Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

 

Αριθμός αποφάσεως 1137/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 4293/2059/2020)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

       (τακτική διαδικασία)

Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Φωτεινή Αναστασάκου, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού-Στάθη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εδρεύουσας …, εταιρείας με την επωνυμία «….», στερουμένης ΑΦΜ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 16.10.2020 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Λονδίνου Andrew James Macnab, νομίμως επικυρωμένου με την Επισημείωση (Apostille) της Συνθήκης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, Θεόδωρος Σιούφας του Παύλου (ΑΜ/ΔΣΠ 3627), κάτοικος …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/24.11.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εδρεύουσας στο …, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (βλ. την υπ’ αριθ. …-8.4.2020 Απόφαση Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, σε συνδυασμό με την από 8.4.2020 υπ’ αριθ. Πρωτ. … Ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου / Υπηρεσία ΓΕΜΗ), με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 29.9.2020 δικαστικού πληρεξουσίου του Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής …, νόμιμα θεωρημένου για τη γνησιότητα της υπογραφής του, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 20.10.2020 υπ’ αριθ. Πρωτ. … Ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου / Υπηρεσία ΓΕΜΗ του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Χριστίνα Σφαέλου του Φιλίππου (ΑΜ/ΔΣΠ 2361), κάτοικος …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/9.11.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.6.2020 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 4293/2059/29.6.2020 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 11.2.2021 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ.1 του Ν. 5422/1932 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422). Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο λήξης ή κάποιον άλλον. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με τον χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (Ταμπάκης σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 291 αριθ. 12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1884/2013 ΕΕμπΔ 2014.698, ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 35/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝαυτΔ 2012.302, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝαυτΔ 2011.401, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010.397). Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ. B.Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 291 αριθ. 1, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην προμήθεια καυσίμων σε πλοία. Ότι στο πλαίσιο σύμβασης πώλησης καυσίμων που συνήψε με την εναγόμενη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών, διάρκειας από την 1η.7.2017 μέχρι την 30ή.6.2018, συμφώνησαν στις 5.9.2017 να πουλήσει η τελευταία στην ενάγουσα ποσότητα 1.400 ΜΤ καυσίμου τύπου IFO 380 CST, αντί συνολικού τιμήματος 431.850,00 δολ. ΗΠΑ, η οποία θα παραδιδόταν μέσω μίας εκ των φορτηγίδων με τα ονόματα «…» και «…Ι» ή μέσω οποιουδήποτε άλλου πλοίου που θα παρείχε η εναγόμενη, στο πλοίο “…” στο λιμάνι του Πειραιά την 11η.9.2017. Ότι, αν και η ενάγουσα προεξόφλησε το σύνολο του τιμήματος καταβάλλοντας το ανωτέρω χρηματικό ποσό σε λογαριασμό που της υπέδειξε η εναγόμενη, η οποία το εισέπραξε και τής απέστειλε το ισόποσο υπ’ αριθ. 171/5.9.2017 προτιμολόγιο, στο οποίο, ωστόσο, αναγραφόταν η επωνυμία «…», που αντιστοιχεί σε κυπριακή εταιρεία την οποία χρησιμοποιεί η εναγόμενη παράνομα ως «χαρτοεταιρεία», με σκοπό την απόκρυψη της ταυτότητάς της, το φορτίο ουδέποτε παραδόθηκε στο προαναφερθέν πλοίο, καθόσον η φορτηγίδα «…Ι», υπ’ αριθ. νηολ. …, που είχε ναυλώσει η εναγόμενη, βυθίστηκε την 10η.9.2017 και η τελευταία αντισυμβατικά δεν παρείχε εναλλακτική φορτηγίδα προκειμένου να παραδώσει εμπροθέσμως το φορτίο. Ότι, συνεπώς, η εναγόμενη παρανόμως και αντισυμβατικώς δεν έχει παραδώσει τη συμφωνηθείσα ποσότητα καυσίμων ούτε έχει επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα, παρά τις προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας, η οποία πλέον δεν έχει κανένα συμφέρον από την εκπλήρωση της σύμβασης και επιθυμεί μόνο την αποζημίωσή της λόγω της αδυναμίας εκτέλεσης αυτής από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης. Με βάση το ιστορικό αυτό, δηλώνοντας ότι παραιτείται από την άσκηση ενδίκων μέσων σε βάρος της υπ’ αριθ. 3831/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη η προγενέστερη υπ’ αριθ. κατάθ. 