Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης 681/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1097/612/05-02-2020 κλήση)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 4012/1923/23-06-2020 κλήση)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 8881/3927/07-08-2018 αγωγή)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη,  και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 03 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…, η οποία εδρεύει στον … (κατόπιν τροποποίησης της έδρας της εταιρείας από αυτήν της …), με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πλάτωνα Νιάδη (ΑΜ/ΔΣΑ 014786).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…), που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Νταλάκο (ΑΜ/ΔΣΠ 1822) και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η καλούσα- ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-07-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 8881/07-08-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3927/07-08-2018 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμο της 09-04-2019. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης και την  έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και διέταξε την καταβολή εγγυοδοσίας της ενάγουσας υπέρ των εναγομένων ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000 €) καθορίζοντας προθεσμία τριών (3) μηνών για την κατάθεση του γραμματίου της καταθέσεως ενώπιον της Γραμματείας του  παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 03-01-2020 κλήση της ενάγουσας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 1097/05-02-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 612/05-02-2020 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 24-03-2020. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, βάσει της υπ’ αριθ. οικ. 17734/12.03.2020 κοινής υπουργικής απόφασης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης με θέμα: «Επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως και 27.3.2020.». Στη συνέχεια η υπόθεση εισήχθη οίκοθεν προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. 3133/2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς (άρθρα 15 παρ. 7 εδ. β΄ περ. δδ του Ν. 1756/1988 και 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020), για τη δικάσιμο της 07-04-2020. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Νταλάκο (ΑΜ/ΔΣΠ 1822).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…, η οποία εδρεύει στον … (κατόπιν τροποποίησης της έδρας της εταιρείας από αυτήν της …), με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρος της Πλάτωνα Νιάδη (ΑΜ/ΔΣΑ 014786).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ:  Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η καθ’ ης η κλήση – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-07-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 8881/07-08-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3927/07-08-2018 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμο της 09-04-2019. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης και την  έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και διέταξε την καταβολή εγγυοδοσίας της ενάγουσας υπέρ των εναγομένων ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000 €) καθορίζοντας προθεσμία τριών (3) μηνών για την κατάθεση του γραμματίου της καταθέσεως ενώπιον της Γραμματείας του  παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 11-06-2020 κλήση της πρώτης εναγομένης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 4012/23-06-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1923/23-06-2020 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 246 του ΚΠολΔ «το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων». Η συνεκδίκαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους (ΑΠ 28/2009, ΑΠ 1355/2004, ΑΠ 632/2002). Στην προκείμενη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση στην ίδια δικάσιμο η από 03-01-2020 και με αριθμό κατάθεσης 1097/612/05-02-2020 κλήση-αίτηση της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «… και η από 11-06-2020 με αριθμό κατάθεσης 4012/1923/23-06-2020 κλήση-αίτηση της εναγομένης  Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), οι οποίες, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, πρέπει να συνεκδικασθούν.

