Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

968/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 11.797 – 5937/2019

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας : Της κοινοπραξίας με την επωνυμία με την επωνυμία «…», με έδρα στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της ΙΩΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ (Α.Μ. ΔΣΑ: 34810), δυνάμει του από 13.7.2020 Πρακτικού ΔΣ της ενάγουσας και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Της εναγομένης: …, κατοίκου …, ΑΦΜ …, για την οποία  προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέξανδρος Ιωαννίδης (Α.Μ. ΔΣΒερ : 145), δυνάμει του από 29.2.2020 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής της εναγόμενης και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-12-2019 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.A.K./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 11.797 – 5937/23-12-2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 23-10-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική με αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνο αυτή του άρθρου 2 του ΒΔ της από 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητος Εμποροδικείων», σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το ΠΔ 229/1995 και τα τροποποιητικά αυτού ΠΔ 427/1995 και 163/2003, μόνον όμως ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και όχι ως προς τη σύμβαση καθ’ εαυτή της ναυτικής πρακτορείας. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΟλΑΠ 15/2013, Νομος · ΑΠ 2219/2014, Νομος ·ΕφΘεσ 57/2016, Νομος · Λουκόπουλος, ΕμπΔικ, Β΄ έκδ., σελ. 59 · Λιακόπουλος, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 1990, 561 επ. και ιδίως 569). Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσης της ως άνω ειδικότερης σύμβασης πρακτορείας, δηλαδή της σχέσης που συνδέει τον πράκτορα και τον πελάτη του, είναι, προεχόντως, αυτή της εντολής, οι δε διατάξεις του ΑΚ (713 επ.) που ρυθμίζουν την εντολή, διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών (ΕφΠατρ 257/2009, Nομος · ΕφΠειρ 56/2018, ΔΕΕ 2018.363). Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΑΠ 1041/2010, Νομος · ΑΠ 539/2012, Νομος). Κατά την έννοια αυτή, η σχέση πρακτορείας προσλαμβάνει το χαρακτήρα είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας προς παροχή υπηρεσιών είτε της παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, αφού κύριο μεν γνώρισμα του εμπορικού αντιπροσώπου είναι ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ αντίθετα κατά το άρθ. 90 ΕμπΝ ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος ενεργεί με το δικό του όνομα για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευομένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται περί εμμέσου αντιπροσωπείας και ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος γίνεται κύριος του κινητού πράγματος που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, έχοντας απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, η υπ’ αυτού όμως αθέτηση της ενοχικής αυτής υποχρεώσεώς του δεν συνιστά υπεξαίρεση (ΑΠ 339/2005, Νομος). Συνεπώς, εφόσον η σύμβαση πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ` αυτή οι διατάξεις, κατ’ αρχήν, του ΑΚ για την εντολή (άρθ. 713 – 729), στις οποίες μάλιστα ρητά ως προς τη σύμβαση παραγγελίας παραπέμπει το άρθ. 91 ΕμπΝ σε συνδυασμό με το άρθ. 3 ΕισΝΑΚ (ΑΠ 1728/2014), ενώ αναλογικά εφαρμόζονται με βάση ήδη και τη διάταξη του άρθ. 14 παρ. 4 του Ν. 3577/2007 οι διατάξεις και του ΠΔ/τος 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, όπως τροποποιήθηκε με τα ΠΔ/τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαμεσολαβητική δραστηριότητα του πράκτορα προσομοιάζει κατά περιεχόμενο με τη λειτουργία της εμπορικής αντιπροσωπείας ή και ταυτίζεται με αυτή κατά τα ουσιώδη στοιχεία της (ΟλΑΠ 15/2013, Νομος). Ειδικότερα, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας), κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (ΑΠ 1207/2000, ΕΕμπΔ 52.100). Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (άρθρο 713 επ. Α.Κ.) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και του εκμισθωτή  ανεξάρτητων υπηρεσιών όσον αφορά την αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 Α.Κ., που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον Α.