11136/5016/26.10.2018 αγωγή της, η ενάγουσα ζητεί, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη συνεπεία της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, να υποχρεωθεί η τελευταία να τής καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ των 431.850,00 δολ. ΗΠΑ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ προς ευρώ κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, άλλως και επικουρικά το ποσό των 384.875,89 ευρώ κατά την από 23.6.2020 [ημερομηνία σύνταξης της αγωγής] ισοτιμία (1  = 1,12205 $), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής ημέρα (6.9.2017), άλλως και επικουρικά από την επομένη επίδοσης της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/1.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα), για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας το από 3.4.2020 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, που προσκομίζεται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 9, 18, 221 εδ. β, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3Α – Β ε, ι Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία [άρθρα 4 παρ. 1, 7 παρ. 1, 63 παρ. 1 Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός “Βρυξέλλες Ια”)]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου Δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ενώ ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης από την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, η οποία συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και αυτής, εφαρμοστέο είναι, ελλείψει επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη, επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 περ. α΄ και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (“Ρώμη Ι”), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η εναγόμενη – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της. Περαιτέρω, η αγωγή είναι παραδεκτή, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγόμενης περί απαραδέκτου αυτής λόγω δεδικασμένου, που σε κάθε περίπτωση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 332 ΚΠολΔ), καθόσον, επί της δικονομικής απορρίψεως αγωγής, το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (ΜονΕφΠειρ 19/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141), εν προκειμένω δε η υπ’ αριθ. 3831/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου περιορίστηκε στην κρίση περί αοριστίας της αγωγής, αναφερόμενη ειδικά σε σχέση με τη στην αγωγή εκείνη (ΓΑΚ/ΕΑΚ 11136/5016/26.10.2018) δεύτερη εναγόμενη κυπριακή εταιρεία «…» στην έλλειψη στοιχείων που να προσδιορίζουν την εκ της ως άνω συμβάσεως πωλήσεως καυσίμων απορρέουσα ευθύνη της και συνακόλουθα την παθητική νομιμοποίησή της προς διεξαγωγή της δίκης. Από την κρίση της αυτή, ωστόσο, δεν προκύπτει δεδικασμένο σε σχέση με το ουσιαστικό ζήτημα της ευθύνης εκ της επίδικης συμβάσεως της νυν μοναδικής εναγόμενης εταιρείας, που θα εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Περαιτέρω, είναι ορισμένη, καθόσον παραδεκτώς συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις της προηγούμενης (ΓΑΚ/ΕΑΚ 11136/5016/26.10.2018) όμοιας αγωγής της ενάγουσας, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ’ αριθ. 3831/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι διώκεται η ολική αποζημίωση της ενάγουσας από την ανώμαλη εξέλιξη της ως άνω σύμβασης, ελλείψει συμφέροντός της στην εκπλήρωση της παροχής της πωλήτριας. Είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 513, 516, 297, 298, 330, 343 παρ. 2, 383 εδ. β΄, 385 αρ. 2 ΑΚ και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, παρεκτός του παρεπόμενου αιτήματός της για νομιμότοκη καταβολή του αιτούμενου ποσού από τον χρόνο της καταβολής του τιμήματος, δοθέντος ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά υπερημερίας της αντιδίκου της από τον χρόνο αυτό (άρθρα 340, 341 ΑΚ), είναι δε αυτό νόμιμο για τον από της επίδοσης της αγωγής χρόνο (άρθρα 345, 346 ΑΚ). Τέλος, αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης του αιτούμενου ποσού δολαρίων ΗΠΑ κατά το ισόποσό του σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ / δολάριο ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής, είναι νόμιμο, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου εν προκειμένω ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, δυνάμει του άρθρου 291 ΑΚ σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, η ενάγουσα δικαιούται το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων ΗΠΑ κατά τον μελλοντικό χρόνο πληρωμής του, το οποίο δεν δύναται να υπολογιστεί εκ των προτέρων, και όχι κατά τον χρόνο σύνταξης ή κατάθεσης ή συζήτησης της αγωγής. Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 16.3.2021 απόδειξη συναλλαγής της «Τράπεζας Eurobank ΑΕ».