Ι) Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Η διάταξη αυτή τέθηκε για την εξασφάλιση του εναγομένου, του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε ένδικο μέσο ως προς την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου και, παρά τις θεωρητικές επιφυλάξεις (βλ. σχετ. Ι. Καράκωστα, Το άρθρο 169 ΚΠολΔ και η ανάγκη αναθεώρησής του, σε ΕφΑΔ 2009/1318 και Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 169, αρ. 2), ως προς τη συνταγματικότητά της και την προσαρμογή της προς το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή Σύμβασης της Ρώμης της 4ης.11.1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και προς τα άρθρα 21 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C – 364/18.12.2000), ο οποίος κατά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, που έχει κυρωθεί με το Ν. 3671/2008, έχει καταστεί νομικά δεσμευτικός, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με αυτή των Συνθηκών, έχει νομολογιακώς κριθεί ότι αποσκοπεί όχι μόνο στη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα αλλά και στην περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό είναι συμβατή και με το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος και με το κοινοτικό δίκαιο, αφού η εφαρμογή της δεν προσβάλει το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια (ΑΠ 990/2008, ΤριμΕφΠειρ 709/2015, ΤριμΕφΠειρ 461/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από δε το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνες των άρθρων 162, 171 και 172 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι η αίτηση για την παροχή εγγυοδοσίας αποτελεί διακωλυτική (αναβλητική) της δίκης ένσταση, η οποία, προκειμένου για τη συζήτηση ενδίκου μέσου, προβάλλεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 περ. γ ΚΠολΔ (ΑΠ 167/2015, ΤριμΕφΠειρ. 163/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εξετάζεται πριν από οποιαδήποτε έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας, νομικής και ουσιαστικής, του ενδίκου μέσου, δεδομένου ότι, αν το δικαστήριο διατάξει εγγυοδοσία, δεν προχωρεί στη συζήτηση του σχετικού ενδίκου μέσου ώσπου να κατατεθεί το ποσό αυτής, αν δε η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία παρέλθει άπρακτη, το ίδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε το ένδικο μέσο (ΑΠ 1709/2013). Πλέον συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 171 ΚΠολΔ  εδ. β΄ ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν προχωρεί στην συζήτηση μέχρι να κατατεθεί η εγγύηση που διέταξε σχετικά με το ένδικο μέσο, κατά το άρθρο 172 ΚΠολΔ  αν η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία περάσει άπρακτη, το Δικαστήριο ύστερα από αίτηση  εκείνου που είχε ζητήσει την εγγύηση, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή-η ανάκληση αυτή θεωρείται ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα- , κατά το άρθρο 162 ΚΠολΔ τροποποίηση του περιεχομένου της εγγυοδοσίας επιτρέπεται με συμφωνία των διαδίκων και κατά το άρθρο 163 ΚΠολΔ, η προθεσμία που όρισε το Δικαστήριο για την καταβολή της εγγυοδοσίας είναι δικαστική και μπορεί να παραταθεί, ο δικαιούχος οφείλει να προτείνει τη μη δόση ή τη μη προσήκουσα δόση της εγγυοδοσίας στη συζήτηση που επισπεύδεται αμέσως μετά την απόφαση για εγγυοδοσία  και τέλος για το ποσό της εγγυοδοσίας λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριλαμβανόμενη στα δικαστικά έξοδα δικηγορική αμοιβή που οφείλεται κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων. Η περί επιβολής υποχρεώσεως καταβολής εγγυοδοσίας κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου σχηματίζεται προαποδεικτικώς με ελεύθερη εκτίμηση των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του (άρθρο 162 ΚΠολΔ, βλ και ΤριμΕφΠειρ. 27/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της σχετικής ένστασης, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή εκείνος, κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο (ΑΠ 1875/2014). Κριτήριο, τέλος, της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας, η οποία δεν εξαρτάται από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους, είναι η οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου (ΑΠ 167/2015), η οποία συνεπάγεται κίνδυνο μη εκτέλεσης της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ’ αυτά του τελευταίου. Ο σχετικός κίνδυνος, όμως, πρέπει να είναι προφανής και τούτο συμβαίνει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, τυγχάνει άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ιδίου του αντιδίκου του και αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος (ΑΠ 1876/2009, ΑΠ 308/2009, ΕφΠειρ 527/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 56/2016, ΤριμΕφΠειρ. 416/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 682/2005, ΠειρΝομ 2005/526, ΕφΑθ 132/1999, ΕλλΔνη 1999/1125). Μόνος, πάντως, ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας στην Ελλάδα του υπόχρεου διαδίκου, χωρίς ταυτόχρονη επίκληση εν γένει αφερεγγυότητάς του, δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή [ΤριμΕφΠειρ 60/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 567/1983, Αρμ. 1984/474, Π. Κοντογεωργακόπουλος – Β. Α. Χατζηϊωάννου, Σκοπός και προϋποθέσεις εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα (169 ΚΠολΔ), παρατηρήσεις κάτω από την ΠΠΠειρ 3805/2014, σε ΝοΒ 2015/750 επομ. (753)].

