ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
925/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(11760/5909/2019)
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 17 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … ΔOY Α΄ Αθηνών, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Στέφας Ηλίας (ΑΜ ΔΣΠ …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο … και διατηρεί κεντρικά γραφεία στην Αθήνα (Λεωφόρος Συγγρού 124-126), νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Ανάργυρος Κουτσούκος (ΑΜ ΔΣΠ …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 19.12.2019, αγωγή του κατά της εναγομένης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 20.12.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης 11760/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 5909/2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 276/1982 ΕΕΝ 1983.151, ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 1983.1168, ΕφΑθ 6272/1985 ΑρχΝ 37.114), ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ), με την οποία καθιερώνεται καταρχήν η ελεύθερη επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ειδικότερα δε σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του Κανονισμού, οι συμβάσεις ασφάλισης μεγάλου κινδύνου, οι οποίες εντάσσονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, ανεξαρτήτως μάλιστα του αν ο καλυπτόμενος κίνδυνος βρίσκεται εντός ή εκτός της επικράτειας των κρατών μελών [στους μεγάλους κινδύνους, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής» περιλαμβάνονται και οι κίνδυνοι που αφορούν κάθε είδους ζημία ή απώλεια που υφίστανται σιδηροδρομικά οχήματα, αεροσκάφη και σκάφη (ποτάμια, λιμναία ή θαλάσσια), αλλά και στα εμπορεύματα που μεταφέρονται ανεξάρτητα από το μεταφερόμενο μέσο, καθώς και η αστική ευθύνη που προκύπτει από τη χρήση αεροσκαφών ή των σκαφών (ποτάμιων, λιμναίων η θαλάσσιων) συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέα] διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Περαιτέρω, το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), το οποίο τροποποιήθηκε με το νόμο “Insurance Act 2015”, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφισή του στις 12.2.2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, όπως ίσχυε για την επίδικη σύμβαση ασφάλισης, ήτοι πριν την τροποποίησή του με το νόμο “Insurance Act 2015”, ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1. “Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια“. Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας» : Άρθρο 3§2 : «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία»…. Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος: Άρθρο 5. “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ` αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό”. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο: Άρθρο 27. “1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος.” ……Μη αποτιμημένο ασφαλιστήριο: Άρθρο 28. “Ένα μη αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι ένα ασφαλιστήριο που δεν καθορίζει την αξία του αντικειμένου της ασφάλισης, αλλά, με την επιφύλαξη του ορίου του ποσού που ασφαλίζεται, αφήνει την ασφαλιστέα αξία να προσδιοριστεί μεταγενέστερα με τον τρόπο που προσδιορίζεται πιο πάνω στο παρόν”. Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες: Άρθρο 55. “1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος“. Μερική και ολική απώλεια: Άρθρο 56. “1. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική, είτε μερική, οποιαδήποτε άλλη απώλεια πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια.” Έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για απώλεια: Άρθρο 67. “1. Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης”. Περαιτέρω, στην ρήτρα 9 των “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 ορίζεται ότι “ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης : 9.1 Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων“. Η γενική έκφραση “εναντίον κινδύνων θαλάσσης” δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει κατ’ αρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (από δόλια ενέργεια) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : E.R Ηardy Ivamy, “Chalmers’ … 1906” υπό το άρθρο 55, σελ. 78, Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, ως επί θαλασσίων κινδύνων (Perils of the sea), εναπόκειται στον ασφαλισμένο να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφείλετο σε ένα ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της αποδείξεως, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει ν` αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 358/2007, Νομος). Περαιτέρω, η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α. 1906). Όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος υφίσταται πραγματική ολική απώλεια. Στην περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως (άρθρο 57 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906). Όταν το ενεχόμενο στην περιπέτεια πλοίο τυγχάνει αγνοούμενο και, μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεν ελήφθησαν νέα περί αυτού, συμπεραίνεται ολική απώλεια (άρθρο 58 Μ.Ι.Α. 1906). Με την επιφύλαξη τυχόν όρων του ασφαλιστηρίου, υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια όταν το ασφαλισμένο πράγμα ευλόγως εγκαταλείπεται εξαιτίας εμφανίσεως της πραγματικής ολικής απώλειάς του ως αναπόφευκτης ή διότι δεν μπορούσε να σωθεί από πραγματική ολική απώλεια άνευ δαπάνης, η οποία θα υπερέβαινε την αξία του κατά το χρόνο που αυτή θα πραγματοποιείτο. Ειδικότερα, τεκμαρτή ολική απώλεια υφίσταται: i) όταν ο ασφαλισμένος στερείται την κατοχή του πλοίου ή των πραγμάτων από ασφαλισμένο κίνδυνο και α) είναι απίθανο ότι δύναται να επανακτήσει το πλοίο ή τα πράγματα ή β) το κόστος επανακτήσεως πλοίου ή αγαθών θα υπερέβαινε την αξία τους κατά το χρόνο επανακτήσεως ή ii) στην περίπτωση ζημίας σε πλοίο, όταν έχει υποστεί τέτοιες ζημίες από ασφαλισμένο κίνδυνο, που το κόστος αποκαταστάσεώς τους θα υπερέβαινε την αξία του πλοίου ως επισκευάσιμου (άρθρο 60 παρ. 1 και 2 υποπαρ. α΄ Μ.Ι.Α. 1906). Όπου υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια ο ασφαλισμένος δύναται είτε να εκλάβει την απώλεια ως μερική απώλεια είτε να εκλάβει την απώλεια ως εάν αυτή είχε υπάρξει πραγματική ολική απώλεια (άρθρο 61 Μ.Ι.Α. 1906).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι την 01.07.2015 συνήψε με την εναγομένη το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη, για τη χρονική περίοδο από 28.07.2015 έως 28.07.2016, του υπό ελληνική σημαία ερασιτεχνικού ταχύπλοου σκάφους «…», ολικού μήκους 7,00 μ., ιδιοκτησίας του, μεταξύ άλλων, και για τον κίνδυνο κλοπής. Ότι την 08.11.2015, περί ώρα 22.00, κατέπλευσε με το ως άνω σκάφος, στον λιμένα της Κορίνθου και προσέδεσε αυτό στο μικρό αλιευτικό καταφύγιο του ανωτέρω λιμένος, διακόπτοντας για λίγες ώρες το ταξίδι του με προορισμό τις Τζιτζιφιές Αττικής, προκειμένου να αναπαυθεί κατά τις νυχτερινές ώρες και να συνεχίσει αυτό με ασφάλεια την επόμενη ημέρα. Ότι όταν, κατά τις πρωινές ώρες της 9ης Νοεμβρίου 2015, επέστρεψε στο αλιευτικό καταφύγιο της Κορίνθου, διαπίστωσε ότι το σκάφος του δεν ήταν στη θέση που το είχε προσδέσει, αλλά ούτε και σε άλλη θέση αυτού. Ότι αμέσως μετέβη στο Λιμεναρχείο Κορίνθου αναφέροντας το περιστατικό και υποβάλοντας μήνυση κατ’ αγνώστων δραστών για κλοπή, παράλληλα δε υπέβαλε στην εναγομένη δήλωση για την απώλεια του σκάφους του. Ότι στις 20.06.2019 ενημερώθηκε ότι η ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε κατόπιν της ως άνω εγκλήσεώς του τέθηκε, λόγω αδυναμίας εντοπισμού των δραστών, στο αρχείο αγνώστων δραστών, κατόπιν δε τούτου ζήτησε από την εναγομένη να του καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση για την αιτία αυτή, η οποία ισούται με το ασφαλιστικό ποσό των 40.000,00€, καθώς η αξία του σκάφους του ανερχόταν στο ποσό των 40.000,00€, ενώ του αναφερόμενου στην αγωγή εξοπλισμού του, στο ποσό των 7.500,00€. Ότι, αν και επήλθε κατά τα ανωτέρω η ασφαλιστική περίπτωση κατά τη διάρκεια ισχύος της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, η εναγομένη αδικαιολόγητα αρνείται να του καταβάλει την ως άνω ασφαλιστική αποζημίωση, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις του ιδίου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 40.