Η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και ζητεί την απόρριψή της. Επισημαίνεται δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης, ότι η ίδια ήταν μόνο φυσικός προμηθευτής των καυσίμων έναντι της ΕΛΠΕ, ενώ αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας – πωλήτρια ήταν η κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία και εισέπραξε το τίμημα, δεν αποτελεί ένσταση παθητικής νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής, δεδομένου ότι για τη στοιχειοθέτηση της παθητικής νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος είναι φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του ισχυρισμού αυτού κατ’ ουσίαν, αφού στη δεύτερη περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΕφΠατρ 508/2006 ΑχΝομ 2007.340, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝομ 2005.361, ΕφΛαρ 399/2004 Δικογραφία 2005.77). Όλως επικουρικά, ισχυρίζεται ότι η ίδια προέβη σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να διασωθεί το επίδικο φορτίο καυσίμων, η δε ενάγουσα, αν και γνώριζε ότι μέρος του φορτίου βρισκόταν επί ικανό χρόνο επί του Δ/Ξ «…» στο λιμάνι του Περάματος, δεν μερίμνησε για να το παραλάβει, παρά μόνο τρία έτη μετά το συμβάν ζητεί ν’ αποζημιωθεί. Ισχυρίζεται, τέλος, ότι η βύθιση του ναυλωμένου από την ίδια Δ/Ξ «…» και, συνακόλουθα, η απώλεια του φορτίου της ενάγουσας οφειλόταν σε γεγονός ανωτέρας βίας, το οποίο δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε να αποτρέψει, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, με συνέπεια να μην ευθύνεται σε αποζημίωση. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο η εναγόμενη επικαλείται απαλλακτικό της ευθύνης της γεγονός, του οποίου, σημειωτέον, το βάρος απόδειξης φέρει η ίδια, καθόσον το πταίσμα της για την υπερημερία στην εκπλήρωση της παροχής τεκμαίρεται (βλ. B. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 342 αριθ. 1, 10, Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 342 αριθ. 2), συνιστά νόμιμη ένσταση, που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την υπ’ αριθ. ……../6.10.2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/30.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία («….») έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία καυσίμων. Δυνάμει της από 5.7.2017 σύμβασης που συνήψε με την εναγόμενη, εδρεύουσα στο …, εταιρεία («FOS petroleum S.A.»), η τελευταία ανέλαβε την πώληση σ’ αυτήν καυσίμων, τύπου IFO 380 RMG (3,50% S): ISO 8217:2010 και LS MGO (MARINE GASS OIL) DMA (0,1% S): ISO 8217: 2010, για τη χρονική περίοδο από την 1η Ιουλίου 2017 έως την 30ή Ιουνίου 2018. Τα ανωτέρω προϊόντα η πωλήτρια εναγόμενη εταιρεία συμφωνήθηκε να παραδίδει σε πλοία στον λιμένα του Πειραιά, μέσω των φορτηγίδων «…» και «…Ι», με μέγιστη χωρητικότητα καυσίμων 2.500 τόνους. Περαιτέρω, μεταξύ άλλων, η αγοράστρια ανέλαβε να υποδεικνύει την ημερομηνία άφιξης του πλοίου και τον όγκο καυσίμου το αργότερο επτά (7) εργάσιμες ημέρες πριν την εκτιμώμενη ώρα άφιξης του πλοίου, η δε πωλήτρια ανέλαβε την υποχρέωση, για την περίπτωση που οι προαναφερθείσες φορτηγίδες δεν ήταν διαθέσιμες για οποιονδήποτε λόγο, να παρέχει μία εναλλακτική φορτηγίδα για να κάνει την παράδοση εμπροθέσμως. Τέλος, προβλέφθηκε ότι οι Γενικοί Όροι και Προϋποθέσεις της σύμβασης θα υπάγονταν στους “Hapag-Lloyd General Terms & Conditions Μάιος 2015”. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, η ενάγουσα γνωστοποίησε στην εναγόμενη με το από 31.8.