ΙΙ) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, οι μη οριστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάσσεται η αναστολή της συζήτησης της αγωγής ή της έφεσης και εντεύθεν η αναστολή της δίκης, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε. Συνεπώς, δεν θεωρούνται οριστικές και επομένως δύνανται να ανακληθούν οι αποφάσεις οι οποίες (βλ. ΕφΑθ 659/2012, ΕλλΔνη 2013, σελ. 1059, ΕφΑθ 1043/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1460 ) : α) δέχονται την αγωγή ως παραδεκτή και νόμω βάσιμη, χωρίς να εκτιμούν ακόμη την ουσιαστική βασιμότητα, β) δέχονται ή απορρίπτουν για οποιονδήποτε λόγο τις ενστάσεις, οι οποίες προτάθηκαν και γ) διατάσσουν οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια, π.χ. αναβάλλουν τη συζήτηση ή διατάσσουν τη συνεκδίκαση περισσοτέρων υποθέσεων ή τη διεξαγωγή μαρτυρικών αποδείξεων. Όσον αφορά, ειδικότερα, στη διαδικασία ανάκλησης μη οριστικής απόφασης, οι μη οριστικές αποφάσεις μπορούν να ανακληθούν από το δικαστήριο, που τις εξέδωσε σε κάθε στάση της δίκης, μέχρι να εκδώσει την οριστική του απόφαση (βλ. ΑΠ 4/2007, ΑΠ 661/2006, ΕφΑθ 1043/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1460). Η ανάκληση προκαλείται είτε αυτεπαγγέλτως (βλ. ΟλΑΠ 12/1989), είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που την υποβάλλει μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, χωρίς στάση δίκης ( βλ. ΑΠ 660/2011) . Συνεπώς, η αίτηση του διαδίκου είναι παραδεκτή, μόνο όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης με νόμιμο τρόπο, όπως όταν εισάγεται κλήση για τη συζήτηση στην ουσία της υπόθεσης, εφόσον όμως η υπόθεση φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση για άλλο νόμιμο λόγο και όχι με μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, αφού τότε δεν πρόκειται για νόμιμη στάση της δίκης διότι μόνον στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση της δίκης (βλ. ΑΠ 1538/2010, ΑΠ 775-836/2010, ΑΠ 1149/2008, ΑΠ 217/2005). Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης, η οποία αν παρόλα αυτά συζητηθεί, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υποθέσεως, με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έτσι επήλθε κατά την έννοια του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ βλάβη στον αντίδικο αυτού που ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΑΠ 1515/2013). Εξάλλου, μη οριζομένου του αντιθέτου στην υπό κρίσιν διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, η μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να ανακληθεί και σιωπηρώς, δυναμένου δηλαδή του δικαστηρίου να απομακρυνθεί, ολικά ή μερικά, των πρότερα αποφασισθέντων, και χωρίς αναφορά ρητής ανάκλησης (βλ. ΑΠ 780/2015). Εκ των ως άνω συνάγεται ότι, εάν έχει ανασταλεί η πρόοδος της δίκης με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου, η αίτηση ανάκλησης της τελευταίας απόφασης που υποβλήθηκε αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο, δε, διότι η ως άνω αίτηση (ακόμη και εάν ο διάδικος την ονόμασε αίτηση ανάκλησης ή κλήση ή κλήση για συζήτηση) δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης, ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης που διέταξε την αναστολή, αφού με την άνω διάταξη δε σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος (βλ. ΑΠ 926/2014, ΕφΠειρ 709/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, έχει κρατήσει στη νομολογία ότι (βλ. ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013, ΑΠ 1638/2005, ΑΠ 657/1998, ΑΠ 649/1996, ΕφΑθ 545/1994, Αρμ 1995, σελ. 1189), κατά την ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί πως δεν ισχύει η ανωτέρω απαγόρευση στις περιπτώσεις εκείνες, που με τη μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης, που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας. Έτσι, στις τελευταίες περιπτώσεις, η ανάκληση μπορεί, με τελολογική ερμηνευτική συστολή της διάταξης του άρθρου 309 ΚΠολΔ, να ζητηθεί παραδεκτώς και με αυτοτελή αίτηση, ήτοι με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης. Παρατηρείται, ωστόσο, από την υπ’ αριθ. 158/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ότι «…οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, στις οποίες θεραπεύεται η άσκοπη επιβράδυνση της διαδικασίας, δεν θα πρέπει να επεκταθούν σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, καίτοι δεν είναι ώριμη η περαιτέρω κατ’ ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης λόγω μη εκτέλεσης του διαταχθέντος από την παρεμπίπτουσα απόφαση, ζητείται η ανάκληση της τελευταίας ως εσφαλμένης, προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, διότι, πέραν του ότι πρόκειται περί ερμηνείας contra legem (βλ. Σταματόπουλο, Δ 16.526), θα καθιερωνόταν έμμεσα ιδιαίτερο είδος ένδικου βοηθήματος, το οποίο δεν προέβλεψε ο νομοθέτης (ΕφΑΘ 10739/1997 ΕλλΔνη 40. 1111, ΕφΑθ 6647/1992 Δ 24. 1251), ενώ τέλος, θα καθιστούσε ανεφάρμοστο και το εδ. γ΄ του άρθρου 309, αφού το δικαστήριο, στην περίπτωση της αυτοτελούς πλέον αυτής αίτησης, δεν θα είχε τη δυνατότητα να μην απαντήσει επί του αιτήματος ανάκλησης (άρθρο 106, 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 93 § 4 του Συντάγματος), παρότι η δυνατότητα αυτή του παρέχεται από την πιο πάνω διάταξη σε περίπτωση πρότασης του διαδίκου για ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΕφΘεσ 2728/1995 Αρμ 1996.492)».