Κ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ  28.1102 · ΑΠ 570/1964 ΝοΒ 13.182 ·ΕφΠειτ 579/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμ.Εφ.Πειρ.1994-1995, σελ. 351 · Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992,  σελ. 236 ·Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163 · Καποδίστρια,  στην Ερμ.Α.Κ. Εισ. αρθρ. 648-680, αριθ. 86, 87 και 122). Περαιτέρω, διαφορετική από  την πρακτόρευση είναι η μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών, η οποία είναι άτυπη, ιδιόρρυθμη και ατελώς ετεροβαρής σύμβαση παροχής προσωπικών υπηρεσιών, κυριαρχείται από τη σχέση εμπιστοσύνης και το στοιχείο της ουδετερότητας του εμπορομεσίτη τόσο έναντι του μεσιτικού εντολέα όσο και έναντι του τρίτου ενδιαφερόμενου για τη σύναψη της σκοπούμενης κύριας σύμβασης και διέπεται από τις διατάξεις για τη μεσιτεία των άρθρων 703 επ. του ΑΚ και συμπληρωματικά από τις διατάξεις για την εντολή των αρ. 713 επ. του ΑΚ (ΕφΠειρ 919/2002 ΕΕμπΔ 2002.876). Ο εμπορομεσίτης αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει, ώστε να συναφθεί από το μεσιτικό εντολέα και τον ενδιαφερόμενο τρίτο σύμβαση με αντικείμενο που εμπίπτει στο χώρο των εμπορικών συναλλαγών. Η διαμεσολάβηση περιλαμβάνει κάθε παρεμβατική ενέργεια για την κατάρτιση της συμβάσεως (λ.χ. διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, κανονισμό συναντήσεων των υποψηφίων συμβαλλομένων κ.λπ.). Ο μεσίτης δεν είναι ούτε άγγελος, ούτε αντιπρόσωπος του μεσιτικού εντολέα. Σε αντίθεση με την άμεση αντιπροσώπευση η οποία αποτελεί όργανο στα χέρια του αντιπροσώπου για τη δικαιοπρακτική δέσμευση του αντιπροσωπευόμενου έναντι τρίτων, η μεσιτεία αποτελεί εσωτερική σχέση (άρθρο 703 ΑΚ). Επομένως ο μεσίτης δεν εκπροσωπεί τον εντολέα του ούτε ενεργεί επ’ ονόματι του, εκτός αν αυτός του χορήγησε επιπροσθέτως πληρεξουσιότητα (ΑΠ 58/1975 ΝοΒ 23, 879, ΕφΝαυπλ513/2000 ΝοΒ 49, 1321 ·Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο ερμηνεία, κάτω από τα αρ. 211 και 703 σελ. 357 αρ. 32 και 696 αρ. 7). Δεν αποκλείεται, επομένως, ο μεσίτης να έχει εξουσιοδοτηθεί από τον εντολέα να συνάψει ο ίδιος την κύρια σύμβαση, δηλαδή να αποδεχθεί αυτός στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του την προσφορά του αντισυμβαλλόμενου τρίτου, οπότε ο μεσίτης έχει την ιδιότητα του άμεσου αντιπροσώπου του μεσιτικού εντολέα.  Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721 ΑΚ και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7/17-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”. Σε περίπτωση μη αναλώσεως των χρημάτων κατά τους σχετικούς όρους της εντολής και επακολουθησάσης παράνομης ιδιοποιήσεως αυτών, ο εντολοδόχος διαπράττει το αδίκημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 ΠΚ (ΑΠ 65/2016 Νομος), διότι η μεταξύ τους συμφωνία περιέχει αναγκαίως την πρόσθετη σιωπηρή συμφωνία ότι η κυριότητα των χρημάτων θα περιέλθει στον εντολέα αμέσως με την ανάληψη με προαντιφώνηση της νομής τους διότι μόνον έτσι μπορεί η εντολή να εκτελεσθεί στο όνομα και δια χρημάτων του εντολέα (ΑΠ 1636/2002, Νομος). Η αντιφώνηση αυτή της νομής δεν απαγορεύεται να γίνει και πριν από την κτήση της από το μεταβιβάζοντα στο όνομά του (προαντιφώνηση), οπότε μετά την κτήση της επέρχεται χωρίς άλλο και η μεταβίβασή της στον αποκτώντα (ΑΠ 580/2006, Νομος). Εφόσον δε, συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή παράνομη και υπαίτια ιδιοποίηση των δοθέντων προς εκτέλεση της εντολής χρημάτων ή των αποκτηθέντων για λογαριασμό του εντολέα πραγμάτων υφίσταται και υποχρέωση του εντολοδόχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 375 ΠΚ, να αποδώσει τα ληφθέντα ή την αξία των αποκτηθέντων πραγμάτων ως αποζημίωση. Όμως, δεν συνιστά υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σ’ αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε (ΑΠ 2039/2014, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το αρθρ. 914 του ΑΚ γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς τον άλλο υπαιτίως. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να στηρίζει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξίας είτε επιβοηθητικά και στις δύο όταν ζητεί κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 555/1999 Δνη 2000.87 · ΕφΠατρ 330/2006, Νομος ·ΕφΛαρ 284/2004, Νομος).

Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην πραγματοποίηση δρομολογίων και θαλάσσιων μεταφορών προσώπων και πραγμάτων και στη διενέργεια πλόων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Ότι στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας συνήψε με την εναγομένη το από 6-8-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας με κλιμακούμενη προμήθεια με τους ειδικότερους σε αυτό περιγραφόμενους όρους και συμφωνίες, προκειμένου η εναγομένη μέσω της ατομικής της επιχείρησης να προωθήσει την πώληση εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων των πλοίων της (ενάγουσας) στις γραμμές της Αδριατικής μεταξύ των λιμένων Πάτρας Ηγουμενίτσας Κέρκυρας Μπάρι και Βενετίας. Ότι η μεταξύ τους σύμβαση ορίστηκε αρχικώς να είναι 12μηνης διάρκειας αρχόμενη αναδρομικά από την 1-1-2015 και λήγουσα στις 31-12-2015, οπότε ανανεώθηκε σιωπηρά για 12 μήνες δηλαδή μέχρι τις 31-12-2016 με τους ίδιους όρους και εκ νέου για 12 επιπλέον μήνες. Ότι μεταξύ άλλων στο προρρηθέν ιδιωτικό συμφωνητικό ορίστηκε ότι  η προμήθεια της εναγομένης διαμεσολαβήτριας θα είναι τα ποσοστά προμήθειας που θα λάμβανε επί του καθαρού ναύλου εξαιρουμένων φόρων, επίναυλων ή άλλων πρόσθετων χρεώσεων για την πώληση εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων- φορτωτικών (όρος 5), η καταβολή της προμήθειας θα πραγματοποιείται με την ετήσια εκκαθάριση και εφόσον η εναγόμενη θα έχει εκπληρώσει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι της ενάγουσας, η ενάγουσα εντός 5 ημερολογιακών ημερών κάθε μήνα θα αναρτά στην ιστοσελίδα της ηλεκτρονικό χρεωστικό σημείωμα, στο οποίο θα φαίνονται οι συνολικές οφειλές της εναγομένης από τον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ναύλους της ενάγουσας (όρος 6), η παραλαβή του χρεωστικού σημειώματος από την εναγομένη θα αποδεικνύεται με μόνη την ανάρτησή του στις ιστοσελίδες της ενάγουσας, η εναγόμενη εντός 10 ημερών από την ανάρτησή αυτή θα δικαιούται να ανταποδείξει το πόσο των εισπράξεων που όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, καθώς και ότι με την άπρακτη παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας η απαίτηση της ενάγουσας θα καθίσταται βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή και η εναγόμενη θα οφείλει εντός πέντε ημερών να της παραδώσει ισόποσες με την απαίτηση τραπεζικές επιταγές μεταχρονολογημένες με διάρκεια 90 μέρες από την τελευταία μέρα του μήνα έκδοσης του χρεωστικού σημειώματος. Ότι είχε εξουσιοδοτηθεί να εισπράττει από τον πελάτη – μεταφερόμενο το χρηματικό ποσό του ναύλου, όπως αυτό διαμορφωνόταν σε σύνολο ως άθροισμα του καθαρού ναύλου και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων (ΦΠΑ, λιμενικά τέλη, κλπ) και το οποίο ως σύνολο όφειλε να αποδώσει στην παραπάνω προθεσμία και με τον παραπάνω τρόπο και με επιγενόμενη εκκαθάριση των ποσών από το λογιστήριο να της αποδοθεί η αμοιβή της και ότι η προώθηση της πώλησης των εισιτηρίων θα γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας και υπό τις οδηγίες της.  