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι την 11η.9.2017 αναμενόταν να διέλθει για πετρέλευση από τον λιμένα του Πειραιά το πλοίο «…», για το οποίο απαιτείτο καύσιμο τύπου μαζούτ (HFO) ποσότητας 1.400 mt RMG 380 MAX. 3,50%S, που θα τιμολογείτο με ημερομηνία 4.9.2017. Από το κείμενο του μηνύματος προκύπτει ρητά ότι η ένδικη ποσότητα καυσίμου αφορούσε στην προαναφερθείσα σύμβαση, καθόσον σ’ αυτό αναφέρεται επί λέξει “please note below stem basis our Piraeus contract” («παρακαλώ σημειώστε τα κάτωθι όπως απορρέουν από τη σύμβασή μας στον Πειραιά») και έχει ως θέμα «HAPAG-LLOYD CONTRACT NOMINATION … PIRAEUS» (βλ. Γενικούς Όρους της ένδικης σύμβασης). Άλλωστε, το εν λόγω μήνυμα απευθυνόταν στον υπάλληλο της εναγόμενης (financial manager) κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, …. Περαιτέρω, με το από 8.9.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της κυπριακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» προς την ενάγουσα, ακολούθησε επιβεβαίωση της παραγγελίας καυσίμων (343/8.9.2017) για το ανωτέρω πλοίο, στην οποία η εναγόμενη εταιρεία αναφερόταν ως «υλικός προμηθευτής» (“physical supplier”) και επιπλέον αναφερόταν ότι θα εφαρμόζονταν οι γενικοί όροι και συνθήκες πώλησης της εταιρείας “FOS MARINE PETROLEUM”. Η τελευταία, μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία, εξέδωσε το από 5.9.2017 υπ’ αριθ. αναφ. 171/2017 προτιμολόγιο, συνολικού ποσού 431.850,00 USD, το οποίο, μειωμένο κατά ποσό 886,10 δολ. ΗΠΑ λόγω διαφοράς από προηγούμενη συναλλαγή, ήτοι ποσό 430.986,90 δολ. ΗΠΑ, μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό της ενάγουσας που τηρούσε στο υποκατάστημα «Citibank N.A. Singapore», στον υποδειχθέντα από την εναγόμενη λογαριασμό της ως άνω μη διαδίκου εταιρείας «…», που τηρείτο στην “Bank Of Cyprus Public Company Limited” υπό στοιχεία … Κατόπιν προκαταβολής του ως άνω τιμήματος, φορτώθηκε από την εναγόμενη εταιρεία, βάσει της οικείας διασαφήσεως τελωνείου Δ΄ Πειραιά, στο δεξαμενόπλοιο «…», νηολ. …, το οποίο είχε ναυλώσει δυνάμει της από 29.4.2016 σύμβασης που είχε καταρτίσει στο Πέραμα με την πλοιοκτήτρια «… ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της «…» στον … με προορισμό το Ικόνιο, όπου θα παραδιδόταν στο πλοίο «…», η αναγραφόμενη στην υπ’ αριθ. …/9.9.2017 φορτωτική ποσότητα καυσίμων ναυτιλίας. Στο εν λόγω δεξαμενόπλοιο φορτώθηκε και επιπλέον ποσότητα καυσίμων, που προοριζόταν για άλλα πλοία. Ωστόσο, το δεξαμενόπλοιο «…» βυθίστηκε έμφορτο στις 10.9.2017 πλησίον της νησίδας Αταλάντη, με συνέπεια η πωληθείσα ποσότητα καυσίμων να μην παραδοθεί στο ως άνω πλοίο για το οποίο προοριζόταν. Με την από 28.3.2018 εξώδικη διαμαρτυρία της, απευθυνόμενη προς την εναγόμενη εταιρεία και την ως άνω εταιρεία «…», που επιδόθηκε στον …, ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτών, την 29.3.2018, η ήδη ενάγουσα ζήτησε την άμεση παράδοση ισόποσου φορτίου ιδίου τύπου, άλλως την επιστροφή του (προ)καταβληθέντος την 6.9.2017 τιμήματος, αξίας 431.850,00 δολ. ΗΠΑ, προκειμένου να μην προβεί σε νόμιμες ενέργειες, πλην όμως δεν υπήρξε απάντηση -ούτε συμμόρφωση των καθ’ ων η εξώδικος δήλωση στα αιτούμενα. Ήδη δε, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, δηλώνοντας ότι δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, ζητεί ν’ αποζημιωθεί, αποκρούοντας, συνακόλουθα, αυτήν. Η εναγόμενη εταιρεία αρνείται, όπως προεκτέθηκε, την παθητική της νομιμοποίηση, ισχυριζόμενη ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της από 5.7.2017 σύμβασης -την ύπαρξη της οποίας δεν αμφισβητεί-, αλλά πρόκειται γι’ αυτοτελή σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της ως άνω κυπριακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η ίδια δε υπήρξε μόνο φυσικός προμηθευτής των καυσίμων, καθόσον μόνο αυτή κατέχει την απαιτούμενη άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων, με συνέπεια να μην ευθύνεται σε αποζημίωση. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, αυτός της εναγόμενης εταιρείας τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίαν και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, ιδίως δε την από 5.7.2017 σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ των ήδη αντιδίκων, που καλύπτει την ένδικη χρονική περίοδο, αφορά στον τύπο των καυσίμων που ήταν παραδοτέα στο πλοίο «…», προβλέπει την παράδοσή τους μέσω των φορτηγίδων «…» και «…Ι» και την προεξόφληση του τιμήματος, ρυθμίζεται δε βάσει των Γενικών Όρων και Προϋποθέσεων “Hapag-Lloyd General Terms & Conditions Μάιος 2015”, σε συνδυασμό με το από 31.8.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αρμόδιου υπαλλήλου της ενάγουσας … προς τον υπάλληλο της εναγόμενης …, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην ως άνω σύμβαση, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και την υπ’ αριθ. 21.640/13.2.2019 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, που λήφθηκε προς απόδειξη της προγενέστερης (ΓΑΚ/ΕΑΚ 11136/5016/26.10.2018) αγωγής της ενάγουσας, αποδεικνύεται ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων εντάσσεται στην από 5.7.2017 σύμβαση – πλαίσιο, δυνάμει της οποίας αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας και πωλήτρια ήταν η εναγόμενη, η οποία και κατέστη υπερήμερη ως προς τη συμβατική της υποχρέωση για παράδοση του πωληθέντος φορτίου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το τίμημα καταβλήθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της «…», η οποία και εξέδωσε το σχετικό προτιμολόγιο, καθόσον, όπως προκύπτει και από την ως άνω ένορκη βεβαίωση της υπαλλήλου της ενάγουσας …, που γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως τη μορφή συνεργασίας των αντιδίκων εταιρειών, τούτο αποτελούσε πάγια πρακτική, που εξυπηρετούσε (πρωτίστως) τα συμφέροντα της εναγόμενης εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας εισέπραξε το τίμημα η κυπριακή εταιρεία. Παρά δε το γεγονός ότι στην υπ’ αριθ. … παραγγελία αναφέρεται ως πωλητής η ως άνω κυπριακή εταιρεία, το σχετικό τιμολόγιο θα εξέδιδε ο φυσικός προμηθευτής των καυσίμων, δηλαδή η εναγόμενη. Άλλωστε, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι η κυπριακή εταιρεία ήταν αυτή που προκατέβαλε το τίμημα στην «…», προκειμένου να της πουλήσει τα επίδικα ναυτιλιακά καύσιμα, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ως άνω «…» τελούσε σε στενή σχέση εξάρτησης από την εναγόμενη εταιρεία, καθώς τα απασχολούμενα στην εναγόμενη πρόσωπα απαντούσαν μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και για λογαριασμό της μη διαδίκου κυπριακής εταιρείας. Ενδεικτικά αναφέρεται το από 5.9.2017 μήνυμα που απεστάλη στην ενάγουσα μέσω της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου «…», η οποία παραπέμπει στη «…» και το οποίο υπογράφει ως αποστολέας πρόσωπο ονόματι …, δηλαδή ο ως άνω υπάλληλος της εναγόμενης … Χαρέας, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι αποτελούσε άλλο πρόσωπο με το ίδιο κύριο όνομα. Επίσης, το από 21.6.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απεστάλη στην ενάγουσα από την ίδια ως άνω ηλεκτρονική διεύθυνση («…»), σε σχέση με την πετρέλευση έτερου πλοίου (“…”) υπογράφεται από την Ευαγγελία Κουντούρη, η οποία είναι θυγατέρα του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης … και ήταν, κατά τον ένδικο χρόνο, μέλος του Δ.