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 10.11.2015, ήτοι από την επομένη επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, δυνάμει της συμπεριληφθείσας στους γενικούς όρους που προσαρτώνται στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης ρήτρας (16) που θεμελιώνει την αποκλειστική δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά (42 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51§2 εδ.α, §3 Α, Β περ. θ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η επίδικη διαφορά δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6). Εν προκειμένω, εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, με έντυπη ρήτρα του ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο εκδόθηκε σε απόδειξη της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)» και σύμφωνα με τα σχετικώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο επιλέγεται εξάλλου κατά διεθνή συναλλακτική πρακτική από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές, περιέχεται δε κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906», στο Κοινό Δίκαιο (COMMON LAW), εφόσον οι ρυθμίσεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου, καθώς και στην αγγλική Πρακτική (ENGLISH PRACTICE), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στο ασφαλιστήριο Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών CL.328 της 1.11.1985 (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985). Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ισχύοντος στην υπό κρίση περίπτωση αγγλικού δικαίου, ενόψει του ότι αυτό είναι γνωστό στο Δικαστήριο, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη, αφού διαλαμβάνεται σε αυτήν η συναφθείσα σύμβαση ασφάλισης και η διάρκειά της, ο χρόνος και ο τόπος επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης στο ασφαλισμένο σκάφος, οι συνθήκες απώλειάς του [κλοπής] και η ζημία που υπέστη ο ενάγων [βλ. Εφ. Αθ. 8509/1992 ΕΝΔ 21,328 και ιδίως 329-330], ενώ στα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά εμπεριέχονται τα στοιχεία της πραγματικής απώλειας του σκάφους και της δήλωσης εγκατάλειψης προς την εναγομένη, τα οποία η τελευταία αβασίμως ισχυρίζεται ότι ελλείπουν, είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου 1, 3, 5, 6, 16, 22, 23, 24, 27, 52, 55, 56, 57, 60, 61, 67 του Marine Insurance Act 1906, καθώς και σε αυτές των άρθρων 345, 346 Α.Κ., 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, οι οποίες ως δικονομικού περιεχομένου εφαρμόζονται, ως lex fori. Όσον αφορά δε το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας, από την επομένη επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 35Α του νόμου “SUPREME COURT ACT” το Δικαστήριο αν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία απώλειας ή βλάβης μέχρι την έκδοση της απόφασης. Το σύνηθες στην πρακτική των Αγγλικών δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία τα χρήματα έπρεπε να είχαν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο. Τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, εφόσον όμως πρόκειται για τόκους επιδικίας, που αρχίζουν από την άσκηση της αγωγής αυτοί κρίνονται με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου και στην προκείμενη περίπτωση κατά το Ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 1584/2011, ΕΝαυτ 2012.45, ΠΠΠ 1656/2015 αδημ., ΠΠΠ 5462/1999 ΕΝΔ 1999. 370, ΠΠΠ 1336/1990 ΕΝΔ 1991. 6). Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 01.09.2020 ηλεκτρονική απόδειξη είσπραξης).