Εν προκειμένω, με την από 03-01-2020 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 1097/612/05-02-2020 κλήση-αίτηση φέρεται προς συζήτηση η από 20-07-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 8881/3927/07-08-2018 αγωγή της καλούσας-ενάγουσας κατά των καθ’ ων η κλήση-εναγομένων, η οποία (αγωγή) συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 09-04-2019 και εξεδόθη επί αυτής η υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και διέταξε την καταβολή εγγυοδοσίας της ενάγουσας υπέρ των εναγομένων ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000€), καθορίζοντας προθεσμία τριών (3) μηνών για την κατάθεση του γραμματίου της καταθέσεως ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου. Με την ένδικη δε κλήση της η ενάγουσα, ζητεί- για τους ειδικότερους λόγους, που εκθέτει σε αυτή και ανάγονται στην εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου να δεχθεί ως βάσιμη την ένσταση εγγυοδοσίας που προέβαλαν οι εναγόμενες, στους οποίους (η ενάγουσα) αποδίδει αποκλειστική υπαιτιότητα ως προς την οικονομική της καταστροφή και την επιδίωξή τους να μη δικασθεί η ένδικη αγωγή της- να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης και να ανακληθεί η υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την διάταξή της για τη χορήγηση  υπέρ των εναγομένων εγγυοδοσίας, ύψους εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, άλλως να προσδιοριστεί η εγγυοδοσία στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και να χορηγηθεί νέα προθεσμία για την κατάθεση της μειωμένης εγγυοδοσίας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση κλήση-αίτηση, τυγχάνει απορριπτέα καταρχάς ως απαράδεκτη, διότι η υπόθεση δεν φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση για άλλο νόμιμο λόγο, αλλά έχει ως μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, ως εκ τούτου δεν εισάγεται νόμιμη στάση της δίκης, αφού σύμφωνα και με τις παραδοχές της υπό στοιχείο ΙΙ μείζονας σκέψης, η αίτηση ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης. Επιπλέον, δε, η προκείμενη κλήση-αίτηση ανάκλησης της προαναφερθείσας μη οριστικής απόφασης τυγχάνει απορριπτέα και ως αβάσιμη νόμω και ουσία. Συγκεκριμένα, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, καθώς και από τα όσα αναφέρονται στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης, αποδεικνύεται ότι με την υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η προβληθείσα δικονομική αναβλητική της δίκης ένσταση των εναγομένων, κατ’ άρθρο 169 ΚΠολΔ, κρίθηκε νόμω και ουσία βάσιμη, καθώς αποδείχθηκε ότι υφίσταται προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης ενδεχόμενης καταδικαστικής διατάξεως της αποφάσεως επί της αγωγής ως προς τα έξοδα της παρούσας δίκης από μέρους της ενάγουσας, δεδομένου ότι αυτή έχει περιέλθει σε πλήρη αδράνεια, στερείται αντικειμένου εργασίας, έχει αναστείλει τις δραστηριότητές της, έχει προβεί σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της, ενώ, επιπλέον, δεν διαθέτει επαγγελματικό χώρο, αφού έχει εγκαταλείψει το μίσθιο γραφείο, όπου ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα και δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία στο όνομά της, ή κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο. Η ενάγουσα, αμυνόμενη της ενστάσεως του άρθρου 169 ΚΠολΔ στην ένδικη αγωγή της – αντικείμενο της οποίας είναι να αναγνωριστεί  ότι οι εναγόμενες οφείλουν εις ολόκληρον να της καταβάλουν  το συνολικό ποσό των 4.800.530,95 ευρώ, άλλως το ποσό των 4.072.974 ευρώ και επιπλέον η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 1.274.105,49 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.251.126,44 ευρώ και η δεύτερη