Σ. της εναγόμενης εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. Πρωτ. …/7.7.2017 Ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου / Υπηρεσίας ΓΕ.ΜΗ., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα. Εξάλλου, σε σχέση με τη «…», αποδεικνύεται ότι πρόκειται για εταιρεία στελεχωμένη ως επί το πλείστον από νομικά πρόσωπα, με Διευθυντή κατά το χρονικό διάστημα 31.12.2018 – 20.9.2019 την εταιρεία «…» και Γραμματείς διαδοχικά έως την 20ή.9.2019 τις εταιρείες «…», «…» και «…», οι οποίες ήταν και μέτοχοί της αντιστοίχως (βλ. σχετ. τα εκτυπωμένα από 11.6.2020 αρχεία σχετικά με τα καταχωρηθέντα στην αρμόδια υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας έγγραφα ως προς την εν λόγω εταιρεία). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η «…» αποτελεί μία εταιρεία – όχημα, που δεν διαθέτει αυτόνομη διοίκηση και λειτουργία, αλλά έχει συσταθεί προκειμένου να εξυπηρετεί τους σκοπούς της εναγόμενης ελληνικής εταιρείας. Επομένως, η επίδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων εντάσσεται στην από 5.7.2017 σύμβαση μεταξύ των ήδη αντιδίκων, παρά το γεγονός ότι η κυπριακή εταιρεία χρησιμοποιήθηκε, κατά τη συνήθη πρακτική των αντιδίκων, με την καταβολή του τιμήματος σε τραπεζικό λογαριασμό που αυτή τηρεί στην Κύπρο και την έκδοση προτιμολογίου από αυτήν. Σημειώνεται, τέλος, ότι η ενόρκως βεβαιώσασα με επιμέλεια της εναγόμενης εταιρείας …, που απασχολούνταν σ’ αυτήν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, επιβεβαιώνει τη συνεργασία μεταξύ των αντιδίκων εταιρειών ήδη από το 2016 και την κατάρτιση της από 5.7.2017 σύμβασης πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, σε σχέση δε με την επίδικη διαφορά αναφέρει ότι η ενάγουσα απευθύνθηκε στην κυπριακή εταιρεία, την οποία, όμως, χαρακτηρίζει ως μεσιτική, για την πετρέλευση του πλοίου “…”, στοιχείο που αποδυναμώνει τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι η κυπριακή εταιρεία πώλησε το ένδικο φορτίο καυσίμων στην ενάγουσα, αφού ο μεσίτης διαμεσολαβεί για τη σύναψη της σκοπούμενης κύριας σύμβασης και δεν είναι αντισυμβαλλόμενο μέρος σ’ αυτή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά τη βύθιση του «…» η εναγόμενη εταιρεία ναύλωσε τα δεξαμενόπλοια «…» και «…», δυνάμει αντιστοίχως των από 12.9.2017 και 21.9.2017 ιδιωτικών συμφωνητικών ναυλώσεως πλοίου κατά ημέρα, με σκοπό τη φόρτωση, μεταφορά και εκφόρτωση στα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ στον … ή όπου αλλού όριζε η ναυλώτρια, οιασδήποτε ποιότητας και ποσότητας πετρελαίου που θα αντλούνταν από το δεξαμενόπλοιο «…». Επισημαίνεται, προς επίρρωση της αποδειχθείσας, κατά τα ανωτέρω, παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης εταιρείας, ότι η με μέριμνά της ναύλωση τόσο της φορτηγίδας «…» (αρχικά) όσο και των ως άνω δεξαμενόπλοιων, μετά το επελθόν ναυτικό συμβάν, χωρίς οιαδήποτε συμμετοχή της κυπριακής εταιρείας, αποδεικνύει την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος της τελευταίας για τη διαφύλαξη του φορτίου, πράγμα που δε θα συνέβαινε αν ήταν η πωλήτρια της ένδικης ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων, που αποτελούσε και το μεγαλύτερο μέρος του, καθόσον αυτή θα είχε τη σχετική συμβατική υποχρέωση παράδοσης, η παράβαση της οποίας θα επέσυρε σε βάρος της τις προβλεπόμενες συνέπειες. Ένα μέρος των απαντληθέντων καυσίμων, που αποτελούσε, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη εκθέσεις εξέτασης δείγματος, μαζούτ, στο οποίο ανιχνεύθηκε και ποσοστό