Tο εφαρμοστέο στην υπό κρίση υπόθεση αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως. Ειδικότερα, οι τελευταίοι διακρίνονται: 1) στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Marine Insurance Act 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (to avoid the contract) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως και τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) των κανόνων περί warranties των άρθρων 33 επ. Marine Insurance Act 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα κανόνων, στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο μέρος». Η έννοια της «απόλυτης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. Γερ. Βλάχου «Η θαλάσσια ασφάλιση», σελ. 36-37 επ.). Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: «1) Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά την κανονική πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του ήταν γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4) Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε, είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση». Σύμφωνα δε, με το άρθρο 20 του Μ.Ι.Α. 1906, «1) Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2) Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου». Τόσο δε η παράλειψη ανακοινώσεως (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, όσο και η αναληθής απεικόνιση (mistepresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην «απόλυτη καλή πίστη», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεών τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτόμενου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλιστή, ο οποίος δικαιούται να αποστεί του συμβολαίου (ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής, προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση, βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (ΕφΠειρ 619/2008 ΕΝΔ 2009.137). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 2005.72). Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι και για τον μετά την κατάρτιση της συμβάσεως χρόνο εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση του άρθρου 17 Μ.Ι.Α. του 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περίπτωση επίτασης του κινδύνου. Έτσι, ο ασφαλισμένος υπόκειται στο καθήκον της υπέρτατης καλής πίστεως και κατά το χρόνο υποβολής στοιχείων της ζημιάς προς τον σκοπό υποβολής απαίτησης της αποζημιώσεως και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η από τον ασφαλισμένο πλήρης και ολοκληρωμένη επίδειξη των εγγράφων του πλοίου καθώς και άλλων ουσιωδών εγγράφων (βλ. Essential Law “Marine Insurance Legislation” by Robert Merkin, ed 2000, σελ. 15 και 16). Στην περίπτωση δε κατά την οποία ο ασφαλιστής διόρισε έναν πραγματογνώμονα να επιθεωρήσει το προς ασφάλιση πλοίο, τότε όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που εξέθεσε ο πραγματογνώμονας, ιδιαίτερα αν λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος, στον ασφαλιστή λογίζονται σε γνώση του τελευταίου ακόμα και αν δεν τα είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ο ασφαλισμένος […]. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της πηγής γνώσεως ουσιωδών στοιχείων, ο ασφαλιστής θεωρείται ότι τελεί σε γνώση και δεν μπορεί να καταγγείλει ή να ισχυρισθεί ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, επειδή δεν αποτέλεσε την πηγή πληροφόρησης ο ίδιος ο ασφαλισμένος. Β) ΄Οσον αφορά στη δεύτερη ομάδα κανόνων, οι όροι αυτοί ονομάζονται εγγυήσεις (warranties). Το άρθρο 33 του Marine Insurance Act 1906 δίδει τον ακόλουθο ορισμό για το τι σημαίνει «warranty»: «warranty», για τους σκοπούς των επομένων άρθρων που αναφέρονται ως «warranties», σημαίνει υποσχετική εγγύηση (promissory warranty), δηλ. εγγύηση, δια της οποίας ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την ευθύνη ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα θα γίνει ή δεν θα γίνει, ή ότι κάποιος όρος θα πληρωθεί ή δια του οποίου ο ασφαλισμένος καταφάσκει ή αρνείται την ύπαρξη μιας ορισμένης καταστάσεως πραγμάτων. «Warranty» μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς ως «συμφωνηθείσα εγγύηση» (express warranty) ή να εξυπακούεται (implied warranty) και υπό την έννοια του άρθρου 33 επ. Μ.Ι.Α. του 1906, αποτελεί ουσιώδη όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, προς το περιεχόμενο του οποίου απαιτείται πάντοτε ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση. Η μη συμμόρφωση ελευθερώνει τον ασφαλιστή από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition». Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (ad hoc ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, βλ. και Arnould’s «Law of Marine Insurance and Average» 16th ed. 1981 παρ. 683, Colinvaux «The law of insurance» 3rd ed. , παρ. 181). Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), το βάρος δε της αποδείξεως φέρει ο ασφαλιστής (ΠΠρΠειρ 5462/1999, ό.π.). Εξ άλλου, οι ως άνω εγγυήσεις (warranties) μπορούν να δημιουργηθούν με μία ποικιλία τρόπων, όταν δε η ασφάλιση ξεκινάει με την συμπλήρωση πρότασης ασφαλίσεως από τον ασφαλιζόμενο ή για λογαριασμό του, είναι σύνηθες να εγγυάται ο ασφαλιζόμενος, δυνάμει ρήτρας «βάσης της σύμβασης» («Basis of the contract» clause), που περιέχεται στην πρόταση, ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς. Η συνέπεια τέτοιας δήλωσης είναι να μετατρέψει όλες τις απαντήσεις του ασφαλισμένου στη σύμβαση σε εγγυήσεις (βλ. Colinvaux & Merkins Insurance Contract Law τόμος 1 ας παρ. Α – 0654).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή υποστηρίζοντας ότι το ιστορούμενο σε αυτήν πραγματικό γεγονός της κλοπής του σκάφους από άγνωστους δράστες ουδέποτε έλαβε χώρα, επικουρικά δε υποστηρίζει ότι ο εναγόμενος δεν επέδειξε την προσήκουσα επιμέλεια και δεν συμπεριφέρθηκε ως μέσος συνετός ανασφάλιστος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους γενικούς όρους της επίδικης ασφάλισης (6.5,7.11,7.1.4), αλλά και στους υπ’ αρ. 9.2, 9.2.1., 13.1, 15.1 όρους της Ρήτρας Θαλαμηγών (Institute Yacht Clauses 1.11.85), καθώς εγκατέλειψε το σκάφος αφύλακτο σε άγνωστο μέρος, ενώ όφειλε είτε να διανυκτερεύσει ο ίδιος εντός αυτού, είτε να αναθέσει τη νυχτερινή του επίβλεψη σε φύλακα ή να έχει εγκαταστήσει στο σκάφος κάποιον αποτελεσματικό αντικλεπτικό μηχανισμό, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις της, με αποτέλεσμα την αναστολή της ασφαλιστικής κάλυψης και την απαλλαγή της ίδιας από την υποχρέωση προς αποζημίωση. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νόμιμη ένσταση, κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο, ερειδόμενη στο άρθρο 78 Μ.Ι.Α., σε συνδυασμό με τις ανωτέρω ασφαλιστικές ρήτρες. Προσέτι δε η εναγομένη επικαλείται την εκ μέρους του ενάγοντος παραβίαση του καθήκοντος καλής πίστης, το οποίο τέθηκε ως θεμέλιο στην επίδικη σύμβαση, στην οποία περιελήφθησαν οι διατάξεις των άρθρων 17, 18 και 20 Μ.Ι.Α. 1906, παρέχοντας στην ίδια, σύμφωνα με τους ισχύοντες στην επίδικη σύμβαση Γ.Ο.Α., αλλά και κατά τις διατάξεις του νόμου Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012 για τις καταναλωτικές ασφαλίσεις, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 06.04.2013, το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη μεταξύ τους σύμβαση, το οποίο ασκεί κατ΄ ένσταση στην παρούσα δίκη, καθώς ο ενάγων παραβίασε ειδικότερα το καθήκον να επιδεικνύει εύλογη φροντίδα, ώστε να υποβάλει κατά το προσυμβατικό στάδιο ειλικρινείς δηλώσεις στον ασφαλιστή και να περιγράφει με ακρίβεια τον ασφαλιστέο κίνδυνο, αφού δήλωσε σε αυτήν μεγαλύτερη της πραγματικής αξία του σκάφους, στοχεύοντας στην υπερασφάλισή του, άλλως αποδεχόμενος αυτήν ως ενδεχόμενη, επικουρικά δε, σε περίπτωση που η ως άνω δήλωσή του, που οδήγησε σε υπερασφάλιση, οφείλεται σε αμέλειά του, η ίδια υπαναχωρώντας και στην περίπτωση αυτή από τη σύμβαση δηλώνει ότι προσφέρεται σε επιστροφή του ασφαλίστρου. Επιπλέον, η εναγομένη υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέβη το καθήκον της καλής πίστης και μετά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς όφειλε να παραλείπει οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίταση του κινδύνου, όπως ο ελλιμενισμός του σκάφους σε μη φυλασσόμενο χώρο, αλλά και η μη προσήκουσα καταγγελία της κλοπής στις διωκτικές Αρχές (καταγγελία μόνο στη Λιμενική Αρχή και όχι σε Αστυνομία/Τροχαία, ελλιπής περιγραφή των τεχνικών χαρακτηριστικών του σκάφους που ήταν αναγκαία για την αποτελεσματική αναζήτησή του). Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012 (άρθρα 1, 2, 3, 4, 5 και Παράρτημα Ι), τα άρθρα 78, 84 Μ.Ι.Α. 1906 (τα άρθρα 18, 19 και 20 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 δεν εφαρμόζονται, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 115§§1,2 του C.I.D.R.A. 2012, εφόσον πρόκειται για καταναλωτική ασφάλιση), 15 I.Y.C., σε συνδυασμό με τους υπ’ αριθ. 9.2, 9.2.1.4, 11.4 Γ.