εναγομένη, επιπλέον, το ποσό των 780.242,27 ευρώ, άλλως το ποσό των 323.739,27 άλλως το ποσό των 160.215,27 ευρώ – ισχυρίστηκε ότι η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ.1 Σ και 6 ΕΣΔΑ, ενώ ουδέν ανέφερε σχετικά με την ύπαρξη εμφανών περιουσιακών της στοιχείων, πλην μόνο ανέφερε, με την προσθήκη-αντίκρουσή της, προκειμένου να θεμελιώσει τη φερεγγυότητά της, ότι στο πλαίσιο της παρούσας αντιδικίας διεξάγει δικαστικό αγώνα και στις ΗΠΑ, όπου έχει διορίσει και παρίστανται δύο πληρεξούσιοι δικηγόροι της, των οποίων οι αμοιβές στο σύνολό τους ανέρχονται στο ποσό των 100.000 ευρώ. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της, ωστόσο, δεν έγιναν δεκτοί από το Δικαστήριο, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έκανε δεκτή την ένσταση των εναγομένων και διέταξε την καταβολή από την ενάγουσα εγγυοδοσίας, υπέρ των εναγομένων, ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ. Οι ισχυρισμοί της καλούσας – ενάγουσας στην ένδικη από 03-01-2020 κλήση της ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την ένσταση εγγυοδοσίας, άλλως πρέπει με την παρούσα να προσδιορίσει το ποσό της εγγυοδοσίας σε ποσό όχι ανώτερο των 1.000 ευρώ και να χορηγήσει νέα προθεσμία για την κατάθεση της μειωμένης εγγυοδοσίας διότι α)  αποκλειστικά υπαίτιοι της οικονομικής της καταστροφής είναι οι εναγόμενοι και β) οι εναγόμενοι ζητούν εγγυοδοσία, μολονότι γνωρίζουν την οικονομική της καταστροφή, επιδιώκοντας να μη δικασθεί η υπό κρίση αγωγή, καθώς και ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο προσδιορισμός τέτοιου είδους υπέρογκης εγγυοδοσίας, χωρίς σύνδεση με την πιθανότητα ευδοκίμησης της αγωγής, της στερεί τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη, διότι είναι η οικονομικώς ασθενέστερη, αλυσιτελώς προβάλλονται, διότι εν προκειμένω το κρίσιμο ζήτημα είναι αν υπάρχει προφανής οικονομική αδυναμία της ενάγουσας ή αναξιόχρεο αυτής λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της ένδικης διαφοράς υπέρ του ενός  ή του άλλου διαδίκου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι σκοπός της διατάξεως του άρθρου 169 ΚΠολΔ είναι  διασφάλιση της απαιτήσεως για τα δικαστικά έξοδα, καθώς και η περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Σημειωτέον δε ότι η καλούσα – ενάγουσα στην προκειμένη δίκη επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς, που έχει ήδη εκθέσει και που κρίθηκαν από το Δικαστήριο με την ανωτέρω μη οριστική του απόφαση ως απορριπτέοι, ουσιαστικά ζητεί την επανεξέταση του ζητήματος της εγγυοδοσίας, ζητώντας να λειτουργήσει η ένδικη κλήση-αίτησή της ως ένδικο μέσο ελέγχου της κρίσης της ως άνω απόφασης, που διέταξε την αναστολή, γεγονός που δεν προβλέπεται στο νόμο, αφού με την διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ δε σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη. Κατ’ επάλληλη, τέλος, σκέψη του Δικαστηρίου ως προς την αβασιμότητα της υπό κρίσης αιτήσεως-κλήσεως, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου στην μη οριστική του απόφαση, δεν προαποδεικνύεται φανερά εσφαλμένη, ως προς το ποσό της εγγυοδοσίας, που αυτό όρισε κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ, καθώς για το ποσό της εγγυοδοσίας λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριλαμβανόμενη στα δικαστικά έξοδα δικηγορική αμοιβή που οφείλεται κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων και εν προκειμένω κατά τα άρθρα 63 και 68 του Κώδικα περί Δικηγόρων η αμοιβή των δικηγόρων των εναγομένων σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής θα υπολογιστεί κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 36.000 ευρώ περίπου, για έκαστο εξ αυτών, ήτοι στο ίδιο ποσό που όρισε το Δικαστήριο με την  