πετρελαίου (σε κάποια από τα δείγματα), άλλως πετρέλαιο ναυτιλίας, παρέμεινε επί του δεξαμενόπλοιου «…» επί εξάμηνο περίπου, έως ότου, κατόπιν εντολής της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, απομακρύνθηκε, προς αποφυγή (νέας) θαλάσσιας ρύπανσης. Η εναγόμενη ισχυρίζεται σχετικά ότι η ενάγουσα, αν και προσκλήθηκε προς τούτο από αυτήν, δεν μερίμνησε ώστε ν’ αναλάβει την ποσότητα καυσίμων που τής αναλογούσε από το δεξαμενόπλοιο «…», παρά την παραμονή σ’ αυτό επί μακρό χρόνο ικανής ποσότητας καυσίμων, με συνέπεια η ίδια να μην ευθύνεται για τη ζημία που της προκλήθηκε. Ωστόσο, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από κάποιο έγγραφο ότι η ενάγουσα έλαβε σχετική πρόσκληση / προσφορά από την εναγόμενη, σύμφωνα με την ως άνω από 5.7.2017 σύμβαση, η εναγόμενη είχε αναλάβει την παράδοση της πωληθείσας ποσότητας καυσίμων με δικά της (της εναγόμενης) μέσα στο εκάστοτε ορισθησόμενο πλοίο, συμβατική υποχρέωση την οποία εν προκειμένω παρέβη. Σημειώνεται ότι από το απαντληθέν φορτίο, μέρος αυτού μεταφέρθηκε και διυλίσθηκε στα διυλιστήρια της “…” και της «…», στη συνέχεια δε παραδόθηκε σε άλλους παραγγείλαντες καύσιμα, πράγμα που δεν συνέβη, ωστόσο, στην περίπτωση της ενάγουσας. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, σε σχέση με την προταθείσα από την εναγόμενη ένσταση απαλλαγής από την ευθύνη της λόγω συνδρομής γεγονότος ανωτέρας βίας, πρέπει ομοίως ν’ απορριφθεί, καθόσον δεν αποδείχθηκε τέτοιο γεγονός. Συγκεκριμένα, το γεγονός της βύθισης του δεξαμενόπλοιου «…» δεν ήταν αυτό που προκάλεσε από μόνο του την ανώμαλη εξέλιξη της ένδικης σύμβασης πώλησης, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, μετά τη βύθιση μέρος της ποσότητας των ναυτιλιακών καυσίμων που είχαν φορτωθεί απαντλήθηκε, διυλίσθηκε και παραδόθηκε στους παραλήπτες του. Στην υπό κρίση υπόθεση, η μη παράδοση της αγορασθείσας ποσότητας στο πλοίο “…” συνδέεται αιτιωδώς κατεξοχήν με τη μεταγενέστερη συμπεριφορά της εναγόμενης, η οποία, αν και γνώριζε τη συμβατική της υποχρέωση και παρά τις σχετικές, αρχικά προφορικώς και στη συνέχεια εγγράφως, οχλήσεις της ενάγουσας, από υπαιτιότητά της δεν μερίμνησε να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση, καθιστάμενη υπερήμερη. Περαιτέρω, δεν μερίμνησε ούτε για την αποκατάσταση μέρους έστω της ζημίας που είχε προκληθεί στην ενάγουσα, η οποία, αν και προεξόφλησε το τίμημα, ουδέποτε παρέλαβε τ’ αντιστοιχούντα σ’ αυτό αγαθά. Μετά ταύτα, η ενάγουσα προέβη στην άσκηση της προγενέστερης αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3831/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ήδη δε στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, με την οποία, επειδή δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, την οποία και δεν αξιώνει, λόγω ματαίωσης στο μεταξύ, συνεπεία της υπερημερίας της εναγόμενης, του σκοπού της σύμβασης, ζητεί μόνο την πλήρη αποζημίωσή της.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των 431.850,00 δολ. ΗΠΑ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ προς ευρώ κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1 iβ), 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των τετρακοσίων τριάντα μίας χιλιάδων οχτακοσίων πενήντα δολαρίων ΗΠΑ (431.850,00 $), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ προς ευρώ κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων οχτακοσίων (12.800,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Μαΐου 2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31 Μαΐου 2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