Ο.Α.. Πρέπει, επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί της εναγομένης να ερευνηθούν και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. 1… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ιωάννας Κανελλοπούλου, που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Αθηνών, Β. Χ., σε συνδυασμό με την, από 13.07.2020, εξώδικη κλήση προς την εναγομένη), από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από την εναγομένη υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Δ. Ρ. και την, από 13.07.2020, εξώδικη κλήση προς τον ενάγοντα), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος είναι απόφοιτος της Σχολής Πλοιάρχων ΕΝ, συνταξιούχος ναυτικός, έχοντας υπηρετήσει ως Αντιπλοίαρχος και Πλοίαρχος στην ακτοπλοΐα επί σειρά ετών, κάτοχος αδείας χειριστού ταχύπλοου σκάφους, είχε στην ιδιοκτησία του, από την 12.06.2013, το υπό ελληνική σημαία ταχύπλοο ερασιτεχνικό αλιευτικό σκάφος, με την ονομασία «…», εγγεγραμμένο στο Λεμβολόγιο-Β.Ε.Μ.Σ. του Γραφείου Λεμβολογίων και Μικρών Σκαφών του Β΄Λ/Τ Κερατσινίου με αριθμό Τ.Π. 273-Β, ολικού μήκους 7,00 μ., πλάτους 2,61 μ., έτους κατασκευής 2003. Ειδικότερα το ως άνω σκάφος κατασκευάστηκε στο ελληνικό ναυπηγείο OCEAN (Ναυπηγεία Παιανίας …) και ήταν τύπου OCEAN NP700/αλιευτικό – λάντζα εργασίας, από πλαστικό, έφερε δε μία μηχανή βενζίνης, τύπου YANMAR, μέγιστης ιπποδύναμης 240 ΗΡ και μία εξωλέμβια βοηθητική μηχανή τύπου HONDA μέγιστης ιπποδύναμης 20 ΗΡ. Με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, που καταρτίσθηκε στις 28.07.2014, μεταξύ του ενάγοντος, ως πλοιοκτήτη του ως άνω σκάφους και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία ασφάλισε το σκάφος, με τις μηχανές και τον λοιπό εξοπλισμό του, μεταξύ άλλων, και κατά του κινδύνου της κλοπής, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που αναγράφονται στο κύριο σώμα της σύμβασης και τους προσαρτημένους σε αυτό έντυπους όρους και στερεότυπες ασφαλιστικές ρήτρες, που περιέχονταν στο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής, που αποτέλεσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτού, με όριο κάλυψης 40.000,00€, προς τούτο δε εκδόθηκε το υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο, ενώ η ασφάλιση ανανεώθηκε, για το χρονικό διάστημα από 28.07.2015 έως 28.07.2016, με το υπ’ αριθ. … ανανεωτήριο συμβόλαιο, αντί ετήσιου ασφαλίστρου 581,61€, το οποίο ο ενάγων κατέβαλε εμπροθέσμως, όπως εμμέσως συνομολογεί η εναγομένη. Σημειωτέον δε ότι κατά τη σύναψη του ανανεωτηρίου συμβολαίου η παρεχόμενη από την εναγομένη ασφαλιστική κάλυψη τελούσε υπό τους όρους ασφάλισης που ήταν διατυπωμένοι στο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης έκδοσης 01.2015, μεταξύ δε των όρων αυτών περιέχονταν και οι στερεότυπες ρήτρες του Ινστιτούτου των ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση θαλαμηγών σκαφών με την ονομασία Institute Yacht Clauses 1/11/85. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 8 Νοεμβρίου 2015 και περί ώρα 22.00 ο ενάγων κατέπλευσε με το σκάφος του από την Πάτρα στην Κόρινθο διακόπτοντας για λίγες ώρες το ταξίδι του, με προορισμό τις Τζιτζιφιές Αττικής, προκειμένου να αναπαυθεί κατά τις νυχτερινές ώρες και να συνεχίσει τον πλου με ασφάλεια την επόμενη ημέρα. Προς τούτο προσέδεσε το σκάφος του στο μικρό αλιευτικό καταφύγιο, το οποίο βρίσκεται ανατολικά του εμπορικού λιμένα της πόλης, στο εμπορικό κέντρο της πόλης και φιλοξενεί κυρίως μικρά αλιευτικά σκάφη. Συγκεκριμένα, παρέβαλε το σκάφος στη συμβολή του κάθετου προς την ακτή κρηπιδώματος που προεκτείνεται από την ξηρά προς τη θάλασσα και του εγκάρσιου βραχίονα που διχοτομεί την ενιαία λιμενολεκάνη της λιμενικής εγκατάστασης, στη θέση 34 του αλιευτικού καταφυγίου, με πλαγιοδέτηση, με τη δεξιά πλευρά του κατά μήκος του κρηπιδώματος, δένοντας αυτό στις δέστρες του προβλήτα με σχοινιά από τη δεξιά πλευρά της πλώρης και τη δεξιά πλευρά της πρύμνης, χωρίς να χρησιμοποιήσει ρεμέτζο άλλου σκάφους, ισχυρίζεται δε ο ίδιος ότι επιπλέον πόντισε και την άγκυρα, ως πρόσθετο μέτρο ασφαλούς ελλιμενισμού του σκάφους. Ο ενάγων δεν συνήθιζε να διανυκτερεύει