μη οριστική του απόφαση, ως εύλογη εγγυοδοσία, κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ. Επίσης, ως προς την αβασιμότητα της υπό κρίσης αιτήσεως – κλήσεως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι προαποδεικνύεται προφανής αδυναμία της ενάγουσας σε περίπτωση καταδίκης της στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων να καταβάλει αυτά, ελλείψει εμφανών περιουσιακών στοιχείων αφού, αφενός μεν στην αγωγή της αναφέρει ότι έχει περιέλθει σε πλήρη αδράνεια, έχοντας αναστείλει τις δραστηριότητές της, ενώ αναφέρει, επιπλέον, ότι δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία στο όνομά της, ή κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο, αφετέρου στην προκείμενη δίκη δεν προσδιόρισε εμφανή περιουσιακά της στοιχεία, ήτοι δεν επικαλέστηκε νέα περιστατικά από τα όσα ήδη διέλαβε στην κρίση του το παρόν Δικαστήριο και εξέδωσε τη μη οριστική απόφαση του. Συνεπώς, εν προκειμένω, με τη μη οριστική απόφαση δεν διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη, δεν τάχθηκε εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος της ενάγουσας, ούτε πρόκειται για περίπτωση προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης, που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, ώστε να δύναται η ανάκληση, με τελολογική ερμηνευτική συστολή της διάταξης του άρθρου 309 ΚΠολΔ, να ζητηθεί παραδεκτώς και με αυτοτελή αίτηση, ήτοι με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης. Επιπλέον, αλυσιτελώς προβληθέντες αλλά και αόριστοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί της καλούσας-ενάγουσας ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι το εύλογο και το συμφέρον των διαδίκων είναι να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, αφού η καθυστέρηση στην πρόοδο της δίκης που επιφέρει η εφαρμογή του άρθρου 169 ΚΠολΔ  είναι σύμφυτη με τον σκοπό του άρθρου αυτού. Κατ’ ακολουθίαν όλων αυτών η υπό κρίση αίτηση-κλήση τυγχάνει απορριπτέα και ως αβάσιμη (εκτός από απαράδεκτη). Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν θα επιβληθεί αφού η εν λόγω απόφαση δεν έχει χαρακτήρα οριστικό.

Επιπλέον, η καλούσα – πρώτη εναγόμενη με την από 11-06-2020 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 4012/1923/23-06-2020 αίτηση – κλήση της ζητεί, κατ΄ εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της, την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 20-07-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 8881/3927/07-08-2018 αγωγή της πρώτης των καθ΄ ων η κλήση-ενάγουσας, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και διέταξε την καταβολή εγγυοδοσίας της ενάγουσας υπέρ των εναγομένων ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000€), καθορίζοντας προθεσμία τριών (3) μηνών για την κατάθεση του γραμματίου της καταθέσεως ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, και την ανάκληση της ανωτέρω αγωγής λόγω άπρακτης παρέλευσης της ορισθείσας με την ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου προθεσμίας καταβολής της, κατ’ άρθρο 169 του ΚΠολΔ, εγγυοδοσίας, καθώς και να καταδικαστεί η πρώτη των καθ’ ων – ενάγουσα στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται αρμοδίως και παραδεκτώς στο Δικαστήριο αυτό ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η από 20-07-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 8881/3927/07-08-2018 αγωγή, εκδικάζεται δε κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδικάσθηκε και η ως άνω αγωγή και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 172 του ΚΠολΔ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 188 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί εάν είναι βάσιμη και κατ’ ουσίαν.