Επίσης, προβλέφθηκε ρητώς, αφενός, ότι η μη απόδοση εισπράξεων της διαμεσολαβήτριας από τις πωλήσεις φορτωτικών της εταιρίας στην ίδια (ενάγουσα) θα στοιχειοθετεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης (όρος 6.3), αφετέρου, ότι σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης άμεσα και αζήμια εκ μέρους της (ενάγουσας) θα είναι η μη συμμόρφωση της εναγομένης διαμεσολαβήτριας με τις συμβατικές υποχρεώσεις της (όρος 7.3). Περαιτέρω, ότι εξαρχής η εναγόμενη δεν ήταν συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις και ότι από 1-1-2015 μέχρι και την σύνταξη της υπό κρίσιν αγωγής προέβη μόνο σε σποραδικές καταβολές ποσών παρά τις προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της (ενάγουσας) και το γεγονός ότι αυτή (η ενάγουσα) της κατέβαλε την ετήσια προμήθεια της για το 2015 η οποία ανερχόταν στα 40.589,07 ευρώ όπως αναλυτικώς αναφέρεται στην αγωγή. Ότι η ενάγουσα ανάρτησε τα αναλυτικά εκτιθέμενα 11 χρεωστικά σημειώματα εκκαθάρισης εισιτηρίων και ΦΠΑ /Λιμενικών Τελών (Ιουνίου 2015 έως τον Φεβρουάριο του 2016) που ανάρτησε στο χρονικό πλαίσιο των μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντων και ότι η εναγόμενη προέβη στις καταβολές που αναφέρονται στην ενσωματωθείσα στην αγωγή καρτέλα της. Ότι η εναγομένη παρότι συνέχισε τη διάθεση των εισιτηρίων, χωρίς να αποδίδει τα οφειλόμενα ποσά και μέχρι και το Μάρτη του 2017, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της (ενάγουσας) εξακολουθεί να της οφείλει το συνολικό ποσό των 247.471,21 ευρώ, το οποίο αφορά επί μέρους ποσό 231.147,58 ευρώ για οφειλές εκ ναύλων, 14.976,29 ευρώ για οφειλές από ΦΠΑ, 857,10 ευρώ για οφειλές λιμενικών τελών και 490,24 για οφειλή από τράκτορα. Τέλος, ότι η εν λόγω οφειλή έχει καταστεί βέβαιη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αφού η εναγομένη την έχει αποδεχθεί, δεν αντέλεξε παρότι τη γνώριζε από τις αναρτήσεις που έκανε η ενάγουσα, δεν ανταπέδειξε το ύψος της και δεν κατέβαλε εντός του δεκαημέρου από την ανάρτηση του χρεωστικού σημειώματος. Ότι η εναγομένη με την από 7-3-2017 εξώδικη διαμαρτυρία καταγγελία πρόσκληση και δήλωση που της επέδωσε (η ενάγουσα) στις 17-3-2017 κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση για σπουδαίο λόγο και καλώντας την να καταβάλει εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης της, την οποία και δεν της κατέβαλε αλλά υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των 247.471,21 ευρώ, το οποίο όφειλε να της το αποδώσει με την παράδοση ισόποσων επιταγών στο τέλος κάθε μήνα σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα και ως εκ τούτου ότι ενήργησε υπαίτια, αντισυμβατικά και παράνομα σε βάρος της περιουσίας της (ενάγουσας) και, ως εκ τούτου, ότι υπέχει τόσο ενδοσυμβατική ευθύνη όσο και αδικοπρακτική ευθύνη. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητά 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 247.471,21 ευρώ  νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης της εξώδικης καταγγελίας, ήτοι από 18-3-2014 (εκ παραδρομής αναγράφεται εσφαλμένα η χρονολογία «2014» έναντι του ορθού «2017»), άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, 2) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, 3) να απαγγελθεί κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση τουλάχιστον τριών μηνών ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και 4) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 33, 41-44 ΚΠολΔ δυνάμει της ρήτρας παρέκτασης που αναφέρεται στον όρο 9 του από 6-8-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, ως ισχύει, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της ενστάσεως περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, που προέβαλε η εναγομένη. Ειδικότερα, στον όρο 9 του από 6-8-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού της ένδικης σύμβασης, το οποίο έχει υπογραφεί από αμφότερους τους συμβαλλομένους και δεν προσβάλλεται ως πλαστό από την εναγομένη, θεμελιώνεται ρητή και έγγραφη ρήτρα παρέκτασης δυνάμει της οποίας εγκαθιδρύεται αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως η προκείμενη και επομένως το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται από την ενάγουσα έγγραφη ενημέρωση δυνατότητας διαμεσολάβησης κατά το άρθρο 3§2 Ν. 4640/2019, με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι ορισμένη, καθώς η ενάγουσα συμμορφώθηκε με την προηγούμενη υπ’ αριθμ. 2722/2019 απόφαση του Δικαστηρίου που απέρριψε την με όμοια ιστορική, νομική βάση και αίτημα μεταξύ των ίδιων διαδίκων από 1-9-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 9159/4537/4-9-2017 αγωγή της κατά της εναγομένης, από την οποία παρήχθη δεδικασμένο ως προς το δικονομικό ζήτημα που επέλυσε (ορισμένο της αγωγής), από τα αντικειμενικά όρια του οποίου δεσμεύεται το Δικαστήριο και καλύπτονται οι εκ νέου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περί αοριστίας της αγωγής εκ μέρους της εναγόμενης, οι οποίοι ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι (άρθρο 322§1 σε συνδ. με 330 ΚΠολΔ– ΑΠ 368/1976, ΝοΒ 1976.882 ·ΑΠ 41/1987, ΕλλΔνη 1988.1342 ·ΑΠ 648/1991, ΝοΒ 1991.763 ·Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, β΄έκδ., σ. 345 επ., 469 ·Δημητρίου, Δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος, 1999, σ. 68 επ., 223 επ. ·Ποδηματά, Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, Ι, σ. 126 επ., ιδίως σ. 140-142  και ΙΙ, σ. 101). Η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στα άρθρα 211, 719, 721, 361, 340, 341 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί εμπορικής αντιπροσωπείας που αναφέρονται στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας ως προς την πρώτη εκ συμβάσεως πρακτορείας βάση της αγωγής και στα άρθρα 914 επ., 375 ΠΚ ως προς την δεύτερη βάση της αγωγής επί αδικοπραξίας επί της οποίας ερείδεται το αίτημα περί προσωποκράτησης (1047 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά το ποινικό αδίκημα της υπεξαίρεσης, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 375 ΠΚ και υπό τις προεκτιθέμενες προϋποθέσεις και όχι επειδή ορισμένη συμπεριφορά χαρακτηρίστηκε ως τέτοια στο ανωτέρω συμφωνητικό από τους διαδίκους (άρθρο 1 ΠΚ). Περαιτέρω, η αγωγή ερείδεται στα άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ, ως προς το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής και 176 ΚΠολΔ αναφορικά με το αίτημα για επιδίκαση δικαστικών εξόδων. Επομένως, η αγωγή, την οποία αρνείται η εναγόμενη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε και το αναλογούν δικαστικό ένσημο (υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο).

Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα ακόμη δε και τα ηλεκτρονικά μηνύματα (μηχανικές απεικονίσεις) εξομοιούμενες ρητώς πλέον κατ’ άρθρο 444§2 ΚΠολΔ (μετά τον Ν.3994/2011) με ιδιωτικά έγγραφα (και χωρίς αυτά να εμπίπτουν στην έννοια των αντιγράφων – Κουσούλης, ΔΕΕ 2001.381), που προσκομίζονται από όλα τα διάδικα μέρη, διότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης με  τρόπο μοναδικό εκ μέρους του χρήστη έχει τον χαρακτήρα ιδιωτικής υπογραφής (ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005.587, Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 145, Νίκας, Συμψηφισμός στη δίκη επί της ανακοπής κατά της εκτελέσεως. Προϋποθέσεις προτάσεώς του η προϋπόθεση της άμεσης αποδείξεως της συμψηφιζόμενης ανταπαιτήσεως ικανοποιείται και μέσω ιδιωτικής επιστολής του αναγνωρίζοντος τη συμψηφιστέα οφειλή του, που διαβιβάσθηκε στον συμψηφίζοντα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ή με την εγγραφή της συμψηφιζόμενης οφειλής του αντιδίκου στα συννόμως τηρούμενα (ΚΠολΔ 448 ΙΙ) εμπορικά βιβλία του συμψηφίζοντος, ΕΠολΔ 2017, γνμ. ΕΠολΔ, 2017, σελ. 47 με περαιτέρω παραπομπές) και από την συνεκτίμηση, αφενός, της προσκομιζόμενης μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ…./2019 ένορκης βεβαίωσης του Δημήτριου Σουρή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία ελήφθη νομίμως και εμπροθέσμως κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης (βλ. υπ’ αριθμ. …΄/13.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Βέροιας … και, αφετέρου,  από την υπ’ αριθμ. …/16.11.2017 ένορκη βεβαίωση του Θεόδωρου Ταϊγανίδη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Βέροιας, που λήφθηκε στην προηγούμενη δίκη μεταξύ των διαδίκων και χρησιμεύει στην προκείμενη δίκη ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 315/2008 ΝοΒ 2008.1584), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα δραστηριοποιείται στην πραγματοποίηση δρομολογίων και θαλάσσιων μεταφορών προσώπων και πραγμάτων και στην διενέργεια πλόων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή με ακτοπλοϊκές γραμμές από τους λιμένες Πατρών, Ηγουμενίτσας και Κέρκυρας προς λιμένες της Ιταλίας (Μπάρι, Ανκόνα, Βενετία). Η ενάγουσα, υπό την επιχειρηματική μορφή της κοινοπραξίας, συνήψε με την εναγομένη το από 6-8-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας με κλιμακούμενη προμήθεια προκειμένου η εναγομένη μέσω της ατομικής της επιχείρησης «…» να  προωθεί τις πωλήσεις εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων στα των πλοία της ενάγουσας στις γραμμές της Αδριατικής μεταξύ των λιμένων Πάτρας, Ηγουμενίτσας, Κέρκυρας Μπάρι και Βενετίας. Η διάρκεια της μεταξύ τους σύμβασης ορίστηκε 12μηνη, αρχόμενη αναδρομικά από την 1-1-2015 και λήγουσα στις 31-12-2015, συμφωνήθηκε δε ότι η σύμβαση μπορεί να ανανεωθεί και άτυπα για 12 μήνες, όπως και έγινε μέχρι τις 31-12-2016 με τους ίδιους όρους και εκ νέου για 12 επιπλέον μήνες, ενώ προβλέφθηκε η καταγγελία της με έγγραφο τύπο χωρίς σπουδαίο λόγο μετά πάροδο τριμήνου και χωρίς προθεσμία για σπουδαίο λόγο, συνιστάμενου του τελευταίου (σπουδαίου λόγου) σε μη συμμόρφωση της εναγόμενης με τις συμβατικές της υποχρεώσεις και σε μια σειρά άλλους λόγους που αναφέρονται στον όρο 7 της εν λόγω συμβάσεως. Στο ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό ορίστηκε η προμήθεια της εναγομένης διαμεσολαβήτριας στον όρο 5 ως ποσοστό επί του καθαρού ναύλου εξαιρουμένων φόρων, επίναυλων ή άλλων πρόσθετων χρεώσεων για την πώληση εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων – φορτωτικών με κλιμακούμενο ποσοστό 3% από 800 έως 900 φορτηγά/trailers, 4% από  900 έως  1.000 φορτηγά/trailers και 5% από 1.000 φορτηγά/trailers και άνω για τις γραμμές Μπάρι και Βενετίας, η οποία συμφωνήθηκε στο ίδιο άρθρο να πραγματοποιείται με την ετήσια εκκαθάριση μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 2016.  