εντός του σκάφους του, καθώς ο χώρος ενδιαίτησης αυτού ήταν περιορισμένος και καταληφθείς κατά μεγάλο μέρος από τον αλιευτικό εξοπλισμό του. Περί αυτού δε καταθέτει και η σύζυγός του, η οποία αναφέρει ότι ο ενάγων χρησιμοποιούσε πολύ τακτικά το σκάφος του κάνοντας ταξίδια και πηγαίνοντας για ψάρεμα, καθώς ήταν ερασιτέχνης ψαράς, έχοντας εφοδιαστεί και με επαγγελματικά καλάμια ψαρέματος, ενώ χρησιμοποιούσαν αυτό και για οικογενειακές εκδρομές, χωρίς ωστόσο ποτέ να διανυκτερεύουν σε αυτό, ούτε ο ίδιος, ούτε η οικογένειά του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την αποχώρησή του από το αλιευτικό καταφύγιο, ο ενάγων συναντήθηκε τυχαία με τον Θ. Χ., Ι. Κ., με τον οποίον διατηρούσαν φιλική σχέση και ο οποίος, όπως κατέθεσε, τόσο προανακριτικά, όσο και με την ένορκη βεβαίωσή του στην παρούσα δίκη, τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στον σταθμό των ΚΤΕΛ στον Ισθμό, καθώς ο σταθμός στην Κόρινθο ήταν κλειστός, απ’ όπου ο ενάγων επιβιβάστηκε σε διερχόμενο λεωφορείο με προορισμό την Αθήνα. Αφού διανυκτέρευσε στην οικία του, στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, ο ενάγων επέστρεψε το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 2015 στην Κόρινθο, πάλι μέσω ΚΤΕΛ, όταν όμως έφτασε στο αλιευτικό καταφύγιο διαπίστωσε ότι το σκάφος του δεν βρισκόταν στη θέση που το είχε προσδέσει, αλλά ούτε και σε άλλη θέση του καταφυγίου, ενώ κανείς από τους παρευρισκόμενους στο σημείο δεν γνώριζε κάτι γι αυτό. Κατόπιν τούτου ο ενάγων, αντιλαμβανόμενος ότι το σκάφος του είχε πιθανότατα κλαπεί, μετέβη άμεσα στο Λιμεναρχείο Κορίνθου καταγγέλλοντας το συμβάν (βλ. το από 09.11.2015 απόσπασμα από το Ημερολόγιο Συμβάντων του Λιμεναρχείου Κορίνθου), ακολούθως δε, στις 11.11.2015, υπέβαλε μήνυση κατ’ αγνώστων δραστών. Σημειωτέον δε ότι ο ενάγων παρείχε στη Λιμενική Αρχή, που ήταν αρμόδια να επιληφθεί, όλες τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν όσον αφορά τα τεχνικά και λοιπά χαρακτηριστικά του σκάφους του, τα οποία άλλωστε προέκυπταν από το Πιστοποιητικό Κυριότητας και την Άδεια εκτέλεσης ερασιτεχνικών πλόων, που έθεσε στη διάθεση των προανακριτικών οργάνων. Τις επόμενες ημέρες ο ενάγων συνέχισε να μεταβαίνει στην Κόρινθο προκειμένου να παρακολουθεί την πορεία της έρευνας για τον εντοπισμό του σκάφους του, η οποία ωστόσο απέβη άκαρπη, παράλληλα δε παρείχε εξουσιοδότηση σε δύο δικηγόρους για να χειριστούν την ποινική δικογραφία, η οποία τέθηκε τελικά στο αρχείο αγνώστων δραστών. Επίσης, μέσω του ασφαλιστικού του πράκτορα (γραφείο «…») ενημέρωσε άμεσα για το συμβάν την αρμόδια υπάλληλο στο Τμήμα αναγγελιών ζημιών της εναγομένης, Α. Π., ενώ στις 18.05.2016 εγχείρισε στον Πραγματογνώμονα που είχε ορίσει η εναγομένη έγγραφη δήλωση απώλειας του σκάφους «…» με συνοπτική έκθεση των συνθηκών απώλειάς του και περιγραφή του εξοπλισμού που έφερε αυτό κατά την ημέρα που αφαιρέθηκε από την κατοχή του. Επίσης, την 04.01.2017, ο ενάγων προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για τη διαγραφή του σκάφους του από το Βιβλίο Εγγραφής Μικρών Σκαφών, λόγω ελλείψεως ειδήσεων για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, ενώ στις 29.11.2019 παρέδωσε στην εναγομένη τα αντίγραφα όλων των σχετικών με την υπόθεση εγγράφων που είχε στην κατοχή του, πλην όμως η τελευταία δεν του κατέβαλε αποζημίωση. Εκ του συνόλου των ανωτέρω προκύπτει ότι εν προκειμένω επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση της κλοπής του σκάφους «…», για την οποία οφείλεται ασφαλιστική αποζημίωση, δοθέντος ότι ο ενάγων συμπεριφέρθηκε ως επιμελής ανασφάλιστος, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης περί του αντιθέτου, αφού προσέδεσε το σκάφος του σε μη φυλασσόμενο, πλην όμως ασφαλές μέρος, ήτοι στο αλιευτικό καταφύγιο που βρίσκεται στην περιοχή του εμπορικού κέντρου της πόλης της Κορίνθου, σε φωταγωγημένη προβλήτα και σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από το τοπικό Λιμεναρχείο, το οποίο βρίσκεται έναντι του εμπορικού λιμένα της πόλης. Η συμπεριφορά του άλλωστε αυτή ήταν σύμφωνη και με την υποχρέωση που ανέλαβε με την ασφαλιστική σύμβαση (warranty), κατά την οποία όφειλε να ελλιμενίζει το σκάφος του σε ασφαλές λιμάνι ή μαρίνα, επιπρόσθετη δε υποχρέωση για λήψη αντικλεπτικών μέτρων του σκάφους δεν είχε αναλάβει ο ενάγων, αφού τέτοια υποχρέωση τοποθέτησης αντικλεπτικού μηχανισμού προβλεπόταν από τους Γ.