρο σκάφος κάνει λόγο και ο δεύτερος εναγόμενος στην από 4.7.2018 έκθεση εξέτασης κατηγορούμενου, ο οποίος αναφέρεται μόνο στην πρόκληση υλικών ζημιών σε αυτό. Εξάλλου, δεν προσκομίζεται οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό από το Γενικό Νοσοκομείο Κέρκυρας, στο οποίο ο πρώτος ενάγων ισχυρίζεται ότι μετέβη μετά το ένδικο συμβάν προκειμένου να τοποθετηθούν ράμματα στο πρόσωπό του, ενώ στην από 20.7.2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού Ανδρέα Καλαμπαλίκη αναφέρεται ως αιτιολογία η παροχή «ιατρικών υπηρεσιών», χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτές αφορούσαν σε αφαίρεση ραμμάτων και κλινική εκτίμηση. Συνεπώς, απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο τυγχάνει το αιτούμενο από τον πρώτο ενάγοντα για ιατρικά έξοδα συνολικό ποσό των 124,50 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος ενάγων ζημιώθηκε συνεπεία της ένδικης σύγκρουσης κατά το συνολικό ποσό των (959,19 + 320,00 + 318,00 + 125,00 + 15,05 =) 1.737,24 ευρώ και η δεύτερη ενάγουσα κατά το συνολικό ποσό των (959,19 + 6,80 + 191,33+ 318,00 + 125,00 + 15,05 =) 1.615,37 ευρώ. Εξάλλου, από τη σε βάρος τους ως άνω αδικοπραξία, οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη, για την οποία η εύλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούνται, εν όψει των συνθηκών που έγινε η προαναφερθείσα σύγκρουση των δύο πλοίων, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση υλικών ζημιών στο σκάφος, τη μη δυνατότητα εκ μέρους τους χρήσης και εκμετάλλευσης αυτού και της θλίψης για το πρόωρο τέλος των θερινών διακοπών τους και, περαιτέρω, της τραυματικής και σοκαριστικής εμπειρίας που βίωσαν αντικρίζοντας το ζημιογόνο πλοίο να προσεγγίζει και να επιπίπτει επί του σκάφους τους σέρνοντάς το προς τα αβαθή, με αποτέλεσμα ως άμεση συνέπεια του ατυχήματος ο πρώτος εξ αυτών να εμφανίζει σύνδρομο μετατραυματικού στρες με έντονους εφιάλτες και αίσθημα κόπωσης, λαμβανομένης υπόψη της αποκλειστικής υπαιτιότητας του δεύτερου εναγόμενου Πλοιάρχου, αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, ανέρχεται στο ποσό των 1.500,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και των 500,00 ευρώ για τη δεύτερη. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι με το από 27.8.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως πλοίου, η πρώτη εναγόμενη ελληνική ναυτική εταιρεία – πλοιοκτήτρια του ζημιογόνου πλοίου «…», το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτής (πωλήτριας – α΄ εναγόμενης), άλλως σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο αυτής, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως, έναντι τιμήματος 530.000 ευρώ, το πλοίο αυτό, ως επιχείρηση, στη γ΄ εναγόμενη ελληνική ναυτική εταιρεία του Ν. 959/1979, που εδρεύει στη Βάρη Αττικής, το οποίο μετονομάσθηκε σε «…», φέρει την ελληνική σημαία και νηολογήθηκε στα Νηολόγια του …….. με αριθμ. …. Κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως αυτής η γ΄ εναγομένη γνώριζε ότι το πλοίο αυτό αποτελούσε το μοναδικό άλλως το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της α΄ εναγομένης, καθόσον από τη μη άρνηση του σχετικού αγωγικού πραγματικού ισχυρισμού, συνάγεται κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ ομολογία του. Ο ισχυρισμός, άλλωστε, της γ΄ εναγόμενης ότι κατά το χρόνο πώλησης και μεταβίβασης του ζημιογόνου πλοίου αγνοούσε το επίδικο ναυτικό συμβάν και συνακόλουθα το εξ αυτού απορρέον χρέος αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι, και αληθής υποτιθέμενος, δεν αναιρεί την κατ’ άρθρο 479 ΑΚ ευθύνη της προς αποζημίωση, αφού, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις της παρούσας, αρκεί ο νομικός λόγος γένεσης του χρέους να είχε προηγηθεί της μεταβίβασης της «επιχείρησης», ανεξαρτήτως της γνώσης αυτού από την αποκτώσα εταιρεία. Με βάση τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδρομή των καθοριζομένων από τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ προϋποθέσεων, όπως προαναφέρθηκαν, και κατ’ ακολουθία δημιουργία από το νόμο σωρευτικής αναδοχής χρέους, μεταξύ της πρώτης και τρίτης εναγομένης για το ανήκον στη μεταβιβασθείσα περιουσία ως άνω χρέος που προέκυψε από το ένδικο ζημιογόνο συμβάν. Συνεπώς, η τρίτη εναγόμενη – αγοράστρια του ζημιογόνου πλοίου ευθύνεται σε ολόκληρο με την πρώτη, μέχρι την αξία του σκάφους κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό κρίση από 19.12.2019 (αριθμ. εκθ. κατ. 11693/5868/2019) αγωγή και ν’ αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον: α) στον πρώτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 3.237,24 ευρώ (1.737,24 + 1.500,00) και β) στη δεύτερη ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 2.115,37 ευρώ (1.615,37 + 500,00), όλα δε τα ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους και κατά την έκταση αυτής, σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων [άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i, 68 παρ. 1 «Κώδικα Δικηγόρων» (Ν. 4194/2013)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση με τη σωρευμένη παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η πρώτη εναγόμενη και να καταδικαστεί η τελευταία στα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 ΚπολΔ), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της ανακοινώνουσας τη δίκη – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων: Α) την από 19.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11693/5868/19.12.2019 αγωγή και Β) την από 15.1.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1428/768/14.2.2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

Α)        ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον: α) στον πρώτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (3.237,24 €) και β) στη δεύτερη ενάγουσα, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν δεκαπέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.115,37 €), τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό: α) των εκατόν πενήντα ευρώ (150,00 €) ως προς τον πρώτο ενάγοντα και β) των εκατό ευρώ (100,00€) ως προς τη δεύτερη ενάγουσα.

Β)        ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων είκοσι (320,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