Ως προς την καταβολή των ποσών που θα εισέπραττε η εναγόμενη για λογαριασμό της ενάγουσας συμφωνήθηκε στον όρο 6 της σύμβασης ότι η ενάγουσα εντός 5 ημερολογιακών ημερών κάθε μήνα θα αναρτά στην ιστοσελίδα της ηλεκτρονικό χρεωστικό σημείωμα, στο οποίο θα φαίνονται οι συνολικές οφειλές της εναγομένης από τον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ναύλους της ενάγουσας και ότι η παραλαβή του χρεωστικού σημειώματος από την εναγομένη θα αποδεικνύεται με μόνη την ανάρτησή του στις ιστοσελίδες της ενάγουσας, καθώς και ότι η εναγόμενη εντός 10 ημερών από την ανάρτησή αυτή θα δικαιούται να ανταποδείξει το πόσο των εισπράξεων που όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα και ότι με την άπρακτη παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας η απαίτηση της ενάγουσας θα καθίσταται βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή και η εναγόμενη θα οφείλει εντός πέντε ημερών να της παραδώσει ισόποσες με την απαίτηση τραπεζικές επιταγές μεταχρονολογημένες με διάρκεια 90 μέρες από την τελευταία μέρα του μήνα έκδοσης του χρεωστικού σημειώματος. Η εν λόγω αποδεικτική σύμβαση είναι νόμιμη ως προς το αποδεικτικό μέσο (ηλεκτρονικό έγγραφο) που καθορίστηκε ως αποδεικτικό έγγραφο, μη νόμιμο όμως κατά το σκέλος που ορίστηκε ως αποκλειστικό και περιορίζον στον πυρήνα του το δικαίωμα ανταπόδειξης και επομένως  η αποδεικτική συμφωνία κατά το σκέλος της περί αποκλειστικότητας του εν λόγω αποδεικτικού μέσου και τοε περιορισμού του δικαιώματος ανταπόδειξης είναι μη νόμιμη κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 27/1993, ΕλλΔνη 1994.348 · ΑΠ 1528/2011, Νομος, βλ. και Αθ.Πανταζόπουλο, Η απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών, ΝοΒ  2019, σ. 733 – 734 και τις εκεί παραπομπές). Ως συνομολογείται δε από την εναγόμενη η τελευταία είχε εξουσιοδοτηθεί να εισπράττει από τον πελάτη – μεταφερόμενο το χρηματικό ποσό του ναύλου, όπως αυτό διαμορφωνόταν σε σύνολο ως άθροισμα του καθαρού ναύλου και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων (ΦΠΑ, λιμενικά τέλη, κλπ) και το οποίο, ως σύνολο, όφειλε να αποδώσει στην παραπάνω προθεσμία και με τον παραπάνω τρόπο, οπότε με επιγενόμενη εκκαθάριση των ποσών από το λογιστήριο θα της αποδίδονταν η αμοιβή της για την συμφωνηθείσα προώθηση της πώλησης των εισιτηρίων στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας και υπό τις οδηγίες της, τυχόν δε αθέτηση της υποχρέωσης εμπρόθεσμης απόδοσης των εν λόγω ποσών συμφωνήθηκε ως σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης άμεσα και αζήμια εκ μέρους της ενάγουσας (όρος 7.3). Στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης πρακτορείας η ενάγουσα εξέδωσε και ανάρτησε 11 χρεωστικά σημειώματα εκκαθάρισης εισιτηρίων και ΦΠΑ /ΛΤ (Ιουνίου 2015 έως τον Φεβρουάριο του 2016) και, ειδικότερα, την αναρτηθείσα την 04.09.2015 πιστωτική εκκαθάριση Φ.Π.Α. και Λιμενικών Τελών για την περίοδο 01.08.2015 έως 31.08.2015, ποσού μικτού ναύλου 10.304,95 ευρώ, την αναρτηθείσα την 05.10.2015 εκκαθάριση εισιτηρίων για την περίοδο 01.09.2015 έως 30.09.2015 ποσού μικτού ναύλου 112.389,15 ευρώ, την αναρτηθείσα την 04.11.2015 εκκαθάριση εισιτηρίων για την περίοδο 01.10.2015 έως 31.10.2015 ποσού μικτού ναύλου 73.910,42 ευρώ, την αναρτηθείσα την 05.12.2015 εκκαθάριση εισιτηρίων για την περίοδο 01.11.2015 έως 30.11.2015 ποσού μικτού ναύλου 69.105,84, την αναρτηθείσα την 05.01.2016 εκκαθάριση εισιτηρίων για την περίοδο 01.12.2015 έως 31.12.2015 ποσού μικτού ναύλου 41.718,49 και την αναρτηθείσα την 03.02.2016 εκκαθάριση εισιτηρίων για την