Ο.Α (9.2.1.4) μόνο για την πρόσδεση των κινητήρων επί του σκάφους. Στο σημείο δε τούτο σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος, κατά τον οποίον παραβάλοντας το σκάφος του στο ως άνω αλιευτικό καταφύγιο πόντισε και την άγκυρα αυτού, κρίνεται ότι καθ’ υπερβολήν προβλήθηκε από τον ίδιο, προκειμένου να τονίσει ότι έλαβε όλα τα μέτρα για τον ασφαλή ελλιμενισμό του σκάφους του πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, καθώς όταν ένα σκάφος είναι πλαγιοδετημένο και μάλιστα όταν η πρόσδεση αυτού γίνεται για σύντομο χρονικό διάστημα και με καλές καιρικές συνθήκες, όπως εν προκειμένω, δεν υπάρχει ανάγκη πόντισης της άγκυρας και η ενέργεια αυτή δεν είναι σύμφωνη με τη ναυτική πρακτική, η μη παραδοχή, ωστόσο, του συγκεκριμένου επί μέρους ισχυρισμού του δεν ασκεί έννομη επιρροή ως προς τη βασιμότητα των αξιώσεών του. Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψην των συνθηκών υπό τις οποίες το σκάφος απωλέσθηκε και του μεγάλου χρονικού διαστήματος (5 έτη) που έχει παρέλθει από την απώλειά του, χωρίς εν τω μεταξύ να έχει προκύψει οποιαδήποτε πληροφορία γι αυτό, η επανάκτηση αυτού θεωρείται απίθανη και η ολική του απώλεια αναπόφευκτη, ήτοι τεκμαίρεται ότι αυτό έχει ολικώς απολεσθεί. Σημειωτέον δε ότι ο ενάγων δηλώνοντας προς την εναγομένη την απώλεια του σκάφους του αιτούμενος -εξωδίκως στην αρχή και με την κρινόμενη αγωγή στη συνέχεια- πλήρη ασφαλιστική αποζημίωση (για ολική απώλεια), σιωπηρά προέβη σε δήλωση εγκατάλειψης προς την εναγομένη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν τούτων η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα ασφαλιστική αποζημίωση, η οποία ισούται με την εμπορική αξία του σκάφους κατά τον χρόνο ουσιαστικής έναρξης της ασφάλισης [μη αποτιμημένο ασφαλιστήριο] και η οποία, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανέρχεται (χωρίς να υπολογίζεται η αξία του αλιευτικού εξοπλισμού που βρισκόταν εντός αυτού καθώς με τους επίδικους Γ.Ο.Α. αυτός ρητά εξαιρείτο από την ασφάλιση) στο ποσό των 40.000,00€, το οποίο καθορίστηκε από τα μέρη ως ανώτατο ασφαλιστικό ποσό, κατόπιν ειλικρινούς δήλωσης από τον ενάγοντα όλων των τεχνικών χαρακτηριστικών του σκάφους και χωρίς αυτός να αποκρύψει κάποιο ουσιώδες περιστατικό, που θα μπορούσε να επηρεάσει την εναγομένη ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή την απόφασή της να αναλάβει τον κίνδυνο. Επομένως η δήλωση υπαναχώρησης που προβλήθηκε κατ’ ένσταση από την εναγομένη λόγω της επικαλούμενης από αυτήν υπερασφάλισης του σκάφους, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως ασφαλιστική αποζημίωση, το χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης, κατά τον οποίον, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη των προσαρτημένων στην ασφαλιστική σύμβαση Γ.Ο.Α. οφείλονται τόκοι από την επομένη της τελεσιδικίας της απόφασης που επιδικάζει την αξίωση, ως μη νομίμου, καθώς η συμφωνία που συνάπτεται στο πλαίσιο ατομικής διαπραγμάτευσης, για έναρξη της οφειλής τόκων υπερημερίας από χρονικό σημείο μεταγενέστερο της όχλησης, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων των άρθρων 340 και 345 Α.Κ. είναι μεν έγκυρη, όμως η σχετική ρήτρα, όταν περιέχεται σε γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων χωρίς να προηγηθεί ατομική διαπραγμάτευση, κατά κανόνα δε και χωρίς γνώση ή κατανόηση του περιεχομένου τους από τον ασφαλισμένο, που είναι το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη και βρίσκεται σε μειονεκτικότερη διαπραγματευτική θέση, προκαλεί σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 (ΟλΑΠ 6/2006, ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ουσίαν, καθότι δεν κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενώ η δικαστική δαπάνη του τελευταίου πρέπει να επιδικαστεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων τριάντα (1.630,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