Από την επισκόπηση της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι επί της από 20-07-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 8881/3927/07-08-2018 αγωγής που άσκησε η πρώτη των καθ’ ων η κλήση- ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «… κατά της καλούσας-πρώτης εναγομένης εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» (…), καθώς και κατά της δεύτερης των καθ’ ων η κλήση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….»,  αντικείμενο της οποίας ήταν να αναγνωριστεί  ότι οι ως άνω εναγόμενες εταιρείες οφείλουν εις ολόκληρον να της καταβάλουν  το συνολικό ποσό των 4.800.530,95 ευρώ, άλλως το ποσό των 4.072.974 ευρώ και επιπλέον η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 1.274.105,49 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.251.126,44 ευρώ και η δεύτερη εναγομένη, επιπλέον, το ποσό των 780.242,27 ευρώ, άλλως το ποσό των 323.739,27 ευρώ, άλλως το ποσό των 160.215,27 ευρώ, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και διέταξε την καταβολή εγγυοδοσίας της ενάγουσας υπέρ των εναγομένων ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας δια της καταθέσεως μετρητών χρημάτων ενώπιον του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000€), καθορίζοντας προθεσμία τριών (3) μηνών για την κατάθεση του γραμματίου της καταθέσεως ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω προθεσμία παρήλθε άπρακτη, αφού αντίγραφο της απόφασης αυτής κοινοποιήθηκε από την καλούσα-πρώτη εναγομένη στην ενάγουσα στις 04-10-2019 (βλ. την υπ’ αριθ. …/04-10-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθήνας, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, σε συνδυασμό με το με αριθ. πρωτ. ……./23-01-2020 έγγραφο του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, από το οποίο προκύπτει ότι μέχρι την 22-01-2020 δεν κατατέθηκε το ανωτέρω γραμμάτιο). Συνεπώς και δεδομένου ότι εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία αυτή, αποφασίζει υποχρεωτικώς ότι η αγωγή ανακλήθηκε και δεν έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφανθεί ότι, παρά την πάροδο της ως άνω προθεσμίας, η αγωγή δεν θεωρείται ανακληθείσα (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος A΄, έκδοση 1996, άρθρο 172, αριθ. 1), πρέπει η υπό κρίση κλήση-αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να θεωρηθεί ότι η ανωτέρω αγωγή της πρώτης των καθ΄ ων η κλήση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αιτούσας εταιρείας με την επωνυμία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» (…), ανακλήθηκε. Περαιτέρω, η δεύτερη των καθ’ ων η κλήση, ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «….», με τις προτάσεις της και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτών, ζητεί και αυτή την ανάκληση της ανωτέρω αγωγής, λόγω της παρόδου της τρίμηνης προθεσμίας από την κοινοποίηση στην ενάγουσα της υπ’ αριθ. 2521/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Από την προσκομιζόμενη από τη δεύτερη των καθ’ ων η κλήση υπ’ αριθ. …/05-11-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, προκύπτει ότι την 05-11-2019 αυτή κοινοποίησε στην ενάγουσα την ανωτέρω μη οριστική απόφαση. Συνεπώς και δεδομένου ότι πράγματι από το χρόνο επίδοσης της ανωτέρω απόφασης στην ενάγουσα παρήλθε το χρονικό διάστημα των τριών (3) μηνών, που έταξε η ανωτέρω οριστική απόφαση για την καταβολή της εγγυοδοσίας από την τελευταία, χωρίς αυτή να προβεί σε καταβολή της πρέπει να θεωρηθεί ότι η ανωτέρω αγωγή της ενάγουσας- πρώτης των καθ’ ων η κλήση, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της δεύτερης εναγόμενης-δεύτερης των καθ ων η κλήση, ανακλήθηκε. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην παρούσα δίκη η δεύτερη των καθ’ ων η κλήση δικάζεται αντιμωλία, αφού η νέα συζήτηση της υπόθεσης, που εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την ανωτέρω κλήση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, κατά την οποία αυτή είχε παρασταθεί προσηκόντως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 530/2015, ΕφΠειρ 275/2014 και ΕφΑθ 720/2012 όλες σε ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013, σελ. 1503, ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ 2010, σελ. 1197). Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

Α) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 03-01-2020 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 1097/612/05-02-2020 κλήση-αίτηση.

Β) ΔΕΧΕΤΑΙ την από 11-06-2020 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 4012/1923/23-06-2020 κλήση – αίτηση .

ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι η από 20-07-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 8881/3927/07-08-2018 αγωγή της Εταιρείας με την επωνυμία «…, η οποία απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και στρέφεται κατά 1) της εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…) και 2) της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….»,  έχει ανακληθεί.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις            2021 και δημοσιεύτηκε στις               2021 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