περίοδο 01.01.2016 έως 31.01.2016, ποσού μικτού ναύλου 30.399,10 ευρώ, ήτοι εν συνόλω 337.827,95 ευρώ. Περαιτέρω, με βάση τις καταβολές που περιέχονται στην δεύτερη στήλη των καρτελών που έχει ενσωματώσει στην αγωγή και προσκομίζει η ενάγουσα ποσού 76.970,32 ευρώ καταλογιζόμενες σε ναύλους, 8.648,14 ευρώ καταλογιζόμενες σε ΦΠΑ και 525,40 ευρώ καταλογιζόμενες σε λιμενικά τέλη (δεδομένου ότι έχει καταβάλει την προμήθεια της εναγόμενης ποσού 40.589,16 ευρώ και δεν την συμψηφίζει) προκύπτει οφειλή που υπερβαίνει το αιτούμενο ποσό [(10.304,95 + 112.389,15 + 73.910,42 + 69.105,84 + 41.718,49 + 30.399,10=) 337.827,95 ευρώ – 76.970,32 – 8.648,14 – 528,40 =]251.681,09 ευρώ (και όχι 247.471,27 ευρώ που αναφέρει στην αγωγή), το οποίο δεν της έχει αποδώσει η εναγόμενη ως όφειλε, καθώς δεν αποδείχθηκε καταβολή μέρους ή ολόκληρης της απαίτησης, όπως γενικώς διατείνεται η εναγόμενη, μη επικαλούμενη και μη αποδεικνύοντας συγκεκριμένες καταβολές σε εξόφληση της ένδικης απαίτησης. Με την από 7-3-2017 εξώδικη καταγγελία της ενάγουσας, κοινοποιηθείσα στην εναγόμενη στις 17.3.2017, η τελευταία, επικαλούμενη την ένδικη απαίτηση και την εντεύθεν παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγόμενης περί απόδοσης των ήδη εισπραχθέντων για λογαριασμό της εναγομένης ποσών, κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση πρακτόρευσης οχλώντας την εναγόμενη να καταβάλει το ποσό της αγωγής, καθιστάμενη ούτως η εναγόμενη υπερήμερη και οφείλοντας τόκους υπερημερίας για το αιτούμενο με την αγωγή ποσό από την επομένη της παρόδου της δεκαήμερης προθεσμίας καταβολής του ποσού που της έταξε η ενάγουσα, ήτοι από 28.3.2017. Η αξίωση δε της ενάγουσας από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης αποδεικνύεται ως ουσία βάσιμη και κατά την από αδικοπραξία βάση της, καθώς αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη – εντολέας υπέστη ισόποση ζημία με το ποσό που όφειλε η εναγόμενη να της αποδώσει και το οποίο αρχικά εισέπραξε ως εντολοδόχος της και, στην συνέχεια, παρανόμως ιδιοποιήθηκε κατά τα προεκτεθέντα. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη κατά το αιτηθέν ποσό (άρθρο 106 ΚΠολΔ) και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει το ποσό των διακοσίων σαράντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (247.471,21 €) νομιμοτόκως από τις 28-3-2017. Περαιτέρω, το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο (άρθρο 908 παρ. 1 ΚΠολΔ), λαμβανομένου υπόψη και του ότι η παρούσα απόφαση συνιστά τίτλο εκ του νόμου για λήψη των αναφερόμενων στο άρθρο 724§1 ΚΠολΔ εξασφαλιστικών μέτρων (βλ. και Αιτ.Έκθ. Ν. 4335/2015). Ακόμη, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της απαιτήσεως και την όλη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, κρίνει ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της εναγόμενης ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας μετά την τελεσιδικία αυτής, αφού πρόκειται για απαίτηση από αδικοπραξία (άρθρο 1047 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ήττας της, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως επίσης ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.-

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.-

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των διακοσίων σαράντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (247.471,21 €) νομιμοτόκως από 28-3-2017. –

Απαγγέλλει κατά της εναγόμενης προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας.-

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού έξι χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (6.500 €).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 12 Μαΐου 2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